O Νάσος Αθανασίου παίρνει τηλεοπτική συνέντευξη από τον Μίκη Θεοδωράκη. Κάποια στιγμή ο Μίκης του λέει πόσο χαίρεται τους σημερινούς νέους που ανεβαίνουν πάνω στις μηχανές τους, βάζουν τις κοπέλες τους από πίσω και διασχίζουν την πόλη, έχοντας εκατοντάδες πιθανά στέκια και καφετέριες όπου μπορούν να κάτσουν. Ο Νάσος παθαίνει πολιτισμικό σοκ. Το τελευταίο που περίμενε ν' ακούσει είναι ότι η καφετέρια δεν αποτελεί σύμβολο παρακμής και ότι οι νέοι που κάθονται με τις ώρες σ' αυτές είναι κάτι διαφορετικό από χαραμοφάηδες. Μα πώς γίνεται να λέει τέτοια πράγματα; Ο Μίκης είναι η ιερότερη αγελάδα της δικής του Ελλάδας, της Παλιάς Αγίας Ελλάδας. Ευτυχώς ο Νάσος έχει γερά αποθέματα κλαψομουνισμού μέσα του και αντιστέκεται: "Ναι, αλλά το δυστύχημα ξέρετε ποιό είναι; Είναι ότι δεν θα πάνε ούτε καν εκεί, θα πάνε στα μπαρ, τα ολοσκότεινα, με την μουσική στη διαπασών, όπου ο νέος δεν θα βλέπει και δεν θα ακούει τη νέα". Ο Μίκης τότε καταφέρνει δεύτερο συντριπτικό χτύπημα στις βεβαιότητες του Νάσου, λέγοντας ότι κι αυτά τα μπαρ είναι όμορφοι χώροι, μέσα στους οποίους υπάρχει ένας διάχυτος ερωτισμός και όπου δεν χρειάζεται να μιλήσει και να ακούσει ο ένας τον άλλο, γιατί μιλούν τα κορμιά τους.
Ο Μανώλης Μητσιάς πάλι, σε συνέντευξή του ("Ελευθεροτυπία", 16.7.05) και σε ερώτηση της δημοσιογράφου αν "θα την ξαναβρούμε αυτή τη χώρα;" (την Παλιά Αγία Ελλάδα δηλαδή) απαντά κατά λέξη: «Για μένα πάει - και μακάρι να βγω ψεύτης. Μόνο μέσα από κάποια καταστροφή πολιτιστική ή κοινωνική ή όταν θα πεινάσουμε πολύ, θα ανακαλύψουμε πάλι τις ρίζες μας. Η μεγάλη ευδαιμονία μάς εμποδίζει να σκεφτόμαστε. Από τη μια μέρα στην άλλη χάθηκε μια ιστορία χρόνων: η δεκαετία του '60, του '70 μέχρι και οι αρχές του '80 αποκόπηκαν ξαφνικά από το σημερινό γίγνεσθαι».
Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος στο ίδιο μήκος κύματος ("Βιβλιοδρόμιο-ΝΕΑ", 2.7.05") θα ερμηνεύσει τη σιωπή του Μανώλη Αναγνωστάκη ως εξής: "... όταν η αξιοπρέπεια έγινε άνεση, βολή, καβούκι, βόλεμα, αδιαφορία, ιδεολόγημα, εξαγορά, ο ποιητής δεν είχε λόγο, έχασε, θα έλεγα, τον λογαριασμό. Με ποιον να λογαριαστεί άλλωστε; Όταν ο φόρος των αιμάτων έγινε μπροσούρα, όταν οι αξίες δεν δοκιμάζονταν στην κόψη του ξυραφιού αλλά στις αφίσες της πολιτικής διαφήμισης, όταν το πάθος για την αλήθεια και την ελευθερία έγινε κομματική ταυτότητα και στις δύο όχθες, ο ποιητής που επέλεξε να μιλήσει ως πολίτης στην Αγορά αλλά και στον συνήθη τόπο των εκτελέσεων δεν έχει λόγο υπάρξεως, αφού οι λέξεις του δεν έχουν πέραση πια ως πρόκες αλλά στην καλύτερη περίπτωση έγιναν «δοκιμές νάρκης του άλγους» - δηλαδή παυσίπονα, αναλγητικά, αναβολικά, οιστρογόνα και όχι σπάνια υπόθετα".
