Σάββατο, Ιουνίου 30, 2007

Κάτω απ' τα καμένα ελάφια

Χθες βράδυ. Ακριβώς κάτω από την Πάρνηθα. Κάτω απ΄τα καμένα ελάφια χορεύουν η νύφη κι ο γαμπρός. Γνωρίστηκαν πριν επτά καλοκαίρια και επιδεικνύοντας μηδενικό σεβασμό στο πνεύμα της εποχής είναι έκτοτε μαζί αδιατάρακτα. Το φαινόμενο μελετήθηκε σε βάθος από κοινωνιολόγους, ψυχιάτρους και φιλοσόφους χωρίς να δοθεί ικανοποιητική εξήγηση, εξήγηση που φαίνεται όμως να δίνεται μετά την φωτογραφία που έβγαλα (με την ιδιότητα του αδελφού της νύφης), καθώς το εξώκοσμο φως στη θέση των προσώπων τους υποδεικνύει εμμέσως πλην σαφώς ότι το γαμήλιο ζεύγος δεν αποτελείται από αληθινούς ανθρώπους αλλά από ούφο.
Σε πείσμα λοιπόν της κλιματικής αλλαγής και της κατεστραμμένης Πάρνηθας, η ζωή συνεχίζεται αν όχι για τα συγκεκριμένα ελάφια για τους συγκεκριμένους ανθρώπους, η ζωή συνεχίζεται ίσως για πολύ ακόμα ίσως όχι και για τόσο πολύ, ίσως με τρισχειρότερους όρους από σήμερα ίσως με πολύ καλύτερους, αλλά όπως και να 'χει, είναι μάλλον προτιμότερο να κλείνεις τα μάτια και να τη συνεχίζεις ελπίζοντας, γιατί ακόμα και αν επικρατήσουν τα χειρότερα δυνατά σενάρια και τα χειρότερα σενάρια ιστορίες διηγούνται, και μια άσχημη ιστορία είναι προτιμότερη από την έλλειψη ιστορίας, όπως μια άσχημη ζωή είναι προτιμότερη από την έλλειψη ζωής.
Και ασφαλώς είναι μεγάλη οικολογική τραγωδία το κάψιμο της Πάρνηθας, αλλά και εκεί που ήταν το δάσος πόσοι από τις δικές μας τις γενιές το εκτιμούσαν, το αγαπούσαν, το χαίρονταν, το ζούσαν; Στην Πάρνηθα έχω πάει τρεις φορές: στο καζίνο. Και μέχρι να τα δω σήμερα καμένα, αγνοούσα ότι υπήρχαν εκεί ελάφια.
Έχουμε στερηθεί τα δάση πολύ προτού καούν: τα έχουμε στερηθεί παύοντας να τα επιθυμούμε.
Το περιβάλλον μας αστικό κι εσχάτως ηλεκτρονικό.
Ανάμεσα στο τσιμέντο και τα πίξελ, μακριά απ' τα δάση, ζούμε, αγαπάμε, παντρευόμαστε και συνεχίζουμε τη ζωή.
Με κλειστά τα μάτια, για να μην αφήσουμε τον δικαιολογημένο φόβο να μας κάψει κι εμάς μαζί με τα ελάφια.

Πέμπτη, Ιουνίου 28, 2007

Κάποια ελάχιστη τρυφεράδα

Από το «Κ» της «Καθημερινής» της περασμένης Κυριακής, απόσπασμα της συνέντευξης του Χρήστου Γιανναρά:
Ερώτηση: Το ελληνικό μου «γιατί» κι ένα «πρέπει» που πέταξα.
Απάντηση: «Γιατί ο χθεσινός άρχοντας, μέσα σε μια γενιά να μεταποιηθεί σε:
υπανάπτυκτο λιμασμένο καταναλωτή,
αποχαυνωμένο οπαδό γελοίων κομμάτων,
άγλωσσο ανθρωπάκι,
αισθητικά εκβαρβαρισμένο,
μικρονοϊκά «φίλαθλο»,
αηδιαστικά εγωκεντρικό,
«που μας κοιτάζει απορημένος από κάποιο παραθυράκι κάποιας πολυκατοικίας του Αιγάλεω» (λόγια του Ελύτη και πάλι).
Πέταξε μέσα σε μια γενιά, το υφαντό τραπεζομάντηλο για να στρώσει το πλαστικό και στο βάζο τα νάυλον λουλούδια. Γκρέμισε την ξύλινη αυλόπορτα και κότσαρε την φερφορζέ, έδωσε την ψυχή του και την μνήμη του «αντιπαροχή» για ένα τριάρι με λουτροκαμπινέ - γιατί;
Και ποιό «πρέπει» να αναμετρηθεί
με τόση αλλοτρίωση
ποιά ελπίδα
με τέτοια ιλιγγιώδη κατρακύλα;».
Το απόσπασμα μού έφερε στο νου ένα αισθητικά πανέμορφο κείμενο του Γιανναρά που είχε ανεβάσει παλιά ο Χοιροβοσκός εδώ. Για την θέση μου λοιπόν απέναντι στην άεναη διεκτραγώδηση του σήμερα, την αέναη απαξίωση εμένα, εσένα και του τρόπου ζωής μας, θα δανειστώ τα ίδια τα λόγια του Χρήστου Γιανναρά, κι αφού κανέναν δεν μισώ στον κόσμο να σκοτώσω, φοβάμαι μη καμιά φορά τα στρέψω στον εαυτό του :
«Αν πραγματικά είχαμε αγαπήσει – αν μας είχε χαριστεί κάποια ελάχιστη πραγματική αυτοπαραίτηση- ίσως στην πρώτη ρήξη να διακρίναμε κάτι και από τα δικά μας υστερήματα, όμως το πιό συνηθισμένο είναι να μην βλέπουμε μέσα μας κανένα ψεγάδι. ... Ο Άλλος είναι η αποτυχία μου να ζήσω, είναι η επαλήθευση της μοναξιάς μου, η κόλασή μου. Ίσως παλεύει κι αυτός, σφαδάζει, ζει την δική του παγερή μοναξιά . Κάποια ελάχιστη τρυφεράδα από μένα, ένα χάδι και πάλι, ένας λόγος γλυκός, θα μπορούσε να τον αναστήσει. Μα εγώ στο προσωπό του βλέπω μόνο το δικό μου κενό και τα μόνα λόγια της καρδιάς είναι το παράπονό μου».

Τετάρτη, Ιουνίου 27, 2007

Όσο συμβαίνει

Είναι η υποχρέωση υποβολής φορολογικών δηλώσεων· η πραγματικότητα κατοικείται αποκλειστικά από φορολογούμενους πολίτες.
Δεν είναι η υποχρέωση να είσαι εντάξει τύπος. Η πραγματικότητα αδιαφορεί αν είσαι εντάξει. Η πραγματικότητα ενδιαφέρεται βασικά για το πόση τύχη έχεις.
Είναι η καθημερινή εργασιακή ρουτίνα: το ξύπνα - τρέχα - αγχώσου - άκου τα - πλήξε - πληρώσου - πλήρωσε - χρώστα - δανείσου - ξεπλήρωσε.
Δεν είναι όσα παρεισφρύουν λαθραία ανάμεσά της: το γέλιο για ένα έξυπνο αστείο, η χαρά που γέννησε μια συνάδελφος, η ζήλεια για έναν άλλο που σε προσπερνά ιεραρχικά, η ταινία που είδες το βράδυ και σε τίναξε.
Είναι η φθορά των μηχανημάτων, η ανάγκη συντήρησης και αλλαγής τους.
Δεν είναι η φθορά του σώματος. Η φθορά του σώματος είναι ζωή, αναπόσπαστο μέρος της ζωής.
Γενικά η πραγματικότητα δεν είναι ζωή. Λένε ότι μόνο οι γενναίοι αντέχουν την πραγματικότητα, αλλά, αντίθετα, οι γενναίοι είναι οι μόνοι που αντέχουν τη ζωή.
Πραγματικότητα είναι ότι αύριο οφείλεις να κάνεις αυτό κι αυτό κι αυτό· ειδάλλως θα υποστείς τις συνέπειες.
Πράγματι αύριο θα κάνεις αυτό κι αυτό, μισοκάνοντας το τρίτο αυτό κι αφήνοντας το υπόλοιπο μισό του για μεθαύριο.
Ζωή είναι ότι αφού εσύ κατοικείς στην πραγματικότητα, θεωρείς υποχρεωτικό πως πρέπει να κατοικούν κι όλοι οι άλλοι: κανείς να μην ξεφύγει - κανείς. Γιατί να ξεφύγουν αυτοί κι όχι εσύ;
Γιατί μερικοί το έχουν περισσότερη ανάγκη από σένα, γιατί μερικοί ασφυκτιούν εκεί που εσύ εν πάση περιπτώσει αντέχεις και που υπό προϋποθέσεις μπορεί να την βρίσκεις κιόλας.
Έξω από την πραγματικότητα ασφαλώς και τρως τα μούτρα σου.
Αλλά το να καταβροχθίζεις το πρόσωπό σου δεν είναι απαραίτητα κακό.
Σκέψου έναν άνθρωπο με ένα πιάτο εμπρός του, μαχαίρι δεξιά, πηρούνι αριστερά, πετσέτα στα πόδια και το πρόσωπό του μέσα στο πιάτο του.
Κόβει ένα κομμάτι και το τρώει.
Πώς το τρώει; Τι έχει στη θέση του προσώπου του;
Στην πραγματικότητα δεν θα μπορούσε να συμβεί ποτέ αυτό.
Βγαίνοντας εκτός πραγματικότητας συμβαίνει, κι όσο συμβαίνει ζεις.

