Δευτέρα, Ιουνίου 30, 2008

H Ομολογία

Παραδόθηκε εκουσίως.
Το πρωί εκείνο ξύπνησε την ώρα που ξυπνούσε συνήθως, έφυγε από το σπίτι του την ώρα που έφευγε συνήθως, μόνο που αντί να πάει στη δουλειά του όπως συνήθως, την τελευταία στιγμή (χωρίς να το έχει προγραμματίσει, χωρίς να το έχει καν προετοιμάσει στο μυαλό του) μπήκε στο διπλανό κτίριο και με ένα βαθύ αναστεναγμό ανακούφισης τους παραδόθηκε όχι μόνο εκουσίως αλλά και ολοσχερώς. Όταν ενημέρωσε τη γραμματέα στον γκισέ ότι είχε έρθει για να ομολογήσει, εκείνη τον κοίταξε ξαφνιασμένη, λέγοντάς του ότι κάτι τέτοιο ήταν πρωτάκουστο και πήρε τηλέφωνο τον προϊστάμενό της, ο οποίος έφτασε αμέσως αναψοκοκκινισμένος, απολογούμενος για την έλλειψη επαγγελματικής επάρκειας της υφισταμένης του («έχει αναλάβει, βλέπετε, πρόσφατα το πόστο της») και δίνοντάς του το ερωτηματολόγιο που συμπληρώνουν σε τέτοιες περιπτώσεις, μολονότι («και πράγματι σε αυτό το σημείο, παρόλη την απειρία της η γραμματέας είχε δίκιο») η δική του ήταν η πρώτη παρόμοια περίπτωση στα χρονικά. Αφού συμπλήρωσε το ερωτηματολόγιο, ο προϊστάμενος θεώρησε υποχρέωσή του να του ζητήσει να του επιβεβαιώσει και προφορικά αν αισθανόταν όντως έτοιμος για μια πλήρη ομολογία, αφού μια πλήρης ομολογία δεν είναι κάτι που θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να πάρει αψήφιστα, όπως του επεσήμανε, χτυπώντας τον φιλικά στην πλάτη και οδηγώντάς τον στον χώρο που θα την συνέτασσε, ο οποίος συνεπεία της ελλείψεως ελεύθερων αιθουσών («εκκρεμεί η μετακόμιση στα νέα μας υπερσύγχρονα γραφεία, τα οποία είναι πάντως έτοιμα εδώ και αρκετά χρόνια, ή τουλάχιστον αυτή η φήμη κυκλοφορεί») ήταν οι τουαλέτες του κτιρίου.
Εκεί, για να μπορέσει να γράψει, έπρεπε να ακουμπάει τα χαρτιά του στους νιπτήρες, με αποτέλεσμα -εκτός της δυσκολίας του ελάχιστου χώρου στήριξης, που τον έκανε να μετακινεί τα χαρτιά στο τέλος κάθε σειράς της ομολογίας που συμπλήρωνε- να αναγκάζεται κάθε λίγο να σταματάει γιατί έπλεναν τα χέρια τους οι διάφοροι κατώτεροι υπάλληλοι του δικαστηρίου, ενώ την κατάστασή του χειροτέρευε αισθητά το γεγονός ότι οι περισσότεροι μετά το πλύσιμο τίναζαν επίτηδες τα χέρια τους προς το μέρος του κι έτσι τα χαρτιά -όταν δεν προλάβαινε να τα προστατεύσει μέσα στην αγκαλιά του- βρέχονταν και χρειαζόταν να ξεκινά ξανά από την αρχή. Έτσι, ενώ η ομολογία του υπό διαφορετικές συνθήκες θα κρατούσε λίγες μέρες, τράβηξε τελικά αρκετούς μήνες. Τα ομολόγησε πάντως όλα, ομολογώντας για την ακρίβεια όχι μόνον όσα θα μπορούσαν να υποπτευθούν ότι έχει κάνει, αλλά και αυτά που δεν θα μπορούσαν να υποπτευθούν ότι έχει κάνει, ασχέτως βέβαια τι από όλα αυτά είχε όντως κάνει, αφού το τι είχε όντως κάνει δεν αφορούσε και δεν ήταν διατεθειμένος να το πει σε κανέναν και πολύ περισσότερο σε αυτούς, πόσο μάλλον όταν -κι ας μην γελιώμαστε- οι πράξεις του τους ήταν ούτως ή άλλως γνωστές. Όσο συνέγραφε την αναλυτικότατη ομολογία του, από το άλφα ως το ωμέγα, από τη στιγμή που θυμόταν τον εαυτό του ως εκείνη τη στιγμή που έγραφε, στεκόταν όρθιος και καθώς καρέκλα δεν υπήρχε (και ούτε του παραχώρησαν επικαλούμενοι -πολύ ευγενικά είναι η αλήθεια- ελλιπή κονδύλια) συχνά καθόταν σε κάποια ελεύθερη λεκάνη, αλλά μόλις το έκανε τον έβλεπαν από τις κάμερες ασφαλείας και τον επανέφεραν στην τάξη, εξηγώντας του ότι όσο κι αν θα το ήθελαν οι κανονισμοί απαγόρευαν αυστηρά τέτοιου είδους αθέμιτα πλεονεκτήματα. Μόνο όταν τον έπιανε πραγματικά ανάγκη είχε την ευκαιρία να γράψει λιγάκι πιο άνετα και πράγματι εκεί έγραψε μερικές από τις πιο οδυνηρές και αποκαλυπτικές πτυχές της ομολογίας του.
Όταν ερχόταν το βράδυ και ησύχαζε από τον κόσμο και τα νερά (και πάνω απ' όλα από τον διαπεραστικό και ατελείωτο ήχο από τα καζανάκια) ερχόταν και η σειρά της καθαρίστριας που χρησιμοποιούσε μια εξαιρετικά θορυβώδη ηλεκτρική σκούπα, το καλώδιο της οποίας μπλέκονταν διαρκώς στα πόδια του, όπως βέβαια και η ίδια η σκούπα. Ως παρουσία όμως η καθαρίστρια τού φαινόταν πολύ ελκυστική, ίσως από μόνη της, ίσως επειδή αντιστεκόταν πεισματικά στα έντονα βλέμματά του, ίσως επειδή όλους αυτούς τους μήνες μόνο άντρες έβλεπε, άλλη διασκέδαση δεν είχε, έξω δεν του επιτρεπόταν να βγει να πάρει λίγο αέρα, ο χώρος μύριζε έντονα (αν και πια είχε σχετικά συνηθίσει), από φαγητό αρκούταν στο συσσίτιο που του έφερναν (που επειδή και αυτοί δεν είχαν υπολογίσει ότι θα κρατούσε τόσο η ομολογία του, είχαν λάβει έγκριση μόνο για ένα είδος φαγητού που αναγκαστικά το επαναλάμβαναν), ενώ κοιμόταν σε μια γωνιά που είχε οριοθετήσει εντελώς αυθαίρετα και χωρίς να ρωτήσει κανέναν ως δική του, γεγονός από το οποίο αντλούσε την ευχαρίστηση που δίνει στον άνθρωπο η έννοια της αξιοπρέπειας και του αυτοπροσδιορισμού. Έπεφτε έτσι κάθε βράδυ να κοιμηθεί σχεδόν ευχαριστημένος και σχεδόν ολομόναχος, αφού υπήρχε και η τελευταία τουαλέτα προς τα αριστερά, όπου κατά την πολύμηνη παρουσία του εκεί έβλεπε συνεχώς από κάτω της δυο πόδια και άκουγε έναν κύριο να σφυρίζει όλο κέφι ξεφυλλίζοντας ακατάπαυστα μια εφημερίδα. Πάρα πολλές φορές βρέθηκε στην θέση να χτυπήσει την πόρτα και να προσπαθήσει να συνομιλήσει με τον κύριο αυτό, αλλά πάντα την τελευταία στιγμή δείλιαζε. Αν μη τι άλλο το σφύριγμά του τον νανούριζε και τον βοηθούσε να ηρεμήσει από την κούραση της μέρας και την αίσθηση της ημιτελούς του υποχρέωσης που έπρεπε να φέρει σε πέρας, καθώς χρεωνόταν μέσα του την καθυστέρηση, όσο κι αν τους κατηγορούσε ως εν μέρει υπαίτιους για την καθυστέρηση αυτήν, ενοχές και μομφές τις οποίες ήταν πλέον αναγκασμένος να συμπεριλάβει και αυτές στην ομολογία του.
Όταν επιτέλους ένα βράδυ τελείωσε τόσο τη σύνταξη όσο και την επιθεώρηση της ομολογίας του για συντακτικά και γραμματικά λάθη (που δεν θα έπαιζαν καθόλου καλό ρόλο στην κρίση των ανακριτών του), η σκούπα της καθαρίστριας σταμάτησε και βγήκε από τη μπρίζα, ενώ η τελευταία αριστερά πόρτα της τουαλέτας άνοιξε και ξεπρόβαλλε από μέσα της ένας ροδομάγουλος και εξαιρετικά καλοντυμένος κύριος που μοσχοβολούσε κολώνια, έπλυνε τα χέρια του και του έγνεψε χαρωπά ρωτώντας τον: «Τι κάνουμε;». Η εφημερίδα που ακούμπησε πάνω στην πολυσέλιδη ομολογία του είχε σημερινή ημερομηνία, όσο τουλάχιστον μπορούσε να υπολογίσει τις ημερομηνίες. «Την τελείωσα, μήπως την θέλετε; Αν και δεν έχει και τίποτα το συνταρακτικό», του είπε ο κύριος αναφερόμενος στην εφημερίδα ή είπε εκείνος στον κύριο αναφερόμενος στην ομολογία, ήταν ζαλισμένος και πολύ κουρασμένος και δεν θα μπορούσε να πει με απόλυτη σιγουριά τι από τα δύο συνέβη.
Με την παράδοση της ομολογίας του, οδηγήθηκε από τις τουαλέτες στην αίθουσα ανακρίσεων, για να διαπιστωθεί αν είχε ομολογήσει αλήθειες και ψέμματα μαζί, μόνο ψέμματα ή μισές αλήθειες. Οι δυο ομοιόμορφα ντυμένοι ανακριτές του του εξήγησαν ότι θα τον υποβάλλουν σε ένα ψυχοσωματικό τεστ αλήθειας που ως τότε είχε αποδειχθεί αλάνθαστο. Τον έγδυσαν και τον διέταξαν να διαβάσει δυνατά την ομολογία του, προκειμένου να διαπιστώσουν σε ποιά ακριβώς σημεία της θα είχε στύση και πόσο αυτή θα διαρκούσε. Στην απορία του τι θα αποδείκνυε αυτό, του απάντησαν ότι ως τώρα το τεστ είχε διεξαχθεί μόνο σε ανθρώπους που ομολόγησαν μετά το τέλος της δίκης τους, οπότε στην δική του περίπτωση ήταν αμφίβολο, δεν είχαν μια στέρεη απάντηση να του δώσουν και η ουσία ήταν ότι όλα θα εξαρτώνταν από την αξιολόγηση των ανωτέρων τους, τα κριτήρια της οποίας τους διέφευγαν, αλλά αποκλείεται να διέφευγαν από τους ανωτέρους τους, καθώς αυτό καθαυτό το γεγονός της κρίσης τους θα αποδείκνυε εξ ορισμού και το δίκαιο και αμερόληπτό της. Άρχισε να διαβάζει, ενώ ένας υπάλληλος άνοιξε τα ως τότε κλειστά στόρια της αίθουσας, για να δει ότι βρισκόταν σε ένα ημιυπόγειο που έβλεπε στο δρόμο, με περαστικούς που ανά λίγα δευτερόλεπτα εναλλάσονταν για να κοιτάξουν προς την μεριά του. Στύση δεν είχε καθόλου, άρχισε έτσι μετά τις πρώτες σελίδες να αγχώνεται και όπως αγχωνόταν (μην μπορώντας να πιθανολογήσει αν είναι για καλό ή για κακό) έκανε τα πράγματα χειρότερα, μέχρι που συνειδητοποίησε ότι η ολοκληρωτική απουσία της δεν μπορεί υπό καμία έννοια να ερμηνευθεί ως θετική για την έκβαση της υπόθεσής του και προσπαθούσε έτσι να συγκεντρωθεί, αλλά δεν ήξερε αν έπρεπε να συγκεντρωθεί στα όσα διάβαζε ή να διαβάζει μηχανικά και να κάνει πονηρές σκέψεις, ενώ την προσοχή του διέκοπταν και τα χάχανα των αγενεστέρων από τους διαβάτες που έκαναν σύντομη στάση στο παράθυρο, μέχρι που η καθαρίστρια μπήκε με τη συνήθη σκούπα της στην αίθουσα και όπως τον είδε γυμνό άρχισε -εξακολουθώντας να μην του χαρίζει ένα βλέμμα- να τον χαϊδεύει παντού και να τον φιλά παντού, με αποτέλεσμα η στύση να έρθει και η ομολογία του να διακοπεί για λίγο, για πάρα πολύ λίγο όμως, αφού ακριβώς τη στιγμή που ξεκίνησε να της κάνει έρωτα οι δυο ανακριτές του τον έπιασαν πισθάγκωνα και τον τράβηξαν έξω της δια της βίας.
Στο υπόλοιπο της ανάγνωσης μυξόκλαιγε σαν μωρό, βρέχοντας έτσι τα χαρτιά που είχε πασχίσει επί τόσους μήνες να κρατήσει στεγνά, μέχρι που κάποια στιγμή, λίγο πριν φτάσει στην τελευταία λέξη της τελευταίας πρότασης της, τον ενημέρωσαν ότι εννοείται πως η ομολογία του δεν ήταν νόμιμα χαρτοσημασμένη και άρα τους διάβαζε ένα μπακαλόχαρτο που προσέβαλε το δικαστήριο. Ήταν βέβαια μια απλή τυπικότητα, ένα πάμφθηνο χαρτόσημο, θα μπορούσαν να το βάλουν και μόνοι τους και να τους έδινε το αντίτιμο μετά, αλλά από τη στιγμή που θα καταλύονταν οι τύποι θα καταλυόταν και η ουσία και μολονότι το δικαστήριό τους φημιζόταν ότι ενδιαφέρεται πρωτίστως για την ουσία της ενοχής, αυτό σε καμία περίπτωση δεν σήμαινε ότι θα κατέλυαν εντελώς και τους τύπους, ειδικά όταν η παραμέληση της τήρησης των στοιχειωδών τύπων δεν μπορούσε παρά να ερμηνευθεί ως καραμπινάτο δείγμα ενοχής. Την ώρα που την έκαναν κομματάκια (τα οποία πετούσαν σαδιστικά στο πάτωμα για να τα μαζεύει η καθαρίστρια, η οποία μαζεύοντάς τα τους φιλούσε και στα σκονισμένα μαύρα τους σκαρπίνια), του είπαν ότι δεν αξίζει να πολυχολοσκάει για αυτό που συνέβη, αφού -μεταξύ τους- αυτό ήταν το μικρότερο από τα προβλήματά του, γιατί ακόμα και χαρτοσημασμένη νόμιμα να ήταν, εκείνοι δεν βρίσκονταν βέβαια τόσο ψηλά στην ιεραρχία ώστε να έχουν την αρμοδιότητα να δεχθούν ομολογία του, αλλά και αρμοδιότητα να είχαν τότε ήταν που η κατάστασή του θα επιδεινωνόταν εντελώς, αφού τι άλλο ήταν η περιβόητη εκούσια ομολογία του παρά η πιο βαθιά πράξη περιφρόνησης που είχε γίνει ποτέ απέναντι στο δικαστήριο; Το δικαστήριο σε καλεί, δεν παρουσιάζεσαι αυθορμήτως. Η αυθόρμητη παρουσίασή σου υπαινίσσεται μήπως ότι το δικαστήριο δεν γνωρίζει τη δουλειά του; Ότι οι επιτελείς του και οι αξιωματούχοι του τεμπελιάζουν και δεν συλλαμβάνουν κάποιον που θα έπρεπε να έχει συλληφθεί, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο την ασφάλεια όλων των υπολοίπων; Ότι μήπως η εξοχότητά σου περνιέται για σπουδαιότερη από τους απλούς ανθρώπους που περιμένουν πως και πως την μέρα τους στο δικαστήριο, μήπως και βρουν εκεί την πολυπόθητη δικαίωση για την οποία αγωνίζονται μια ζωή; Εκείνο που πέτυχες με τα καμώματά σου είναι ότι όταν έρθει η δική σου σειρά να συλληφθείς, η θέση σου θα έχει ήδη επιβαρυνθεί στον υπέρτατο βαθμό. Πιθανότατα να ξεκινήσεις τη δίκη σου από το χειρότερο σημείο που έχει ξεκινήσει ποτέ κατηγορούμενος, από μια θέση με πραγματικά εξαιρετικά μικρές πιθανότητες επιτυχίας, επιτυχίας για την οποία θα χρειαστεί να έχεις συμμάχους σου την πιο δεξιοτεχνική υπερασπιστική γραμμή από το συνήγορό σου και την πλήρη ειλικρίνεια και μεταμέλειά σου από πλευράς σου, εάν και μόνο εάν η μεταμέλεια αυτή συνδυαστεί με την ακρότατη της επιεικείας των δικαστών, που όμως, αν δεν θέλουμε να πετάμε στα σύννεφα, θα συνιστούσε σε μια περίπτωση σαν τη δική σου σκάνδαλο απέναντι στην ίση μεταχείριση των υπολοίπων κατηγορουμένων και πιθανώς να κλόνιζε ανεπανόρθωτα το ηθικό κύρος του δικαστηρίου.
Καθώς του τα εξηγούσαν όλα αυτά, το παράθυρο είχε ανοίξει και συνεχώς έμπαινε κόσμος απ’ έξω (μια σκάλα που βρέθηκε εκείνες τις στιγμές κάτω απ’ το παράθυρο αποδείχθηκε ιδιαίτερα χρήσιμη), ο κόσμος συνέχισε να μπαίνει, πρέπει να ήταν η ώρα που σχολούσαν από τη δουλειά του στο διπλανό κτίριο γιατί έμπαιναν και πολλοί συνάδελφοί του, αλλά όχι μόνο αυτοί, και άλλοι άνθρωποι που γνώριζε, συγγενείς, φίλοι, άνθρωποι που είχε αγαπήσει, άνθρωποι που τον είχαν πονέσει, άνθρωποι –η πλειοψηφία τους- που του ήταν εντελώς αδιάφοροι έως ενοχλητικοί, και το δωμάτιο άρχισε να γεμίζει ασφυκτικά, μέχρι που σταμάτησε να ακούει τα λόγια των ανακριτών του, είτε γιατί αυτοί δεν μπορούσαν να μιλήσουν έτσι όπως είχαν καταπλακωθεί, είτε γιατί εκείνος δεν μπορούσε να τους ακούσει έτσι όπως είχε καταπλακωθεί, είτε γιατί πια ο μόνος ήχος που μπορούσε να ακούσει ήταν κάτι που έμοιαζε με το κοινό ουρλιαχτό όλων, που έμοιαζε όμως με ουρλιαχτό μόνο αν βρισκόσουν μέσα στο δωμάτιο, αφού όσο πιο μακριά από το δωμάτιο βρισκόσουν, τόσο καθαρότερα καταλάβαινες ότι αυτό που ακουγόταν δεν ήταν ουρλιαχτό αλλά γέλιο.

