Προεξοφλώντας την ενοχή
Bλέπω εδώ την φωτογραφία από τη Βομβάη και με αγγίζει λίγο περισσότερο, αφού το μωρό φαίνεται να είναι περίπου στην ηλικία του δικού μου.ΑΝΑΒΑΛΕ ΓΙΑ ΛΙΓΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΣΟΥ, ΓΙΑ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ. ΙΣΤΟΡΙΕΣ, ΑΜΑΡΤΙΕΣ & ΜΕΓΑΛΑ ΛΑΘΗ («Οι σχολιαστές σημειώνουν σ' αυτό το χωρίο: Η ορθή αντίληψη ενός ζητήματος και η παρανόηση ενός ζητήματος δεν αποκλείονται αμοιβαίως». Φραντς Κάφκα, "Η Δίκη").
Bλέπω εδώ την φωτογραφία από τη Βομβάη και με αγγίζει λίγο περισσότερο, αφού το μωρό φαίνεται να είναι περίπου στην ηλικία του δικού μου.

O «Δεσμώτης του Ιλίγγου» κλείνει τα πενήντα του κι ένα διπλό dvd με πλούσια πρόσθετα και επανεπεξεργασμένη (επί διετία) κόπια με ζαλίζει τις τελευταίες νύχτες.
Το ζήτημα ανακύπτει κατά κύματα (και) τον τελευταίο καιρό:
Αδημοσίευτες ακόμη έρευνες αποδεικνύουν σημαντικές μεταβολές στην ψυχοσύνθεση και στη συμπεριφορά των ελληνοπαίδων. Συγκεκριμένα, όταν έρχεται η ώρα να παίξουν μπάλα, τα παιδιά δεν τσακώνονται πια για να μην κάτσουν τέρμα, αλλά για άλλους λόγους. Όλοι θέλουν να κάνουν τον διαιτητή και τα καταφέρνει τελικά εκείνος που έχει φέρει την μπάλα ή ο αρχηγός της παρέας (που θα ορίσει και ως πλάγιους τους δυο κολλητοτέρους του). Σε κάθε παιχνίδι θα υπάρξει τέταρτος, ακόμη και αν παίζουν όλα τα παιδιά και ελλείψει πάγκων στερείται αρμοδιοτήτων. Άλλα παιδιά επιφορτίζονται με την κάλυψη του αγώνα, καθώς τρέχοντας πάνω κάτω τον βιντεοσκοπούν με τα κινητά τους. Όσο περισσότερα παιδιά βιντεοσκοπούν τόσο το καλύτερο, αφού έτσι θα υπάρχουν περισσότερες οπτικές γωνίες των επίμαχων φάσεων, αν και πολλές φορές απ’ τον συνωστισμό προξενούνται τρακαρίσματα των κινητών καμεραμέν με τους παίκτες ή τον διαιτητή. Καθόλου σπάνιο δεν είναι να συμπληρώνονται όλες οι υπόλοιπες θέσεις αλλά να μην συμπληρώνονται ομάδες. Σε αυτήν την περίπτωση γίνεται κλήρωση και τα παιδιά που έχασαν είναι εκείνα που αναγκάζονται να παίξουν ποδόσφαιρο. Μόλις το παιχνίδι λήξει αρχίζει η πραγματική διασκέδαση: όλοι μαζί σχολιάζουν τις αμφισβητούμενες φάσεις από τις διάφορες γωνίες λήψης των κινητών.
Τον τελευταίο δε καιρό έχει αρχίσει να παρατηρείται το φαινόμενο όταν γίνεται φάση που μυρίζει πέναλτι ή οφσάιντ, τα παιδιά να αρχίσουν να κινούνται από μόνα τους σε αργή κίνηση ή και να παγώνουν εντελώς. Όταν ας πούμε δίνεται η ύποπτη οφσαϊντισμού πάσα, σταματά αυτόματα τόσο το επιτιθέμενο όσο και το αμυνόμενο παιδί, ενώ ο τέταρτος για να δικαιολογήσει την παρουσία του τραβά με κιμωλία γραμμή στην ευθεία τους, ώστε να δουν όλοι ποιος είναι μπροστά και ποιος πίσω. Αν όμως αυτό το φαινόμενο μπορεί να εξηγηθεί οριακά ως ψυχολογικής αιτίας, εκείνο που παραβιάζει ευθέως τους νόμους της φυσικής είναι αυτό που συμβαίνει όταν ένα παιδί ρίχνει κάτω το άλλο και ζητείται πέναλτι: το πεσμένο παιδί ξανασηκώνεται προς τα πίσω, κάνοντας συνεχή μπρος - πίσω στον αέρα και επαναλαμβάνοντας την ανατροπή του, για να δούμε αν ο αμυνόμενος βρήκε πόδια ή αν, αντίθετα, έβαλε τα πόδια του στο έδαφος και πήγε κι βούτηξε πάνω τους ο επιτιθέμενος.
