Eκ των προτέρων ή Τίποτα
ΑΝΑΒΑΛΕ ΓΙΑ ΛΙΓΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΣΟΥ, ΓΙΑ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ. ΙΣΤΟΡΙΕΣ, ΑΜΑΡΤΙΕΣ & ΜΕΓΑΛΑ ΛΑΘΗ («Οι σχολιαστές σημειώνουν σ' αυτό το χωρίο: Η ορθή αντίληψη ενός ζητήματος και η παρανόηση ενός ζητήματος δεν αποκλείονται αμοιβαίως». Φραντς Κάφκα, "Η Δίκη").
Mπράιτον, 1964. Οι νέοι δεν κάθονται στα αυγά τους για πρώτη φορά στην ιστορία της βρετανικής αυτοκρατορίας, ώστε να τηρήσουν τις παραδόσεις, να περιμένουν την σειρά τους να μεγαλώσουν και να έρθουν ομαλά και με τάξη στα πράγματα. Ο Πίνκι είναι ένας ανήλικος (εντός δεκάδων χιλιάδων ερωτηματικών, μια και στη νουβέλα του Γκράχαμ Γκριν μπορεί να είναι δεκαεπτάχρονος, αλλά στην ταινία τον υποδύεται ο τριαντάχρονος Σαμ Ράιλι, με αποτέλεσμα η διατήρηση του τίτλου «Ανήλικος Δολοφόνος» να μοιάζει παράταιρη) μικροκακοποιός. Όταν σκοτώνεται το αφεντικό της συμμορίας του, διαπιστώνει την ύπαρξη κενού εξουσίας και αποφασίζει να γίνει εκείνος το αφεντικό. Η Ρόουζ, μια συνομήλική του κοπέλα, είδε κάτι που δεν έπρεπε να δει. Την προσεταιρίζεται για να την έχει υπό τον έλεγχό του, ώστε να μην πάει στην αστυνομία. Ωστόσο όσο πιο στενή γίνεται η σχέση τους, τόσο περισσότερο καταδικαστική για εκείνον μπορεί να γίνει και η μαρτυρία της.
Ο Ρόουαν Τζόφε αποφάσισε να μεταφέρει τη νoυβέλα του Γκριν από το 1938 στο 1964, λίγο πριν καταργηθεί η θανατική ποινή και νομιμοποιηθεί ο τζόγος στην Μεγάλη Βρετανία, τις μέρες που οι συγκρούσεις των μoντς με τους ρόκερς κλονίζουν το Μπράιτον και μαζί όλη τη χώρα. Η ομώνυμη ταινία του 1947, με τον Ρίτσαρντ Ατέμπορο στο ρόλο του Πίνκι είναι κλασσική, και σκηνές όπως αυτή σε κάνουν να καταλάβεις το γιατί. Δεν την έχω δει, όπως δεν έχω διαβάσει και το βιβλίο, ίσως στη σύγκριση και με τα δύο να βγαίνει χαμένη, αλλά αυτοτελώς η ταινία του Τζόφε σαφώς και έχει λόγο ύπαρξης, όντας αξιοπρόσεκτη και αξιοπρεπέστατη, φουλ ατμοσφαιρική, με μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα αίσθηση του χώρου, με ρυθμό ανεπίληπτο, μια ταινία που πατά γερά στα πόδια της τόσο σεναριακά όσο και σκηνοθετικά. Οι ηθοποιοί θα μπορούσαν να έχουν βγει από κόμικ, όχι με την αρνητική έννοια του όρου, αλλά με την έννοια ότι είναι φιγούρες που εγγράφονται στη μνήμη, φιγούρες και εικαστικά ενδιαφέρουσες. Δεν μπορεί να μη σταθεί κανείς στην -για πρώτη φορά κοκκινομάλλα- Έλεν Μίρεν, που στα 65 της έχει αυτό το απίστευτο, σχεδόν σκανδαλώδες σεξ απίλ. Η Μίρεν δεν είναι μια ηθοποιός που αρνήθηκε την ηλικία της εξωτερικά, προσπαθώντας να παραστήσει με τεντώματα του δέρματος την αγέραστη, αλλά μια ηθοποιός που αρνήθηκε να γεράσει εσωτερικά, καταφέρνοντας ακόμα και οι ρυτίδες της να εκπέμπουν ερωτισμό. «Πίστεψέ με, ξέρω τι κάνει έναν άντρα ευτυχισμένο», θα πει στην τελευταία της ατάκα. Και την πιστεύεις.
