Τετάρτη, Νοεμβρίου 26, 2008

Νεκροφιλία

O «Δεσμώτης του Ιλίγγου» κλείνει τα πενήντα του κι ένα διπλό dvd με πλούσια πρόσθετα και επανεπεξεργασμένη (επί διετία) κόπια με ζαλίζει τις τελευταίες νύχτες.
Ο Τζέιμς Στιούαρτ ερωτεύεται την Κιμ Νόβακ. Αυτή είναι μισότρελη και αυτοκτονική και αναλαμβάνει να την προσέχει. Δεν τα καταφέρνει κι αυτή αυτοκτονεί. Παθαίνει νευρική κατάθλιψη και κλείνεται σε νοσοκομείο. Ένα χρόνο μετά ξαναβγαίνει. Είναι υποτίθεται πια καλά.
Ξανασυναντά τυχαία μια γυναίκα που είναι φτυστή η γυναίκα που ερωτεύτηκε.
Για την ακρίβεια θα ήταν φτυστή αν δεν ήταν έτσι τα μαλλιά της,
έτσι το μέικ απ της,
έτσι τα ρούχα της,
έτσι τα παπούτσια της.
Της ζητά να αλλάξει.
Να αλλάξει τα μαλλιά της.
Να αλλάξει το μέικ απ της.
Της παραγγέλνει ακριβώς τα ίδια φορέματα.
Της παραγγέλνει ακριβώς τα ίδια παπούτσια.
Όταν η μεταμόρφωση είναι σχεδόν ολοκληρωμένη εκείνη γυρνά από το κομμωτήριο. Όχι. Γιατί τα μαλλιά σου δεν είναι περασμένα πίσω; Δεν μου πήγαιναν. Πέρασε τα πίσω όπως σου έδειξα, σε παρακαλώ. Τότε επιτέλους θα με αγαπάς; Ναι. Δέχεται. Πηγαίνει στο μπάνιο. Ο Χίτσκοκ λέει στις συνομιλίες του με τον Τριφό, ότι αυτή η τελευταία απαίτηση είναι σαν να της ζητά να ολοκληρώσει το στριπτήζ της πετώντας και το εσώρουχο. Γι΄αυτό και πάει στο μπάνιο. Για να του γυρίσει γυμνή. Ο Χίτσκοκ λέει ακόμα ότι όλη αυτή η εμμονή είναι σχεδόν νεκροφιλία.
Ο Χίτσκοκ κάνει λάθος. Η εμμονή του Στιούαρτ δεν είναι διαστροφική, η εμμονή του Στιούαρτ δεν είναι καν πρωτότυπη. Προτού συναντησει την γυναίκα με τα μαύρα μαλλιά, μόλις έχει βγει από το νοσοκομείο και μια σειρά από πλάνα μας τον δείχνουν να γυρνά στα μέρη που τον συνέδεαν με εκείνη. Στην γκαλερί ζωγραφικής που την παρακολουθούσε. Στο εστιατόριο που την πρωτοείδε. Γυρνά και ξαναγυρνά στα μέρη που τον συνδέουν με τον έρωτα που έχασε. Για να ξανανιώσει το αίσθημα. Για να πειράξει την πληγή. Για να θυμηθεί. Για να νοσταλγήσει. Όχι μόνο δεν κάνει κάτι διαφορετικό, αντίθετα κάνει αυτό που κάνουν όλοι. Και νά που εκεί που γυρνά βλέπει έξαφνα μια που είναι τόσο μα τόσο όμοια.
Αν πρόκειται για νεκροφιλία, πρόκειται για την οικουμενική νεκροφιλία των νεκρών ερώτων.
Παραδομένος στην γλυκόπικρη απελπισία του ο Στιούαρτ βρίσκεται -εντελώς προσδοκώμενα μα και εντελώς απροσδόκητα- εκεί που ο καθένας που βρέθηκε κάποτε στη θέση του λαχτάρησε να βρεθεί: την έχει πάλι κοντά του, πάλι πρόθυμη.
Μόνο που είναι λίγο διαφορετική. Να μην την αλλάξει; Ποιός δεν θα την άλλαζε; Ποιός δεν θα πείραζε το τώρα αν μπορούσε να το μετατρέψει στο παρελθόν της αρχής του τρελού του έρωτα; Την έχει δική του. Ε και; Δεν του αρκεί. Θέλει όλα να ξαναγίνουν όπως πρώτα.
Αν πρόκειται για νεκροφιλία, πρόκειται για την οικουμενική νεκροφιλία του νεκρού παρελθόντος, η οποία δεν αφορά μόνο τους έρωτες αλλά τα πάντα που ανήκουν στο παλιά, για την νεκροφιλία που την φωνάζουμε ευφημιστικά νοσταλγία.
Να μπορούσαμε να γυρίσουμε πίσω τον χρόνο και να του φορέσουμε τα ρούχα και το πρόσωπο των αναμνήσεών μας. Ο Στιούαρτ μπορεί. Εξού κι η λάμψη στο μάτι του, εξού και η παράδοσή του σε αυτό το όραμα της μεταμόρφωσης. Η παράλογη λαχτάρα του Στιούαρτ είναι η παράλογη λαχτάρα του καθενός μας, η αντικειμενικά αδύνατο να πραγματοποιηθεί λαχτάρα του καθενός μας είναι η λαχτάρα του Στιούαρτ που αυτήν τη στιγμή θα ικανοποιηθεί:
η Κιμ Νόβακ βγαίνει από το μπάνιο με τα μαλλιά της περασμένα πίσω,
επιστρέφει από τους νεκρούς,
επιστρέφει μέσα σε μια κόκκινη ομίχλη,
ολοκληρωμένη, άρτια, τέλεια,
φτιαγμένη όχι όπως ήταν στ' αλήθεια,
αλλά όπως ακριβώς την θυμόταν
κι είναι έρωτας και παρελθόν μαζί,
έρωτας και παρόν μαζί.

35 Comments:

At 11/26/2008 04:37:00 μ.μ., Blogger Unknown said...

και μελλον χωρις ερωτα.

ναϊς.

 
At 11/26/2008 04:40:00 μ.μ., Blogger Rodia said...

Εργάρα όμως, ε;
Πότε θα δεις και το "Θυρωρό της νύχτας" που εξακολουθεί να με ζαλίζει;

 
At 11/26/2008 06:19:00 μ.μ., Anonymous Ανώνυμος said...

Αν κάθε άτακτη διασταύρωση συνειρμών οδηγούσε στην άβυσσο του ηλεκτρισμένου συμβολικού συστήματος εντός του οποίου παραμιλούσε ο Καρούζος, τότε θα ήταν εξαιρετικό και κάθε ποίημα που δημοσιεύτηκε τα τελευταία 60 χρόνια, δηλαδή όλα τα ποιήματα πλην αυτών του Αναγνωστάκη και του Χριστιανόπουλου. Υπάρχουν όμως δυο ειδών κώδικες: οι κώδικες που είναι περίπου αδύνατον να αποκρυπτογραφηθούν και οι οποίοι διασφαλίζουν έτσι το απρόσιτο του κωδικοποιημένου μηνύματος και οι κώδικες που είναι δεκτικοί αποκρυπτογράφησης, αρκεί να τους δώσεις λίγο περισσότερη προσπάθεια και προσοχή από τη συνήθη ή και να έχεις αποκτήσει μια εξοικείωση με τον τρόπο γραφής του συγγραφέα. Στη δεύτερη αυτή περίπτωση αντί για ελιτισμό που αποκλείει τον άλλο, έχουμε μάλλον μια πρόσκληση προς τον αναγνώστη να δοκιμάσει να ανέβει ένα σκαλί παραπάνω και να γίνει κι αυτός κοινωνός της ομορφιάς του κειμένου.

