Ήταν σαν να βρίσκεται μέσα σε ταινία επιστημονικής φαντασίας ή μέσα σε όνειρο. Είχε επίγνωση ότι όσα συνέβαιναν όχι απλά ξέφευγαν της λογικής αλλά είχαν και τη διάρθρωση ταινίας, ωστόσο η επίγνωση αυτή δεν ήταν ακριβώς καθησυχαστική αφού δεν έπαυε να ζει αυτό που ζούσε. Κι αυτό που ζούσε ήταν φυσικά η καταστροφή του κόσμου. Δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει ποιά ήταν ακριβώς η αιτία της καταστροφής -κάτι που πράγματι συντελούσε στην εκδοχή του ονείρου- πάντως το γεγονός παρέμενε ότι διαρκώς τα περιθώρια επιβίωσης στένευαν. Το κακό πλέον ερχόταν εκεί που βρισκόταν και δεν μπορούσε να το αποφύγει. Έχοντας εξαπλωθεί παντού είχε φτάσει η σειρά της δικής του γωνιάς του πλανήτη.
Τότε κατάλαβε ότι βρισκόταν στην καρότσα ενός στρατιωτικού καμιονιού. Απ' έξω φύσαγε εντελώς δυσοίωνα. Στο καμιόνι δυο πάγκοι αντικρυστοί, γεμάτοι με καμιά εικοσαριά ανθρώπους συνολικά. Το κύμα της καταστροφής τα επόμενα δευτερόλεπτα θα σάρωνε το μικρό τους καταφύγιο και όλοι θα γίνονταν σκόνη.
Κάποιος πρέπει να έκανε ένα πικρόχολο αστείο, να έκανε μαύρο χιούμορ σχετικά με το επερχόμενο τέλος τους (και πολύ πιθανόν με ό,τι είχε προηγηθεί του τέλους τους, με την μέση και την αρχή τους), οπότε άρχισαν να γελάνε όλοι μαζί στο καμιόνι, άρχισαν να ξεκαρδίζονται στα γέλια.
Ακριβώς απέναντί του είδε ότι καθόταν ένα μωρό, που χωρίς να ξέρει γιατί γελούν όλοι οι υπόλοιποι άρχισε να γελά και αυτό, χαρούμενο, πάρα πολύ χαρούμενο, και όμορφο, πάρα πολύ όμορφο.
Η τελευταία σκέψη που πρόλαβε να σχηματίσει στο κεφάλι του πριν εξατμιστεί και το κεφάλι και οι σκέψεις του, ήταν η σκέψη της δικαίωσης του κόσμου, η σκέψη ενός κόσμου που παρόλη την καταστροφή του ήταν τελικά πλασμένος όπως θα έπρεπε να έχει πλαστεί.
---
Διυλίζοντας τις εξατμισμένες σκέψεις όλων εντόπισαν και τη δική του, που καθόλου πρωτότυπη δεν ήταν, αφού την είχαν συναντήσει σε διαφορετικές εκδοχές σε πάρα πολλούς άλλους. Αναρωτήθηκαν γιατί το είδος που είχε μόλις εκλείψει είχε τέτοια εμμονή με τις κατώτερες μορφές ζωής των μικρών ανθρώπων. Γνωρίζοντας ότι κάθε τι ευγενικό και όμορφο είναι καθαρά πνευματικής υπόστασης, αδυνατούσαν να αντιληφθούν πώς μπορούσαν αυτές οι πρωτόγονες πνευματικές οντότητες να συγκινούν τόσο πολύ την ανθρωπότητα. Δεν είναι ότι δεν καταλάβαιναν τις ρίζες της συγκίνησής αυτής. Θεωρητικά τις καταλάβαιναν. Αλλά στην πράξη τους ήταν τόσο πολύ ξένες. Προεκτείνοντας την ημιτελή σκέψη του ανθρώπου στο καμιόνι, βλέπουν ότι αν προλάβαινε να την τελειώσει θα θεμελίωνε την ετυμηγορία του για τη δικαίωση του κόσμου στην αθωότητα του μωρού. Στην αντιδιαστολή της αθωότητας του δικού του γέλιου με τα γέλια όλων των υπολοίπων. Αλλά η αθωότητα προϋποθέτει δυνατότητα ενοχής. Γιατί είχε βαφτίσει αθώο κάποιον που ακόμη δεν είχε τη δύναμη να σκεφτεί;
Δεν έβγαζαν άκρη. Και τελειώνοντας με κάθε πολιτισμό ήθελαν να τον έχουν κατανοήσει πλήρως. Αποφάσισαν να τους ανασυνθέσουν για να τους μελετήσουν πιο εκτεταμένα.
---
Χάρη σε ένα μωρό ο κόσμος είχε προσωρινά σωθεί.
---
Μόλις διάβασαν αυτή τους τη σκέψη, μόλις είδαν ότι αποδίδουν στο μωρό κάτι που αφορούσε αποκλειστικά το βλέμμα τους πάνω στο μωρό, κατάλαβαν όσα ήθελαν να καταλάβουν και ξανακατέστρεψαν τον κόσμο.
Στο καμιόνι όλοι γελούσαν ξανά, απλά με ένα τροποποιημένο λόγω του deja vu αστείο. Μόνο το μωρό γελούσε για τον ίδιο ακριβώς λόγο που γελούσε και την πρώτη φορά.
Κοιτάζοντας το να γελά του φάνηκαν και πάλι όλα σωστά.