Παρασκευή, Φεβρουαρίου 27, 2009

Ντιβιντί Κοντρόλ

Αν το κάθε σκάνδαλο της ημερησίας διάταξης κρίνεται σε τηλεοπτικό και όχι σε δικαστικό χρόνο, λογικό είναι τηλεοπτικής φύσεως να είναι και τα αποδεικτικά μέσα. Έτσι, στον δημόσιο βίο της χώρας η στιγμή της αλήθειας του καθενός αποτυπώνεται πλέον αυθεντικά στα μεν τηλεπαιχνίδια μέσω ανιχνευτή ψεύδους, στις δε ειδήσεις και τις εν γένει ενημερωτικές εκπομπές μέσω ηχογραφημένης ή βιντεοσκοπημένης καταγραφής συνομιλιών και πράξεων.
Πρέπει να τονιστεί ότι αυτός δεν είναι απλά ο πιο πειστικός, αλλά μάλλον έχει μετατραπεί στον μοναδικό τρόπο απόδειξης της αλήθειας. Της αληθινής αλήθειας τουλάχιστον. Αν δεν έχει καταγραφεί με μηχανικό μέσο ώστε να πιστοποιηθεί με ISO, αλήθεια δεν υπάρχει, αφού τα λεγόμενα όλων μας απολαμβάνουν πια το τεκμήριο του ψεύδους. Για την ακρίβεια η σχέση ψεύδους – αλήθειας κινείται παράλληλα και συμμετρικά με τη σχέση ηθικολογίας – αμοραλισμού: όσο περισσότερο φουντώνουν οι περί αληθείας όρκοι και διαβεβαιώσεις τόσο περισσότερο μειώνεται ο δείκτης αξιοπιστίας του καθενός, ακριβώς όπως όσο περισσότερο διαρρηγνύει κάποιος ιμάτια και καλτσόν για την ηθική, τόσο περισσότερο έχει πάρει κεφάλι στην βαθμολογική κούρσα της διαφθοράς.
Κατά ένα ειρωνικό τρόπο ένα έμπρακτο παράδειγμα αντιδιαστολής νομίμου και ηθικού (αντιδιαστολής για την οποία τόσο μελάνι και τόσα πίξελ χύθηκαν τους τελευταίους μήνες) είχαμε από την ίδια τη Βουλή, η οποία αφού πρώτα μετέτρεψε σε κακούργημα τη χρήση των κρυφών καμερών έσπευσε αμέσως μετά να τις χρησιμοποιήσει στην Εξεταστική Επιτροπή της. Η χρήση ήταν παράνομη, αλλά σε ένα περιβάλλον κατακλυσμού ψεμμάτων, ως ηθικό μπορεί να νοείται και το μη χείρον, το να αναγκάζεσαι δηλαδή να κάνεις χρήση ενός ανήθικου μέσου, που αγιάζεται εν μέρει από το σκοπό του, από τη δυνατότητα δηλαδή που σου δίνεις να δραπετεύσεις προς στιγμή από τον κατακλυσμό.
Το όλο σκηνικό θυμίζει αρκετά τη δικαιολογητική βάση των αντιντόπινγκ κοντρόλ. Όπως η Γουάντα μπορεί να μπουκάρει στα προπονητήριά σου και να κάνει αιφνιδιαστικούς ελέγχους, όπως κι εκεί αν θέλεις να είσαι μέρος του παιχνιδιού αποδέχεσαι θέλοντας και μη τους κανόνες του, έτσι και εδώ, αφού θες να συμμετέχεις στο παιχνίδι του δημόσιου χώρου να ξέρεις ότι ο ιδιωτικός σου είναι ανά πάσα στιγμή υπό έλεγχο.
Το ντιβιντί κοντρόλ επικρέμαται πάνω από την κεφαλή σου κι άμα σου αρέσει. Αν δεν σου αρέσει, σπίτι σου (στο οποίο εννοείται πάντως ότι και να μπούμε μπορούμε και να το παρακολουθήσουμε)· σπίτι σου με την έννοια μην ασχολείσαι καθόλου με τα κοινά ή μην έχεις κανένα συγγενή ογδόου βαθμού που ασχολήθηκε με τα κοινά ή κανέναν παιδικό φίλο ή οτιδήποτε. Αν δεν ασχοληθείς με τα κοινά και επίσης δεν ασχολείται και κανείς συγγενής ή γνωστός που μας ενδιαφέρει, τότε δεν θα ασχοληθούμε και μεις μαζί σου.
Όπως είχε παλιότερα αποφανθεί ο εθνικός μας προπονητής «ντοπέ είναι όποιος πιάνεται ντοπέ», άρα αν ποτέ δεν πιαστείς δεν είσαι και ντοπέ. Έτσι αν υποθέσουμε ότι όλοι λιγότερο ή περισσότερο ντοπάρονται και όλοι λιγότερο ή περισσότερο ψεύδονται, το κρίσιμο τελικά δεν είναι αν έχεις κι εσύ κάπου τη φωλιά σου λερωμένη, αλλά αν θα σε συλλάβει κάποια κάμερα να τη λερώνεις ή να ομολογείς ότι την έχεις λερώσει. Με άλλα λόγια το ερώτημα –το ουσιαστικό ηθικό ερώτημα- πιθανώς να μετατοπίζεται από το αν πρέπει να γίνεται χρήση των καταγραφών, στο πόσο αποτελεσματική είναι, αφού και η αλήθεια που δείχνει μια κάμερα σχετική είναι, καθώς δίπλα της παραμένει κρυμμένη η μη βιντεοσκοπημένη αλήθεια, η αλήθεια που δείχνει ότι το εκεί θύμα εδώ παριστάνει τον θύτη.
Αλλά τα ηθικά ερωτήματα λίγο αφορούν, όπως άλλωστε και τα νόμιμα. Το «πρέπει ή δεν πρέπει;» δεν είναι το δίλημμα της μόδας, το δίλημμα της μόδας είναι το «μπορώ ή δεν μπορώ;». Δίνεται η αίσθηση στους απ’ έξω ότι σημαντικότατο κομμάτι του δημοσιογραφικού κόσμου έχει ως κύρια απασχόληση την ανεύρεση μυστικών και την εν συνεχεία χρήση τους ως όπλων σε ένα συνεχές αλισβερίσι, στο οποίο πραγματικά συγχέονται και θολώνουν τα όρια μεταξύ δημοσιογραφικής έρευνας, δημοσιογραφικής αποκάλυψης, δημοσιογραφικής πίεσης και δημοσιογραφικού εκβιασμού. Πάνω στα μυστικά και στις λερωμένες φωλιές χτίζονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο οι ηχηρότερες δημοσιογραφικές καριέρες.
(Κείμενο γραμμένο για το «Post Media»)

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 25, 2009

Jai Ho

στις παραγκουπόλεις της Βομβάης τώρα για το όσκαρ.
Τα ζώα που χαίρονται.
Δεν θα έπρεπε να χαίρονται, δεν.
Η χαρά τους αποπροσανατολίζει από τη δυστυχία τους.
Είναι κακό πράγμα η χαρά,
είναι τα θεάματα που σου πετάνε για να σε κρατάνε υπόδουλο
και να ξεχνάς ότι σου λείπει ο άρτος ή η ελευθερία.
Η χαρά είναι στην υπηρεσία των εξουσιαστών σου.
Σταμάτα να χαίρεσαι.
Ξεχνιέσαι έτσι.
Σε αντίθεση με τη χαρά, στην υπηρεσία των εξουσιαστών σου δεν είναι ο φόβος.
Υπάρχει κρίση - κρίση - κρίση.
Να τρέμεις.
Να δεχτείς ότι αυτός δεν είναι καιρός για αυξήσεις, αλλά για μειώσεις.
Σε αυτά που παίρνεις βέβαια, όχι σε αυτά που πρέπει να δίνεις.
Σταμάτα να χαίρεσαι· ξεχνιέσαι.
Να φοβάσαι· μην το ξεχνάς.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 23, 2009

Rondelay

«I know what dude I am. I'm the dude playin' the dude, disguised as another dude».
~~~
Με πόσους θα ταυτιστείς στην φάση της εφηβείας; Με ελάχιστους. Με τον Δημήτρη Σαραβάκο, σίγουρα· ντουλάπες και πλευρές γραφείου του δωματίου σου γεμάτες στραβοκομμένα με ψαλίδι και στραβοκολλημένα με σελοτέιπ αποκόμματα εφημερίδων με τον Σαραβάκο να πανηγυρίζει· μόνος στο δωμάτιο σου έχεις μιμηθεί τον πανηγυρισμό του άπειρες φορές· δεν είσαι εσύ, είσαι κάποιος άλλος, κάποιος που θριαμβεύει και τρελαίνεται από χαρά, ενώ ένα στάδιο παραληρεί.
Με τον Ρίβερ Φίνιξ· είστε σχεδόν συνομήλικοι, μεγαλώνετε μαζί, τον βλέπεις σχεδόν σε κάθε ταινία του, από το εντελώς αγαπημένο σου «Stand by Me» ως την «Ακτή του Κουνουπιού», ερωτεύεσαι μαζί του μια άσχημη στο «Running on Empty», αποκαλύπτεται πως εκείνος είναι ο Ίντυ μικρός· και μετά ξαφνικά πεθαίνει· και χωρίς υπερβολή τη νιώθεις την απώλεια, νιώθεις να έχεις χάσει έναν άνθρωπο δικό σου, έναν αδελφό.
~~~
Και μετά εμφανίζεται στη σκηνή ο αληθινός του αδελφός· είναι καλός, αλλά δεν παύει να μην είναι ο αληθινός Φίνιξ, εκείνος που ήξερες, εκείνος που ταυτιζόμενος ήσουν· με τα χρόνια αρχίζεις να μην τον σκέφτεσαι με άξονα τον αδελφό του, αρχίζεις να τον εκτιμάς και με το «Walk the Line» η εκτίμηση μετατρέπεται σε κάτι άλλο, κάτι βαθιά συναισθηματικό· είσαι μεγάλος πια για ταυτίσεις, αλλά η ένταση που εκπέμπει ο Γιόακιν αποθηκεύεται μέσα σου και την ανακαλείς ανά πάσα στιγμή, όπως όλα τα υπόλοιπα κινηματογραφικά σου πολύτιμα.
~~~
Και χθες το απόγευμα βλέπω από το μπλογκ του Ανέμου τον Γιόακιν στην εκπομπή του Λέτερμαν σε φάση αποσύνθεσης από την μαστούρα. Και σοκάρομαι. Και λίγες ώρες αργότερα βλέπω τον Μπεν Στίλερ να τον μιμείται στα όσκαρ. Και γαμιέμαι στα γέλια.
~~~
Διάβασα χθες ότι υπάρχει η εκδοχή να μην ήταν μαστουρωμένος o Γιόακιν, να είναι όλο αυτό φτιαχτό. Δεν μου έστεκε με καμία λογική, αλλά το έψαξα λίγο και όντως κυκλοφορεί κι αυτή η άποψη: γυρίζει, λέει, ο Κέισι Άφλεκ ένα ντοκιμαντέρ με θέμα την απόφαση του Γιόακιν να εγκαταλείψει τον κινηματογράφο και να κάνει μουσική καριέρα, και πιθανώς αυτή η πόζα να είναι στο στυλ των φαρσών που έκανε ο Άντι Κάουφμαν. Εξακολουθεί να μου φαίνεται δύσκολο, αλλά μετά από αυτόν τον ατελείωτο πρόλογο μπορώ επιτέλους να φτάσω σε εκείνο που θέλω να πω.