Κυριακή, Ιουνίου 29, 2008

Σρνα ο Όμορφος

Την Δευτέρα το βράδυ βρίσκομαι χωρίς δυνατότητα διαφυγής μπροστά σε οθόνη τηλεόρασης που έπαιζε το τελευταίο επεισόδιο της «Μαρίας της Άσχημης». Το να αποκαλείς τα σκουπίδια «σκουπίδια» συνιστά κοινό τόπο και μιζερολογία. Αλλά μάλλον ακριβώς επειδή έχω να δω ελληνικό σίριαλ από τότε που η Λωξάντρα λιγωνόταν και φώναζε «μπρε Ταρνανά» (και ήδη, αναγνώστη, με αυτήν μου την αναφορά ή δεν καταλαβαίνεις καν τι λέω ή με φαντάζεσαι να έχω το κεραμιδί μαλλί και τις ενδυματολογικές επιλογές ενός Αντώνη Γλύκα), η παρακολούθηση του επεισοδίου με άφησε τόσο αποσβολωμένο. Αυτό ήταν ο θάνατος της ηθοποιίας, ήταν η αναίρεση της ηθοποιίας όχι μόνο ως τέχνης, αλλά έστω ως δεξιότητας, ως τεχνικής, ως οτιδήποτε. Αν μη τι άλλο για να παραστήσεις τον τραγουδιστή πρέπει να έχεις κάτι που να μοιάζει με φωνή. Όσο άθλιος και να είσαι, η Στέλλα Μπεζεντάκου να είσαι φωνητικά, πρέπει εν πάση περιπτώσει να μην πέφτεις κάτω από το επίπεδο της δικής μου φωνητικής αθλιότητας, που πάω να τραγουδήσω σε τριών μηνών μωρό και αυτό με κοιτάζει έντρομο ξινίζοντας τα μούτρα από φρίκη. Ένα αντίστοιχο μίνιμουμ υποκριτικών προσόντων δεν ήταν όπως φαίνεται προαπαιτούμενο για το συγκεκριμένο σίριαλ.
Σαν να ανακαλύφθηκαν όλα χθες, σαν να ήταν η πρώτη φορά που παιζόταν σειρά στην τηλεόραση, μια σειρά γραμμένη με αυτόματη γραφή, αλλά όχι με την υπερρεαλιστική έννοια του όρου, μα με την έννοια της μη γραφής, αυτού δηλαδή που μετατρέπεται αυτόματα (επειδή «έτσι πρέπει») σε διαλόγους και υπόθεση, χωρίς να μεσολαβήσει κάποιος που θα παρέμβει και θα γράψει, αφού θα έχει πρώτα σκεφτεί, αισθανθεί, εμπλουτίσει, ανατρέψει, κρύψει, κόψει.
Αυτό το απόλυτο καλλιτεχνικοπνευματικό μηδέν, αυτό το ατελείωτο πράγμα που σερνόταν βασανιστικά με απέλπισε σε τέτοιο βαθμό, που η αισθητική του έπαψε να είναι αισθητικό ζήτημα και μετατράπηκε στο μυαλό μου σε αμάχητο τεκμήριο αποχαύνωσης και μαλακίας. Αυτό το πράγμα (ιδιαίτερα αυτό το πράγμα ως επιτυχία) με έκανε να ντραπώ για την εποχή μου, γιατί αν για ζητήματα ηθικής κατάπτωσης μπορώ να βρω μια εξήγηση, για αυτήν την ολοφάνερη αισθητική κατάπτωση εξήγηση δεν μπορούσα να βρω.
Πέφτοντας όμως οι τίτλοι του τέλους ακούστηκε το υπέροχο τραγούδι του Κραουνάκη, που με έκανε όχι μόνο να αναρωτιέμαι από ποιό μακρινό γαλαξία προσγειώθηκε, αλλά και να έρθω στα ίσα σου, να ξεντραπώ για την εποχή μου και να ντραπώ μόνο επειδή παρασύρθηκα σε αμετροεπείς γενικεύσεις.
Μιλώντας για γενικεύσεις, όπως απαξιώνω ως υποκουλτούρα την ελληνική τηλεόραση, άλλοι απαξιώνουν ως υποκουλτούρα το ποδόσφαιρο. Όσα ακούστηκαν μετά την αποτυχία της Εθνικής σε ραδιόφωνα και τηλεοράσεις από χολερικούς επώνυμους και ματαιωμένους ανώνυμους ίσως υποδεικνύουν ότι τελικά η ίδια ποιότητα ανθρώπων που βλέπει Μαράκι βλέπει και μπάλα. Ωστόσο, ενώ δύσκολα μπορεί να σκεφτεί κανείς περισσότερους των δύο τρόπων ανάγνωσης της Μαρίας (ή σου αρέσει - ή όχι), το ποδόσφαιρο μπορεί να προξενήσει ολότελα διαφορετικές αναγνώσεις ακόμη και στις τάξεις εκείνων που το αγαπούν.
Βλέποντας π.χ. το Κροατία - Τουρκία μπορείς να πεις «μα πόσο κωλόφαρδοι είναι» ή να δεις το πράγμα εντελώς ορθολογικά και να πεις «συμβαίνουν αυτά». Εγώ προτιμώ όταν παρακολουθώ κάτι τόσο ακραίο όσο η τριπλή ανατροπή των Τούρκων στο τελευταίο λεπτό να στέκομαι απέναντί του με δέος. Ακόμη και αν αυτό που συνέβη δεν ήταν εκ των προτέρων γραμμένο να συμβεί, σίγουρα όμως αυτό που συνέβη συνιστά εκ των υστέρων μία γραμμένη ιστορία, ικανή να δημιουργήσει ένα μικρό ρήγμα στις ακλόνητες βεβαιότητές σου. Μια ιστορία που περιγράφει ένα σύμπαν ανοικτό στην έκπληξη και την γοητεία, ένα σύμπαν που δεν είναι όλα εξηγήσιμα με τη ψυχρή λογική. Εκτός κι αν δεν θες να αμφιβάλλεις για τίποτα, εκτός κι αν στο μυαλό σου τα έχεις όλα λυμένα. Είναι κι αυτή μια στάσις. Νιώθεται.
Εκείνο που δεν νιώθεται απλά, αλλά συνταράζει, είναι ο βουβός σπαραγμός του Σρνα όταν συνειδητοποιεί ότι ο ρόλος του στο έργο ήταν αυτός της παράπλευρης απώλειας και του κομπάρσου σε ένα θαύμα στο οποίο πρωταγωνιστούν άλλοι.
(Κείμενο γραμμένο για το «SMS» της «SportDay»)

Μερικών αρρώστων οραματιστών

Τσου - κάτο κάτο της γραφής
αξίζει να καταστραφείς
και ως την παραγραφή να πας
για ένα κόμμα που αγαπάς.
---
---
---
Θόδωρε, αν σε παρηγορεί καθόλου αυτό, κοινή είναι η μοίρα των οραματιστών. Άκου τι λέει σχετικά ο Καραγάτσης, άρτι αφιχθείς από την Κηφισιά με δύο σίγμα (όπου εφέτος παραθέρισε): «Η ανθρωπότης πάει τον δρόμο που της εχάραξε ο αδυσώπητος βιολογικός νόμος του ανθρώπινου είδους. Τα όνειρα μερικών αρρώστων οραματιστών δεν έχουν καμμιά σχέση με την πραγματικότητα. Κι αν τ' όνειρο μείνει όνειρο δεν βλάπτει παρά μόνο τον οραματιστή. Αν όμως μια υστερική παράνοια κάνει τους οραματιστές να πιστεύουν στη χίμαιρα της εφαρμογής του ονείρου των, στην πραγματικότητα, τότε αλλοίμονο για την Ανθρωπότητα...».