 
At 11/26/2008 07:08:00 μ.μ., Anonymous Ανώνυμος said...

Χαίρομαι που σου αρέσει ο Χίτσκοκ!

Έχεις διαβάσει το εκπληκτικό βιβλίο ΤΡΥΦΩ-ΧΙΤΣΚΟΚ, που είναι μια σειρά από εκτεταμμένες συνεντευξεις του Άλφρεντ στον Φρανσουά όπου ο εγγλέζος μαιτρ αποκαλυπτει τα μυστικά της τεχνης του στο γάλλο;

Απόλαυση!

Υπάρχει από χρόνια και στα ελληνικά. Εκδόσεις Υψιλον.

θριλεράκιας

 
At 11/26/2008 08:34:00 μ.μ., Anonymous Ανώνυμος said...

ΠΡΟΣΦΕΡΑ ΜΙΑ ΝΕΑ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

Συνέντευξη: ΧΑΡΗΣ ΒΛΑΒΙΑΝΟΣ
Επιμέλεια: ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΧΙΝΑ

Είναι φυσικό για μας να μιλήσουμε, αλλά, μια και θα δημοσιοποιηθεί αυτή η συζήτηση, θα ήθελα να παρακαλέσω να διατηρηθεί και στο κείμενο ο ενικός αριθμός. Η ελληνική γλώσσα δεν έχει πληθυντικό αριθμό, όταν η αναφορά γίνεται σε ένα πρόσωπο. Ας δούμε τους Πλατωνικούς διαλόγους. Δεν λένε οι συνομιλητές στον Σωκράτη «Χαίρετε, τι κάνετε, Σωκράτη;» ούτε ο Σωκράτης αποκρίνεται «Καλά, εσείς πώς είσθε». Ο πληθυντικός είναι ευρωπαϊκή εισβολή στην ελληνική γλώσσα – ας μιλήσουμε λοιπόν στον ενικό, που είναι ο σωστός και ουσιαστικός αριθμός.

Για να αρχίσουμε λοιπόν: Σε τι αποδίδεις αυτή τη στροφή που έχει παρατηρηθεί τα τελευταία χρόνια προς την ποίηση σου τόσο από μια μεγάλη μερίδα των λογοτεχνικών περιοδικών και του Τύπου όσο και από μια πλευρά του αναγνωστικού κοινού;
Νίκος Εγγονόπουλος: Είναι γεγονός ότι τα τελευταία δέκα χρόνια το ποιητικό μου έργο διαβάζεται περισσότερο, αν και, τουλάχιστον, οι αποτιμήσεις της κριτικής είναι πενιχρές. Εν πάση περιπτώσει τα τελευταία – δέκα να πούμε; ίσως είναι λιγότερα- χρόνια διεξάγεται μια γόνιμη συζήτηση γύρω από το ποιητικό μου έργο. Το βρίσκω και φυσικό και λίγο… καθυστερημένο, αν θέλεις – αλλά στην Ελλάδα οι καθυστερήσεις είναι νόμος της πνευματικής ζωής.

Μπορείς να εντοπίσεις κάποιους λόγους που προκαλούν αυτή την καθυστέρηση;
Νίκος Εγγονόπουλος: Πάντοτε και για όλους υπάρχει μια συνωμοσία σιωπής. Αλλά τίποτα που αξίζει δεν χάνεται. Γι’ αυτό και οι οποιοιδήποτε συνωμότες σιωπής χρεοκοπούν στο τέλος.

Οι περισσότεροι μελετητές του έργου σου νομίζω πως σε κατατάσσουν με μεγάλη βεβαιότητα στους μεταφυσικούς ποιητές. Εσύ αποδέχεσαι αυτόν τον χαρακτηρισμό;
Νίκος Εγγονόπουλος: Όχι. Για μένα η μεταφυσική είναι υπόθεση της πορείας του ανθρώπου μετά το ζώο, μετά-τη-φύση, δηλαδή της πορείας του ανθρώπου μέσα στη σκέψη. Μόνο μ’ αυτή την έννοια είμαι μετα-φυσικός, αλλά μεταφυσικός εγκόσμιος. Βέβαια, χρησιμοποίησα σύμβολα θρησκειών στην ποίηση μου, κι έτσι ορισμένοι επιφανειακοί κριτικοί άρχισαν να λένε τα δικά τους: «ο θρησκευτικός ποιητής» κ.λ.π. Θρησκευτικότητα, όμως, είναι όλη η ζωή, και τα ’χω πει από παλιά αυτά τα πράγματα. Δεν με νοιάζει λοιπόν η επιπολαιότητα των κριτικών, άλλωστε εκείνοι που έχουν μάτια βλέπουν, όπως λέει και η λαϊκή έκφραση, όσοι έχουν μάτια και μυαλό διαβάζουν και, έστω κι αν είναι λίγοι, κάνουν ορθές αποτιμήσεις αναφορικά με τη μεταφυσική διάσταση στο ποιητικό μου έργο.

Έχει επισημανθεί από πολλούς μελετητές του έργου σου πως υπάρχει στην ποίηση σου κάποια ροπή προς την ιστορία και τη φιλοσοφία, κάποια συγγένεια με την αρχαιοελληνική σκέψη. Αν το δεχτούμε αυτό, ποια νομίζεις πως είναι η σχέση της ποίησης με τη φιλοσοφία και την ιστορία;
Νίκος Εγγονόπουλος: Υπάρχει μια σχέση, φυσικά, αλλά η ποίηση δεν είναι φιλοσοφία ούτε ιστορία. Μπορεί όμως να αντλήσει και από τις δύο. Τώρα το τι αντλεί είναι υπόθεση του κάθε ποιητή ξεχωριστά και υπόθεση του αναγνώστη –του ανεπτυγμένου αναγνώστη, βέβαια- να διακρίνει σε κάθε συγκεκριμένο ποίημα τα κέρδη από τη σχέση αυτή αλλά και τις τυχόν απώλειες. Απώλειες, θα μου πεις; Βέβαια, γιατί περισσότερο και από την ιστορία η φιλοσοφία μπορεί να σε ζημιώσει. Κινείται συνεχώς μέσα στο αφηρημένο, ενώ η ποίηση κινείται πάντοτε μέσα στον συγκεκριμένο κόσμο, μέσα στις εικόνες. Επομένως ο ποιητής πρέπει να είναι ικανός ακροβάτης για να κερδίσει από την όποια του φιλοσοφική θεμελίωση. Το αν εγώ είμαι ικανός ακροβάτης το αφήνω στον αναγνώστη, στον κριτικό, στον μελετητή.

