Δύο Χιλιάδες Eπτά
ΑΝΑΒΑΛΕ ΓΙΑ ΛΙΓΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΣΟΥ, ΓΙΑ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ. ΙΣΤΟΡΙΕΣ, ΑΜΑΡΤΙΕΣ & ΜΕΓΑΛΑ ΛΑΘΗ («Οι σχολιαστές σημειώνουν σ' αυτό το χωρίο: Η ορθή αντίληψη ενός ζητήματος και η παρανόηση ενός ζητήματος δεν αποκλείονται αμοιβαίως». Φραντς Κάφκα, "Η Δίκη").
«Άσε με να χαϊδέψω το πρόσωπό σου».
Όταν η Νατάσα γνώρισε τον Γιώργο κατάλαβε τι θα πει κεραυνοβόλος έρωτας· από τον τρόπο που την κοιτούσε, αλλά κυρίως από το ποίημα που της έγραψε. Κράτησε το ποίημα, αλλά του έδωσε ψεύτικο αριθμό τηλεφώνου γιατί βρήκε την υπερβολή του αφόρητη. Όταν μετά από μήνες ξανασυναντήθηκαν τυχαία, έκανε πως την έβλεπε για πρώτη φορά. Της έγραψε και ποίημα. Εκείνη προσβλήθηκε σφοδρά, γιατί κατάλαβε πως όχι μόνο επρόκειτο για κόλπο που έκανε με όλες, αλλά -το χειρότερο- δεν τη θυμόταν καν. «Μου έχεις ξαναγράψει, ξέρεις». «Εσύ ήσουν λοιπόν;». Της εξήγησε για την προσωπαγνωσία. Έκτοτε έγινε το αγαπημένο της παιχνίδι. Είχε συλλέξει δέκα ακόμη ποιήματά του, σε ισάριθμες τυχαίες -εντός εισαγωγικών πλέον- συναντήσεις και διαπίστωνε πως αδυνατούσε να κάνει βήματα λογοτεχνικής προόδου, κινούμενος πεισματικά στον ίδιο μπανάλ χυλό. Ο Γιώργος, φυσικά, είχε καταλάβει πως τον κορόιδευε, πως κάθε φορά εξαφανιζόταν, πως οι επόμενες εμφανίσεις της μόνο συμπτωματικές δεν ήταν. Είχε ήδη όμως ερωτευθεί παράφορα την ίδια γυναίκα δώδεκα φορές και θεωρούσε τον εαυτό του ευλογημένο. Πόσο μάλλον που τα δώδεκα επόμενα πρωινά ξυπνούσε με σβησμένο μέσα του το πρόσωπο που λίγες ώρες πριν πίστευε ότι δεν θα άντεχε να μην το ξαναδεί. Η λησμονιά του προσώπου της καθιστούσε αδύνατη τη νοσταλγία του και η έλλειψη νοσταλγίας καθιστούσε αδύνατο τον πόνο, αλλά όχι και την προσδοκία της επόμενης φοράς, τη λαχτάρα να ξαναπρωτοαντικρύσει τον έρωτα της ζωής του. Ο έρωτας του Γιώργου για τη Νατάσα μετρούσε ως τώρα δώδεκα εντελώς πρωτόγνωρες, εντελώς ολοκληρωτικές και εντελώς εφήμερες επαναλήψεις, ο έρωτάς του δεν έμοιαζε με κανέναν άλλο, όντας υπό αυτήν την έννοια ανεπανάληπτος.