Ο φίλος μου ο Garine εγκατέλειψε πρόσφατα την Κίνα στην οποία έμεινε αρκετό καιρό. Του ζήτησα να γράψει κάτι, για να το ποστάρω. Το κείμενο τού βγήκε σε πιο προσωπικό στυλ και απευθύνεται στην εκλεκτή της καρδιάς του. Το κείμενό του δηλαδή, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα δικά μου, στα οποία η εκλεκτή της δικής μου καρδιάς μένει τεχνηέντως απ΄ έξω. Αλλά αυτή είναι η διαφορά ενός μπλόγκερ από έναν αθώο γραφιά: ο μπλόγκερ κρύβεται διαρκώς. Από τον κόσμο και κυρίως από τον εαυτό του. Τέλος προλόγου. Ο λόγος στον Garine :
Προσπαθώ να νικήσω. Είναι μάταιο. Ξέρω ότι θα ηττηθώ. Νικημένος αλλά όχι χαμένος. Κλείνω τα μάτια. Τα ξανανοίγω. Όλα είναι εδώ. Σε λίγο δεν θα είναι. Θα κλείσω τα μάτια και όταν θα τα ξανανοίξω ένα εκεί θα έχει αντικαταστήσει το εδώ. Ένας μικρός θάνατος. Κλείνεις τα μάτια. Η διαφορά είναι ότι τώρα θα τα ξανανοίξεις. Είναι άνιση μάχη. Έχει αιώνες μαζί Του. Έχω αισθήσεις μόνο. Τις έχω ανοίξει όλες. Η λήθη εναντίον της μνήμης, belle affiche. Τι θα διαλέξει το μυαλό να ξεχάσει; Και η όσφρηση σε ποιά μυρωδιά θα ανταποκριθεί; Τώρα τα θυμάμαι όλα. Τα έχω μπροστά μου.
Έχω μπροστά μου τον εργάτη από το Ανχούι με τα πλευρά του να σκίζουν το δέρμα από την αδυναμία, καθώς κατεβαίνει από άλλον ένα εβδομηκόστο όροφο που έχτισε, με το κατσαβίδι του, μοναδική περιουσία, στο χέρι, το βλέμμα κενό, γενιές τώρα. Με το κίτρινο καπέλο στο κεφάλι, χτίζει τη νέα Κίνα, με τη ζωή του. Άραγε να έχει ακούσει το μύθο για το γιοφύρι της Άρτας; Αλλά λένε ότι και στα θεμέλια του Σινικού είναι θαμμένοι πολλοί. Αυτοί έχτιζαν την τότε νέα Κίνα.
Βλέπω τα παιδιά που σχολάνε κάθε απόγευμα στις πεντέμισι με τις μπλε στολές τους, να καβαλάνε τα ποδήλατα, όπως κάναμε κι εμείς όταν είμασταν παιδιά, και να γελάνε μέχρι το σπίτι, άλλοτε χαρούμενα, άλλοτε ερωτευμένα, άλλοτε αδιάφορα. Φέρουν μέσα τους το σπέρμα της μελλοντικής υπερδύναμης, αλλά, ευτυχώς, το αγνοούν. Μέχρι πότε;
Γερανοί, παντού. Κίτρινοι και αυτοί. Σαν τα αστέρια της σημαίας. Αλλά όχι μόνο πέντε. Εκατοντάδες. Από το παράθυρο μου μετρώ 17. Ανεβοκατεβάζουν γυαλί, ατσάλι, ανθρώπους σπουργίτια. Τους βλέπω. Τρεις το πρωί. Εκατοντάδες μέτρα πάνω από την πατρώα τους γη να οξυγονοκολλούν. Έχεις δει τις σπίθες τι όμορφα που αυτοκτονούν πέφτοντας σε μια πόλη που θάλλει η αιθάλη;