~~~
Ακόμη και αν καμιά φάρσα δεν υπάρχει, ακόμη κι αν το κεφάλι του Γιόακιν έχει γίνει πουρές από τα ναρκωτικά (από τα ναρκωτικά που πήραν τη ζωή του αδελφού του),
ακόμη δηλαδή κι αν ο Μπεν Στίλερ δεν κάνει πλάκα κατόπιν συνεννόησης ή εκ του ασφαλούς, ακόμη κι αν κάνει πλάκα εκτός ορίων,
ακόμη κι αν κάνει πλάκα με τη δημόσια ξεφτίλα ενός υπερταλαντούχου συναδέλφου του που έχει πρόβλημα, το ίδιο βράδυ που θα βραβευθεί ο άλλος υπερταλαντούχος συνάδελφός του που πέθανε από τα χάπια ,
ακόμη κι αν η φάρσα αυτή δεν είναι λάθος μόνο από την οπτική της πολιτικής ορθότητας, αλλά και από κάθε άλλη ηθική οπτική,
ακόμη κι αν διακωμωδεί έναν άνθρωπο που κάθε άλλο παρά αδιάφορος μου είναι,
γελάω και νιώθω μια ευφορία με αυτόν τον κανιβαλισμό, μια ευφορία βρώμικη ίσως, αλλά θεωρώ ότι με απειροελάχιστα πράγματα δεν κάνει να κανεις πλάκα (και ακόμη και με αυτά ο χρόνος που δεν κάνει να κάνεις πλάκα δεν είναι αιώνιος αλλά πεπερασμένος), θεωρώ λυτρωτικό αυτό το βλέμμα στη ζωή,
αυτό το βλέμμα που πίσω από κάθε τραγική όψη της πραγματικότητας μπορεί να ανακαλύψει μια κωμική όψη,
πίσω από κάθε δεινό μπορεί να ανακαλύψει ένα ευτράπελο,
πίσω από κάθε αχ μπορεί να ανακαλύψει ένα χα.
~~~
Συμπτωματικά, σε ένα βιντεάκι της χθεσινής τελετής αφιερωμένο στην κωμωδία, ο Τζέιμς Φράνκο και ο Σεθ Ρόγκεν ξεκαρδίζονται με σκηνές από τα «Σφραγισμένα Χείλη». Φυσικά το βιντεάκι δεν εννοεί ότι τα «Σφραγισμένα Χείλη» έχουν πλάκα. Το βιντεάκι κάνει πλάκα. Αλλά κάνοντας πλάκα, μας επιτρέπει να δούμε τη σκηνή που τσακώνεται ένας δεκαπεντάχρονος με την τριανταπεντάρα ερωμένη του ως μια σκηνή που θα μπορούσε να έχει και πλάκα, αν το βλέμμα μας δεν ήταν προκατειλημμένο πως παρακολουθεί δράμα. Κατ' αντιστοιχία η προκατάληψη του βλέμματος μας προερμηνεύει την πραγματικότητα βαφτίζοντάς την αντικειμενικά σοβαρή, ενώ η σοβαρότητά ή η κωμικότητά της εξαρτάται από τον υποκειμενικό τρόπο με τον οποίο θα επιλέξουμε να τη κοιτάξουμε.
Και με όλη την προηγούμενη παράγραφο υπέπεσα στο μεγαλύτερο των λαθών: προσπάθησα να εκλογικέψω και υπεραναλύσω ένα αστείο, παίρνοντας το τοις μετρητοίς. Δυο χάχες που γελάνε με τα «Σφραγισμένα Χείλη» έχουν πλάκα. Το να θεωρητικολογείς πάνω σε αυτήν την πλάκα δεν έχει πλάκα.
~~~
Αν ο Γιόακιν ήταν όντως υπερμαστουρωμένος μπορεί κανείς να τον κοιτάξει είτε με το βλέμμα της Τατιάνας, είτε με το βλέμμα που απαιτεί διακριτικό κοίταγμα αλλού, είτε με το βλέμμα του Μπεν Στίλερ. Απορρίποντας φυσικά το πρώτο, ακόμη κι αν σωστότερο είναι το δεύτερο, δεν μπορώ παρά ιδιοσυγκρασιακά να προτιμήσω κι εν τέλει να απενοχοποιήσω το τρίτο.
Κι αν ο Γιόακιν πάθει κάποιο κακό σαν του αδελφού του ή σαν του Χιθ Λέτζερ;
Και τότε κάθε καλή ατάκα θα είναι παραπάνω από ευπρόσδεκτη, αφού τι πιο αστείο από τη ζωή μας, τον τρόπο που επιλέγουμε να τη ζήσουμε, να την κάψουμε και να καούμε;

Booked Solid

Οσκαρική βραδιά. Ωραίο πράγμα τα όσκαρ, ακόμη ωραιότερο οι κινηματογραφικές συγκινήσεις, αλλά αντ΄ αυτών ας δούμε κάτι ενδιάμεσης ωραιότητας: μια πεντάδα από ενδιαφέρουσες σκέψεις που μας άφησε το πρόσφατο πέρασμα μερικών οσκαρικών ταινιών.
- Η κοινοτοπία του κακού: «Είδα κάποτε κάποια φωτογραφία από εκτελέσεις Εβραίων στη Ρωσία: οι Εβραίοι περιμένουν γυμνοί στη σειρά, μερικοί στην άκρη μιας τάφρου και πίσω τους στέκονται στρατιώτες και τους πυροβολούν στον τράχηλο. Αυτό γίνεται σε κάποιο λατομείο και πάνω από τους Εβραίους και τους στρατιώτες σε κάποιο περβάζι του τοίχου κάθεται ένας αξιωματικός που κουνάει τα πόδια και καπνίζει. Δείχνει λίγο χολωμένος. Ίσως επειδή η διαδικασία δεν είναι αρκετά γρήγορη. Αλλά το πρόσωπό του δείχνει επίσης κάτι σαν ευχαρίστηση, σαν ικανοποίηση, ίσως επειδή βγαίνει η δουλειά της μέρας και σε λίγο σχολάει». (Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Μπέρνχαρντ Σλινκ, «Γράμματα στη Χάννα», πάνω στο οποίο βασίστηκαν τα «Σφραγισμένα Χείλη» του Στίβεν Ντάλντρι).
- Η αντιστροφή των ρόλων: Η «Αμφιβολία» του Τζον Πάτρικ Σάνλεϊ ξεκινά με ένα κήρυγμα του ιερέα Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, που έχει ως κεντρική ιδέα ότι η αμφιβολία μπορεί να είναι ένας τόσο ισχυρός δεσμός με τον Θεό όσο είναι και η βεβαιότητα. Πιστός σήμερα μπορεί να λογίζεται κι εκείνος που αμφιβάλλει. Συμπτωματικά, πριν μόλις μια εβδομάδα ο Δημοσθένης Κούρτοβικ παρουσιάζοντας το βιβλίο «Αχυρένια Σκυλιά» έγραφε στα «Νέα»: «Ο Γκρέι λέει ότι οι ρόλοι της επιστήμης και της θρησκείας στις μέρες μας έχουν αντιστραφεί: η επιστήμη, με τη μορφή βέβαια της τεχνολογίας, έχει γίνει το καταφύγιο από την αβεβαιότητα, καθώς υπόσχεται το θαύμα της απελευθέρωσης από κάθε φυσικό περιορισμό, αλλά και από τη σκέψη, ενώ η θρησκεία (στη Δύση, φαντάζομαι πως εννοεί) γίνεται ολοένα περισσότερο εστία αμφιβολίας».
- Μικρή παραβολή: Ένα ακόμη κήρυγμα του Χόφμαν από την ίδια ταινία: Μια γυναίκα κουτσομπολεύει. Νιώθει ενοχές και πάει να εξομολογηθεί. Ο παπάς της λέει να πάει στην ταράτσα του σπιτιού της, να πάρει ένα μαξιλάρι κι ένα κοφτερό μαχαίρι και να το σκίσει. Η γυναίκα υπακούει και μετά γυρνάει στον παπά. «Έκανες αυτό που σου ζήτησα;» «Ναι». «Και ποιά ήταν τα αποτελέσματα;» «Πούπουλα. Πούπουλα παντού». «Ωραία, τώρα πήγαινε πίσω και μάζεψε και το τελευταίο πούπουλο». «Δεν μπορώ. Δεν ξέρω πού έχουν πάει. Τα έχει πάρει όλα ο άνεμος». «Αυτό ακριβώς συμβαίνει όταν διασπείρεις φήμες για την υπόληψη των άλλων».
- Ελέγχοντας τον χρόνο: «Η ικανότητά μας να μετράμε και να κατανέμουμε τον χρόνο αποτελεί μια σχεδόν ατελείωτη πηγή παρηγοριάς. «Συγχρονίστε τα ρολόγια σας στις έξι» λέει ο λοχαγός πεζικού και κάθε ένας από τους υπολοχαγούς του ευθυγραμμίζοντας δυο μικρούς δείκτες βρίσκει ένα σύντομο καταφύγιο από τον φόβο, την ώρα που τόνοι βαρέος πυροβολικού σφυρίζουν πάνω απ' το κεφάλι του. Το καντράν του ρολογιού του γεννά -έστω για πολύ λίγο- μια αυταπάτη προσωπικού ελέγχου: «Ωραία», είναι σαν να λέει, καθώς κοιτάζει με τάξη πάνω από τις τρίχες και τις φλέβες καθενός από τους τρομακτικά εύθραστους καρπούς, «μέχρι τώρα όλα συμβαίνουν στην ώρα τους».
«Φοβάμαι ότι τα ραντεβού μου είναι εντελώς κλεισμένα μέχρι το τέλος του μήνα», λέει το μεγαλοστέλεχος, ακουμπώντας με απόλαυση το ακουστικό στο μάγουλό του, καθώς ξεφυλλίζει την ατζέντα του. Τα μάτια του και το στόμα του προδίδουν εκείνη την ώρα μια αίσθηση βαθιάς σιγουριάς. Οι γεμάτες σελίδες της ατζέντας αποδεικνύουν πως τίποτα το απρόβλεπτο, καμιά συμφορά από σύμπτωση ή από μοίρα δεν μπορεί να τον χτυπήσει μέχρι το τέλος του μήνα. Κάθε πιθανή καταστροφή έχει κρατηθεί σε απόσταση, ακόμη και ο θάνατος θα πρέπει να περιμένει: τα ραντεβού του είναι απολύτως κλεισμένα. (Απόσπασμα από το «Δρόμο της Επανάστασης» του Ρίτσαρντ Γέιτς, μυθιστόρημα στο οποίο βασίστηκε η ομώνυμη ταινία του Σαμ Μέντες).
- Ελπίζοντας: Kαι μετά τα βαθυστόχαστα, ας κλείσουμε με κάτι πιο πιασάρικο δια στόματος Σων Πεν στο «Milk» του Γκας Βαν Σαντ: «Το ξέρω ότι κανείς δεν μπορεί να ζήσει μόνο με την ελπίδα, αλλά ξέρω και ότι χωρίς την ελπίδα η ζωή δεν έχει νόημα».
(Κείμενο γραμμένο για το «SMS» της «SportDay»)

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 20, 2009

Η ίδια η αγορά

---
Η αγορά μπορεί να εξακολουθήσει να ρυθμίζει οτιδήποτε άλλο ρύθμιζε, η αγορά μπορεί να εξακολουθήσει να είναι κυρίαρχος σε οποιονδήποτε άλλο τομέα της ζωής ήταν ως τώρα, αλλά στην αγορά δεν πέφτει κανένας, μα κανένας, μα κανένας, λόγος να ρυθμίσει πόσα μπλογκ θα ανοίγουν και πόσα μπλογκ θα κλείνουν, καθώς η λέξη αγορά σε σχέση με το ανοιγοκλείσιμο των μπλογκ είναι η πλέον ξένη, άστοχη και άσχετη των λέξων, σχεδόν τόσο άσχετη όσο η φράση «ισορροπία σε τούτο το πράγμα», τούτο το πράγμα το κατ' εξοχήν χαώδες και το οποίο δεν έχει καμία ανάγκη να ισορροπήσει, αφού κινείται εκτός αγοράς, όπως εξαρχής κινήθηκε το ανοιγοκλείσιμο των εκατομμυρίων μπλογκ, χαρακτηριστικό γνώρισμα των οποίων και του όλου «φαινομένου» τους ήταν ότι αναπτύχθηκαν και γιγαντώθηκαν εκτός αγοράς.
Εντός αγοράς, της λογικής της και των ρυθμιστικών της νόμων κινούνται προφανώς όσοι μας προσφέρουν τους χώρους για να ανοιγοκλείσουμε μπλογκ, o blogger που αγοράστηκε από την google, το wordpress ή δεν ξέρω ποιός άλλος. Η αγορά έκρινε κάποια στιγμή πως την συμφέρει να παρέχει εντελώς δωρεάν χώρους όπου γράφουμε ό,τι θέλουμε χωρίς την παραμικρή -στην πράξη τουλάχιστον- δέσμευση ή υποχρέωση.
