H Ομολογία
Το πρωί εκείνο ξύπνησε την ώρα που ξυπνούσε συνήθως, έφυγε από το σπίτι του την ώρα που έφευγε συνήθως, μόνο που αντί να πάει στη δουλειά του όπως συνήθως, την τελευταία στιγμή (χωρίς να το έχει προγραμματίσει, χωρίς να το έχει καν προετοιμάσει στο μυαλό του) μπήκε στο διπλανό κτίριο και με ένα βαθύ αναστεναγμό ανακούφισης τους παραδόθηκε όχι μόνο εκουσίως αλλά και ολοσχερώς. Όταν ενημέρωσε τη γραμματέα στον γκισέ ότι είχε έρθει για να ομολογήσει, εκείνη τον κοίταξε ξαφνιασμένη, λέγοντάς του ότι κάτι τέτοιο ήταν πρωτάκουστο και πήρε τηλέφωνο τον προϊστάμενό της, ο οποίος έφτασε αμέσως αναψοκοκκινισμένος, απολογούμενος για την έλλειψη επαγγελματικής επάρκειας της υφισταμένης του («έχει αναλάβει, βλέπετε, πρόσφατα το πόστο της») και δίνοντάς του το ερωτηματολόγιο που συμπληρώνουν σε τέτοιες περιπτώσεις, μολονότι («και πράγματι σε αυτό το σημείο, παρόλη την απειρία της η γραμματέας είχε δίκιο») η δική του ήταν η πρώτη παρόμοια περίπτωση στα χρονικά. Αφού συμπλήρωσε το ερωτηματολόγιο, ο προϊστάμενος θεώρησε υποχρέωσή του να του ζητήσει να του επιβεβαιώσει και προφορικά αν αισθανόταν όντως έτοιμος για μια πλήρη ομολογία, αφού μια πλήρης ομολογία δεν είναι κάτι που θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να πάρει αψήφιστα, όπως του επεσήμανε, χτυπώντας τον φιλικά στην πλάτη και οδηγώντάς τον στον χώρο που θα την συνέτασσε, ο οποίος συνεπεία της ελλείψεως ελεύθερων αιθουσών («εκκρεμεί η μετακόμιση στα νέα μας υπερσύγχρονα γραφεία, τα οποία είναι πάντως έτοιμα εδώ και αρκετά χρόνια, ή τουλάχιστον αυτή η φήμη κυκλοφορεί») ήταν οι τουαλέτες του κτιρίου.
Εκεί, για να μπορέσει να γράψει, έπρεπε να ακουμπάει τα χαρτιά του στους νιπτήρες, με αποτέλεσμα -εκτός της δυσκολίας του ελάχιστου χώρου στήριξης, που τον έκανε να μετακινεί τα χαρτιά στο τέλος κάθε σειράς της ομολογίας που συμπλήρωνε- να αναγκάζεται κάθε λίγο να σταματάει γιατί έπλεναν τα χέρια τους οι διάφοροι κατώτεροι υπάλληλοι του δικαστηρίου, ενώ την κατάστασή του χειροτέρευε αισθητά το γεγονός ότι οι περισσότεροι μετά το πλύσιμο τίναζαν επίτηδες τα χέρια τους προς το μέρος του κι έτσι τα χαρτιά -όταν δεν προλάβαινε να τα προστατεύσει μέσα στην αγκαλιά του- βρέχονταν και χρειαζόταν να ξεκινά ξανά από την αρχή. Έτσι, ενώ η ομολογία του υπό διαφορετικές συνθήκες θα κρατούσε λίγες μέρες, τράβηξε τελικά αρκετούς μήνες. Τα ομολόγησε πάντως όλα, ομολογώντας για την ακρίβεια όχι μόνον όσα θα μπορούσαν να υποπτευθούν ότι έχει κάνει, αλλά και αυτά που δεν θα μπορούσαν να υποπτευθούν ότι έχει κάνει, ασχέτως βέβαια τι από όλα αυτά είχε όντως κάνει, αφού το τι είχε όντως κάνει δεν αφορούσε και δεν ήταν διατεθειμένος να το πει σε κανέναν και πολύ περισσότερο σε αυτούς, πόσο μάλλον όταν -κι ας