Παρελθοντολαγνεία αγάπη μου. Απαξίωση του παρόντος αγάπη μου.
Ο Μητσιάς περίπου οραματίζεται καταστροφές για να ξαναβρούμε τις ρίζες μας, ο Γεωργουσόπουλος περίπου προτιμά τις σφαγές από τις κομματικές μπροσούρες.
Λατρεμένο μου παρελθόν, Παλιά Αγία μου Ελλάδα, τότε που όλα ήταν ωραία, η ντομάτα είχε τη γεύση της, το καρπούζι τη δική του, έλεγες καλημέρα σε όλους τους γείτονές σου, οι θάλασσες και οι ουρανοί ήταν καθαροί, η ποίηση, η μουσική όλα - όλα ανθούσαν, ακόμη και το δέρμα μου, ακόμη και η φύση μου που δεν είχε ανάγκη από χαπάκια για να σηκωθεί.
Αχ, να ξαναρχόταν ο εμφύλιος να πολεμήσουμε για τα ιδανικά μας, τον κομμουνισμό ή το έθνος, αχ, το αστυνομικό κράτος της δεξιάς και οι διαδηλώσεις, αχ, η χούντα με τους βασανισμούς της και την αντίστασή μας, αχ, τι ωραίες εποχές, με το ξύλο των δασκάλων, με το ξύλο των γονέων, με το ξύλο των αντρών στις γυναίκες, με την οικονομική ανέχεια.
Τώρα δεν υπάρχουν πια ποιητές, δεν υπάρχουν πια τραγούδια, τώρα κανείς μας δεν σκέφτεται πια, μια παρακμή και μόνο, μια ηθική εξαθλίωση και μόνο, Τατιάνες και Κακαουνάκηδες και μόνο. Ψυτάλλεια ατελείωτη το παρόν μας.
Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι οι "τρομοκρατικές" επιθέσεις τα επόμενα χρόνια πυκνώνουν. Ας υποθέσουμε ότι αρχίζουμε όλοι να ζούμε σε ένα καθεστώς τρόμου και αβεβαιότητας. Ας υποθέσουμε ότι πια η αστυνομία θα μπορεί να πυροβολεί και να σκοτώνει ελεύθερα και στο Λονδίνο και στην Αθήνα όποιον της φανεί ύποπτος (ή μήπως έφτασε ήδη αυτή η εποχή;). Ας υποθέσουμε ότι πηγαίνουμε σε νέες μορφές ολοκληρωτισμού. Μήπως θα είναι καλύτερα τότε; Μήπως ποιητές λύσουν τη σιωπή τους, μήπως νέοι Θούριοι γραφτούν, μήπως ξαναβρούμε τις ρίζες μας, μήπως βρούμε κάπου να πιστέψουμε, κάτι να λαχταρήσουμε, κάποιον να μισήσουμε;
Δύσκολο πράγμα η ελευθερία. Είναι πιο δύσκολο να είσαι συγκροτημένος και πλήρης άνθρωπος σε καθεστώς ελευθερίας, απ' ότι σε καθεστώς ανελεύθερο.
Δύσκολο πράγμα και η συμφιλίωση με το παρόν, η αγάπη του τώρα και η απόλαυση όσων είναι όμορφα στο τώρα.
Δύσκολο αλλά όχι ακατόρθωτο. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς Μίκης για να διακρίνει την ομορφιά και στο σήμερα. Μπορεί να είναι και Γιώργος, Ελένη ή Παναγιώτης.