Τρίτη, Μαΐου 31, 2011

Eκ των προτέρων ή Τίποτα

1. «Οι δε αγανακτισμένοι της Ισπανίας έφεραν στην εξουσία το λαϊκό κόμμα με μια τεράστια διαφορά 10 μονάδων, τόση ήταν η αγανάκτησή τους! Αυτά είναι τα αποτελέσματα όταν δεν μετατρέπεται η αγανάκτηση σε συγκεκριμένα πολιτικά αιτήματα, αυτά είναι τα αποτελέσματα όταν αυτοί που βγαίνουν στους δρόμους είναι οι απολιτίκ κουραμπιέδες».
---
---
3. δεν χρειάζεται. Αρκεί ο συνδυασμός του 1. με το 2. για να συνοψίσει για ποιό λόγο μεταπολίτευση σήμαινε συντριπτική επικράτηση του δικομματισμού, για να συνοψίσει πού χρεοκόπησε μεταπολιτευτικά η αριστερή πρακτική. Επαναλαμβάνω κάτι που είπα με άλλα λόγια σε προηγούμενο ποστ: εκείνοι που ενδιαφέρονται να κυβερνούν τον ελληνικό λαό είναι εκείνοι που ξέρουν να τον μανιπουλάρουν, είναι εκείνοι που προκειμένου να τον μανιπουλάρουν τον αντιμετωπίζουν ανταποκρινόμενοι σε αυτό που εκείνος όντως είναι*. Τα δύο μεγάλα κόμματα υπήρξαν όχι απλά λαϊκίστικα αλλά και τελικά πολύ πιο λαϊκά από τα κόμματα της αριστεράς, τα οποία δεν προσπαθούσαν να προσαρμοστούν στον λαό, αλλά προσπαθούσαν να προσαρμόσουν τον λαό στην ιδεολογική τους καθαρότητα. Και ο λαός που δεν προσαρμοζόταν αντιμετωπιζόταν τελικά με -ρητή ή συνήθως άρρητη- απαξίωση: μέχρι να δει το ιδεολογικό φως το αληθινό και να καταλάβει το αληθινό του ταξικό συμφέρον, κάθε εργαζόμενος θα είναι ένας απολιτίκ κουραμπιές.
* Για να φτάσουμε έτσι στο (όχι ίσως ακριβώς, αλλά κάτι σαν) Catch - 22:
- Όταν οι μη ταξικά συνειδητοποιημένοι βγαίνουν στους δρόμους, το πιθανότερο που μπορούμε να αναμένουμε είναι να οδηγήσουν τελικά, δια του απολιτίκ χαρακτήρα τους, σε λύσεις πολιτικά αρνητικές.
- Όταν οι μη ταξικά συνειδητοποιημένοι βγαίνουν στους δρόμους, δεν έχει όμως και νόημα να πας εκεί προσπαθώντας να συζητήσεις μαζί τους προς την κατεύθυνση που θα τους βοηθούσε να αποκτήσουν αυτή τη συνείδηση, αφού βγήκαν στους δρόμους λερωμένοι, μιαροί, αφού δεν βγήκαν στους δρόμους όπως θα έπρεπε να είχαν βγει.
Στις συνελεύσεις των πλατειών λοιπόν, σύμφωνα με την κομμουνιστογενή σχολή σκέψης, το παιχνίδι είναι εκ των προτέρων χαμένο, ακριβώς γιατί δεν ήταν εκ των προτέρων -πριν την έξοδο στους δρόμους- κερδισμένο. Η έννοια «ζύμωση ιδεών» και η έννοια «έμπρακτος δημοκρατικός διάλογος» είναι έννοιες με τις οποίες απαξιούμε να ασχοληθούμε. Και κάπως έτσι, αν στην παρούσα χρονική συγκυρία «εκείνο που όντως είναι» ο λαός, είναι κάτι δυνάμει εύπλαστο, κάτι που έχει μέσα του τη δυνατότητα αλλαγής τρόπου σκέψης, αυτή είναι μια δυνατότητα που δεν μας αφορά, όπως ίσως τελικά δεν μας αφορούσε ποτέ η αληθινή δημοκρατία, αφού το προνομιακό μας πεδίο δεν είναι η συζήτηση αλλά η κατήχηση, δεν είναι η αιρετική αμφισβήτηση αλλά η βαθιά θρησκευτική πίστη.

Δευτέρα, Μαΐου 30, 2011

Χωρίς ντροπή


Βγήκε από την εβδομαδιαία συνεδρία με τον αστρολόγο του. Κανονικά θα έπρεπε να είναι προβληματισμένος. Τα πράγματα έδειχναν σκούρα. Έβγαλε από την κωλότσεπη τις τσαλακωμένες σημειώσεις που κρατούσε, όσο ο αστρολόγος ανέλυε τα πορίσματά του: «Ολική έκλειψη ηλίου την προσεχή Τετάρτη 1 Ιουνίου. Συμβαίνει στις 11 μοίρες των Διδύμων και κοντά στο αστέρι Aldebaran που οι Πέρσες θεωρούσαν ως έναν από τους τέσσερις πυλώνες του σύμπαντος. Και δεν είναι μόνο η μέρα της Τετάρτης, είναι μεγάλη η περίοδος που θα επηρεασθεί από την έκλειψη αυτή. Στις 15 Ιουνίου η σεληνιακή έκλειψη είναι στις 24 μοίρες του Τοξότη και κοντά στο αστέρι Lesath, το οποίο βρίσκεται στο κεντρί του Σκορπιού. Οι επόμενοι έξι μήνες δεν προμηνύονται καθόλου, μα καθόλου ειρηνικοί. Ο πλανήτης Άρης είναι στον Αλγκολ, έναν αστερι που βρίσκεται στον αστερισμό του Περσέα και συμβολίζει το μάτι της Μέδουσας, δηλαδή τον θάνατο. Οι κινέζοι ονομάζουν τον Αλγκόλ, συσσωρευμένα πτώματα. Τέλος, μία μερική ηλιακή έκλειψη την 1 Ιουλίου στον αστερισμό του Καρκίνου».

Σκέφτηκε πόσο τυχερός ήταν που δεν πίστευε στα άστρα· έχει κι ο ορθός λόγος τα αναντίρρητα πλεονεκτήματά του. Αν και δεν είχε πιει σταλιά, βούτηξε τη μύτη του στον ουρανό πάνω από την πολυκατοικία του αστρολόγου, σκουπίζοντάς τη στα άστρα, σαν να 'ταν ναυτικός στο Άμστερνταμ. Αιφνιδιασμένα αυτά από τη ξαφνική του κίνηση, δεν ήξεραν αν έπρεπε να νιώσουν κολακευμένα ή ταπεινωμένα. Είπαν να ρωτήσουν τον ήλιο, αλλά αυτός είχε χαθεί στα σκοτάδια. Μολονότι έναστρος και μολονότι δίχως σύννεφα, ο βραδινός ουρανός προσκόμισε μια ακόμα ανοιξιάτικη μπόρα. Αποφάσισε ότι ήταν μπόρα προϊόν του "μπορεί". Άλλωστε δεν ήταν νερό αυτό που έπεφτε επάνω του, αλλά τα άστρα που του επέστρεφαν τις μύξες.

Όλα αυτά δεν απασχολούσαν διόλου τους Ασιάτες πλανόδιους πωλητές ομπρελών. Stalkers της πρώτης ψιχάλας τους είχε πει, και του άρεσε, οπότε αποφάσισε να τους ξαναπεί έτσι. Λέγε - λέγε κάτι θα μείνει. Σκέφτηκε ότι βρίσκονται πολύ μπροστά, ότι αποτελούν τη νεοφιλελεύθερη ονείρωξη δέκα εξελικτικά στάδια μετά: άμεση ικανοποίηση των καταναλωτικών αναγκών, μηδέν τοις εκατό φορολόγηση, η αγορά στα πλέον αυτορρυθμιζόμενα δυνατά επίπεδα. Φυσικά αρνήθηκε να πάρει ομπρέλα. Έτσι έκανε και στις συμβατικές μπόρες. Του έδινε μια ψευδαίσθηση αντρίλας και ηρωισμού να τρώει τις βροχές στη μάπα και να μουσκεύει· τι τιτάνιος μαλάκας.

Βρήκε καταφύγιο σε ένα αυτοκίνητο. Μάλλον το δικό του ήταν. Αγαπούσε ό,τι ήταν δικό του. Όσο παλιό κι αν ήταν, όσο κι αν είχε ξεβάψει ή παρακμάσει. Αναρωτήθηκε αν μπορούσε να αγαπήσει οτιδήποτε δεν ήταν δικό του. Αναρωτήθηκε επίσης ποιά ήταν τα δικά του άστρα, ποιά ήταν δηλαδή τα δικά του ανορθολογικά καταφύγια. Μια γενική πεποίθηση πως «όλα θα πάνε καλά», ίσως. Ήξερε βέβαια πως το δικό του το «όλα θα πάνε καλά» μπορεί σε πολλά σημεία του να έμοιαζε με το «τίποτα δεν θα πάει στα αλήθεια πουθενά» και πως όταν αφήνεις τη ζωή να κυλά και να κυλά και να αποφασίζει αυτή για σένα, έρχεται η στιγμή που η ζωή αποφασίζει πως πέρασε.

Αλλά ακόμη και αν δεν κατηγορούσε αδίκως τον εαυτό του, αυτό δεν σήμαινε ότι δεν υπήρχαν και άλλοι άνθρωποι που κατηγορούνταν αδίκως. Αυτοί κάποια στιγμή θα αθωώνονταν. Όλα θα πήγαιναν καλά.