Η συζήτηση μας φέρνει αναπόφευκτα στην πολιτική. Θυμάμαι τώρα μια στροφή σου: «Είναι άλλο ο κομουνισμός του κόμματος κι άλλο η θλίψη και η μελαγχολία μου στο αλτάρι της ιδέας». Και μια ακόμη: Πρέπει να θανατώσουμε τις κοσμοθεωρίες. Είναι όλες μητρομανείς». Πιστεύεις ότι ένας ποιητής οφείλει να υπηρετεί συνειδητά το όραμα που η ιδεολογική του τοποθέτηση επιβάλλει, ή έστω του υποβάλλει, ή η καλλιτεχνική δημιουργία αυτή καθεαυτή συνιστά έναν τρόπο καίριας παρέμβασης στα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα;
Νίκος Εγγονόπουλος: Ξέρεις ότι εγώ δεν ανήκω σε ιδεολογίες. Αλλά δεν μπορώ να παρακάμψω τη μεγάλη συμβολή του Καρλ Μαρξ στις ανατρεπτικές και ριζικές επαναστατικές αναμορφώσεις του 20ού αιώνα. Εγώ πιστεύω στο διαιώνιο ηθικό αίτημα, και το ότι οι μαρξιστές δεν το πολυδέχονται με αφήνει αδιάφορο. Θεωρώ λοιπόν ότι ο μαρξισμός, αν και έχει λήξει σαν θεώρημα και ανεξάρτητα από τις παταγώδεις διαψεύσεις του που βιώνουμε σήμερα –και εδώ και μερικές δεκαετίες, άλλο αν δεν τις έβλεπαν οι εθελοτυφλούντες κομματικοί-, πρόσφερε τεράστια ώθηση προς το ηθικά σωστότερο της πανανθρώπινης κοινωνίας – και αυτό φτάνει. Η ζωή δεν υπάρχει για να επαληθεύει θεωρίες, οι θεωρίες υπάρχουν για να ενισχύσουν τη ζωή, έστω και με τα λάθη τους, προς το καλύτερο. Και από αυτή την άποψη είμαι μεγάλος θαυμαστής των επαναστατικών ζυμώσεων και ανατροπών του αιώνα μας. Αλλά σε ιδεολογίες δεν εντάσσομαι. Κερδίζω από αυτές – κερδίζω εννοιολογικά, στην ιστορική μου στάση, αλλά δεν ενσωματώνομαι. Δεν είμαι μέλος. Δεν είμαι οπαδός. Κι αυτή η πνευματική αρχή διέπει όλη την προσωπική μου ύπαρξη. Δεν ανήκω σε λογοτεχνικές εταιρίες, αν και πολλές από αυτές με έχουν καλέσει να γίνω μέλος. Θα μου πεις, «Είσαι αλαζόνας;». Όχι. Αλλά δεν μπορώ να επωμιστώ αποφάσεις συνελεύσεων που πιθανόν να μην εγκρίνω. Θέλω να είμαι μόνος μου και να φέρω απεριόριστα την υπαρξιακή μου ευθύνη.

Ας πάμε τώρα κάπου αλλού. Η ποίηση σου, πιστεύω, στάθηκε πάντα μια πρόκληση σε κάθε λογής κατεστημένο – πολιτικό, ποιητικό, κοινωνικό, ηθικό. Ποια είναι αυτή η στάση ζωής που έχει ως συνέπεια να λειτουργεί ο ποιητικός λόγος με αυτόν τον ανατρεπτικό τρόπο;
Νίκος Εγγονόπουλος: Έχω την ιδέα ότι κάθε ποιητής άξιος του ονόματός του είναι σε αντιδικία με το σύμπαν. Αυτό σημαίνει πως είναι ανατρεπτικός. Γιατί; Μα επειδή ο κόσμος δεν είναι ο κάλλιστος των δυνατών κόσμων, δεν είναι –κατά τη δική μου κρίση και νομίζω την κρίση όλων των δραματικών ποιητών- καλλιεπής. Το λέει, άλλωστε, αυτό και η σύγχρονη φυσική. Πρόκειται για έναν κόσμο αποσπασματικό, χωρίς ολοκληρία, θεωρητική τουλάχιστον, που εμπλέκει τη συνείδηση –και κυρίως την ποιητική, που είναι συνείδηση προς το μαγικό, προς το εκστατικό, αν θέλεις- σε δυσφορία και ένα είδος αντιπαλότητας. Με αυτή την έννοια δεν μπορεί –το ξαναλέω- κανένας ποιητής με δραματική διάσταση να τα ’χει καλά με το σύμπαν, πολλώ μάλλον με ένα δύστυχο κατεστημένο τύπου Ελλάδας.

Σίγουρα θα υπάρχουν κάποιοι ποιητές. Έλληνες ή ξένοι, των οποίων το όραμα ή η στάση ζωής βρίσκονται κοντά στο δικό σου. Στην ποίηση σου παρελαύνουν πολλά πρόσωπα. Θα ήθελες να εντοπίσουμε κάποιες συγγένειες;
Νίκος Εγγονόπουλος: Δύσκολη η απόκριση σ’ αυτό το ερώτημα, γιατί πρέπει να συμμαζέψω την όποια μου παιδεία και την όποια μου εμπειρία. Πάντως, μπορώ να ονομάσω ποιητές που νιώθω να συγγενεύω μαζί τους τον Baudelaire, τον Rimbaud, τον Jule Laforge, τον Holderlin, τον Apollinaire, τον Σολωμό και τον Καβάφη και πολλούς ακόμη κορυφαίους Νεοέλληνες.

Βλέπεις σ’ αυτούς κάποια στάση ζωής ανάλογη με τη δική σου;
Νίκος Εγγονόπουλος: Τι να πω τώρα; Αναγκαστικά πρέπει να ευλογήσω τα γένια μου, να πω πράγματα υπέρ εμού.

Να πεις.
Νίκος Εγγονόπουλος: Ε, ναι, νομίζω ότι συγγενεύω με ποιητές πολύ θυσιασμένους, πολύ χτυπημένους, που ο περίγυρος, των λογίων ιδιαίτερα, επήγε να τους αλαλιάσει, να τους εξοντώσει – και βέβαια δεν τα κατάφερε. Αλλά ας μην προχωρήσω, γιατί θα οδηγηθώ προς την αλαζονεία και δεν μου αρέσει.

Νίκο, έχεις χαρακτηρισθεί «πολύγαμος» ή «τοξικομανής των λέξεων». Έγραψαν ότι «περπατάς και βήχεις με επιφωνήματα». Πώς βλέπεις εσύ αυτούς τους χαρακτηρισμούς;
Νίκος Εγγονόπουλος: Δεν απέχουν πολύ από την πραγματικότητα. Στο σπίτι μου λέω μεγαλόφωνα φράσεις, λέξεις, διάφορα. Να σκεφτείς, κάποτε που δοκίμαζα στίχους με δυνατή φωνή για να πω τη ροή των λέξεων, η θυρωρός, που σκούπιζε έξω από την πόρτα μου, εανησύχυσεν και μου χτύπησε για να ρωτήσει μήπως μου συμβαίνει κάτι.

Αυτό που σκέφτομαι πάντα όταν διαβάζω την ποίηση σου, είναι ότι χρησιμοποιείς μια γλώσσα διαχρονική αλλά με τέτοιον τρόπο που την κάνεις καθημερινή. Χρησιμοποιείς λέξεις που έχουν, ας πούμε, αχρηστευτεί, επαναφέροντας τες στη ζωή, αλλά φτιάχνεις και δικές σου λέξεις, που τις κάνεις να ηχούν οικείες.
Νίκος Εγγονόπουλος: Κάποτε μου έλεγε κάποιος –και πολύ μου άρεσε- ότι οι λέξεις που φτιάχνω είναι σαν να προκύπτουν από το λεξικό. Είναι τόσο φυσικές, μου έλεγε, που αισθάνεται κανείς την ανάγκη να τις αναζητήσει στο λεξικό.

Νομίζεις ότι είναι υποχρέωση του ποιητή η ανανέωση του γλωσσικού ιδιώματος;
Νίκος Εγγονόπουλος: Βέβαια. Είπαμε πως η ποίηση είναι γλώσσα. Η ανανέωση του λεκτικού, όμως, είναι το μυστικό του ποιητή – δεν έχει συνταγή.

