Η βαρύτητα είναι βία
Δεν θυμόταν πια τι πρωτομίσησε· το σώμα του, τη γη ή απευθείας την μεταξύ τους σχέση. Σε κάθε περίπτωση ήξερε από πρώτο χέρι ότι επρόκειτο για μια σχέση νοσηρή, νοσηρή όπως κάθε εξουσιαστική σχέση. Αυτό δεν σημαίνει ότι ήθελε ντε και καλά να πετά. Ήθελε όμως να μπορεί να επιλέξει μόνος του αν προτιμά αυτό ή να μένει κολλημένος στο έδαφος, με βαρίδια στα πόδια του. Την επιλογή στερούνταν κι όχι το πέταγμα. Εξίσου θα αντιδρούσε αν ήταν καταδικασμένος σε μια εναέρια ζωή. Όλα αυτά δε του ήταν τόσο μα τόσο προφανή, που απορούσε γιατί δεν εξόργιζαν κανέναν άλλο. Εντάχθηκε σε αντιεξουσιαστικές ομάδες και προσπαθούσε να τους εξηγήσει ότι αν δεν ξεκινήσουν την αντίσταση από τη θεμελιωδέστερη μορφή βίας επάνω τους, από τη βαρύτητα, όλα τα υπόλοιπα περίττευαν, αλλά τον κοιτούσαν σαν γραφικό. Όπως και να τον χαρακτήριζες όμως, το σίγουρο ήταν πως δεν ήταν άνθρωπος της θεωρίας αλλά της πράξης, το σίγουρο ήταν πως δεν ήταν διατεθειμένος να παραδοθεί αμαχητί. Αντιστεκόταν χρόνια λοιπόν, χρόνια στα οποία έσπαγε πλευρά και ποδάρια, αφού η βαρύτητα τον κέρδιζε διαρκώς. Μέχρι που το σώμα του και μεγάλωσε και κουράστηκε. Απελπισμένος άρχισε να γράφει στους τοίχους «Η ΒΑΡΥΤΗΤΑ ΕΙΝΑΙ ΒΙΑ». Μια μέρα είδε το σύνθημα γραμμένο σε έναν τοίχο που ήταν σίγουρος ότι δεν το είχε γράψει εκείνος. Άρχισε τότε να γυρνά την πόλη και να το βλέπει γραμμένο κι αλλού κι αλλού κι αλλού. Μπήκε στο ίντερνετ, έκανε γκουγκλ και βρήκε ένα φόρουμ. Μετά το έβαλε και σε άλλες γλώσσες. Είχε αρχίσει να σχηματίζεται μια παγκόσμια κοινότητα που έβλεπε επιτέλους την αλήθεια. Η βία της βαρύτητας δεν ήταν μονόδρομος. Αρκεί να εξαφανιζόταν ένας από τους δύο παράγοντες της σχέσης. Άλλοι πρότειναν την εξάλειψη του πλανήτη, άλλοι της ανθρωπότητας. Άλλοι αντέτειναν ότι κι αυτές οι προτάσεις εμπεριείχαν βία, ωστόσο γρήγορα συμφώνησαν πως εμπρός στην άλλη, την προαιώνια και πανανθρώπινη βαρυτική βία, δεν ήταν τίποτα. Φυσικά οι συνομιλίες τους παρακολουθούνταν από καιρό και θα είχαν γίνει συλλήψεις, αν οι Αρχές δεν είχαν πειστεί πως είχαν να κάνουν με άκακους τρέλους. Όπως αποδείχτηκε -όχι μετά από πολύ καιρό- λανθασμένη εντύπωση είχαν σχηματίσει, αφού η γη με όλα της τα μπαγάζια ανατινάχθηκε στα εξ ων συνετέθη. Η τυρρανία είχε λάβει τέλος. Η έκρηξη έγινε αισθητή και σε άλλα ηλιακά συστήματα, ξεκινώντας έτσι ένα ντόμινο μιμητικών αντιδράσεων στους πλανήτες εκείνους που υπήρχε ζωή και βία επάνω της. Ζωή και βία τέλειωσαν παντού μαζί.