Σάββατο, Μαΐου 28, 2011

Η ρήξη της μη βίας

Μια εβδομάδα πριν βαθυστοχαζόμουν τα εξής: Δεν θέλω να πω ότι αυτό που γίνεται στην Ισπανία δεν μπορεί να γίνει και στην Ελλάδα. Μπορεί. Αλλά με το που θα γινόταν θα βαλλόταν την ίδια ώρα με μανία τόσο από την καθεστηκυία πλευρά όσο και από την υπεραριστερή πλευρά. Διαψεύστηκα. Η καθεστηκυία πλευρά ως τώρα δεν δείχνει να ενοχλείται. Το εντελώς αντίθετο μάλιστα. Το γεγονός χρησιμοποιείται -εύλογα εκ πρώτης όψεως, αυτό το ομολογώ- ως επιχείρημα υπέρ της άποψης πως οι συγκεντρώσεις αυτές είναι από ολότελα ακίνδυνες για το σύστημα, έως και εντελώς δούρειοι ίπποι για το μέλλον των κανονικών συγκεντρώσεων, των αληθινά και με βούλα πολιτικών.
Διαφωνώ επειδή:
- αν η βία μπορεί υπό συνθήκες να αποτελεί απαραίτητο εργαλείο ρήξης, στο ελληνικό διαδηλωτικό περιβάλλον, στην μεταπολιτευτική διαδηλωτική κουλτούρα, ρήξη και ανατροπή αυτή τη στιγμή αποτελεί η μη βία.
αν και στον Δεκέμβρη και με την Μαρφίν όλοι συμφωνούσαν πως η βία κατ΄αποτέλεσμα συντηρητικοποιεί τον κόσμο και τον κάνει να κλείνεται σπίτια του, τότε μαζικές συγκεντρώσεις άνευ βίας τον ξεσυντηρητικοποιούν και τον κάνουν να βγαίνει από τα σπίτια του.
Ε και τι έγινε και να βγει από τα σπίτια του, αν δεν ξέρει τι θέλει; Μια περιεκτικότατη απάντηση για το τι μπορεί να γίνεται, δίνει ο Βυτίος. Αλλά έστω και ότι δεν γίνεται τίποτα. Καθόλου μα καθόλου απίθανο. Γιατί να σπεύσουμε να τσινίσουμε, γιατί να σπεύσουμε να αντιδράσουμε, γιατί να σπεύσουμε να του αρνηθούμε το δικαίωμα να ψάξει με αυτόν τον -ενδεχομένως πρωτόγνωρο για μεγάλο ποσοστό ανθρώπων- τρόπο τι ακριβώς θέλει να αλλάξει; Επειδή θα έπρεπε να ξέρει ήδη τι ακριβώς θέλει να αλλάξει, αλλάζοντάς το με τον τρόπο που θα του υποδείξουμε εμείς, υπό τις οδηγίες μας και τον έλεγχό μας, απαντάει το ΚΚΕ. Αλλά το ΚΚΕ δεν μπορεί να με απογοητεύσει. Αυτός ήταν πάντα ο ρόλος του. Μπορεί όμως και με έχει απογοητεύσει με τη στάση που κρατάει, ένα μπλογκ για το οποίο τρέφω τεράστιο σεβασμό, το Radical Desire.
Με όλη την απέχθεια που έχω για την καθεστηκυία πλευρά και με όλον τον θαυμασμό που έχω για τον Αντώνη του Radical Desire, φοβάμαι ότι επειδή ο τελευταίος πνευματικά απέχει έτη φωτός από τον λαό, δυσκολεύεται να κατανοήσει αυτό που κατανοούν η Ντόρα Μπακογιάννη και ο Γιάννης Πρετεντέρης που σπεύδουν να μιλήσουν -προς το παρόν εννοείται- με θερμά λόγια για τις συγκεντρώσεις. Θέλω να πω ότι ο Πρετεντέρης και η Μπακογιάννη, παρόλη τους την πολιτική αντιλαϊκότητα, έχουν ως ακροατήριο τον λαό όπως όντως είναι, συνομιλώντας μαζί του στη γλώσσα του, ενώ ο Αντώνης συνομιλεί με το Λένιν και τον Μπαντιού, με τον λαό να παίζει το ρόλο ενός ιδεατού συλλογικού υποκειμένου που θα έπρεπε να έχει συνειδητοποιήσει την ταξική αλήθεια και που όσο δεν πετυχαίνει να ανταποκριθεί σε αυτό του τον ρόλο, οτιδήποτε άλλο κάνει στο ενδιάμεσο θα είναι άσκοπο, ανόητο, ασήμαντο, απομακρύνοντάς τον από την μια και μοναδική αποστολή του η οποία θα τον οδηγήσει στη γη της κομμουνιστικής επαγγελίας.
Πριν την κομμουνιστική επαγγελία όμως υπάρχει και η Πλατεία Σύνταγματος. Που δεν είναι Ταχρίρ, που μπορεί να είναι μια φούσκα και μισή. Μια φούσκα και μισή συγκρινόμενη με τι ολόκληρο όμως; Με το πως ο κόσμος σκέφτεται και δρα στα αλήθεια ή με το πώς θα έπρεπε ιδεωδώς να σκέφτεται και να δρα; Είναι δύο διαφορετικά πράγματα.

Πέμπτη, Μαΐου 26, 2011

Amihanados

Έκανα επτά με δέκα ένα τρίωρο στο Σύνταγμα και θέλω να σου σημειώσω τα ακόλουθα: Ίσως μετά από τόσες δεκαετίες αιτημάτων η σιωπή που κυριάρχησε να είναι η πιο αυθεντικά πολιτική στάση. Δεν εννοώ ότι είναι καλό πράγμα η σιωπή. Εννοώ ότι τη δεδομένη χρονική στιγμή εκφράζει με τον αυθεντικότερο δυνατό τρόπο την αμηχανία που πλανάται στους περισσότερους από εμάς. Δηλαδή μπορεί η Δαμανάκη να βγαίνει να μιλάει για την επιστροφή στη δραχμή, εκείνο που αξίζει όμως να νοσταλγήσει πρωταρχικά κανείς δεν είναι η Μαρία της δραχμής, δεν είναι η Μαρία του 1973, αλλά το γεγονός ότι το 1973 η Μαρία δεν υπήρχε περίπτωση να είναι αμήχανη: ή θα ήταν κατά της χούντας ή υπέρ της. Εκείνο δηλαδή που αξίζει να νοσταλγήσει πρωταρχικά κανείς ήταν η λάμψη της εναλλακτικής στη χούντα: η λάμψη της δημοκρατίας.

Και συγγνώμη που θα χρησιμοποιήσω μια λέξη της μόδας, αλλά η δημοκρατία μέχρι και πέρσι ήταν μια «αφήγηση» πλήρης και αυτάρκης. Είχε τα προβλήματά της, είχε τις δυσλειτουργίες της, πάντως ό,τι την αφορούσε ήταν δικό της θέμα και επιδεχόταν διόρθωση. Αλλά από πέρσι και μετά η δημοκρατία δεν έχασε απλώς τη λάμψη της, έχασε κάτι πολύ σημαντικότερο, έχασε την πληρότητα και την αυτάρκεια της αφήγησής της. Επαναλαμβάνομαι για πολλοστή φορά, το ξέρω, αλλά αυτό είναι για μένα η καρδιά του προβλήματος, άρα και η καρδιά της αμηχανίας: ξαφνικά μάθαμε πως η δημοκρατία είναι εκτός θέματος, ξαφνικά μάθαμε πως από τη στιγμή που ένα κράτος βγαίνει εκτός αγορών παύει να έχει σημασία η γνώμη του λαού για το ποιά πολιτική πρέπει να ακολουθήσει η κυβέρνησή του. Η σύμβαση δανείου παύει να έχει ως μοναδικό αντάλλαγμα τον τόκο, παύει να είναι μια οικονομική σύμβαση και μετατρέπεται σε πολιτειακή σύμβαση, όπου ο δανειστής σου είναι και ο κατ΄ουσίαν νομοθέτης σου.

Επιλογές βέβαια πάντα υπάρχουν. Υπάρχει η επιλογή εξόδου από το ευρώ, υπάρχουν οι έσχατες και απελπισμένες λύσεις. Αλλά δημοκρατία σήμαινε κάτι διαφορετικό από τη δυνατότητα καταφυγής σε έσχατες και απελπισμένες λύσεις. Σε έσχατες και απελπισμένες λύσεις μπορείς να καταφύγεις σε κάθε καθεστώς, ακόμη και στη δικτατορία.

Αν λοιπόν η αμηχανία οφείλεται στην αιφνιδιαστική αλλαγή αφήγησης, κατά τη γνώμη μου η άρση της σιωπής προϋποθέτει την κατανόηση πως η αλλαγή αυτή δεν αφορά μόνο την ελληνική δημοκρατία. Είναι συνολικά η δημοκρατία που επιχειρείται να βγει στην άκρη, στο όνομα της εξυπηρέτησης των δημοσιονομικών χρεών. Είναι συνολικά η δημοκρατία που θυσιάζεται μαζί με το βιοτικό επίπεδο των λαών, προκειμένου να μη κλυδωνιστεί το διεθνές τραπεζικό σύστημα. Και όσο προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε ένα διεθνές πρόβλημα σκεπτόμενοι ελληνικά, τόσο η αμηχανία μας θα μεγαλώνει. Και μαζί της κι η σιωπή.

Το θέμα δεν είναι η Πλατεία Συντάγματος, το θέμα δεν είναι η Πουέρτα ντελ Σολ, το θέμα είναι όλες οι πλατείες μαζί, το θέμα είναι να λυθεί η αμηχανία κι η σιωπή στα ελληνικά, τα ισπανικά, τα ιταλικά, τα πορτογαλέζικα, τα ιρλανδέζικα, τα γαλλικά, τα γερμανικά, σε όλες τις ευρωπαϊκές τουλάχιστον γλώσσες.

Τετάρτη, Μαΐου 25, 2011

Πέντε βήματα μετά

Mπράιτον, 1964. Οι νέοι δεν κάθονται στα αυγά τους για πρώτη φορά στην ιστορία της βρετανικής αυτοκρατορίας, ώστε να τηρήσουν τις παραδόσεις, να περιμένουν την σειρά τους να μεγαλώσουν και να έρθουν ομαλά και με τάξη στα πράγματα. Ο Πίνκι είναι ένας ανήλικος (εντός δεκάδων χιλιάδων ερωτηματικών, μια και στη νουβέλα του Γκράχαμ Γκριν μπορεί να είναι δεκαεπτάχρονος, αλλά στην ταινία τον υποδύεται ο τριαντάχρονος Σαμ Ράιλι, με αποτέλεσμα η διατήρηση του τίτλου «Ανήλικος Δολοφόνος» να μοιάζει παράταιρη) μικροκακοποιός. Όταν σκοτώνεται το αφεντικό της συμμορίας του, διαπιστώνει την ύπαρξη κενού εξουσίας και αποφασίζει να γίνει εκείνος το αφεντικό. Η Ρόουζ, μια συνομήλική του κοπέλα, είδε κάτι που δεν έπρεπε να δει. Την προσεταιρίζεται για να την έχει υπό τον έλεγχό του, ώστε να μην πάει στην αστυνομία. Ωστόσο όσο πιο στενή γίνεται η σχέση τους, τόσο περισσότερο καταδικαστική για εκείνον μπορεί να γίνει και η μαρτυρία της.

Ο Ρόουαν Τζόφε αποφάσισε να μεταφέρει τη νoυβέλα του Γκριν από το 1938 στο 1964, λίγο πριν καταργηθεί η θανατική ποινή και νομιμοποιηθεί ο τζόγος στην Μεγάλη Βρετανία, τις μέρες που οι συγκρούσεις των μoντς με τους ρόκερς κλονίζουν το Μπράιτον και μαζί όλη τη χώρα. Η ομώνυμη ταινία του 1947, με τον Ρίτσαρντ Ατέμπορο στο ρόλο του Πίνκι είναι κλασσική, και σκηνές όπως αυτή σε κάνουν να καταλάβεις το γιατί. Δεν την έχω δει, όπως δεν έχω διαβάσει και το βιβλίο, ίσως στη σύγκριση και με τα δύο να βγαίνει χαμένη, αλλά αυτοτελώς η ταινία του Τζόφε σαφώς και έχει λόγο ύπαρξης, όντας αξιοπρόσεκτη και αξιοπρεπέστατη, φουλ ατμοσφαιρική, με μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα αίσθηση του χώρου, με ρυθμό ανεπίληπτο, μια ταινία που πατά γερά στα πόδια της τόσο σεναριακά όσο και σκηνοθετικά. Οι ηθοποιοί θα μπορούσαν να έχουν βγει από κόμικ, όχι με την αρνητική έννοια του όρου, αλλά με την έννοια ότι είναι φιγούρες που εγγράφονται στη μνήμη, φιγούρες και εικαστικά ενδιαφέρουσες. Δεν μπορεί να μη σταθεί κανείς στην -για πρώτη φορά κοκκινομάλλα- Έλεν Μίρεν, που στα 65 της έχει αυτό το απίστευτο, σχεδόν σκανδαλώδες σεξ απίλ. Η Μίρεν δεν είναι μια ηθοποιός που αρνήθηκε την ηλικία της εξωτερικά, προσπαθώντας να παραστήσει με τεντώματα του δέρματος την αγέραστη, αλλά μια ηθοποιός που αρνήθηκε να γεράσει εσωτερικά, καταφέρνοντας ακόμα και οι ρυτίδες της να εκπέμπουν ερωτισμό. «Πίστεψέ με, ξέρω τι κάνει έναν άντρα ευτυχισμένο», θα πει στην τελευταία της ατάκα. Και την πιστεύεις.