Πέμπτη, Ιουνίου 26, 2008

Κοντά στην Καλαεποχάκου

Ο «Πληροφοριοδότης» ξεκινάει με την φωνή του Νίκολσον να λέει «δεν θέλω να είμαι προϊόν του περιβάλλοντός μου, θέλω το περιβάλλον μου να είναι προϊόν μου», το οποίο καλό ακούγεται μεν στη θεωρία, αλλά ως γνωστόν πρέπει κανείς να προσέχει τι εύχεται γιατί μπορεί και να το πάθει, οπότε αν υποθέσουμε ότι έχω αρχίσει να επηρεάζω καταλυτικά το περιβάλλον μου και έχοντας ως δεδομένο πως δυο από τα πράγματα που αγαπώ βαθιά είναι τα λογοπαίγνια και η ειρωνεία, έρχεται αυτήν ακριβώς την εποχή, την εποχή του Τσουκάτου και του Κούλη του Μητσοτάκη, το αυτοκίνητό μου να παρουσιάζει πρόβλημα στην μίζα, μίζα που πήγα και την έφτιαξα, αλλά αυτή πάλι τα ίδια κάνει, οπότε αναγκάζομαι και μετέρχομαι κόλπα, όπως το να μη σβήνω την μηχανή σε μικρές στάσεις (π.χ. στο βίντεο κλαμπ), γι΄αυτό έχε καλού κακού του νου σου, αν πάρει το μάτι σου ένα κυπαρισσί χιουντάι, το αφήνω με ανοιχτή τη μηχανή και ξεκλείδωτο κι έχω χάσει εδώ και χρόνια και το εναλλακτικό κλειδί, άρα η πόρτα είναι ανοιχτή, σκυλιά δεν παίζουν ούτως ή άλλως, το παίρνεις και φεύγεις, απλά μπορεί να σου προκαλεί προβλήματα στο να την ανάψεις την μηχανή, και θα μου πεις γιατί δεν το ξαναπάω το αυτοκίνητο στο συνεργείο, γιατί ήδη η φορά που το πήγα αποτέλεσε υπέρβαση για μένα και δη μεγάλη, γιατί αν θες να ξέρεις δεν είμαι συντηρητικός άνθρωπος, δεν είμαι άνθρωπος που έχω μάθει να συντηρώ τις συσκευές, μηχανές και μηχανήματα, αλλά ούτε και άνθρωπος που θα πάει να αγοράσει καινούρια, γενικά όλα αυτά τα υλικά πράγματα με ενοχλούν και με αποσπούν, είμαι εν γένει κατά της ύλης και υπέρ της μόνο ως αφορμής για πνευματικό υλικό και έτσι τώρα αυτή τη στιγμή εκτός από το αμφίβολο αυτοκίνητο έχω και αμφίβολο κινητό, γιατί πήγα να το καθαρίσω πριν μέρες με οινόπνευμα και το οινόπνευμα φαίνεται πότισε την οθόνη, με αποτέλεσμα να μην φαίνεται η οθόνη όταν το ανάβω, αλλά με έναν περίεργο τρόπο να φαίνεται μόλις του βάζω τον φορτιστή, απλά αυτή τη στιγμή δεν έχω φορτιστή εδώ και έτσι έχω κινητό χωρίς οθόνη, το οποίο δώρο άδωρο δεν το λες, αλλά δεν το λες και δώρο δώρο, βέβαια ειδικά για το κινητό δικαιούμαι και αναβάθμιση, αλλά αυτό ακριβώς σου εξηγώ, ταλαιπωρία, όλα με ταλαιπωρούν, όλα με βγάζουν από τη νιρβάνα μου, είδα χθες στις εφημερίδες ότι ο κύριος Φώλιας έβγαλε υπουργική απόφαση για τους καταχρηστικούς όρους των τραπεζών, οπότε εκ του αποτελέσματος δικαιώνεται και η αδράνειά μου στην πιο θνησιγενή καμπάνια στην ιστορία των καμπανιών, καλές οι επαναστάσεις αλλά απαιτούν δράση και η αδράνεια μου ταιριάζει πολύ, την φοράω και δεν την αποχωρίζομαι ποτέ, είμαι ένα κορμί που δεν δρα κι ένα μυαλό που σκέφτεται και γράφει, ειρωνείες και λογοπαίγνια συνήθως, καμιά φορά και καμιά ιστοριούλα των ελαχίστων λέξεων, αλλά και εκεί ακόμα, πότε η Αθήναιος, πότε μια ανώνυμη σχολιάστρια, θα βρουν ότι απεικονίζω τις γυναίκες με μελανά χρώματα, κορίτσια συγγνώμη για τον σεξισμό μου, μου βγαίνει σαν την ομοφοβικότητά μου ασυνείδητα, και κάπως έτσι ανάμεσα σε ομοφοβικές αναλυσούλες και σεξιστικές ιστοριούλες τσουλά ο χρόνος και ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω όσους λένε ότι οι ευτυχισμένοι δεν γράφουν αφού έχουν καλύτερα πράγματα να κάνουν, σαν τι είναι δηλαδή καλύτερο από το να γράφεις, όλα μένουν μισά και ελλιπή αν δεν κάτσεις να τα γράψεις, γιατί η γραφή είναι η μνήμη η νωπή και η κατανόηση η βαθύτερη, γιατί εκτός των άλλων η γραφή μπορεί να πάρει και δύο απλές λέξεις, τις λέξεις «είμαι ευτυχισμένος», και να τις πολλαπλασιάσει σαν τους άρτους, για αυτό λάβετε φάγετε λέξεις, τούτο εστί το σώμα μου το αληθινόν που αρθρώνεται από λέξεις, άλλοτε ευτυχισμένες, άλλοτε δυστυχισμένες, άλλοτε τίποτα απ' τα δύο, πάντως πολλές, ίσως πληθωριστικά πολλές, σίγουρα άνισα πολλές, αλλά όταν κάποια στιγμή -σούνερ ορ πρέφεραμπλι λέιτερ- πεθάνω, θα ξέρω ότι κι αν δεν έδρασα έγραψα, θα ξέρω ότι δεν τσιγγουνεύτηκα τις λέξεις, μπορεί να τσιγγουνεύτηκα τις τελείες, μα δεν πρόκειται για στικτική δυσλειτουργία αλλά για στικτική ιδιοτροπία, και ο μόνος λόγος που τελειώνω τώρα αυτή την πρόταση είναι επειδή το επιθυμώ και όσο εξακολουθώ να κάνω όσα επιθυμώ θα εξακολουθώ να αποτελώ παραφωνία και ύβρη, καθώς ο θεμελιώδης κανόνας πάνω στον οποίο κτίζονται οι οργανωμένες κοινωνίες και ο πολιτισμός είναι ότι «δεν γίνεται να κάνεις ό,τι επιθυμείς».

Γιατί ανοιγόκλεισε ο Λυκαβηττός

Η ματαίωση στο παρά ένα των συναυλιών του Tζέιμς Μπλαντ στον Λυκαβηττό για λόγους τάχα ασφαλείας του χώρου αποδείχθηκε πως ήταν μόνο το πρώτο βήμα ενός ευρύτερου αντιμπλαντικού σχεδίου. Ως δια μαγείας ο Βρετανός τροβαδούρος κόπηκε μαχαίρι και από τα ραδιόφωνα, τα οποία είναι πλέον αναγκασμένα να βρουν άλλον τρόπο για να καλύψουν το 60% του μη διαφημιστικού τους χρόνου. Σαν να μην έφτανε αυτό, απαγορεύτηκε νομοθετικά η χρήση φράσεων όπως «Υοu 're beautiful, it΄s true» και «Goodbye my lover, goodbye my friend»· η χρήση τους όχι μόνο στο ρυθμό των αντίστοιχων τραγουδιών, αλλά ακόμη και στο μιλητό ή το ψιθυριστό· η χρήση όχι μόνο αυτούσιων των συγκεκριμένων φράσεων και όχι μόνο στα αγγλικά, αλλά γενικότερα κάθε άμεση ή έμμεση αναφορά στις έννοιες της ομορφιάς και της αλήθειας, του έρωτα και της φιλίας, με αναπόφευκτο αποτέλεσμα η ασχήμια και το ψέμμα, η ξενέρα και η εχθρότητα να αποκτήσουν απρόσμενα τον έλεγχο του όλου παιχνιδιού. Ακυρώθηκε τέλος -με μια απόφαση που ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών, καθώς θεωρήθηκε ότι υπερβαίνει την αρχή της αναλογικότητας, που είχε εν πάση περιπτώση τηρηθεί με τα προηγούμενα μέτρα- σύσσωμο το 1973 (για τους φίλους «νάιντιν σέβεντι θρι»), γεγονός που ενώ για την πλειοψηφία των ανθρώπων είχε ευεργετικές συνέπειες κάνοντάς τους ένα χρόνο νεότερους, προξένησε δυσμενέστατες επιπλοκές στους γεννηθέντες το '73, των οποίων και η τύχη έκτοτε αγνοείται. Σε περίπτωση που δεν καταστεί τελικά δυνατό να βρεθούν, θα επιστρέφεται το αντίτιμο του εισιτηρίου τους στους δικαιούχους, με την προσκόμιση ενός απλού πιστοποιητικού εγγυτέρων συγγενών.
(Κείμενο γραμμένο για το «Εxodos»)

Τετάρτη, Ιουνίου 25, 2008

Memorable quotes

Μικρό απάνθισμα λέξεων των ημερών:
«Οι λεφτάδες είναι στην Αθήνα»
Γιώργος Μυλωνάς
(ο πρόεδρας των βιομηχάνων βορείου Ελλάδος που φέρεται να έδωσε 11,5 εκατομμύρια ευρώ για λύτρα)
«Η κατανάλωση αρπάζει και ψυχές και εποχές»
Μίλτος Πασχαλίδης
(ρεφρέν σε μεταθούριο της εποχής)
«Στους απόηχους τραγουδιών και σκέψεων ήταν ο Πέτρος Κουμπλής»
Πέτρος Κουμπλής
(πριν λίγα λεπτά αποφώνηση εκπομπής στον «Δίεση»)
«Εκείνη την ώρα δεν είσαι ο εαυτός σου. Εκείνη την ώρα είσαι ο Ηγέτης»
Πέτρος Μίχος
(κρίνοντας εκ της ιδίας αυτού πείρας τον αλλότριο προπονητή των Κροατών επειδή στο τέλος της παράτασης προημιτελικού Euro δεν διατήρησε την ψυχραιμία του ώστε να Ηγηθεί)

Τρίτη, Ιουνίου 24, 2008

Αντί για παραλίες βροχές

Kάθε που έπηζε το καλοκαίρι έβαζε φόντο στον υπολογιστή της αντί για παραλίες βροχές. Δούλευε σε δημόσια υπηρεσία και ο υπολογιστής της ήταν σε σχετικά δημόσια θέα. Τα τελευταία πέντε καλοκαίρια το βροχερό της φόντο είχε χρησιμεύσει ως αφορμή για συζήτηση παύλα φλερτ σε δώδεκα πολίτες. Με τρεις που βρήκε της αρεσκείας της βγήκαν για καφέ. Με έναν από αυτoύς πηδήχτηκαν κιόλας. Τι πηδήχτηκαν δηλαδή, κοντά κάνα τρίμηνο έμειναν μαζί. Μέχρι που έπιασε να βρέχει κανονικά και αυτή αποφάσισε να τον βγάλει από το φόντο της καθημερινότητάς της.
Κάθε που χειμώνιαζε θα έβαζε φόντο στον υπολογιστή της παραλίες, αλλά αυτό δεν ήταν διαφορετικό, αυτό το 'κάναν κι άλλοι. Αλλά ούτε τις βροχές ήθελε να διατηρεί χειμωνιάτικα. Κάθε που χειμώνιαζε ερχόταν σε αμηχανία και μην βρίσκοντας λύση έκλεινε τελείως τον υπολογιστή της. Η δουλειά έμενε πίσω. Μετά το πρώτο τρίμηνο πλήρους -παρά τις επανειλημμένες υποδείξεις των προϊσταμένων της- αδράνειας, οι συσσωρευμένες εκκρεμότητές της μεταφέρονταν στον πενηντάρη συνάδελφό της, που καίτοι ιεραρχικά ανώτερος είχε την τάση να εξυπηρετεί όποτε παρουσιαζόταν ανάγκη.
Αλλά ο χειμώνας αργά ή γρήγορα περνούσε και κάθε που έπηζε το καλοκαίρι ο υπολογιστής της ξανάνοιγε για να φιλοξενήσει τα πρωτοβρόχιά του. Φέτος δεν της είχε πιάσει ακόμα κουβέντα κανένας. Δεν είχε βέβαια μπει καν ο Ιούλιος, έμπαινε βέβαια πια στα 46.
Μέσα Αυγούστου ήταν μόνη στο γραφείο με τον εξυπηρετικό συνάδελφο, αφού κοινό και υπόλοιπη υπηρεσία απουσίαζαν. Σκέφτηκε να του κάνει νύξη, χρόνια άλλωστε την κοιτούσε καταπιεσμένα. Από την άλλη η ζωή της είχε φερθεί ως τότε ερωτικά πολύ καλά, ώστε να γνωρίζει ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο αντιερωτικό από την απελπισία. Την είχε συναντήσει πολλές φορές στις πράξεις και τα λόγια των άλλων. Αν όμως έκανε λάθος; Αν η απελπισία λειτουργούσε ερωτικά σε ορισμένους ανθρώπους; Αν εν πάση περιπτώσει δεν είχε τη δύναμη να λειτουργήσει τόσο αντιερωτικά σε κάποιον που την ήθελε χρόνια; Το βασάνιζε στο κεφάλι της όταν μπήκε στο γραφείο ένας ψηλός νεαρός που δεν θα ήταν πάνω από 25. Τα μάτια του καρφώθηκαν στο ντεκολτέ της.
Κι αμέσως μετά στη βροχή.

Δευτέρα, Ιουνίου 23, 2008

Η επίκληση του φωτός

Aπόστολος Κακλαμάνης, σήμερα:
Ακόμη κι εδώ λοιπόν μιλάμε για φασισμούς και για συλλογική ευθύνη. Απομένει πράγματι να αποδειχθεί -ως τώρα πάντως υπάρχουν ισχυρότατες ενδείξεις- αν ο Τσουκάτος λέει αλήθεια και αν τα λεφτά τα έδωσε στο ΠΑΣΟΚ. Εάν όμως τα έδωσε, τότε δεν πρόκειται για καμία φασιστική αρχή συλλογικής ευθύνης, πρόκειται για την ευθύνη του ιδίου του ΠΑΣΟΚ ως συλλογικής οντότητας. Ευθύνης που ασφαλώς δεν καθιστά ατομικώς υπεύθυνο τον -πράγματι και εντιμότατο και με πολιτικό ανάστημα και στίγμα- Κακλαμάνη, ούτε τα απλά μέλη και ψηφοφόρους, ευθύνης όμως που αντιστοιχεί 100% στο ΠΑΣΟΚ ως κόμμα.
Γιάννης Πρετεντέρης, χθες:
Όταν λοιπόν σε ένα σύστημα απασφαλίζονται και σκάνε όλες οι χειροβομβίδες στα χέρια, όταν μετά τα τιμολόγια Κυριάκου Μητσοτάκη που είχαν συμφωνηθεί προφορικά να τακτοποιηθούν έρχεται ο Τσουκάτος να πει ότι τα λεφτά τα έδωσε στο ΠΑΣΟΚ, όταν τα στοιχεία βοούν και βρίσκονται στην κοινή θέα, δύο είναι οι λύσεις:
- η πρώτη είναι η κοινή επίκληση του φωτός, το με ένα στόμα «όλα στο φως» των Καραμανλή και Παπανδρέου, επίκληση που σε συνδυασμό με τα αιτήματα για εξεταστική ή την αναμονή των πορισμάτων της δικαστικής έρευνας λειτουργεί εξόχως αποκρυπτικά προσπαθώντας να συσκοτίσει όσα έχουν ήδη βγει στο φως, η πολιτική αξιολόγηση των οποίων έτσι αναστέλλεται, αφού εμμέσως πλην σαφώς βαφτίζονται ήσσονος σημασίας μπροστά στην συνολική εικόνα που πρέπει να αποκαλυφθεί: α, όταν μετά από τον δέοντα μακροχρόνιο έλεγχο όλα έρθουν στο φως, τότε, ναι τότε, θα μαθευτούν οι συνταρακτικές αλήθειες, πιο συνταρακτικές προφανώς από τις δηλώσεις του δεξιού χεριού του τέως Πρωθυπουργού, πιο ανεπίδεκτες αμφισβήτησης προφανώς από τα τιμολόγια Μητσοτάκη.
- η δεύτερη είναι αυτή στην οποία καταφεύγει ο Πρετεντέρης, που αίφνης από ακραίος αντισυνωμοσιολόγος μετατρέπεται σε συνωμοσιολόγο, ανακαλώντας από τις εφεδρείες τα σατανικά «κέντρα» που θέλουν να αποσταθεροποιήσουν το σύστημα, προτρέποντας ανοιχτά τους δικομματικούς συμπαίκτες «να ελέγξουν τις συνέπειες της ιστορίας» και «να εξουδετερώσουν όσους τη μεταχειρίζονται». Το άρθρο του Πρετεντέρη τιτλοφορείται «Και ύστερα ήλθε ο Μπερλουσκόνι». Έρχεται λοιπόν ο Βγενόπουλος ή η Αγγελοπούλου και είναι γνωστό τοις πάσι η γκέλα που κάνουν οι μεγαλοεπιχειρηματίες στο λαό, είναι γνωστό τοις πάσι ότι όποιος μεγαλοεπιχειρηματίας κατέβαινε στις εκλογές θα σάρωνε, αφού αν ο ελληνικός λαός δεν ψηφίσει τον οικονομικό του μεγιστάνα έχει εντονότατα στερητικά σύνδρομα.
Και για να κλείσουμε με μια εύθυμη νότα:
Τι να κάνουμε, Κώστα, αυτή είναι η Ελλάδα.