18 Comments:
Αν κάθε άτακτη διασταύρωση συνειρμών οδηγούσε στην άβυσσο του ηλεκτρισμένου συμβολικού συστήματος εντός του οποίου παραμιλούσε ο Καρούζος, τότε θα ήταν εξαιρετικό και κάθε ποίημα που δημοσιεύτηκε τα τελευταία 60 χρόνια, δηλαδή όλα τα ποιήματα πλην αυτών του Αναγνωστάκη και του Χριστιανόπουλου. Υπάρχουν όμως δυο ειδών κώδικες: οι κώδικες που είναι περίπου αδύνατον να αποκρυπτογραφηθούν και οι οποίοι διασφαλίζουν έτσι το απρόσιτο του κωδικοποιημένου μηνύματος και οι κώδικες που είναι δεκτικοί αποκρυπτογράφησης, αρκεί να τους δώσεις λίγο περισσότερη προσπάθεια και προσοχή από τη συνήθη ή και να έχεις αποκτήσει μια εξοικείωση με τον τρόπο γραφής του συγγραφέα. Στη δεύτερη αυτή περίπτωση αντί για ελιτισμό που αποκλείει τον άλλο, έχουμε μάλλον μια πρόσκληση προς τον αναγνώστη να δοκιμάσει να ανέβει ένα σκαλί παραπάνω και να γίνει κι αυτός κοινωνός της ομορφιάς του κειμένου.
Δεν ξυπνήσαμε καλά σήμερα ε;
Νίκος Εγγονόπουλος
ΤΙ ΚΡΥΒΕΙ Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΜΑΣ
Το μονοτονικό σύστημα είναι σήμερα μια γενική κρατική πραγματικότητα. Το εφαρμόζουν επίσης οι περισσότερες εφημερίδες και πλήθος περιοδικά και έντυπα, σε διάφορους χώρους. Αλλά τι γίνεται στη λογοτεχνία; Εκεί τα πράγματα είναι δυστυχώς μοιρασμένα, κι αυτό, μα την αλήθεια, το βλέπω σαν ένα επικίνδυνο φαινόμενο. Υπάρχει δυναμική διαίρεση σε «μονοτονικούς» και «πολυτονικούς».
Πολλοί κι απ’ το ένα μέρος, πολλοί κι απ’ το άλλο. Οι νεογλωσσαμύντορες, οι φωνασκούντες οπαδοί των τόνων, συνεπικουρούμενοι κι από σημαντικούς εκδοτικούς οίκους, φοβάμαι πως δημιουργούν ένα καινούργιο γλωσσικό ζήτημα, με απροσδιόριστες συνέπειες γλωσσικής αναρχίας και καταστροφικής εξέλιξης της γλώσσας.
Οι νεογλωσσαμύντορες όμως είναι απαγοητευτικά κοντόφθαλμοι, δεν υπολογίζουν από μιαν αναρχούμενη κατάσταση τους γενικότερους κινδύνους υποκειμενικής γλωσσικής συμπεριφοράς. Και ενώ κόπτονται για Σολωμούς και πνευματικότητες, προασπίζουν την αποστέωση με νευρωτικό πείσμα, λιβανίζουν την περισπωμένη, θυμιατίζουν τη δασεία κι από κοντά την παραδουλεύτρα της, την ψιλή, μερικοί μάλιστα και τις ξεχασμένες βαρείες ορέγονται... Μα τι θέλουν, τι επιδιώκουν; Έχουμε, λένε, μιαν αρχαία παράδοση που δεν είναι σωστό να κατεδαχύσουμε, θα χαλάσει η συνέχεια. Το επιχείρημα είναι ανίσχυρο, κουτσαίνει. Πιο πίσω από απ’ αυτή την αρχαία παράδοση, που επικαλούνται, βρίσκεται μια άλλη αρχαιότερη χωρίς τόνους. Γιατί να μην είναι αυτή σεβαστότερη; Υπενθυμίζουν ακόμη τη λατινική και άλλες γλώσσες της Ευρώπης, που με το γράμμα «H», στη θέση της δικής μας δασείας, εντάσσουν τις δασυνόμενες ελληνικές λέξεις. Πώς εμείς, λένε, θ’ αποβάλουμε τη δασεία, όταν την υπολήπτονται οι ξένοι; Το επιχείρημα τους είναι αστείο. Πριν από τρία σχεδόν χρόνια ρωτήθηκα σε συνέντευξη που είχα δώσει στην Αυγή, ποια είναι η γνώμη μου για το μονοτονικό, και είχα πει τα εξής:
«Είμαι υπέρ. Δεν υπάρχει σωστότερη απόφαση της κυβέρνησης, μαζί με εκείνη για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης.