Τρίτη, Ιουνίου 26, 2007

Μετά την Μπύρα

Σε μεταφέρω τώρα στο χθεσινό βράδυ. Χωρίς μηχανές χρόνου και σκουληκότρυπες. Απλά δια της αφήγησης. Μην το επιχειρήσεις μόνος σου στο σπίτι - άι 'μ ε τρέιντ προφέσιοναλ (ε τρέιντ άματσιουρ άξιουαλυ, μπατ δατ'ς νοτ δε πόιντ ράιτ νάου). Λοιπόν, είμαστε στο χθες. Ήρθες κι εσύ; Οκ. Έχω μόλις πιει μια μπύρα. Παραλείπω την πληροφορία αν ρεύτηκα ή όχι. Νοτ δε πόιντ ράιτ νάου. Κρατώ στα χέρια μου το άδειο κουτάκι. Το θέμα δεν είναι ότι το βάζω στην σακκούλα με την ανακύκλωση. Το θέμα είναι ότι την ώρα που πηγαίνω να το βάλω εκεί, το κρατάω νιώθοντας ότι είναι κάτι πολύτιμο. Δεν πάει και τόσος καιρός που το θεωρούσα σκουπίδι και το μεταχειριζόμουν ως σκουπίδι. Ο άνθρωπος μπορεί να συνηθίσει συντομότατα τα πάντα, ακόμη και ριζικές αλλαγές στον τρόπο ζωής του. Ο άνθρωπος είναι ένα ον που συνηθίζει. Στο ναυτικό, στη δεύτερη βδομάδα προπαίδευσης θεωρούσα την καθημερινή της ρουτίνα αυτονόητη. Τις προάλλες έψαχνα κάτι στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου και βρήκα μεταλλικά πενηντάρικα και κατοστάρικα, με τα οποία το είχαν «ασημώσει»· δραχμές: κάποτε είχες δραχμές, μετά μετέτρεπες στο μυαλό σου τα ευρώ σε δραχμές, μετά συνήθισες.
Ο αέρας στην Αθήνα σήμερα δεν είναι «καυτός». Είναι κυριολεκτικά καυτός.
Περισσότερο από μηχάνημα το ερ κοντίσιον είναι μια μεταφορά του κινητηρίου πνεύματος του πολιτισμού μας: ο ατομικός μου χώρος να είναι κρύος και όλος του ο ζεστός αέρας ας πεταχτεί έξω, σαν σκουπίδι στην χωματερή της ατμόσφαιρας.
Το περιβάλλον μου εναντίον του περιβάλλοντος.
Το κλιματιστικό μου εναντίον του κλίματος.
Το ιδιωτικό εναντίον του κοινού.
Το σήμερα εναντίον του αύριο.
Στην αρχή του ποστ σε μετέφερα στο χθες.
Για το τέλος του δεν χρειάζεται να σε μεταφέρω στο αύριο. Έχει έρθει.
To oποίο είναι καλό πράγμα: γιατί έτσι επιτέλους τα αφεντικά θα μας ενημερώσουν πως ήρθε η ώρα να αλλάξουμε.
Και να συνηθίσουμε αλλιώς.

Δευτέρα, Ιουνίου 25, 2007

Ένα πράγμα που ξέρω για μένα

Δεν κυκλοφορώ με μπλούζες του Παναθηναϊκού. Το θεωρώ γελοίο. Γι΄αυτό και δεν τις αγοράζω καν. Σπανιότατα να φορέσω στο γήπεδο. Αλλά αυτή η Triple Crown κάτι μου 'κανε και την αγόρασα. Την βάζω κυριακάτικα. Καμαρώνω σαν γύφτικο σκεπάρνι. Μέχρι που με κοιτάνε κάπως στο περίπτερο, στο βενζινάδικο, στην παραλία. Νιώθω τότε σαν τον Βασιλιά Καρνάβαλο. Κι έχω και στέμμα στην στάμπα να το πιστοποιεί πανηγυρικά. Αποφασίζω να την φοράω μόνο σπίτι (τις μέρες του καλοκαιριού που η θερμοκρασία θα 'ναι κάτω από τους 40) και εδώ (ανεξαρτήτως θερμοκρασίας κι εποχής). Kι εδώ σπίτι είναι άλλωστε πια. H μπλούζα γράφει Μy Pride. Γιατί καμάρωνα αρχικά σαν γύφτικο σκεπάρνι; Είναι δυνατόν να νιώθω εγώ περήφανος; Γιατί; Τι έκανα εγώ; Δεν είναι παιδιάστικο;
Ναι, είναι παιδιάστικο - ναι, είναι δυνατόν να νιώθω περήφανος.
Λίγα πράγματα στη ζωή είναι τόσο αυθαίρετα όσο οι λόγοι για τους οποίους αποφασίζουμε τί ομάδα είμαστε. Η αγάπη μας για την ομάδα μας είναι ο ορισμός της αυθαίρετης αγάπης. Από την στιγμή όμως που όντας μικρά παιδιά αποφασίζουμε ότι είμαστε Παναθηναϊκός, Ολυμπιακός ή ΑΕΚ, ή (αν είμαστε βορειοελλαδίτες) ΠΑΟΚ, Άρης ή Ηρακλής, αρχίζουμε και χτίζουμε σιγά - σιγά πάνω στην αυθαίρετη αυτή βάση το εποικοδόμημα της αφοσίωσης, της πίστης και της αγάπης μας, εποικοδόμημα που με τα χρόνια εμπλουτίζεται με αναμνήσεις, αγωνίες, συγκινήσεις. Αυθαίρετη είναι η αρχική επιλογή. Το μετά σε προσδιορίζει. Γιατί υπάρχουν λογής και λογής σχέσεις με την ομάδα σου, όπως ακριβώς λογής και λογής σχέσεις με τη γυναίκα σου, γιατί υπάρχουν λογής και λογής οπαδοί, όπως ακριβώς λογής και λογής σύζυγοι.
Θέλω να πω ότι θα μπορούσα μικρός να έχω γίνει γαύρος. Αλλά αν είχα γίνει, θα ήμουν στη συνέχεια Ολυμπιακός με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που είμαι Παναθηναϊκός.
Μεγάλωσα σε μια εποχή που κυριαρχεί ο σχετικισμός, αλλά είναι ούτως ή άλλως και ο δικός μου χαρακτήρας τέτοιος, που διαρκώς αμφιβάλλει και αμφισβητεί σιγουριές, δόγματα, βεβαιότητες.
Ένα «ναι μεν αλλά» κι ένα «είναι και δεν είναι έτσι» απλώνουν δεσποτικά τη σκιά τους στη σκέψη μου· συναρπαστικό είναι μεν, αλλά είναι ενίοτε και βάρος.
Ο σχετικισμός βρίσκει το όριο του στο γήπεδο ή μπροστά στην τηλεόραση όταν έχει αγώνα: είμαι Παναθηναϊκός χωρίς ναι μεν αλλά, είμαι Παναθηναϊκός και είναι έτσι και όχι αλλιώς. Ξεμπερδεύω με «τα ναι μεν αλλά» ως προς την αυθαιρεσία της αρχικής επιλογής. Γνωρίζοντας την, γνωρίζοντας δηλαδή ότι το πάθος μου κι ο φανατισμός μου θα ήταν αντίστοιχος αν ήμουν με τους άλλους, γνωρίζω ταυτόχρονα ότι δεν είμαι γελοίος αλλά αντίθετα εντελώς σοβαρός. Είμαι εντελώς σοβαρός γνωρίζοντας ότι παιχνίδι παρακολουθώ, αλλά γνωρίζοντας ταυτόχρονα και ότι το παιχνίδι είναι ο φυσικός χώρος του αρσενικού. Είμαι εντελώς σοβαρός γνωρίζοντας ότι αγώνα παρακολουθώ και γνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι κάθε αγώνας συμπεριλαμβάνει ιδρώτα, επιδεξιότητα, ψυχικό σθένος. Άρα και ομορφιά.
Αλλά πάνω απ' όλα διακύβευμα: θα κερδίσουμε ή θα χάσουμε;
Και σε σένα που σου φαίνεται ασόβαρο, τα δικά σου διακυβεύματα είναι ακόμη πιο ασόβαρα.
Εκτός αν είσαι γυναίκα ή ο Βιτγκενστάιν.
Είμαι στο γήπεδο. Είμαι Παναθηναϊκός. Ο Παναθηναϊκός είναι ένας οργανισμός που παίζει ποδόσφαιρο, μπάσκετ ή βόλεϊ. Ο Παναθηναϊκός θέλει να κερδίσει αγώνες και πρωταθλήματα. Τον υποστηρίζω στην προσπάθειά του αυτή ουρλιάζοντας και βρίζοντας. Ο Παναθηναϊκός δεν θέλει να σώσει τον τόπο. Ο Παναθηναϊκός δεν θέλει να σώσει την ψυχή μου. Ο Παναθηναϊκός είναι κάτι τύποι με πράσινες φανέλλες που κυνηγούν μια μπάλλα. Τους ακολουθώ στο χρόνο. Παρακολουθώ τα κυνήγια τους όντας 10 - 20 - 30 - 35 ετών. Μεγαλώνω. Αλλάζω. Όλα αλλάζουν. Πληγώνω και πληγώνομαι, προδίδω και προδίδομαι.
Η Πανάθα όμως είναι εκεί. Στις χαρές και στις λύπες τις προσωπικές. Σε πληγώνει μόνο αποτυγχάνοντας να βάλει την μπάλα στο τέρμα ή στο καλάθι· όχι υποσχόμενή σου μετά θάνατον ζωή, χρηστή διοίκηση της χώρας ή έρωτα.
Τι είναι η ομάδα μας; Ένα μάτσο μαντράχαλοι με κοντά παντελονάκια που κυνηγάνε μια μπάλλα;
Ναι, αυτό είναι. Αλλά κι η ευτυχία είναι μια μπάλλα που κυλά. Η μπάλλα που κυλά είναι η ευτυχία πριν πάρουν το πάνω χέρι οι αντρικές ορμόνες στο παιδί· κι είναι τόσο έντονη η λάμψη της, που το παιδί γίνεται άντρας κι ακόμη εξακολουθεί να μαγεύεται από το όραμά της: το αθώο, το απλό, το χωρίς αντιφάσεις και περιπλοκές.
Η μπάλλα ποτέ δεν θα σε ρωτήσει αν την αγαπάς, ποτέ δεν θα κλάψει εξαιτίας σου, η μπάλλα σε αντίθεση με τις γυναίκες ζει για να μοιράζεται και να κάνει ευτυχισμένο τον κάθε κάτοχό της.
Όλα είναι καθαρά στην μπάλλα: θες να νικήσεις τον αντίπαλο, όπως θέλει να νικήσει κι αυτός εσένα. Κι όταν όλα τελειώσουν θα έχετε και οι δύο παίξει, θα έχετε και οι δύο αγωνιστεί.
Δεν ξέρω αν είμαι καλός ή κακός άνθρωπος, δεν ξέρω αν πιστεύω ή όχι, δεν ξέρω αν είμαι αριστερός ή δεξιός.
Ξέρω ότι είμαι Παναθηναϊκός.

Κυριακή, Ιουνίου 24, 2007

What a Death! Μy will has chosen life?