Γλυκόξινο χοιρινό. Η εικόνα που έχει ο Δυτικός για το κινέζικο φαγητό. Νόστιμη εικόνα αλλά απατηλή. Δεν έχει κορίανδρο, μπαμπού, σόγια, μάο τάι, τόφου, τριχωτούς κάβουρες. Χούα τζιάο, το πιο περίεργο μπαχαρικό στον κόσμο, μουδιάζει όλο το στόμα, από το θόλο στα ούλα, αλλά δεν καίει, zanthoxylum κάτι η επιστημονική ονομασία. Νομίζεις ότι μυρμηγκιάζει το μυαλό. Η κουζίνα τους θα είναι ο πιο ισχυρός μου σύμμαχος ενάντια στη αμνησία. Όποτε τη μυρίζω, θα θυμάμαι τις βρωμογειτονιές που περπάτησα μαζί σου, τα hutong, τα μυξιάρικα που κλαίνε στο δρόμο, έξω από τα courtyard, τις αναρτημένες σημαίες την πρώτη του Οκτώβρη, τις κουζίνες που όζουν. Όποτε τη γεύομαι, θα θυμάμαι τη lazy Suzann, το γυάλινο εργαλείο στο κέντρο του τραπεζιού, για να μετέχουν όλοι στην πανδαισία, θα βλέπω το μάγειρα από το Shaanxi με το μεγάλο μαχαίρι να κόβει φέτες το μεγάλο σβώλο από ζυμάρι που θα βαστάει πάντοτε στον ώμο. Γεύση ακούς;
Βλέπω το παζάρι στο Κάσι, τη δυτικότερη πόλη της Κίνας, πίσω από την Κιργιζία, με τα τεμένη του και τους χωμάτινους τάφους, σε μορφή κούνιας, για να νανουρίσουν τους αγαπημένους και να είναι γλυκό το ταξίδι τους, με τις κοπέλες που σε αφήνουν να δεις μόνο τα μάτια τους, η Κασγκαρία, το βασίλειο του υπονοούμενου. Η μπουχάρα που παζάρεψες με τον Ουιγούρο, ο μουφτής που δε σε χαιρέτησε, η αταίριαστη Χαν. Τα υψίπεδα Παμίρ, το Καρακόρουμ, ο αετός που μας κοίταξε πριν ανοιγοκλείσει τα φτερά του και χαθεί πάνω από το δρόμο του μεταξιού. Το Λόου Λαν μοιάζει τόσο με τη μνήμη μου, ερείπια μιας άλλοτε κραταιάς πόλης, μπόρεσε να κρατήσει μόνο κάστρα, στο ηλιοβασίλεμα της ερήμου, μνήμες νησιά μέσα στη θάλασσα της λήθης. Θυμάσαι; Μη μ’ αφήνεις τώρα που έφυγα.
Η Έρημος. Καθηλωτική, αυτή απ’ όπου δεν επιστρέφεις ποτέ, η Τακλαμακάν, απόκοσμο τοπίο, σαν σε άλλη γη, με σπηλίσιες θεότητες και κόκκινα βουνά. Στο γεωγραφικό κέντρο της Ασίας. Ό,τι είναι ερημικό είναι παντοδύναμο, αυτάρκες. Ο Λιου από το Ουρούμτσι που ήθελε να ξεφύγει, αλλά είναι τόσο μεγάλη αυτή η χώρα. Προς τα που να πας; Night market με όλες τις μυρώδιες του κόσμου να πλημμυρίζουν τα μάτια πρώτα, τ’ αυτιά δεύτερα, στη Γι Γου (1/5) ήταν, αλλά σε σουκ έμοιαζε. Καλάς; Σιλά.
Οι Καζάκοι στις σκηνές, όσο κι εμείς, τόσο διαφορετικοί. Ο ταξιτζής στο Χογκ Κογκ, που ήξερε το αποτέλεσμα του αγώνα, 8 Φλεβάρη, πριν σου πω σ’ αγαπώ. Οι γιάπηδες με τις μανταρινιές στα χέρια πριν μπει η χρονιά του Κόκκορα. Άραγε να είναι και ο Σκύλος γεμάτος όνειρα; Η Χόλιγουντ Στριτ κλειστή, οι Φιλιπιννέζοι στους δρόμους, χρονιάρες μέρες, για ν’ αφήσουν τα αφεντικά λίγο μόνα τους βρε παιδί μου, οι δυο γριές αδελφές κροάτισσες με τα αρχαία από τη Βιρμανία. Θα το ξαναβρώ το κουτί, είπες. Με περίμενε στο Μπαλί, για να βάζεις μέσα τα κλειδιά των παραδείσων μας. Κόκκινη λάκα κλεμμένη, να μυρίζω, να θυμάμαι.