Ταλαιπωρούμε δωρεάν τα Ελληνόπουλα με πνεύματα και τόνους. Λένε οι άνθρωποι της συντήρησης ότι καταλύεται διά του μονοτονικού η παράδοση. Πρέπει να τους απαντήσουμε: παράδοση άνευ όρων στην παράδοση ισοδυναμεί με ανοησία και απονέκρωση. Και επιτέλους ποια ακριβώς παράδοση να σεβαστούμε; Όταν, λόγου χάρη, ο Αλέξανδρος Πάλλης τύπωσε, πάλαι ποτέ, τη μετάφρασή του της Ιλιάδας στην Αγγλία, με τ’αρχαία κεφαλαία, στάθηκε παραδοσιακότερος απ’ τους κκ. της συντηρητικής νοοτροπίας σήμερα. Παραλείπω που έτσι μας γλίτωνε κι απ’ την κουκίδα.
Δεν είναι σοβαρά τα επιχειρήματα των συντηρητικών μας. Λένε: Οι Ευρωπαίοι σέβονται τη δασεία με το γράμμα “H” στις δασυνόμενες ελληνικές λέξεις που έχουν ενσωματώσει κ’ εμείς θα το καταργήσουμε; Αλλά το γεγονός ότι σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες το γράμμα “H” υποκαθιστά τη δασεία στις δασυνόμενες ελληνικές λέξεις, που έχουν πάρει, δεν είναι δυνατό να αποτελέσει τροχοπέδη στο δρόμο της απελευθέρωσης της γλώσσας μας από άχρηστα “σημαδάκια”. Τι μας ενδιαφέρει εμάς το γράμμα “H” των Ευρωπαίων; Είναι σαν να πρέπει να ανοίξει κανείς την ομπρέλα του με ξαστεριά, γιατί την ίδια εκείνη την ώρα βρέχει στο Παρίσι...».
Εντούτοις ακούγεται κι άλλη αντίρρηση. Ισχυρίζονται πως το μονοτονικό καταστρέφει την οπτική εικόνα της γλώσσας από καλαισθητική άποψη. Επιχείρημα να σου πετύχει... Πρώτα πρώτα, οι τόνοι δεν επινοήθηκαν από κάποιαν ανάγκη καλαισθησίας, εξαιτίας μιας αντίληψης ωραιότητας. Ύστερα, νομίζω πως παίζει μεγάλο ρόλο σε κάτι τέτοιες φαντασιακές προσκολλήσεις η συνήθεια. Και θεωρώ απολύτως βέβαιο πως με τον καιρό θα μας φαίνεται άσκημο το πολυτονικό σύστημα, ωσάν ανυπόφορο «μπαρόκ».
Η ιδέα της ανακούφισης της γλώσσας μας απ’ τον αχρείαστο πολυτονισμό της δεν υπήρξε ουρανοκατέβατη. Λειτούργησε μια ολόκληρη προϊστορία. Συγγραφείς και μελετητές της γλώσσας ενστερνίστηκαν κατά καιρούς τη λύση του ενός τόνου ή και της κουκίδας, ώσπου το πράγμα ωρίμασε και κατορθώθηκε η επισημοποίηση του μονοτονικού συστήματος. Αν ονομάσουμε τα πνεύματα και τους τόνους εξωτερική ορθογραφία, που είναι περιττή κι ανώφελη, πιστεύω πως οι απλουστευτικές μεταβολές που επέφεραν ορισμένοι (π.χ. Καζαντζάκης) στην εσωτερική ορθογραφία των λέξεων είναι απαράδεχτες. Άλλο η τεχνητή επιβάρυνση με την εξωτερική ορθογραφια των τόνων κι άλλο, βεβαίως, η φυσική της γλώσσας εσωτερική ορθογραφία. Οποιαδήποτε εδώ μεταβολή διαστρέφει το πνεύμα της γλώσσας, αλλάζει την υπόστασή της και θα μπορούσε να τη θανατώσει με προσχώρηση τελικά στους λατινικούς χαρακτήρες.