Με τη λήξη του αγώνα και της επισκόπησης των αμφισβητούμενων φάσεων, τα παιδιά επιστρέφουν πανευτυχή σπίτια τους, όπου τους τοίχους των δωματίων τους δεν καλύπτουν πια αφίσες ποδοσφαιριστών, αλλά του Βαρούχα και του Βασιλάκη. Ποδοσφαιριστές δεν καλύπτουν πια ούτε τις θέσεις των προέδρων, αφού η αποχώρηση του Ντέμη σηματοδοτεί την αρχή του τέλους και για τον Ζαγοράκη. Τις ομάδες θα αναλάβουν εξ ολοκλήρου διαιτητές: ο Αγγελάκης τον Άρη, ο Μποροβήλος τον Αστέρα Τρίπολης και στα ρεπά του την Σούπερ Λίγκα (η ΕΠΟ ως μη έχουσα σχέση με τη διαιτησία θα παραμείνει ανέπαφη), ενώ ο Κασναφέρης δεν θα περιοριστεί να αναλάβει τα ηνία της Ξάνθης, αλλά θα τεθεί επικεφαλής και της Σκόντα εν γένει. Φέρνοντας δε άμεσα συγκλονιστικά αποτελέσματα στους ισολογισμούς της θα δημιουργήσει τρεντ και η μια μετά την άλλη οι χειμαζόμενες από την οικονομική κρίση αυτοκινητοβιομηχανίες θα περάσουν στα χέρια Ελλήνων πρώην διαιτητών.
Σε αντίποινα, τέλος, για την προσπάθεια εισαγωγής του Φρισκ, άνθρωποι σαν τον Κώστα Φινοκαλιώτη που δεν στέριωσαν στην ελληνική τηλεοπτική διαιτητοκριτική, θα πάρουν τον δρόμο της ξενιτιάς και θα αρχίσουν να σχολιάζουν αμφισβητουμενες φάσεις από αναμετρήσεις όπως Τρέλεμποργκ – Έρεμπρο και Χάρου – Ιππότη στην «Έβδομη Σφραγίδα» του Μπέργκμαν.
Ωστόσο ας μην γελιόμαστε· ναι μεν πρέπει να είμαστε η μόνη χώρα της υφηλίου που αμέσως μετά το τέλος του τελικού του φετινού Euro είχε απίκο διαιτητοκριτικό να πει ότι στο γκολ έκανε φάουλ ο Τόρες, αλλά το χάρισμα αυτό υπήρχε στα γονίδια μας ακόμη και σε εποχές που ο Βαρούχας ήταν τζόβενο: μου έχει καρφωθεί στο μυαλό η σκηνή στο Μουντιάλ του 86, αμέσως μετά το γκολ που έβαλε ο Μαραντόνα στην Αγγλία. Βλέπαμε το ματς σε φιλικό σπίτι, όταν η πρώτη αντίδραση πατέρα φίλου μου ήταν να φωνάξει ότι ο Μαραντόνα έκανε φάουλ. Α, ναι· δεν μιλάω για το γκολ με το χέρι, αλλά για το άλλο, εκείνο με το πόδι.
(Κείμενο γραμμένο για το «SMS» της «SportDay»)
Αντί να αναζητώ τον Ερμή του κειμένου αποδεικνύομαι έρμαιο της επικαιρότητας ξανά, οπότε έμπλεος σοβαροφάνειας αποφαίνομαι:
Βλέποντας στο dvd αυτό το σοκαριστικό σκουπίδι που λέγεται «Sex and the City», κατάλαβα ότι είχα αδικήσει κατάφωρα την Μαρία την Άσχημη.
Που να καταρρεύσει η γουώλ στριτ ολόκληρη, το Μανχάταν ολόκληρο, που να φυλακιστούν όσες έχουν πάνω από τέσσερα ζευγάρια παπούτσια, που να πάθει όλος ο κόσμος της μόδας καρκίνο του μαστού, που να σας παρατάνε πάντοτε σύξυλες στα σκαλοπάτια του γάμου των ονείρων σας, που να καταργηθεί ο γάμος, που να απαγορευτούν δια νόμου τα νυφικά, που να στα φοράει Μιράντα ο άντρας σου περισσότερες φορές απ' τα φορέματά σου, που η μόνη Μιράντα που δεν θα προδώσει ποτέ άντρας να λέγεται Παπαδοπούλου.
Μόνη λύτρωση από αυτό το εκατό τοις εκατό γυναικείο σύμπαν, η μυσταγωγική καταβύθιση σε αυτό το εκατό τοις εκατό αντρικό, η μετάβαση δηλαδή από την βροντώδη παρακμή της Δύσης στο σταδιακό ημέρωμα της Άγριας Δύσης.