Κυριακή, Ιουνίου 22, 2008

Και όλα τ΄ άλλα μαντίλες και φωνές και αστέρια και στατιστικές

(Αποκλειστικό στιγμιότυπο από την βρεφική ηλικία του Στέλιου Γιαννακόπουλου)
Όλα μα όλα άλλαξαν, όταν ξαφνικά, εντεκάτη του Γιούνη του οκτώ, 11:26 μου μου (ή Μπλέικνι ή Μπλάκνεϊ), η φωνή του Μιχάλη Τσώχου έδωσε το έναυσμα: στο άκουσμα του «Ας ανάψουν ένα κεράκι στον Βολκάν οι Τούρκοι», δεκάδες εκατομμύρια Τούρκισσες, Τούρκοι και Τουρκαλόπουλα ξεχύθηκαν στους δρόμους, πλημμύρισαν τις εκκλησιές τους απ’ άκρη σ’ άκρη της χώρας, σταυροκοπούμενοι ακατάπαυστα, ανάβοντας κεριά στον τερματοφύλακά τους και κάνοντας τάματα στην Παναγιά την Μουσουλμάνα. Τα αποτέλεσματα δεν άργησαν βέβαια να φανούν, καθώς λίγες μέρες αργότερα το 2-0 της Τσεχίας μετατράπηκε στο τελευταίο τέταρτο σε 2-3. Η εξέλιξη υπήρξε ευεργετική και για το μπαρουτιασμένο πολιτικά κλίμα στη χώρα, αφού πλέον καθίσταται άνευ αντικειμένου η κόντρα κεμαλιστών – ισλαμιστών που απειλούσε το μέλλον της γείτονος. Οι μαντίλες ανήκουν πια στο τούρκικο παρελθόν, θα βγούν από τα γυναικεία κεφάλια και θα παραδοθούν τιμής ένεκεν στην ΕΡΤ, η οποία με τη σειρά της θα προσπαθήσει να φιμώσει μια για πάντα τον Αλέκο Θεοφιλόπουλο, ώστε οι μαντίλες να σκεπάσουν το στόμα του με τον ίδιο τρόπο που «οι τουλίπες σκέπασαν τον μπλε ιταλικό ουρανό».
Να σημειωθεί ότι το Τσεχία – Τουρκία ήταν το ματς που επέλεξα να μην δω από το EURO, πηγαίνοντας εκείνο το βράδυ σινεμά (για να δω τον τελευταίο Σιάμαλαν, τον πιο παρεξηγημένο σύγχρονο χολιγουντιανό σκηνοθέτη), συνεχίζοντας έτσι μια άτυπη προσωπική μου παράδοση επιτυχέστατων επιλογών, αφού είχα επιλέξει να βγω και στο Λίβερπουλ – Μίλαν 3-3. Που τώρα που το σκέφτομαι έγινε στην Πόλη. Που μας την άλωσαν το 1453 για να γίνει το Ισλάμ καθεστώς, αλλά νά που ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Αφού δηλαδή, όπως είχε πανθομολογηθεί στο προηγούμενο ΕURO, ήταν ο «Θεός της Ελλάδας» εκείνος που μας βοήθησε και αφού δεν είναι ο Αλλάχ ούτε ο προφήτης του ο Μωάμεθ αλλά ο συγκεκριμένος Θεός (που βασικά δεν είναι ένας, είναι τρεις σε έναν, αλλά μην υπεισέλθουμε τώρα σε αυτά και την μπερδέψουμε χωρίς λογο την κουβέντα) εκείνος που στο χαρτοφυλάκιό του έχει ζητήματα γιούρου, στους Τούρκους δεν απέμενε παρά το εξής δίλημμα: Ισλάμ ή Πρόκριση.
Να σημειωθεί ακόμα πως υποστηρίζεται και η άποψη ότι συνδυαστική εξέταση των Τσεχία - Ελλάδα το 04 και Τσεχία - Τουρκία το 08 υποδεικνύει πως κατά βάθος δεν είναι ούτε ο Θεός της Ελλάδας ούτε ο Θεός της Τουρκίας, αλλά ο Αντίθεος της Τσεχίας εκείνος που έχει το πάνω χέρι, βγάζοντας π.χ. την μπάλα μέσα από τα χέρια του Τσεχ. Αλλά είτε για τον Θεό της Ελλάδας (και πλέον και της Τουρκίας) πρόκειται είτε για τον Αντίθεο της Τσεχίας, επόμενο ήταν ο υπαίτιος όλης αυτής της θρησκευτικής αναταραχής, Βολκάν, να θολώσει και να αποβληθεί.
Να σημειωθεί επίσης ότι ο Χορταρέας του Λάλα είναι ο Κώστας Γαλάνης του Παπαδημητρίου, να σημειωθεί ότι αν μη τι άλλο οι προβλέψεις για το πόσο θα έρθει ένα παιχνίδι με βάση την μελέτη των άστρων και των ωροσκοπίων δεν διεκδικούσαν απαραίτητα για τον εαυτό τους σοβαρότητα, σε αντίθεση με τις προβλέψεις για το πόσο θα έρθει ένα παιχνίδι με βάση την μελέτη των σουτ των προηγουμένων παιχνιδιών, να σημειωθεί ότι στατιστικολατρεία και αστρολογία δεν διαφέρουν και τόσο πολύ (όπως ίσως θα έλεγε και ο Αρανίτσης), να σημειωθεί επίσης ότι ο Αντώνης Κατσαρός, όρθιος με τις ώρες, δίνει την εντύπωση ότι ανα πάσα στιγμή θα αρπάξει το σαξόφωνο, θα κλείσει τα μάτια, θα γείρει ολόκληρος προς τα πίσω και θα αρχίσει να παίζει με φουσκωμένα μάγουλα.
Να σημειωθεί τέλος ότι η πορεία της Εθνικής μας γέμισε κατάθλιψη τον Γιώργο Χελάκη, ο οποίος μπροστά στο φάσμα του αποκλεισμού (περαιτέρω διαφημιστικών εσόδων) και εκμεταλλευόμενος τα κονέ του από τη διαφήμιση με τον «Γερμανό», την έπεσε στην Γερμανική ομάδα, πουλώντας την φωνή του σε καλή τιμή και αναρωτώμενος ουρλιαχτά: «Βρε, μπας και ο Μότσαρτ ήταν Γερμανός;».
(Να σημειωθεί ότι το κείμενο γράφτηκε για το «SMS» της «SportDay», αλλά την φωτογραφία την βάζω μόνο στο μπλογκ, και με την ευκαιρία ευχαριστώ από καρδιάς τον Stelios, που μου επέτρεψε να χρησιμοποιήσω το άλμπουμ με τις μωρουδιακές φωτογραφίες του).

Παρασκευή, Ιουνίου 20, 2008

Μεταγατοπαρδισμός

Eπειδή προφανέστατα δεν συνιστά ελληνική ιδιοτυπία ούτε η πολιτική διαφθορά ούτε το μαύρο πολιτικό χρήμα, αποκαλύψεις σαν τις τελευταίες για τη Siemens θα μπορούσαμε να έχουμε και σε οποιαδήποτε άλλη χώρα.
Κι επειδή -εξ ίσου προφανέστατα- «εάν θέλουμε τα πράγματα να παραμένουν τα ίδια, τότε τα πράγματα πρέπει να αλλάζουν» (σύμφωνα με την κλασική ατάκα του «Γατόπαρδου»), εάν ήθελαν να παραμείνουν ίδια τα πράγματα τότε τα πράγματα έπρεπε να αλλάξουν άμεσα, που πάει να πει ο δικομματισμός όπως τον γνωρίζαμε, με τα δύο συγκεκριμένα κόμματα, έπρεπε να μεταβληθεί σε κάτι ονομαστικά διαφορετικό, σε κάτι φαινομενικά διαφορετικό, που τελικά δεν θα διατάραζε παρά ελάχιστα το status quo των τελευταίων δεκαετιών.
Αλλά η ελληνική ιδιοτυπία συνίσταται σε αυτό ακριβώς: ότι πιθανότατα δεν θα χρειαστεί καν η ονομαστική αλλαγή των πραγμάτων. Ο απόλυτος μιθριδατισμός του Έλληνα πολίτη τεσταρίστηκε και εσχάτως με την υπόθεση των υποκλοπών, η οποία όχι μόνο σε εκλογές δεν οδήγησε, αλλά δεν αποτέλεσε ούτε κατ΄ελάχιστο θέμα της προεκλογικής ατζέντας όταν αυτές τελικά διεξήχθηκαν.
Που σημαίνει ότι ακόμα και αν σχεδόν αποδεδειγμένα οι Αμερικάνοι υπέκλεπταν την πολιτική ηγεσία της χώρας, ε, τι να κάνουμε, σιγά μην ξαφνιαστούμε τώρα, που σημαίνει ότι ακόμη και αν το νούμερο δύο του τέως Πρωθυπουργού δηλώνει πως πήρε 420.000 ευρώ από τη Siemens και τα έβαλε μαύρα στο ταμείο του ΠΑΣΟΚ, ε, τι να κάνουμε, σιγά μην ξαφνιαστούμε τώρα.
Που σημαίνει ότι προβάλλεται ως πράξη πολιτικής γενναιότητας και ενδεικτική εντιμότητας η κίνηση Παπανδρέου να ζητά εξεταστική και να αναστέλλει την κομματική ιδιότητα Τσουκάτου, λες και ο Τσουκάτος κατηγορείται για ατομική διαφθορά. Λες δηλαδή και δεν απομένουν λογικά μόνο δύο εκδοχές: ότι ή ο Τσουκάτος λέει αλήθεια και έδωσε το μαύρο χρήμα στο ΠΑΣΟΚ ή λέει ψέμματα και συκοφαντεί το ΠΑΣΟΚ. Όπως και να έχει είναι το ΠΑΣΟΚ που ευθέως -πιο ευθέως δεν γίνεται- είναι πλέον υπόλογο και αν θα ήθελε να φανεί τίμιο, θα έπρεπε σήμερα το πρωί να είχε υποβάλει μήνυση στον Τσουκάτο. Αλλά βέβαια, σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον κ. Αυγερινό, τα «ΝΕΑ» ρώτησαν τον πρώην ταμία του ΠΑΣΟΚ εάν πράγματι βρέθηκε στο γραφείο του κ. Τσουκάτου για να συντάξουν από κοινού τη χθεσινή δήλωση. Εκείνος τότε απάντησε: «Ας το πούμε ότι είναι περίπου έτσι», επιβεβαιώνοντας ότι υπήρξε προσυνεννόηση με τον κ. Τσουκάτο, τουλάχιστον για το περιεχόμενο των δηλώσεών τους.
Σε απλά ελληνικά μάς κοροϊδεύουν μέσα στα μούτρα μας, μεγαλύτερη κοροϊδία από αυτή είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς, σε απλά ελληνικά ο Καραμανλής σήμερα δήλωσε «δεν είναι στις προθέσεις μου, είπε, να αναζητήσω κομματικά οφέλη από αυτή την υπόθεση», λες και πρόκειται για ξενοπήδημα στελέχους του ΠΑΣΟΚ και θα ήταν μικρότητα να προσπαθήσει να το εκμεταλλευθεί πολιτικά, λες και μπορεί να υπάρξει σοβαρότερη υπόθεση από αυτή εις βάρος του ΠΑΣΟΚ ως σύνολο, αλλά βέβαια τι κομματικά οφέλη να αναζητήσει, όταν σύμφωνα με το ρεπορτάζ «ΜΕΓΑΣ ΑΛΛΑ ΜΟΙΡΑΙΟΣ ΧΟΡΗΓΟΣ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ (ΟΣΟΝΟΥΠΩ ΚΑΙ ΤΗΣ Ν.Δ.) ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΤΑΙ Η ΖΙΜΕΝΣ».
Ίσως όμως ο βαθύς αμοραλισμός του νεοελληνικού κυττάρου να ξεπερνά τον «Γατόπαρδο», ίσως όμως έχουμε φτάσει σε τέτοιο επίπεδο αμοραλισμού, που όχι μόνο δεν πρόκειται περί κοροϊδίας, αλλά για το ακριβώς αντίθετο, πρόκειται δηλαδή περί κυνικής διαίσθησης ότι δεν έχει κανένα νόημα να μπούμε στην ταλαιπωρία των ονομαστικών αλλαγών, αφού τελικά τα πράγματα θα παρέμεναν ίδια.

Το ακέραιο

Αλυσιδωτές και εν πολλοίς απρόβλεπτες οι εξελίξεις στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης: μετά την απόφαση περί «αναστολής της ιδιότητας του μέλους του κινήματος για όσους έχουν σοβαρή εμπλοκή στην υπόθεση Siemens» και μετά τις δηλώσεις Τσουκάτου, σύμφωνα με τις οποίες το ποσό του 1.000.000 γερμανικών μάρκων (420.000 ευρώ) παρελήφθη από τους αρμόδιους του Τομέα Οικονομικών και «εισήλθε στο ακέραιο στο Ταμείο του Κινήματος», στον Γιώργο Παπανδρέου δεν έμενε άλλη επιλογή από το να πράξει το αυτονόητο, αναστέλλοντας (στο ακέραιο) την ιδιότητα του ιδίου του κινήματος του ΠΑΣΟΚ, το οποίο θα τελεί σε αναστολή έως την οριστική δικαστική διαλεύκανση της υπόθεσης.