Ο πρώτος που θα χειροκροτούσε σήμερα το μονοτονικό σύστημα, εάν ζούσε, είναι ο Σολωμός. Αυτό αποδείχνει ο «Διάλογος». Εκεί ο Σολωμός εμφανίζεται ατονικός και ειρωνεύεται τη στίξη. Κατά συνέπεια το λιγότερο που θα τον ενοχλούσε είναι ένας τόνος. Οι νεογλωσσαμύντορες όμως έχουν εύκολη απόφανση. «Μα ο Σολωμός δεν ήξερε ορθογραφία...». Εντάξει, δεν ήξερε ορθογραφία, ήξερε ωστόσο τι υποστήριζε. Άλλωστε ο μεγάλος εκείνος νεοέλληνας, ποτέ δεν κινήθηκε από προσωπικά ζητήματα σε ό,τι στοχάστηκε και σε ό,τι έγραψε. Στο πρώτο σχέδιο του «Διαλόγου» ο Σοφολογιότατος λέει: «αμή πρέπει να σου φανερώσω ότι λέγουν πως δεν γνωρίζεις την ορθογραφίαν». Ο Σολωμός αντιλαμβάνεται την προσωπική σημασία της έκφρασης και στη δεύτερη γραφή του «Διάλογου» τροποποιεί την αντίδραση του Σοφολογιότατου ως εξής: «Καλά, καλά, αλλά λίγοι γνωρίζουν την παλαιήν ορθογραφία». Η τροποποίηση αυτή μαρτυρεί τη θεωρητική στάση του Σολωμού, θέλει να δείξει πως η περιφρόνηση που νιώθει για τους τόνους δεν έχει σαν κίνητρο την προσωπική του υπόθεση, το γεγονός πως αγνοούσε την ορθογραφία. Και επακολουθεί η απόκριση στο Σοφολογιότατο:
«Χαίρετε, λοιπόν, θείοι τόνοι, βαρείες, περισπωμένες! χαίρετε, ψιλές, δασείες, στιγμές, μεσοστιγμές, υποστιγμές, ερωτηματικές, χαίρετε! Ο κόσμος τρέμει τη δύναμή σας και ουδέ ποιητής ουδέ λογογράφος ημπορεί να γράψη λέξη χωρίς πρώτα να σας υποταχθή. Εσείς εμπνεύσατε, πριν γεννηθήτε, τον Όμηρο όταν ετραγουδούσε την Ιλιάδα, την Οδύσσεια, τους Ύμνους, και ο λαός της Ελλάδας τον επερικύκλωνε και τον εκαταλάβαινε» κλπ.
Ο Σοδολογιότατος «κοιτάζει στα μάτια τον ποιητή και φεύγει», είναι σκλαβωμένος ολότελα στο κατεστημένο των τόνων, όπως οι σύγχρονοι νεογλωσσαμύντορες. Ο Ποιητής προηγουμένως τον έχει χουγιάξει:
«Εσύ ομιλείς για ελευθερία; εσύ, οπού έχεις αλυσωμένον τον νουν σου από όσες περισπωμένες εγράφθηκαν από την εφεύρεση της ορθογραφίας έως τώρα, εσύ ομιλείς για ελευθερία;».