Κι αρχίσαμε να γράφουμε ό,τι θέλουμε χωρίς οικονομική επιβάρυνση και μη ζητώντας οικονομικό αντάλλαγμα. Ίσως όχι όλοι, ίσως ένα ποσοστό από εμάς να επεδίωξε το οικονομικό αντάλλαγμα με την μία ή την άλλη την μορφή, οπότε αυτοί πράγματι θα υποταχθούν στον νόμο της προσφοράς και της ζήτησης, αλλά όλοι οι άλλοι, όλοι όσοι άνοιξαν μπλογκ για να πουν την παπαριά τους, για να μας δείξουν τον λυρισμό τους, για να βρουν γκόμενα, για να συζητήσουν κάτι που τους καίει, για να ψυχοθεραπευθούν, για να πουν αυτό μου βρωμάει στην κοινωνία, για να βγάλουν στη φόρα τα συμπλέγματά τους, για να νιώσουν κάποιοι, για να παίξουν στο παιχνίδι της ανταλλαγής ιδεών, της επικοινωνίας, του σκοτώματος της μοναξιάς και λοιπά και λοιπά εις τη νιοστή, όλοι αυτοί θα συνεχίσουν να ανοιγοκλείνουν τα μπλογκ τους δίχως ισορροπία, δίχως σκασίλα για την αγορά την κυριολεκτική, δίχως ενδεχομένως σκασίλα και για την αγορά την μεταφορική, το πόσοι δηλαδή τους διαβάζουν ή τους σχολιάζουν, ή ενδεχομένως με σκασίλα για τη δεύτερη, η οποία εξαρτάται και από την μόδα του όλου πράγματος, αλλά οι μόδες έρχονται και παρέρχονται οι ανάγκες όμως όχι, και όσοι έχουν ανάγκη να εξωτερικεύουν την άλφα ή την βήτα πλευρά τους θα συνεχίσουν να την εξωτερικεύουν, σε όλο αυτό το πρωτόφαντο στην ιστορία της ανθρωπότητας πράγμα, όπου έχεις έναν χώρο δικό σου και ελεύθερα τον διαμορφώνεις όπως εσύ νομίζεις και ελεύθερα μπορεί ο καθένας να τον προσεγγίσει από οποιοδήποτε σημείο του κόσμου.
Εσύ προσφέρεις εσένα κι όσοι έρχονται ζητούν εσένα, ή μάλλον εσύ προσφέρεις πλευρές του εαυτού σου κι όσοι έρχονται ζητούν πλευρές του εαυτού σου, κι αυτή η συναλλαγή σας δεν εξαρτάται από έσοδα πωλήσεων ή διαφημίσεων ούτε υπόκειται σε ΦΠΑ, αφού κάποια παράδοξη τρύπα στην οικονομία της αγοράς βρήκε ότι την συμφέρει -την συμφέρει ως τώρα τουλάχιστον- να υπάρχει ένας τεράστιος κοινωνικός χώρος εντός του οποίου οι άνθρωποι επικοινωνούν και αλληλεπιδρούν έξω από τους νόμους και τους κανόνες της.
Η αγορά δηλαδή σου προσφέρει έναν τεράστιο κοινωνικό χώρο στον οποίο ξεχνάς την ύπαρξή της, την παντοδυναμία της, τα αναγκαστικά διαλείμματα για διαφημίσεις, καθώς εδώ τίποτα δεν είναι αναγκαστικό και κατ' επέκταση αυτονόητο, οπότε υπό αυτήν την έννοια, ναι, πράγματι «τούτο το πράγμα» είναι ανισόρροπο, αλλά καθαρτήρια ανισόρροπο, χαώδες και απρόβλεπτο.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 19, 2009

Aς πούμε ψέματα

Όχι δεν μπορείς με 11 παίκτες να πάρεις περίπατο το ελληνικό πρωτάθλημα (ακόμη και αν μιλάμε για τους συγκεκριμένους υπερπαίκτες που έχει φέρει ο Πρόεδρος, βάζοντας βαθύτατα το χέρι στην τσέπη, επενδύοντας για πολλοστή φορά και ανεβάζοντας για πολλοστή φορά το επίπεδο του ελληνικού ποδοσφαίρου). Για να πάρεις περίπατο το ελληνικό πρωτάθλημα χρειάζεται και κάτι παραπάνω. Φυσικά και δεν μιλάω για τη διαιτησία. Τα όποια λάθη των διαιτητών είναι ανθρώπινα (αν και έπαψαν προσωρινά να είναι ανθρώπινα μετά το περασμένο Σάββατο και άρχισαν να γίνονται ύποπτα, όταν αποκαλύφθηκε προβοκατόρικο σχέδιο απαξίωσης του πρωταθλήματος του Θρύλου). Άλλωστε, όπως δήλωσαν από κοινού Βγενόπουλος - Τζίγγερ (δήλωση με την οποία εκπληρώσαν τα διοικητικά τους καθήκοντα για τον φετινό χειμώνα, με αποτέλεσμα να μην πάρουν σέντερ φορ), όποιος προπονητοπαίκτης του Παναθηναϊκού διαμαρτύρεται για τη διαιτησία είναι ηθικός αυτουργός της βίας. Και αν δεν είναι ανθρώπινα, εν πάση περιπτώσει όλοι οι μεγάλοι ευνοούνται, όπως δήλωσε την περασμένη αθλητική Κυριακή ο -καθυστερημένα αφιχθείς από την Πάρο την οποία άλωσε ως προπονητής του Ρουφ- Πέτρος Μίχος. Ορίστε, και στην ΑΕΚ έδωσαν χθες πέναλτι επειδή το ξεροβόρι ταρακούνησε μια τρίχα από τη χωρίστρα του Ντούσαν (αυτή είναι η πιθανότερη εκδοχή, καθώς από το βίντεο δεν βγαίνει άλλη άκρη, αν και υποστηρίχθηκε η άποψη ότι ο διαιτητής θέλησε να κάνει το μπαμ και να πάρει με τη βία μια θέση στην πρώτη πενηντάδα των καλύτερων Ελλήνων του Σκάι, θέση που κέρδισε ήδη επάξια ο Δημοσθένης Καρμοίρης με την αλησμόνητη χθεσινή περιγραφή του ματς ή, αν όχι ακριβώς του ματς, αυτού πάντως του πράγματος που αντιλαμβανόταν ως μάτς υπό την επήρεια των ψυχοτρόπων ουσιών, οι οποίες προφανώς αλλοίωναν την αντικειμενική πραγματικότητα μετατρέποντάς την σε σουρεαλιστικά υποκειμενική). Όλοι οι μεγάλοι λοιπόν ευνοούνται, το λέει ο Πανόπουλος (που κάνει τον Ολυμπιακό να φτύσει αίμα όποτε παίζει τελευταίες αγωνιστικές στην Ξάνθη είτε 11 παίκτες έχει, είτε ενδεχομένως και λιγότερους, αφού στις τελευταίες αγωνιστικές αν χρειαστεί γίνεται προπονητής ο Σεγούρα κι ο Προτάσωφ, πρωταθλητής ο Μαντζουράκης, κίλερ ο Μήτρογλου, πίνει το ελιξήριο της νεότητας ο Τζόλε και μασάει σίδερα ο κάθε Κατσιαμπής), το είπε και ο Καραγεωργίου (που κέρδισε τον Παναθηναϊκό μέσα - έξω όχι εξαιτίας των σφυριγμάτων αλλά πάντως κερδίζοντας καθοριστικά σφυρίγματα), το λέει με κάθε ευκαιρία ο Λάμπρος Σκόρδας, ενώ όπως προσφυέστατα δήλωσε και ο Κατσαβάκης, ας μην μιλάει ο Παναθηναϊκός για ψύλλου πήδημα, οι μικροί είναι που μαχαιρώνονται πισώπλατα.
Η διαιτησία λοιπόν δεν παίζει ρόλο στον περίπατο του Ολυμπιακού κι αυτό αποδείχθηκε με τον πλέον περίτρανο τρόπο χθες, αφού μολονότι ο θρύλος σκόραρε με πέναλτι που προήλθε από ανατροπή η οποία έλαβε χώρα λίγο έξω από την περιοχή (τη δική του περιοχή - από την αντίπαλη απείχε περισσότερο ο Πάτσα όταν εκλαδεύθη) και πάλι έφαγε τρία. Ιδού λοιπόν ότι αν έχεις ομάδα η διαιτησία δεν μπορεί να αλλοιώσει κανένα αποτέλεσμα. Ιδού λοιπόν ότι τα διαιτητικά λάθη είναι ανθρώπινα και όχι εκ του πονηρού. Βέβαια θα μπορούσε κανείς να αντίπει ότι αν πράγματι ένα σφύριγμα είναι λανθασμένο ή εσκεμμένο φαίνεται από όλα τα υπόλοιπα δεκάδες σφυρίγματα στο παιχνίδι. Από το πώς αφήνεται μια ομάδα να παίξει ή να μην παίξει. Από το πώς κάθε επαφή έτσι σφυρίζεται φάουλ και κάθε επαφή αλλιώς όχι. Από το πώς το διαρκές σφύρα - σφύρα αφήνει ή δεν αφήνει να παιχτεί ποδόσφαιρο. Από το πώς δίνονται ή δεν δίνονται οι κάρτες. Από το πώς σφυρίζονται τα οφσάιντ τα έτσι και τα αλλιώς. Οι παίκτες του ΝBA όταν παίζουν στην Ευρώπη ή με τους κανονισμούς της FIBA νομίζουν ότι παίζουν άλλο άθλημα. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει με τους παίκτες του Ολυμπιακού όταν βγαίνουν από το θερμοκήπιο του Έλληνα διαιτητή.
Πέρσι ο Ολυμπιακός μετά από μια δεκαετία αλησμόνητων σφαλιαρών στην Ευρώπη έδειξε κάτι διαφορετικό. Έκανε διπλό στην Βρέμη και την Ρώμη, έπαιξε γαμάτα στην Μαδρίτη. Κάτι διαφορετικό φάνηκε να χτίζεται. Αλλά στον Πρόεδρο δεν άρεσε αυτό που χτιζόταν, γιατί η ομάδα έχανε πόντους στην Ελλάδα. Αυτό που χτιζόταν γκρεμίστηκε σε χρόνο ντε τε και η ομάδα επέστρεψε εκεί που την ενδιαφέρει. Πήρε ανερυθρίαστα ένα πρωτάθλημα στα χαρτιά μην αφήνοντας την ΑΕΚ να χαρεί ένα τίτλο μετά από 135 χρόνια. Μετά τον τελικό του Κυπέλλου με τον Άρη ο Σάββας Θεοδωρίδης επαναλάμβανε σε τηλεοπτικές δηλώσεις σε λούπα: «Είμαστε Αχόρταγοι - ο Πρόεδρος είναι Αχόρταγος - εγώ είμαι Αχόρταγος - είμαστε Αχόρταγοι».
Χαρακτήριζα πριν λίγο καιρό τον Σάββα «ακατάβλητης γραφικότητας γεροντοπαλίκαρο», αλλά έκανα τεράστιο λάθος, αφού ο Σάββας θα ήταν γραφικός σε οποιοδήποτε άλλο ποδοσφαιρικό περιβάλλον. Εδώ γραφικοί είναι όλοι οι υπόλοιποι, γιατί ο Σάββας δεύτερη - τρίτη αγωνιστική που έκανε την πρώτη γκέλα ο Ολυμπιακός (γιατί γκέλα είναι πια να μην κερδίζει το οποιοδήποτε ματς μέσα - έξω στην Ελλάδα) άρχισε να σκούζει για τον τρόπο που μαρκάρουν οι αντίπαλοι με αποτέλεσμα να μην προστατεύονται οι παικταράδες που μας έκανε την τιμή να φέρει ο Πρόεδρος. Ο Πρόεδρος που τα ρεπορτάζ γράφουν ότι ετοιμάζεται να προστατέψει την ομάδα κάνοντας Διευθύνοντα Σύμβουλο της ΠΑΕ τον άλλο Πρόεδρο, τον Βασίλη τον Γκαγκάτση, αλλά δεν τρέχει τίποτα, η συνταγή έχει δοκιμαστεί σε μικρότερο βαθμό στο παρελθόν με τους Τσιρώνηδες και τους Μπαλώκες και δεν έχει τρέξει κάστανο.