Αρχές 94. Η ταινία παίζεται για μήνες, αλλά δεν έχω πάει να τη δω. Συνεχίζεται αποκλειστικά στο «Αλφαβίλ». Πηγαίνω. Είμαι είκοσι ενός. Είμαι μόνος. Όχι, δεν είμαι μόνος. Πώς να είμαι μόνος όταν βλέπω ταινίες στο σινεμά και ταινίες στο βίντεο; Ο κινηματογράφος σκάβει το μέσα μου. Δεν ξέρω ποιός είμαι και πού πάω. Ξέρω ότι αγαπώ το σινεμά. Κρατιέμαι από τις εικόνες του. Συγκινούμαι κατά μόνας. Πλουτίζω. Δεν μπορεί να πηγαίνουν όλα λάθος με μένα όταν μου αρέσει κάτι τόσο πολύ. Υπάρχει μια σταθερά στον κόσμο στην οποία μπορώ να απευθυνθώ και από την οποία μπορώ να αντλήσω ομορφιά και δύναμη. Κι απόψε είμαι στο «Αλφαβίλ». Απέφευγα την ταινία για μήνες, επειδή είχα δει στην τηλεόραση την προηγούμενη της Tζέιν Κάμπιον και δεν με είχε ενθουσιάσει. Το «Πιάνο» αρχίζει. Ώρα αργότερα, όταν ο άντρας της Έιντα της κόβει το δάχτυλο, εκείνη παραπατά για λίγο στη βροχή και μετά καταρρέει. Το φόρεμά της βουλιάζει στις λάσπες σαν αερόστατο. Μπορεί να μην ξέρω ποιός είμαι και πού πάω, αλλά έχω μόλις δει αυτό. Πια δεν είμαι όπως ήμουν. Είμαι αλλαγμένος. Αλλαγμένος κατά αυτήν τη σκηνή. Στη ζωή μας δεν μας αντιστοιχούν εκατοντάδες αυθεντικές συγκινήσεις. Μερικές δεκάδες μόνο. Η σκηνή εντοιχίζεται αυτόματα εντός μου. Πλέον θα την κουβαλώ. Παντού και πάντα. Θα την κουβαλώ κι όταν πάθω αλτσχάιμερ και θα έχω ξεχάσει ότι για πολύ καιρό (μέχρι δηλαδή να βρω ότι είμαι κάποιος που γράφει κι ότι πάω εκεί που με πάνε τα ερεθίσματα στην αρχή κι οι λέξεις στη συνέχεια) δεν ήξερα ποιός είμαι και πού πάω. Το χειμώνα του 94, χωρίς να ξέρω ακόμα, χωρίς να έχω ιδέα ακόμα, έγραφα σε ένα τετράδιο μικρά κειμενάκια για τις ταινίες που έβλεπα, κάτω από φωτογραφίες που έκοβα (συνήθως απ' το «Σινεμά») θεόστραβα με ψαλίδι και κολλούσα άγαρμπα με σελοτέιπ. Για το «Πιάνο» θυμάμαι ότι είχα γράψει πως η Τζέιν Κάμπιον είχε βρει το ιδανικό τέλος για την ταινία της, ιδανικό για τον κόσμο που είχε χτίσει στην ταινία, μα είχε αποφασίσει τελευταία στιγμή να το θυσιάσει, όχι για να δώσει χάπυ έντ, αλλά μάλλον γιατί έκρινε πως υπάρχουν σημαντικότερα πράγματα από ένα ιδανικό τέλος έργου τέχνης, μάλλον γιατί έκρινε πως είχε μεγαλύτερη ανάγκη να υμνήσει τη ζωή από το να παραδώσει ένα έργο άρτιο και ανεπίληπτο, μάλλον γιατί έκρινε πως αξίζει τον κόπο να κάνει το λάθος και να στερήσει από την Έιντα τον πανέμορφο θάνατό της, καθώς ακόμη κι ο ποιητικότερος των θανάτων δεν θα έπαυε να μας στερεί την Έιντα. Αλλά η Έιντα ζει.
Μπορεί να τη διεκδίκησαν και να τη δικαιούνταν (να τη δικαιούνταν τόσο πολύ) το πιάνο, ο βυθός κι η σιωπή, αλλά στο μεταξύ η Έιντα ερωτεύθηκε. Και η αυτοκαταστροφική παραξενιά της φύσης της ηττήθηκε από την φύσει ανυποχώρητη παραξενιά του έρωτα.

Σάββατο, Ιουνίου 23, 2007

Ο Δημήτρης και το Τέρας

Ο Δημήτρης Δανίκας συναντά την Αντζελίνα Τζολί. Στον σημερινό «Ταχυδρόμο» περιγράφει τί περίμενε να δει και τί τελικά είδε:
«Εκεί ακριβώς είναι που μου συνέβη ο πρώτος πανικός. Το πιο sexy symbol όλων των εποχών είχε καλύψει τις καμπύλες του με μια κατάλευκη, βαμβακερή φούστα της μαμάς που έφτανε έναν πόντο πιο κάτω από τα γόνατα. Περίπου σαν νοσοκόμα του «Μemorial». Κάτω απ' αυτόν τον πόντο -μετά τα γόνατα- ξεχώριζαν δυο λευκές γάμπες, στη διάμετρο της οδοντογλυφίδας. Είπα από μέσα μου «Μπιάφρα». Μετά είπα -πάλι μέσα μου- «μπα, η σωσίας θα είναι». Μετά σκέφτηκα «αναρρώνει μετά την τριακοστή έβδομη απόπειρα αυτοκτονίας»».
Μετά είπα -ξανά μανά μέσα μου- «Δημήτρη αγόρι μου, συγκρατήσου, δεν είναι σωστό». Μετά όμως άρχισα να γελάω. Προσπάθησα να το πνίξω. Με τίποτα. Όσο προσπαθούσα να το εμποδίσω, τόσο την κοιτούσα και δεν κρατιόμουν. Παραιτήθηκα από την προσπάθεια. Γελούσα πλέον ηχηρά. Την έδειχνα με το δάχτυλο και της φώναζα -όχι μόνο απ' έξω μου, αλλά μέσα στην μάπα της- «Πώς είσαι έτσι; Πώς είσαι έτσι;». Τότε εκείνη άρχισε να κλαίει με λυγμούς και το θέαμα της έγινε ακόμη πιο ξεκαρδιστικό. Είχα πάει να συναντήσω το πιο εκρηκτικό sex symbol του Χόλιγουντ και είχα απέναντί μου το σίχαμα το ίδιο. Δυο ολόκληρες εβδομάδες απείχα από οτιδήποτε σεξουαλικό κρατώντας δυνάμεις για την μέρα που θα τη συναντήσω. Η ώρα που θα περνούσα μαζί της θα με τροφοδοτούσε με υλικό που θα ανέπλαθα αμέσως μετά στο δωμάτιο του ξενοδοχείου μου, στην τουαλέτα του αεροπλάνου της επιστροφής, σπίτι μου, στην εφημερίδα. Δυο ολόκληρες εβδομάδες, όλη αυτή η προσμονή, και όλα αυτά γιατί; Για αυτόν τον απωθητικό σάκκο από κόκκαλα, για αυτήν την πατσαβούρα. Είχα εξαπατηθεί, είχα πιαστεί μαλάκας. Το γέλιο μου κόπηκε μαχαίρι. Τσαντισμένος σηκώθηκα από την καρέκλα μου, αφήνοντάς την γεμάτη μύξες και δάκρυα. «Πρόσεχε γλυκιά μου, μην πάθεις αφυδάτωση», της πέταξα σαρκαστικά και έκλεισα με δύναμη την πόρτα φεύγοντας. Ήμουν πολύ ταραγμένος. Το χέρι μου ψηλάφισε το δεξί μου κωλομέρι. Δεν ήταν εκεί. Ψηλάφισε το αριστερό και δεν ήταν ούτε σε αυτήν την κωλότσεπη. Από την σύγχυση είχα αφήσει το κινητό στο δωμάτιο. Ξαναμπήκα μέσα, αγνόησα επιδεικτικά το κλαμμένο σκιάχτρο, πήρα το κινητό από το τραπέζι, ξαναβγήκα αφήνοντας αυτήν την φορά την πόρτα ορθάνοιχτη και άρχισα να ψάχνω στο μενού του κινητού τον τηλεφωνικό κατάλογο. Πήγα στο Β κατεβαίνοντας τις επαφές με ταχύτητα μέχρι να βρω αυτή που ήθελα ... Boυλγαράκης, Βούλγαρης, Βrad.
Είχα να τον πάρω καιρό. Κάλεσα με την ελπίδα να μην είχε αλλάξει νούμερο. Είναι ιδιότροποι αυτοί οι σταρ. Στο τρίτο χτύπημα άκουσα τη φωνή του.
«Έλα Μπραντ, ο Δημήτρης ο Δανίκας είμαι».
«Έλα ρε Μητσάρα, χαθήκαμε. Πού είσαι, τι κάνεις;».
«Μόλις συνάντησα τη γυναίκα σου»
Στην άλλη άκρη της γραμμής η μεγάλη παγωμάρα είχε διαδεχθεί τον μεγάλο ενθουσιασμό.
«Θες να πεις ότι την είδες από κοντά;».
«Ναι, φίλε. Γιατί, ρε Μπραντ; Θα μπορούσες να έχεις τις ομορφότερες γυναίκες του κόσμου; Γιατί, γιατί αυτό το καράμπαζο;».
«Την λυπήθηκα, Μίμη. Την λυπήθηκα».