Ο Πίνκι είναι ένας Καθολικός που πιστεύει στην κόλαση, την τιμωρία, την αμαρτία. Μοιάζει μονομερώς θρήσκος, ένας θρήσκος που δεν έχει την παρηγοριά του παραδείσου. Μοιάζει ασύμφορα θρήσκος. Η θρησκεία χάνει τον χαρακτήρα του αποκουμπιού και γίνεται μόνο ενοχικό υποκατάστατο. Ο Πίνκι έχει εκπέσει από τη θεία χάρη. Αλλά η Ρόουζ τον ερωτεύεται τυφλά. Του δίνεται ολότελα. Την τραβάει στον γκρεμό. «Δεν φοβάσαι μην σε ρίξω;». «Μαζί σου δεν φοβάμαι, μαζί σου νιώθω σιγουριά». Ο πρώτος της έρωτας, ο πρώτος της άντρας, το νέον όλον της ζωής της. «Δεν θα σε προδώσω ποτέ, ποτέ, ποτέ». Δεν φαίνεται να είναι μαζοχιστικά τα κίνητρά της, δεν φαίνεται να βρίσκει σε εκείνον κάποιον που θα την πονέσει, δεν φαίνεται να είναι η μαύρη πλευρά του που την έλκει. Απλά ήταν ψυχολογικά φτιαγμένη για να ερωτευθεί απόλυτα. Εκείνος αρχίζει να την παίρνει κοντά του. Λίγο για να προφυλάσσεται, λίγο γιατί τον έλκει αυτή η αφοσίωση. Κολλάει επάνω της επειδή εκείνη κόλλησε επάνω του. Θα μπορούσε να τον λυτρώσει, αν έπαιρνε από λύτρωση. Ύστερα πάλι, γιατί να είναι ξεκαθαρισμένο και στον ίδιο το ακριβές κίνητρό του; Πόσες και πόσες φορές στη ζωή δεν ακολουθούμε την πορεία των πραγμάτων, δεν παρασυρόμαστε από το ρυθμό τους, χωρίς να εξετάζουμε με διαύγεια ούτε τα κίνητρά μας ούτε τις πιθανές συνέπειες; Το ένα φέρνει το επόμενο και το επόμενο το μεθεπόμενο. Βλέποντας και κάνοντας. Τα συναισθήματά μας αλλάζουν, καθορίζονται από τον τρόπο αντίδρασης των άλλων, είναι ρευστά και όχι προκαθορισμένα. Την μοίρα μας τη συγκαθορίζουμε συνομιλώντας με τα γεγονότα. Λίγοι έχουν τη προνοητικότητα να προβλέπουν εγκαίρως τι θα συμβεί πέντε βήματα μετά. Οι περισσότεροι θα αφεθούμε να γίνουν τα πέντε βήματα, να δούμε πού ακριβώς θα μας οδηγήσουν και μετά να αποφασίσουμε. Αφηνόμαστε στις ιστορίες. Σπανίως τις αποφεύγουμε προκειμένου να μην καταλήξουν κάπου άσχημα. Ανάμεσα στη σύνεση και στην ιστορία, εννιά φορές στις δέκα θα επιλέξουμε την ιστορία.
Η τελική σκηνή της ταινίας κρύβει ένα από τα πιο έξυπνα ευρήματα όλων των εποχών. Το θαύμα στο οποίο η Ρόουζ είχα πάψει να ελπίζει, έρχεται. Θαύμα με την μορφή του ψεύδους, με την μορφή της ψευδαίσθησης. Η Ρόουζ θα ζήσει την υπόλοιπη ζωή της μέσα στο ευτυχισμένο ψέμμα. Η ταινία κλείνει την ώρα που ακούει το ψέμμα της να επαναλαμβάνεται και να επαναλαμβάνεται, ενώ η κάμερα εστιάζει στον κρεμασμένο στον τοίχο σταυρό. Ίσως αυτό είναι οι θρησκείες: ένα ψέμμα που κάνει τη ζωή μας βιώσιμη, μια σωτήρια ψευδαίσθηση.
