Δύο Χιλιάδες Eπτά
ΑΝΑΒΑΛΕ ΓΙΑ ΛΙΓΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΣΟΥ, ΓΙΑ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ. ΙΣΤΟΡΙΕΣ, ΑΜΑΡΤΙΕΣ & ΜΕΓΑΛΑ ΛΑΘΗ («Οι σχολιαστές σημειώνουν σ' αυτό το χωρίο: Η ορθή αντίληψη ενός ζητήματος και η παρανόηση ενός ζητήματος δεν αποκλείονται αμοιβαίως». Φραντς Κάφκα, "Η Δίκη").
«Άσε με να χαϊδέψω το πρόσωπό σου».
Ο Γεράσιμος και η Γιολάντα γεννήθηκαν την ίδια ημέρα και ώρα, αλλά σε δύο μαιευτήρια που απείχαν μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα μεταξύ τους. Όταν έφτασαν στην ηλικία των πέντε ετών, τους ανακοινώθηκε ότι δεν είναι οι μoναδικοί σεντονάνθρωποι στον κόσμο. Στον Γεράσιμο είπαν ότι υπήρχε μια γυναίκα σαν κι εκείνον και στην Γιολάντα ότι υπήρχε ένας άντρας σαν κι αυτή. Τους ανακοινώθηκε επίσης, ότι μόλις ενηλικιώνονταν όφειλαν να ψάξουν και να βρουν ο ένας τον άλλο, προκειμένου να μην αφήσουν το είδος τους να σβήσει. Πράγματι συμμορφώθηκαν και οι δυο τους. Την ίδια ημέρα και ώρα ξεκίνησαν την αναζήτησή τους. Τα χρόνια άρχισαν να περνούν χωρίς αποτέλεσμα. Μετά γέρασαν και ακόμη πιο μετά, αυτοί, οι τελευταίοι εκπρόσωποι του είδους τους, την ίδια ημέρα και ώρα πέθαναν από τον καημό. Τον καημό του να έχουν γεννηθεί για ένα συγκεκριμένο σκοπό και να μην καταφέρουν να τον εκπληρώσουν. Τον καημό του να ψάχνουν μια ζωή κάτι που ήταν μοιραίο να βρουν κι όμως να μην το βρίσκουν. Aλλά κι έναν καημό ακόμη.
Ξεκίνησε ανήμερα των Χριστουγέννων του 2006 και μέσα σε ελάχιστα χρόνια απέκτησε διαστάσεις παγκοσμίου φαινομένου. Παραμένει άγνωστο ποιός ήταν αυτός που την μέρα εκείνη ανέβασε στο You Tube το πρώτο βίντεο χριστουγεννιάτικου πορνό, συντομότατα όμως πάνω στην αρχική του ιδέα χτίστηκε μια τεράστια βιομηχανία παραγωγής ταινιών του νεοεμφανιζόμενου αυτού είδους. Τα χριστουγεννιάτικα πορνό στηρίχθηκαν στο ίδιο περίπου κόνσεπτ με τα πατροπαράδοτα: πλήρης απουσία σεναρίων (ή στην καλύτερη σχηματικότατα σενάρια-προφάσεις), πρωταγωνιστές που δεν υποκρίνονταν και δεν έπαιζαν ρόλους, μηδενικό μπάτζετ, τυποποιημένη - μηχανική καταγραφή τυποποιημένων - μηχανικών κινήσεων του ανθρώπινου κορμιού, ικανοποίηση θεμελιωδών αναγκών των θεατών δια της παρακολουθήσεως της καταγεγραμμένης ικανοποιήσεως θεμελιωδών αναγκών άλλων.