Παρασκευή, Ιουνίου 22, 2007

Ο Κύκλος κι η Ευθεία

Ακολουθεί απόσπασμα από το ανέκδοτο αριστούργημά μου με τίτλο «Ο Πέτρος Φταίει». Μπορεί να βάλω κι άλλα αποσπάσματα στο μέλλον. Μπορεί και όχι. Γενικά είμαι πολύ κατασταλαγμένος. Μπορεί και όχι.
~~~
«Τι ψάχνουμε τελικά;» είχε ρωτήσει κι ο Πέτρος τον Παραδοξολόγο την μέρα που βρήκε το φακελλάκι. Ο Παραδοξολόγος, που κι αυτός έλιωνε ανομολόγητα ακόμη τότε για τη συνάδελφό του, δεν είχε κάτι να απαντήσει και ο Πέτρος συνέχισε: «Σκέφτομαι την εξής εικόνα: τη Νίκη να με κοιτάει με όλη της τη δύναμη και με απλωμένα τα χέρια προς εμένα, περιμένοντας με να γυρίσω και να λήξω τον εφιάλτη, εμένα να της έχω γυρίσει την πλάτη και με απλωμένα τα χέρια, να κοιτάω με όλη μου τη δύναμη προς την Ε, περιμένοντάς τη να γυρίσει και ν΄ αρχίσει τ' όνειρο, την Ε να μου έχει γυρίσει την πλάτη και να κοιτάει με όλη της τη δύναμη και με απλωμένα τα χέρια προς κάποιον άλλον».
Ο Παραδοξολόγος μετά από λίγη ώρα σκέψης του απαντά: «Ενδιαφέρον. Φαντάσου την εικόνα αυτή με δυο παραλλαγές. Είμαστε σε ένα τεράστιο δωμάτιο και στην μία παραλλαγή, τα εντός του δωματίου σώματα αυτών που κοιτούν χωρίς ανταπόκριση και με απλωμένα τα χέρια έχουν σχηματίσει έναν μεγάλο κύκλο. Έτσι, αυτός που κοιτά η Ε, κοιτά μιαν άλλη και ούτω καθ' εξής, μέχρι που ο κύκλος κλείνει με κάποιον που κοιτά με όλη του τη δύναμη τη Νίκη και αυτή του έχει στρέψει την πλάτη και έχει ανοίξει τα χέρια προς εσένα.
Στη δεύτερη παραλλαγή δεν σχηματίζεται κύκλος, αλλά μία ευθεία γραμμή. Όλοι μας κοιτάμε μπροστά, όλοι μας θέλουμε αυτόν που δεν μπορούμε να έχουμε, μέχρι τον τελικό Άδωνη που κοιτά με όλη του τη δύναμη την τελική Αφροδίτη και αυτή κοιτά με λατρεία και απλώνει τα χέρια της προς έναν καθρέφτη».

Πέμπτη, Ιουνίου 21, 2007

Πάμε Στοίχημα στον Θάνατο

Πάμε Στοίχημα στον Θάνατο.
ΜΟΝΟ στον Οld Boy της Πέμπτης.
Πόσο θα ζήσει ο Αρχιεπίσκοπος;
Λιγότερο από μήνα - Απόδοση 7,50
Ένα μήνα - Απόδοση 6
Έναν με τρεις μήνες - Απόδοση 3,30
Τρεις με έξι μήνες - Απόδοση 2,10
Έξι με εννέα μήνες - Απόδοση 1,80
Εννέα μήνες με ένα έτος - Απόδοση 1,50
Πάνω από έτος - Απόδοση 4
Πάνω από δύο έτη - Απόδοση 8
Πάνω από τρία έτη - Δεν προσφέρεται
(Γιατί βάλαμε κουπόνι; Για να «αντέξουμε» στον ανταγωνισμό: Τα χειρότερα δημοσιογραφικά ένστικτα και η ελεεινότερη δημοσιογραφική αισθητική μπούκαραν για τα καλά στην μπλογκόσφαιρα, οπότε οφείλουμε να διαφυλάξουμε κι εμείς οι παλαιοί τη δημοτικότητά μας. Ο εμετός χωρίς στρογγυλέματα).

Τoo much

«Τα παιδιά των μεταναστών κανακεύει το ελληνικό κράτος με τσάμπα βόλτες στα λεωφορεία και τα τρόλεϋ (την ημέρα της «γιορτής τους») - τι γελοιότητες! Τι υποκρισία! αλλά και τι αθλιότης. Είναι το ίδιο ελληνικό κράτος που, όταν αυτά τα ίδια παιδιά των προσφύγων, γίνουν 18 χρονών, έχει προνοήσει να τα αφήνει χωρίς «χαρτιά» - ξεκρέμαστα, πολίτες χωρίς πατρίδα (πλην της μητρικής τους, εκείνης των γονέων τους) και πάντως όχι αυτής που γεννήθηκαν, της Ελλάδας, αυτής στην οποίαν μεγαλώνουν, μορφώνονται και αγαπούν, παρ' όσα αυτή η δεύτερη πατρίδα τους, περισσότερον ως μητριά παρά ως μάνα κάνει (και κυρίως δεν κάνει). Αλλά έτσι πορευόμαστε· στα ήσσονα, τα εύκολα, τα επικοινωνιακά και τα πιασάρικα πρώτοι, στα ουσιώδη, τα χρήσιμα και τα αναγκαία έσχατοι (και πονηροί)...».
Είναι βέβαια το ίδιο ελληνικό κράτος που τους παρέχει δημόσια παιδεία και δημόσια υγεία, παιδεία και υγεία που δεν είναι θέματα ήσσονα, εύκολα, επικοινωνιακά και πιασάρικα, αλλά μάλλον χρήσιμα και αναγκαία.
Θέλω να πω, η ενσωμάτωση των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία και από το ελληνικό κράτος, όσο κι αν πόρρω απέχει του ειδυλλιακού, άλλο τόσο -νομίζω- απέχει του παραδείγματος προς αποφυγήν.
Από εκεί και πέρα δεν διαφωνώ ότι έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για να εξεταστεί το επόμενο νομοθετικό βήμα που θα οδηγήσει στην βαθύτερη ενσωμάτωσή τους.
Αλλά άλλο «έχουν ωριμάσει οι συνθήκες» και άλλο να μιλάμε για «γελοιότητες, υποκρισία και αθλιότητα».

Τετάρτη, Ιουνίου 20, 2007

Ουράνια Πλάσματα

Βγήκε κι έκατσε στο μπαλκόνι της. Άλλη μια καινούρια συνήθεια. Όλα αλλάζουν τελικά με τον καιρό - ακόμα κι οι συνήθειες. Μπορεί να άλλαζε ακόμα και η τύχη της. Τίποτα δεν κρατά για πάντα - έτσι λένε όλοι. Κι αφού για την ευτυχία ισχύει σίγουρα (που δεν το λένε και τόσο), δεν μπορεί παρά να ισχύει και για την πίκρα, την απογοήτευση, τον πόνο (που το λένε τόσο κι άλλο τόσο). Τέλος πάντων, ας κρατούσαν και για πάντα. Στο τώρα ζούσε και αφού στο τώρα τα άντεχε, θα τα άντεχε εν ανάγκη και στο πάντα. Δεν είναι το πάντα τόσο τρομακτικό. Εμείς το κάνουμε τόσο τρομακτικό για να καταφέρνουμε ψυχολογικά να τη βγάζουμε στο τώρα. Θα τ' άντεχε λοιπόν. Αλλά κι αν παρ' ελπίδα δεν τ' άντεχε - θα είχε άραγε και τόση σημασία; Ποτέ δεν πίστεψε ότι ο εαυτός της έχει ιδιαίτερη σημασία. Κάπου μεταξύ σεμνότητας και έλλειψης αυτοπεποίθησης είχε μετατρέψει εδώ και πολλά χρόνια το «γνώθι σ΄αυτόν» σε «υποτίμησε τον εαυτό σου». Όχι συνειδητά. Το πίστευε, το πίστευε βαθιά πως δεν ήταν τίποτα σπουδαίο. Κι όλοι όσοι την ήξεραν αναρωτιούνταν ποιό μυστικό μείον βλέπει μέσα της που εκείνοι δεν μπορούσαν να διακρίνουν. Τώρα όμως κάθεται στο μπαλκόνι της. Οκλαδόν κάτω. Ξυπόλητη. Μαύρο κοντομάνικο αντρικό τι σερτ, κόκκινο παντελόνι φόρμας, πορτοκαλί αναπτήρας μπικ, άχρωμο πλαστικό τασάκι μισογεμάτο, λευκό πακέτο τσιγάρα μισοάδειο, ποτήρι με ουίσκι και σόδα που γεμίζει και αδειάζει. Όχι και τόσες πολλές φορές. Αρκετές πάντως για να αρχίσει να νιώθει μια ζάλη, καθώς συνομιλεί νοερά με τον εαυτό της, αναπλάθοντας για πολλοστή φορά λάθη παλιά κι ελπίδες νέες. Κοιτάζει το φεγγάρι. Μετά από ώρα καταλαβαίνει ότι το κοιτάζει για ώρα. Είναι νέα σελήνη. Γέρνει λίγο το κεφάλι και της θυμίζει ένα :) «Το φεγγάρι μού χαμογελά, μα τι χαζή που είμαι», λέει μισογελώντας. Τείνει το ποτήρι της ψηλά προς το απροσδόκητο απόμακρο φλερτ της. Στην υγειά μας. Πίνει μια γερή γουλιά, ξαναγέρνει το κεφάλι, απομακρύνει τα μαλλιά από τα μάτια της κι αποφασίζει να παίξει τίμια, αποφασίζει πως για να σχηματισθεί σωστό χαμόγελο θα πρέπει να εμφανιστούν επάνω του δυο κουκκιδούλες.
Με γερμένο κεφάλι περιμένει υπομονετικά δυο άστρα να εμφανιστούν πάνω από το καινούριο φεγγάρι.
Δεν εμφανίζονται.
Τότε βλέπει -είναι σίγουρη πως βλέπει- δυο κομματάκια φεγγαριού να φεύγουν από το εύθυμο στόμα και να ανεβαίνουν σιγά σιγά, μέχρι να φτάσουν στο σημείο να γίνουν τα μάτια του.
Το άλλο πρωί στη δουλειά αμφιταλαντεύεται αν μπορεί να πει την ιστορία της. Τελικά διστάζει. Οι συνάδελφοί της δεν μαθαίνουν για το χαμόγελο που σχηματίστηκε στο νυχτερινό ουρανό, ξαφνιάζονται όμως ευχάριστα παρατηρώντας το χαμόγελο που είναι σχηματισμένο στο πρόσωπό της όσο δουλεύει πάνω απ΄το κομπιούτερ της.

Τρίτη, Ιουνίου 19, 2007

Αγκαλιάζοντας μια εικόνα

Πριν λίγες μέρες η κινέζικη αστυνομία απελευθέρωσε τριάντα ένα άτομα που δούλευαν ως σκλάβοι σε ένα εργοστάσιο τούβλων σε μια κινέζικη επαρχία.
Κοιτάζω από χθες αυτήν την φωτογραφία και δεν μπορώ να ξεκολλήσω. Την έβαλα και φόντο στον υπολογιστή· είναι περισσότερο ο μεσαίος που με κεντρίζει.
- Ο αριστερός κοίτα προς τα κάτω και δείχνει να κοιτά στο παρελθόν, δείχνει να αναλογίζεται τί τράβηξε.
- Ο δεξιός κοιτά προς τα πάνω και δείχνει να κοιτά στο μέλλον, δείχνει λυτρωμένος.
- Ο μεσαίος κοιτά ευθεία μπροστά του και δείχνει να κοιτά και ν΄ ανήκει στο παρόν, δείχνει εντελώς αθώος, δείχνει σαν να έχει έρθει από αλλού, δείχνει σαν ό,τι του συνέβαινε να ήταν το φυσιολογικό και αυτό που του συμβαίνει τώρα να είναι το συναρπαστικά αφύσικο: κορδώνεται και δεν κοιτά ούτε το παρελθόν ούτε το μέλλον αλλά την κάμερα, κοιτά σαν παιδί που συγκεντρώνει τα βλέμματα των μεγάλων, κοιτά υπερήφανος την στιγμή που οι άλλοι δύο ντρέπονται, κοιτά σαν να μην υπήρχε χθες και αύριο, πριν πέντε και μετά από πέντε λεπτά, αλλά τώρα και μόνο τώρα.
Σου 'ρχεται να τον αγκαλιάσεις, έτσι, με όλη του την μάκα, σου 'ρχεται να τον πάρεις, να τον πλύνεις, να τον ντύσεις, να του φερθείς καλά, να τον έχεις δίπλα σου.
Όλα αυτά μου έρχονται στ΄αλήθεια και στ΄αλήθεια μπορώ να πω ότι νιώθω κάτι σαν στοργή για αυτόν, μόνο που πρόκειται για στοργή και ευαισθησία όχι προς τον συγκεκριμένο άνθρωπο, αλλά προς την φωτογραφία του συγκεκριμένου ανθρώπου, προς την εικόνα του συγκεκριμένου ανθρώπου.
Γιατί εάν ήμουν παρών την ώρα που έβγαινε η φωτογραφία, θα τον πλησίαζα και στα τρία μέτρα μπορεί να απομακρυνόμουν, γιατί θα βρώμαγε και θα με λέρωνε, γιατί αν ήμουν όντως εκεί το να τον πάρω και να τον βάλω σπίτι μου θα είχε ένα συγκεκριμένο κόστος, ένα συγκεκριμένο ξεβόλεμα, μια συγκεκριμένη ανατροπή του τρόπου ζωής μου.
Θέλω να πω, ότι στη θεωρία μπορεί να νιώθω στοργή για αυτόν, μπορεί να νιώθω κάπως και για έναν στους είκοσι κατεστραμμένους που βλέπω στο δρόμο, αλλά τα θεωρητικά θετικά συναισθήματα τίποτα δεν αποδεικνύουν, όπως ακριβώς τίποτα δεν αλλάζουν.
Στην πράξη κρινόμαστε όλοι κι εκεί που το κάθε θεωρητικό συναίσθημα συγκρούεται με την πραγματικότητα και με τις αναγκαίες θυσίες που απαιτεί η επαλήθευσή του.
Δηλαδή το τί νιώθεις λίγα λέει. Το τί είσαι διατεθειμένος να κάνεις για αυτό που νιώθεις λέει πολλά περισσότερα.

Through the Looking Glass

Ένας άντρας κοιτάζει τον εαυτό του στον καθρέφτη· δεν του αρέσει αυτό που βλέπει· καθόλου· αλλά λεφτά έχει πολλά· τα λεφτά δίνουν πάντοτε τη λύση· πηγαίνει κι αγοράζει άλλον καθρέφτη· βγάζει τον παλιό και βάζει στη θέση του τον καινούριο.
Ένας άντρας κοιτάζει τον εαυτό του στον καινούριο του καθρέφτη· δεν του αρέσει αυτό που βλέπει· κι αφού λεφτά έχει πολλά, ψάχνει εξαντλητικά την αγορά κι αγοράζει τον πιο σινιέ καθρέφτη· τώρα όλα θα φτιάξουν.
Ένας άντρας κοιτάζει τον εαυτό του στον ακριβότερο καθρέφτη· επιτέλους· τώρα του αρέσει αυτό που βλέπει· πολύ· δεν βλέπει πια το είδωλο του, βλέπει πίσω και πέρα απ' τον καθρέφτη, βλέπει μόνο τον καθρέφτη, τον καθρέφτη ως ένα ακόμη σύμβολο επιτυχίας και καταξίωσης, κι έτσι αρχίζει σιγά σιγά να ξαναεπιστρέφει στην επιφάνεια του καθρέφτη, τα μάτια του αρχίζουν σιγά σιγά να ξαναπροσεγγίζουν το είδωλό του, αλλά η εικόνα που επιστρέφει στον αμφιβληστροειδή του είναι πλέον ριζικά διαφορετική από εκείνη που επέστρεφε από τους προηγούμενους δύο, κι ας μην έχουν μεσολαβήσει παρά λίγες ώρες.

Δευτέρα, Ιουνίου 18, 2007

Life & Style

«O Oδυσσέας είναι αφάνταστα χαριτωμένος με τις χρυσές μακριές του μπούκλες,

τα μεγάλα του γαλάζια ματάκια και τα ρόδινα χειλάκια -

μοιάζει με χερουβείμ».

ΒYRON: Cultural Learnings of Greece for Make Benefit Glorious Nation of Kazakhstan