Ο Πίνκι είναι ένας Καθολικός που πιστεύει στην κόλαση, την τιμωρία, την αμαρτία. Μοιάζει μονομερώς θρήσκος, ένας θρήσκος που δεν έχει την παρηγοριά του παραδείσου. Μοιάζει ασύμφορα θρήσκος. Η θρησκεία χάνει τον χαρακτήρα του αποκουμπιού και γίνεται μόνο ενοχικό υποκατάστατο. Ο Πίνκι έχει εκπέσει από τη θεία χάρη. Αλλά η Ρόουζ τον ερωτεύεται τυφλά. Του δίνεται ολότελα. Την τραβάει στον γκρεμό. «Δεν φοβάσαι μην σε ρίξω;». «Μαζί σου δεν φοβάμαι, μαζί σου νιώθω σιγουριά». Ο πρώτος της έρωτας, ο πρώτος της άντρας, το νέον όλον της ζωής της. «Δεν θα σε προδώσω ποτέ, ποτέ, ποτέ». Δεν φαίνεται να είναι μαζοχιστικά τα κίνητρά της, δεν φαίνεται να βρίσκει σε εκείνον κάποιον που θα την πονέσει, δεν φαίνεται να είναι η μαύρη πλευρά του που την έλκει. Απλά ήταν ψυχολογικά φτιαγμένη για να ερωτευθεί απόλυτα. Εκείνος αρχίζει να την παίρνει κοντά του. Λίγο για να προφυλάσσεται, λίγο γιατί τον έλκει αυτή η αφοσίωση. Κολλάει επάνω της επειδή εκείνη κόλλησε επάνω του. Θα μπορούσε να τον λυτρώσει, αν έπαιρνε από λύτρωση. Ύστερα πάλι, γιατί να είναι ξεκαθαρισμένο και στον ίδιο το ακριβές κίνητρό του; Πόσες και πόσες φορές στη ζωή δεν ακολουθούμε την πορεία των πραγμάτων, δεν παρασυρόμαστε από το ρυθμό τους, χωρίς να εξετάζουμε με διαύγεια ούτε τα κίνητρά μας ούτε τις πιθανές συνέπειες; Το ένα φέρνει το επόμενο και το επόμενο το μεθεπόμενο. Βλέποντας και κάνοντας. Τα συναισθήματά μας αλλάζουν, καθορίζονται από τον τρόπο αντίδρασης των άλλων, είναι ρευστά και όχι προκαθορισμένα. Την μοίρα μας τη συγκαθορίζουμε συνομιλώντας με τα γεγονότα. Λίγοι έχουν τη προνοητικότητα να προβλέπουν εγκαίρως τι θα συμβεί πέντε βήματα μετά. Οι περισσότεροι θα αφεθούμε να γίνουν τα πέντε βήματα, να δούμε πού ακριβώς θα μας οδηγήσουν και μετά να αποφασίσουμε. Αφηνόμαστε στις ιστορίες. Σπανίως τις αποφεύγουμε προκειμένου να μην καταλήξουν κάπου άσχημα. Ανάμεσα στη σύνεση και στην ιστορία, εννιά φορές στις δέκα θα επιλέξουμε την ιστορία.

Η τελική σκηνή της ταινίας κρύβει ένα από τα πιο έξυπνα ευρήματα όλων των εποχών. Το θαύμα στο οποίο η Ρόουζ είχα πάψει να ελπίζει, έρχεται. Θαύμα με την μορφή του ψεύδους, με την μορφή της ψευδαίσθησης. Η Ρόουζ θα ζήσει την υπόλοιπη ζωή της μέσα στο ευτυχισμένο ψέμμα. Η ταινία κλείνει την ώρα που ακούει το ψέμμα της να επαναλαμβάνεται και να επαναλαμβάνεται, ενώ η κάμερα εστιάζει στον κρεμασμένο στον τοίχο σταυρό. Ίσως αυτό είναι οι θρησκείες: ένα ψέμμα που κάνει τη ζωή μας βιώσιμη, μια σωτήρια ψευδαίσθηση.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Τρίτη, Μαΐου 24, 2011

Απ' το τι σερτ στο τι πάρτι

(Με λένε Γιώργο και ποτέ δεν ξεπουλάω)

Χθες βράδυ η Στάη ρωτά τον Λοβέρδο και ο Παπαχελάς τον Παπακωνσταντίνου γιατί δεν παραιτήθηκαν, ενώ ο πρώτος το είχε δηλώσει εμμέσως πλην σαφώς και ο δεύτερος αμέσως και σαφέστατα. Ο Λοβέρδος, που δεν άντεχε τις νεφελώδεις πολιτικές, τις ενοχικές στάσεις και τις αμφισημίες, στηριγμένος στην αμφισημία των δηλώσεών του εξηγεί με ένα -νεφελώδες μεν, μηδενικά ενοχικό δε- σκεπτικό γιατί παραμένει στην πρώτη γραμμή, ο Παπακωνσταντίνου, που είχε πει ότι αν παρθούν νέα μέτρα θα σημαίνει πως εκείνος απέτυχε και θα παραιτηθεί, απαντά κάτι σαν «Και να φύγω εγώ δηλαδή τι θα αλλάξει;» και «Νομίζετε ότι αν κρίνει ο Πρωθυπουργός πως απέτυχα δεν μπορεί να με διώξει;».

Αν λοιπόν το τι σερτ που κρατούσε στη φώτο χαμογελώντας τσακίρικα ο ΓΑΠ, τώρα είναι ικανός να το αντικαταστήσει και με τι πάρτι εφόσον αυτό απαιτεί η σωτηρία της πατρίδας, αν δηλαδή η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο σήμερα λέω "κάτασπρο" και αύριο λέω "κατάμαυρο" είναι η υπεράνω πολιτικών χρωμάτων αυτοκλήτως αναληφθείσα μεσσιανική του αποστολή, η οποία αντικατέστησε την πολιτική εντολή με την οποία βρέθηκε στην εξουσία, δεν είναι το ίδιο ευδιάκριτη η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο "λέω" και "ξελέω" των δύο αξιότερων -αν όχι και μοναδικών εναπομείναντων μέσα στα λακίζοντα, λαϊκίζοντα και ρέποντα προς τις όψιμες ρέππικες γυριστές κυβερνητικά στρατεύματα- μαχητών του μνημονίου.

Δίπλα στον αξεπούλητο αρχηγό της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης, μια κάποια Χριστοφιλοπούλου γελά με το πρόσωπό της φωτισμένο από βαθιά σοσιαλιστική σιγουριά. Αυτή ανήκει στην βήτα εθνική του πολιτικού μας προσωπικού, στην κατηγορία των ανθρώπων εκείνων που γίνονται υφυπουργοί, γενικοί γραμματείς υπουργείων και σε περιόδους τεράστιας ένδειας προσώπων ακόμη και υπουργοί, έχοντας ως βασικό τους συγκριτικό πλεονέκτημα ότι κάνουν όλα όσα δεν θα καταδέχονταν ποτέ να κάνουν πενήντα φορές αξιότεροι τους πολίτες: προσκολλούν στους αρχηγούς, συμφωνούν με όσα λένε, γελούν με τα αστεία τους τον καιρό των παχουλών διακηρύξεων, βουρκώνουν με τον αγχογενή επιχείλιο έρπητά τους τον καιρό των λεπτότατων χειρισμών.

Στην πρώτη εθνική (των λοβερδοπαπακωνσταντίνων) απαιτείται εκτός από την ικανότητα και ένα άλλο θεμελιώδες χάρισμα: να μπορείς να λες οτιδήποτε θέλεις, γνωρίζοντας πως το να το λες δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση πως είσαι υποχρεωμένος και να το τηρήσεις. Το χάρισμα του χωρίς συνέπειες λόγου, του χωρίς κυρώσεις λόγου, του χωρίς ελέγχου λόγου. Γιατί ο όποιος έλεγχος θα είναι πάντα σε φιλολογικό επίπεδο, σε επίπεδο να το ρωτήσουμε και αυτό και να πάμε στο επόμενο θέμα, σε επίπεδο πλήρους αποδοχής από δημοσιογράφους και αντιπολιτευόμενα κόμματα ότι αυτοί είναι οι κανόνες που διέπουν τον πολιτικό λόγο, την πολιτική πρακτική, τον τρόπο με τον οποίο διοικείται η χώρα.

Κυριακή, Μαΐου 22, 2011

Dead Country Walking

Θανατοποινίτισσα πατρίς αναμένει τον ορισμό της τελικής ημερομηνίας εκτελέσεώς της, αφού τα τακτικά της ένδικα μέσα τα εξήντλησε, κανένα νέο ουσιώδες στοιχείο για αναψηλάφιση να προσκομίσει δεν έχει, κι ο κυβερνήτης της Πολιτείας της χάρη δεν είναι διατεθειμένος να δώσει. Στις ατέλειωτες ώρες περισυλλογής της στο μοναχικό της το κελλί, διασκεδάζει την αγωνία της με ένα πραγματικά δυσεπίλυτο γρίφο: υπό την πρωθυπουργία τίνος εκ των δύο τελευταίων της πρωθυπουργών στάθηκε περισσότερο απρωθυπούργητη; Υπό την ηγεσία εκείνου που γεννήθηκε κουρασμένος ή υπό την ηγεσία εκείνου που θα πεθάνει ακούραστος; Υπό την ηγεσία εκείνου που η πολιτική του προξενούσε πλήξη ή υπό την ηγεσία εκείνου που δεν θα έπληττε ποτέ και πουθενά; Υπό την ηγεσία εκείνου που ζούσε για να αράζει ή υπό την ηγεσία εκείνου που ζούσε για να τρέχει; Υπό την ηγεσία εκείνου που ήθελε όσο το δυνατόν λιγότερες συσκέψεις και ταξίδια ή υπό την ηγεσία εκείνου που ήθελε όσο το δυνατόν περισσότερες συσκέψεις και ταξίδια; Υπό την ηγεσία εκείνου που έχυνε για ελεύθερο χρόνο ή υπό την ηγεσία εκείνου που έχυνε για κατειλημμένο χρόνο; Ποιός από τους δύο -στα διαλείμματα της αποστασιοποίησης του ο ένας και της υπερδραστηριοποίησής του ο άλλος, στα διαλείμματα του μη μου τους κύκλους τάραττε ο ένας και του ψυχαναγκαστικού μπιζιμποντισμού του ο άλλος- κυβέρνησε λιγάκι περισσότερο;
Θανατοποινίτισσα πατρίς καντ χελπ μπατ θινκ, πως δίπλα σε όλα τα δομικά (τα δομικά τα δικά της, τα δομικά της ευρωζώνης, τα δομικά της τραπεζικοχρηματιστικής νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποιημένης φούσκας), εμαλακίσθη διπλώς και επιτάχυνε το κακό, επιλέγοντας να πρωθυπουργηθεί από γιους και ανηψιούς ανθρώπων, που τους χαρακτηρίζεις όπως θες, πάντως κυβερνούσαν. Σε αντίθεση με τους γιους και τους ανηψιούς, που δεν θα κυβερνούσαν ποτέ χωρίς το όνομα και τελικά κατά ποιητική δικαιοσύνη κυβέρνησαν και κατ΄όνομα.