Ο «Διάλογος» όμως προσφέρει μια παραπάνω απόδειξη για τη θεωρητική και μόνο τοποθέτηση του Σολωμού στο ζήτημα των τόνων, ανεξάρτητα με την προσωπική του ορθογραφική κακοτυχία. Μολονότι είναι ανορθόγραφος έως απελπισίας, την εσωτερική ορθογραφία των λέξεων δεν την αντιμάχεται. τη σέβεται κι ας μην τη γνωρίζει. Δεν αναφέρεται καθόλου σ’ αυτή και θα ’πρεπε να το προσέξουν οι «πολυτονικοί» σολωμολάτρες. Ο Σολωμός δεν αρνιέται την εσωτερική ορθογραφία της γλώσσας και εξακοντίζει τα βέλη του μονάχα ενάντια στους τόνους. Επομένως, όσοι ομνύουν στο όνομα του Διονυσίου Σολωμού χρειάζεται να κάνουν αναθεώρηση και να παρατήσουν την πολυτονική τους έξαψη για να συμβάλουν στο μέλλον της ένδοξης γλώσσας μας. Αν αυτό δεν το πράξουν ο χρόνος θα τους τιμωρήσει. Εύχομαι να συνέλθουν. Αμήν.
Χμμ.. το θέμα με έχει απασχολήσει εκτενώς:
«Το μυστικο για την καταπολεμηση της αδηφαγου βαρυτητος ειναι η αντισταση στη βαρεμαρα, τη βαριεστημαρα, στη ρηση «βαρεθηκα πια» και στο «δε βαριεσαι». Διαφορετικα, αν δεν υπαρξει αντιστασις, ολο και πιο κατω θα μας τραβαει μεχρι να μας φαει το μαυρο χωμα. Η αδηφαγος βαρυτης δεν ειναι τιποτε αλλο παρεκτος η ελξη της γης που ασκειται σε ολους τους οργανισμους, σε ολα τα υλικα πραγματα.»
Νίκος Εγγονόπουλος
Η ΜΟΝΗ ΟΡΑΤΗ ΛΟΓΙΚΗ
1. Νεραϊδομάνι στη Μύκονο. Κάθομαι κι αλλοιώνομαι ακούγοντας τον παρωχημένο πια, αλλά και θαυμάσια εξωφρενικό Elvis Prisley, σε ένα εκκωφαντικό μπαρ της κάτασπρης Βαβυλώνας του ανατολικού μας μεγάλου πελάγου. Δεν είναι μια στιγμή περίφημη για να θυμηθούμε την αμυθολόγητη, πρωταρχική και θεόγυμνη, την αταραξιακή συλλογιστική και διδασκαλία του Βούδα; Νομίζω ναι – και θα τηράξω να διατυπώσω συνοπτικά τη βιωματική μου αντίληψη.
~
2. Ο Βούδας δεν έθεσε ποτέ τη μεταφυσική διερώτηση. Κάθε μεταφυσικό ζήτημα το παράτησε στην άκρη: δεν υποτάχτηκε, δεν τυραννήθηκε από τέτοια. Ο Σουζούκι, μιλώντας για το πως εκλέχτηκε ο διάδοχος του φωτισμένου διδασκάλου στα Δοκίμια για το βουδισμό Ζεν – αναφέρει το εκπληχτικό εκείνο περιστατικό με την ανθοδέσμη:
«Ο Βούδας ήτανε μια μέρα πάνω στο Όρος των Γερακιών, κηρύσσοντας σε μια συνάθροιση μαθητών. Δεν προσέφυγε σε μιαν εκτεταμένη ρηματικήν έκθεση για να ερμηνεύσει το θέμα που πραγματευότανε. Ύψωσε απλώς εμπροστά στη σύναξη μιαν ανθοδέσμη που ένας απ’ τους λαϊκούς του μαθητές τού είχε προσφέρει. Ούτε μια λέξη εβγήκε απ’ το στόμα του. Κανένας δεν κατάλαβε το νόημα αυτής της χειρονομίας, εκτός απ’ το σεβάσμιο Μαχακασυάπα που χαμογέλασε ήρεμα στο Διδάσκαλο, σα να ’πιανε ολότελα το νόημα αυτής της σιωπηλής διδαχής. Εκείνος, παρατηρώντας αυτό το πράμα, αναφώνησε με έμφαση: «Έχω τον πιο πολύτιμο πνευματικό θησαυρό που τούτη τη στιγμή σάς τον μεταβιβάζω, ω σεβάσμιε Μαχακασυάπα» (Robert Linssen: Le Zen).