Βλέπεις να έχουν σημειωθεί κάποιες ανακατατάξεις στον ποιητικό χώρο από τη στιγμή που πρωτοεμφανίστηκε ώς σήμερα;
Νίκος Εγγονόπουλος: Ναι, κάποιες. Αλλά με βήμα σημειωτόν. Και είναι στη δική μου γενιά που αποδίδεται αυτό το βήμα σημειωτόν και όχι στους νεότερους ή νεότατους. Πού οφείλεται; Στη δημοσιογραφική κριτική που κυριαρχεί αφθόνως και ακαταλόγιστα στον ελληνικό χώρο και που, κατά τον νόμο της χιονοστιβάδας –ο ένας παίρνει τη σκυτάλη από τον άλλο- θυμιατίζει με τεράστια, βουλγάρικα θυμιατά την παλιά γενιά, τη γενιά του ’30.

Σ’ ένα ποίημα σου υπάρχει ο στίχος: «Ο ποιητής, κύριοι, περισσεύει». Αισθάνθηκες ποτέ περιττός;
Νίκος Εγγονόπουλος: Με έχουν κάνει να αισθάνομαι περιττός. Ίσως γιατί ζω σε μια δυτική κοινωνία. Ο δυτικός πολιτισμός είναι πιο υποκριτικός: κόπτεται υπέρ της πνευματικής δημιουργίας με κραυγές «να σώσουμε το πνεύμα!» ή καταφεύγοντας σε μια ανιαρή ρητορεία γύρω από τη δημιουργία, ενώ στην ουσία ουδόλως ενδιαφέρεται. Δεν τους νοιάζει τίποτα, σ’ το λέω εγώ με υπογραφή, καθώς λέει κι ο λαός. Κι επειδή δεν μπορούν να το παρακάμψουν, το πνεύμα το ανέχονται και το εντάσσουν.

Ας αφήσουμε όμως τον δυτικό πολιτισμό να ναρκισσεύεται και να εντρυφεί στα γλωσσικά του παιχνίδια και ας έρθουμε στον τόπο μας. Νομίζω ότι κάθε ποιητής κουβαλά μέσα του τη δική του Ελλάδα – αυτή είναι που τον βοηθά να γράψει και σ’ αυτήν απευθύνεται. Ποια είναι η δική σου Ελλάδα;
Νίκος Εγγονόπουλος: Η Ελλάδα της γλώσσας. Αυτής της τρισχιλιόχρονης γλώσσας, που κατά το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό της, από άποψη λεξιλογίου, έρχεται μέσα απ’ τα βάθη του καιρού. Γι’ αυτό, όπως παρατήρησες και πιο πριν, είμαι γλωσσικά διαχρονικός. Αυτή η γλώσσα, η εκπληκτικά πλούσια, είναι μια γλώσσα δαιμονιακή, μεγάλης μουσικότητας, αν ξέρει να χειριστεί τις δομές του λεκτισμού ο λέγων ή ο γράφων.

Άρα δεν χρησιμοποιείς την ελληνικότητα ως άλλοθι, όπως άλλοι, αλλά ως υπόδειγμα γραφής.
Νίκος Εγγονόπουλος: Ακριβώς. Ελάχιστες είναι οι αναγωγές μου σε πρόσωπα και σε θεωρήματα. Γιατί αυτό που μ’ ενδιαφέρει ήταν να κερδίσω αυτή την εκστατική λακωνικότητα που χαρακτηρίζει τον θησαυρό της ελληνικής γραμματείας, αρχίζοντας από τα ορφικά, περνώντας από το Βυζάντιο και την Τουρκοκρατία και φτάνοντας ώς το σήμερα.

Μήπως γύρω απ’ αυτόν τον άξονα περιστρέφεται, τελικά, η ποίηση σου;
Νίκος Εγγονόπουλος: Εγώ πρόσφερα στους Έλληνες –αν είναι επιτρεπτό να πω κάτι υπέρ εμού- μια νέα συνείδηση της ελληνικής γλώσσας. Αυτό το έχουν καταλάβει ελάχιστοι. Θα το καταλάβουν περισσότεροι στο μέλλον, και μ’ ενδιαφέρει να το καταλάβουν οι Έλληνες της ουσίας. Δεν με νοιάζουν εμένα τα κατεστημένα. Αυτοί είναι κομπλεξικοί τύποι, αβυσσαλέοι. Δεν βρίσκεις άκρη μ’ αυτούς, όλοι τους θέλουν ψυχοφάρμακα. Μ’ ενδιαφέρει ο ουσιαστικός Έλληνας – κι αυτός υπάρχει.

Ας πάμε τώρα κάπου αλλού. Στο ποίημα σου «Ρομαντικός Επίλογος» από τη συλλογή σου Πενθήματα προειδοποιείς τον αναγνώστη πως η ποίηση προϋποθέτει μια ρήξη – και συγκεκριμένα μια ρήξη με το σώμα. Αυτό με κάνει ν’ αναρωτιέμαι τι είδους ανάγνωση υπαινίσσεσαι καταρχήν στο ποίημα και πώς θα ήθελες να είναι αυτός ο αναγνώστης.
Νίκος Εγγονόπουλος: Η ρήξη με το σώμα δεν είναι ηθικής τάξεως έκφραση ή αίτημα, είναι οντολογικής, υπαρξιακής τάξεως. Έχει την έννοια πως η ανθρώπινη, η σκεπτόμενη οντότητα πρέπει απαραίτητα –από πνευματική άποψη απαραίτητα- να προχωρήσει στο άπειρο, στο άπειρο της ίδιας της της ύπαρξης. Και για να γίνει αυτό πρέπει το σωματικό περίβλημα να ξεχαστεί. Πρέπει το σώμα να ξεχαστεί, να λησμονηθεί για να λάμψει η ορμή, η εσώψυχη ορμή προς το άπειρο.

Ταυτόχρονα, όμως, μια ανάλογη ρήξη βιώνει και ο ποιητής. Στην ποίηση σου υπάρχει ένα σώμα που φθείρεται, που καταστρέφεται, που πεθαίνει εξυπηρετώντας τις ανάγκες της ποίησης που βγαίνει μέσα απ’ αυτό το σώμα. Είναι αναγκαία αυτή η θυσία;
Νίκος Εγγονόπουλος: Είναι μοιραίο αυτό να γίνει. Ύστερα από κάθε βιβλίο που δημιουργώ και τυπώνω γκρεμίζομαι και περισσότερο σαν σωματική και ψυχονοητική ύπαρξη. Συνεπάγεται φθορά η γνήσια δημιουργία και θυσίες. Αλλιώς δεν μπορεί να γίνει.

Νομίζω ότι στα ποιήματα σου υπάρχει μια στάση θανάτου. Θυμάμαι τον στίχο σου: «Όσο κρατήσει η ζωή /κρατεί κι ο θάνατος» ή «Το υλικό μου είναι ο θάνατος». Αποτελεί σημείο αναφοράς για τον ποιητή ο θάνατος;
Νίκος Εγγονόπουλος: Γενικά για τον σκεπτόμενο άνθρωπο είναι σημείο αναφοράς. Δεν είναι αστείο. Φεύγεις και τα χάνεις όλα. Θα μου πεις, «Και τι σημαίνει αυτό;». Τίποτε, αφού πεθάνεις. Ενόσω όμως υπάρχεις –όσο κρατήσει η ζωή- το πράγμα είναι οδυνηρό. Ο Επίκουρος έλεγε ότι ο θάνατος δεν μας αφορά, γιατί ενόσω ζούμε δεν υπάρχει και όταν επέλθει δεν έχουμε τη συνείδηση για να πονέσουμε. Αυτό, βέβαια, είναι τετράγωνο από άποψη λογική. Να, όμως, που η υπαρξιακή συμπεριφορά το θέλει αλλιώς, κι έχουμε τον φόβο του θανάτου. Το ’χω γράψει σ’ ένα ποίημα: ο θάνατος είναι φόβος, δεν είναι θάνατος. Δεν αποτελεί, βέβαια, πνευματική επιτυχία να είσαι μέσα στον φόβο. Αλλά οφείλεις να το λες.