Πέμπτη, Ιουνίου 19, 2008

Η αόρατη λεζάντα

Καμία από τις πάμπολλες αθλητικές εφημερίδες δεν είχε αφιερώσει το σημερινό πρωτοσέλιδό της στην Εθνική.
Η αποτυχία δεν έχει αγοραστικό κοινό· φαντάζομαι και παγκοσμίως, σίγουρα πάντως εδώ.
Ό,τι βγάλαμε - βγάλαμε: η Πειραιώς αποσύρει τον Εθνικό Ύμνο από τους τηλεοπτικούς μας δέκτες και λανσάρει μια -πανέξυπνη όντως- διαφήμιση σε παραλία, η Vodafone προσφεύγει στο CAS γιατί δεν έγινε δεκτό το αίτημά της να αγωνιστεί τιμής ένεκεν στα τελευταία λεπτά του χθεσινού παιχνιδιού ο Γιαννακόπουλος φορώντας το καπελάκι του (σ.σ. σύντομα θα δημοσιευθεί στο μπλογκ ανέκδοτο φωτογραφικό υλικό του Στέλιου) και ο Γιώργος Χελάκης επιστρέφει στην πατρίδα για να ενισχύσει τις τάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, που αγωνιζόταν τόσο καιρό με παίκτη λιγότερο.
(ΥΓ Βάζω στο πάνω μέρος μια φωτογραφία από την ταινία «Αόρατος Άνθρωπος» και από κάτω λεζάντα το όνομα ενός ποδοσφαιριστή της Εθνικής και δίπλα «Σάλτσμπουργκ, Ιούνιος 2008», γιατί κατά τη γνώμη μου ο ποδοσφαιριστής αυτός ήταν εξαφανισμένος από τα παιχνίδια και δεν συμμετείχε παρά ελάχιστα. Και μετά, όπως βλέπω την φωτογραφία του «Αόρατου Ανθρώπου» με τις γάζες και τα γυαλιά ηλίου, συνδυάζω το σχόλιο κάποιου ότι ο Ζαχαράτος μπορεί να είχε πάει στην Αυστρία ως φίλος ποδοσφαιριστή και σκέφτομαι ότι αν μια στις εκατό η πληροφορία όχι μόνο ισχύει αλλά πρόκειται και για τον συγκεκριμένο ποδοσφαιριστή, τότε κι αν είναι που θα κατηγορηθώ για outing, αρχίζω και τα σκέφτομαι λοιπόν όλα αυτά και ήδη πια δεν είμαι ελεύθερος και ήδη πια έχω μπει εκουσίως στην ζούγκλα της αυτοαπαγόρευσης, στην ζούγκλα του πολιτικά ορθού και η ειρωνεία είναι ότι γράφω ανόρεκτα και διαδικαστικά το παραπάνω ποστ για την Εθνική και την εμπορευματοποίηση μόνο και μόνο για να αλλάξει το θέμα, αλλά το κάθε θέμα αφήνει τα αποτυπώματά του και τώρα στο μυαλό μου είναι τα αποτυπώματα μιας νοοτροπίας πως πρέπει να «προσέχω τι λέω», πως τα πράγματα δεν είναι και τόσο ελεύθερα όσα νόμιζα, πως η ελευθερία μου τελειώνει εκεί που αρχίζει η ελευθερία των άλλων, μόνο που οι άλλοι μπορούν να προσβληθούν από πολλά, από πάρα πολλά, οπότε αποφασίζω να μην διακινδυνεύσω να βάλω τη λεζάντα και έχουμε έτσι νέο κύκλο παρανοήσεων.
Με άλλα λόγια με αυτορρύθμισα).

Τετάρτη, Ιουνίου 18, 2008

Η απώλεια της μπάλας

Αφού λοιπόν είμαι που είμαι πια σεσημασμένος, ας πω στους μαχητικούς υπερασπιστές των δικαιωμάτων ομοφυλοφίλων, ότι στη θέση τους θα με ενοχλούσε λιγότερο ένας «ομοφοβικός», που θα έλεγε ότι βλέποντας στο «SIX FEET UNDER» άντρες να φιλιούνται στο στόμα και να κάνουν σεξ, σκέφτεται ότι αν ο αμερικάνικος τρόπος σπασίματος ταμπού είναι σειρές σαν το «Six Feet Under» ή ταινίες σαν το «Βrokeback Mountain», εδώ έχουμε τον Ηλία Ψινάκη να μας υπενθυμίζει με κάθε του ατάκα ότι λαχταρά ένα καυτό καυλί, από ό,τι ένας νομικός, μπροστάρης του «gay lesbian bi trans κίνηματος», που έπι τρεις ημέρες έχει χαλάσει τον κόσμο για την βάναυση προσβολή της τιμής του, επειδή ένας ανώνυμος τον είπε «πουστράκο» και «κακιασμένη αδελφή».
Το οποίο σημαίνει ακριβώς αυτό που λέει και δεν υπονοεί κάτι πονηρό για τον σεξουαλικό προσανατολισμό του συγκεκριμένου ανθρώπου: σημαίνει όμως, ότι -είτε το θέλουμε είτε όχι- είναι λογικά, πολιτικά και ακτιβιστικά σχιζοφρενικό να με έχει εγκαλέσει ο συγκεκριμένος άνθρωπος πάμπολλες φορές και σε άσχετες φάσεις ως ομοφοβικό (φτάνοντας μια φορά να επιτιμήσει για αυτόν ακριβώς το λόγο και την ΕΡΤ, που στο «Παρασκήνιο» έδειξε τον «μέσο πουριτανό blogger που ενοχλείται απο τα αστεία του Ηλία Ψηνάκι», ήτοι εμένα), και τώρα να θεωρεί βαθύτατα μειωτικές για την τιμή και την υπόληψή του αυτές τις συγκεκριμένες λέξεις. Και να εξεγείρονται gay ακτιβιστές μαζί μου επειδή τον είπαν «πουστάκο» και «κακιασμένη αδελφή» και να μην θεωρούν την δική του στάση υπερβολική και ενδεχομένως προσβλητική για όσα αγωνίζονται.
Η μπάλα έχει χαθεί εντελώς και καθόλου δεν αποκλείω, σε αντίθετο σενάριο, σε σενάριο δηλαδή που με είχαν πει εμένα με αυτές τις λέξεις και χάλαγα εγώ τον κόσμο, να ξανακατηγορούμουν από τους ίδιους ανθρώπους ως τόσο μα τόσο πολύ ομοφοβικός, που δεν ανέχoμαι να με λένε «πουστράκο» και «αδελφή», λες και θα ήταν ντροπή αν ήμουν.
Επαναλαμβάνω ότι η μπάλα έχει χαθεί εντελώς. Αυτό είναι το τελευταίο ποστ που γράφω για το θέμα κι ας γράψει ο οποιοσδήποτε ό,τι άλλο θέλει εις βάρος μου.
Ως κατακλείδα για την αξιοπιστία του συγκεκριμένου ανθρώπου, μια επισήμανση: για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα και να πει ότι θα μπορούσε να βρει τα στοιχεία μου και χωρίς την περιβόητη «μπλόφα» του, γράφει ότι «είναι πανεύκολο να τον βρω από το www.dsa.gr* και να του έστελνα την αγωγή χωρίς να βγάλω τσιμουδιά».
Όταν σου είναι τόσο «πανεύκολο» να λες δημόσια τέτοιου μεγέθους ψέμματα, όλα τα υπόλοιπα είναι λίγο πολύ ευεξήγητα.
* προφανώς με τον αριθμό μητρώου ΔΣΑ του Όλντιου Μπόιου του Μπλογκερίου
THE END

Τρίτη, Ιουνίου 17, 2008

The Happening

Πέρσι κάποιος με είχε κατηγορήσει ότι τον λογοκλέπτω. Την επόμενη μέρα έκανε μια μεγαλοπρεπέστατη κωλοτούμπα λέγοντας (αν θυμάμαι καλά, γιατί μετά το έσβησε εντελώς το ποστ) ότι η κατηγορία ήταν «στημένη», ότι δεν εννοούσε πως τον είχα λογοκλέψει και ότι το μπλογκ μου χρησιμοποιήθηκε ως πείραμα για να αποδείξει κάτι άλλο.
Χθες, μπαίνοντας στα σχόλια αυτού του ποστ, είδα ότι κάποιος άλλος ζήτησε να του χορηγήσω τα στοιχεία μου προκειμένου «να προχωρήσει δικαστικώς» εναντίον μου, επειδή κάποιος ανώνυμος σχολιαστής τον έβριζε. Του τα έδωσα.
Σήμερα διαπιστώνω πως επρόκειτο -κατά δήλωσή του- περί «μπλόφας» και «happening» και πως -επίσης κατά δήλωσή του- μεγάλο ρόλο στην απόφασή του να διοργανώσει αυτό το χάπενινγκ έπαιξε το ότι «ξέρω νομικά» (sic). Aσφαλώς και η περίπτωση αυτή διαφοροποιείται ξεκάθαρα από την προηγούμενη, ασφαλώς και εδώ -μολονότι η πειραματική χρήση του μπλογκ μου εξελίσσεται πλέον σε τρεντ- δεν έχουμε να κάνουμε με κωλοτούμπα. Ασφαλώς δε όλο αυτό το σκηνικό το έστησε όχι γιατί δεν είχε να περάσει με πιο ευχάριστο τρόπο το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος ούτε για κάποιον μικροπρεπή σκοπό, αλλά αντίθετα για έναν ευγενικό σκοπό, για να καταδείξει δηλαδή «ότι έχουμε ακόμη δρόμο για μια κουλτούρα αυτορρύθμισης».
Πληροφορούμαι ακόμα στο ποστ του ότι την δίκη την είχε ήδη κερδίσει. Τον συγχαίρω για την μεγάλη του επιτυχία, προσθέτοντας την απορία μου τι συμβαίνει με την επιδίκαση δικαστικής δαπάνης σε δίκες κερδηθείσες στο μυαλό του μπλοφαδόρου ενάγοντος; Μήπως αφού αυτά τα χρήματα θα ξοδεύονταν και τώρα δεν ξοδεύτηκαν, θα πρέπει τουλάχιστον να τα δώσω ως προσφορά σε κάποιο «Ταμείο για την Αυτορρύθμιση των Μπλόγκερ»;
Κι αφού λύσαμε το οικονομικό σκέλος, θα κλείσω το ποστ με μια εσχατολογική νότα, αντιγράφοντας τις λέξεις του Τάλου:
«... ευαισθησίες που οδηγούν σε μια "αυτορρύθμιση" πολλαπλά ψυχαναγκαστικότερη από οιαδήποτε δικαστική απειλή, είναι ευαισθησίες που μου κάνουν την ζωή πιο δύσκολη και άρα δεν είναι αδιάφορες. Επίσης δεν μου είναι αδιάφορη (γιατί διαδίδεται ευρέως) η κοσμαντίληψη που θέλει την ζωή να μην είναι παρά υποσύνολο μιας αίθουσας δικαστηρίου, τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων να είναι πρωταρχικά νομικές και την ιδέα ότι οιαδήποτε ανθρώπινη δραστηριότητα μπορεί να είναι έξω από την δικαστική ρύθμιση αποκρουστέα. Η δικανική αυτή μονομανία απειλεί (ανά τον κόσμο) με μόνιμο ξενέρωμα την ανθρωπότητα και θα οδηγήσει μέσα σε λίγο καιρό σε τέτοια απελπισία και υπαρξιακό κενό που οι άνθρωποι θα πάψουν να γεννούν παιδιά και το ανθρώπινο είδος θα σβήσει».