μην γελιώμαστε- οι πράξεις του τους ήταν ούτως ή άλλως γνωστές. Όσο συνέγραφε την αναλυτικότατη ομολογία του, από το άλφα ως το ωμέγα, από τη στιγμή που θυμόταν τον εαυτό του ως εκείνη τη στιγμή που έγραφε, στεκόταν όρθιος και καθώς καρέκλα δεν υπήρχε (και ούτε του παραχώρησαν επικαλούμενοι -πολύ ευγενικά είναι η αλήθεια- ελλιπή κονδύλια) συχνά καθόταν σε κάποια ελεύθερη λεκάνη, αλλά μόλις το έκανε τον έβλεπαν από τις κάμερες ασφαλείας και τον επανέφεραν στην τάξη, εξηγώντας του ότι όσο κι αν θα το ήθελαν οι κανονισμοί απαγόρευαν αυστηρά τέτοιου είδους αθέμιτα πλεονεκτήματα. Μόνο όταν τον έπιανε πραγματικά ανάγκη είχε την ευκαιρία να γράψει λιγάκι πιο άνετα και πράγματι εκεί έγραψε μερικές από τις πιο οδυνηρές και αποκαλυπτικές πτυχές της ομολογίας του.
Όταν ερχόταν το βράδυ και ησύχαζε από τον κόσμο και τα νερά (και πάνω απ' όλα από τον διαπεραστικό και ατελείωτο ήχο από τα καζανάκια) ερχόταν και η σειρά της καθαρίστριας που χρησιμοποιούσε μια εξαιρετικά θορυβώδη ηλεκτρική σκούπα, το καλώδιο της οποίας μπλέκονταν διαρκώς στα πόδια του, όπως βέβαια και η ίδια η σκούπα. Ως παρουσία όμως η καθαρίστρια τού φαινόταν πολύ ελκυστική, ίσως από μόνη της, ίσως επειδή αντιστεκόταν πεισματικά στα έντονα βλέμματά του, ίσως επειδή όλους αυτούς τους μήνες μόνο άντρες έβλεπε, άλλη διασκέδαση δεν είχε, έξω δεν του επιτρεπόταν να βγει να πάρει λίγο αέρα, ο χώρος μύριζε έντονα (αν και πια είχε σχετικά συνηθίσει), από φαγητό αρκούταν στο συσσίτιο που του έφερναν (που επειδή και αυτοί δεν είχαν υπολογίσει ότι θα κρατούσε τόσο η ομολογία του, είχαν λάβει έγκριση μόνο για ένα είδος φαγητού που αναγκαστικά το επαναλάμβαναν), ενώ κοιμόταν σε μια γωνιά που είχε οριοθετήσει εντελώς αυθαίρετα και χωρίς να ρωτήσει κανέναν ως δική του, γεγονός από το οποίο αντλούσε την ευχαρίστηση που δίνει στον άνθρωπο η έννοια της αξιοπρέπειας και του αυτοπροσδιορισμού. Έπεφτε έτσι κάθε βράδυ να κοιμηθεί σχεδόν ευχαριστημένος και σχεδόν ολομόναχος, αφού υπήρχε και η τελευταία τουαλέτα προς τα αριστερά, όπου κατά την πολύμηνη παρουσία του εκεί έβλεπε συνεχώς από κάτω της δυο πόδια και άκουγε έναν κύριο να σφυρίζει όλο κέφι ξεφυλλίζοντας ακατάπαυστα μια εφημερίδα. Πάρα πολλές φορές βρέθηκε στην θέση να χτυπήσει την πόρτα και να προσπαθήσει να συνομιλήσει με τον κύριο αυτό, αλλά πάντα την τελευταία στιγμή δείλιαζε. Αν μη τι άλλο το σφύριγμά του τον νανούριζε και τον βοηθούσε να ηρεμήσει από την κούραση της μέρας και την αίσθηση της ημιτελούς του υποχρέωσης που έπρεπε να φέρει σε πέρας, καθώς χρεωνόταν μέσα του την καθυστέρηση, όσο κι αν τους κατηγορούσε ως εν μέρει υπαίτιους για την καθυστέρηση αυτήν, ενοχές και μομφές τις οποίες ήταν πλέον αναγκασμένος να συμπεριλάβει και αυτές στην ομολογία του.