Πιστεύεις όμως ότι με τη δημιουργία υπονομεύεις τον θάνατο; Η ποίηση δεν τον αναιρεί με τον τρόπο της;
Νίκος Εγγονόπουλος: Λέει ο Dylan Tomas: «Και το βασίλειο του θανάτου θα καταργηθεί». Τι ωραίος στίχος! Αυτή η κατανίκηση όμως μέσα από το πνεύμα είναι η επιβίωση του ποιητή στις επερχόμενες γενιές, η ελπίδα της διάρκειας. Το άτομο απέρχεται. Λυπάμαι πολύ, λυπάμαι πρώτα για τον εαυτό μου, βέβαια, αλλά το άτομο απέρχεται. Δεν βαριέσαι!

 
At 11/26/2008 09:02:00 μ.μ., Anonymous Ανώνυμος said...

έχει πολλά ψυχολογικά προβλήματα ο μικρός φασίστας

νομίζει ότι πρέπει να διακρίνει τα άσχημα συναισθήματα (νάχει καλύτερα άραγες...) σε κάτι άγνωστο και σε συνειρμούς

τους συνειρμούς μετά να τους διακρίνει σε διασταυρούμενους και μη διασταυρούμενους

ακολούθως δε να πάει εκεί πέρα και να κάμει άλλη μία διάκριση της αφόρητης καταστάσεως σε τακτική και άτακτη

με όλα τα κριτήρια του φασισμού του σε πλήρη αισθητική λειτούργηση

με φανεροπαρανοϊκά πράγματα για συμβολισμούς και απύθμενες ψυχολογικές κακοποιήσεις

ύστερα τι κάνει
λέει για το κείμενο του εαυτού του, όχι βέβαια για τον ποιητή, ότι όμορφο είναι, και ότι θα πρέπει εσύ όχι να υπάρχεις μέσα στη γλώσσα, πράγμα απαράδεχτο και χυδαίο γι' αυτόν, αλλά να καταλαβαίνεις που πρέπει να καταλάβεις τα συναισθήματά του όταν μιλεί

να είσαι ο άνθρωπος ανθρωπότητα σε ένα τίποτα που μεταχειρίζεται τη γλώσσα για να δημοσιογραφήσει

δηλαδή: να συυλάβεις πόσο καλός άνθρωπος θα έπρεπε να είναι στα μάτια σου ο επαγγελματίας

δεν είναι ένα φασιστικό πραγματάκι βρε μικρούλη φασιστούλη το πράγμα σου αυτό;

 
At 11/26/2008 09:04:00 μ.μ., Anonymous Ανώνυμος said...

της ομορφιάς του κειμένου μμμμμ

 
At 11/26/2008 09:41:00 μ.μ., Blogger Chaca-Khan said...

φοβάμαι..

 
At 11/26/2008 11:45:00 μ.μ., Anonymous Ανώνυμος said...

Μπορεί τώρα να αρέσκεσαι να απολαμβάνεις ιταλικά, ωστόσο, αν και διαφωνώ σε πολλά, συμμετέχω όμως θερμά στο Σήμα που οι περισσότεροι την στιγμή αυτή δίδουν για άνοιγμα των ΓΚΟΛ/ΠΟΣΤ δηλ. για ακόμη περισσότερα ΓΚΟΛ!!!

 
At 11/27/2008 12:20:00 π.μ., Anonymous Ανώνυμος said...

ΔΕΣΜΩΤΗΣ ΤΟΥ ΙΛΙΓΓΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΜΕΤΑ ΤΟ ΕΠΙΚΟ 0-1 ΕΠΙ ΤΗΣ ΠΡΩΤΑΘΛΗΤΡΙΑΣ ΙΤΑΛΙΑΣ ΙΝΤΕΡ!

ΕΙΣΑΙ ΓΙΑ ΕΛ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ;

pao forever

 
At 11/27/2008 01:55:00 π.μ., Blogger Old Boy said...

Θριλεράκια, ναι, το έχω αυτό το βιβλίο και το αγαπώ.
Chaca-Khan, τι φοβάσαι;
Του έοντος, εγώ έγραψα κάτι όμορφο - εσύ ξανά ασυναρτησίες, εγώ έγραψα κάτι όμορφο - εσύ ξανά ασυναρτησίες,εγώ έγραψα κάτι όμορφο - εσύ ξανά ασυναρτησίες, εγώ έγραψα κάτι όμορφο - εσύ ξανά ασυναρτησίες. Σκύλιαζε λοιπόν όσο θες μαζί μου, εγώ χάρηκα που έγραψα κάτι που μου άρεσε και στην τελική αν είναι αυταπάτη, προτιμότερο να αυταπατάται κανείς για το περιεχόμενο των όσων γράφει παρά να σκυλιάζει και να σκυλιάζει και να σκυλιάζει με τα όσα γράφουν οι άλλοι.
Και τέλος για τους δύο τελευταίους σχολιαστές ένα έχω να πω: παόολεολέ - πάολεολέ παολέ παολέ παολέο παόολεολέ - πάολεολέ παολέ παολέ παολέο, παόολεολέ - πάολεολέ παολέ παολέ παολέο, παόολεολέ - πάολεολέ παολέ παολέ παολέο.

 
At 11/27/2008 02:01:00 π.μ., Anonymous Ανώνυμος said...

σόρρυ ρε μωρό μου σόρρυ

 
At 11/27/2008 02:32:00 π.μ., Blogger greekgaylolita said...

Τι μου θυμισες αγαπητε..

1
2
3
4
5

 
At 11/27/2008 02:58:00 π.μ., Blogger Old Boy said...

Εξαιρετικά :)
Και καλύτερο όλων στα μάτια μου το 2.

 
At 11/27/2008 11:49:00 π.μ., Anonymous Ανώνυμος said...

Old Boy,

το βιβλίο που σου είπανε, θα ξέρεις ίσως ότι το έχει μεταφράσει ένας βαμμένος καραβάζελος και το επιμελήθηκε ένας βαμμένος καραγαύρος!

Ο Χίτσκοκ ενώνει το λαό και καταπραϋνει τις αντιθέσεις!

:-))

 
At 11/27/2008 04:34:00 μ.μ., Anonymous Ανώνυμος said...

Συγνώμη old-boy μου.

 
At 11/27/2008 05:44:00 μ.μ., Anonymous Ανώνυμος said...

Έχετε τόσο πολύ χρόνο για να τον χάνετε με ατέλειωτες μπουρδολογίες; Γιατί δε γράφετε τίποτα χρήσιμο; Συνταγές μαγειρικής, συμβουλές ομορφιάς, ερωτικούς συνδυασμούς.

 
At 11/27/2008 06:40:00 μ.μ., Blogger Nomad said...