Απ’ αυτή τη συγκλονιστική στάση του Βούδα μέχρι το νεότερο θετικιστή φιλόσοφο δεν έχουμε να διακρίνουμε την παραμικρή απόσταση:
«Σε μια απάντηση που δεν μπορεί κανείς να την εκφράσει με λόγια, δεν μπορεί κανείς ούτε την ερώτηση να εκφράσει με λόγια. /Το αίνιγμα δεν υπάρχει./ Αν γενικά μπορεί να τεθεί μια ερώτηση, τότε μπορεί να λάβει και απάντηση. [...] Για όσα δεν μπορεί να μιλάει κανείς, για αυτά πρέπει να σωπαίνει».
~
3. Άμα λες «βλέπω αυτό το σύγνεφο» (λογουχάρη), κάθε άλλος, οπού δεν είναι βέβαια στραβός, μπορεί κι εκείνος να το βλέπει κοιτάζοντάς το. Χεροπιαστή αλήθεια της εμπειρίας. Το ίδιο χεροπιαστή και η πρωταρχική ανάλυση του δραπέτη της παχυλής ύλης Γκαουτάμα. Ο γήινος Βούδας έκανε μιαν απλή και τετράγωνη σύλληψη της διαλεκτικής διαδικασίας: επιθυμία-οδύνη, που θα μπορούσαμε, για να μην καταγίνουμε τώρα στα βουδικά πασίγνωστα, να την ορίσουμε ωσάν πηγή μιας εξεθώριαστης τέχνης της ηρεμίας. Έχουμε εδώ την αδιάσειστη πραγματικότητα: όσο λιγότερη επιθυμία, τόσο λιγότερος πόνος. Η τελική εξαφάνιση της επιθυμίας ίσον απολύτρωση (αλλ’ αυτό για τους άγιους). Το μεσαίο μονοπάτι: να λιγοστεύουμε.
~
4. Θεοί τεμπέληδες και αδρανείς... Τέτοια κατάσταση δεν την καταδέχτηκε ο Βούδας. Ενάντια σ’ αυτούς ή αδιάφορος θέλησε να διδάξει την ηρεμία, οπού όλοι μας την επιδιώκουμε ως ωφέλιμο τέλος της υπαρκτικής μας προβληματικής. Δεν υπήρξε σοφότερος ρεαλισμός.
~
5. Τη λογική τούτη του αθρώπινου Βούδα την ονομάζω: η μόνη ορατή σ’ αυτό τον κόσμο που βρεθήκαμε. Κάθε άλλη λογική προϋποθέτει μια κλίση μας προς το μέρος της, μια τοποθέτηση προς τα εκεί που αυτή καθορίζει, τοποθέτηση του μυαλού. Δεν τη δέχεται, παραδείγματος χάρη, του Σωκράτη (του πλατωνικού τελοσπάντων) την καθαρή λογική της ηθκής επιστήμης, κανένας που θ’ ακολουθούσε τη σχετικότητα των σοφιστών στα ζητήματα της γνώσεως ή τη μαρξιστική θεώρηση κι αντίστροφα. Κάθε τέτοια λογική (σωκρατική, σοφιστική, μαρξιστική) είναι μια νοερή λογική. Προϋποθέτει μια τοποθέτηση του μυαλού προς τα εκεί. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τη θρησκευτική λογική, που προϋποθέτει την πίστη σε μιαν αλήθεια εξ αποκαλύψεως. Εκείνος που δεν πιστεύει, δεν έχει κανένα λόγο να στραφεί προς το μέρος της. Γιατί και η θρησκευτική λογική είναι μια νοερή λογική. Τι σημαίνει νοερή; Σημαίνει μη ορατή λογική. Πράγμα που δε συμβαίνει με την ολοφάνερη ανάλυση του Βούδα. Ποιος θα μπορούσε να αρνηθεί την εμπειρία της περισσότερης οδύνης απ’ την ολοένα περισσότερη επιθυμία; Ποιος θα μπορούσε να αρνηθεί απ’ την ίδια του την υπαρκτική περιπέτεια τη φρίκη της ματαιότητας που κατακλύζει τα ανθρώπινα σώψυχα, όταν απουσιάζει η γαλήνη, η εξασφαλιζόμενη απ’ την ελάττωση; Στην απροσδιόριστη κλίμακα των ελαττώσεων της επιθυμίας και επομένως ελαττώσεων της οδύνης –θετικά γιατί η επιθυμία παραμένει ανικανοποίητη στην πολλαπλασιαστότητά της, αρνητικά γιατί μια επιθυμία μπορεί και να μην ικανοποιηθεί καθόλου- κρίνεται και βαθμολογιέται το γεγονός πως δεν είμαστε ζώα, πως είμαστε σκεφτόμενα ζώα, γνωρίζουμε συνεπούμενα το θάνατο, την αντίφαση: ακόρεστη φθαρτότητα, που καταλύεται απ’ το να λιγοστεύουμε, μ’ άλλα λόγια: να κατευθύνουμε την ύπαρξη κατά σύστημα προς την αταραξία.