Όταν επιτέλους ένα βράδυ τελείωσε τόσο τη σύνταξη όσο και την επιθεώρηση της ομολογίας του για συντακτικά και γραμματικά λάθη (που δεν θα έπαιζαν καθόλου καλό ρόλο στην κρίση των ανακριτών του), η σκούπα της καθαρίστριας σταμάτησε και βγήκε από τη μπρίζα, ενώ η τελευταία αριστερά πόρτα της τουαλέτας άνοιξε και ξεπρόβαλλε από μέσα της ένας ροδομάγουλος και εξαιρετικά καλοντυμένος κύριος που μοσχοβολούσε κολώνια, έπλυνε τα χέρια του και του έγνεψε χαρωπά ρωτώντας τον: «Τι κάνουμε;». Η εφημερίδα που ακούμπησε πάνω στην πολυσέλιδη ομολογία του είχε σημερινή ημερομηνία, όσο τουλάχιστον μπορούσε να υπολογίσει τις ημερομηνίες. «Την τελείωσα, μήπως την θέλετε; Αν και δεν έχει και τίποτα το συνταρακτικό», του είπε ο κύριος αναφερόμενος στην εφημερίδα ή είπε εκείνος στον κύριο αναφερόμενος στην ομολογία, ήταν ζαλισμένος και πολύ κουρασμένος και δεν θα μπορούσε να πει με απόλυτη σιγουριά τι από τα δύο συνέβη.
Με την παράδοση της ομολογίας του, οδηγήθηκε από τις τουαλέτες στην αίθουσα ανακρίσεων, για να διαπιστωθεί αν είχε ομολογήσει αλήθειες και ψέμματα μαζί, μόνο ψέμματα ή μισές αλήθειες. Οι δυο ομοιόμορφα ντυμένοι ανακριτές του του εξήγησαν ότι θα τον υποβάλλουν σε ένα ψυχοσωματικό τεστ αλήθειας που ως τότε είχε αποδειχθεί αλάνθαστο. Τον έγδυσαν και τον διέταξαν να διαβάσει δυνατά την ομολογία του, προκειμένου να διαπιστώσουν σε ποιά ακριβώς σημεία της θα είχε στύση και πόσο αυτή θα διαρκούσε. Στην απορία του τι θα αποδείκνυε αυτό, του απάντησαν ότι ως τώρα το τεστ είχε διεξαχθεί μόνο σε ανθρώπους που ομολόγησαν μετά το τέλος της δίκης τους, οπότε στην δική του περίπτωση ήταν αμφίβολο, δεν είχαν μια στέρεη απάντηση να του δώσουν και η ουσία ήταν ότι όλα θα εξαρτώνταν από την αξιολόγηση των ανωτέρων τους, τα κριτήρια της οποίας τους διέφευγαν, αλλά αποκλείεται να διέφευγαν από τους ανωτέρους τους, καθώς αυτό καθαυτό το γεγονός της κρίσης τους θα αποδείκνυε εξ ορισμού και το δίκαιο και αμερόληπτό της. Άρχισε να διαβάζει, ενώ ένας υπάλληλος άνοιξε τα ως τότε κλειστά στόρια της αίθουσας, για να δει ότι βρισκόταν σε ένα ημιυπόγειο που έβλεπε στο δρόμο, με περαστικούς που ανά λίγα δευτερόλεπτα εναλλάσονταν για να κοιτάξουν προς την μεριά του. Στύση δεν είχε καθόλου, άρχισε έτσι μετά τις πρώτες σελίδες να αγχώνεται και όπως αγχωνόταν (μην μπορώντας να πιθανολογήσει αν είναι για καλό ή για κακό) έκανε τα πράγματα χειρότερα, μέχρι που συνειδητοποίησε ότι η ολοκληρωτική απουσία της