Δευτέρα, Ιουνίου 16, 2008

Aνδρέας επί Κολώναις

Ανατρέχω στο μπλογκ και βλέπω ότι ήταν πάλι Ιούνιος πέρσι, όταν είχαν ξανακολληθεί αφίσες με τον Ανδρέα στις κολώνες της πόλης. Και πέρσι και φέτος τις υπογράφει μια «Αριστερή Πρωτοβουλία», που λογικά είναι κάτι σαν εσωκομματική τάση του ΠΑΣΟΚ. Πέρσι έγραφαν «Ανατροπή όλων των κατεστημένων», φέτος «Εμπρός για μια περήφανη πατρίδα της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού».
Πέρσι όμως δεν υπήρχε η συγκεκριμένη κολώνα. Την φωτογραφίζω με ευφορία. Στην ίδια κολώνα, πάνω ο μακαρίτης αρχηγός και από κάτω του το αγνοούμενο πτηνό, σαν να σχολιάζουν ο ένας τον άλλο, σαν να συνομιλούν: «Εμπρός για μια περήφανη πατρίδα της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού». «Χάθηκε παπαγάλος γκρι χρώματος με κόκκινη ουρά. Παρακαλώ είναι ανάγκη να βρεθεί». Ένα σύνθημα επάνω και μια έκκληση κάτω. O σοσιαλισμός της κολώνας, η κοινοκτημοσύνη της κολώνας.
Η εικόνα κάνει τη διαδρομή βλέμμα - κινητό - κομπιούτερ και καθώς την ξανακοιτάζω, βλέπω ότι αν δεν είχε σκιστεί το κάτω μέρος της αφίσας του Ανδρέα δεν θα φαινόταν η αγγελία του παπαγάλου. Συνειδητοποιώ ότι την έσκισε αυτός που έχασε τον παπαγάλο του. Ένας άνθρωπος έχει χάσει τον παπαγάλο του και στεναχωριέται και προσπαθεί να τον βρει, με μια αυτοσχέδια και πιθανότατα μοναδική εικόνα τυπωμένη από τον υπολογιστή του, όταν έρχεται το πολιτικό γουρούνι και κολλάει επάνω του την προκάτ, αναπαραχθείσα σε χιλιάδες αντίτυπα αφίσα. Δεν φτάνει που ο παπαγάλος χάθηκε από κοντά του, τώρα χάθηκε και από το μέρος που έλπιζε ότι μπορούσε κάποιος να τον δει και να του τηλεφωνήσει. Στην τροφική αλυσίδα πάντα ένα χαμένο ζώο θα είναι αμελητέο σε σύγκριση με έναν πολιτικό αρχηγό. Οι μεγάλες ιδέες πάντα θα σαρώνουν τις μικρές στιγμές, η μεγάλη εικόνα πάντα θα αδιαφορεί για τις μικρές. Το όραμα μιας καλύτερης κοινωνίας είναι κάτι ευγενές, η αγωνία για την χαμένη συντροφιά ενός παπαγάλου ασήμαντη. Σκίζουν στην κολώνα τον Αντρέα για να ξαναεμφανιστεί από κάτω του το κρυμμένο πουλί.
Ωστόσο ήταν όντως πολιτική η κίνηση του γουρουνιού που καταπλάκωσε τον χαμένο παπαγάλο; Σύμφωνα με το κλισέ «τα πάντα είναι πολιτική». Σύμφωνα πάλι με την πραγματικότητα μερικά πράγματα είναι πολιτική, μερικά άλλα όχι. Μερικές καταστάσεις προσφέρονται για πολιτικό σχολιασμό, μερικές όχι. Υπάρχουν δε και κάποιες φορές, που όσα έχουν το προσωπείο πολιτικής μόνο πολιτική δεν κρύβουν από πίσω τους. Αν δηλαδή κάποιοι άνθρωποι τυπώνουν σήμερα αφίσες του Αντρέα, γράφοντας από κάτω «Ανατροπή όλων των κατεστημένων», πόσο τυφλός μπορεί να είσαι για να σχολιάσεις πολιτικά το θέμα; Τόσο πολύ τυφλός αποκλείεται: η αφίσα δεν είναι πολιτική, η αφίσα είναι ερωτική, η αφίσα είναι νοσταλγική, η αφίσα είναι θρησκευτική. Η αγωνία για τον χαμένο παπαγάλο συγκατοικεί τελικά με την αγωνία για ένα χαμένο παρελθόν. Αν ο ένας νοσταλγεί τις στιγμές με τον παπαγάλο οι άλλοι νοσταλγούν τις στιγμές με τον Αντρέα, με τον Αντρέα που πέθανε έναν Ιούνιο και κάθε Ιούνιο τον ανασταίνουν.
Προεκλογική περίοδος 1981. 27 χρόνια πριν. 27 χρόνια νεότεροι. Ο Αντρέας στο μπαλκόνι. Πιστεύουμε. Βγαίνει. Ενθουσιαζόμαστε. Δονούμαστε. Καλοκαίρι 2008. 27 χρόνια μετά. 27 χρόνια μεγαλύτεροι. Πώς μας φέρθηκαν έτσι τα χρόνια; Όχι - όχι. Ο Αντρέας στο μπαλκόνι. Ανατροπή όλων των κατεστημένων. Κοιτάζω την φωτογραφία από το πρώτο μας ταξίδι και δεν μπορώ να πιστέψω ότι ήσουν κάποτε τόσο όμορφη. Είσαι η ίδια εσύ που σιδερώνεις στο μέσα δωμάτιο; Κοντεύουν τρεις δεκαετίες. Όχι - όχι. Θα ανατρέψω το κατεστημένο του χρόνου, το κατεστημένο της φθοράς. Κι αν δεν μπορώ να το κάνω εγώ, κι αν δεν γίνεται, θα αφισοκολλήσω τον άνθρωπο που υποσχόταν να γίνει ό,τι δεν γινόταν. Τι ωραία που ήταν όταν υποσχόταν αυτά που δεν γινόνταν να γίνουν. Τι ωραία που ήσουν, τι ωραίος που ήμουν. Μετά την μεγάλη συγκέντρωση της Αθήνας πρωτοκάναμε έρωτα. Ίσως σκέφτηκες προς στιγμή και τον Αντρέα.
(«SMS - «SportDay», 15.6.08)

Κυριακή, Ιουνίου 15, 2008

Από το ανοιχτό παράθυρο του μπαλκονιού ακούγεται η σαββατοβραδιάτικη μουσική των μπαρ (έχεις μεγαλώσει όχι όταν δεν μπορείς για αντικειμενικούς λόγους να κάνεις κάτι, αλλά όταν πια παύεις να επιθυμείς κάτι, και ναι, δεν επιθυμώ τη μουσική των σαββατόβραδων, ειδικά όταν αυτή τη στιγμή είναι Onirama αυτό που μπαίνει στο σπίτι),
από την κλειστή οθόνη της τηλεόρασης δεν ακούγεται οτιδήποτε είπε απόψε ο Παπαδημητρίου, ο Πολυχρονίου, ο Μίχος κι όλος αυτός ο θλιβερός συρφετός (έπαψε να ακούγεται οτιδήποτε μετά από τις μετρημένα δέκα πρώτες τους λέξεις - ενδέκατη δεν τους χάρισα),
πριν λίγο στην ανοιχτή οθόνη του υπολογιστή ένας φίλος με ρώτησε τι θα γράψω για το ματς και του είπα τίποτα, δεν χρειάζεται να γράφω για όλα (άλλωστε το προηγούμενο ποστ για αυτό ακριβώς μιλά, για την πολυλογία μου) κι εκείνος συμφώνησε,
θέλω να πω αυτό εδώ είναι ένα ποστ που αναμφίβολα είναι πιο σωστό να μην γραφτεί,
αλλά υπάρχει αυτή η αντιδιαστολή της μουσικής που έρχεται απ' έξω με τον μπέμπη που κοιμάται μέσα,
όπως υπάρχει κι αυτή η αντιδιαστολή της ξανακερδισμένης απόψε αξιοπρέπειας της Εθνικής με τους αναξιοπρεπείς χλεχλέδες που την κατεδαφίζουν, επαγγελματικά στις τηλεοράσεις ή ως περήφανος λαός στα ραδιόφωνα (ως ο ίδιας ποιότητας σκέψης περήφανος λαός που στήριξε τον Γιώργο Παπανδρέου στις εσωκομματικές εκλογές), λες και αν υπερέβης εκατό φορές τον εαυτό σου στο παρελθόν, οφείλεις για να σταθείς στο ύψος σου να τον υπερβείς κι άλλες εκατό και στο μέλλον, ειδάλλως θα είσαι υπόλογος στο κάθε ματαιωμένο επώνυμο ή ανώνυμο ανθρωπάκι,
κι αφού αυτά υπάρχουν γι΄αυτά θα γράφω και όχι για κείνα που ίσως θα 'πρεπε,
με αυτούς τους όρους και όχι με άλλους,
πολυδιασπώμενος, μην εμβαθύνοντας, μην απομακρυνόμενος από το κάθε μέρα,
αφού ο καθένας ξοδεύει ό,τι έχει και μένα μου περισσεύουν λέξεις και ευκολία,
μονάχα με τη δυσκολία είχα πάντα κάτι δυσκολίες, για αυτό τα δύσκολα τελούν σε μια διαρκή αναστολή, απωθούμενα όλο και πιο πίσω, όλο και πιο πίσω,
αλλά αν θες να σου πω τώρα κι ένα μυστικό, καμιά φορά δεν αναστέλλουμε μόνο τα δύσκολα και τα δυσάρεστα, αλλά και αυτά που απλά δεν μας ταιριάζουν,
με αποτέλεσμα από την πολλή αναστολή να γδυνόμαστε έναν παλιό εαυτό που δεν μας πήγαινε και να ντυνόμαστε έναν νέο, που ευκολότερος - ξεευκολότερος, δεν παύει να είναι πιο ευφρόσυνος.
Ίσως δηλαδή δεν είναι η δυσκολία πάντα η σωστή απάντηση.
Σίγουρα δηλαδή ξοδεύομαι με χαρά, κι όσο κρατήσει.
Μετά βλέπουμε.

Παρασκευή, Ιουνίου 13, 2008

Εντελέχεια

Αυτή είναι μια τέλεια εικόνα, μια εικόνα που περιέχει μέσα της τον σκοπό της, μια εικόνα που αποκλείεται να της επιφυλαχθεί χρήση διαφορετική από εκείνη που σκόπευε ο εικονιζόμενος· μόνο η τυχόν αχρησία της θα αναιρούσε την εντελέχεια της, αλλά είναι ακριβώς ο εκ των προτέρων αποκλεισμός του ενδεχομένου της αχρησίας που συντελεί στην τελειότητά της.
Η φωτογραφία αυτή όχι απλά έχει σκηνοθετηθεί προτού μεταβεί ο εικονιζόμενος στο Σάλτσμπουργκ, αλλά τόσο η λήψη της όσο και η διασφάλιση της άμεσης κυκλοφορίας της συνιστούσαν προφανώς προϋποθέσεις για να αποδεχθεί την εκεί μετάβασή του.
Από τη στιγμή που κυκλοφόρησε, κάθε χρήση της εξυπηρετεί απόλυτα τον εικονιζόμενο, είτε για τη χρήση την κουτσομπολίστικη και τη λάιφ στάιλ πρόκειται, είτε για τη χρήση τη σατιρική και σαρκαστική.
Από τη στιγμή που κυκλοφόρησε, η ευρεία διάδοσή της ήταν δεδομένη, αφού ο εικονιζόμενος γνώριζε ότι η προσφορά του σώματος της εικόνας του προς κανιβαλισμό δεν θα άφηνε αδιάφορη καμία πλευρά του κοινωνικού φάσματος.
Πόσο διαφέρει όμως η ανάγκη να φαίνεται διαρκώς η εξωτερική σου εικόνα από την ανάγκη να φαίνεται διαρκώς η εσωτερική σου εικόνα;
Πόσο διαφέρει η εικονικότητα του φωτογραφιζόμενου από τα διαρκή ψυχικά ενσταντανέ των ποστ;
Πόσο διαφέρει αυτή η φωτογραφία από αυτό το ποστ που την σχολιάζει;
Αν αυτή η φωτογραφία είναι εξ ορισμού τέλεια και ολοκληρωμένη, αφού την ενδιαφέρει μόνο η κατανάλωσή της και αδιαφορεί για τον τρόπο της κατανάλωσής της, αυτό το ποστ ενδιαφέρεται δήθεν για κάτι διαφορετικό, ενδιαφέρεται για το είδος των σκέψεων που θα προξενήσει ή το νοιάζει μόνο και μόνο να φωτογραφηθεί;
Αν δεχθούμε ότι όλο το είναι μιας κατηγορίας ανθρώπων είναι δοσμένο στο φαίνεσθαι, τι είδους κατηγορία ανθρώπων είναι αυτή που είναι δοσμένη στο φαίνεσθαι του είναι της;

Πέμπτη, Ιουνίου 12, 2008

Πεθαίνω σαν ΠΑΣΟΚ

ΠΑΣΟΚ καλείται το κίνημα που ξεκατινιάζονται δημόσια ο τωρινός με τον προηγούμενο αρχηγό του, με φόντο μια χώρα γεμάτη αφίσες του προπροηγούμενου, δωδεκαετούς νεκρού, αρχηγού του.

Πεθαίνω σαν Χώρα

Πρωτοείδα παράσταση του Μιχαήλ Μαρμαρινού κατόπιν έντονης προτροπής φίλου. Μη εξοικειωμένος με αυτό το είδος θεάτρου και έχοντας πάντα βαθιά ριζωμένη την καχυποψία για οτιδήποτε μπορεί να μυρίζει «δήθεν», ξεκίνησα να παρακολουθώ τον «Εθνικό Ύμνο» αρκετά συγκρατημένος. Στην αρχή σιγά σιγά, στη συνέχεια όλο και πιο γρήγορα, οι αντιστάσεις μου ανά στρώματα κατέρρεαν, μέχρι που η ψυχή μου άρχισε να χορεύει στους ρυθμούς ενός άλλου Εθνικού Ύμνου, που έμοιαζε πολύ με το «Αργοσβήνεις Μόνη» του Βασίλη Τσιτσάνη, το οποίο στο τέλος μετατρεπόταν στο «Russian Dance» του Τομ Γουέιτς, την ώρα ακριβώς που η Τέχνη μετατρεπόταν σε εμπειρία ζωής.
Πέντε χρόνια μετά (και ήδη θεατής άλλων δύο παραστάσεών του), παρακολούθησα τον ευρηματικό (και παραδόξως τελικά ευφορικό) τρόπο με τον οποίο έκανε θέατρο το πεζογράφημα του Δημήτρη Δημητριάδη «Πεθαίνω σαν Χώρα».
Ενστάσεις ενός μη ειδικού θεατή: ο μεγάλος χώρος της Πειραιώς 260, αν και ενδεχομένως αναγκαίος για την πολυπληθή ουρά των ηθοποιών και κομπάρσων που αποτελούσαν τον ιδιότυπο θίασο της παράστασης, δεν λειτουργούσε υπέρ της βιωματικότητας και της συγκίνησης, ενώ η παρουσία της Μπέμπα Μπλανς στο φινάλε φάνηκε σαν ένα χαμένο στοίχημα, που αντί να προσδώσει στην παράσταση αυθεντικότητα, μάλλον αδυνάτισε ένα μέρος της ατμόσφαιρας που είχε χτιστεί.
Που είχε χτιστεί με λέξεις σαν αυτές: «Όποιος δεν έχει δει ανθρώπους να πεθαίνουν σφυροκοπημένοι από αόρατο χέρι στους δρόμους, δεν μπορεί να καταλάβει τι σημαίνει και τι είναι ο θάνατος μιας χώρας, όπως δεν μπορεί να καταλάβει κι εκείνος που δεν έχει νιώσει το ίδιο το κορμί του ανύπαρκτο, ανενεργό, ανυπόληπτο, ανυπόστατο και ανύπανδρο, με την περιβόητη κινητήρια δύναμή του κομμένη σύριζα και ξεκομμένη από το εσώτατο πυρ της συγκίνησης».
(«Exodos», 12.6.08)

Πεθαίνω σαν Ισλάμ

«Ας ανάψουν ένα κεράκι στον Βολκάν οι Τούρκοι».
Μιχάλης Τσώχος, ΝΕΤ, 11.6.08, 11:26 μ.μ.

