Η ασημένια ώρα
Ο κουρέας άλλαζε ξυράφι. Λίγο από συνήθεια, λίγο από αφηρημάδα, ο πελάτης κοίταξε τις κομμένες τρίχες πάνω σε αυτό το πράγμα που σου περνάνε γύρω από το λαιμό όταν κουρεύεσαι. Κάπως θα το λένε, αλλά δεν ήξερε πώς. Και δεν είχε σημασία. Σημασία είχε ότι οι τρίχες ήταν ασημί. Ο πελάτης θορυβήθηκε. Σήκωσε το βλέμμα να δει αν κούρευαν κανέναν ακριβώς από πάνω του. Όχι. Τότε τι; Ερχόταν χρόνια εδώ και τους εμπιστευόταν. Δεν θα κούρευαν άλλον και θα του έλεγαν μετά ότι κούρεψαν εκείνον. Θα ήταν ακραίο. Άλλωστε τι θα κέρδιζαν από μια τέτοια απάτη; Κάτι άλλο πρέπει να συνέβαινε. Για το υπόλοιπο του κουρέματος αποφάσισε να ενεργοποιήσει την προσοχή του. Κοιτούσε καχύποπτα δεξιά κι αριστερά. Τίποτα περίεργο (εκτός ίσως από τις επίμονες παρακλήσεις του κουρέα να σταματήσει να κουνάει το κεφάλι του). Το κούρεμα τελείωσε. Ξανακοίταξε με τρόπο τις τρίχες. Μεγαλύτερο πλήθος από πριν, ίδιο χρώμα. Έβγαλε αυτό το αγνώστου ονόματος πράγμα από το λαιμό του και άρχισε να βρίζει. Να κουρευτεί είχε έρθει, όχι να μεγαλώσει. Απολογήθηκαν αμήχανα. Αν υπήρχε κάτι που μπορούσαν να κάνουν, ευχαρίστως να το έκαναν. Εκείνος ζήτησε τα χρόνια του πίσω. Μα γιατί, του είπαν. Δεν τα ζήσατε; Τα έζησα, απάντησε. Ε τότε, τι ακριβώς σας χαλάει; Θύμωσε περισσότερο. Με ποιό δικαίωμα ανακατεύεστε στη ζωή μου, ρώτησε. Και τι ακριβώς παριστάνετε εδώ πέρα; Τους κουρείς ή τους φθορείς; Μα δεν σας φθείραμε εμείς, κύριε, διαμαρτυρήθηκαν. Αλλά μπορεί και να μην τους άκουσε, γιατί ήδη έβγαινε χτυπώντας την πόρτα, η οποία όμως ως συρόμενη δεν χτύπησε, γεγονός που τον ματαίωσε διπλά. Συνειδητοποίησε ότι και οι εναπομείνασες στην κεφαλή του τρίχες παρόμοιο με τις κομμένες χρώμα θα είχαν. Ένιωσε τα βλέμματα των περαστικών να τον καρφώνουν. Τα νέα του γκριζαρίσματός του θα κυκλοφορούσαν ραγδαίως. Αποφάσισε να πουλήσει την ψυχή του στον Μεφιστοφελή, να σώσει οτιδήποτε αν σώζεται. Αλλά θα έβρισκε μεφιστοφελείο ανοικτό; Το πρώτο που βρήκε ήταν κλειστό. Κοίταξε τα διανυκτερεύοντα. Ήταν όλα σχετικά μακριά. Δεν είχε κουράγιο να τρέχει. Είχε μεγαλώσει. Αποφάσισε να συμφιλιωθεί με την ηλικία του. Εκείνη όμως είχε μια αξιοπρέπεια και βλέποντας όλο αυτό το προηγηθέν εις βάρος της σόου, αρνήθηκε. Έτσι τράβηξαν χωριστούς δρόμους, η ηλικία του από τη μια μεριά, εκείνος από την άλλη. Όσο για τις γκρίζες τρίχες του, αφού τινάχθηκαν στο πάτωμα, τις πήρε η σκούπα του κουρέα. Στο διάβα τους ανακατεύτηκαν με άλλες τρίχες αλλωνών και δεν αποτελούσαν πια ένδειξη κανενός πράγματος, ούτε του περάσματος του χρόνου ούτε τίποτα, αποτελούσαν μόνο σκουπίδια, που κατέληξαν σε μια σακκούλα μαζί με ακαθαρσίες κι έμειναν να αναρωτιούνται πως σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα έκαναν τη διαδρομή «υπαρξιακό ξυπνητήρι - ένα με τα κωλόχαρτα». Ασόβαρο ον ο άνθρωπος, κατέληξαν στο συμπέρασμα λίγες ώρες μετά, καθώς η σκουπιδιάρα αναποδογύριζε για να ρίξει στα σπλάχνα της το περιεχόμενο του -ίδιου χρώματος με αυτές- κάδου.
9 Comments:
πολύ όμορφο κείμενο...
Αριστουργηματικό, έξοχο!
Άσε μας ρε oldboy...
Μικρού μήκους, ανεξάρτητη παραγωγή
και θα πρότεινα ασπρόμαυρη.
Ταινία.
Φεύγοντας από το πιο κοινωνικό επέστρεψες εντυπωσιακά στο υπαρξιακό. Υπέροχα!
φοβερό!
Καθώς λέει κι ο Θανασάκης:
Στο τέλος τα κομμένα, τα λόγια κι οι χρησμοί
σκουπίζονται και πέφτουν στου χρόνου τη σχισμή.
Α Π Α Ι Κ ΤΟ ! Δεν υπαρχει..
Ασημένιο. Θα λυπηθώ αν κατέβει απ το βάθρο.
Δημοσίευση σχολίου
<< Home