Παρασκευή, Μαΐου 20, 2011

Όχι στον μαϊμουδισμό

Δεν θέλω να πω ότι αυτό που γίνεται στην Ισπανία δεν μπορεί να γίνει και στην Ελλάδα. Μπορεί. Αλλά με το που θα γινόταν θα βαλλόταν την ίδια ώρα με μανία τόσο από την καθεστηκυία πλευρά όσο και από την υπεραριστερή πλευρά. Και οι δύο πλευρές θα συνέκλιναν στο «Και, τι προτείνετε;». Και οι δύο πλευρές θα επεσήμαιναν αντιφάσεις, νεφελώματα, απουσία συγκεκριμένης στόχευσης. Και οι δύο πλευρές θα κοιτούσαν αφ΄υψηλού κι ειρωνικά.
1) Να το έλλειμμα, να το χρέος, να οι συνθήκες, να η πραγματικότητα. Μπορείτε να αλλάξετε κάτι από αυτά, τώρα, άμεσα και ρεαλιστικά; Αν όχι, σταματήστε να κλείνετε τους δρόμους, σταματήστε να εμποδίζετε την ομαλή κυκλοφορία όσων θέλουν να περάσουν με το αυτοκίνητό τους, σεβαστείτε τους νόμους για τις συγκεντρώσεις, σεβαστείτε τα μαγαζιά που θέλουν να δουλέψουν. Αν κατασταλάξετε σε κάποια πλατφόρμα, φτιάξτε κίνημα και κόμμα και κατεβείτε στις εκλογές. Δημοκρατία έχουμε, οι θεσμοί λειτουργούν, δια των θεσμών λειτουργεί η δημοκρατία, ωραία, παίξατε και αυτοϊκανοποιηθήκατε, επιστρέψτε τώρα σπίτια σας και αν νομίζετε πως θέλετε να εκτεθείτε στην κρίση του λαού, εκτεθείτε. Στην Αφρική που δεν είχαν δημοκρατία είχε ένα νόημα αυτό που έκαναν, εδώ που έχουμε δεν μας λείπουν οι διαμαρτυρίες και οι αντιδράσεις, αλλά η συνειδητοποίηση πως δεν μας φταίει κανείς άλλος παρά το ότι παράγουμε λιγότερα απ' όσα καταναλώνουμε, για αυτό αρκετά διαμαρτυρηθήκαμε 37 χρόνια τώρα, τώρα είναι καιρός να δουλέψουμε.
2) Βάναυσο καπιταλισμό έχουμε, ό,τι δεν στοχεύει στην οριστική ρήξη με το σύστημα που μας έφερε ως εδώ, ό,τι εξακολουθεί να ψάχνει λύσεις εντός του συστήματος, ό,τι δεν ξέρει τι του φταίει, ό,τι κατεβαίνει στους δρόμους επειδή του πήραν το καταναλωτικό όνειρο, ό,τι δεν έχει ταξική συνείδηση (ή ό,τι δεν έχει αντιεξουσιαστική συνείδηση) δεν είναι μέρος της λύσης αλλά μέρος του προβλήματος, ρήξη απαιτείται, ρήξη ολική, η ρήξη δεν μπορεί ποτέ να προέλθει από κατ΄ουσίαν απολίτικα ιβέντς του συρμού, δεν μπορεί να προέλθει από τους ως χθες πολίτες του καναπέ, αυτούς που και αύριο στον καναπέ τους θα επιστρέψουν, αυτούς που βλέπουν το δρόμο όχι σαν πεδίο αληθινού αγώνα αλλά ως προσωρινή και νερόβραστη μετεξέλιξη του καναπέ.
Και φυσικά εννοείται πως το πιο απάλευτο ενδεχόμενο θα ήταν η μη κατάληξη στη βία. Είτε από τους χρήσιμους ηλιθίους είτε από προβοκάτορες, αν όχι την πρώτη, τη δεύτερη μέρα και αν όχι τη δεύτερη, την τρίτη, κάποια μολότοφ θα έπεφτε και τα ΜΑΤ θα αναλάμβαναν να σώσουν τη δημοκρατία πνίγοντας στα δακρυγόνα όλο τον κόσμο και κοπανώντας -μεμονωμένα πάντα- τμήματα του.
Καταληκτικά, ας μην μπαίνουν στο μυαλό κανενός χαχόλου ιδέες περί μαϊμουδισμού των όσων γίνονται αλλού. Εδώ έχουμε την δική μας ιδιοσυγκρασία, τις δικιές μας εκατέρωθεν βεβαιότητες πως με τέτοια τερτίπια δεν επιτυγχάνεται τίποτα, τον δικό μας τρόπο να συζητάμε τα προβλήματά μας και να λύνουμε τις διαφορές μας.

Πέμπτη, Μαΐου 19, 2011

Ελεύθερο


Καθαριότητα με και χωρίς το γιώτα, το πρόσωπο και η πληγή, η κήρυξη του κέντρου σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, της ανάγκης να καθαρίσουμε επιτέλους από λαθρομετανάστες, πρεζόνια και εγκαταλελειμμένα ή υπό κατάληψη κτίρια, από όλη αυτή την μπόχα, από όλη αυτή τη δυσωδία, από όλη αυτή την αλλοίωση, από όλο αυτό τον τρόμο, για αυτό πρέπει να οργανωθούν με τις πρόνοιες του τριτοραϊχικού μας Συντάγματος επιχειρήσεις σκούπες ή επιχειρήσεις απόχες, που θα πέσουν από ψηλά γραπώνοντας «όοοολους τους λαθρομετανάστες» και μεταφέροντάς τους από αέρος και εντός των αποχών «σε αραιοκατοικημένα νησιά του Αιγαίου, όπου κατοικείται ένα μικρό μόνο μέρος του νησιού, το υπόλοιπο είναι ελεύθερο». Ελεύθερο· ελευθερία 2011 greek edition: ιδιότητα η οποία αφορά τα κομμάτια γης που δεν είναι κατειλημμένα από Έλληνες και βρίσκονται σε ασφαλή απόσταση από αυτούς, την καθαρ(ι)ότητά τους και πάνω απ' όλα το οπτικό και αισθητικό τους πεδίο, αφού το αξιακό βραχυκύκλωσε και έχασε εντελώς το μπούσουλά του.

Τετάρτη, Μαΐου 18, 2011

Αφού έκλαψε ο Νίτσε

Το «Άλογο του Τορίνο» ξεκινά με σκοτεινή οθόνη και φωνή που μας αφηγείται μια πολύ γνωστή ιστορία, η οποία δεν είναι σίγουρο αν είναι εντελώς αληθινή ή αν μέρος της ανήκει στη σφαίρα του μύθου, έχει όμως σε κάθε περίπτωση κάτι αληθινό να μας αφηγηθεί: Αμαξάς μαστιγώνει με μανία άλογο σε δρόμο του Τορίνο το 1889. Ο Νίτσε μπαίνει στην μέση, το πιάνει αγκαλιά από το λαιμό, βάζει τα κλάμματα και καταρρέει. Τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του θα τα περάσει βωβός και παράφρων. Απο εκεί ο Μπέλα Ταρ και ο σεναριογράφος του εμπνεύστηκαν την ιδέα: τι να απέγινε το άλογο και ο αμαξάς;

Η πρώτη σκηνή της ταινίας, με τον άνεμο να λυσσομανά πάνω στο άλογο και τον αμαξά και τη μουσική να είναι ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο, διαρκεί πολύ αλλά είναι και στοιχειωτικής ομορφιάς. Δεν διευκρινίζεται αν πρόκειται για τον ίδιο αμαξά και το ίδιο άλογο, Ουγγαρία θυμίζει και το επίθετό του και η πάλινκα που πίνει, όπως κεντρική και βόρεια Ευρώπη εκπέμπει και η συνολική ματιά του έργου, αφού τέτοιος πεσιμισμός και τόση μαυρίλα δύσκολα ευδοκιμούν σε μεσογειακά περιβάλλοντα.

Ο αγώνας που κάνει το άλογο να φτάσει προς την αγροικία δίνει τη θέση του σε μια σειρά από άλλους αγώνες, με σκηνές που επίσης διαρκούν πολύ, αλλά η ομορφιά τους είναι σημαντικά ασθενέστερη. Να λυθεί το άλογο από την άμαξα. Να ανοίξει η πόρτα της αποθήκης. Να μπει η άμαξα στην αποθήκη. Να κλείσει η πόρτα της αποθήκης. Να μπει το άλογο στον στάβλο. Να γδύσει και να ντύσει η κόρη τον πατέρα που θα πάρει τον μεσημεριανό του ύπνο. Να βράσει δύο πατάτες. Να περιμένουμε μαζί της να βράσουν. Να τις βάλει στην πιατέλα. Να βάλει τα πιάτα στο τραπέζι. «Έτοιμο» θα πει η κόρη στην πατέρα και είναι η πρώτη λέξη που ακούγεται μετά το εισαγωγικό μονόλογο και μετά από κάνα εικοσάλεπτο ταινίας. Θα κάτσουν. Μια βραστή πατάτα στον καθένα. Με το ένα του λειτουργικό χέρι ο πατέρας θα την καθαρίσει. Τσουρουφλάει. Τρώει άγρια, άχαρα, βιαστικά. Το ίδιο φαγητό και το ίδιο ακριβώς τελετουργικό θα το παρακολουθήσουμε και τις επόμενες ημέρες. Πότε ο πατέρας πότε η κόρη κάθονται στο παράθυρο και κοιτάζουν την ερημιά μπροστά τους, με τα μόνο δύο δέντρα του ορίζοντα, και δεν ξέρεις αν κοιτάνε έξω ως διασκέδαση ως απελπισία ως ρουτίνα ως λίγο απ' όλα. Το βράδυ θα της πει ότι το σαράκι δεν τρώει το ξύλο. Πρώτη φορά που το ακούει στα 58 χρόνια της ζωής του. «Τι σημαίνει αυτό μπαμπά;». «Δεν ξέρω».

Δεύτερη μέρα. Η κόρη πηγαίνει στο πηγάδι να πάρει νερό. Ντύνει τον πατέρα. Βγάζουν από την αποθήκη την άμαξα. Από το στάβλο το άλογο. Του περνάνε τα χαλινάρια. Φυσάει τρομερά. Αυτά τα διαβάζεις σε δύο τρία δευτερόλεπτα, αλλά στην ταινία διαρκούν λεπτά ολόκληρα. Όσο θα διαρκούσαν δηλαδή στην πραγματική ζωή και με όλη την κούρασή τους και τις δυσκολίες τους. Το μοντάζ απουσιάζει, σαν ο Ταρ να θέλει να πει μας ξεχάστε τη κινηματογραφική συνθήκη του μοντάζ που παραλείπει όλες τις καθυστερήσεις και την ρουτίνα της ζωής, άρα και σημαντικό τμήμα της αλήθειάς της. Το μοντάζ λέει ψέμματα. Εδώ θα βιώσετε μαζί με τους ηθοποιούς σε πραγματικό χρόνο την καθημερινή ρουτίνα, και αν σας φανεί κουραστική και παράλογη, ε, το ίδιο είναι και η ζωή. Από την άλλη δεν μπορείς παρά να αναρωτηθείς αν είναι ζωή αυτό πού δείχνει. Ζούσε ποτέ κανείς αληθινά έτσι; Ποιός θα άντεχε να ζει έτσι; Τέτοια ερήμωση, τέτοια ολοκληρωτική απουσία ενδιαφέροντος, χαράς, ελπίδας. Αναπαριστώνται με ακρίβεια οι συνθήκες ζωής, αλλά πρόκειται για μια ζωή ψεύτικη κατά το ότι ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε ποτέ να ζει με τόσο λίγα. Όχι με τόσο λίγα υλικά αγαθά, αλλά με τόσο λίγα ψυχικά συστατικά.

Η ταινία μας δείχνει έναν κόσμο που ξεκινά σισσύφεια επαναλαμβανόμενος για να καταντήσει εφιαλτικά αβίωτος, σε ένα σκηνικό αποκάλυψης. Μετά το σαράκι, θα σταματήσει να τρώει και το άλογο, μετά το άλογο οι άνθρωποι. Ένας νιτσεϊκός επισκέπτης θα μπει από το πουθενά και θα βγάλει λόγο για το τέλος του κόσμου (μάλλον δηλαδή, τα έλεγε και μπερδεμένα). Τσιγγάνοι θα έρθουν να πάρουν νερό από το πηγάδι. Θα δώσουν στην κόρη μια αντιβίβλο. Τα πράγματα μοιάζουν σκούρα. Το πηγάδι θα στερέψει. Ο άνεμος θα καθηλώσει στην αγροικία πατέρα και κόρη. Το φως θα σβήσει. Όλο όμως.

Το «Άλογο του Τορίνο» είναι μια ταινία που την ώρα που την βλέπεις υπάρχουν στιγμές που βασανίζεσαι και τη βιώνεις ως μαρτύριο, όχι επειδή συμπάσχεις με το δράμα των ηρώων, αλλά επειδή είναι αφόρητα αργή, είναι όμως επίσης μια ταινία που αφού την δεις οι υποβλητικές εικόνες της, η ασπρόμαυρη αίσθησή της, ο τρόπος της, η διαφορετικότητά της, μένουν μέσα σου με τρόπο πειστικό. Η παρακολούθησή της είναι περισσότερο κόπος παρά απόλαυση, πρόκειται όμως για έναν κόπο που τελικά αξίζει
(Kείμενο γραμμένο για το ελculture)

Τρίτη, Μαΐου 17, 2011

Νοn photo

την ίδια ώρα που έντονη αίσθηση προξενεί παλαιότερη φωτογραφία (της;), η οποία διοχετεύθηκε με non photo (non paper με εικόνα) της Αντιπροεδρίας της Κυβέρνησης.
Ο καθένας μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του και να κάνει όποιους συνειρμούς θέλει για τους αληθινούς σκευωρούς.
Ως τότε, τραγούδι, κέφι, χαρά.