Η θάλασσα της Νότιας Κίνας, η αποικία που έγινε μητρόπολη, εδώ που ο Κρις δίπλωσε τη Union Jack του, 1 Ιούλη, και δεν έφυγε ποτέ, οι Τζάρντιν είναι ακόμη εκεί, με τις χίλιες τρύπες τους. Αν και τώρα κάνουν ένα πιο ηθικό εμπόριο, άλλαξαν οι καιροί, βλέπεις. Έχουν και άλλοι κανονιοφόρους. Το δέλτα του Πέρλα είναι πολύχρωμο, μυρμηγκιές οι Καντωνέζοι θα ζουν για πάντα -εδώ δεν μπόλιασαν τον Καζαντζάκη;-, το εστιατόριο στον πίσω δρόμο. Οι γειτονιές του sars, oι μη γκλαμουράτοι κάτοικοι.
Θυμάσαι το δρόμο από το Πινγκ Γιάο στη Σιάν; Έξι ώρες οδηγούσα. Μέσα στην καρδιά της, οι κούληδες στους ορυζώνες, το παιδί με το μαυροπίνακα στα πόδια, ο γέρος που αποστρέφεται το φακό σου, το σπίτι που σήκωσαν τα κόκκινα φανάρια, ξύλινες θεότητες που γλίτωσαν από την εντεταλμένη οργή των ερυθρών ταλιμπάν, έμειναν εκεί να ατενίζουν το Δύσληπτο. Τόσο προβλέψιμο, όμως.
Θέλει γερή μύτη η Κίνα. Να αντέχεις στον κίτρινο ιδρώτα, στην αδικία, στην εκμετάλλευση, στο μεγαλείο. Οι αποχετεύσεις μυρίζουν αιώνες αποτυχημένων μεταρρυθμίσεων, αλλά αυτό δε φαίνεται να ενοχλεί κανέναν. Αλλάζει γρήγορα παραστάσεις η ψυχή και φοβάσαι τα ύψη.
Μάκυα Άμε, Λάσα. Την ξέρεις την ιστορία; Εδώ ερωτεύτηκε ο πέμπτος Δαλάι Λάμα. Σκαστός ήταν. Τα σύννεφα που χορεύουν. Το απόλυτο μπλε. Στον ουρανό αυτή τη φορά. Και καφέ. Η οροσειρά του Κοουλούν, και πιο κάτω τα Ιμαλάια. Τα γιακ φοράνε μάλλινα πλόβερ. Το χιονόνερο, μαρτύριο ιαπωνικό. Αναπνέω καθαρά. Επιτέλους.
Το πράσινο του Στρατού. Λαϊκός απελευθερωτικός, μία φορά. Αμούστακοι Χαν και Μαν, το πολύ, με υποσχέσεις καριέρρας και 1 ½ μπωλ ρύζι παγώνουν και ιδρώνουν. Θα τους ξαναδούμε ποτέ; Στην τελετή έναρξης; στρατός στη γιορτή, μπα δε γίνεται. Άλλωστε τον Αύγουστο βρέχει εδώ.
Το κορίτσι από τη Μαντζουρία που έλεγε όλο ψέμματα. Αλλά πάντα την πίστευες.
Βλέπω τη Γιανγκ Λιπίνγκ να λικνίζεται στο χορό του παγωνιού, με τα δάχτυλα, βουδιστικά εξάπτερυγα, που εκλιπαρούν την υστεροφημία. Η ομορφιά δε διαρκεί. Ακούω την όπερα Κουν, ακούω το μάγο να μιλάει ακατάληπτα, ο δάσκαλος Λι δείχνει τη Δύση.
Η παλλακίδα της Ανατολής, κείτεται νωχελική και από τις δύο όχθες του Jiang Pu. Σαγκάη, μόνο η επίκληση του ονόματος αρκεί να εξορκίσει τον εχθρό του Μποντλέρ, την πλήξη.
757 μέρες. On board of a 747, 30 000 πόδια πάνω από την Ευρώπη,
αποχαιρετώ το Μέσο Βασίλειο.
Τέλος εμπειρίας. Αρχή ανάμνησης.
[Aκούγεται η μαρς του συνταγματάρχη Bogey]