Τετάρτη, Ιουνίου 11, 2008

Τα εφιαλτικά λεπτά

Δυστυχώς το μονοπώλιο του κυνισμού δεν το έχει κανένας. Αρκούσε απέναντι στον Ρεχάγκελ να βρεθεί ένας προπονητής που θα αποφασίσει ότι δεν θα ντραπεί περισσότερο, αρκούσαν λίγα εφιαλτικά λεπτά στο δεύτερο μισό του πρώτου ημιχρόνου, όταν έδωσε την εντολή στους παίκτες του να γυρίσουν όλοι αρκετά κάτω από τη σέντρα και να μην μας πρεσάρουν μέχρι να φτάσουμε εκεί, λίγα εφιαλτικά λεπτά που λειτούργησαν σαν καθρέπτης που στράφηκε επάνω μας, ενώπιον των ματιών όλου του κόσμου.
Τη στιγμή ακριβώς που ο Ρεχάγκελ θεώρησε ότι δεν έπεφτε στην παγίδα του αντιπάλου του, έκανε το ακριβώς αντίθετο. Έφαγε το δόλωμα τη στιγμή που νόμιζε ότι το απέφευγε. Γιατί το δόλωμα δεν ήταν να ανοιχτεί η ομάδα. Το δόλωμα ήταν να εκτεθεί. Και εκτέθηκε. Τα ατελείωτα λεπτά (που μπορεί να ήταν και απειροελάχιστα αλλά ο χρόνος νοιώθεται πάντα υποκειμενικά) του Δέλλας στον Άντζα, αυτός στον Κυργιάκο, αυτός στον Άντζα, αυτός στον Δέλλα, αργά - αργά και χωρίς να προχωράνε πόντο, χωρίς να έρχεται κανείς συμπαίκτης τους να ζητήσει την μπάλα, με το μισό γήπεδο μπροστά τους ελεύθερο, δεν ήταν δόλωμα αγωνιστικό. Αγωνιστικά μπορεί να έβγαινε το παιχνίδι και να κερδίζαμε. Ήταν δόλωμα χαρακτήρα: ακόμη και να κερδίζαμε όλοι μα όλοι οι ουδέτεροι δεν θα μας έβλεπαν πια σαν σταχτοπούτα που πέτυχε το ακατόρθωτο, αλλά σαν μια ομάδα που αρνείται να παίξει, σαν μια ομάδα που παραβιάζει τους θεμελιώδεις κανόνες του αθλήματος.
Κανόνες του αθλήματος που λένε ότι αν εκείνη τη στιγμή προκρίνεσαι, μπορούν τα σέντερ μπακ σου να αλλάξουν μεταξύ τους δυο χιλιάδες πάσες χωρίς να τα κατηγορήσει κανένας, αφού το χρέος σου το έχεις ήδη κάνει και προσπαθείς να διαφυλάξεις τα κεκτημένα σου, όντας υποχρέωση του αντιπάλου σου να σου πάρει την μπάλα.
Κανόνες του αθλήματος που λένε ότι αν είσαι τα Νησιά Φερόε και παίζεις με την Βραζιλία, ναι, θα προσπαθήσεις να μην φας είκοσι γκολ.
Αλλά κανόνες του αθλήματος που λένε ότι αν είναι το πρώτο ημίχρονο στο πρώτο παιχνίδι του ομίλου, είσαι πρωταθλήτρια Ευρώπης και παίζεις με τη Σουηδία, οφείλεις απλώς να τηρήσεις τα προσχήματα.
Και το δόλωμα ήταν τελικά αυτό και μόνο: η μη τήρηση των προσχημάτων. Βροντοφωνάξαμε ότι δεν είμαστε μια ομάδα που αμύνεται και περιμένει να βγει στην κόντρα (τακτική όχι απλώς αποδεκτή, αλλά καλή, άγια κι ευλογημένη), αλλά μια ομάδα που δεν έχει πρόβλημα να αλλάζουν τα σέντερ μπακ της την μπάλα επί ενενήντα λεπτά αν χρειαστεί, μια ομάδα που δεν έχει πρόβλημα να μην προσπαθήσει το παραμικρό, παρά μόνο με τους δικούς της αγωνιστικούς όρους· όρους απόλυτα θεμιτούς, μόνο που το πρόβλημα ήταν ότι ο αντίπαλος αποφάσισε να μεταβάλει τους όρους. Στην μεταβολή των όρων, εξυπνάδα είναι να συνεχίσεις να παίζεις όπως έπαιζες, απλώς τηρώντας τα προσχήματα: αν δεν θες να επιτεθείς οργανωμένα, κάνε ένα γέμισμα και ας κερδίσουν την γαμημένη την μπάλα αυτοί· μην κάνεις όλο τον πλανήτη να σε σιχαθεί και να πανηγυρίσει στο γκολ του Ιμπραήμοβιτς.
Ο Ρεχάγκελ δήλωσε ότι θέλει να τον αγαπάνε οι Έλληνες όταν χάνει, όχι όταν νικάει. Προσωπικά, τον αγαπάω το ίδιο όταν χάνει και μάλιστα αποδεδειγμένα (1, 2). Τον αγαπάω το ίδιο και τώρα, που δεν σχολιάζω την ήττα (που θα μπορούσε να είναι νίκη), ούτε καν την αγωνιστική τακτική, παρά μόνο την έλλειψη επίγνωσης ότι ο αποτελεσματικότερος κυνισμός είναι ο κυνισμός που ξέρει να κρυφτεί: ο Οδυσσέας δεν είχε δώσει συνέντευξη Τύπου για να ανακοινώσει την είσοδό του στον Δούρειο Ίππο.
Ο βασιλιάς δεν είναι γυμνός. Απλώς ξέχασε για λίγο τα ρούχα του στο δεύτερο μισό του πρώτου ημιχρόνου. Θα τα ξαναφορέσει και δίπλα στο ανεπανάληπτο μεγαλείο του 04 θα κάνει συντροφιά η αξιοπρέπεια του 08, αξιοπρέπεια που θα αρκέσει για να ξανακερδηθούν οι καρδιές των ουδετέρων.

Δευτέρα, Ιουνίου 09, 2008

Πραγματικά καλή

Είχαν τυλίξει στο μπαλκόνι φούξια και εκρού υφάσματα, ενώ στην είσοδο της πολυκατοικίας είχαν ρίξει ροδοπέταλα. Η νύφη θα έβγαινε κατά τις οκτώ, η νύφη που έμενε στην πολυκατοικία από τότε που αυτή χτίστηκε και που εκείνη ήταν μικρό παιδάκι. Σχεδόν τριάντα χρόνια στον πρώτο όροφο. Σχεδόν τριάντα χρόνια στον τρίτο όροφο η γιαγιά, σχεδόν ενενήντα χρονών πέθανε το ίδιο μεσημέρι. Οι συγγενείς παρακάλεσαν το γραφείο να έρθουν να την πάρουν μετά τις οκτώ, ώστε να έχει φύγει πρώτα η νύφη. Όταν ήρθαν, την τύλιξαν σε ένα σεντόνι και την έβγαλαν από το διαμέρισμα, σαν να μετέφεραν αρνί πασχαλινό. Από την πολυκατοικία βγήκε σε φέρετρο, ένα φέρετρο που το κουβαλούσαν δυο άντρες οι οποίοι περνούσαν πάνω από ροδοπέταλα.
8 η νύφη, 8 και η νεκρή.
Στο σπίτι της είχα να μπω χρόνια και όταν έμπαινα, έμπαινα και έβγαινα. Τώρα παρατηρούσα πιο προσεκτικά. Στους τοίχο καδραρισμένα ένα παζλ, μια φωτογραφία της εγγονής της από όταν ήταν μωρό, ένας πίνακας λες και τον είχε ζωγραφίσει παιδί.
Ό,τι να 'ναι.
Κι ένα ρολόι. Με δείκτες που ακάθεκτοι και σχεδόν αναίσθητοι συνέχισαν να γυρνούν κανονικά. Δεν ήταν γιαγιά μου. Θεία την φωνάζαμε. Από παιδί στο μυαλό μου την είχα για γριά. Όσον με αφορά, ο ρόλος της στο έργο ήταν αυστηρά αυτός: της συγγενούς, της γριάς, άντε και της ξεματιάστρας, αφού ξεμάτιαζε όλον τον κόσμο (όλον τον κόσμο που πίστευε στο μάτι εν πάση περιπτώσει). Μέχρι που πριν λίγα χρόνια, μια πληροφορία που άκουσα τυχαία, λίγη περισσότερη σκέψη, λίγη περισσότερη προσοχή και άρχισα να συνθέτω σκόρπια κομμάτια ενός άλλου παζλ από το παρελθόν: εκτός από «γριά» όλα έδειχναν ότι ήταν ένας ασυνήθιστος άνθρωπος· καθόλου ασυνήθιστος επιφανειακά, έκανε ό,τι κάνουν όλες οι γριές, ζούσε όπως ζουν όλες οι γριές. Ασυνήθιστα καλή.
Αλλά πραγματικά καλή. Αν οι πραγματικά καλοί άνθρωποι -όχι οι έτσι και έτσι, όχι οι μέτριοι, αλλά οι πραγματικά καλοί άνθρωποι- είναι μειοψηφία της μειοψηφίας, σε αυτήν την μειοψηφία ανήκε. Στην μειοψηφία που δεν ξέρει τι θα πει η λέξη μικρότητα. Στην μειοψηφία που η προσφορά δεν χρειάζεται να φαίνεται, προτιμά να μένει αφανής και σχεδόν αυτονόητη. Φυσική. Στην μειοψηφία που το εγώ δεν θεριεύει, δεν απαιτεί χώρο, δεν επιχειρεί να καθυποτάξει τα άλλα εγώ, στην μειοψηφία που το εγώ αγάλλεται κάνοντας καθημερινά λίγο καλό ακόμη, λίγο καλό ακόμη.
Πέθανε στον ύπνο της, το οποίο πρέπει να είναι το μαγικότερο δυνατό τριπάκι, εκεί που το ένα όνειρο οδηγεί αυτομάτως στο άλλο, εκεί που κλείνεις τα μάτια για να κοιμηθείς γαλήνια, πλήρης, σίγουρη για τον αφανή - αυτονόητο δρόμο που πήρες στη ζωή σου, εκεί που τη μια στιγμή ονειρεύεσαι και την άλλη ονειρεύεσαι πως ζούσες.
Κλείνεις τα μάτια και φεύγεις σε έναν δρόμο σπαρμένο με ροδοπέταλα.
Το τι υπάρχει από 'κει και πέρα δεν σε νοιάζει.
Κανείς πραγματικά καλός δεν είναι καλός για να ανταμειφθεί.
Η εν ζωή καλοσύνη σου είναι η εν ζωή ανταμοιβή σου.

Κυριακή, Ιουνίου 08, 2008

Το ύψιλον του Ντραγκάο (βγαίνω για λίγο)

Στο μυθιστόρημά της Ντόνα Ταρτ με τίτλο «Μυστική Ιστορία», ένας καθηγητής μιλά στους φοιτητές του για τα διονυσιακά μυστήρια και κάνει λόγο για το βάρος του εαυτού μας, για τη δυστυχία που μας προκαλεί η συνείδησή μας, για την λαχτάρα μας να βγούμε για λίγο εκτός εαυτού, για την ιδέα της απώλειας του ελέγχου που γοητεύει τους πολιτισμένους ανθρώπους περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Λέγοντας το με τα δικά του λόγια: «Αν έχουμε αρκετή ψυχική δύναμη μπορούμε να σκίσουμε το πέπλο και να αντικρύσουμε κατά πρόσωπο αυτή τη γυμνή τρομακτική ομορφιά. Αφήστε το Θεό να μας κάνει δικούς του, να μας κατασπαράξει, να σπάσει τα κόκαλά μας και να μας φτύσει ξαναγεννημένους. Αυτή είναι η τρομερή γοητεία των διονυσιακών μυστηρίων, αυτή η φωτιά της καθαρής ύπαρξης. Σε μας είναι δύσκολο και να την φανταστούμε».
Τέσσερα καλοκαίρια πριν βρίσκομαι στο Ντραγκάο, στο γαλάζιο ύψιλον που σχηματίζουν οι θύρες που έχουν γεμίσει με γαλανόλευκες σημαίες, μπλε μπλούζες και βαμμένα μπλε πρόσωπα. Όγδοη σειρά, καθισμένος στη γραμμή που είναι το σημαιάκι του κόρνερ, μπλέ μπλούζα εθνικής, άβαφο πρόσωπο και γαλάζιο κασκόλ της Ντεπορτίβο Αλαβές, ίσως για να δείχνω (σε μένα) την διαφορετικότητά μου, για να παραμένω μέσα στο σύνολο ο εαυτός μου, που αποθεώνει για μια ακόμη φορά σε κάθε του ενέργεια τον Τάκη Φύσσα, με πνεύμα αγαπητικού χαβαλέ και αγαπητικού θαυμασμού μαζί.
Βράδυ πρώτης Ιουλίου και στο Πόρτο αργεί πολύ να νυχτώσει. Δέκα παρά τοπική ώρα και είναι ακόμα σούρουπο. Αρχίζει η παράταση. Δυο τεράστιοι γερανοί πίσω απ' το γήπεδο δούλευαν όλη την ώρα του αγώνα. Τους κοιτάζω και πάλι. Επιτέλους σταμάτησαν, αλλά το μάτι μου διακρίνει κάτι περίεργο στη νοητή ευθεία από κάτω τους: στο πάνω πάνω διάζωμα, ανάμεσα σε όλους τους Έλληνες, είναι ένας με το πρόσωπό του βαμμένο σε ένα μπλε πολύ πιο σκούρο και πολύ πιο έντονο, ο οποίος φορά ένα λευκό χιτώνα και χορεύει ασταμάτητα. Έτσι από μακριά μού φαίνεται σαν στοιχειό, αλλόκοσμος, σαν να μην είναι από τα μέρη μας, μα ούτως ή άλλως δεν βρισκόμαστε πια στα μέρη μας αλλά στο 105', όταν ακούγεται ένα κρακ και το ύψιλον του Ντραγκάο, αυτή η ανέλπιστη συντεταγμένη του χωρόχρονου, τουμπάρει τρεις μοίρες προς τα κάτω.
Γκολ.
Βγαίνω από τον εαυτό μου, χάνω την ατομικότητά μου, χαμένος στο ύψιλον δεν είμαι πια ο εαυτός μου, το όνομά μου και η ηλικία μου, οι προσδοκίες μου και οι φόβοι μου, οι προκαταλήψεις μου και οι ενοχές μου, τα φωτεινά και τα μαύρα σημεία της ψυχής μου, είμαι ολόιδιος με τον διπλανό μου που αγκαλιάζω, είμαι ο διπλανός μου που κλαίει και με φιλάει, είμαι μια κουκίδα του γαλάζιου, μια μπλε μπλούζα ακόμη που χοροπηδά, μια φωνή ακόμη που κραυγάζει, κραυγή μες τις κραυγές, αγκαλιά μες τις αγκαλιές, δάκρυ μες τα δάκρυα, έκσταση μες τις εκστάσεις, είμαι πανηγυρισμός, είμαι ένας απ' όλους, είμαι τρεις θύρες πιο πέρα, δεν είμαι εγώ, είμαι κάπου αλλού, σε έναν χώρο παράπλευρο του συνειδητού, ελεύθερος επιτέλους από μένα και τα βαρίδια μου, ολόγυμνη ευτυχία, απροστάτευτος αλαλαγμός, άνθρωπος που αξιώθηκε στη ζωή του να δει κατάφατσα το Απόλυτο και το θέαμα του κλόνισε το νου και τον κατέλαβε, μετατρέποντάς τον σε παροξυσμένο θύμα του, δύσπιστο πιστό του και άναρθρο υμνωδό του.
Λήξη. Οι παίκτες έρχονται σε εμάς, πρέπει να βρεθώ κοντά τους, από την όγδοη σειρά το σώμα μου θα βρεθεί στη δεύτερη, πατώντας πάνω σε ώμους, πατώντας πάνω σε καρέκλες που ανοιγοκλείνουν, το σώμα μου πέφτει κάτω και ξανασηκώνεται, το οδηγεί κάποιος άλλος, κάποιος που κατοικούσε μέσα μου πριν εγώ γίνω εγώ, κάποιος που μια ζωή τον καταπλάκωνα και που στο 105΄ απελευθερώθηκε απ' το βάρος της στολής του εαυτού μου, κάποιος που στην σύντομη πορεία του από την όγδοη στην δεύτερη σειρά υπήρξε πιο ελεύθερος απ' ό,τι θα υπάρξω εγώ ποτέ μου.
(«SMS» - «SportDay», 8.6.08)