Δευτέρα, Μαΐου 16, 2011

Στα σκοτάδια

Τα σκοτάδια της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα. Από τον Αντρέα ως τον Σίλβιο κι από τον Μπιλ ως τον Ντομινίκ, ο εξουσιαστής μουνάκιας αν είναι διαφορετικός από τον συνήθη μουνάκια, είναι διαφορετικός μόνο ως προς το πολύ μεγαλύτερο πλήθος των ευκολιών που λόγω της θέσης του έχει και ταυτόχρονα το πολύ μεγαλύτερο πλήθος των κινδύνων που λόγω της θέσης του διατρέχει. Κατά τ' άλλα ο άντρας ο μουνάκιας βασικά ένας είναι, εξουσιαστής ή εξουσιαζόμενος, σοσιαλιστής ή βιβαϊτάλιας, κιθαρίστας ή ντράμερ. Και αν διάβαζε εδώ για σκοτάδια, φυσικά θα εξεγειρόταν, αφού για εκείνον οι γυναίκες είναι φως και άλλο φως και περισσότερο φως, φως που ξεπροβάλλει από παντού, κάθε καινούρια μέρα, σε διαφορετικές μορφές, σε διαφορετικές αποχρώσεις, σε διαφορετικές εντάσεις, από απροσδόκητες γωνίες, αλλά πάντως φως διαρκές και ακατάβλητο, φως νοηματογόνο και ζωτικό. Ας μην εξεγερθεί λοιπόν, αφού τα σκοτάδια δεν αφορούν τη μόνιμή του έξη, αλλά τις φορές ίσως εκείνες -αν ήθελε θεωρηθούν αληθινές και όχι κατασκευασμένες ή φουσκωμένες- που το φως σε τυφλώνει τόσο, ώστε από ζωτικό μετατρέπεται σε ζωικό κι εσύ από άνθρωπος σε ζώο. Και τα ζώα δεν έχουν καριέρα ούτε είναι πολιτικά όντα, τα ζώα έχουν μόνο μια επιθυμία που πρέπει πάση θυσία να ικανοποιηθεί τη στιγμή εκείνη, αφού τα ζώα ζουν μόνο για το τώρα. Ωστόσο το γράφω και μου φαίνεται δύσκολο να το χωνέψω. Να μην είναι αυτή η αλήθεια; Θα δείξει. Ή ίσως δεν θα δείξει. Όπως και να έχει τα σκοτάδια της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα, καλύπτοντας όχι μόνο τις σεξουαλικές αλλά κατ΄εξοχήν και τις ερωτικές σχέσεις, αφού στις τελευταίες ο πόνος ελλοχεύει σε κάθε τους κακή στροφή, με αποτέλεσμα εκείνος που πονά να θέλει να ανταποδώσει τον πόνο, ενώ εκείνος που τον προξένησε να συνειδητοποιεί πως σκοτεινή δεν είναι μόνο η ψυχή που θέλει να εκδικηθεί, αλλά και εκείνη που δεν προέβλεψε εγκαίρως το ενδεχόμενο της πρόκλησής του, φερόμενη με ασύγγνωστη ελαφρότητα σε πράγματα που εξ ορισμού κουβαλούν βάρος.

Κυριακή, Μαΐου 15, 2011

Μaydays

Tην αγκάλιασε, λέει, για να σβήσει τη φωτιά. Και τώρα κι αυτός στην εντατική. Μία - μία μας πάνε οι όμορφες μέρες του Μάη, μονά - ζυγά, στις μονές κάποιος πεθαίνει, στις ζυγές κάποιος χαροπαλεύει. Στην ισοπαλία των νεκρών (Έλληνας - μετανάστης) και των ενδεχομένων αιτιών τους (νεκρός από την αυξημένη, συνεπεία της γκετοποίησης του κέντρου, εγκληματικότητα - νεκρός από χρυσαυγόψυχους τιμωρούς) έρχεται να προστεθεί και η ισοπαλία των ανθρώπων σε κρίσιμη κατάσταση (ένας από αστυνομική βία - ένας από μπούμερανγκ μετά από αντιαστυνομική βία).
Την Πέμπτη το απόγευμα στέκομαι στα Προπύλαια και παρακολουθώ τη διαδήλωση κατά της αστυνομικής βίας, καθώς ξεκινάει. Πρόσωπα καθαρά, πανό καθαρά, άνθρωποι που ξέρουν ότι κάτι δεν πάει καλά και το φωνάζουν. Μετά, καθώς τα καθαρά πρόσωπα προχωρούν, ακριβώς μπροστά μου αρχίζουν να μπαίνουν οι κουκούλες. Μπορεί να είναι ιδεολόγοι, μπορεί απλά να είναι μαλακισμένα γυμνασιόπαιδα, που την προηγούμενη εβδομάδα μπήκαν στον ΟΑΚΑ. Έχει τόσο μεγάλη διαφορά τι από τα δύο είναι; Ό,τι και να 'ναι φεύγω, έχω να πάω αλλού, κάπου πολύ καλύτερα.
Ο ιστορικός του μέλλοντος ας πει ό,τι θέλει, εγώ ως ιστολόγος του παρόντος θα πω τα δικά μου: στο θέμα βία, η βασική ευθύνη της αριστεράς είναι ότι δεν αντιλήφθηκε πως ήταν εκείνη που πρώτη έπρεπε να αποτρέψει τον εκφυλισμό κάθε διαδήλωσης σε πάρτι μολότοφ. Δεν ανησύχησε εγκαίρως, δεν κατάλαβε εγκαίρως τον φαύλο κύκλο που πυροδοτούνταν, της αρκούσε να ξέρει ότι εκείνη ήταν αθώα του αίματος με τη στενή έννοια, της αρκούσε να νιώθει για μια ακόμη φορά θύμα για τις άδικες συκοφαντίες εις βάρος της περί χαϊδέματος και ηθικής αυτουργίας. Το πρόβλημα δεν ήταν ότι χάιδευε, το πρόβλημα ήταν ότι έπρεπε όσο κι αν δεν της πήγαινε να σφαλιαρίσει, προκειμένου να διαφυλάξει.
Αναφορικά με τη βασική ευθύνη της μη αριστεράς, ήτοι της καθεστηκυίας πασοκονεοδημοκρατικής δεξιάς τάξης, αυτή ποτέ δεν ήταν περισσότερο ευδιάκριτη από ό,τι τις τελευταίες ημέρες. Ανακεφαλαιώνοντας: ένας μη βίαιος διαδηλωτής χτυπιέται τόσο πολύ στο κεφάλι που παρά λίγο να χάσει τη ζωή του. Σε αντίθεση με την περίπτωση Κορκονέα, εδώ δεν βρίσκουμε καν τον θύτη. Ο ίδιος δεν ομολογεί ποιός είναι, οι συνάδελφοί του το ρίχνουν στην ομερτά, οι ανώτεροί του σφυρίζουν αδιάφορα. Γίνεται χαμός από τα ΜΜΕ; Γίνεται κατά του υπουργού. Επειδή επί των ημερών του όχι μόνο έγινε αυτό το "μεμονωμένο" περιστατικό αλλά και κυρίως επειδή οι "έρευνες" προς το παρόν δεν έχουν καταλήξει πουθενά; Όχι, ακριβώς. Γίνεται χαμός επειδή τόλμησε να επιπλήξει δημοσίως την αστυνομία για συντεχνιακή συγκάλυψη κρουσμάτων αυθαιρεσίας, βίας και κατάχρησης εξουσίας, επειδή ανέφερε ότι υπάρχει εμφανές δημοκρατικό έλλειμμα στα σώματα ασφαλείας και ότι η αυθαιρεσία ενδημεί εντός των σωμάτων ασφαλείας. Νέα Δημοκρατία, ΛΑΟΣ, Mega και Σκάι τον κράζουν. «Προτιμούν να τραυματιστούν παρά να μπουν σε διαθεσιμότητα» ολοφυρόταν χθες η μία λεζάντα στις ειδήσεις του Σκάι, για να έρθει η επόμενη να επισημάνει ότι είναι «Εγκληματικό λάθος το πολιτικό παιχνίδι με την αστυνομία» και ότι είναι «Χωρίς ηθική στήριξη οι αστυνομικοί». Απόψε στο Mega ο Στραβελάκης ωρυόταν ότι τις μέρες που η ανομία είναι το νούμερο ένα πρόβλημα βγαίνει και κάνει αυτές τις δηλώσεις ο υπουργός, ενώ ο Καψής συμπλήρωνε με τι θα αντικατασταθούν άραγε τα ΜΑΤ, με χορωδίες;
Ηθική στήριξη λοιπόν για να ανοίξουν ακόμη περισσότερα κεφάλια, στοργή και προδέρμ για να μη καμφθεί το φρόνημα του δημοκρατικού στρατού πόλεων αυτούς τους δύσκολους μήνες, κακώς μπήκαν σε διαθεσιμότητα οι άλλοι που κοπανούσαν και κλωτσούσαν τον πεσμένο διαδηλωτή, αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση οι αστυνομικοί θα προτιμούν να τους χτυπούν οι παλαβοί αριστεροί παρά να κάνουν τη δουλειά τους.
Όσο για τα κατορθώματα της Χρυσής Αυγής των τελευταίων ημερών, αυτά είναι καταδικαστέα μεν, αλλά όχι και τόσο, δηλαδή οκ δεν θα το κάνουμε και τόσο θέμα τώρα, θα προτιμήσουμε το θέμα μας να είναι η ασφάλεια των κατοίκων του κέντρου και πόσο τους κλέβουν οι μετανάστες. Όπως οι Ατενίστας καθαρίζουν τις πόλεις μας από τις βρωμιές της (κι αυτό για να μην παρεξηγηθώ δεν είναι μπηχτή κατά των Ατενίστας), έτσι κι οι Χρυσαυγίστας καθαρίζουν το κέντρο από τις έμψυχες βρωμιές, στήνουν οδοφράγματα, κατεβάζουν ανθρώπους από το λεωφορείο, στέλνουν άλλους στο νοσοκομείο, προσάγονται στην ασφάλεια και τους κερνάνε καφέ, ίσως επειδή το ηθικό των αστυνομικών είναι πεσμένο και η ηθική στήριξη που έχουν ελλιπής.