Συμπερασματικά, όσα γράφω, ναι, είναι αποτέλεσμα εμπάθειας και προϊόν 12 χρόνων κυριαρχίας Ολυμπιακού. Αλλά η εμπάθεια και ο βαθμός της είναι κάτι σχετικό. Πέρσι, όσο εμπαθής κι αν ήμουν έβλεπα τον Ολυμπιακό να παίζει μπάλα στην Ευρώπη. Μέχρι που αυτό χάλασε τον Πρόεδρο, αφού η μπάλα της Ευρώπης αποπροσανατόλιζε από την Υποχρέωση να πάρει τα πάντα εδώ. Η Ψύχωση είναι Ψύχωση, οι Αχόρταγοι είναι Αχόρταγοι και μέχρι ο Πρόεδρος να εγκαταλείψει την ομάδα όλα δείχνουν ότι το 12 στα 13 θα έχει γίνει 22 στα 23 ή 32 στα 33.
Η ανταγωνιστικότητα του ελληνικού πρωταθλήματος εξαρτάται από την βιολογική αντοχή του Σωκράτη Κόκκαλη στο γήρας. Μέχρι τότε, ο Αχόρταγος θα κολλάει τους δικούς του την Ψύχωσή του και θα οδηγεί όλους τους άλλους σε Χολή σαν αυτού εδώ του ποστ και σε βραδιές παρηγοριάς σαν τη χθεσινή, όπου το απόρθητο κάστρο αποδεικνύεται παλάτι στην άμμο, γιατί άλλο το αμμουδένιο έδαφος της Ευρώπης κι άλλο το μαϊμουδένιο έδαφος του ελληνικού ποδοσφαιρικού οικοσυστήματος.

Όσκαρ Τζι Αρ

Την Κυριακή δίνονται τα όσκαρ αλλά η αντίστοιχη ελληνική πεντάδα υποψηφιοτήτων για το όσκαρ καλύτερης ταινίας δεν έχει να ζηλέψει τίποτα:
«Παναγιωτόπουλος/Λεβέντης»
Η ιστορικότερη συνέντευξη της ελληνικής τηλεόρασης. Ένας δημοσιογράφος ανακρίνει έναν πολιτικό και το έθνος καθηλώνεται στους δέκτες του. Είναι 1994 και ο Πάνος Παναγιωτόπουλος προσκαλεί τον Βασίλη Λεβέντη για να τον ειρωνευθεί. Ο κόσμος τσινά γιατί ο χαβαλές έχει τους δικούς του κώδικες. Ο Λεβέντης με τον οποίο την έβρισκε έγινε ξαφνικά ο Λεβέντης που ήθελε να υπερασπιστεί, επειδή κάποιος τον κορόιδευε με όρους σταρ σίστεμ.
«Η Απίστευτη Ιστορία του Έλληνα Σελεμπριτά»
Έλληνας σελεμπριτάς όσο περνάνε τα χρόνια γίνεται στις φωτογραφίες ολοένα και νεότερος ελέω φωτοσόπ. Ξεσπά σκάνδαλο όταν η τελευταία αφίσα του δείχνει ένα ζευγάρι σε ερωτική περίπτυξη. Είναι οι γονείς του κατά τη στιγμή της σύλληψής του.

«Πυλωμένα Χείλη»

Έφηβος τα φτιάχνει με σιτεμένη milf. Χρόνια μετά διαπιστώνει με συντριβή ότι εκείνη ήταν στο Πολυτεχνείο. Η ένοχη σιωπή μιας γενιάς για την εκπόρνευση των ηρωϊσμών της προηγούμενης.

«Νο Μilk Τοday»
Η ιστορία των πρώτων Ελλήνων που εκλέχθηκαν σε δημόσια αξιώματα κρατώντας την ομοφυλοφιλία τους ερμητικά κλειστή. Ένας ύμνος στην παρρησία, στην ειλικρίνεια και στον αγώνα κατά του πουριτανισμού και του πολιτικού κόστους.
«Εξάρχεια Millionaire»
Νεαρός από το γκέτο των Εξαρχείων παίζει στο «Ποιός θέλει να γίνει εκατομμυριούχος;» του Σπύρου Παπαδόπουλου. Η αστυνομία τον συλλαμβάνει ως ύποπτο και η Αθήνα ξαναπαραδίνεται στο χάος. Τέλος καλό - όλα καλά, αφού ο Σπύρος καλεί ματατζήδες και εξαρχειώτες σε ένα πανηγυρικό «Στην υγειά μας, ρε παιδιά».
(Kείμενο γραμμένο για το «Exodos»)

Τρίτη, Φεβρουαρίου 17, 2009

Η νέα λύσις

Γυρνώντας το μεσημέρι τους σταθμούς στο ραδιόφωνο πέφτω στον Άκη Παυλόπουλο που μαζί με έναν άλλο τύπο δηλώνουν με μια φωνή ότι συμφωνούν 100% με την πρόταση του μπερλουσκονικού υπουργού για ευνουχισμό των βιαστών.
Διαβάζω επίσης ότι ο ληστής που λιντσαρίστηκε στη Θεσσαλονίκη και πέθανε λίγο μετά, σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση δεν πέθανε από το ξύλο, αλλά επειδή ήταν πρεζόνι.
Μπορεί έτσι να είναι, μπορεί και να μην είναι έτσι, αλλά κάπου στο κέντρο πριν δυο χρόνια βρέθηκα κοντά σε περιστατικό όπου γινόταν τουλούμι στο ξύλο ένα άλλο πρεζόνι που είχε κι αυτό κλέψει τσάντα. Έβαλα τις φωνές και μπήκα στην μέση, θυμάμαι όμως τον κόσμο γύρω μου να κοιτά απαθής, όπως θυμάμαι και τους δύο τύπους που πεσμένο κάτω τον κλωτσούσαν και τον κλωτσούσαν και τον κλωτσούσαν.
Ήταν νοικοκυραίοι, νοικοκυραίοι που πλήττονται από την εγκληματικότητα και αντιδρούν, νοικοκυραίοι που βλέπουν με αηδία τους χουλιγκανισμούς στα γήπεδα, νοικοκυραίοι που θα είδαν με απόγνωση το χάος και τη βία του περασμένου Δεκέμβρη, νοικοκυραίοι που θα συμφωνούν κι αυτοί εκατό τοις εκατό με την πρόταση για ευνουχισμό των βιαστών (εκτός κι αν πρόκειται για περιπτώσεις που οι βιασμοί έγιναν σε κείνες που τα ήθελε ο κώλος τους).
Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.
Στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα.
Τώρα θα γένουμε βάρβαροι εμείς.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 16, 2009

Μarangopoulou Report

(Aλίκη «Precoq» Mαραγκοπούλου σε όραμα)
Εννοείται ότι αν ο αστυνομικός δεν προλάβει να συλλάβει τον «κουκουλοφόρο» πριν τελέσει κάποιο έγκλημα του Π.Κ., ο δράστης θα τιμωρηθεί κατά συρροή για την παράβαση της παρ. 1 του άρ. 189 Α και για την άλλη αξιόποινη πράξη. Υπενθυμίζουμε ότι, κατά την ψυχολογία του όχλου, και λίγοι επιθετικοί και βίαιοι ταραχοποιοί μπορούν να ξεσηκώσουν πολυάριθμη ομάδα. Επιπλέον, η σύγχρονη εγκληματολογία ρίχνει το βάρος στην πρόληψη (και όχι στην καταστολή), πράγμα στο οποίο το προτεινόμενο άρθρο στοχεύει,
μπερδεύοντας ενδεχομένως την πρόληψη με την προληπτική καταστολή, τα αυγά με τα πασχάλια και τα σκυλιά με τους ροκάδες.
Aλλά, εν πάση περιπτώσει, με αντικατάσταση μιας λέξης το άρθρο μπορεί να διαβαστεί και ανάποδα:

Το φαινόμενο της απόκρυψης του προσώπου, δηλαδή της ταυτότητας, κάθε άλλο παρά πρωτοφανές είναι στην ανθρώπινη ιστορία. Στις διάφορες εποχές είχε διαφορετικούς γενεσιουργούς παράγοντες, περισσότερο βαθείς απ’ όσο κοινώς νομίζεται, και ποικίλες εκφάνσεις.
Βασική διάταξη για το θέμα αποτελεί το άρθρο 11 του Συντάγματος που καθιερώνει το δικαίωμα του συνέρχεσθαι (συναθροίσεων, διαδηλώσεων κ.λπ.), υπό δύο όμως όρους: ήσυχα και χωρίς όπλα. Οι «κρανοφόροι», μετά την εμφάνισή τους στη διαδήλωση, δημιουργούν κατά κανόνα βαριές ταραχές που καταλήγουν σε βλάβες διαφόρων βαθμών κατά αντικειμένων ή προσώπων.
Οι πράξεις αυτές είναι αξιόποινες (φθορά ξένης ιδιοκτησίας, εμπρησμοί, τραυματισμοί προσώπων, προσβολή ζωής) και αποτελούν συγχρόνως προσβολές διεθνώς αναγνωρισμένων Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Δ.Α.).

Πακέτο Αθανασίας

Ο Νικήτας Κακλαμάνης τραγουδούσε σε τσακίρ κέφι το αγαπημένο του τραγούδι: «Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο, τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο». Αναρωτήθηκε για πολλοστή φορά πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν άνθρωποι που βρίσκουν αυτά τα λόγια μελαγχολικά κι ονειρεύτηκε για ένα νανοσεκόντ μια υψικάμινο Κύπρου και Πατησίων γωνία. Ήταν πραγματιστής όμως και ήξερε ότι στη χώρα της οικολογικής τρομοκρατίας και του ΣτΕ κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο. Έβγαλε όλη την συσσωρευμένη αγανάκτησή των τελευταίων μηνών στο θριαμβευτικό ρεφρέν, κάνοντας ταυτόχρονα άσεμνες χειρονομίες: «Κοιμήσου, Περσεφόνη, στην αγκαλιά της γης, στου κόσμου το μπαλκόνι ποτέ μην ξαναβγείς».
Και επειδή εκτός από τη φύση τα κενά απεχθάνονται και τα μπαλκόνια των Γκάτσου – Χατζιδάκι, νά που την ορφανή θέση της Περσεφόνης καταλαμβάνει η αθανασία: «Τι ζητάς, αθανασία, στο μπαλκόνι μου μπροστά;» διερωτάται εύλογα ο Νικήτας και η αθανασία του απαντάει ότι ζήλεψε την τύχη που είχε η ευθανασία στην Ιταλία.
Και η τύχη που είχε είναι γνωστή: μια γυναίκα βρισκόταν εδώ και 17 χρόνια σε κώμα. Η ιταλική Δικαιοσύνη δικαίωσε το αίτημα της οικογένειάς της να διακοπεί η τεχνητή της σίτιση. Τότε η κυβέρνηση Μπερλουσκόνι προσπάθησε να σταματήσει νομοθετικά την ευθανασία της, αλλά δεν τα κατάφερε, με αποτέλεσμα η γυναίκα να πεθάνει.
Αν λοιπόν εκεί νομιμοποιείται η ευθανασία, εδώ γιατί να μην νομιμοποιηθεί η αθανασία; Αθανασία θα σημαίνει ανάγκη για περισσότερες θέσεις πάρκινγκ, περισσότερα Mall, περισσότερη ανάπτυξη. Ο Νικήτας σπεύδει να μεταφέρει την ιδέα στον Πρωθυπουργό, ο οποίος τη συζητά με τους Υπουργούς του. Εκδηλώνονται αντιδράσεις και προβληματισμοί. Τι επίπτωση θα έχει η παροχή αθανασίας στο ασφαλιστικό μας σύστημα; Στο ποσοστό της ανεργίας; Την θέση και την αντίθεση ακολουθεί διαλεκτικά η σύνθεση και προκρίνεται η σκέψη ότι οσοδήποτε εύλογοι κι αν είναι αυτοί οι φόβοι, αυτά είναι μελλοντικά ζητήματα, πρέπει να παραμείνουμε προσγειωμένοι, να έχουμε το μυαλό μας στην επόμενη δημοσκόπηση και μόνο και να κοιτάμε κάθε δημοσκόπηση ξεχωριστά.
Πράγματι η ανακοίνωση του νέου πακέτου Καραμανλή (του επονομαζόμενου «Πακέτου Αθανασίας») κάνει θετικότατο γκελ στην κοινή γνώμη, όσο κι αν το ΠΑΣΟΚ σπεύδει να απαξιώσει τα μέτρα λέγοντας ότι σημασία έχει η ποιότητα της ζωής και όχι η ποσότητά της.