Σάββατο, Ιουνίου 07, 2008

Εξοφλώντας οπώρας

Γαμημένοι γερμαναράδες αν έχετε την εντύπωση πως μπορείτε να μας γαμήσετε εσείς το πολιτικό σύστημα, κοπιάστε. Έλατε, σας προκαλούμε, βγάλτε ό,τι άλλο έχετε στη φόρα. Όλες τις μίζες και τα δώρα με χαρτί και καλαμάρι. Τι νομίζετε δηλαδή ότι θα γίνει; Ότι θα γκρεμιστεί κανένας φούρνος; Αυτούς γουστάρουμε, αυτούς ξέρουμε, αυτούς εμπιστευόμαστε. Εκτός από ψωροτιμολόγια, τι άλλο έχετε; Μίζες με χαρτί και καλαμάρι, μίζες σε λεφτά και όχι σε είδος; Θα βγουν οι υπουργοί και οι βουλευτές και θα πουν ότι ήταν δάνεια που με προφορική συμφωνία διακανονίστηκαν να πληρωθούν το 2040. Αν τα έχετε βάλει σε μαύρες σακούλες θα σας πουν συκοφάντες. Αν τα έχετε βάλει σε λογαριασμούς τους θα επικαλεστούν αυτό ακριβώς, ότι δεν θα ήταν αφελείς να δεχθούν μαύρο χρήμα σε λογαριασμό τους και ότι δεν γίνονται έτσι αυτές οι δουλειές. Ο δικομματισμός χρειάζεται πολύ μεγαλύτερο σοκ από ένα δυσανάγνωστο 2% για να κλονιστεί. Και 92% να ήταν τι θα είχε γίνει; Λεφτά πήραν οι άνθρωποι. Και είδη. Δεν έκλεψαν και κανέναν. Άμα δεν θέλατε, ας μην τους τα δίνατε. Εν πάση περιπτώσει επειδή το κουράσαμε: όλα στη φόρα - όλα στο φως. Κανείς άλλωστε δεν πρόκειται να συλληφθεί κλέπτων οπώρας· μόνο δανειζόμενος οπώρας, έχοντας διακανονίσει προφορικά την άτοκη εξόφλησή τους ένα χρόνο μετά, «όπως εξάλλου είναι ο κανόνας για τέτοιους δανεισμούς».

Πέμπτη, Ιουνίου 05, 2008

Δυο εικόνες και μια είδηση

Το πρωτοσέλιδο της «Ελευθεροτυπίας»: η ευαισθησία που κραυγάζει, η σκηνοθεσία της ευαισθησίας, ο ακκισμός της ευαισθησίας, η παρωχημένη αισθητική, η σοκαριστική σούπα μαγειρεμένη με ληγμένα αισθητικά υλικά, μια εικόνα που θέλει να προκαλέσει αίσθηση και η μόνη αίσθηση που τελικά προκαλεί είναι της συμπύκνωσης ενός γερασμένου πνεύματος, μιας εμμονής στο παρελθόν, μιας αδυναμίας ανανέωσης που να μη συνιστά αναπαλαίωση, κάτι που γερνά αμήχανα, ο μικρός Αλέξανδρος θρυμματισμένη κούκλα κορμοράνος.

H τελευταία σελίδα της «Lifo»: εδώ το πνεύμα είναι νέο και η αισθητική ψαγμένη. Μόνο που πληροφορούμαστε ότι «Οι Αθηναίοι γδύνονται για καλό σκοπό! Οι φωτογραφίες θα δημοπρατηθούν σε μια μεγάλη έκθεση την άνοιξη. Τα έσοδα θα διατεθούν στο Ίδρυμα «Πίστη» για τα παιδιά που πάσχουν από καρκίνο», όπως επίσης πληροφορούμαστε ότι ο Νίκος Κουρής φωτογραφήθηκε στις 2 Ιουνίου στο Imperial Hotel στην Πλατεία Καραϊσκάκη. Λεζάντα στην φωτογραφία οι συνήθεις παπάρες («Χρειαζόμαστε τις αποδείξεις των αισθημάτων, των σχέσεων, της επικοινωνίας μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα»), παπάρες όχι απαραίτητα από μόνες τους, αλλά παπάρες αναπόφευκτα στο πλαίσιο που μας προσφέρονται, ως απόσταγμα σοφίας κάτω από το κρυμμένο παπάρι του Νίκου, που εξαιρετικός ηθοποιός είναι και τον θαυμάζω, αλλά ξαναντύστε τους Αθηναίους άμεσα και αφήστε τα παιδάκια να πεθάνουν από καρκίνο στην ησυχία τους, χωρίς να μπερδεύουμε πάντα τα πάντα με τα πάντα, την φιλανθρωπία με το λάιφ στάιλ, τον πόνο με το γυμνό, το κορμί το προσβεβλημένο από καρκίνο με το κορμί το επώνυμο, το σοβαρό με το ευτελές, ας κρατήσουμε κάποιους απειροελάχιστους χώρους μακριά από την σάχλα και την πόζα της.

Δημόσιοι Χώροι

Την Κυριακή κάποιοι κατέλαβαν συμβολικά την πεζογέφυρα Καλατράβα στην Μεσογείων για να εκδηλώσουν την υποστήριξή τους στον Μπάρακ Ομπάμα και κάποιοι άλλοι πραγματοποίησαν αυτοσχέδιο street-party στο Θησείο, το Ζάππειο, την Πλάκα και το τέρμα της Ερμού. Οι μεν το έκαναν στο πλαίσιο της παγκόσμιας πρωτοβουλίας «Γέφυρες για τον Ομπάμα»: σε 30 χώρες και 60 περίπου πόλεις διοργανώνονται παρόμοιες εκδηλώσεις, που περνούν το μήνυμα ενός Ομπάμα που γεφυρώνει τις διαφορές.
Όσο για τους δε, θα προτιμήσω να αντιγράψω γιατί το έκαναν: «Η πόλη μάς ανήκει και τα νιάτα επίσης. Μπορούμε και μόνοι μας... Δεν κάνουμεκάτι κακό. Διεκδικούμε το αυτονόητο σ΄αυτή τη γαμώπολη! ... Φέρτε μάσκες, βατραχοπέδιλα, καπέλα, μπύρες, τεκίλες, παιδιά, σκυλιά,ταπεράκια, κουβαδάκια, ποδήλατα, μπάλες ποδοσφαίρου, μπάσκετ, ράκμπυ, φέρτε τύμπανα, τρομπέτες, φωτογραφικές μηχανές, video, γδυθείτε, φέρτε και κανένα ψυγειάκι να βάζουμε πάγο, φέρτε ό,τι γουστάρετε!! Συνεισφέρετε τα δικά σας. No sponsors, no leaders, just US».
Έψαχνα ένα τρόπο να ενώσω τις δυο εκδηλώσεις σ΄ένα κείμενο, να τις συγκρίνω και να βρω πολύ περισσότερο πολιτική την δεύτερη από την πρώτη. Να βρω δηλαδή πολύ περισσότερο πολιτική την χρησιμοποίηση του δημοσίου χώρου του ίντερνετ για να προταθεί η επανεξέταση στην πράξη της σχέσης μας με τους δημόσιους χώρους της πόλης και να διοργανωθεί ένα (δυο, εκατό) πάρτι μακριά από χορηγούς και πάσης φύσεως καπελώματα. Μακριά από τη λογική της αγοράς και λίγο πιο κοντά στη λογική της χαράς, που δεν είναι απαραίτητο να εξαρτάται από το εμπόριο της διασκέδασης. Ελπίζω να μην κάνω λάθος. Σίγουρα όμως έκανα λάθος που δεν πήγα. Την επόμενη φορά.
(Κείμενο γραμμένο για το «Exodos»)

Τετάρτη, Ιουνίου 04, 2008

Θα δείξει

---

Τρίτη, Ιουνίου 03, 2008

Η σύλληψη

Κάποιος θα πρέπει να τον συκοφάντησε, διότι χωρίς να έχει κάνει τίποτε κακό, ένα ωραίο βράδυ συνελήφθη με την κατηγορία της ύπαρξης.
Έκανε τη συνήθη βόλτα του στους πολυσύχναστους δρόμους της ανυπαρξίας, μισός εδώ μισός εκεί, όταν αιφνιδιαστικά τον συνέλαβαν.
Προσπάθησε να τους πει, προσπάθησε να τους εξηγήσει, επικαλέστηκε ξανά και ξανά την αθωότητά του, το λευκό ποινικό του μητρώο, τις μαρτυρίες των στρατιών των υπόλοιπων ανύπαρκτων που μόνο καλά λόγια είχαν να πουν για αυτόν, όπως κι αυτός για εκείνους, αφού η αλήθεια είναι πως όχι μόνο εκείνος δεν είχε κάνει ποτέ τίποτε κακό, αλλά ούτε εκείνοι, κανένας τους δεν είχε κάνει ποτέ τίποτα κακό, αλλά ούτε και τίποτα καλό, περιορισμένοι στην μάλλον πληκτική ρουτίνα της καθημερινότητάς τους, μιας καθημερινότητας που πρέπει να νοηθεί μεταφορικά, καθώς ως γνωστόν στα μέρη τους δεν υπήρχε μέρα και νύχτα, δεν υπήρχε χρόνος να διαφοροποιεί το -ούτως ή άλλως ανύπαρκτο- χθες από το σήμερα, ενώ την έλλειψη χρόνου ερχόταν να συμπληρώσει η έλλειψη διακριτών αναμνήσεων, μιας και οι αναμνήσεις προϋποθέτουν κάτι να συμβαίνει, κι εκεί λίγο πολύ δεν συνέβαινε τίποτα.
Παρά ταύτα δεν είχε κανένα παράπονο από την εκεί ζωή του, γιατί και το παράπονο προϋποθέτει κάποιου είδους εξέλιξη και αναταραχή της τάξης των πραγμάτων. Εκεί τα πράγματα ήταν σαφή, αφού η μόνη αναταραχή που μπορούσε να προκληθεί στον κόσμο τους ήταν συλλήψεις σαν την δική του, με βίαιη απόσπαση των δύο τμημάτων τους και μεταγωγή τους σε ένα ενιαίο όλον κάπου αλλού. Πού αλλού, οι υπόλοιποι ανύπαρκτοι δεν γνώριζαν. Μόνο να εικάσουν μπορούσαν και -αν θέλουμε να είμαστε ακριβοδίκαιοι- αν δεν υπήρχε κι αυτό το υπερφυσικό μυστήριο της σύλληψης και διακοπής της αφασικής τους ηρεμίας, δεν θα είχαν και τίποτε απολύτως να ασχοληθούν και να συζητούν. Άλλοι έλεγαν ότι τους παίρνει κοντά του ο Θεός, άλλοι αντέτειναν ότι απλώς σβήνουν και ότι δεν υπάρχει ζωή έξω από εκεί.
Όπως και να 'ναι όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν του, ένα παρελθόν που προς το παρόν του φαίνεται αμετάκλητο. Τα θυμάται τώρα, καθώς συνειδητοποιεί ότι ένα χρόνο πριν τέτοια ώρα ακόμα δεν υπήρχε, ακόμα ήταν μακριά από τον σωρό των βασάνων, αναγκών και φόβων που τώρα διαπιστώνει πως έχει.
Τα θυμάται, μόνο που δεν έχει λέξεις να τα πει. Κουνάει τα χέρια του πάνω κάτω κοιτώντας τον τοίχο και εκστομίζοντας μερικά «αγού», τα οποία οι άλλοι νομίζουν ότι δεν σημαίνουν τίποτα, ενώ αντίθετα σημαίνουν ακριβώς το τίποτα, το τίποτα από το οποίο ήρθε, το τίποτα αυτό φωνάζει και ανακαλεί στη μνήμη του, τον κόσμο που δεν υπήρχαν λέξεις να τον ονοματίσουν, γλώσσα να τον μορφοποιήσει, τον κόσμο που δεν υπήρχε τίποτα παρά άπειροι συνδυασμοί πιθανοτήτων, μισών κομματιών εδώ και μισών κομματιών εκεί.

Δευτέρα, Ιουνίου 02, 2008

Διαφορές & ομοιότητες

Όποιος έμεινε εντυπωσιασμένος με το νέο παγκόσμιο ρεκόρ στα 100 μέτρα (9,72) και θεωρεί ότι το ντόπινγκ κατέκτησε τάχα μου νέες κορυφές, ας μην εντυπωσιάζεται τόσο εύκολα κι ας πάει να δει τον τελευταίο Ιντιάνα Τζόουνς που παντρεύεται την καλή του, την Μάριον, η οποία εν έτει 1957 τυγχάνει κατάλευκη και ήδη καρασιτεμένη.
(ΠΡΙΝ)
(ΠΕΡΙΠΟΥ ΜΙΣΟΝ ΑΙΩΝΑ) ΜΕΤΑ

Δυο φωτογραφίες ακόμα και βγαίνω από το ποστ.

Madison, opos Ameriki.