~~~
(Έχεις δει ποτέ άλλους να ηθικολογούν τόσο φαρισαϊκά, στην προσπάθειά τους να καλύψουν τα νώτα τους; Δεν τους νοιάζει τί κάνουμε· τους νοιάζει τί μάς συλλαμβάνει η κάμερα να κάνουμε).
~~~
* Αχρείος = Ο Πραίτωρ που βιντεοσκοπεί εαυτόν κατά τη διάρκεια της διασκεδάσεώς του σε απόσταση μεγαλύτερη του χιλιομέτρου από την κοντινότερη ζαρντινιέρα.
Από τη στιγμή πάντως που έγινε γνωστό ότι το ένα θύμα κατάγεται από το Καζακστάν, η Αστυνομία εξετάζει εξονυχιστικά τo DVD της ταινίας «ΒΟRAT» (των έξτρας μη εξαιρουμένων), προκειμένου να διαπιστωθεί εάν πράγματι το αλληλοχαστούκισμα αποτελεί το νούμερο ένα εθνικό σπορ των Καζάκων, ώστε σε μια τέτοια περίπτωση να παραπεμφθεί ο φάκελλος της υπόθεσης στην Εισαγγελία και να απαγγελθούν οι δέουσες κατηγορίες κατά των αλληλοχαστουκισθέντων ζώων.

Παρασκευή, Ιουνίου 15, 2007

Όλα καλά

Τους γνωρίζουμε; Για να δούμε τί γνωρίζουμε για τον Μιχάλη Κουντούρη, εκπρόσωπο της Θύρας 7 στο Δ.Σ της ΠΑΕ.
- Γνωρίζουμε τέλος (από τη σημερινή «Sportime» - σελ. 7), ότι στη χθεσινή συνέντευξη Τύπου «Παρόντα ήταν και μέλη του Δ.Σ., όπως οι Λεωνίδας Θεοδωρακάκης, Μιχάλης Κουντούρης, Κώστας Μπαρμπής».
Τα γνωρίζουμε; Λάθος· όλα αυτά τα τα γνωρίζω μόνο εγώ και κάνουν εντύπωση μόνο σε μένα και όχι στους δημοσιογράφους.
Και προφανώς ο Μιχάλης Κουντούρης μπορεί να αθωωθεί πανηγυρικά όλων των κατηγοριών.
Αλλά την επόμενη φορά που σύσσωμος ο Τύπος θα οδύρεται για την βία στα γήπεδα, καλό είναι να θυμόμαστε ότι πρόκειται για τον ίδιο Τύπο που δεν ενοχλείται από το γεγονός ότι η ΠΑΕ Ολυμπιακός δεν απομακρύνει το άτομο αυτό από την διοίκηση και εκπροσώπησή της, μέχρι να εκδικαστεί η υπόθεσή του και να ξεκαθαρίσει το θέμα· αλλά την επόμενη φορά που ο Ανδρέας Λοβέρδος θα τοποθετηθεί για το θέμα της βίας στα γήπεδα, καλό είναι να θυμόμαστε τη δήλωσή του στη σελίδα 25 του σημερινού «Goal», ότι «Οι αλλαγές μοιάζουν να είναι σε θετική κατεύθυνση» - οι ίδιες αλλαγές που αφήνουν ανέπαφο τον κατηγορούμενο ως φονιά, Μιχάλη Κουντούρη.
Πολιτική ευθύνη για τους συνεργάτες του σε αυτήν τη χώρα φαίνεται ότι έχει μόνο ο Τσιτουρίδης. Ο Σωκράτης Κόκκαλης ποτέ.
Όλα καλά ρε,
όλα καλά.

Πέμπτη, Ιουνίου 14, 2007

Επιλεκτικότητα

Διαβάζοντας αυτό το άρθρο, βλέπει κανείς λαθρομετανάστες που έκλεβαν φαγητό να εξισώνονται με τους καταδικασθέντες της υπόθεσης της Παντείου, επειδή τα αδικήματα και στις δύο περιπτώσεις ήταν περιουσιακής φύσης. Βλέπει ακόμα να γίνεται επίκληση μιας (πράγματι κατά τα φαινόμενα αχαρακτήριστης) απόφασης στρατιωτικού δικαστηρίου που έριξε στα πούπουλα βασανιστή λιμενικό, προκειμένου να στηριχθεί το επιχείρημα ότι: «Τα παραπάνω τρία δείγματα δείχνουν ότι οι σκληρές και δυσανάλογες επιλογές ποινών δεν αποτελούν μόνο μια (κακή) μόδα της εποχής. Είναι δυστυχώς επιλεκτικές. Οταν ο δράστης ανήκει σε κρίσιμες ιεραρχίες του συστήματος, καθώς και όταν το πληττόμενο αγαθό δεν είναι η μέγιστη αξία «περιουσία» αλλά απλώς η ελευθερία και η αξιοπρέπεια ενός ανθρώπου, τότε η ποινική μεταχείριση γίνεται χαϊδευτική».
Με όλον τον (ειλικρινή) σεβασμό προς τον καθηγητή Ν. Παρασκευόπουλο η συλλογιστική αυτή φαντάζει:
1) Εντελώς αυθαίρετη: πώς είναι δυνατόν να συναγάγουμε γενικότερα συμπεράσματα από τρεις μεμονωμένες και (θαρρείς σκόπιμα) επιλεγμένες περιπτώσεις;
2) Σουρεαλιστικά λαϊκίστικη: πώς, για όνομα του Θεού, είναι δυνατόν να θεωρούμε αξιολογικά όμοιες την περίπτωση των -κατά τον χαρακτηρισμό του ρεπορτάζ- «Αγιάννηδων» με την περίπτωση της Παντείου; Το προστατευόμενο έννομο αγαθό «περιουσία» ή «δημόσια περιουσία» το ίδιο προσβάλλεται με την κλοπή του καρβελιού του ψωμιού και το ίδιο με την κλοπή εκατομμυρίων ευρώ; Τα ίδια κίνητρα έχουν όσοι κλέβουν για να φάνε και όσοι κλέβουν για να οδηγούν Φεράρι; Την ίδια απαξία έχει η κλοπή που διαπράττει ένας φουκαράς με την κλοπή που διαπράττει (αν συνήργησε στην διάπραξη της και αν δεν ήταν απλά μνημειωδώς ανίκανος να διοικήσει) ένας Πρύτανης; Πώς, για όνομα του Θεού, είναι δυνατόν να θεωρούμε ότι οι Πρυτάνεις δεν ανήκουν σε «κρίσιμες ιεραρχίες του συστήματος»;
Πολύ πιο ψύχραιμο και αμερόληπτο μου φαίνεται αυτό το άρθρο.

Τετάρτη, Ιουνίου 13, 2007

Για την Φάνη

Malpractice butchered Fani.
Να γίνουν εξαίρεση οι αλμπάνηδες πλαστικοί.

Τρίτη, Ιουνίου 12, 2007

Εσύ πόσα ποστάκια λογόκλεψες σήμερα;

Μετά τη δεύτερη συνεδρίαση μέσα σε δύο ημέρες του έκτακτου λαπουτοδικείου αποκαλύφθηκε ότι η εις βάρος μου μομφή για λογοκλοπή ήταν τελικά «στημένη».
Λύθηκε έτσι και η απορία μου πώς είναι δυνατόν να λογοκλέπτεις κάποιον που ουδέποτε διαβάζεις.
Μένουν συνεπώς εκκρεμείς μόνον δύο απορίες πλέον:
1) Αν δεν υπάρχει παρθενογένεση στα ποστάκια, με την πουτανογένεση παίζει τίποτα;
2) Τον μάνατζερ του Γιαννάκη Οκκά πώς τον λένε, Μπότο ή Βότο;
UPDATE: Τέλος πάντων, ξεφεύγοντας από την κραυγαλέα σαχλαμάρα της συγκεκριμένης αφορμής, νά ένα πολύ ενδιαφέρον ποστ για το θεωρητικό σκέλος του γενικότερου ζητήματος από τον Πετεφρή, o oποίος παρεμπιπτόντως δεν κοσμεί απλώς τον χώρο των μπλογκ, αλλά τον δικαιώνει.

To Καλοκαίρι που Πέθανα

Από το Hotel Memory ζητήθηκε μια μικρή θερινή ιστορία με αφορμή έναν στίχο του Εγγονόπουλου. Γαλουχημένος με την εξίσωση ποιητής = λαπάς, κατέληξα στο παρακάτω κείμενο:

«Την επομένη ακριβώς του θανάτου μου, ή μάλλον της θανατώσεώς μου, πήρα να διαβάσω όλες τις εφημερίδες, για να μάθω όσο το δυνατόν περισσοτέρας λεπτομερείας ως προς τα της εκτελέσεώς μου». «Νυκτερινή Μαρία».
~~~
Την επομένη ακριβώς του θανάτου μου, ή μάλλον της θανατώσεώς μου, πήρα να διαβάσω όλες τις εφημερίδες, για να μάθω όσο το δυνατόν περισσοτέρας λεπτομερείας ως προς τα της εκτελέσεώς μου. Ατυχώς απεργούσε η ΕΣΗΕΑ και οι μόνες εφημερίδες που διατίθεντο ήταν κάτι στοιχηματικές. Τις ξεκοκκάλισα, κατέληξα σε ένα παρολί (άσο την Ρόδεραμ, όβερ την Γουίγκαν και άντερ την Τορκί), αλλά για τα της εκτελέσεώς μου δεν βρήκα λέξη. Δεν χολόσκασα, γιατί ήμουν -όπως και να το κάνουμε- παρών στο γεγονός, άρα τα ήξερα από πρώτο χέρι. Αλλά νά, πάντα σε ενδιαφέρει και πώς σε βλέπουν οι άλλοι, είναι πάντα στα μάτια των άλλων που αναζητάς τη δικαίωση, τη συγχώρεση ή στις πιο μαζόχ στιγμές σου την κατακραυγή.
Σε ενδιαφέρει τελικά σε τέτοιο βαθμό, ώστε την μεθεπομένη ακριβώς του θανάτου μου, ή μάλλον της θανατώσεώς μου, ξαναπήρα να διαβάσω όλες τις εφημερίδες, για να μάθω όσο το δυνατόν περισσοτέρας λεπτομερείας ως προς τα της εκτελέσεώς μου. Ευτυχώς η απεργία της ΕΣΗΕΑ ήταν μονοήμερη και έτσι διατίθεντο όλες οι εφημερίδες. Αφού πρώτα τσέκαρα στη σελίδα του στοιχήματος ότι έχασα το παρολί (έπιασα Ρόδεραμ, Γουίγκαν, μα έφαγε τρία η Τορκί), έψαξα εν συνεχεία με αδημονία όλα τα σχετικά ρεπορτάζ. Κατανάλωσα μεγαδόσεις δημοσιογραφικού κοινοτοπολυρισμού χωρίς να ενοχληθώ, αφού ήταν ένας λυρισμός που μιλούσε για το δικό μου θάνατο, με αποτέλεσμα η συγκινησιακή μου φόρτιση να θρυμματίσει τα -σε άλλες περιπτώσεις ατσάλινα- αισθητικά μου κριτήρια. Δάκρυσα· ας είναι· μια φορά πεθαίνει κανείς.
Κρίνοντας από την ημερομηνία των εφημερίδων, εμένα μου 'μελλε να πεθάνω καλοκαίρι. Άσχημη εποχή για να πεθαίνεις, αλλά δεν θέλω να φανώ εντελώς αγνώμων, καθώς είναι αληθές πως τόσοι και τόσοι νεκροί ούτε εφημερίδες να διαβάζουν μπορούν, ούτε στο στοίχημα να χάνουν, ούτε για τα της εκτελέσεώς τους να γράφουν.
Αλλά κάτι δεν κολλάει, κάτι δεν βγάζει νόημα στην όλη ιστορία: γιατί με εκτέλεσαν;
Για έλλειψη σεβασμού προς τον στίχο του ποιητή. Η ετυμηγορία ήταν σαφής: «Επιβιώνοντας του θανάτου σου, σού χαρίστηκε το παράδοξο. Αντί να αντιμετωπίσεις το παράδοξο σαν ένα νέο κόσμο, του φέρθηκες σαν καλαμπούρι. Καταδικάζεσαι σε θάνατο».