Το «Άλογο του Τορίνο» ξεκινά με σκοτεινή οθόνη και φωνή που μας αφηγείται μια πολύ γνωστή ιστορία, η οποία δεν είναι σίγουρο αν είναι εντελώς αληθινή ή αν μέρος της ανήκει στη σφαίρα του μύθου, έχει όμως σε κάθε περίπτωση κάτι αληθινό να μας αφηγηθεί: Αμαξάς μαστιγώνει με μανία άλογο σε δρόμο του Τορίνο το 1889. Ο Νίτσε μπαίνει στην μέση, το πιάνει αγκαλιά από το λαιμό, βάζει τα κλάμματα και καταρρέει. Τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του θα τα περάσει βωβός και παράφρων. Απο εκεί ο Μπέλα Ταρ και ο σεναριογράφος του εμπνεύστηκαν την ιδέα: τι να απέγινε το άλογο και ο αμαξάς;
Η πρώτη σκηνή της ταινίας, με τον άνεμο να λυσσομανά πάνω στο άλογο και τον αμαξά και τη μουσική να είναι ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο, διαρκεί πολύ αλλά είναι και στοιχειωτικής ομορφιάς. Δεν διευκρινίζεται αν πρόκειται για τον ίδιο αμαξά και το ίδιο άλογο, Ουγγαρία θυμίζει και το επίθετό του και η πάλινκα που πίνει, όπως κεντρική και βόρεια Ευρώπη εκπέμπει και η συνολική ματιά του έργου, αφού τέτοιος πεσιμισμός και τόση μαυρίλα δύσκολα ευδοκιμούν σε μεσογειακά περιβάλλοντα.
Ο αγώνας που κάνει το άλογο να φτάσει προς την αγροικία δίνει τη θέση του σε μια σειρά από άλλους αγώνες, με σκηνές που επίσης διαρκούν πολύ, αλλά η ομορφιά τους είναι σημαντικά ασθενέστερη. Να λυθεί το άλογο από την άμαξα. Να ανοίξει η πόρτα της αποθήκης. Να μπει η άμαξα στην αποθήκη. Να κλείσει η πόρτα της αποθήκης. Να μπει το άλογο στον στάβλο. Να γδύσει και να ντύσει η κόρη τον πατέρα που θα πάρει τον μεσημεριανό του ύπνο. Να βράσει δύο πατάτες. Να περιμένουμε μαζί της να βράσουν. Να τις βάλει στην πιατέλα. Να βάλει τα πιάτα στο τραπέζι. «Έτοιμο» θα πει η κόρη στην πατέρα και είναι η πρώτη λέξη που ακούγεται μετά το εισαγωγικό μονόλογο και μετά από κάνα εικοσάλεπτο ταινίας. Θα κάτσουν. Μια βραστή πατάτα στον καθένα. Με το ένα του λειτουργικό χέρι ο πατέρας θα την καθαρίσει. Τσουρουφλάει. Τρώει άγρια, άχαρα, βιαστικά. Το ίδιο φαγητό και το ίδιο ακριβώς τελετουργικό θα το παρακολουθήσουμε και τις επόμενες ημέρες. Πότε ο πατέρας πότε η κόρη κάθονται στο παράθυρο και κοιτάζουν την ερημιά μπροστά τους, με τα μόνο δύο δέντρα του ορίζοντα, και δεν ξέρεις αν κοιτάνε έξω ως διασκέδαση ως απελπισία ως ρουτίνα ως λίγο απ' όλα. Το βράδυ θα της πει ότι το σαράκι δεν τρώει το ξύλο. Πρώτη φορά που το ακούει στα 58 χρόνια της ζωής του. «Τι σημαίνει αυτό μπαμπά;». «Δεν ξέρω».
Δεύτερη μέρα. Η κόρη πηγαίνει στο πηγάδι να πάρει νερό. Ντύνει τον πατέρα. Βγάζουν από την αποθήκη την άμαξα. Από το στάβλο το άλογο. Του περνάνε τα χαλινάρια. Φυσάει τρομερά. Αυτά τα διαβάζεις σε δύο τρία δευτερόλεπτα, αλλά στην ταινία διαρκούν λεπτά ολόκληρα. Όσο θα διαρκούσαν δηλαδή στην πραγματική ζωή και με όλη την κούρασή τους και τις δυσκολίες τους. Το μοντάζ απουσιάζει, σαν ο Ταρ να θέλει να πει μας ξεχάστε τη κινηματογραφική συνθήκη του μοντάζ που παραλείπει όλες τις καθυστερήσεις και την ρουτίνα της ζωής, άρα και σημαντικό τμήμα της αλήθειάς της. Το μοντάζ λέει ψέμματα. Εδώ θα βιώσετε μαζί με τους ηθοποιούς σε πραγματικό χρόνο την καθημερινή ρουτίνα, και αν σας φανεί κουραστική και παράλογη, ε, το ίδιο είναι και η ζωή. Από την άλλη δεν μπορείς παρά να αναρωτηθείς αν είναι ζωή αυτό πού δείχνει. Ζούσε ποτέ κανείς αληθινά έτσι; Ποιός θα άντεχε να ζει έτσι; Τέτοια ερήμωση, τέτοια ολοκληρωτική απουσία ενδιαφέροντος, χαράς, ελπίδας. Αναπαριστώνται με ακρίβεια οι συνθήκες ζωής, αλλά πρόκειται για μια ζωή ψεύτικη κατά το ότι ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε ποτέ να ζει με τόσο λίγα. Όχι με τόσο λίγα υλικά αγαθά, αλλά με τόσο λίγα ψυχικά συστατικά.