Πέμπτη, Μαΐου 12, 2011

Ανοιχτές πληγές

(Η φώτο από εδώ)
Το ανάποδο γκλομπ, ο πυροσβεστήρας ή το οποιοδήποτε φονικό αμβλύ όργανο πέφτει με μανία πάνω σε ένα κεφάλι, πέφτει ταυτόχρονα πάνω και σε ένα βλέμμα, σε μια ματιά πάνω στον κόσμο. Το μπλογκ του χτυπημένου μάς προσφέρει τη δυνατότητα να κοιτάξουμε μέσα από τα δικά του μάτια, να μπούμε για λίγο μέσα στο δικό του κεφάλι. Αντίστοιχη δυνατότητα δεν έχουμε για τον άνθρωπο που τον χτύπησε, ξέρουμε όμως ότι κοιτούσε μέσα από ένα κράνος, αρματωμένος σαν να πηγαίνει για πόλεμο, έναν πόλεμο καθ' όλα δημοκρατικό και κρατικό, έναν πόλεμο που διεξάγεται δεκαετίες τώρα ανάμεσα στο δημοκρατικό κράτος και τους πολίτες του, αρκετοί από τους οποίους βρίσκουν πράγματι στις διαδηλώσεις την ευκαιρία να γιορτάσουν τη βία, οι πάρα πολλοί περισσότεροι όμως γίνονται κάθε, μα κάθε, φορά θύματα της δημοκρατικής και κρατικής βίας, τρώγοντας δακρυγόνα στην καλύτερη περίπτωση και χαροπαλεύοντας στη Νίκαια στη χειρότερη. Ας κάνουμε τουλάχιστον την εξής παραδοχή: δεν είναι δυνατόν ο επίσημος λόγος να καταδικάζει αναφανδόν τη βία και οι άνθρωποι που η πρώτη ύλη της εργασίας τους είναι η βία να μένουν απ' έξω απ' την καταδίκη. Είναι μια βρώμικη δουλειά αλλά κάποιος πρέπει να την κάνει; Ακόμα κι έτσι όμως αυτός που την κάνει είναι βρώμικος. Ένας επαγγελματίας της βρώμας. Και επειδή πολλοί πάνε στα ΜΑΤ για βιοποριστικούς και όχι ιδεολογικούς λόγους, ας δεχθούμε ότι η βασική κτηνωδία βρίσκεται στη σταδιακή μεταμόρφωση ενός ανθρώπου που κάνει μια δουλειά για να ζήσει, σε έναν άνθρωπο που το δημοκρατικό κράτος τον αμολά στην παιδική χαρά της βίας και του λέει παίξε, παίξε, παίξε.
Όπου η έμφαση είναι στην καταστολή, λογικό είναι η έμφαση να μην είναι στην αστυνόμευση. Κι όπου η έμφαση είναι στις διαδηλώσεις, λογικό είναι να μην είναι στην εγκληματικότητα.
Κι έτσι τα μαχαίρια βγαίνουν και σφάζουν τον σαν και εμάς και τον όχι σαν και εμάς. Μπορεί τα μεν να είναι από μετανάστες και τα δε από ακροδεξιούς, μπορεί και όχι. Ούτως ή άλλως τα συμπεράσματα είναι προειλημμένα και η πραγματικότητα καλό θα είναι να μην μας τα αναιρέσει, γιατί όλοι έχουμε τις βεβαιότητές μας και κρίμα είναι να χαλάνε.
Κι αν το ένα βλέμμα έχει διασωθεί σε ένα μπλογκ και με τις ανοιχτές πληγές των φωτογραφιών του μας στοιχειώνει, το βλέμμα μιας κάμερας που θα απαθανάτιζε στιγμές γέννησης πιθανότατα θα πουληθεί κάπου αλλού και, γιατί όχι, αυτός που εν αγνοία του θα την αγοράσει, θα απαθανατίσει δικές του ευτυχισμένες στιγμές. Ίσως το βλέμμα της κάμερας απαθανατίσει την έλευση μιας άλλης ζωής, αλλά η ζωή που πήγε σαν το σκυλί στ' αμπέλι θα συναντά την άλλη ζωή που πήγε σαν το σκυλί στ' αμπέλι, με μια νύχτα διαφορά, στην πόλη που 44χρονοι από την Ελλάδα και 21χρονοι από το Μπαγκλαντές έχουν ίσα δικαιώματα στο σφάγιασμα και επιδεικνύουν ο ένας στον άλλο τις ανοιχτές τους πληγές.
Οι ανοιχτές πληγές της πόλης μάς πιτσιλίζουν όλους με αίμα κι εμείς το ρουφάμε σαν βρικόλακες της απελπισίας, σαν ζωντανοί μάρτυρες της παρακμής, σαν κομπάρσοι σε ένα έργο στο οποίο είτε δεν θελήσαμε ποτέ να πρωταγωνιστήσουμε αλλάζοντάς του χαρακτήρα, είτε δεν μάθαμε ποτέ τον τρόπο.

Το πρώτο του σινεμά

Eίναι τριών και κάτι. Τoν προετοιμάζουμε μέρες. Θα πάμε σινεμά. Θα είναι μια μεγάλη οθόνη. Θα είναι πολλά παιδάκια και μαμάδες και μπαμπάδες. Θα κλείσουν τα φώτα. Θα δούμε έναν μεγάλο Γουίνι. Ο Γκαρής ο γάιδαρος θα χάσει την ουρά του. Τον Γουίνι τον έχει λιώσει άλλωστε στην μικρή οθόνη, αν και μέχρι τώρα περισσότερο τον Μίκι Mάους παριστάνει. Μοιράζει ρόλους σε παππούδες και γιαγιάδες, ποιός είναι ο Ντόναλντ, ποιός ο Γκούφι, ποιά η Νταίζη. Η Μίνι είναι φυσικά η μαμά. Τον ρωτάω, κι εγώ ποιά φιγούρα από το κλαμπ του Μίκι Μάους είμαι; Μου λέει εσύ είσαι από το βίντεο κλαμπ. Σωστό κι αυτό. Ετοιμαζόμαστε - ενθουσιασμός, μπαίνουμε στο αυτοκίνητο - ενθουσιασμός, φτάνουμε και μπαίνουμε στο γκαράζ - ενθουσιασμός («τούνελ - τούνελ»), οι κυλιόμενες σκάλες μια καινούρια εμπειρία - ακόμη μεγαλύτερος ενθουσιασμός. Κόβουμε εισιτήρια, μπαίνουμε στην αίθουσα, είμαστε οι πρώτοι, είναι ακόμα άδεια. Καθόμαστε. Ένα λεπτό αργότερα το πρόσωπό του παίρνει πανικόβλητη έκφραση. Βουρκώνει κι αρχίζει να κλαίει. Τι τον φόβισε; Κοιτάζω την τεράστια άδεια γκρι αίθουσα, τα τεράστια για το μέγεθός του κόκκινα καθίσματα, την τεράστια οθόνη. Σαν να βγάζει ένα νόημα. Θα μπορούσε να είναι σαν να έχει μπει σε εφιάλτη του Ντέιβιντ Λιντς, που ο κόσμος είναι ταυτόχρονα ίδιος αλλά και ριζικά διαφορετικός.

Με την κουβέντα ησυχάζει. Τα φώτα σβήνουν. Κάποια παιδάκια με μαμάδες έχουν ήδη έρθει και καθίσει. Δεν αρχίζει αμέσως ο Γουίνι. Είναι σαν το μενού του DVD, του εξηγούμε. Θα αρχίσει σε λίγο. Στα προσεχώς ένας δράκος. Το κλάμα ξαναξεκινά. «Θέλω να συνεχίσουμε τη βόλτα μας». Τον βγάζω έξω για λίγο. Σε μια αφίσα ένα αρκουδάκι κρύβει τα μάτια του. Ο Γουίνι είναι ή κάποιο άλλο; Μα πώς είναι δυνατόν να μην πρόσεξα; Πώς λειτουργεί το ενήλικο μυαλό, σε τι δίνει σημασία, τι θεωρεί σημαντικό να συγκρατήσει, τι προσπερνά ως ασήμαντο; Μα πώς είναι δυνατόν να φοβάται; Πώς λειτουργεί το παιδικό μυαλό, τι από όλο τον μισοάγνωστο - μισογνωστό κόσμο μπορεί να τον κλονίσει, μπορεί να του δημιουργήσει έλλειψη ασφάλειας; Στο ενήλικο μυαλό έρχεται συνειρμός από κινηματογραφική ατάκα. Στο «Equus» o ψυχίατρος Ρίτσαρντ Μπάρτον αναρωτιέται πώς και γιατί ο ασθενής του είχε θεοποιήσει τα άλογα. Οκ, είχε την προδιάθεση για ψυχικές ασθένειες, αλλά γιατί ειδικά τα άλογα; Ο Μπάρτον ψάχνει απάντηση: «Κάθε παιδί γεννιέται σε ένα κόσμο γεμάτο φαινόμενα, που όλα έχουν την ίδια δύναμη να σε σκλαβώσουν. Οι αισθήσεις του και τα μάτια του σαρώνουν όλο το απροσμέτρητο φάσμα των φαινομένων. Ξαφνικά ένα από αυτά του καρφώνεται στο μυαλό. Μετά ένα άλλο. Γιατί; Τι κάνει δυο διαφορετικές στιγμές να κολλάνε και να μαγνητίζονται μεταξύ τους δημιουργώντας μια αλυσίδα; Γιατί αυτές οι συγκεκριμένες στιγμές εμπειρίας και όχι κάποιες άλλες;».

Έξω απʼ την αίθουσα ηρεμεί. Κοιτάζει από το παράθυρο τις κυλιόμενες σκάλες. Από εδώ το Μall μπορεί να φαίνεται τεράστιο, αλλά εκείνος βρίσκεται ψηλά, σε θέση ισχύος, σε θέση επόπτη. «Έλα πρέπει να έχει αρχίσει πια ο Γουίνι, ας μπούμε μέσα». Μπαίνουμε. Ναι, είναι ο γνωστός, γνώριμος Γουίνι. Ένα ετοιμασμένο στο μεταξύ μπιμπερό και η αγκαλιά της μαμάς ηρεμούν την κατάσταση. Αυτό ήταν; Όχι. Το γάλα τελειώνει. Και λίγο μετά η σύσπαση του προσώπου, ο φόβος στο βλέμμα, θέλω να συνεχίσουμε τη βόλτα μας. Η τελευταία λύση είναι να παρακολουθήσουμε όρθιοι. Ο Γουίνι, ο Τίγρης και όλη η παλιοπαρέα προσπαθούν να αντικαταστήσουν την ουρά του Γκαρή. Μια ομπρέλα, ένα κόκκινο μπαλόνι, ένας πίνακας, άλλα που δεν θυμάμαι. Μη καθισμένος στα τεράστια καθίσματα και όντας στην αγκαλιά μου και σε θέση βολής για να φύγει κατορθώνει να δει κάνα δεκάλεπτο. Ως εκεί. Σύσπαση προσώπου, βούρκωμα, θέλω να συνεχίσουμε τη βόλτα μας. Εγκαταλείπουμε την αίθουσα οριστικά. Το παιδικό κέφι ανακτάται άμεσα. Μπαίνει μόνος του στα μαγαζιά. Έχει τόσο κέφι που χαιρετά πελάτες και υπαλλήλους. «Γειά σου, γεια σου». Του παίρνουμε έναν Γουίνι, να τον δει στην ασφαλή οθόνη του ασφαλούς σπιτιού, εκεί που η κλίμακα του κόσμου είναι μικρότερη και ο Ντέιβιντ Λιντς κρυμμένος στη ντουλάπα. «Τι δεν σου άρεσε στο σινεμά;» «Ο Γουίνι και ο δράκος». Ο δράκος του προσεχώς; Ο δράκος της διαφορετικής εμπειρίας; Δεν μπόρεσε να το απαντήσει ο Ρίτσαρντ Μπάρτον, δεν μπορώ κι εγώ. Η αλυσίδα πάντως σχηματίστηκε.

Τις επόμενες μέρες τον ρωτάω αν θέλει να ξαναπάμε σινεμά. Όχι. Κατηγορηματικά όχι. Η πρώτη του κινηματογραφική εμπειρία αποδεικνύεται ψιλοτραυματική. Μακάρι στο μέλλον να βγαίνει από τις αίθουσες με τόσο έντονα συναισθήματα, μακάρι το σινεμά να τον ταράζει κάθε φορά τόσο, μακάρι κάθε προβολή να είναι και μια υπαρξιακή εμπειρία. Αλλά φυσικά δεν πρόκειται. Θα μεγαλώσει. Και όλα θα είναι υποκατάστατα.

