Τα ρομπότ κι οι κραδασμοί
Τα βράδια εκείνα του Ιουνίου και του Ιουλίου του 2004, όταν μεγάλο μέρος της Ελλάδας έβγαινε μετά από τα παιχνίδια στους δρόμους, υπήρξαν κάποιοι που δεν ενέδωσαν, κάποιοι που αντιστάθηκαν, ξίνισαν τα μούτρα, σήκωσαν τα φρύδια, τέντωσαν το δάχτυλο και αρθρογράφησαν με εμβρίθεια για το κόμπλεξ του Έλληνα και την βαθιά του ανάγκη να πανηγυρίσει για επιτεύγματα στα οποία δεν έχει συμβάλλει προσωπικά, την βαθιά του ανάγκη να νιώσει περήφανος τη στιγμή ακριβώς που η χώρα του είναι ουραγός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και που τα προβλήματα της καθημερινότητας τον πνίγουν. Πρόβλεψαν τότε ότι τίποτα δεν θα άλλαζε στην ζωή όσων χοροπηδούσαν αλλόφρονες σε πόλεις και χωριά· οι επόμενες μέρες, μήνες, χρόνια, ίδια και απαράλλακτα θα κυλούσαν, όσο κι αν ο πανηγυριτζής λαουτζίκος θεωρούσε πως παίρνοντας το Euro είχε κατακτήσει και το κουραδόκαστρο.Φαντάζομαι ότι η αρθρογραφία αυτή δικαιώνεται στο πολλαπλάσιο με τους φουκαράδες τους Ιρακινούς, που εν μέσω πολέμου και καθημερινών εκατόμβων, ξεχύθηκαν κι αυτοί με τις σημαίες τους, επειδή, λέει, το Ιράκ κατέκτησε το πανασιατικό κύπελλο ποδοσφαίρου.
Είστε δυστυχισμένοι, ρε ζώα! Δεν το βλέπετε; Πόσο ηλίθιοι μπορείτε να είστε για να εκστασιάζεστε με κάποιους που έβαλαν την μπάλα στα δίχτυα; Δηλαδή είστε εθνικά υπερήφανοι τώρα; Ενώ η χώρα σας είναι υπό κατοχή;
Γαμημένο όπιο των λαών: παίρνεις το μυαλό των ανθρώπων από τη δυστυχία τους και τους κάνεις ευτυχισμένους για πέντε βράδια· ώστε να βγουν στο δρόμο παρά την απαγόρευση και να καταλάβουν τί; Όσοι δεν πρόλαβαν να σκοτωθούν κατά τους πανηγυρισμούς από παγιδευμένα αυτοκίνητα, επιστρέφουν από σήμερα στα ίδια ακριβώς δεινά.
Αν κάτι βαθιά απεχθάνομαι στη ζωή μου, είναι αυτούς που σχολιάζουν τα ανθρώπινα υπό την οπτική γωνία ενός ρομπότ, ενός ρομπότ τυφλού και κουφού στους κραδασμούς της ανθρώπινης ψυχής.




