Η ταινία μας δείχνει έναν κόσμο που ξεκινά σισσύφεια επαναλαμβανόμενος για να καταντήσει εφιαλτικά αβίωτος, σε ένα σκηνικό αποκάλυψης. Μετά το σαράκι, θα σταματήσει να τρώει και το άλογο, μετά το άλογο οι άνθρωποι. Ένας νιτσεϊκός επισκέπτης θα μπει από το πουθενά και θα βγάλει λόγο για το τέλος του κόσμου (μάλλον δηλαδή, τα έλεγε και μπερδεμένα). Τσιγγάνοι θα έρθουν να πάρουν νερό από το πηγάδι. Θα δώσουν στην κόρη μια αντιβίβλο. Τα πράγματα μοιάζουν σκούρα. Το πηγάδι θα στερέψει. Ο άνεμος θα καθηλώσει στην αγροικία πατέρα και κόρη. Το φως θα σβήσει. Όλο όμως.
Eίναι τριών και κάτι. Τoν προετοιμάζουμε μέρες. Θα πάμε σινεμά. Θα είναι μια μεγάλη οθόνη. Θα είναι πολλά παιδάκια και μαμάδες και μπαμπάδες. Θα κλείσουν τα φώτα. Θα δούμε έναν μεγάλο Γουίνι. Ο Γκαρής ο γάιδαρος θα χάσει την ουρά του. Τον Γουίνι τον έχει λιώσει άλλωστε στην μικρή οθόνη, αν και μέχρι τώρα περισσότερο τον Μίκι Mάους παριστάνει. Μοιράζει ρόλους σε παππούδες και γιαγιάδες, ποιός είναι ο Ντόναλντ, ποιός ο Γκούφι, ποιά η Νταίζη. Η Μίνι είναι φυσικά η μαμά. Τον ρωτάω, κι εγώ ποιά φιγούρα από το κλαμπ του Μίκι Μάους είμαι; Μου λέει εσύ είσαι από το βίντεο κλαμπ. Σωστό κι αυτό. Ετοιμαζόμαστε - ενθουσιασμός, μπαίνουμε στο αυτοκίνητο - ενθουσιασμός, φτάνουμε και μπαίνουμε στο γκαράζ - ενθουσιασμός («τούνελ - τούνελ»), οι κυλιόμενες σκάλες μια καινούρια εμπειρία - ακόμη μεγαλύτερος ενθουσιασμός. Κόβουμε εισιτήρια, μπαίνουμε στην αίθουσα, είμαστε οι πρώτοι, είναι ακόμα άδεια. Καθόμαστε. Ένα λεπτό αργότερα το πρόσωπό του παίρνει πανικόβλητη έκφραση. Βουρκώνει κι αρχίζει να κλαίει. Τι τον φόβισε; Κοιτάζω την τεράστια άδεια γκρι αίθουσα, τα τεράστια για το μέγεθός του κόκκινα καθίσματα, την τεράστια οθόνη. Σαν να βγάζει ένα νόημα. Θα μπορούσε να είναι σαν να έχει μπει σε εφιάλτη του Ντέιβιντ Λιντς, που ο κόσμος είναι ταυτόχρονα ίδιος αλλά και ριζικά διαφορετικός.