Όταν η Νατάσα γνώρισε τον Γιώργο κατάλαβε τι θα πει κεραυνοβόλος έρωτας· από τον τρόπο που την κοιτούσε, αλλά κυρίως από το ποίημα που της έγραψε. Κράτησε το ποίημα, αλλά του έδωσε ψεύτικο αριθμό τηλεφώνου γιατί βρήκε την υπερβολή του αφόρητη. Όταν μετά από μήνες ξανασυναντήθηκαν τυχαία, έκανε πως την έβλεπε για πρώτη φορά. Της έγραψε και ποίημα. Εκείνη προσβλήθηκε σφοδρά, γιατί κατάλαβε πως όχι μόνο επρόκειτο για κόλπο που έκανε με όλες, αλλά -το χειρότερο- δεν τη θυμόταν καν. «Μου έχεις ξαναγράψει, ξέρεις». «Εσύ ήσουν λοιπόν;». Της εξήγησε για την προσωπαγνωσία. Έκτοτε έγινε το αγαπημένο της παιχνίδι. Είχε συλλέξει δέκα ακόμη ποιήματά του, σε ισάριθμες τυχαίες -εντός εισαγωγικών πλέον- συναντήσεις και διαπίστωνε πως αδυνατούσε να κάνει βήματα λογοτεχνικής προόδου, κινούμενος πεισματικά στον ίδιο μπανάλ χυλό. Ο Γιώργος, φυσικά, είχε καταλάβει πως τον κορόιδευε, πως κάθε φορά εξαφανιζόταν, πως οι επόμενες εμφανίσεις της μόνο συμπτωματικές δεν ήταν. Είχε ήδη όμως ερωτευθεί παράφορα την ίδια γυναίκα δώδεκα φορές και θεωρούσε τον εαυτό του ευλογημένο. Πόσο μάλλον που τα δώδεκα επόμενα πρωινά ξυπνούσε με σβησμένο μέσα του το πρόσωπο που λίγες ώρες πριν πίστευε ότι δεν θα άντεχε να μην το ξαναδεί. Η λησμονιά του προσώπου της καθιστούσε αδύνατη τη νοσταλγία του και η έλλειψη νοσταλγίας καθιστούσε αδύνατο τον πόνο, αλλά όχι και την προσδοκία της επόμενης φοράς, τη λαχτάρα να ξαναπρωτοαντικρύσει τον έρωτα της ζωής του. Ο έρωτας του Γιώργου για τη Νατάσα μετρούσε ως τώρα δώδεκα εντελώς πρωτόγνωρες, εντελώς ολοκληρωτικές και εντελώς εφήμερες επαναλήψεις, ο έρωτάς του δεν έμοιαζε με κανέναν άλλο, όντας υπό αυτήν την έννοια ανεπανάληπτος.
Mετά το «Grizzly Man», ένα ακόμη ντοκιμαντέρ έχει πάνω μου ισχυρότερη συναισθηματική επίδραση από τις ταινίες μυθοπλασίας των τελευταίων δύο - τριών ετών. «Ο Εφιάλτης του Δαρβίνου» είναι ένα έργο που παρακαλάς να τελειώσει, όχι επειδή εκβιάζει τον πόνο σου ή τις τύψεις σου, αλλά επειδή περιέχει εικόνες της αφρικανικής καθημερινότητας που θες να σβήσεις απ' το μυαλό σου όσο πιο γρήγορα γίνεται.
«Dear Schooligans, από την πρώτη στιγμή που σας διάβασα κόλλησα πραγματικά μαζί σας. Είμαι πρωτοετής φοιτητής και σπουδάζω μακριά από την πόλη μου. Ένιωσα τη βία και τον χλευασμό από το νηπιαγωγείο. Αυτό συνεχίσθηκε μέχρι να τελειώσω το Λύκειο. Το πρόβλημα το δημιούργησαν ορισμένοι συμμαθητές μου. Βλέποντας ότι ήμουν ένα παιδί χαμηλών τόνων και ήσυχο, ήμουν το θύμα τους για να περνάνε αυτοί καλά κοροϊδεύοντάς με. Βλέπετε, ο καλός τις περισσότερες φορές θεωρείται ως αγαθός και χαζός. Έτσι κι εγώ ήμουν γι΄αυτούς ο χαζός της τάξης, ο αποδιοπομπαίος τράγος.