Οι θρίαμβος της Κυβέρνησης κρατάει όμως ελάχιστα. Η νομιμοποίηση της αθανασίας προξενεί έντονο συναίσθημα αδικίας στους νεκρούς, που νιώθουν σαν τα κορόιδα της υπόθεσης. Αρχίζουν να διεκδικούν την άμεση νομιμοποίηση της ανάστασής τους, αίτημα που η Κυβέρνηση υπόσχεται να εξετάσει. Το γεγονός προκαλεί την άμεση αντίδραση της Εκκλησίας, η οποία υπενθυμίζει στο Κράτος ότι το ζήτημα της ανάστασης νεκρών ανήκει στην αποκλειστική δικαιοδοσία της. Η Κυβέρνηση φοβούμενη το πολιτικό κόστος από μια κατά μέτωπο σύγκρουση με την Εκκλησία κάνει πίσω.
Την απαγόρευση ακολουθούν πρωτοφανείς κινητοποιήσεις των νεκρών. Οι πρώτοι νεκροί (που σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις πετάχτηκαν από τα κοιμητήριά τους το βράδυ της περασμένης Κυριακής στο άκουσμα της ουρανομήκους κραυγής «Λουκάς Βύντρα οέ – οέ - οέ») ξεσηκώνουν και τους υπόλοιπους και κλείνουν με τα φέρετρα τις Εθνικές Οδούς. Η χώρα κόβεται στην μέση, στην άκρη, παντού. Οι Κρήτες νεκροί ναυλώνουν πλοία, όπου σε συνεργασία με τους Κρήτες αγρότες επανακαταλαμβάνουν το λιμάνι του Πειραιά, που γεμίζει τώρα τρακτέρ και φέρετρα αντάμα. Τα ΜΑΤ επεμβαίνουν ξανά, αλλά τα δακρυγόνα σταματούν μόνο τους αγρότες και τους φρεσκοπεθαμένους, αφού στους παλαιότερους νεκρούς δεν έχουν απομείνει πλέον μάτια για να δακρύσουν.
Οι παλαιοί Κρήτες νεκροί κατευθύνονται προς την Αθήνα. Φτάνοντας στο Γκάζι τους πλαισιώνουν τα σώματα από την έκθεση «Bodies» και όλοι μαζί κατευθύνονται προς τη Βουλή, όπου τους πλαισιώνει ο Άγνωστος Στρατιώτης, ο οποίος και τίθεται επικεφαλής. Βλέποντας ένοπλο στην κεφαλή της πορείας, η Αστυνομία πανικοβάλλεται και αρχίζει να πυροβολεί μαθητές και σεκιουριτάδες, οι οποίοι ευτυχώς δεν παθαίνουν τίποτα λόγω του Πακέτου Αθανασίας.
(Κείμενο γραμμένο για το «SMS» της «SportDay»)

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 13, 2009

Το Τελευταίο Μετρό στη Δουκίσσης

Zωσμένος με τρία μικρόφωνα και φορώντας γκεσταπίτικη καπαρντίνα, ο Γιώργος Βλάχος στριμώχνει τον Γιάννη Μανώλη έξω από την Βουλή. Ο Μανώλης κάνει να ξεφύγει, αλλά ο Βλάχος έχει αγριέψει, εφαρμόζοντας μια έντονα σωματική δημοσιογραφία. Θα παραμείνετε στη Βουλή; Θα παραμείνετε στη Βουλή; Θα παραμείνετε στη Βουλή; Και να μην ήθελε να παραμείνει στη Βουλή, ο Μανώλης δεν έχει επιλογή, όντας αιχμάλωτος του μαντουμανδόρου περιωπής Βλάχου, ενός Βλάχου έτοιμου να χρησιμοποιήσει και κυριολεκτικά ως όπλο το σύμπλεγμα των μικροφώνων που κραδαίνει, περνώντας έτσι στην χειροδικία, στην μικροφωνοδικία για την ακρίβεια, μια μικροφωνοδικία που ίσως είναι εκδήλωση του συμπλέγματος των μικροφώνων που τον διακατέχει, ίσως πάλι είναι απλά θέμα ταύτισης με τον ρόλο του ημίτρελου που υποδύεται χρόνια, ενός ρόλου που ευδοκιμεί ιδιαίτερα στην ελληνική τηλεόραση, προσελκύοντας αρκετούς επάξιους καρατερίστες, καθώς ικανοποιεί την ανάγκη του Έλληνα συνταξιούχου να βλέπει κάποιον που τα λέει έξω από τα δόντια και χωρίς περικοκλάδες.
Ως εδώ είναι τα εύκολα. Ως εδώ το καραγκιοζιλίκι είναι εμφανές, όπως εμφανής είναι πλέον και ο βαθμός μηδέν του κύρους της έννοιας «Βουλευτής». Ο Βουλευτής μπορεί να πετιέται στον εξωτερικό τοίχο της Βουλής, αφού, σε αντίθεση με τους τηλεδημοσιογράφους, η μεγάλη μάζα των Βουλευτών σήμερα είναι κι αύριο δεν είναι.
Τα εύκολα συνεχίζονται όταν παρατηρείς ότι ο Μανώλης απολογήθηκε στους Ζαγορίτη και Τραγάκη. Αν βάλεις τους Ζαγορίτη και Τραγάκη δίπλα στον Αντώναρο, σχηματίζεις μια ανεπανάληπτη τριανδρία που εύκολα σε κάνει να σκεφτείς ότι αν αυτοί οι τρεις συγκεκριμένοι άνθρωποι εκπροσωπούν Κοινοβουλευτική Ομάδα, Κόμμα και Κυβέρνηση, τότε πρέπει να είμαστε ένας λαός ultra τελειωμένων κρετίνων.
Φεύγοντας από τα εύκολα και πηγαίνοντας στα δύσκολα, διάβαζα χθες ένα ποστ του Σραόσα που νοσταλγεί το κλίμα της Ολυμπιάδας και σκεφτόμουν ότι αν τα social media είχαν έρθει λίγα χρόνια νωρίτερα ή η Ολυμπιάδα μερικά χρόνια αργότερα, αν είχαν εν πάση περιπτώσει συμπέσει, τότε το κλίμα θα ήταν διαφορετικό, τότε η περιρρέουσα ατμόσφαιρα που θα εισπράτταμε όλοι μας θα ήταν διαφορετική, τότε οι ενστάσεις και η γκρίνια θα ήταν πολλή περισσότερη, τότε θα φωτίζονταν αλλιώς οι -υπαρκτές και αναμφισβήτητες- μαύρες ζώνες. Και σήμερα βλέπω ότι ο Σραόσα παραπέμπει στο εντιτόριαλ του Γεωργελέ, του οποίου όμως η νοσταλγία φεύγει από το Ολυμπιακό κλίμα και πηγαίνει γενικότερα σε ένα πρότυπο ανάπτυξης, καθώς τότε «Είχε γίνει το μετρό, καμαρώναμε, έκτοτε έχουν γίνει 3 σταθμοί εκεί που στον ίδιο χρόνο έπρεπε να έχουν γίνει 3 ολόκληρες γραμμές. Είχε γίνει η Αττική Οδός, το καινούργιο αεροδρόμιο, περιμέναμε το μητροπολιτικό πάρκο του Ελληνικού στο χώρο του παλιού. Δεν ξεκίνησε ποτέ. Η ανάπλαση του Πεδίου του Άρεως σταμάτησε στα δικαστήρια, ο Ελαιώνας στο Συμβούλιο της Επικρατείας, κομματικά και επιχειρηματικά συμφέροντα αλληλοεξουδετερώνονται μέχρι κάποιος να αποκτήσει το μέγιστο κέρδος». Φράσεις που μου θύμισαν πρόσφατες φράσεις του Νικήτα Κακλαμάνη, σύμφωνα με τις οποίες: «Και οι κρίνοντες όμως κρίνονται. Ξέρετε ότι το ΣτΕ είχε μπλοκάρει και την Αττική Οδό; Και για να παρακαμφθούν οι ενστάσεις ψηφίστηκε ειδικός νόμος, όπου χαρακτηρίστηκε Ολυμπιακό έργο. Μπορείς να φανταστείς το Λεκανοπέδιο χωρίς Αττική Οδό;».
Έχουμε πάρει λοιπόν από τους Ολυμπιακούς και πέρα την κάτω βόλτα; Αν εξετάσουμε τα πράγματα στο πολυαγαπημένο δικομματικό παιχνίδι, ασφαλώς και ναι. Τη σύντομη λυτρωτική ανακούφιση από την καθεστωτική εικοσαετία του ΠΑΣΟΚ διαδέχθηκε η άτακτη υποχώρηση στο μέτωπο με τους νταβατζήδες και στη συνέχεια η all time classic ανικανότητα και μπαχαλοποίηση σχεδόν σε κάθε κυβερνητικό τομέα. Όσο με το πέρασμα των χρόνων ο καθεστωτισμός ξεχνιέται, το ΠΑΣΟΚ μπροστά στη ΝΔ φαντάζει σούπερ αποτελεσματικό, στοχευμένο, οραματικό· αλλά το ΠΑΣΟΚ του Σημίτη βέβαια· το έργο «Ο Γιώργος Πρωθυπουργός» υπόσχεται -εάν τελικά ανέβει- πραγματικά αλησμόνητες συγκινήσεις.
Αν πάψουμε να εξετάζουμε όμως τα πράγματα ως προς το δικομματικό παιχνίδι και τα εξετάσουμε γενικότερα, τότε έχουμε πάρει διαφορετική βόλτα, που απομένει να αποδειχθεί εάν τελικά θα είναι καλή ή κακή: μετά τους Ολυμπιακούς, την δικομματική συναίνεση, την Ολυμπιακή συναίνεση, την συναίνεση της ΟΝΕ, την «νομοτέλεια της εξέλιξης», την αλλαγή του σκηνικού έφεραν κατά τη γνώμη μου δύο παράγοντες: ο Αλαβάνος στη θέση του Κωνσταντόπουλου και τα social media ως εναλλακτική των κατεστημένων ΜΜΕ. Η συναίνεση άρχισε αργά αλλά σταθερά να δίνει τη θέση της στη σύγκρουση. Η συναίνεση πια δεν υπάρχει σχεδόν πουθενά και η εμβληματικότερη πολιτική κόντρα της εποχής είναι η κόντρα Κακλαμάνη - Τσίπρα, αφού, σε αντίθεση με τον Πρωθυπουργό που απέχει όσο μπορεί από τη δράση, ο Κακλαμάνης δρα· και βρίσκει αντίδραση.
Σε πάνω ή σε κάτω βόλτα, μια κοινωνία χρειάζεται ένα μίνιμουμ συναίνεσης για να προχωρά. Από την άλλη, με κορύφωση τους Ολυμπιακούς, υπήρξε μια μακροχρόνια περίοδος όπου η συναίνεση ήταν στο αφύσικο κι αφασικό μάξιμουμ. Με άλλα λόγια, δεν ξέρω. Είναι και βράδυ Παρασκευής και αυτά πιθανότατα δεν αφορούν κανέναν. Πάω σπίτι. Θα κάνω τη διαδρομή με το μετρό για τελευταία φορά, αφού από αύριο κλείνει για μήνες· λένε για μήνες· πόσο θα κρατήσει, θα δείξει.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 12, 2009

Πριν κοπούν

Το μάθημα θεωρούνταν από τα δυσκολότερα. Όχι μόνο επειδή η ύλη ήταν τεράστια, αλλά κυρίως επειδή ήταν χαώδης. Όσο πιο διαβασμένος ήταν κανείς, τόσο πιο πολύ μπερδευόταν από τις αντιφάσεις της. Το μάθημα ήταν επιλογής, όπως επιλογή τους είναι να αλληλοεξαστούν σήμερα, δυο μέρες πριν τις 14 του μηνός, που είναι η επίσημη εξέτασή του. Το μάθημα λέγεται «Τα άπαντα του έρωτα». Μια τον ερωτά κι εκείνος απαντά, μια την ερωτά κι εκείνη απαντά. Όσο ο χρόνος κυλά (και κυλά με έναν εντελώς παράξενο τρόπο τώρα, πυκνωμένος όσο ποτέ, όπως και ο χώρος του σπουδαστηρίου τούς φαίνεται εντελώς διαφορετικός τώρα, φορτισμένος όσο ποτέ), καταλαβαίνουν ότι σ' αυτό το μάθημα οι απαντήσεις εξαρτώνται πάντοτε από το ποιός τις ερωτά. Η επόμενη ερώτηση αφορά ένα κομμάτι από τα «Αποσπάσματα του Ερωτικού Λόγου»: «Το παραλήρημα αποκτά υπόσταση μόνον όταν συνέρχεσαι από αυτό (τα παραληρήματα είναι πάντα αναδρομικά): μια μέρα καταλαβαίνω πια τι μου συνέβη: πίστευα πως υπέφερα επειδή δεν μ' αγαπούσαν, κι όμως υπέφερα επειδή πίστευα πως μ' αγαπούν. Ζούσα το εξής μπέρδεμα: πίστευα πως είμαι ταυτόχρονα αντικείμενο αγάπης κι εγκατάλειψης». Τι εννοεί εδώ ο Ρολάν Μπαρτ; Έτσι όπως κοιτάζονται δεν έχουν πια μυαλό να συγκεντρωθούν. Είναι σαφές ότι θα κοπούν. Για την ακρίβεια ένας από τους δύο θα κοπεί πρώτος. Αλλά όχι σήμερα. Γιατί σήμερα παραληρούν.