Με την κουβέντα ησυχάζει. Τα φώτα σβήνουν. Κάποια παιδάκια με μαμάδες έχουν ήδη έρθει και καθίσει. Δεν αρχίζει αμέσως ο Γουίνι. Είναι σαν το μενού του DVD, του εξηγούμε. Θα αρχίσει σε λίγο. Στα προσεχώς ένας δράκος. Το κλάμα ξαναξεκινά. «Θέλω να συνεχίσουμε τη βόλτα μας». Τον βγάζω έξω για λίγο. Σε μια αφίσα ένα αρκουδάκι κρύβει τα μάτια του. Ο Γουίνι είναι ή κάποιο άλλο; Μα πώς είναι δυνατόν να μην πρόσεξα; Πώς λειτουργεί το ενήλικο μυαλό, σε τι δίνει σημασία, τι θεωρεί σημαντικό να συγκρατήσει, τι προσπερνά ως ασήμαντο; Μα πώς είναι δυνατόν να φοβάται; Πώς λειτουργεί το παιδικό μυαλό, τι από όλο τον μισοάγνωστο - μισογνωστό κόσμο μπορεί να τον κλονίσει, μπορεί να του δημιουργήσει έλλειψη ασφάλειας; Στο ενήλικο μυαλό έρχεται συνειρμός από κινηματογραφική ατάκα. Στο «Equus» o ψυχίατρος Ρίτσαρντ Μπάρτον αναρωτιέται πώς και γιατί ο ασθενής του είχε θεοποιήσει τα άλογα. Οκ, είχε την προδιάθεση για ψυχικές ασθένειες, αλλά γιατί ειδικά τα άλογα; Ο Μπάρτον ψάχνει απάντηση: «Κάθε παιδί γεννιέται σε ένα κόσμο γεμάτο φαινόμενα, που όλα έχουν την ίδια δύναμη να σε σκλαβώσουν. Οι αισθήσεις του και τα μάτια του σαρώνουν όλο το απροσμέτρητο φάσμα των φαινομένων. Ξαφνικά ένα από αυτά του καρφώνεται στο μυαλό. Μετά ένα άλλο. Γιατί; Τι κάνει δυο διαφορετικές στιγμές να κολλάνε και να μαγνητίζονται μεταξύ τους δημιουργώντας μια αλυσίδα; Γιατί αυτές οι συγκεκριμένες στιγμές εμπειρίας και όχι κάποιες άλλες;».
Έξω απʼ την αίθουσα ηρεμεί. Κοιτάζει από το παράθυρο τις κυλιόμενες σκάλες. Από εδώ το Μall μπορεί να φαίνεται τεράστιο, αλλά εκείνος βρίσκεται ψηλά, σε θέση ισχύος, σε θέση επόπτη. «Έλα πρέπει να έχει αρχίσει πια ο Γουίνι, ας μπούμε μέσα». Μπαίνουμε. Ναι, είναι ο γνωστός, γνώριμος Γουίνι. Ένα ετοιμασμένο στο μεταξύ μπιμπερό και η αγκαλιά της μαμάς ηρεμούν την κατάσταση. Αυτό ήταν; Όχι. Το γάλα τελειώνει. Και λίγο μετά η σύσπαση του προσώπου, ο φόβος στο βλέμμα, θέλω να συνεχίσουμε τη βόλτα μας. Η τελευταία λύση είναι να παρακολουθήσουμε όρθιοι. Ο Γουίνι, ο Τίγρης και όλη η παλιοπαρέα προσπαθούν να αντικαταστήσουν την ουρά του Γκαρή. Μια ομπρέλα, ένα κόκκινο μπαλόνι, ένας πίνακας, άλλα που δεν θυμάμαι. Μη καθισμένος στα τεράστια καθίσματα και όντας στην αγκαλιά μου και σε θέση βολής για να φύγει κατορθώνει να δει κάνα δεκάλεπτο. Ως εκεί. Σύσπαση προσώπου, βούρκωμα, θέλω να συνεχίσουμε τη βόλτα μας. Εγκαταλείπουμε την αίθουσα οριστικά. Το παιδικό κέφι ανακτάται άμεσα. Μπαίνει μόνος του στα μαγαζιά. Έχει τόσο κέφι που χαιρετά πελάτες και υπαλλήλους. «Γειά σου, γεια σου». Του παίρνουμε έναν Γουίνι, να τον δει στην ασφαλή οθόνη του ασφαλούς σπιτιού, εκεί που η κλίμακα του κόσμου είναι μικρότερη και ο Ντέιβιντ Λιντς κρυμμένος στη ντουλάπα. «Τι δεν σου άρεσε στο σινεμά;» «Ο Γουίνι και ο δράκος». Ο δράκος του προσεχώς; Ο δράκος της διαφορετικής εμπειρίας; Δεν μπόρεσε να το απαντήσει ο Ρίτσαρντ Μπάρτον, δεν μπορώ κι εγώ. Η αλυσίδα πάντως σχηματίστηκε.