~
6. Η μισή πνευματικότητα: να μελαγχολήσουμε. Η «κοσμοθεωρητική» κρασοποσία σε συνδυασμό με το ερωτιλίκι του Ανακρέοντα ή του Λι-Τάι-Πο ή του Ομάρ Καγιάμ αποδίδει την πιο μελαγχολική καταπολέμηση της ματαιότητας των πάντων. Συσταίνει μάλιστα χλιδή μετριοφροσύνης. Μονάχα με την από κάθε ανθρώπινη οντότητα άμεσα ορατή λογική του γήινου Βούδα λύνουμε το πρόβλημα να υπάρχουμε ήρεμοι ή ατάραχτοι.
Δημ. στο περ. Εποπτεία, τ.38, Όκτ. 1979 (αφιέρωμα στο βουδισμό), σελ. 706-707.
Θεωρώ το «η βαρύτητα είναι βια» κυριολεξία.
Ενθουσιωδώς σε συγχαίρω. Δεν είναι σίγουρα το καλύτερο κείμενο που έχεις αναρτήσει αλλά η βια της βαρύτητας και η εξουσία των νόμων της φυσικής πάνω μου είναι θέματα που απορροφούν τις νύχτες μου. Σε κάθε συζήτηση περί ελευθερίας που γίνεται, προσπαθώ να δώσω στους υπόλοιπους να καταλάβουν ότι από την στιγμή που θες, αλλά δεν μπορείς να πετάξεις, δεν είσαι ελεύθερος. Όσο αναρχικός, όσο χαλαρός, όσο χύμα-στο-κύμα ή δεν-ξέρω-κι-εγω-τι κι αν είσαι, ελεύθερος -απόλυτα ελεύθερος, δεν μπορείς να λέγεσαι.
Υπήρξε το επιχείρημα πως αν δεν θελεις να πετάξεις, η ανικανότητά σου να το κάνεις παύει να είναι δεσμός. Διαφωνώ. Ελεύθερη θα νιώσω όταν θα μπορώ όποτε το θελήσω να πετάξω, να γίνω μουσική, να ερωτευτώ ή να πεθάνω.
Μιαν άλλη βραδιά, αναρωτηθήκαμε αν η ευτυχία είναι ελευθερία. Δεν ξέρω… εφόσον η ευτυχία στο μυαλό μου είναι μία κατάσταση συναισθηματικής μέθης, οπου όλα είναι τέλεια και τίποτα απ’ όλα αυτά τα τέλεια δεν έχει πλέον σημασία σ’ αυτήν την πληρότητα, δεν ξέρω αν έχει σημασία το να πετάξεις ή όχι.
Ίσος όταν ευτυχείς να πετάς…
Ή ίσος όταν πετάς να ευτυχείς.
Φιλοκαλούμεν μεν μετ' ευτελείας, φιλοσοφούμεν δε άνευ μαλακίας...
