Ντιβιντί Κοντρόλ
Πρέπει να τονιστεί ότι αυτός δεν είναι απλά ο πιο πειστικός, αλλά μάλλον έχει μετατραπεί στον μοναδικό τρόπο απόδειξης της αλήθειας. Της αληθινής αλήθειας τουλάχιστον. Αν δεν έχει καταγραφεί με μηχανικό μέσο ώστε να πιστοποιηθεί με ISO, αλήθεια δεν υπάρχει, αφού τα λεγόμενα όλων μας απολαμβάνουν πια το τεκμήριο του ψεύδους. Για την ακρίβεια η σχέση ψεύδους – αλήθειας κινείται παράλληλα και συμμετρικά με τη σχέση ηθικολογίας – αμοραλισμού: όσο περισσότερο φουντώνουν οι περί αληθείας όρκοι και διαβεβαιώσεις τόσο περισσότερο μειώνεται ο δείκτης αξιοπιστίας του καθενός, ακριβώς όπως όσο περισσότερο διαρρηγνύει κάποιος ιμάτια και καλτσόν για την ηθική, τόσο περισσότερο έχει πάρει κεφάλι στην βαθμολογική κούρσα της διαφθοράς.
Κατά ένα ειρωνικό τρόπο ένα έμπρακτο παράδειγμα αντιδιαστολής νομίμου και ηθικού (αντιδιαστολής για την οποία τόσο μελάνι και τόσα πίξελ χύθηκαν τους τελευταίους μήνες) είχαμε από την ίδια τη Βουλή, η οποία αφού πρώτα μετέτρεψε σε κακούργημα τη χρήση των κρυφών καμερών έσπευσε αμέσως μετά να τις χρησιμοποιήσει στην Εξεταστική Επιτροπή της. Η χρήση ήταν παράνομη, αλλά σε ένα περιβάλλον κατακλυσμού ψεμμάτων, ως ηθικό μπορεί να νοείται και το μη χείρον, το να αναγκάζεσαι δηλαδή να κάνεις χρήση ενός ανήθικου μέσου, που αγιάζεται εν μέρει από το σκοπό του, από τη δυνατότητα δηλαδή που σου δίνεις να δραπετεύσεις προς στιγμή από τον κατακλυσμό.
Το όλο σκηνικό θυμίζει αρκετά τη δικαιολογητική βάση των αντιντόπινγκ κοντρόλ. Όπως η Γουάντα μπορεί να μπουκάρει στα προπονητήριά σου και να κάνει αιφνιδιαστικούς ελέγχους, όπως κι εκεί αν θέλεις να είσαι μέρος του παιχνιδιού αποδέχεσαι θέλοντας και μη τους κανόνες του, έτσι και εδώ, αφού θες να συμμετέχεις στο παιχνίδι του δημόσιου χώρου να ξέρεις ότι ο ιδιωτικός σου είναι ανά πάσα στιγμή υπό έλεγχο.
Το ντιβιντί κοντρόλ επικρέμαται πάνω από την κεφαλή σου κι άμα σου αρέσει. Αν δεν σου αρέσει, σπίτι σου (στο οποίο εννοείται πάντως ότι και να μπούμε μπορούμε και να το παρακολουθήσουμε)· σπίτι σου με την έννοια μην ασχολείσαι καθόλου με τα κοινά ή μην έχεις κανένα συγγενή ογδόου βαθμού που ασχολήθηκε με τα κοινά ή κανέναν παιδικό φίλο ή οτιδήποτε. Αν δεν ασχοληθείς με τα κοινά και επίσης δεν ασχολείται και κανείς συγγενής ή γνωστός που μας ενδιαφέρει, τότε δεν θα ασχοληθούμε και μεις μαζί σου.
Όπως είχε παλιότερα αποφανθεί ο εθνικός μας προπονητής «ντοπέ είναι όποιος πιάνεται ντοπέ», άρα αν ποτέ δεν πιαστείς δεν είσαι και ντοπέ. Έτσι αν υποθέσουμε ότι όλοι λιγότερο ή περισσότερο ντοπάρονται και όλοι λιγότερο ή περισσότερο ψεύδονται, το κρίσιμο τελικά δεν είναι αν έχεις κι εσύ κάπου τη φωλιά σου λερωμένη, αλλά αν θα σε συλλάβει κάποια κάμερα να τη λερώνεις ή να ομολογείς ότι την έχεις λερώσει. Με άλλα λόγια το ερώτημα –το ουσιαστικό ηθικό ερώτημα- πιθανώς να μετατοπίζεται από το αν πρέπει να γίνεται χρήση των καταγραφών, στο πόσο αποτελεσματική είναι, αφού και η αλήθεια που δείχνει μια κάμερα σχετική είναι, καθώς δίπλα της παραμένει κρυμμένη η μη βιντεοσκοπημένη αλήθεια, η αλήθεια που δείχνει ότι το εκεί θύμα εδώ παριστάνει τον θύτη.
Αλλά τα ηθικά ερωτήματα λίγο αφορούν, όπως άλλωστε και τα νόμιμα. Το «πρέπει ή δεν πρέπει;» δεν είναι το δίλημμα της μόδας, το δίλημμα της μόδας είναι το «μπορώ ή δεν μπορώ;». Δίνεται η αίσθηση στους απ’ έξω ότι σημαντικότατο κομμάτι του δημοσιογραφικού κόσμου έχει ως κύρια απασχόληση την ανεύρεση μυστικών και την εν συνεχεία χρήση τους ως όπλων σε ένα συνεχές αλισβερίσι, στο οποίο πραγματικά συγχέονται και θολώνουν τα όρια μεταξύ δημοσιογραφικής έρευνας, δημοσιογραφικής αποκάλυψης, δημοσιογραφικής πίεσης και δημοσιογραφικού εκβιασμού. Πάνω στα μυστικά και στις λερωμένες φωλιές χτίζονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο οι ηχηρότερες δημοσιογραφικές καριέρες.