Δευτέρα, Ιουνίου 11, 2007

Το τελικό νι και αυστηρότης για όλους.

Μερικές φορές οι μεγάλες αλήθειες μάς επισκέπτονται από την πίσω πόρτα, όταν θέλουμε να πούμε ένα πράγμα, αλλά τελικά λέμε ένα άλλο. Τέτοια είναι η περίπτωση του χθεσινού κύριου άρθρου του «Βήματος» και συγκεκριμένα το απόσπασμα όπου ο Σταύρος Π. Ψυχάρης γράφει: «Τα ελληνικά δικαστήρια δεν μας έχουν συνηθίσει σε τέτοιες ποινές ακόμη και εις βάρος εγκληματιών που βαρύνονται με πράξεις οι οποίες στον ηθικό κώδικα του λαού είναι κατά πολύ χειρότερες από την αρπαγή του δημοσίου χρήματος».
Αυτό μου θυμίζει το αντιεξουσιαστικό σύνθημα των τοίχων των Εξαρχείων: «Θα έκλεβες μια τράπεζα αν δεν μπορούσε να σε δει κανείς;».
Βάζω στο μπλέντερ μια πρέζα αντιεξουσιαστών και μια πρέζα Σταύρου Π. Ψυχάρη, χτυπάω τα συστατικά καλά να αφρίσουν και ρωτάω: «Θα έκλεβες δημόσιο χρήμα αν δεν μπορούσε να σε δει κανείς;».
Αρκετά όμως με τα αστεία, ασφαλώς και κανείς να μην μπορούσε να σε δει, δεν θα έκλεβες ούτε τράπεζα ούτε δημόσιο χρήμα, ασφαλώς ο ηθικός κώδικας του λαού ως προς την αρπαγή του δημοσίου χρήματος τυγχάνει υποδειγματικός.
Από τα αστεία στα σοβαρά: το κύριο άρθρο φέροντας τον εμβληματικό τίτλο: «ΑΥΣΤΗΡΟΤΗΤΑ, ΝΑΙ. ΑΛΛΑ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ!» δίνει φωνή σε ένα διαχρονικό αίτημα της ελληνικής κοινωνίας: το να δοθεί επιτέλους ένα τέρμα στην έλλειψη ισονομίας, στο διαφορετικό στάτους δικαστικής αντιμετώπισης επωνύμων και ανωνύμων. Ο κάθε ανώνυμος μπινές ό,τι αδίκημα κι αν διαπράξει τη βγάζει στα μαλακά, στηριζόμενος μόνο και μόνο στην ανωνυμία και την ασημαντότητά του. Νισάφι. Σε κραυγαλέα αντίθεση, η επωνυμία και ο πλούτος λειτουργούν σαν κόκκινο πανί πάνω στο οποίο εφορμά ο ταύρος της ελληνικής δικαιοσύνης, εφορμά θα 'λεγε κανείς μανιασμένα. Ως πότε της φυλακής τα σίδερα θα είναι για τους αυθέντες, για τους αυθέντες κάθε τομέα της κοινωνικής ζωής της χώρας; Ως πότε θα διώκεται και θα καταδικάζεται έτσι η νεοελληνική ελίτ; Ο Σταύρος Π. Ψυχάρης (σαν τον σχιζοφρενή δολοφόνο με το πριόνι) δεν κωλώνει και προτείνει: «Στους δικαστές ανήκει η ευθύνη της σωστής και ΗΘΙΚΗΣ εφαρμογής των νόμων. Στην κυβέρνηση ανήκει ο ρόλος όχι του θεατή, αλλά του δημιουργού συνθηκών ισοπολιτείας και ισονομίας. Οι αναγκαίες νομοθετικές ρυθμίσεις πρέπει να γίνουν αμέσως - εκτός αν η σημερινή κατάσταση βολεύει Εξουσίες τινές!». Ήρθε λοιπόν η ώρα να ψηφιστεί ο νόμος που θα αίρει μερικώς το αξιόποινο της αρπαγής του δημοσίου χρήματος, προσδίδοντας και νομική υπόσταση στο περιβόητο τσιτάτο του Ανδρέα Παπανδρέου: «Είπαμε να κάνει ένα δωράκι στον εαυτό του, αλλά όχι κι έτσι».
Στο νομοθέτη εναπόκειται να ορίσει: α) το ύψος του ποσού μέχρι το οποίο η κλοπή θα λογίζεται ως δωράκι και β) τη διακύμανση των ποινών για το επιπλέον ποσό για το οποίο θα εξακολουθήσει να απαγορεύεται η κλοπή, διακύμανση που θα πρέπει να συνάδει με τον ηθικό κώδικα του λαού. Στο δικαστή εναπόκειται να εφαρμόσει το νόμο αυτό σωστά και ΗΘΙΚΑ, απεκδυόμενος πια τον ρόλο του ελιτοτιμωρού. Στον μπλόγκερ εναπόκειται να αποτίσει φόρο τιμής στο λατρεμένο τελικό νι, το οποίο έχει ανελλιπώς θέση σε όλα τα άρθρα του Σταύρου Π. Ψυχάρη (π.χ. στο εν λόγω μαθαίνουμε ότι: «Υπάρχει και ένα πρόβλημα πρακτικόν, που είναι αναγκαίο, αλλά και εύκολο να επιλυθεί»), ένα τελικό νι που κατά τους κακοήθεις λειτουργεί στον ψυχάρειο λόγο ως μηχανισμός υπεραναπλήρωσης, αλλά βάση και λόγο στους κακοήθεις δεν θα δώσει ποτέ αυτό το ιστολόγιον.