(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Τρίτη, Μαΐου 10, 2011

Από την πίσω πόρτα

Τουλάχιστον ο Τρικούπης το είχε πει μπαμ και κάτω. Σε εμάς η φάση πηγαίνει κάπως έτσι, σταλιά σταλιά κι αχόρταγα:
«Δυστυχώς Έψιλον»,
«Δυστυχώς Πι»,
«Δυστυχώς Ταφ»,
«Δυστυχώς Ωμέγα»,
«Δυστυχώς Χι»,
«Δυστυχώς Έψιλον»,
«Δυστυχώς Ύψιλον»,
«Δυστυχώς Σίγμα»,
«Δυστυχώς Άλφα»,
«Δυστυχώς Μι»,
«Δυστυχώς Έψιλον»,
«Δυστυχώς Νι».
Με τόση συσσωρευμένη κατάθλιψη όμως και τόσο εσωτερικευμένη αποδοχή της μαύρης μας μοίρας, κοντεύει να χαθεί το πλεονέκτημα του σοκ και όλο αυτό να γυρίσει μπούμερανγκ. Πρέπει δηλαδή να γίνει η εξής διάκριση: μπορεί να κατάπιαμε σχεδόν αμάσητη την υποτέλεια του μνημονίου, αλλά το κάναμε στο όνομα της μη συντριβής ενός τρόπου ζωής που καλώς ή κακώς μας είχε κερδίσει. Δικαίως λοιπόν θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι έχουμε περιθώρια κατάποσης ακόμη μεγαλύτερων δόσεων υποτέλειας στο όνομα της μη συντριβής, δικαίως θα μπορούσε να υποθέσει επίσης ότι όπως αποδείξαμε ως τώρα έτσι θα αποδείξουμε και στο μέλλον πως προτιμάμε την κλιμακωτή χειροτέρευση από τη συντριβή, θα έπρεπε ωστόσο να εξετάσει ταυτόχρονα το ενδεχόμενο μήπως κοντεύουμε να φτάσουμε σε ένα σημείο, όπου η συντριβή έχει συντελεστεί και αφού έχει συντελεστεί δεν υπάρχει λόγος να υφιστάμεθα και όλα τα υπόλοιπα.
Γιατί αν ο τρόπος ζωής μας περιστρεφόταν γύρω από τη κατανάλωση, ο καταναλωτισμός δεν είναι απλά και σκέτα υλισμός. Είναι και το παραμύθι γύρω από την ύλη, είναι ο πόθος για την απόκτηση του ενός ή του άλλου αγαθού, είναι ό,τι η απόκτηση του ενός ή του άλλου αγαθού συμβολίζει για σένα που τον αποκτάς. Ζούσαμε σε ένα κόσμο διαφημίσεων και οι διαφημίσεις πουλούσαν ευτυχία, υπόσχονταν ότι τα διαφημιζόμενα προϊόντα στην εξασφάλιζαν. Ζούσαμε σε έναν κόσμο που υποσχόταν ότι θα είναι διαρκώς καλύτερος. Άρα η μετάβαση σε έναν κόσμο που σου υπόσχεται ότι θα είναι διαρκώς χειρότερος, συνιστά ήδη συντριβή του παλιού τρόπου ζωής. Άρα το μεγάλο κακό που πρέπει πάση θυσία να αποφύγουμε και στο όνομα του οποίου αξίζει να κάνουμε κάθε θυσία, έχει ήδη μπει από την πίσω πόρτα, την ψυχολογική πόρτα, την πόρτα της συντετριμμένης ψυχικής συνιστώσας του παλιού κόσμου.
Υπό αυτό το πρίσμα λοιπόν, ούτε η επίσημη χρεοκοπία ούτε η έξοδος από το ευρώ ούτε το να χάσεις τις καταθέσεις σου ούτε τίποτα που να συνιστά το χειρότερο σενάριο δεν είναι απαραίτητα χειρότερο σενάριο από αυτό που έχει εγκαθιδρυθεί και βασανιστικά παρατείνεται μήνα με το μήνα, βδομάδα με τη βδομάδα, μέρα με τη μέρα. Η πεποίθηση πως καλομάθαμε υλικά και πως αυτό ήταν, είναι και θα είναι το μοναδικό μας πολιτικό κριτήριο, είναι τυφλή μπροστά στο γεγονός πως είχαμε ταυτόχρονα καλομάθει και ψυχολογικά και πως άρα δεν είναι σίγουρο πως πια έχουμε και τόσα να χάσουμε. Κι αφού χάνουμε το καταναλωτικό όνειρο, μπορεί να βρούμε στη θέση του κανένα άλλο, ουσιαστικότερο.

Κυριακή, Μαΐου 08, 2011

State of Grace

******
Toν περασμένο Σεπτέμβρη ο Ντέιβιντ Μπλατ εκτόξευε έξω φρενών το ένα «Disgrace» μετά το άλλο. Σήμερα θα έπρεπε να εκτοξεύει το ένα «Grace» μετά το άλλο.
Τελειώνοντας το ματς ο Σραόσα μου στέλνει μήνυμα ρωτώντας με «Που ζει ο Ομπράντοβιτς;». Αλλού, προφανώς. Κάπου αλλού. Σίγουρα όχι στο ίδιο μέρος που ζούμε οι υπόλοιποι.

Τhe spy who drachmed me

Ο θάνατος του Θου Βου συγκλόνισε τον συναρπαστικό κόσμο των μυστικών πρακτόρων. Βασικοί παίκτες της ευρωπαϊκής κατασκοπείας, όπως ο Έλλην Γου Που, η Γαλλίδα Κρου Λου, ο Γερμανός Βου Σου κι ο Τραπεζίτης Ζου Κλου Τρου, εκλήθησαν από τον Ζου Κλου Γιου για να ανταλλάξουν απόψεις στο Λουξεμβού. Φόρεσαν κουκούλες, στολές, παρέστησαν τους Ιλουμινάτι, τους Εκοφινάτι, τους Ναϊτες, τους Ελευθεροτέκτονες, ήπιαν αίμα παρθένου από περίοδο δύο ημερών, έσφαξαν κοκόρια, έψαλλαν ακατάληπτους ύμνους και στο τέλος είπαν να συζητήσουν και τίποτα οικονομικό. Το μνημόνιο δεν βγαίνει εξήγησε ο Γου Που. Έχουμε κάνει μια καλή αρχή στον πρώτο χρόνο εφαρμογής του, ήδη τα κόμματα Δράση και Δημοκρατική Συμμαχία φαίνεται να πείθονται για την αναγκαιότητά του, ο Ανδρέας Λοβέρδος είναι ένας μικρός υπεράνθρωπος που σώζει κάθε δίωρο κι από ένα εικοσάευρο (κι έχει τύχει να φτάσει και το πενηντάευρο), ο Μπάμπης Παπαδημητρίου καθημερινά και ο Φώτης Γεωργελές κάθε Πέμπτη τα εξηγούν στον λαό, αλλά αυτός λάτρης φευ της συντήρησης αντιστέκεται, με αποτέλεσμα να έχουμε ακόμη δρόμο. Χρειαζόμαστε χρόνο. Και χρήμα ξερόβηξαν οι υπόλοιποι. Να πληρώσουν κι άλλο οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι είχε τη φαεινή ιδέα ο Ζου Κλου Τρου. Να πληρώσει και καμιά τράπεζα απάντησε ο Βου Σου. Χου χου χου.
Μολονότι η σύσκεψη έγινε σε συνθήκες απόλυτης μυστικότητας (ο Γου Που μάλιστα την είχε κρατήσει κρυφή ακόμη και από τους τζιτζιφιόγκους του), οι πράκτορες τελικά ήταν προμελετημένοι, καρφωτοί και λαδωμένοι. Ουπς. Το βαπόρι απ' την Γρεκία πιάστηκε απ' τα μαλλιά του. Εξετάζεται η λύση του κουρέματός τους, καθώς και η λύση του κοψίματος των χεριών που τα κρατούν. Συγκρίνονται τα υπέρ και τα κατά τους και ιδιαίτερα η ταχύτης καταβύθισης μιας εκάστης.
Το μόνο παρήγορο είναι ότι ο αρχηγός του Γου Που, ο θρυλικός Γου Αου Που, έκανε ό,τι έκανε, κάνει ό,τι κάνει και θα εξακολουθήσει να κάνει ό,τι κάνει, με μoναδικό γνώμονα τη σωτηρία της πατρίδας. Τι άλλο να ζητήσεις από έναν εκλεγμένο ηγέτη; Να μην σου λέει τόσο χονδροειδή ψέμματα; Να μην κάνει τα ακριβώς αντίθετα από όσα υποσχέθηκε; Να μην λέει άσπρο Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή και μαύρο Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο; Να μην υποτιμά τη νοημοσύνη σου; Να τα κάνεις τι όλα αυτά, αν δεν γίνονται για τη σωτηρία της πατρίδας; Αν ο Γου Αου Που χρειαστεί να μιλήσει υπογείως με τον Στρος Καν, για να σώσει την πατρίδα του θα το κάνει, αν χρειαστεί να πάθει πάρκινσον και να γιατρευτεί από τον Πάπα, για να σώσει την πατρίδα του θα το κάνει, αν χρειαστεί να μείνει μόνος του στη Σοσιαλιστική Διεθνή ελλείψει εκθρονισμένων δικτατόρων, για να σώσει την πατρίδα του θα το κάνει, αν χρειαστεί να συγκυβερνήσει αύριο με το Σαμαρά, τη Ντόρα και τον Καρατζαφέρη, για να σώσει την πατρίδα του θα το κάνει. Το βαπόρι δεν θα βουλιάξει στα χέρια του, αλλά και αν χρειαστεί να το βουλιάξει, για να σώσει την πατρίδα του θα το κάνει.

Πέμπτη, Μαΐου 05, 2011

Έτος δεύτερο

Μερικά συμπεράσματα συμπληρώνοντας τον πρώτο χρόνο:
1) Το μνημόνιο δεν είναι τοπική ιδιαιτερότητα, αλλά η καλπάζουσα νέα ευρωπαϊκή -και όχι μόνο- πολιτειακή συνθήκη. Είτε τη λένε μνημόνιο, είτε σύμφωνο για το μπλα μπλα, είτε και χωρίς ρητή ονομασία.
2) Η νέα πολιτειακή συνθήκη (η συντριβή της δημοκρατίας από την οικονομία) δεν αναιρείται από το δικαίωμα των λαών να ψηφίσουν κάτι διαφορετικό, αφού επικυρώνεται από τον τρόμο τους μπροστά στις συνέπειες του διαφορετικού.
3) Tο διαφορετικό αυτό δεν είναι στα αλήθεια μια από τις επιλογές τους. Το να έχεις πολλές επιλογές και να καταλήγεις σε αυτήν που προτιμάς προσιδίαζε στις δημοκρατίες. Τώρα σου λένε ή η σταδιακή κατάρρευση που σου προσφέρουμε, ή η βίαιη και ριζική.
4) Βίαιη και ριζική, επειδή ό,τι κι αν αποφασίσει πια ένας λαός, πείστηκε ότι δεν είναι αυτεξούσιος. Ή ότι το τίμημα για να είναι αυτεξούσιος θα είναι να γυρίσει πενήντα χρόνια πίσω από πλευράς βιοτικού επιπέδου.
5) Τα παγκοσμιοποιημένα προβλήματα επιδέχονται μόνο παγκοσμιοποιημένες λύσεις. Οπότε το περιβόητο «Και τι προτείνετε;» εκεί πρέπει να μεταφερθεί. Στο σκέλος της δικής σου δυνατότητας αντίδρασης, η παγκοσμιοποίηση ξεκινά από τον υπολογιστή σου. Τhink globally and act not only locally.
6) Ακόμα κι αν κάποτε φτάναμε σ' αυτές τις λύσεις, τα περισσότερα ελληνικά προβλήματα θα εξακολουθούσαν να αστράφτουν. Γιατί μπορεί ειδικά στο θέμα του μνημονίου η μεγάλη εικόνα να βρίσκεται έξω από την Ελλάδα (με αποτέλεσμα η εστίαση στις ελληνικές παθογένειες να αποκρύπτει την βασική πληγή), αλλά στο γενικότερο θέμα της Ελλάδας η βασική της πληγή είμαστε εγώ κι εσύ, η νοοτροπία που κληρονομήσαμε, η νοοτροπία που αναπαράγουμε.

Τετάρτη, Μαΐου 04, 2011

To αποδείξιμο της αγάπης

Το «Μην μ΄ αφήσεις ποτέ» ξεκινά πληροφορώντας μας πως το 1952 συνέβη μια επαναστατική ανακάλυψη στην ιατρική επιστήμη, με αποτέλεσμα όλες οι ως τότε ανίατες ασθένειες να γίνουν ιάσιμες και το προσδόκιμο ζωής να ξεπεράσει τα εκατό χρόνια. Στην πραγματικότητα βέβαια τίποτα τέτοιο δεν συνέβη το 1952, συνέβη όμως στο μυθιστόρημα του Κάζουο Ισιγκούρο, πάνω στο οποίο βασίζεται η ταινία του Μαρκ Ρόμανεκ. Σαν επιστημονική φαντασία προς τα πίσω. Η ταινία όμως δεν έχει καθόλου χαρακτήρα επιστημονικής φαντασίας, έστω και πειραγμένης, αλλά η βάση της είναι μια λογοτεχνική συνθήκη. O Iσιγκούρο λέει ότι η αρχική του ιδέα ήταν να εξερευνήσει το πώς αντιμετωπίζουμε τη θνητότητά μας, δημιουργώντας μια σύμβαση όπου θα πεθαίναμε νέοι. Έτσι οι ήρωες της ταινίας είναι κάτι σαν κλώνοι, που σκοπός τους στη ζωή είναι να αποτελέσουν πρώτη ύλη για μεταμοσχεύσεις. Στον καθένα αντιστοιχούν ελάχιστες «δωρεές» oργάνων, τρεις - τέσσερεις, μπορεί και ακόμα λιγότερες, με κάθε δωρεά ο οργανισμός τους εξασθενεί και με την τελευταία «ολοκληρώνονται», δηλαδή πεθαίνουν.