Οικουμενική αυτή η "νεκροφιλία", όντως. Ξέρω πχ άλλους που επέλεξαν τις επομενες σχέσεις βάσει ημερομηνίας γεννησης -να είναι κοντά στη "νεκρή", βάσει χρώματος ματιών, κλπ κλπ.

 
At 11/27/2008 08:10:00 μ.μ., Blogger vangelakas said...

Αυτές τίς ημέρες βιώνω κάτι ανάλογο. Κλαίω συνέχεια διότι κυρίως σκέπτομαι ότι ένα μέλλον, όπως τό φανταζόμουν καί επένδυα τό είναι μου, κατατάσσεται στό αγέννητο κενό ενώ ένα άλλο (ούτε κάν απευκταίο αφού δέν μού είχε περάσει από τό μυαλό έστω υποθετικά) έρχεται καί ανδρειώνεται.

Κλαίω συνέχεια καί νομίζω ότι δέν θά τά καταφέρω. Νομίζω ότι ο Στιούαρτ δέν επεδίωκε ούτε τό ένα ούτε τό άλλο από αυτά πού αναφέρονται• τουλάχιστον τίς φορές πού γυρνοβόλαγε στά πρίν μέρη. Νομίζω ότι κάνει ό,τι κάνει μέ σκοπό νά ξορκίση τό κακό. Θέλει νά αφανίση τό προηγούμενο. Ξαναπηγαίνει στήν τάδε γκαλερί ή στό δείνα εστιατόριο ώστε νά αποκτήση έκ νέου εμπειρίες - διαφορετικών υποκειμένων αυτήν τήν φορά. Είναι μεγάλο άγχος καί λόγος καλπάζουσας μορφής μελαγχολίας τό νά βρεθής ξαφνικά κάπου όπου τά πάντα θά σού θυμίζουν εκείνη. Εφόσον όμως υπάρξη μιά απόσταση μέ τά εκείνα, αρχίζει η λήθη. Εάν είναι δυνατό νά ξαναπεράσης όλα τά μέρη μόνος (οπότε καί θά επέλθη μιά κάποια κάθαρση) θά έχης πετύχει κάτι, θά έχης έστω κάνει τήν αρχή.

Θά έχω κάνει τήν αρχή νά μπορέσω νά συμφιλιωθώ μέ τό μέλλον πού έρχεται.

 
At 11/28/2008 01:10:00 π.μ., Blogger Old Boy said...

Kι ίσως όταν πετύχεις κάπου τυχαία το Vertigo στην τηλεόραση μετά από χρόνια, όλα αυτά θα σου φαίνονται εντελώς μα εντελώς μακρινά.

 
At 11/28/2008 09:14:00 π.μ., Anonymous Ανώνυμος said...

Κι εγώ όταν περπατάω σε πεζοδρόμιο με πλάκες, προσέχω πολύ να μην πατήσω ανάμεσά τους. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, πρέπει να γυρίσω από εκεί που ξεκίνησα και να ξανακάνω την ίδια διαδρομή, αυτή τη φορά επιτυχημένα. Γι' αυτό δυστυχώς καθυστερώ αφάνταστα σε όλα μου τα ραντεβού. Κάποιοι είπαν για ιδεοψυχαναγκασμό. Εγώ απαντώ: στρώστε τα πεζοδρόμια με ασφαλτικό υλικό, ενιαία.

 
At 11/28/2008 01:25:00 μ.μ., Anonymous Ανώνυμος said...

Νίκος Εγγονόπουλος

ΤΟ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΠΡΑΓΜΑ

Λέμε στερεότυπα πως η τέχνη καθρεφτίζει ή «εκφράζει» τον κόσμο στα ποικίλα φυσικά και ιστορικά του επίπεδα μες στο χρόνο. Αιχμαλωτίζει, να πούμε, τη ζωή, δημιουργώντας το σπίτι της αλήθειας. Όμως, είναι σωστή μια τέτοια συνειδητοποίηση του καλλιτεχνικού γεγονότος; Εκείνο που γυρεύει ο άνθρωπος με το καλλιτέχνημα είναι, βέβαια, το καθαρά πραγματικό, αλλ’ από τούτη την ίδια την τάση τού καθαρά πραγματικού το καλλιτέχνημα βασίζεται στο ενδεχόμενο, γιατί ποτέ δεν εννοείται η «συντελειακή» έκφραση και μπορεί ακατάπαυστα να ξεγίνεται και να ξαναγίνεται ένα έργο τέχνης, που σημαίνει πως η αποδοχή του ως «τετελεσμένου» δεν είναι ποτέ νίκη και ισοδυναμεί με ανακωχή. Ας θυμηθούμε πόσο δοκιμάστηκε για να συντριφτεί τελικά τελικά ο Σολωμός απ’ το ενδεχόμενο, που ειπώθηκε «γονάτισμα της τίγρης απ’ τη γάτα», επειδή η γαλήνη του καθαρά πραγματικού σαν αίτημα του Ποιήματος αχρηστεύει κάθε δημιουργική και μεγαλειώδη τρικυμία, και το πιο μεγάλο πάθος, ακόμη, της ομορφιάς. Εξάλλου, η τάση που λέμε του καθαρά πραγματικού ευτυχεί μονάχα στο βίωμα της πραγματικότητας εκείνο, που ούτε δεσμεύεται, ούτε δεσμεύει, όντας αμετάδοτο. Η τέχνη, όμως, δεσμεύεται απ’ τα πράγματα για να τα δεσμεύσει μέσα της, ενώ το κίνητρο της είναι η καθαρή υπόσταση του κόσμου. Έχουμε, δηλαδή, αντίφαση και αδιέξοδο. Βέβαια, ο ποιητής δεν θα λογαριάσει κάτι τέτοιο και θα μας πει πως είναι

Αντίτυπο της κόλασης
και πάντα των ρόδων αναλογία.

Ωστόσο, υπάρχει η αντίφαση και υπάρχει το αδιέξοδο. Γεννιέται, λοιπόν, το ερώτημα: πώς πρέπει να συνειδητοποιήσουμε το καλλιτέχνημα; Χρειάζεται να λογιζόμαστε ανοιχτά, να μην κρατηθούμε από τίποτα δοσμένο, και τότε θα λογιστούμε ανοιχτά, να μην κρατηθούμε από τίποτα δοσμένο, και τότε θα καταλάβουμε πως η τέχνη προσθέτει πράγματα στα πράγματα. Ούτε καθρεφτίζει, ούτε «εκφράζει». Ο Jorge Luis Borges στην πρόζα του Ένα κίτρινο τριαντάφυλλο (μετ. Ε.Χ. Γονατά) γράφει:

«Ούτε αυτό ούτε το επόμενο βράδυ πέθανε ο ξακουστός Τζιαμπαττίστα Μαρίνι, που τα στόματα της Φήμης (για να μεταχειριστώ μια προσφιλή του εικόνα) τον ανακήρυχναν Νέο Όμηρο και Νέο Δάντη, όμως το ασάλευτο και βουβό περιστατικό που του έτυχε κείνη τη στιγμή υπήρξε πράγματι το τελευταίο της ζωής του. Κατάφορτος δόξα και χρόνους, ο άνθρωπος πέθαινε σ’ ένα φαρδύ κρεβάτι με σκαλιστές κολόνες. Μας είναι εύκολο να φανταστούμε λίγα βήματα παρακεί έναν ήσυχο εξώστη που βλέπει στη δύση, και πιο χαμηλά δάφνες και μάρμαρα, κ’ έναν κήπο [...]».