(Κείμενο γραμμένο για το «Exodos»)

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 11, 2009

Μισό - Μισό

Ξεκινάμε από την Βρετανία, όπου η συγγνώμη φαίνεται ότι έπαψε να είναι η δυσκολότερη λέξη, κι ας λέει ο Έλτον Τζων. It's sad, so sad, it's a sad, sad situation, είπαν με μια φωνή οι τέσσερις τραπεζίτες, αλλά δυστυχώς παρά τη συγγνώμη τους οι ακρότητες και οι λεκτικοί τραμπουκισμοί δεν έλειψαν: Ο εκπρόσωπος των Φιλελεύθερων Δημοκρατών της αντιπολίτευσης, Βινς Κέιμπλς, έφτασε να γράψει στη «Μail on Sunday» για τους τραπεζίτες: «Έχουν τύχη που οι Βρετανοί δεν έχουν απόθεμα από γκιλοτίνες»! Μπορεί οι Βρετανοί να μην έχουν απόθεμα από γκιλοτίνες, αποδεικνύεται όμως ότι όχι μόνο ο Βρετανός αλλά γενικότερα ο μέσος Δυτικός πολίτης έχει ανεξάντλητα αποθέματα αυτόματης σκέψης: ό,τι έμαθε να θεωρεί φυσιολογικό εξακολουθεί να το θεωρεί φυσιολογικό, ό,τι έμαθε να θεωρεί νομιμοποιημένο εξακολουθεί να το νομιμοποιεί, αφού κατά βάθος δεν πιστεύει ότι είναι εκείνος που νομιμοποιεί καταστάσεις και συστήματα, αφού κατά βάθος πιστεύει ότι όλα αυτά (οι Διεθνείς Συνθήκες, τα Συντάγματα, οι Νόμοι) έρχονται από κάπου έξω από αυτόν, ότι έτσι είναι κι αλλιώς δεν μπορεί να είναι.
Συνεχίζουμε με μια σύντομη στάση στην Ιταλία, η οποία διχάζεται πάνω από το νεκρό σώμα της Ελουάνα Εγκλάρο. Έγραφα παλιότερα ότι το συντηρητικό μισό των ΗΠΑ πιστεύει στην ιερότητα της ανθρώπινης ζωής αμέσως μετά τη σύλληψη αλλά όχι και αμέσως μετά τη γέννηση. Το έμβρυο είναι ιερό - ο γεννημένος άνθρωπος όχι. Προφανώς έκανα λάθος, αφού το συντηρητικό μισό της Ιταλίας έρχεται να μας υπενθυμίσει ότι τα όπου γης συντηρητικά μισά στεγάζουν κάτω από την ιερότητα της ζωής και τους γεννημένους ανθρώπους, αρκεί αυτοί να βρίσκονται μερικά χρόνια σε κώμα. Γενικά το μόνο που μπορεί να θεωρηθεί ιερότερο από τη ζωή των εμβρύων και των σε κώμα είναι η συνταγματική κατοχύρωση των κερδών: άπαξ και κερδίσεις κανένας νόμος δεν επιτρέπεται να σου ζητήσει τα χρήματα πίσω. Ό,τι κέρδισες είναι δικό σου, το κοντέρ μηδενίζεται και το πολύ πολύ -αν φτάσουμε σε ακραίες εποχές όπως η σημερινή- να ζητήσεις μια βαθιά κι απεριόριστη συγγνώμη, συνεχίζοντας βέβαια μετά τον υποβιβασμό σου να βγάζεις νόμιμα όσα 36 τραπεζικοί υπάλληλοι.
Και κλείνουμε τη σύντομή περιήγησή μας με την Ελλάδα. Κούνεβα την Δευτέρα οι Φάκελλοι, Κούνεβα την Τρίτη ο Τσίμας, η Κούνεβα είναι το χοτ τηλεοπτικό πρόσωπο των ημερών και ίσως αφού τώρα η τηλεόραση την αγάπησε είναι καιρός να της δείξει και το άλλο, το γενναιόδωρο πρόσωπο της χώρας, σε ένα πρόγραμμα που θα φέρει δίπλα - δίπλα το λάιφ στάιλ μισό με το αριστερής ευαισθησίας μισό της πατρίδας μας: Κωνσταντίνα Κούνεβα, το όνειρό σου μπορεί να γίνει πραγματικότητα.

omorfa logia

Το πιο παράδοξο keyword που έχω δει ποτέ στον μετρητή μου:
omorfa logia.
Ένας άνθρωπος ψάχνει στο google
(έτσι σκέτα, χωρίς οποιοδήποτε άλλο προσδιορισμό)
όμορφα λόγια
σαν αυτά να είναι συγκεκριμένο προϊόν.
Ένας άνθρωπος ψάχνει στο google
όμορφα λόγια
και η πράξη του με εντυπωσιάζει
χωρίς να μπορώ να αποφασίσω
αν θεωρώ την αναζήτησή του
επιτομή της απελπισίας ή επιτομή της ελπίδας,
επιτομή της πνευματικής φτώχειας ή επιτομή της συναισθηματικής ανάγκης.
Ένας άνθρωπος ψάχνει στο google
όμορφα λόγια
και η αναζήτησή του με εντυπωσιάζει
μόνο και μόνο επειδή δεν τολμώ να παρομοιάσω
το google με τη ζωή.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 09, 2009

Ο Δρόμος της Επανάστασης

«You figure it's more comfy here in the old Hopeless Emptiness after all?» .
Δεν θέλω να μιλήσω τόσο για μια ταινία όσο για ένα βιβλίο. Πήρα σχεδόν συμπτωματικά το «Revolutionary Road» του Ρίτσαρντ Γέιτς, όταν η ταινία έβγαινε στα σινεμά. Και επειδή βιβλία δυσκολεύομαι πια να διαβάσω ακόμα και στα ελληνικά, η πιθανότητα να διαβάσω ένα βιβλίο στα αγγλικά φάνταζε εξαρχής πολύ μικρή. Και τώρα φαντάζει ακόμη μικρότερη η πιθανότητα να κατορθώσω να μεταφέρω στοιχειωδώς ικανοποιητικά όλα όσα ένιωθα διαβάζοντάς το.

Πώς γίνεται κι ένα βιβλίο που πραγματεύεται σχέσεις τόσο επώδυνες, αλήθειες τόσο επώδυνες, αυτογνωσίες τόσο επώδυνες, να προξενεί τέτοια παρατεταμένη αγαλλίαση; Γίνεται, γιατί τις σπάνιες φορές που το πνεύμα σου έρχεται αντιμέτωπο με την μεγάλη λογοτεχνία, ό,τι βαθιά δυσάρεστο κι αν του παρουσιάσει αυτή, το έχει οργανώσει και παρουσιάσει τόσο μαεστρικά, που η ομορφιά του τεχνητού δημιουργήματος υπερισχύει της ασχήμιας της πραγματικότητας, την οποία αποκαλυπτικά ξεγυμνώνει.

Τελειώνοντας το βιβλίο, ξέρεις πως η ταινία δεν μπορεί παρά να είναι συγκριτικά φτωχή, και πράγματι είναι, υπό την έννοια ότι υποχρεούται να υποταχθεί στην λογική της πλοκής (πρώτα θα γίνει εκείνο και μετά εκείνο και μετά εκείνο), ενώ στο βιβλίο ακόμα και αν συμβαίνουν ακριβώς τα ίδια γεγονότα, τα γεγονότα δεν είναι οι αδιαμφισβήτητοι πρωταγωνιστές αλλά τα πιόνια πολύ πιο σύνθετων ψυχικών διεργασιών.
« Έστησε ο έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη».
Ο Φρανκ χορεύει με την Έιπριλ
και όπως τους βλέπεις τώρα να χορεύουν μπροστά σου,
καταλαβαίνεις πως δεν υπάρχει ιστορία αγάπης,
που αν ςιεσίρυγοδοπανα το βλέμμα σου
και την πάρεις από το τέλος προς την αρχή της,
δεν θα βρεις χάπι εντ.
Όσο για τον δρόμο της επανάστασης της Έιπριλ και του Φρανκ Γουίλερ, όσο για τον δρόμο της επανάστασης του Λέστερ Μπέρναμ, όσο για τον δρόμο της εξέγερσης του περασμένου Δεκέμβρη, είναι δρόμοι που περισσότερο από το που θέλουν να σε οδηγήσουν ξέρουν από που θέλουν να σε απομακρύνουν, αλλά όσο ο προορισμός τους παραμένει θολός, στους δρόμους θα γυρνάς τους ίδιους και στις γειτονιές του Κονέκτικατ τις ίδιες θα γερνάς.

Κυριακή, Φεβρουαρίου 08, 2009

Tα όρια του «εμείς»

«Οι δυο ομάδες πρέπει να πάρουν μια απόφαση και να δώσουν το Κύπελλο δώρο στους ανεγκέφαλους». Αυτή είναι δήλωση του Αλέκου Λεώνη. Και ο Αλέκος Λεώνης είναι ο προπονητής βόλεϊ του Παναθηναϊκού, με άλλα λόγια ο προπονητής μας. Και για να σου δείξω πόσο στενά παρακολουθώ βόλεϊ, βάζοντας την Κυριακή το απόγευμα την τηλεόραση και βλέποντας τον Στέλιο Προσαλίκα να διαβουλεύεται με εκπροσώπους του Ολυμπιακού για την τύχη του αγώνα, αγνοούσα ότι έχει γίνει πρόεδρος της ομοσπονδίας και νομίζα ότι αυτός είναι ο προπονητής μας. Ωστόσο -και μολονότι παίζαμε και ποδόσφαιρο την ίδια ώρα- συντονίστηκα να δω, αφού: α) ήταν τελικός και β) παίζαμε με τον γάβρο.
Το ζήτημα όμως είναι πού ακριβώς τελειώνει το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, πού ακριβώς τελειώνει το «εμείς», πού ακριβώς τραβά κανείς την γραμμή, εάν τελικά υπάρχει αυτή η γραμμή μετά την οποία εμείς παύουμε να είμαστε εμείς. Μα δεν είναι αυτονόητο ότι η μεγάλη μάζα του κόσμου των δύο ομάδων διαχωρίζει τη θέση της από τους χουλιγκανισμούς; Όχι ακριβώς. Γιατί αν ήταν, η δήλωση Λεώνη δεν θα ηχούσε τελικά σαν δήλωση ανθρώπου που μόλις κατέβηκε από το υπερπέραν. Γιατί αν ήταν, ο «Πρωταθλητής» την Δευτέρα δεν θα έγραφε πρωτοσέλιδα «Αίσχος», αίσχος που φυσικά και δεν αναφερόταν στα επεισόδια, αλλά στο ότι «Κάνουν τα κέφια του ΠΑΟ και προσπαθούν να κλέψουν το Κύπελλο από τον θρύλο». Γιατί αν ήταν, ούτε η «Πράσινη» θα έγραφε πρωτοσέλιδα για τον «σύλλογο – ντροπή του ελληνικού αθλητισμού», ξεχνώντας βολικά ότι το Σάββατο είχαν δράσει και τα δικά μας τα παλικάρια, στέλνοντας στο νοσοκομείο δύο από τους άλλους.
Γιατί αν ήταν, δεν θα έβγαινε τη Δευτέρα στο ραδιόφωνο ένας κύριος, που ενώ ακουγόταν εντελώς νορμάλ τύπος όσο μιλούσε για άλλα θέματα, όταν στο τέλος πήγε την κουβέντα στο βόλεϊ κατέληξε στους «πράσινους λαγούς», που κουρασμένοι από το τάι μπρέικ της προηγουμένης βρήκαν την ευκαιρία να λακίσουν. Γιατί αν ήταν, στο τέλος κάθε τελικού πλέι οφ στο μπάσκετ δεν θα έφευγα 95% ευτυχισμένος που το ξαναπήραμε και μάξιμουμ 5% πειραγμένος για την εθιμικώ δικαίω ζούγκλα.