Σε ένα βρετανικό οικοτροφείο της δεκαετίας του 70 δυο κορίτσια κι ένα αγόρι. Μια μπάλα βγαίνει ελάχιστα έξω από τα όρια του οικοτροφείου. «Γιατί δεν πας να την πιάσεις;», ρωτάει μια καινούρια δασκάλα το αγόρι. «Μα όλοι ξέρουν πως τα παιδιά που παλιότερα βγήκαν έπαθαν αποτρόπαια πράγματα». «Και πιστεύετε αυτές τις φήμες;». «Ποιός και γιατί θα έβγαζε τέτοιες απαίσιες φήμες, αν δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα;». Κυνόδοντες παντού. Στο οικοτροφείο υπάρχει και αίθουσα τεχνών. Τα παιδιά κάνουν τα έργα τους (ποιήματα, ζωγραφική κλπ), στα οποία το σύστημα εκπαίδευσης δίνει ιδιαίτερη σημασία και μια ειδική δασκάλα που έρχεται κάθε τόσο τα συλλέγει, για άγνωστο στα παιδιά σκοπό.

Τα παιδιά μεγαλώνουν και έχουν τα πρόσωπα της Κάρεϊ Μάλιγκαν, της Κίρα Νάιτλι και του Άντριου Γκάρφιλντ. Ο Γκάρφιλντ, παιδί εγκληματίας που ζητάει μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή στο «Βoy Α», φοιτητής που έχει μέσα του το σπέρμα της υπόσχεσης για σπουδαία πράγματα και ταυτόχρονα της παραίτησης από τη συμμετοχή στα κοινά στο «Lions for Lambs», εξαπατημένος από τον Ζάκερμπεργκ συνιδρυτής του Facebook στο «Social Network». Παίζει με το ατσούμπαλο σώμα, το εύπλαστο πρόσωπο, την εύθραστη φωνή, έχει έρθει για να μείνει, δεν υπάρχει αμφιβολία. Ακόμη μικρότερη αμφιβολία υπάρχει για τη λάμψη και το υποκριτικό εκτόπισμα της Κάρεϊ Μάλιγκαν. Οι συντελεστές της ταινίας δεν μπορούσαν να βρουν ποια θα υποδυθεί τη βασική ηρωίδα, μέχρι που ένας από τους χρηματοδότες βλέποντάς την στο «An Education» έστειλε στο σκηνοθέτη sms που έλεγε «Προσλάβετε την καταπληκτική Μάλιγκαν». Ποιός είπε ότι τα κινητά πρέπει να κλείνουν στη διάρκεια των προβολών; Η Κίρα Νάιτλι πάλι, μοιάζει πιο αδύνατη από ποτέ, τόσο αδύνατη που σε λίγο θα νομίζεις ότι βλέπεις μόνο το πρόσωπό της στην οθόνη, ένα πρόσωπο γοητευτικό όσο ελάχιστα, μόνο που μοιάζει να είναι πρόσωπο που στηρίζεται σε μη σώμα.

Ο Μαρκ Ρόμανεκ σκηνοθετεί κατατονικά, ανέμπνευστα, συμβατικά, διεκπεραιωτικά. Ακόμα και την μουσική της Ρέιτσελ Πόρτμαν τη χρησιμοποιεί σε υπερβολικό βαθμό, πνίγοντας το έργο και εκβιάζοντας διαρκώς το συναίσθημά μας. Η ταινία είναι αποτυχημένη, όχι γιατί είναι τόσο πολύ κακή, αλλά γιατί θα μπορούσε (με αυτήν την πρώτη ύλη και αυτούς τους πρωταγωνιστές) να είναι τόσο πολύ καλή. Αν της αναλογούσε ένας δότης με τρεις δωρεές, θα μπορούσε ίσως να του δωρίσει νεύρο, προσωπικότητα (αυτή που είχε η προηγούμενη ταινία του, το «One Hour Photo») και μια πιο καθαρή στόχευση στο τι τελικά διαπραγματεύεται.

Οι ήρωες ξέρουν ότι η μοίρα τους είναι προδιαγεγραμμένη, άχαρη και σύντομη. Αλλά δεν αντιδρούν; Δεν επαναστατούν; Δεν προσπαθούν να ξεφύγουν; Στο μυθιστόρημα κάποια απάντηση θα δίνεται, αν όχι ρητά, πάντως υπαινικτικά, στην ταινία όμως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Οι ήρωες θεωρούν την μοίρα τους δεδομένη. Όπως ο Άντονι Χόπκινς στα «Απομεινάρια μιας Μέρας», την άλλη ταινία που βασίστηκε σε μυθιστόρημα του Ισιγκούρο; Και ναι, αλλά και περισσότερο όχι. Γιατί στα «Απομεινάρια», η υποταγή του Χόπκινς στην μοίρα του είναι ένας από τους βασικούς άξονες της ταινίας. Εκεί ξέρεις ότι ο Χόπκινς έχει επιλογές να ζήσει διαφορετικά, έχει επιλογές να πάρει αποφάσεις που θα τον καταστήσουν πλήρη, αλλά δεν τις αξιοποιεί. Ο Χόπκινς είναι τραγικός ήρωας μέσα στην αδράνειά του και την μονομέρειά του. Εδώ οι ήρωες δεν μοιάζουν να έχουν επιλογή. Και μην έχοντας επιλογή είναι μοιραίοι. Όπως όλοι μας. Απλά ο χρόνος τους τρέχει πολύ πιο γρήγορα από τον δικό μας.

Κυνηγούν πάντως μια ελπίδα. Υπάρχει η φήμη ότι μπορούν να πάρουν παράταση λίγων χρόνων πριν αρχίσουν τις δωρεές τους, αν αποδείξουν ότι αγαπιούνται μεταξύ τους. Να μπορείς να πάρεις παράταση από το αναπόφευκτο, αν βρεις κάποιον που τον αγαπάς στα αλήθεια και σε αγαπάει στα αλήθεια. Σαν ευλογία πάνω στην ευλογία. Δίπλα στην πλήρωση του παρόντός σου, έχεις και την επέκταση του χρόνου που σου αναλογεί. Υπάρχει όμως τρόπος να το αποδείξουν; Mπορεί να αποδειχθεί η αγάπη πέραν πάσης αμφιβολίας; Οι τέχνες, αποφαίνεται ο ήρωας του Άντριου Γκάρφιλντ. Αυτές αποκάλυπταν τη ψυχή μας. Οι ζωγραφιές και τα ποιήματά μας. Για αυτό τα συλλέγατε. Νά λοιπόν, δείτε τα αποδεικτικά στοιχεία και αποφανθείτε. Είμαστε αληθινά ερωτευμένοι. Δώστε μας παράταση.

(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Τρίτη, Μαΐου 03, 2011

Αν ο Βέγγος


Αν ο Βέγγος είχε γεννηθεί αλλού, θα τον ήξερε όλος ο κόσμος.
Αν ο Βέγγος είχε γεννηθεί νωρίτερα, μάλλον δεν θα τον ξέραμε ούτε εμείς.
Αν ο Βέγγος είχε γεννηθεί αργότερα, θα είχε να αναμετρηθεί με άλλου είδους δυσκολίες και άλλου είδους ευκολίες. Αλλά οι δυσκολίες (το κυρίαρχο ήθος του πολιτισμού του λάιφ στάιλ και ο κυρίαρχος τρόπος του τηλεοπτικού πολιτισμού) ίσως να μην του επέτρεπαν να αφήσει το αποτύπωμά του σε όλη του την αυθεντικότητα, ίσως το εμπόδιζαν, ίσως το νόθευαν.
Ο Θανάσης Βέγγος σήμερα πέθανε, αλλά να γεράσει θα αργήσει πάρα πολύ ακόμα.
Μακάρι στην κηδεία του, εκτός από τη συγκίνηση -ή μάλλον μαζί με τη συγκίνηση- να υπάρχει και ένα άλλου είδους πνεύμα, ένα πνεύμα μη μίζερο, μη εσχατολογικό περί κάποιας «αληθινής Ελλάδας που πεθαίνει μαζί του», αλλά ένα πνεύμα που θα επιτρέπει στους συγκεντρωμένους να τραγουδήσουν όλοι μαζί των πρακτόρων τη σχολή, ώστε η κηδεία να μετατραπεί σε φελλινική γιορτή, σε ξέσπασμα χαράς, σε βέγγικα σουρεαλιστική διαδήλωση.

Δευτέρα, Μαΐου 02, 2011

Osama Been Landed

(Αυτή είναι η μέχρι στιγμής πιο σοκαριστική από τις φωτογραφίες του Οσάμα Μπιν Λάντεν, που έδωσε στην δημοσιότητα η κυβέρνηση των ΕΙΠΑ - άρα οφείλεις και να με πιστέψεις)
---
Την ίδια πάνω κάτω ώρα με την ανακοίνωση του θανάτου του Οσάμα από τον Ομπάμα, ο Τζωρτζ πληροφορούσε την εμβρόντητη Μάρθα ότι είχε λάβει ένα τηλεγράφημα που γνωστοποιούσε τον θάνατο του γιου τους. Εν τω μεταξύ, ο άρτι οσιοποιηθείς Πάπας Ιωάννης Παύλος ο Β', καλόμαθε από το θαύμα της καλόγριας με το πάρκινσον και ζητά από τους ανωτέρους του να του επιτρέψουν να κάνει ένα ακόμη, και συγκεκριμένα να μετατρέψει τον επί δεκαετία δαιμονοποιηθέντα Μπιν Λάντεν στην πρώτη μουσάτη γοργόνα της ιστορίας, η οποία θα αναδύεται ανά τακτά ή έκτακτα διαστήματα στην επιφάνεια της θάλασσας και θα ρωτά τους καπετάνιους και τους ναύτες των διερχόμενων πλοίων, όχι αν ζει ο Βασιλιάς Αλέξανδρος, αλλά αν υπήρξε ποτέ ο ίδιος.
Σε αντίθεση με τους πατροπαράδοτους υλικούς εχθρούς, τους τοπικά εντοπισμένους, ο Μπιν Λάντεν υπήρξε ο κατ' εξοχήν εικονικός εχθρός, κατοικώντας μόνο σε ελάχιστα φευγαλέα βίντεο και στον θρύλο του, μέσα από τα οποία κινητοποιούσε τον επίσης μη τοπικά εντοπισμένο στρατό του. Υπό αυτήν την έννοια, και απόλυτα αληθινός εχθρός να ήταν, και απόλυτα αλήθεια να είναι ότι τον σκότωσαν σήμερα και τον πέταξαν στη θάλασσα χωρίς να κρατήσουν οπτικοακουστικά τεκμήρια από το νεκρό του σώμα, ο Μπιν Λάντεν έμοιαζε με το παιδί του Τζωρτζ και της Μάρθας: υλικότης μηδέν, φαντασιακό στο φουλ. Υπό αυτήν επίσης την έννοια, αν υπάρξει συνέχεια σε αυτήν την -τουλάχιστον παράδοξη- μη επίδειξη εικόνων που να πιστοποιούν το θάνατό του, τότε θα τον έχουν όντως σκοτώσει, αφαιρώντας του τη μόνη υπόσταση που είχε ζωντανός, την υπόστασή του ως εικόνα.