Και προχωρεί ο Borges:

«Μια γυναίκα έβαλε σ’ ένα κύπελλο ένα κίτρινο τριαντάφυλλο... Τότε έγινε η αποκάλυψη. Ο Μαρίνι “είδε” το τριαντάφυλλο όπως ο Αδάμ μπόρεσε να το δει στον κήπο της Εδέμ και κατάλαβε ότι το ρόδο υπήρχε μέσα στην αιωνιότητά του, κι όχι στις φράσεις του [...] και πως οι ψηλοί και θαυμάσιοι τόμοι που σχημάτιζαν στη σκοτεινιά του δωματίου ένα χρυσαφένιο αχνόφεγγο δεν ήταν (όπως η ματαιοδοξία του τ’ ονειρεύτηκε) ένας καθρέφτης του κόσμου, αλλά ένα ακόμη πράγμα παραπάνω, πρόσθετο στον κόσμο. Ο Μαρίνι έφτασε σ’ αυτή τη φώτιση την παραμονή του θανάτου του. Ο Όμηρος κι ο Δάντης ίσως τη γνώρισαν κ’ εκείνοι».

Αυτή η αλήθεια, που κάνει βαθύτερη τη μεταφυσική υπόληψη στη ζωή, δείχνοντας πως η αδαμική όψη της πραγματικότητας –το καθαρά πραγματικό- υπάρχει στο γυμνό βίωμα, το αδέσμευτο, και φανερώνοντας συνάμα τον πιο ανοιχτό ορίζοντα της δημιουργικότητας και δημιουργίας, τον ορίζοντα των πραγμάτων.

Δημοσιεύτηκε στο περ. Νέα Εστία, τόμμυ. 82, τ. 961, 15 Ιουλίου 1967, σελ. 911-912.

 
At 11/28/2008 03:33:00 μ.μ., Anonymous Ανώνυμος said...

Ο Νίκος Εγγονόπουλος δεν υπήρξε ποτέ και γι' αυτό δεν έγραψε ποτέ τίποτα, ούτε έδωσε ποτέ συνεντεύξεις, ούτε ζωγράφισε ποτέ. Μην πιστεύετε στις διαδόσεις.

 
At 11/28/2008 08:11:00 μ.μ., Blogger Γνωμοδότης said...

Ο Χίτσκοκ κάνει λάθος. Η εμμονή του Στιούαρτ δεν είναι διαστροφική, η εμμονή του Στιούαρτ δεν είναι καν πρωτότυπη. (...)Όχι μόνο δεν κάνει κάτι διαφορετικό, αντίθετα κάνει αυτό που κάνουν όλοι.

Το ένα δεν αναιρεί το άλλο. Ορισμένες διαστροφές είναι πολύ διαδεδομένες.

Αν πρόκειται για νεκροφιλία, πρόκειται για την οικουμενική νεκροφιλία των νεκρών ερώτων.

Όταν ο Χίτσκοκ λέει νεκροφιλία δεν εννοεί κυριολεκτικά το είδος που αφορά το 0,0001% των ανθρώπων.

Εννοεί το είδος της νεκροφιλίας το οποίο αποτελεί ένα από τα κύρια μοτίβα του Ρομαντισμού —και που, πράγματι, ούτε σπάνιο είναι, ούτε περιθωριακό. Δεν είναι όμως —λόγω μη σπανιότητας— και υγιές.

Είναι εκείνο για το οποίο ο Αρανίτσης γράφει κάθε 2-3 Παράδοξα σχεδόν, στηλιτεύοντας το ως παρέκκλιση από την φυσιολογική λειτουργία του πένθους (μεταφορικού και κυριολεκτικού). Π.χ.

Κατ' επανάληψιν, η εμπειρία δείχνει ότι ο νεκρός, για να το θέσω μεταφορικά, δεν μπορεί να πετύχει την ανάπαυση αν οι ζωντανοί δεν γνωρίζουμε καλά και σε βάθος ποιος ήταν. Ετσι, για να βρεις μιαν ειρηνική λύση στο πρόβλημα του αποχωρισμού από κείνον που αγάπησες ή νόμισες ότι αγάπησες, οφείλεις να έχεις αντιληφθεί, σε βάρος όλων των επί μέρους εξιδανικεύσεων, περί ποίου επρόκειτο. Τέτοιος είναι εξάλλου ο ρόλος της αγάπης ως γνωριμίας.

Διαφορετικά, ο πεθαμένος περιφέρεται αιωνίως στους μαιάνδρους του ψυχισμού σου σαν απειλητική εκκρεμότητα. Στις αρχαίες παραδόσεις, αλλά και στις νεότερες εποχές, λόγου χάριν στον ρομαντισμό, η παρενέργεια αυτής της μετέωρης αποστασιοποίησης από τον νεκρό εικονογραφήθηκε με την ευρύτατα διαδεδομένη εντύπωση ότι ο νεκρός στοιχειώνει. Αν σήμερα έχουμε κυριευθεί από τέτοια «στοιχειά», φερ' ειπείν από τον φασματικό πληθυσμό των τηλεοπτικών ειδώλων, οφείλεται κατ' ουσίαν στην συλλογική έλλειψη αντικειμένου πένθους. Η φρενήρης επιτάχυνση της ζωής, η τυφλή ανταπόκριση στην επιτακτική εντολή να ζήσουμε στο άμεσο μέλλον, το ξερίζωμα του ατόμου από την υποκειμενική χρονικότητα, περιόρισε τις δυνατότητες πένθους στο μηδέν. Πάψαμε να ξέρουμε ποιος έχει πεθάνει και ποιος ζει. Και ιδού γιατί η ζωή μας θυμίζει τόσο έντονα μεταθανάτια υπνοβασία.


= = =

Το μεν αντικείμενο του ρομαντικού έρωτα πεθαίνει και επανέρχεται σαν στοιχειό υπό την έννοια ότι η αγάπη δεν γνωρίζει την απομάκρυνση (= έλλειψη πένθους), το δε αντικείμενο του καβαφικού έρωτα επιλέγεται κατευθείαν, προσεκτικά, ανάμεσα στους ήδη νεκρούς, δηλαδή εκείνους που κυκλοφορούν κάθε μέρα ανάμεσά μας, σκιώδεις οντότητες οι οποίες προικίζονται με ένα σώμα περιστασιακά, εφόσον ο σγγραφέας μας, ως ρυθμιστής και τοποτηρητής αυτής της δυνητικής υλικότητας, το επιθυμήσει.

= = =

Αν ο ρομαντικός και ο μοντερνιστής στέκονται εξίσου σταθερά στο υποβολείο του νεκροζώντανου υποκειμένου (σκεφτείτε τον Πόε απέναντι στον Ελιοτ, π.χ.), πάντως η μεταξύ τους απόκλιση δεν είναι ασφαλώς ζήτημα ταμπεραμέντου ή «τεχνοτροπίας», αλλά οφείλεται στο ότι ο πρώτος πηγαίνει προς το θάνατο (ο θάνατος τον καλεί, τον θεωρεί οφειλέτη· υπάρχει ακόμη ο τρόμος ενός αναπόδραστου μαγνητισμού), ενώ ο δεύτερος καλεί εκείνος το θάνατο από τη ζώνη μιας απαθούς καθημερινότητας ψυχικά νεκρών. Ο μοντερνισμός είναι κυρίως αγγλοσαξονικό προϊόν· εδώ ο θάνατος κυριεύει τον επάνω κόσμο διακριτικά, χαμηλόφωνα· η σκιά είναι διάχυτη πλέον στη σφαίρα της κοινωνικότητας. Με απλά λόγια, οι νεκροζώντανοι είμαστε εμείς, τα εντός εισαγωγικών ζωντανά υποκείμενα του λόγου (Ερημη Χώρα), τα υποκείμενα μιας ύπαρξης υπεξαιρεμένης από την περιοχή δικαιοδοσίας του θανάτου. Για να το πούμε κάπως πιο παραστατικά, αν ο ρομαντικός ποιητής έλκεται από τον Αδη σε μια σπασμωδική αντίδραση, όπως ο καταθλιπτικός από τη θέα του ύψους (ή όπως ο Ορφέας από την ηχώ μιας αφόρητης συγκυρίας), ο μοντέρνος διάδοχός του καταγράφει τις πανταχού απορροές και αναθυμιάσεις ενός βασιλείου του θανάτου σε συνύπαρξη με τη λεγόμενη πραγματικότητα. Το δικό του κλίμα είναι τώρα η ομίχλη αυτής της συναίρεσης, αυτό το διάλυμα νύχτας και ημέρας, όταν δεν ξέρεις από πού έρχονται οι φωνές.