Παρασκευή, Ιουνίου 08, 2007

Το άχρηστο πλέον κουτί

«Σε δημοπρασία το φόρεμα που κλάπηκε θα μπορούσε να αγοραστεί ακόμη και 100.000 ευρώ», λέει ο Ιταλός διευθυντής του Ιδρύματος «Μαρία Κάλλας», Μαρούνο Τόζι. Το πρωί ένας άνδρας κάτω των 40 ετών, που μιλούσε αγγλικά, μπήκε στο Ιταλικό Ινστιτούτο της Αθήνας, στο νεοκλασικό τής οδού Πατησίων 47, για να θαυμάσει τα εκθέματα. Επρόκειτο για ρούχα και κοσμήματα που είχε φορέσει η Μαρία Κάλλας σε παραστάσεις της, χειρόγραφες επιστολές της και άλλα πολλά. Ο άνδρας με το γαλάζιο παντελόνι και το άσπρο πουκάμισο πήγε κατευθείαν στη δεξιά γωνία στο βάθος, παρά το γεγονός ότι η έκθεση είχε διαδρομή που έπρεπε να ακολουθήσει. Στη γωνία, που κρύβεται κάπως από κολόνα, υπήρχε ένα πορτρέτο της Κάλλας φτιαγμένο από τον Σιλβάνο Καζέλι, με το φόρεμα που φορούσε η ντίβα στο ρεσιτάλ του Ηρωδείου με μαέστρο τον Αντονίνο Μπότο, στις 3 Αυγούστου του 1957. Ήταν η πρώτη επιστροφή της στην Ελλάδα μετά το 1944, που έφυγε. Στο πορτρέτο ο ζωγράφος έχει ζωγραφίσει και φλόγες. Γιατί το πρωτότυπο πορτρέτο είχε καεί το 1996 στη μεγάλη πυρκαγιά της όπερας Λα Φενίτσε στη Βενετία και το ξαναέφτιαξε, βάζοντας και φλόγες σε ανάμνηση της καταστροφής. Δίπλα στο πορτρέτο υπήρχε το ίδιο το φόρεμα- φτιαγμένο από τη σχεδιάστρια Biki. Τοποθετημένο σε μία ογκώδη κορνίζα με μεγάλο βάθος, για να δίνει την εντύπωση ενδύματος που ντύνει ένα σώμα. Ο άνδρας περιεργάστηκε το έκθεμα και αποχώρησε. Επανήλθε έπειτα από 1 ώρα, κρατώντας μια μηχανή-ίσως φωτογραφική ή βιντεοκάμερα. Πήγε πάλι στο έκθεμα. Ξαναέφυγε. Ήρθε τρίτη φορά γύρω στις 16.30, δύο ώρες πριν από το κλείσιμο της έκθεσης. Άρχισε να κόβει σιγά σιγά τα σημεία που ήταν στερεωμένο (ραμμένο) το φόρεμα. Πηγαίνει πιο κει, επανέρχεται και κόβει πάλι, ήρεμος. Λίγο μετά τις 18.00, το τραβάει ξαφνικά και το φόρεμα απελευθερώνεται από την κορνίζα. Εκείνος μπαίνει στην παρακείμενη τουαλέτα. Γύρω στις 18.30, οι άνθρωποι του Ινστιτούτου ζητούν από τους επισκέπτες να αποχωρήσουν. Ο κλέφτης αποχωρεί μαζί τους.
~~~
«Συμπιεσμένο» μέσα σε κουτί από βιντεοκασέτα ταχυδρόμησε ο μυστηριώδης κλέφτης το ιστορικό φόρεμα που αφαίρεσε από την Έκθεση «Μαρία Κάλλας» στο Ιταλικό Ινστιτούτο της Αθήνας Το κλεμμένο φόρεμα της Μαρίας Κάλλας επιστράφηκε ταχυδρομικώς! Ο άνθρωπος που το αφαίρεσε από την έκθεση αντικειμένων και ρούχων της μεγάλης ντίβας, στο Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο, το έστειλε πίσω, μέσα σε άδειο κουτί βιντεοκασέτας που είχε τυλίξει σε φάκελο, στο όνομα της διευθύντριας του Ινστιτούτου Μελίτας Παλεστίνι. Η απρόσμενη επιστροφή του κλοπιμαίου έγινε μία ακριβώς εβδομάδα μετά την αφαίρεσή του και αφού είχαν προηγηθεί επανειλημμένα δημοσιεύματα που, κατά την κ. Παλεστίνι, πιθανόν προκάλεσαν την αντίδραση αυτή από τον δράστη... Από την πλευρά της Αστυνομίας ανακοινώθηκε επιγραμματικά η επιστροφή του φορέματος, με το καταληκτικό σχόλιο: «Ενεργείται προανάκριση- Δράστης αναζητείται».
~~~
Η Aστυνομία καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι ο άντρας δεν έβγαλε από πάνω του το φόρεμα oλόκληρη την εβδομάδα που το κράτησε, μένοντας κλεισμένος σπίτι και βλέποντας και ξαναβλέποντας στο βίντεο μια σκηνή από το «Φιλαδέλφεια». Όταν η βιντεοκασέτα από τη συνεχή χρήση και επανάληψη έλιωσε (έλιωσε στην κυριολεξία), ο άντρας γδύθηκε, έβαλε το φόρεμα μέσα στο άχρηστο πλέον κουτί της, το κουτί μέσα σε φάκελλο, ντύθηκε -ξαναφορώντας το ίδιο γαλάζιο παντελόνι και το ίδιο άσπρο πουκάμισο- και πήγε και το ταχυδρόμησε. Από τον έλεγχο DNA που διενεργήθηκε δεν βρέθηκαν πάνω στο φόρεμα ίχνη από σπέρμα, αλλά πολλαπλά ίχνη από δάκρυα. Ο δακρυσμένος δράστης εξακολουθεί να αναζητείται. Εξακολουθεί επίσης να αναζητεί τον εαυτό του και την βαθύτερη αιτία των δακρύων του· ίσως είναι η Τέχνη, ίσως η Μαρία, ίσως ο Τομ Χανκς, ίσως ο ίδιος, ίσως κάποιος που τον άφησε, ίσως κάποιος που δεν μπόρεσε ποτέ να βρει, κάποιος που πάντα ονειρευόταν να βρει και να ακούν αγκαλιά την Μαρία, κάποιος που θα τον κοιτά στα μάτια και θα του λέει: "Live still, I am life. Heaven is in your eyes. Is everything around you just the blood and mud? I am divine. I am oblivion. I am the god... that comes down from the heavens, and makes of the Earth a heaven. I am love!... I am love."

Πέμπτη, Ιουνίου 07, 2007

Γούστα

Προφανώς και είναι γούστα.
Όπως εμένα μ' ενοχλεί η εξομοίωση της μίας κατάστασης με την άλλη, του Σαρμπέλ με τον Καραγκούνη.
Όπως επίσης με ενοχλεί ότι στο σημερινό εντιτόριαλ του Φώτη Γεωργελέ διαβάζω μόνο περί «φανατικής, εξτρεμιστικής ελληνικής συντήρησης», «φονταμενταλισμού» και «τέχνης δίχως όρια». Δεν βρίσκω δηλαδή ένα λόγο συμπάθειας, κατανόησης και συναίσθησης προς τους ανθρώπους που πιθανόν πράγματι να σκανδαλίζονται και να προσβάλλονται από τα επίμαχα έργα τέχνης.
Τα πάντα έχουν όρια και κανένα δικαίωμα δεν είναι απεριόριστο.
Αλλά αντί να πούμε ότι λ.χ., στη σύγκρουση του δικαιώματος του καλλιτέχνη με το δικαίωμα του πιστού, πρέπει να δούμε ποιό δικαίωμα υπερτερεί σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, φαίνεται να λέμε ότι ο καλλιτέχνης δεν έχει κανένα όριο και φραγμό και ότι ο πιστός δεν είναι παρά ο φανατικός εξτρεμιστής.
Και όπως φυσικά είναι εντελώς απαράδεκτο και ελεεινό να εισβάλλει η αστυνομία μέσα σε ένα εκθεσιακό χώρο εργών τέχνης, έναν χώρο δηλαδή που προορίζεται και απευθύνεται σε φιλότεχνους και μάλιστα προχωρημένους (με την καλή ή την κακή έννοια), να κατεβάζει το έργο και να συλλαμβάνει τον υπεύθυνο της έκθεσης, άλλο τόσο προβληματικό θα ήταν να έπαιρνε ο καλλιτέχνης τον πίνακα με τα σπέρματα και τον σταυρό και να τον περιέφερε έξω από εκκλησίες Κυριακή πρωϊ.
Αν αντί να απαντήσουμε στους προβοκάτορες που πάνε και ψάχνουν στις εκθέσεις επίμαχα έργα προκειμένου να μονοπωλήσουν μετά τη δημοσιότητα ως εκπρόσωποι και νταβατζήδες «ιερών και οσίων», ότι έναν πίνακα που θα έβλεπαν πέντε υποψιασμένοι τον είδε τελικά εξαιτίας τους κάθε πιστός και κάθε γριούλα στο τελευταίο χωριό της χώρας, αν αντί δηλαδή να πούμε ότι, γιαγιά, σε τελική ανάλυση ο Άδωνις Γεωργιάδης είναι αυτός που σου έδειξε τον πίνακα, ο Άδωνις Γεωργιάδης (όχι ο ίδιος· το κόμμα του ή εν πάση περιπτώσει το ιδεολογικό του ρεύμα) είναι αυτός που πέταξε μπροστά στα μάτια σου τον πίνακα με τα πεταμένα σπέρματα στον σταυρό, απαντάμε ότι το δικαίωμά σας να έχετε ιερά και όσια μπορεί να αποτελεί γούστο σας, αλλά πάντως ένα γούστο φονταμενταλιστικό και μη επιδεχόμενο ουσιαστικής προστασίας σε ένα δημοκρατικό ευρωπαϊκό κράτος, παρά μόνο στο σημερινό Ιράν.