Και το ερώτημα επανέρχεται: ο τύπος στο ραδιόφωνο που δεν έδινε την εντύπωση κάφρου ή εγώ γιατί επεκτείνουμε διαρκώς τα όρια της ανοχής μας, γιατί εξακολουθούμε να ταυτιζόμαστε τόσο άκριτα, γιατί αδυνατούμε να σιχαθούμε, γιατί νομιμοποιούμε τα πάντα όλα;
Δεν μιλάω για ξενερώματα, δεν λέω να βλέπουμε τα ντέρμπι αγκαλιά χειροκροτώντας τις όμορφες ενέργειες των αθλητών και των δύο ομάδων, δεν συμφωνώ καν ότι είναι ένα παιχνίδι και μόνο. Όχι, είναι πολλά παραπάνω. Δεν μου αρέσει ακόμη και η στάση του Βγενόπουλου που δεν αντέχει τα μπινελίκια στο γήπεδο, λες και λύσαμε όλα τα άλλα ή, ακόμη κι αν λύναμε όλα τα άλλα, λες και το μπινελίκι δεν έχει γίνει αναπόσπαστο μέρος του προφορικού μας λόγου.
Αλλά από την άλλη, αν η ταύτιση, ο φανατισμός και η αντιπαλότητα δεν γνωρίζουν κανένα μα κανένα όριο, αν ό,τι μα ό,τι κι αν γίνεται θα βλέπουμε πάντα τα πράγματα ως Παναθηναϊκοί και Ολυμπιακοί και όχι ως άνθρωποι που συναινούν στο ότι δεν πάει άλλο και στο ότι η αλληλοεξόντωση των χούλιγκαν είναι εκτός ορίων, ας κάνουμε πράξη αυτό που είπε ο Αλέκος Λεώνης πάνω στην αηδία του.
Ας τους το δώσει λοιπόν το κύπελλο η ομοσπονδία βόλεϊ κι ας το πάρουν ρε παιδί μου να το χαίρονται. Να συμφωνήσουν το επόμενο ραντεβού τους και να το βάλουν στην μέση. Η αστυνομία να τους συνοδεύσει στον τόπο της μάχης. Το έκανε και στη Λαυρίου, δεν θα της είναι πρωτόγνωρο. Και να μην επέμβει ούτε εκ των υστέρων. Το πολύ πολύ ας υπάρχουν ασθενοφόρα stand by στην γύρω περιοχή για το τέλος του αγώνα. Κι ας ξανασφαχτούνε. Κι ας πάρει το κύπελλο ο καλύτερος, ο ανδρειότερος, ο δολοφονικότερος των δύο υπέροχων λαών μας. Και οι επικεφαλής των δύο λαών ας γίνουν -σφαγής ένεκεν- μέλη των Διοικητικών Συμβουλίων των δύο ΠΑΕ μας, των δύο ΚΑΕ μας, των δύο ΤΑΠ μας.
(Κείμενο γραμμένο για το «SMS» της «SportDay»)

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 06, 2009

Παίζει την ψυχή του

Εν αρχή ην ο λόγος. Και ο λόγος ήταν ότι θα πέθαινε. Κι αν όχι σήμερα ή αύριο, πάντως το πολύ μερικές δεκαετίες αργότερα. Και λέγοντας θα πέθαινε εννοούσε θα πεθάνω. Και λέγοντας εννοούσε εννοούσε εννοούσα. Τρομαγμένος από το πέταγμα της μάσκας του τρίτου ενικού έσπευσε να την ξαναφορέσει αμέσως. Γιατί σαν να μην του έφτανε η -ήδη σοκαριστική- αποκάλυψη της θνητότητάς του, αποκάλυπτε επιπρόσθετα ότι η συνείδηση της θνητότητάς του αποτελούσε και την βασικότερη αιτία που τον οδηγούσε στο ασταμάτητο ποστάρισμα. Ή, για να ήταν ακριβής, αν όχι την βασικότερη μία από τις δύο βασικότερες. Η άλλη ήταν η παραίτησή του, μια παραίτηση που ξεπερνούσε τα όρια της -έστω υπερμεγέθους- τεμπελιάς, μια παραίτηση που είχε αναδειχθεί σε πυλώνα στήριξης της ύπαρξής του. Παραιτείτο άρα υπήρχε. Παραιτείτο από οτιδήποτε δεν είχε να κάνει με αυτό εδώ. Αλλά παλιότερα αυτό εδώ το φώτιζε αλλιώς η αυταπάτη του, παλιότερα πίστευε ότι αυτό εδώ είναι κάτι τόσο μα τόσο όμορφο και διαφορετικό. Παρέα με αυτήν την αυταπάτη τον εγκατέλειπε σιγά σιγά και η άλλη, ότι δηλαδή εκτός από αυτό εδώ, θα έρθει η ώρα για να συνθέσει κάτι άλλο, κάτι πλήρες, κάτι τόσο μα τόσο όμορφο και διαφορετικό. Και πώς να μην τον εγκαταλείψει, αφού όταν δεν νιώθεις την ανάγκη έστω να προσπαθήσεις κάτι, είναι μάλλον επειδή αυτό το κάτι δεν υπάρχει μέσα σου ούτε σε σπερματική μορφή. Αν έφευγαν όμως οριστικά οι αυταπάτες τι θα απέμενε να εξευμενίζει την υπενθύμιση του τέλους; Θα το αντιμετώπιζε όταν ήταν υποχρεωμένος κι ούτε στιγμή νωρίτερα. Αυτό το κολπάκι είχε λειτουργήσει ούτως ή άλλως ως τώρα στη ζωή του και αν μπορούσε να δώσει μια συμβουλή παύλα παρακαταθήκη ήταν ότι, σε αντίθεση με την κοινή πεποίθηση, ναι, αν κλείνεις τα μάτια για πολλά χρόνια στα προβλήματα της πραγματικότητας, αυτά εξαφανίζονται- παραγράφονται αν θες- και αντί να σε χτυπήσουν όλα μαζί συσσωρευμένα, αντί να έρθει η πραγματικότητα να σου επιβάλει τους αδυσώπητους νόμους της, κατορθώνεις να την παρακάμψεις επιβάλλοντάς της εσύ την άρνηση σου να υποταγείς, επιβάλλοντάς της εσύ τους δικούς σου όρους. Κι αν μπορεί ας κάνει αλλιώς αφού, hey, όλο το παιχνίδι παίζεται στο μυαλό και ο καθένας διαμορφώνει την δική του παραίσθηση ως αντικειμενική πραγματικότητα, υπενθυμίζοντας απλώς στον εαυτό του να μην του το υπενθυμίζει συνεχώς, γιατί τότε ελλοχεύει η τρέλα, η οποία καλό είναι να κρατιέται μόνο ως εναλλακτική για τα δύσκολα. Μιλώντας για τρέλα, από παιδί κι από τρολό μαθαίνεις την αλήθεια και όταν το τρολ σου γράφει πώς επάγγελμά σου είναι η ψυχή σου, το γράφει για να σε μεμφθεί, αλλά εσύ το βλέπεις μάλλον ως κάτι τόσο μα τόσο όμορφο και διαφορετικό, αφού δεν βλέπεις τι το κακό υπάρχει όταν πεθαίνεις να ξέρεις πως στο χρόνο που σου αναλογούσε πήρες την ψυχή σου και την έκανες από το τράβα - τράβα λάστιχο, την έπαιξες όσο περισσότερο μπορούσες, εκσφενδονίζοντας αυτοϊκανοποιούμενος στο ένα μετά το άλλο ποστ το γενετικό της υλικό, ένα υλικό που γεννά όχι σάρκα αλλά πνεύμα, λέξεις επί λέξεων, ατέλειωτες λέξεις, φλύαρες λέξεις, λέξεις που περισσότερο από το να πουν κάτι, μάλλον τελικά θέλουν να κρύψουν κάτι, να κρύψουν τον φόβο πως μέχρι να πεθάνεις έχει να προηγηθεί άφθονη ζωή ακόμη, η οποία δεν βγαίνει αλλιώς, παρά μόνο μέσα από λέξεις που προσπαθούν να την εξηγήσουν, διακωμωδήσουν, κατηγορήσουν, νιώσουν, παρηγορήσουν, αγκαλιάσουν, δεχτούν.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 05, 2009

Οι μπάτσοι πουλάνε τη ντονατίνη

Στις προκηρύξεις τίποτα δεν μπαίνει τυχαία. Όταν λοιπόν μια και μόνο λέξη γράφεται ξεκάρφωτα με κεφαλαία, γράφεται φαινομενικά και μόνο ξεκάρφωτα.
Γι΄αυτό ενώ η πρώτη προκήρυξη στάλθηκε στον ΔΟΛ, η δεύτερη θα παρουσιαστεί απευθείας από την Ανατροπή, συνοδευόμενη από γκάλοπ της GPO, όπου οι μετρ της ευφυϊας και των αριθμών, Κώστας Γαλάνης και Τάκης Θεοδωρικάκος, θα παρουσιάσουν καυτές ερωτήσεις όπως: «Ποιά είναι η καταλληλότερη για Ε.Ο, η ΣΕΧΤΑ ή ο Επαναστατικός Αγώνας;» και «Πιστεύετε ότι το αντάρτικο πόλης είναι προτιμότερο να διεξάγεται στα Εξάρχεια ή στο άβατο του εχθρού;».
Και όχι, δεν θα είναι ακραίο για τον Πρετεντέρη να φιλοξενήσει σεχταριστή στην εκπομπή του, αφού έχει τολμησει να κάνει και πιο ακραία πράγματα, έχει πάρει συνέντευξη και από τον ίδιο τον Τσίπρα.
Υπάρχουν σήμερα Θεοδωράκηδες και Χατζηδάκιδες; Ελύτηδες και Σεφέρηδες; Μπιθικώτσηδες και Καζαντζίδηδες; Δομάζοι και Δεληκάρηδες; Παρακμή πολιτιστική παντού. Αχ, στην εποχή μας. Διαβάζαμε τότε προκήρυξη της 17Ν και τη συζητούσαμε για μέρες. Άλλα πνευματικά μεγέθη. Μια προκήρυξη δεν είναι ικανοί να γράψουν οι σημερινοί. Δυστυχώς κάνουμε κύκλο και καταλήγουμε πάντα από εκεί που ξεκινάμε: δεν υπάρχει Παιδεία. Από το μηδέν πρέπει να ξαναχτιστεί ολόκληρο το εκπαιδευτικό μας σύστημα.
Απο δώ και πέρα η ζωή κάθε μπάτσου κοστίζει όσο και μία σφαίρα, ενώ τα σώματα τους αποτελούν ιδανικό σημείο εξάσκησης σκοποβολής ... Οι αστυνομικοί δεν έχουν ούτε όνομα, ούτε ηλικία, έχουν απλώς το βαθμό και τον υπηρεσιακό τους αριθμό. Γι΄αυτό, όπως και τα ντόνατς που τρώνε, έτσι κι αυτοί δεν είναι “ωραίοι” χωρίς μια τρύπα στη μέση ... Ήδη γνωρίζουμε πως μερικές δεκάδες μαχητές, γυναίκες και άντρες, προετοιμάζονται να περάσουν στη πρώτη γραμμή της ένοπλης αντεπίθεσης.
Καλώς σας βρήκα, αδέλφια.
Για να είμαι πανέτοιμος ξεκίνησα εντατικές προπονήσεις τυπώνοντας φωτογραφίες καπς χου ιτ ντόνατς επί των οποίων βάλλω με νταρτς. Όταν το νταρτ βρίσκει τον κάπ μέσα από την τρύπα του ντόνατ το σκορ μου διπλασιάζεται.