Για πολλοστή φορά αισθάνομαι την ανάγκη να αναφωνήσω ένα ουρανομήκες respect για την μανούλα μας την ελληνική γλώσσα, που έχει ποιήσει όλες της τις λέξεις εν σοφία. Παίρνω για παράδειγμα τη λέξη άγχος και τη γεύομαι στο στόμα μου, τη γεύομαι αρκετές μέρες τώρα, κι όσο τη γεύομαι καταλαβαίνω ότι ενώ ξεκινά από έναν αναστεναγμό, ενώ ξεκινά από ένα αχ, αντιλαμβάνεται ότι το αχ είναι υπερβολικά απλό, υπερβολικά ελλιπές, χρειάζεται το γάμα να μπει πριν το χι για να δημιουργήσουν ένα αγχώδες ηχητικά γχ, ένα γχ αποχρώσεως σαφώς μελανής, ένα γχ που είναι δεμένο σαν κόμπος, με αποτέλεσμα το άγχος να είναι κάτι σαν αναστεναγμός ανίκανος να λύσει έναν κόμπο, έναν κόμπο που θα λυθεί μόνο αφού κληθείς να αντιμετωπίσεις το γεγονός που σε αγχώνει, και παραδόξως όσο περισσότερο πλησιάζεις στη στιγμή που θα το αντιμετωπίσεις τόσο καλύτερα είναι, αφού το χειρότερο όλων είναι η αναμονή, η αναμονή είναι που δεν παλεύεται και όχι αυτά καθαυτά τα γεγονότα, στα γεγονότα ή ανταποκρίνεσαι ή όχι, πάντως συμβαίνουν και μετά δεν είσαι πια αγχωμένος, ό,τι είναι να συμβεί έχει συμβεί και είσαι ή καταπλακωμένος ή λυτρωμένος, πάντως όχι αγχωμένος, το γάμα έχει λυθεί από το χι και στην θέση που καταλάμβανε το άγχος βρίσκεται πια ή ένα άγος ή ο αχός της ανακούφισής σου.
Είναι ψέμα ότι η επέτειος του Πολυτεχνείου έχει μπαγιατέψει και ότι έχει πλέον ελάχιστο ψυχικό αντίκτυπο: κάθιδροι και τρεμάμενοι οι Αθηναίοι ναρκομανείς περιμένουν την ολοκλήρωση των εορταστικών εκδηλώσεων, προκειμένου να επιστρέψουν στον πεζόδρομο της Τοσίτσα, όπου καταθέτουν καθημερινά αντί για στεφάνια φιξάκια. Ο λευκός θάνατος δεν γεμίζει με κόκκινες πιτσίλες τη γαλανόλευκη, γεγονός που αποτελεί ένος είδους παρηγοριά για το μέσο πρεζόνι, αφού το προφυλάσσει από την βρυκολακικώ δικαίω αέναη φύλαξη του αίματός του από την ΠΑΣΠ.
Ενώ το «Seven» είναι μια ταινία που μιλάει για έναν κόσμο, όπου το αν αξίζει να ζεις παρουσιάζεται ως ζητούμενο και καθόλου ως δεδομένο, είναι ταυτόχρονα και ένα από εκείνα τα έργα που σε κάνουν να νιώθεις ότι άξιζε να ζήσεις και να τα δεις. Αυτό το παράδοξο του μετασχηματισμού της ασχήμιας σε ομορφιά και του πόνου σε ανακούφιση ονομάζεται ως γνωστόν «Τέχνη», αλλά αντί για τέχνη ας μιλήσουμε για τον Γουίλιαμ Σόμερσετ, τον ντετέκτιβ -που υποδύεται ο Μόργκαν Φρίμαν- ο οποίος ετοιμάζεται να βγει στη σύνταξη και τα μάτια του έχουν δει πάρα πολλά.
Ο Κάμμινγκς δεν παραδοξολογούσε όταν υπονόησε ότι οι πραγματικά υπερόπτες δεν ήταν οι αριστοκράτες ας πούμε, αλλά ο μέσος άνθρωπος. Αυτός ο τύπος ατόμου, για να ακριβολογούμε, ήταν σνομπ μόνο με τη λογοτεχνία. Όντως, κάθε που ο μέσος άνθρωπος άνοιγε κατά λάθος ένα σύγγραμμα χημείας, το ξανάκλεινε αναγνωρίζοντας αυθόρμητα, όσο και λογικά, ότι τα αινίγματα αυτής της κατηγορίας δεν ήταν δική του αρμοδιότητα· αν ωστόσο ξεφύλλιζε ένα μυθιστόρημα και διαπίστωνε ότι η αίσθησή του της κατανόησης άρχιζε να ταλαιπωρείται, αποσυρόταν σχεδόν προσβεβλημένος, με την υποψία ότι ο συγγραφέας επεδίωκε σαδιστικά να αποδείξει την ανεπάρκειά του (εκείνου, του αναγνώστη). Η στειρότητα μιας τέτοιας στάσης γεννούσε στους ανθρώπους τη διάθεση να σαρκάσουν τη «δυσκολία», συγκρίνοντάς τη με κρούσμα απάτης ή με κάποιου είδους ελιτίστικη πόζα και απαντώντας με μια δική τους πόζα συνειδητής περιφρόνησης ...