 
At 11/28/2008 08:25:00 μ.μ., Blogger Old Boy said...

«Κατ' επανάληψιν, η εμπειρία δείχνει ότι ο νεκρός, για να το θέσω μεταφορικά, δεν μπορεί να πετύχει την ανάπαυση αν οι ζωντανοί δεν γνωρίζουμε καλά και σε βάθος ποιος ήταν. Ετσι, για να βρεις μιαν ειρηνική λύση στο πρόβλημα του αποχωρισμού από κείνον που αγάπησες ή νόμισες ότι αγάπησες, οφείλεις να έχεις αντιληφθεί, σε βάρος όλων των επί μέρους εξιδανικεύσεων, περί ποίου επρόκειτο».
Γι' αυτό και στο τέλος, στη δεύτερη φορά που ανεβαίνουν τις σκάλες, όταν του λέει ότι μπορούν να ζήσουν ευτυχισμένοι, εκείνος της απαντά ότι είναι πολύ αργά, ότι δεν είναι πια εκείνη που νόμιζε ότι είναι ούτε μπορεί τώρα να γίνει εκείνη στην οποία προσπάθησε να την μετατρέψει αφού εκείνη υπήρξε μόνο στη φαντασία του και στην εξιδανίκευσή του, πίσω από την οποία κρυβόταν εξαρχής ένα ψέμα, μια απάτη, μια μεταμφίεση.
Αλλά πάλι μπορεί να πει κανείς ότι ήταν η πρόσκαιρη οργή της ανακάλυψης κι ότι η καψούρα είναι εν τέλει ανίκητη και πολύ πιθανόν, αν δεν συνέβαινε αμέσως μετά ό,τι συνέβαινε, ο Στιούαρτ να ζούσε ευτυχισμένος με τη νεκροζώντανη αγάπη του.

 
At 11/28/2008 08:28:00 μ.μ., Blogger Old Boy said...

«αν ο ρομαντικός ποιητής έλκεται από τον Αδη σε μια σπασμωδική αντίδραση, όπως ο καταθλιπτικός από τη θέα του ύψους» !
:)))

 
At 11/29/2008 10:18:00 π.μ., Blogger ΓΑΪΔΑΡΑ said...

Για μένα νεκρόφιλη είναι η άλλη πλευρά... η Κιμ αγαπά τον νεκρό εαυτό της μα σίγουρα δεν αγαπά την γυναίκα που έφτιαξε εκείνος... αγαπά την γυναίκα που ήταν και που έκανε αυτήν την ανθρωποθυσία για την αγάπη του... μα σίγουρα δεν θα αγαπήσει ποτέ εκείνη που πάτησε το χώμα πάνω της κάνοντας σε κείνο ακριβώς το σημείο έρωτα μαζί του... αγαπά την νεκρή όσο και κείνον...

 
At 11/29/2008 11:25:00 μ.μ., Blogger Old Boy said...

Mισοαστεία - μισοσοβαρά, εμένα μου έκανε εντύπωση εκεί που τσινούσε που ήθελε να την μεταμορφώσει, λες και η άλλη που θα την μεταμόρφωνε δεν ήταν πάλι η ίδια.
Γυναίκες: ζηλεύουν και τον ίδιο τους τον εαυτό ;)

 
At 11/30/2008 02:00:00 μ.μ., Blogger D. Kepesh said...

Πιθανόν να έγραψες ένα από τα πιο εύστοχα σχόλια που έχω διαβάσει για την ταινία. Εύγε. Οι εμμονές είναι η μοναδική απάντηση στον (όποιο) φόβο του κενού.

Όλοι μια σταθερά δεν αναζητούν;

 
At 12/01/2008 05:27:00 μ.μ., Blogger ΓΑΪΔΑΡΑ said...

Με εκπλήσεις...

 
At 12/01/2008 06:56:00 μ.μ., Blogger Old Boy said...

Aρνητικά να υποθέσω.

 
At 12/02/2008 05:10:00 μ.μ., Blogger ΓΑΪΔΑΡΑ said...

Με εκπλήσει το γεγονός ότι ενώ συνήθως εμβαθύνεις στα άδυτα και κατάβαθα, πράγμα που με έχει καθηλώσει στο μπλογκ σου εδώ και πολύ καιρό, σε αυτό το θέμα επιλέγεις μια γενίκευση θα έλεγα εύκολη (όσον αφορά την πλευρά της Κιμ). Φυσικά και κανείς δεν μπορεί να ζηλέψει τον ίδιο του τον εαυτό. Ούτε άντρας ούτε γυναίκα. Μπορεί όμως να τον μισήσει ή να τον αγαπήσει κι αυτό σημαίνει να μισήσει ή να αγαπήσει τις επιλογές του. Κάποιοι άνθρωποι είναι αδύναμοι μπροστά σε άλλους. Και δέχονται να αφεθούν στα χέρια τους ώστε να γίνουν αυτό που θέλουν εκείνοι. Αυτό όμως έχει ένα κόστος. Δεν μπορείς να αγαπάς αυτό που δεν είσαι. Ακόμα κι αν είναι φαινομενικά καλύτερο από αυτό που ήσουν. Απλά γιατί είναι ένας ρόλος που σου δίνουν να παίξεις. Κι αν ακόμα το κάνεις με επιτυχία, κάποια στιγμή θέλεις να αποσυρθείς. Γιατί κουράστηκες. Γιατί δεν είσαι εσύ.

 
At 12/03/2008 06:24:00 μ.μ., Blogger Old Boy said...

Mπορεί και να 'χεις δίκιο :)

 
At 12/03/2008 08:11:00 μ.μ., Blogger ΓΑΪΔΑΡΑ said...

:O... να έχω δίκιο??? Και τώρα πως θα συνεχίσουμε την συζήτηση? :(

:)

 
At 12/04/2008 04:53:00 μ.μ., Anonymous Ανώνυμος said...

η σκηνη με το αιωνοβιο δενδρο ειναι υποβλητικη ο χιτσκοκ θελει να πει πως ο ανθρωπος δεν ειναι τιποτα χωρις την φυση που υπηρχε πριν απο αυτον κατα τηνδιαρκεια της ζωης του και η φυση θα υπαρχει πολυ καιρο μετα τον θανατο του
μεγας παγανιστης

www.arelis.gr
περιεχει το μεταφυσικο θεατρικο εργο μεταξυ ενδοκοσμικου και υπερβατικου και το ακαταλληλο για ανηλικους ερωτονομικον

 

Δημοσίευση σχολίου

<< Home