Εν τω μεταξύ αρχίζει να ξεκαθαρίζει η αρχικά θολή εικόνα του πυροβολισμού του σεκιουριτά έξω από το σπίτι του Αμερικανού Πρέσβη. Σύμφωνα με την βλητική έκθεση και αυτοψία η σφαίρα του αστυνομικού προσέκρουσε στην τρίτη κατά σειρά πακτωμένη μπάλα από μπετόν επί της οδού Τζαβέλα. Πρόκειται για το δεύτερο αιματηρό περιστατικό στο οποίο εμπλέκεται τους τελευταίους μήνες η συγκεκριμένη τσιμεντένια μπάλα, γεγονός που την καθιστά υπότροπη. Ήδη αυτήν την ώρα η μπάλα οδηγείται ενώπιον ανακριτή και εισαγγελέα, που σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις θα διατάξουν την προφυλάκισή της, ενώ δεν αποκλείεται να συσχετισθούν οι δικογραφίες και με άλλη παλαιότερη που είχε σχηματισθεί μετά από καταγγελία του Ίβιτσα Όσιμ ότι η μπάλα είναι πόρνη. Ακόμη πάντως κι αν αποδειχθεί ότι ο Βοσνιοκροάτης μιλούσε για άλλη μπάλα, η μπάλα της Τζαβέλα αποδεικνύει για πολλοστή φορά ότι πρέπει να σε θέλει κιόλας κι όταν η στρογγυλή θεά έχει κέφια ή ακεφιές κανείς δεν μπορεί να της πάει κόντρα.
Άλλες πληροφορίες πάντως ξαναμπερδεύουν την κατάσταση μιλώντας για σκόπιμο πυροβολισμό του σεκιουριτά, καθώς στοχοποιώντας η ΣΕΧΤΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΩΝ τους αστυνομικούς («αρχίστε να υποβάλλετε παραιτήσεις γιατί αλλιώς θα ξεκινήσετε να μετράτε τάφους»), οφείλει να γνωρίζει ότι οι αστυνομικοί μπορεί να συμμορφωθούν, αλλά δεν είναι διατεθειμένοι και να αφήσουν με τις παραιτήσεις του την ασφάλεια των πολιτών στα χέρια των σεκιουριτάδων:
«Στην πρώτη μας ενέργεια, ως ΧΕΣΤΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΩΝ, στοχοποιήσαμε τις εταιρίες ιδιωτικής φύλαξης. Τώρα είναι οι δικοί μας μαχόμενοι σχηματισμοί ενάντια στο μισθοφορικό στρατό του καθεστώτος. Απο δώ και πέρα η ζωή κάθε σεκιουριτά κοστίζει όσο και μία σφαίρα, ενώ τα σώματα τους αποτελούν ιδανικό σημείο εξάσκησης σκοποβολής».
OXI ΣΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗΣ
ΔΕΝ ΘΑ ΤΟΥΣ ΠΕΡΑΣΕΙ
Η ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΚΑΙ Η ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ
ΗΤΑΝ, ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΘΑ ΠΑΡΑΜΕΙΝΕΙ ΚΡΑΤΙΚΗ

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 04, 2009

Η Μεθαυριανή της Μαρμότας

Διαπιστώνω με έκπληξη ότι προχθές ήταν η μέρα της μαρμότας (ο Φιλ είδε τη σκιούλα του - έξι βδομαδούλες κρύο ακόμη), γεγονός που συνεπάγεται ότι σήμερα ξημερώνει η μεθαυριανή της μαρμότας, γεγονός που σημαίνει ότι η σημερινή ημέρα δεν είναι απαραίτητο να κυλήσει με τον ίδιο ολόιδιο τρόπο της χθεσινής.

Αλλά η συλλογική μνήμη λειτουργεί όπως την βολεύει και ξεχνά το βασικότερο: ότι στην «Μέρα της Μαρμότας» η μέρα μπορεί να επαναλαμβάνεται εξωτερικά, ο Μπιλ Μάρεϋ μαθαίνει όμως να ξεπερνά την ρουτίνα της αέναης επανάληψης, εφευρίσκοντας σιγά σιγά τρόπους για να ξεφύγει από την ανία και καταλήγοντας να ζει συναρπαστικά κάθε ίδια εξωτερικά μέρα.

Αν λοιπόν ακόμη και στην μέρα της μαρμότας μπορεί κανείς να βρίσκει τελικά ισορροπία, σκοπό και νόημα, αν ακόμη και όταν τα έξω γεγονότα συμβαίνουν κάθε μέρα με τον ίδιο ολόιδιο τρόπο εσύ μπορείς να βγάζεις άκρη στηριζόμενος στα μέσα γεγονότα σου, στον τρόπο που φιλτράρεις, επεξεργάζεσαι και διαδράς με τον έξω κόσμο, τότε εξ αντιδιαστολής πρέπει να δεχτούμε ότι στις μέρες της μη μαρμότας, στις μέρες δηλαδή που εξωτερικά τίποτα δεν είναι μοιραίο να συμβεί με τον ίδιο ολόιδιο τρόπο, αν εσύ εξακολουθείς και ζεις ίδια ολόιδια είναι επειδή την μαρμότα την κουβαλάς μέσα σου.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 02, 2009

Σέβας Θεών

Η μεστή σε νοήματα προσευχή του πάστορα πριν από την ορκωμοσία του καινούργιου προέδρου των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα.
Τίποτε από αυτά δεν έδινε την εντύπωση συμβατικής θρησκευτικής τελετουργίας. Τόσο οι αρχές και εξουσίες όσο και το πλήθος έδειχναν συνειδητή συμμετοχή στα τελούμενα, αυτοσυγκέντρωση, ενεργό κατάφαση. Αυτή η κοινωνία της μεταναστευτικής πανσπερμίας, της αποθέωσης στην πράξη του Ιστορικού Υλισμού, σώζει «σέβας θεών»: Τη συνείδηση ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει έστω και η ανάπηρη αντιπροσωπευτική δημοκρατία δίχως μεταφυσικό άξονα αναφοράς της ανθρώπινης ευθύνης.
Ο Χρήστος Γιανναράς επισημαίνει το κυρίαρχο, πλην αποσιωπηθέν (εντέχνως;), πολιτικό στοιχείο της ορκωμοσίας Ομπάμα: το come back του Μεγαλοδύναμου στην κεντρική αμερικανική πολιτική σκηνή μετά από μια οκταετία προκλητικής μπουσικής αθεϊας.
Και φυσικά ακολουθούν οι πικρότατες συγκρίσεις· πονάνε αλλά πρόκειται για έναν πόνο καθαρτήριας αυτογνωσίας:
Στην ελλαδική του παρόντος κοινωνία οι θρησκευτικές τελετουργίες που συνοδεύουν την πολιτική εθιμοτυπία κραυγάζουν τη νέκρα συμβατικών στερεοτύπων. Συνεχίζουν να υπάρχουν με την υποκριτική τάχα και συναίνεση των «συντηρητικών» και σε πείσμα της κεχηνώδους χλεύης των «προοδευτικών». Η διολίσθηση της ελλαδικής κοινωνίας σε παλιμβαρβαρικό μηδενισμό έχει εξαλείψει από τον δημόσιο βίο κάθε ρεαλιστική αίσθηση του «ιερού»: των δεδομένων της ζωής που μας υπερβαίνουν. Υπερβαίνουν τις πιστοποιήσεις μας, χειραγωγούν στην αναζήτηση «νοήματος» των υπαρκτών και της ύπαρξης. Ο μηδενισμός μηδενίζει τον σεβασμό των αινιγμάτων που η πάλη για την αποσφράγισή τους γεννάει τον πολιτισμό, μαζί και τη λογοδοσία ευθύνης του ανθρώπου για τους λόγους και τις πράξεις του.
Αυτή η λογοδοσία ευθύνης του ανθρώπου για τους λόγους και τις πράξεις του είναι διττή: λογοδοτείς τόσο απέναντι στον λαό που σε εξέλεξε, όσο και απέναντι στον Θεό που σε επέλεξε να ξεκινήσεις πολέμους στο όνομά του· κι εσύ -ξαναγεννημένος Χριστιανός ων- τους ξεκίνησες αν όχι ακριβώς στο όνομά του, ζητώντας πάντως διαρκώς την ευλογία του.
Έτσι, όχι μόνο φτάνει ένας έγχρωμος στο προεδρικό αξίωμα, αλλά, το σημαντικότερο, φτάνει εκεί άνθρωπος που μοιάζει προικισμένος με εξαιρετική καλλιέργεια και ευαισθησία, χάρη, φινέτσα, πρόσωπο που φωτίζεται ολόκληρο από το παιδικό του χαμόγελο. Και είναι μάλλον η πρώτη φορά στον διεθνή πολιτικό στίβο, που βλέπουμε ηγέτη με τέτοια δημόσια συμπεριφορά προς τη γυναίκα του: Με αβρότητα και πηγαία γενναιοδωρία να της δίνει παντού προτεραιότητα, να την τιμά με κομψή διακριτικότητα στοργής και με το φωτεινό του χαμόγελο.
Συγκρίνουμε με την εικόνα του ελλαδικού παλκοσένικου της εξουσίας:
Με τους -για πόσο άραγε ακόμα κρυμμένους κάτω από παχιές στρώσεις μέικ απ;- μώλωπες στο πρόσωπο της Άντας Παπανδρέου (την οποία χτυπά τρεις φορές την εβδομάδα ο σύζυγός της σε μια επίδειξη πυγμής και καταλληλότητας για άσκηση εξουσίας), με την βαθύτατη μελαγχολία στα μάτια της εμφανώς κακογαμημένης Νατάσας Καραμανλή (την οποία ο σύζυγός της αδυνατεί προδήλως να ικανοποιήσει με αβρότητα, πηγαία γενναιοδωρία και κομψή διακριτικότητα στοργής μπας και ξαναφωτιστεί λιγάκι το χαμόγελό της), με την απόλυτη έλλειψη σεβασμού της Γενικής Γραμματέως του ΚΚΕ Παπαρήγα προς την γυναίκα Αλέκα (αφού απαρνήθηκε προ πολλού τη θηλυκότητά της θεωρώντας την ύποπτη ιδεολογικής εκτροπής), με την έμπρακτη περιφρόνηση σύσσωμου του γυναικείου φύλου από τον Αλέξη Τσίπρα (ο οποίος, όπως φαίνεται, δεν κρίνει ούτε έναν εκπρόσωπό του ικανό και άξιο να σταθεί δίπλα του και να σχετιστεί ισότιμα μαζί του σε ένα εκούσιο άθλημα αυθυπέρβασης, αυτοπροσφοράς και ελεύθερης αντίστασης στον ατομοκεντρισμό, στις ενστικτώδεις ορμές της αυτοσυντήρησης, της επιβολής, της κυριαρχίας, της ηδονής).

Κυριακή, Φεβρουαρίου 01, 2009

Ο παράταιρος οργασμός της Κατερίνας Γκαγκάκη

Το X Factor τελειώνει και ο νικητής χαίρεται και δικαίως γιατί μια χαρά τραγουδάει και την ώρα που τον καλωσορίζουν στην οικογένεια της δισκογραφικής (που είναι το ένα έπαθλο) στη σκηνή εισβάλλει η μαύρη η τζιπούρα (που είναι το άλλο έπαθλο) και τότε η ξανθιά κριτής αφήνει ένα μακρόσυρτο οργασμικό αααααααααααααα, ενώ αμέσως μετά -με τις κόρες των ματιών της διάπλατα ανοιχτές- κουνά το χέρι σαν να έχει μόλις βιώσει τα πάντα όλα και να μην αντέχει άλλο, το οποίο πράγματι αν το σχολίαζες πριν μερικούς μήνες θα ήταν ντιπ για ντιπ κλισέ, και ίσως να είναι ακόμα, αλλά έχω την αίσθηση ότι αυτήν ειδικά την περίοδο η αντίδρασή της φαντάζει παράταιρη και ντεμοντέ, ίσως επειδή έχει προηγηθεί ο Δεκέμβρης, ίσως επειδή ήρθε - έρχεται - θα έρθει η οικονομική κρίση, ίσως πάλι επειδή έχουμε φτάσει συνολικότερα στο τέλος της εποχής που η κατοχή της μαύρης της τζιπούρας ήταν το αξιακό σημείο τζι της κοινωνίας, ίσως δηλαδή βρισκόμαστε σε μια μεταβατική εποχή που χωρίς να είναι σίγουρη ακόμη για το τι ακριβώς θέλει και πώς ακριβώς το θέλει, αρχίζει πάντως να κοιτά τις μαύρες τις τζιπούρες όχι λαχταρώντας τες και φθονώντας τους ιδιοκτήτες τους, αλλά σιχαινόμενη κι αυτές και τους ιδιοκτήτες τους, αρχίζει δηλαδή να τις θεωρεί αντί για σύμβολο προσωπικής και κοινωνικής ακμής, σύμβολο προσωπικής και κοινωνικής παρακμής.