Από τη μία χαίρομαι επειδή υπάρχει τελικά Θεός και οι ευχές μου να απαγκιστρωθείς από τα λαβράκια της επικαιρότητας εισακούσθηκαν. Από την άλλη σε κόβω λίγο ντεφορμέ σε σύγκριση με την παράδοση που έχεις δημιουργήσει.
Να μου πεις βέβαια, για να το χοντρύνω μέχρι τελικής βαρύτητας, και ο βάζελος είχε μια παράδοση αλλά τώρα πια παριστάνει το τρίτο μας μαξιλαράκι για να καθόμαστε ψηλά να αγναντεύουμε. (i.e. εμείς οι γαύροι. να έχω κι εγώ ένα "εμείς" για σκεύος ηδονής).
Εύχομαι να πάρεις φόρα και να πετάξεις ακόμα πιο ψηλά. Τη βαρύτητα την έχεις προ πολλού καταργήσει. ;)
(Βρε μπας και θες απλώς να μας πεις πως πάχυνες; ) :)
(είχε δυο επιπλέον σχόλια εδω πέρα ή όχι;)
Είχε δύο επιπλέον αλλά τα έσβησα. Σας έλειψαν;
Ναι. Ανησυχώ τώρα και για την τύχη του δικού μου σχολίου.
Αν και δεν σε ξέρω, εμπιστεύομαι την κρίση σου σχετικά με τη διαγραφή.
.
.
.
.
Ωστόσο, υπάρχει και η άποψη ότι πρέπει να εκφράζεται ελεύθερα καθετί πηγαίο και αυθόρμητο, ώστε να μην πιέζονται τα ένστικτα και οι ορμές.
Διαλέγεις και παίρνεις.
έλα μωρέ με το μεσοαστό ανδράποδο που η ελληνική μας γλόσσα μας τού πίπτει άχρηστη τελείως ας πούμε και μας έχει φλομώσει σαν γκομενάκια της γλάστρας ότι είναι μέσα στη γλόσσα ο μαστρωπός της γλόσσης τώρα επειδή κάφκα κ' εφημερίδες εορθοτόμησεν. εγώ σιχαίνομαι να τον βλέπω στον μπλογκερ. σαν εορτοδάνειο δεν είναι;
... είναι αδύνατη η κατάργηση της Ύπαρξης
(δεύτερη προσπάθεια, γιατί είναι αδύνατη και η κατάργηση της απροσεξίας μου. Συγγνώμη για τη μαντάρα, αν θέλετε το σβήνετε)
oldboy πήπως άρχισε ο μικρός να περπατάει και "τυραννιέται"?
Εγώ λέω οτι αυτο ειναι , και οι υπόλοιποι , οσοι εν πάσει περιπτώσει , βρήκαν ευκαιρία να χύσουν μελάνι ανέξοδα.
dirty old womnan.
δεν ειμαι ανώνυμη!!
Αυτό εδώ θα μπορούσε άνετα να γίνει φιλοσοφικό μυθιστόρημα.
Thrass
Απο αυτό το ενδιαφέρον κείμενο βγαίνει το συμπέρασμα πως η απόλυτη ελευθερία είναι μια ουτοπία. Οσο ζούμε είμαστε δέσμιοι των φυσικών αλλά και των κοινωνικών φαινομένων καθώς και των δικών μας αδυναμιών. Είμαστε κάποιες φορές ελεύθεροι να κάνουμε τις επιλογές μας και να υποστούμε τις συνέπειες των επιλογών μας αλλά ποτέ τελείως ελεύθεροι. Κατά τη γνώμη μου η ζωή θα ήταν πολύ βαρετή αν πραγμάτικα μπορούσαμε να κάνουμε ότι θέλουμε ή αν όλα ήταν προκαθορισμένα. Αυτή η καθημερινή μάχη ενάντια στο αναπόφευκτο και το θάνατο είναι η ζωή.
edw oute o pio plousios anthropos ston kosmo den tha borouse na zisei eleuthera, oti apoktoume mas barenei, ite iliko ite psixiko... kaliteri lisi o stoismos kai i apathia, edw genietai i eleutheria...
Δημοσίευση σχολίου
<< Home