Στο περιοδικό του κυριακάτικου Ελεύθερου Τύπου της περασμένης εβδομάδας υπήρχε ένα αφιέρωμα στην «Σπείρα - Σπείρα», στην ομάδα δηλαδή που έχει φτιάξει ο Κραουνάκης και η οποία δίνει ξεχωριστές μουσικές παραστάσεις εδώ και χρόνια. Στο αφιέρωμα υπάρχουν εκτός των άλλων και φωτογραφίες όλων των μελών της «Σπείρας - Σπείρας», με ένα μικρό κειμενάκι του καθενός από κάτω. Εκεί βρίσκονται και οι λίγες λέξεις που ξαφνιάζουν και αποσυντονίζουν: «Δουλεύω σε οικοδομές και σε αγροτικές δουλειές για να ζήσω» λέει ένας τραγουδιστής.
Ο Κραουνάκης εξηγεί σε άλλο σημείο ότι τα οικονομικά των μελών κυμαίνονται από 500 έως 1.000 ευρώ μηνιαίως, αλλά το σημείο που ξαφνιάζει και αποσυντονίζει δεν είναι η βιωσιμότητα του γκρουπ ή οι οικονομικοί όροι της συνεργασίας, το σημείο που ξαφνιάζει και αποσυντονίζει είναι ότι ο συγκεκριμένος τραγουδιστής δουλεύει σε οικοδομές και σε χωράφια, καθώς σκανδαλωδώς μπερδεύει δυο ολότελα διακριτούς κόσμους, τον κόσμο της σκηνής με τον κόσμο της χειρωνακτικής βαριάς εργασίας.
Πάνω στην ολόφωτη σκηνή οι επιτυχημένοι επώνυμοι,
κάτω από τη σκηνή οι αποτυχημένοι ανώνυμοι
κι έξω από το θέατρο οι μετανάστες.
Όσοι είναι κάτω από τη σκηνή θα λαχταρούσαν να είναι πάνω και τους τρώει ότι είναι θεατές, χωρίς να τους ικανοποιεί ότι τουλάχιστον βρίσκονται εντός του θεάτρου.
Όσοι είναι πάνω στη σκηνή θα λαχταρούσαν κεντρικότερη θέση, περισσότερα φώτα, περισσότερη αναγνώριση, χωρίς να τους ικανοποιεί ότι βρίσκονται πάνω σε αυτήν.
Όλοι εμείς οι γηγενείς που βρισκόμαστε στο θέατρο (το οποίο μπορεί και να είναι σαλόνι με τηλεόραση) έχουμε σχέση πάθους με την σκηνή, την επωνυμία, την επιτυχία : δικαιούμαστε να είμαστε στο κέντρο της γιατί το αξίζουμε. Όλοι μα όλοι έχουμε ένα ταλέντο που είτε δεν το αναπτύξαμε αρκετά όταν έπρεπε επειδή μάς ανάγκασε η ζωή, είτε γιατί όταν πήγαμε να το αναπτύξουμε μάς 'φάγαν τα κυκλώματα.
Κι αν δεν είμαστε θέσει, δυνάμει θα μπορούσαμε να είμαστε εμείς στο κέντρο.
Όλοι μα όλοι θα μπορούσαμε να διαπρέψουμε στην τέχνη ή στην επιστήμη ή στις επιχειρήσεις.
Κανείς δεν είναι μέτριος, κανείς δεν είναι λίγος.
Κάποιος που έχει ανέβει στη σκηνή, έστω κι αν είναι σε μια γωνίτσα της, κάποιος που του έχει αναγνωρισθεί «επισήμως» το ταλέντο του, ακόμη κι αν παίρνει 500 ευρώ τον μήνα, οφείλει να σαρακώνεται με το ότι αυτός είναι ακόμη μικρό όνομα, ενώ οι άφωνοι σκυλάδες μεγάλα, οφείλει να σαρακώνεται με το ότι αυτός δεν έχει λεφτά, ενώ αυτοί φτιάχνουν περιουσίες.
Κι όσο τον τρώει το σαράκι του αυτό, ας δανειστεί λεφτά από συγγενείς για χάρη της τέχνης του ή ας κάνει δουλειές - συμβιβασμούς εν ονόματι του αυριανού καλλιτεχνικού του οράματος ή στην χειρότερη ας κάνει με καρδιά βαρύτατη τον κούριερ και το γκαρσόνι.
Αλλά στην οικοδομή;
Το γιαπί, το πηλοφόρι, το μυστρί έκανε άντρες τους παλιούς Έλληνες.
Το γιαπί, το πηλοφόρι, το μυστρί κάνει τους μετανάστες.
Πώς τολμάς να συγχέεις τους κόσμους; Τι γυρεύει ένας καλλιτέχνης στα εργοτάξια;
Μήπως δεν είσαι αληθινά ευαίσθητος, μήπως δεν είσαι αληθινός καλλιτέχνης;