δεν μπορεί υπό καμία έννοια να ερμηνευθεί ως θετική για την έκβαση της υπόθεσής του και προσπαθούσε έτσι να συγκεντρωθεί, αλλά δεν ήξερε αν έπρεπε να συγκεντρωθεί στα όσα διάβαζε ή να διαβάζει μηχανικά και να κάνει πονηρές σκέψεις, ενώ την προσοχή του διέκοπταν και τα χάχανα των αγενεστέρων από τους διαβάτες που έκαναν σύντομη στάση στο παράθυρο, μέχρι που η καθαρίστρια μπήκε με τη συνήθη σκούπα της στην αίθουσα και όπως τον είδε γυμνό άρχισε -εξακολουθώντας να μην του χαρίζει ένα βλέμμα- να τον χαϊδεύει παντού και να τον φιλά παντού, με αποτέλεσμα η στύση να έρθει και η ομολογία του να διακοπεί για λίγο, για πάρα πολύ λίγο όμως, αφού ακριβώς τη στιγμή που ξεκίνησε να της κάνει έρωτα οι δυο ανακριτές του τον έπιασαν πισθάγκωνα και τον τράβηξαν έξω της δια της βίας.
Στο υπόλοιπο της ανάγνωσης μυξόκλαιγε σαν μωρό, βρέχοντας έτσι τα χαρτιά που είχε πασχίσει επί τόσους μήνες να κρατήσει στεγνά, μέχρι που κάποια στιγμή, λίγο πριν φτάσει στην τελευταία λέξη της τελευταίας πρότασης της, τον ενημέρωσαν ότι εννοείται πως η ομολογία του δεν ήταν νόμιμα χαρτοσημασμένη και άρα τους διάβαζε ένα μπακαλόχαρτο που προσέβαλε το δικαστήριο. Ήταν βέβαια μια απλή τυπικότητα, ένα πάμφθηνο χαρτόσημο, θα μπορούσαν να το βάλουν και μόνοι τους και να τους έδινε το αντίτιμο μετά, αλλά από τη στιγμή που θα καταλύονταν οι τύποι θα καταλυόταν και η ουσία και μολονότι το δικαστήριό τους φημιζόταν ότι ενδιαφέρεται πρωτίστως για την ουσία της ενοχής, αυτό σε καμία περίπτωση δεν σήμαινε ότι θα κατέλυαν εντελώς και τους τύπους, ειδικά όταν η παραμέληση της τήρησης των στοιχειωδών τύπων δεν μπορούσε παρά να ερμηνευθεί ως καραμπινάτο δείγμα ενοχής. Την ώρα που την έκαναν κομματάκια (τα οποία πετούσαν σαδιστικά στο πάτωμα για να τα μαζεύει η καθαρίστρια, η οποία μαζεύοντάς τα τους φιλούσε και στα σκονισμένα μαύρα τους σκαρπίνια), του είπαν ότι δεν αξίζει να πολυχολοσκάει για αυτό που συνέβη, αφού -μεταξύ τους- αυτό ήταν το μικρότερο από τα προβλήματά του, γιατί ακόμα και χαρτοσημασμένη νόμιμα να ήταν, εκείνοι δεν βρίσκονταν βέβαια τόσο ψηλά στην ιεραρχία ώστε να έχουν την αρμοδιότητα να δεχθούν ομολογία του, αλλά και αρμοδιότητα να είχαν τότε ήταν που η κατάστασή του θα επιδεινωνόταν εντελώς, αφού τι άλλο ήταν η περιβόητη εκούσια ομολογία του παρά η πιο βαθιά πράξη περιφρόνησης που είχε γίνει ποτέ απέναντι στο δικαστήριο; Το δικαστήριο σε καλεί, δεν παρουσιάζεσαι αυθορμήτως. Η αυθόρμητη παρουσίασή