Nίκος, Μπούμπι & Γυναίκα - Μαραντόνα.
Αν το σχήμα πιάσει, θα περιοδεύσει άνα την χώρα.
Κατά τη διάρκεια της περιοδείας, άνκορμαν του καναλιού θα αναλάβει ο Κάτμαν.

Τρίτη, Ιουνίου 05, 2007

We The People

Τι εικόνα θα σχημάτιζες για ένα ζευγάρι χωρισμένο εκουσίως με τείχος από συρματόπλεγμα;
Θα σου φαινόταν φυσικό, σύμφωνο με την φύση των πραγμάτων; Τι είδους ζευγάρι θα ήταν αυτό; Ζευγάρι μεν αλλά; Ζευγάρι με αστερίσκο; Δεν θα ήταν αίσχος ένα τέτοιο ζευγάρι, ένα ζευγάρι που ενώ μπορεί να είναι μαζί, προτιμά την απομόνωση δια των συρματοπλεγμάτων; Εκτός κι αν φοβόταν πια να είναι μαζί· τότε όμως η απάντηση στο τι είδους ζευγάρι θα ήταν αυτό, θα ήταν πρώην ζευγάρι.
Τι εικόνα θα σχημάτιζες για οκτώ αρχηγούς δημοκρατικών κρατών χωρισμένους από τους πολίτες τους με τείχος από συρματόπλεγμα;
Θα σου φαινόταν φυσικό, σύμφωνο με την φύση των πραγμάτων; Τι είδους δημοκρατίες θα ήταν αυτές; Δημοκρατίες μεν αλλά; Δημοκρατίες με αστερίσκο; Δεν θα ήταν αίσχος τέτοιες δημοκρατίες, δημοκρατίες που ενώ μπορούν οι επικεφαλής τους να είναι μαζί με τους πολίτες από τους οποίους αντλούν τη νομιμοποίησή τους, προτιμούν την απομόνωση δια των συρματοπλεγμάτων; Εκτός κι αν φοβούνταν πια να είναι μαζί· τότε όμως η απάντηση στο τι είδους δημοκρατίες θα ήταν αυτές, θα ήταν πρώην δημοκρατίες.

Δευτέρα, Ιουνίου 04, 2007

Μουστάκας

- Γιατί ξόδεψες έτσι το ταλέντο σου, Σωτήρη;
- Δικό μου ήταν. Δικό μου. Θα λογοδοτήσω για το πώς το διαχειρίστηκα;
- Και βέβαια θα λογοδοτήσεις. Άλλωστε τι πάει να πει δικό σου; Χάρισμα ήταν. Σου χαρίστηκε αυτό που είχες. Δεν ήταν δικό σου το χάρισμα. Δικό σου ήταν το από εκεί και πέρα, δικό σου ήταν αυτό που έκανες με αυτό που σου χαρίστηκε.
- Και τι έκανα δηλαδή; Τον κόσμο να γελάει· αυτό έκανα. Δεκαετίες. Ασταμάτητα. Χειμώνα - καλοκαίρι. Από που κι ως που το λες αυτό σπατάλη;
- Υπάρχουν ειδών και ειδών γέλια. Έπαιρνες στη σκηνή το τίποτα και το έκανες στη στιγμή ευφρόσυνο και ξεκαρδιστικό. Φαντάσου τι θα μπορούσες να κάνεις με κάτι περισσότερο από το τίποτα, φαντάσου τι θα μπορούσες να κάνεις με πολλά περισσότερα από το τίποτα.
- Φαντάσου εσύ. Eγώ να απολογηθώ δεν πρόκειται. Αν μπορούσες να ενώσεις σε έναν ήχο όλα τα γέλια που γέννησα στη ζωή μου, η ένταση του θα έφτανε μακριά. Πολύ μακριά. Μην μου λες λοιπόν ότι δεν έφτασα κι εγώ μακριά. Έφτασα τόσο μακριά όσο αυτός. Τον ακούς;
- Φυσικά και τον ακούω, αλλά και πάλι· δεν είναι ακριβώς έτσι, ξέρεις, δεν είναι ακριβώς όπως τα λες.
- Τίποτα στη ζωή δεν είναι ακριβώς κάτι. Όλα είναι περίπου κάτι και περίπου κάτι άλλο· να ένας πολύ καλός λόγος για να γελάμε μέχρι δακρύων.

LeBron

Κατεστημένα

Θέλω δηλαδή να πω, ότι η φωτογραφία είναι τωρινή, αποψινή και η αφίσα φρέσκια.
Θέλω δηλαδή να πω, ότι όσο κι αν λένε πως τα πάντα είναι πολιτική, στην πραγματικότητα τα πάντα είναι συναίσθηση.
Μερικές καταστάσεις προσφέρονται για πολιτικό σχολιασμό, μερικές πάλι όχι.
Σε κάθε κατάσταση όμως, είναι συναρπαστικό να προσπαθείς να σκεφτείς πώς σκέφτεται ο άλλος, να προσπαθείς να νιώσεις πώς νιώθει ο άλλος.
Την αφίσα την υπογράφει μια «Αριστερή Πρωτοβουλία», που υποθέτω ότι είναι εσωκομματική τάση του ΠΑΣΟΚ.
Προσπάθησε δηλαδή να σκεφτείς όπως οι άνθρωποι που τυπώνουν σήμερα αφίσες του Αντρέα, γράφοντας από κάτω «ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΩΝ».
Πόσο τυφλός μπορεί να είσαι για να σχολιάσεις πολιτικά το θέμα;
Τόσο πολύ αποκλείεται.
Δεν είναι πολιτική η αφίσα, η αφίσα είναι ερωτική, η αφίσα είναι νοσταλγική, η αφίσα είναι θρησκευτική.
Προεκλογική περίοδος 1981. 26 χρόνια πριν. 26 χρόνια νεότεροι. Ο Αντρέας στο μπαλκόνι. Πιστεύουμε. Πιστεύουμε, ρε. Βγαίνει. Ενθουσιαζόμαστε. Δονούμαστε.
Καλοκαίρι 2007. 26 χρόνια μετά. 26 χρόνια μεγαλύτεροι. Πώς μας φέρθηκαν έτσι τα χρόνια; Όχι. Όχι. Ο Αντρέας στο μπαλκόνι. Ανατροπή όλων των κατεστημένων.
Κοιτάζω την φωτογραφία από το πρώτο μας ταξίδι και δεν μπορώ να πιστέψω ότι ήσουν κάποτε τόσο όμορφη. Είσαι η ίδια εσύ που σιδερώνεις στο μέσα δωμάτιο; Κοντεύουν τρεις δεκαετίες. Όχι. Όχι.
Θα ανατρέψω το κατεστημένο του χρόνου, το κατεστημένο της φθοράς. Κι αν δεν μπορώ εγώ, θα αφισοκολλήσω τον άνθρωπο που υποσχόταν ό,τι δεν γινόταν να γίνει.
Τι ωραία που ήταν όταν υποσχόταν αυτά που δεν γινόταν να γίνουν.
Τι ωραία που ήσουν, τι ωραίος που ήμουν.
Μετά την μεγάλη συγκέντρωση της Αθήνας πρωτοκάναμε έρωτα.
Ίσως σκέφτηκες προς στιγμή και τον Αντρέα.

Κυριακή, Ιουνίου 03, 2007

και τέτοια

Εκεί που πέφτουν ανεξήγητα τα βάζα, αλλά το μόνο που σπάει είναι ο πάγος κι η σιωπή.
Εκεί που ανιχνεύεται ένα νέο είδος φωτός, το σεληνόφως φθορίου.
Εκεί που η αγκαλιά ποτέ δεν είναι αρκετή και πάντα χρειάζεται κι άλλη.
Εκεί που το πουκάμισο κοκκινίζει και λευκαίνει, λευκαίνει και κοκκινίζει, μέχρι να καταλάβεις ότι δεν φοβάσαι πια τα σκυλιά.
Εκεί που εκείνο που έχει τελικά περισσότερη σημασία, δεν είναι ούτε το πώς βλέπουν τα μάτια σου τον άλλο, ούτε το πώς βλέπεις τον εαυτό σου μέσα από τα μάτια του άλλου, αλλά το να καταφέρουν τα μάτια σου να δουν τον άλλο μέσα από τα μάτια του· μέσα από τα μάτια του που σε κοίταξαν και σε ξανακοίταξαν και σε ξανακοίταξαν έτσι· να καταφέρουν δηλαδή να δουν τον άλλο ως βλέμμα αγάπης· ένα βλέμμα που σηματοδοτεί τον πομπό του· εσύ είσαι απλώς ο δέκτης του· ο πομπός θα υπήρχε ανεξάρτητα από σένα· μάλλον, υπάρχει και εκπέμπει ακόμη και με σένα· δηλαδή, εδώ υπάρχει ένας άνθρωπος που ξέρει ν' αγαπά, ένας άνθρωπος που δεν φοβάται να αγαπήσει· αξίζει.
Εκεί που αξίζει κι εκεί που θα αξίζει αυτοτελώς.
Εκεί που δεν μπορείς να λερώσεις, όσο κι αν προσπαθείς.
Εκεί που είναι όμορφα, απλόχωρα, γαλήνια, σωστά.
Εκεί που κοιμάται, με ξεχασμένα στα μάτια τα γυαλιά.
Δίπλα σου, δηλαδή.

Παρασκευή, Ιουνίου 01, 2007

Για την Αμαλία

αδιαφόρησα όσο ζούσε, αδιαφόρησα ακόμα κι όταν μου ζητήθηκε από μπλόγκερ να κοιτάξω ένα θέμα σχετικά με αυτή.
Καμιά φορά αν θες να δεις έναν αδιάφορο άνθρωπο αρκεί να κοιτάξεις τον καθρέφτη σου.
Εν πάση περιπτώσει, δες αυτό το λινκ, φαίνεται εντάξει.