Δεν ήταν Πέρσης, δεν τον λέγαν Percy, ήταν από 'δω και τον λέγαν Πέρσι. Ο Πέρσις ανυπομονούσε να παίξει τον ρόλο του, τον τωρινό του ρόλο, έστω κι αν αυτός ήταν κομπάρσου, αφού ήξερε καλά ότι τα πρωταγωνιστιλίκια ανήκουν στο παρελθόν. Ρωτούσε συνεχώς στα παρασκήνια: «Πότε βγαίνω; Πότε βγαίνω;», μα όλο του έλεγαν να περιμένει. Περίμενε λοιπόν κι αυτός, περίμενε αφού άλλη επιλογή δεν είχε, περίμενε να του πουν το «Βγαίνεις». Μόλις άκουγε την πολυπόθητη λέξη θα σήμαινε ότι επιτέλους έβρεχε, κι αυτός πιστός στον γραμμένο ρόλο, χωρίς αυτοσχεδιασμό κανένα, θα έβγαινε στη βροχή, θα έβγαινε να γίνει μούσκεμα, αφού δεν θα κρατούσε ανοιχτή ομπρέλα, αλλά μια ανοιχτή βαλίτσα, μια βαλίτσα με τα έργα του, τα περσινά του έργα, αφού όλα πάνω του ήταν περσινά, από το όνομά του ως τον τρόπο που εισέπρατταν το όνομά του κι όσα εκείνο έλεγε, μια που τελικά δεν είχαν σημασία όσα έλεγε, αλλά το ότι τα έλεγε πέρσι, πέρσι που ήταν μια εποχή διατεθειμένη να τον ακούσει, αλλά οι εποχές περνούν, περίπου σαν την μαγεία των λέξεων, αφού η μαγεία έχει ημερομηνία λήξης, λήγοντας πρώτα απ' όλα μέσα σου, και δεν σε παραμυθιάζει πια όπως πέρσι, αφού ναι μεν όλα τα παραμύθια ξεκινούν με το «μια φορά κι ένα καιρό», μερικά όμως με «το μια φορά κι ένα καιρό» τελειώνουν κιόλας.



Σαν το παράπονο στη φράση «Change we need»
Ο μαύρος καπνός από τα καμμένα πανό απλώνεται πάνω από το ΟΑΚΑ και διακόπτει προσωρινά το παιχνίδι. Έχοντας δει πρόσφατα τον –απογοητευτικό- τέταρτο κύκλο του «Lost», τρομοκρατούμαι συνειδητοποιώντας ότι είναι φτυστός ο μαύρος καπνός του νησιού του Lost. Την ώρα λοιπόν που ο καπνός με καλύπτει είμαι προετοιμασμένος για τα χειρότερα. Ευτυχώς αυτά δεν συμβαίνουν και φεύγω από το γήπεδο σώος και αβλαβής, όπως σώοι και αβλαβείς φεύγουν και οι προπονητές των δύο ομάδων. Αφού δεν έχασαν.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς 2002: το πανελλήνιο αλλάζει χρόνο με την τελική αναμέτρηση ανάμεσα σε Πρόδρομο και Τσάκα. Ήμουν με Πρόδρομο. Και με φρίκη σκέφτομαι τώρα -όπως με φρίκη το συνειδητοποιούσα κι εκείνη τη στιγμή που το ένοιωθα- ότι την ώρα που ανακοινωνόταν το αποτέλεσμα είχα τρελό καρδιοχτύπι, ένα καρδιοχτύπι σχεδόν –κι όσο κι αν πονάει η λέξη πρέπει να το παραδεχτώ- πρωτόγνωρο.
Την ώρα που στα αθηναϊκά σινεμά παίζονται τα «Γόμορρα», οι πληροφορίες αναφέρουν ότι η ναπολιτάνικη Μαφία έχει εκδώσει συμβόλαιο θανάτου, με στόχο να έχει δολοφονηθεί ως τα Χριστούγεννα ο Ρομπέρτο Σαβιάνο, ο συγγραφέας του ομώνυμου βιβλίου.
Your movies are our movies.
Μια φορά κι ένα καιρό ήταν οι Τράπεζες.