Ένεκα ενός εντελώς μυστηριώδους ιού, που ξεπάστρεψε την ανθρωπότητα μέσα σε λιγότερο από δυο μήνες, ήταν ο τελευταίος ζωντανός άνθρωπος στη γη. Ο προτελευταίος είχε πεθάνει εδώ και πέντε ημέρες. Αυτός ακόμη άντεχε. Θα ήθελε πολύ να μάθει γιατί, αλλά δεν είχε μείνει κανένας να ρωτήσει. Φοβόταν να βγει έξω. Η πόλη είχε παραδοθεί στα σκυλιά κι όλα μυρίζαν θάνατο. Ξανάπιασε το ξεχασμένο για μήνες μπλογκ του κι άρχισε να γράφει. Οι μέρες περνούσαν κι όλο έγραφε. Πάντα του άρεσε, αλλά ποτέ δεν είχε ελεύθερο χρόνο. Τώρα είχε όλο τον χρόνο δικό του. Μονοκράτορας του χρόνου χωρίς κανέναν να τον μοιραστεί. Τον μοιραζόταν με τα ποστ του. Δεν έκανε τίποτε άλλο. Κοιμόταν, σκεφτόταν κι έγραφε. Όταν τελείωσαν οι προμήθειές του άρχισε να εισβάλλει στα υπόλοιπα διαμερίσματα της πολυκατοικίας του. Ευελπιστούσε ότι μέχρι να τελειώσει η τροφή και από αυτά, θα είχε υποκύψει κι εκείνος στον ιό ώστε να μην χρειαστεί να ξαναβγεί στο δρόμο. Διαψεύστηκε. Υπό άλλες συνθήκες θα αυτοκτονούσε. Αλλά είχε βρει πια την ευτυχία και δεν ήταν διατεθειμένος να την παρατήσει τόσο εύκολα. Πέρασαν τρεις μήνες για να του πρωτοέρθει η διάθεση να αυνανιστεί. Πέρασαν έξι μήνες για να πρωτοαναρωτηθεί για την παραδοξότητα του να γράφει τόσα δισεκατομμύρια λέξεις χωρίς καμία εξ ορισμού πιθανότητα να διαβαστούν από οποιονδήποτε άλλο. Άρχισε τότε να τον βασανίζει η αγωνία μήπως δεν έχει νόημα όλο αυτό το παραλήρημα της γραφής. Αμέσως έπιασε και κατέγραψε την αγωνία του. Επί σαράντα ημέρες έγραφε μόνο γι΄αυτή. Μετά έβαλε για πρώτη φορά τα κλάμματα από τότε που είχε μείνει μόνος. Τα δάκρυά του τού άνοιξαν νέους ορίζοντες για να γράψει. Οι λέξεις που έγραψε για τα δάκρυα γεννούσαν νέα δάκρυα και τα νέα δάκρυα νέες λέξεις, μέχρι που τα μάτια του έσταζαν λέξεις και στην οθόνη του πληκτρολογούνταν δάκρυα.
«Επί των ημερών μου». Σαν να λέμε ότι δεν είναι δικές σου όλες οι ημέρες της ζωής σου. Σαν όταν γερνάς οι μέρες να παύουν να σου ανήκουν και να ανήκουν πια στην ηλικία σου. Επί των ημερών μου έκανα αυτό και εκείνο, επί των ημερών μου άφησα το στίγμα μου, επί των ημερών μου είχα εξουσία ή κύρος ή ερωτική πέραση ή δόξα.
Σε ένα κομβικό -υποτίθεται- σημείο του «Departed» η αστυνομία έχει στήσει κάμερες σε μια αποθήκη που η συμμορία του Νίκολσον θα πουλήσει στους Κινέζους κάποια μαραφέτια, τα οποία τα λένε «microprocessors» και τα οποία όποιος τα κατέχει αναβαθμίζει τα οπλικά του συστήματα πετυχαίνοντας φοβερά και τρομερά πράγματα. Μαζεμένοι σαράντα αρχιμπάτσοι στην αίθουσα παρακολουθήσεως και ένας εξ αυτών ρωτάει έναν άλλο αν το αντικείμενο της εγκληματικής αγοραπωλησίας είναι όντως αυτοί οι microprocessors.