σου υπαινίσσεται μήπως ότι το δικαστήριο δεν γνωρίζει τη δουλειά του; Ότι οι επιτελείς του και οι αξιωματούχοι του τεμπελιάζουν και δεν συλλαμβάνουν κάποιον που θα έπρεπε να έχει συλληφθεί, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο την ασφάλεια όλων των υπολοίπων; Ότι μήπως η εξοχότητά σου περνιέται για σπουδαιότερη από τους απλούς ανθρώπους που περιμένουν πως και πως την μέρα τους στο δικαστήριο, μήπως και βρουν εκεί την πολυπόθητη δικαίωση για την οποία αγωνίζονται μια ζωή; Εκείνο που πέτυχες με τα καμώματά σου είναι ότι όταν έρθει η δική σου σειρά να συλληφθείς, η θέση σου θα έχει ήδη επιβαρυνθεί στον υπέρτατο βαθμό. Πιθανότατα να ξεκινήσεις τη δίκη σου από το χειρότερο σημείο που έχει ξεκινήσει ποτέ κατηγορούμενος, από μια θέση με πραγματικά εξαιρετικά μικρές πιθανότητες επιτυχίας, επιτυχίας για την οποία θα χρειαστεί να έχεις συμμάχους σου την πιο δεξιοτεχνική υπερασπιστική γραμμή από το συνήγορό σου και την πλήρη ειλικρίνεια και μεταμέλειά σου από πλευράς σου, εάν και μόνο εάν η μεταμέλεια αυτή συνδυαστεί με την ακρότατη της επιεικείας των δικαστών, που όμως, αν δεν θέλουμε να πετάμε στα σύννεφα, θα συνιστούσε σε μια περίπτωση σαν τη δική σου σκάνδαλο απέναντι στην ίση μεταχείριση των υπολοίπων κατηγορουμένων και πιθανώς να κλόνιζε ανεπανόρθωτα το ηθικό κύρος του δικαστηρίου.
Καθώς του τα εξηγούσαν όλα αυτά, το παράθυρο είχε ανοίξει και συνεχώς έμπαινε κόσμος απ’ έξω (μια σκάλα που βρέθηκε εκείνες τις στιγμές κάτω απ’ το παράθυρο αποδείχθηκε ιδιαίτερα χρήσιμη), ο κόσμος συνέχισε να μπαίνει, πρέπει να ήταν η ώρα που σχολούσαν από τη δουλειά του στο διπλανό κτίριο γιατί έμπαιναν και πολλοί συνάδελφοί του, αλλά όχι μόνο αυτοί, και άλλοι άνθρωποι που γνώριζε, συγγενείς, φίλοι, άνθρωποι που είχε αγαπήσει, άνθρωποι που τον είχαν πονέσει, άνθρωποι –η πλειοψηφία τους- που του ήταν εντελώς αδιάφοροι έως ενοχλητικοί, και το δωμάτιο άρχισε να γεμίζει ασφυκτικά, μέχρι που σταμάτησε να ακούει τα λόγια των ανακριτών του, είτε γιατί αυτοί δεν μπορούσαν να μιλήσουν έτσι όπως είχαν καταπλακωθεί, είτε γιατί εκείνος δεν μπορούσε να τους ακούσει έτσι όπως είχε καταπλακωθεί, είτε γιατί πια ο μόνος ήχος που μπορούσε να ακούσει ήταν κάτι που έμοιαζε με το κοινό ουρλιαχτό όλων, που έμοιαζε όμως με ουρλιαχτό μόνο αν βρισκόσουν μέσα στο δωμάτιο, αφού όσο πιο μακριά από το δωμάτιο βρισκόσουν, τόσο καθαρότερα καταλάβαινες ότι αυτό που ακουγόταν δεν ήταν ουρλιαχτό αλλά γέλιο.