Τo μάγουλο που δεν πονά
Κινηματογράφος και βία, βία και κινηματογράφος. Ζευγάρι παλιό, ζευγάρι συχνά αμφιλεγόμενο, ζευγάρι πάντως καρμικό. Σε σύγκριση με τις υπόλοιπες τέχνες, οι σχέσεις που διατηρεί ο κινηματογράφος με τη βία είναι προνομιακές και στηρίζονται αφενός στη δυνατότητα που έχει να την αναπαριστά και αφετέρου στην θεαματικότητα της αναπαράστασής της. Τις περισσότερες φορές την χρησιμοποιεί σαν πρώτη ύλη του προς τέρψη του φιλοθεάμονος κοινού, αλλά δεν είναι και λίγες οι φορές εκείνες που η βία αποτελεί το θέμα το οποίο πραγματεύεται. Το «Ίσως, Αύριο» της Σουζάνε Μπίερ, η δανέζικη ταινία που πήρε το φετινό ξενόγλωσσο όσκαρ, ανήκει στη δεύτερη κατηγορία, στην κατηγορία δηλαδή των ταινιών που θέλουν να μιλήσουν για τη βία. Ο τρόπος όμως με τον οποίο το κάνει είναι σεναριακά ημιτελής και σκηνοθετικά ανέμπνευστος. Ενώ η ιστορία ξεκινά από ενδιαφέρουσες ιδέες και φαίνεται ότι επιχειρεί να κάνει μερικές μεγαλόπνοες συνδέσεις, στο τέλος της δεν προκύπτει μια ολοκληρωμένη σύλληψη για το τι ακριβώς θέλησε να μας πει. Κι αν ενδεχομένως απαντήσεις σε αυτά τα θέματα δεν μπορούν να δοθούν, η ταινία δεν μας βοηθά ούτε να αναρωτηθούμε κάτι περισσότερο για τη φύση της βίας, για το τι την γεννά και τι ρόλο παίζει. Ωστόσο το σενάριο της δεν είναι το πρόβλημά της. Αντίθετα, είναι σε μεγάλο βαθμό, μαζί με τις ερμηνείες των ηθοποιών, η βασική αρετή της.
Το «Ίσως, Αύριο» χαρακτηρίζεται από ένα αισθητικό παράδοξο: πρόκειται για μια ταινία που θέλει να μιλήσει για τη βία, αλλά έχει μια εμφανή αμηχανία στον τρόπο που θα την απεικονίσει. Αμηχανία που την οδηγεί σε λύσεις άγαρμπες και μη πειστικές. Προφανώς η σκηνοθέτις ήθελε να αποφύγει τις σκηνές που θα σοκάρουν ή ήθελε να αποφύγει την παγίδα σκηνών που θα την έδειχναν συναρπαστική. Αλλά δεν είναι λύσεις κι αυτές που επέλεξε. Έχει καταδικάσει τη βία εκ των προτέρων φιλολογικά και θεωρητικά και δεν τη σχολιάζει με τα εργαλεία της, με την εικόνα. Η Μπίερ ξέρει, και εμείς ξέρουμε, ότι η βία είναι κακό πράγμα, οπότε δεν μπαίνει και στο κόπο να το τεκμηριώσει και με τις εικόνες της. Έτσι, σκηνές που θα έπρεπε να απογειώνουν την ταινία, είναι σκηνές που σκηνοθετούνται δίχως δυναμική, δίχως θάρρος, δίχως άποψη, δίχως όραμα: σινεμά γερασμένης νοοτροπίας και απρόσωπης αισθητικής.
Καταυλισμός στην Αφρική. Σουηδός γιατρός γιατρεύει Αφρικάνους. Ανάμεσα στους ασθενείς του δεσπόζουν ετοιμοθάνατες έγκυοι, που έχει ανοίξει την κοιλιά τους συμμορία τοπικού οπλαρχηγού, επειδή ο οπλαρχηγός αρέσκεται να βάζει στοιχήματα για το φύλο του εμβρύου. Αυτός είναι ο αρχίκακος μια εντελώς κακής και βίαιας κοινωνικής συνθήκης (όλοι σκοτώνουν εδώ, δικαιολογείται σε ένα σημείο). Είναι τόσο κακός (έχει και γυάλινο τρομακτικό μάτι) που ακόμη και μόλις έχει ξεψυχήσει ένα από τα θύματά του, ξεκαρδισμένος στα γέλια ζητάει από τον γιατρό να το παραχωρήσει σε ένα πρωτοπαλίκαρό του, που του αρέσουν ιδιαίτερα οι γυναίκες που δεν κουνιούνται. Αντίθετα ο γιατρός είναι ο αρχίκαλος. Όχι μόνο επειδή γιατρεύει ανθρώπους σε μια ξένη κι επικίνδυνη ήπειρο, αλλά και γιατί πίσω στη Δανία δείχνει εμπράκτως πόσο κατά της βίας είναι. Ο αρχίκαλος βέβαια μπορεί και να την φέρει στον αρχίκακο, τόσο πολύ σε αρρωσταίνει η κοινωνική συνθήκη. Πίσω στη Δανία η βία είναι σε πολύ πιο κουλ και πολιτισμένα επίπεδα. Τα παιδιά στο σχολείο πειράζουν και τρομοκρατούν το παιδί του επειδή είναι Σουηδός και όχι Δανός. Ένας άξεστος τύπος θα χαστουκίσει τον γιατρό μπροστά στα παιδιά του. Μέσα σε όλα αυτά ο γιος του κάνει ένα νέο φίλο, ένα παιδί που έχει μόλις χάσει τη μάνα του από καρκίνο, είναι τίγκα στο θυμό και δείχνει κι αυτό μια κλιμακούμενη έφεση προς τη βία. Η πολιτισμένη σκανδιναβική βία με την απολίτιστη αφρικάνικη, τα παιδάκια που τσακώνονται για την κούνια σε μια παιδική χαρά στη Δανία, τα παιδιά που παίζουν με τα ξύλινα σπαθιά στην Αφρική, ο γονιός που χαστουκίζει και ο γιατρός που γυρνά και το άλλο μάγουλο, ο οπλαρχηγός που σκίζει γυναίκες και ο γιατρός που φτάνοντάς στα όριά του αποφασίζει αντί για το μάγουλο να γυρίσει το βλέμμα.