Τις επόμενες μέρες τον ρωτάω αν θέλει να ξαναπάμε σινεμά. Όχι. Κατηγορηματικά όχι. Η πρώτη του κινηματογραφική εμπειρία αποδεικνύεται ψιλοτραυματική. Μακάρι στο μέλλον να βγαίνει από τις αίθουσες με τόσο έντονα συναισθήματα, μακάρι το σινεμά να τον ταράζει κάθε φορά τόσο, μακάρι κάθε προβολή να είναι και μια υπαρξιακή εμπειρία. Αλλά φυσικά δεν πρόκειται. Θα μεγαλώσει. Και όλα θα είναι υποκατάστατα.
Το «Μην μ΄ αφήσεις ποτέ» ξεκινά πληροφορώντας μας πως το 1952 συνέβη μια επαναστατική ανακάλυψη στην ιατρική επιστήμη, με αποτέλεσμα όλες οι ως τότε ανίατες ασθένειες να γίνουν ιάσιμες και το προσδόκιμο ζωής να ξεπεράσει τα εκατό χρόνια. Στην πραγματικότητα βέβαια τίποτα τέτοιο δεν συνέβη το 1952, συνέβη όμως στο μυθιστόρημα του Κάζουο Ισιγκούρο, πάνω στο οποίο βασίζεται η ταινία του Μαρκ Ρόμανεκ. Σαν επιστημονική φαντασία προς τα πίσω. Η ταινία όμως δεν έχει καθόλου χαρακτήρα επιστημονικής φαντασίας, έστω και πειραγμένης, αλλά η βάση της είναι μια λογοτεχνική συνθήκη. O Iσιγκούρο λέει ότι η αρχική του ιδέα ήταν να εξερευνήσει το πώς αντιμετωπίζουμε τη θνητότητά μας, δημιουργώντας μια σύμβαση όπου θα πεθαίναμε νέοι. Έτσι οι ήρωες της ταινίας είναι κάτι σαν κλώνοι, που σκοπός τους στη ζωή είναι να αποτελέσουν πρώτη ύλη για μεταμοσχεύσεις. Στον καθένα αντιστοιχούν ελάχιστες «δωρεές» oργάνων, τρεις - τέσσερεις, μπορεί και ακόμα λιγότερες, με κάθε δωρεά ο οργανισμός τους εξασθενεί και με την τελευταία «ολοκληρώνονται», δηλαδή πεθαίνουν.
Σε ένα βρετανικό οικοτροφείο της δεκαετίας του 70 δυο κορίτσια κι ένα αγόρι. Μια μπάλα βγαίνει ελάχιστα έξω από τα όρια του οικοτροφείου. «Γιατί δεν πας να την πιάσεις;», ρωτάει μια καινούρια δασκάλα το αγόρι. «Μα όλοι ξέρουν πως τα παιδιά που παλιότερα βγήκαν έπαθαν αποτρόπαια πράγματα». «Και πιστεύετε αυτές τις φήμες;». «Ποιός και γιατί θα έβγαζε τέτοιες απαίσιες φήμες, αν δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα;». Κυνόδοντες παντού. Στο οικοτροφείο υπάρχει και αίθουσα τεχνών. Τα παιδιά κάνουν τα έργα τους (ποιήματα, ζωγραφική κλπ), στα οποία το σύστημα εκπαίδευσης δίνει ιδιαίτερη σημασία και μια ειδική δασκάλα που έρχεται κάθε τόσο τα συλλέγει, για άγνωστο στα παιδιά σκοπό.
Τα παιδιά μεγαλώνουν και έχουν τα πρόσωπα της Κάρεϊ Μάλιγκαν, της Κίρα Νάιτλι και του Άντριου Γκάρφιλντ. Ο Γκάρφιλντ, παιδί εγκληματίας που ζητάει μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή στο «Βoy Α», φοιτητής που έχει μέσα του το σπέρμα της υπόσχεσης για σπουδαία πράγματα και ταυτόχρονα της παραίτησης από τη συμμετοχή στα κοινά στο «Lions for Lambs», εξαπατημένος από τον Ζάκερμπεργκ συνιδρυτής του Facebook στο «Social Network». Παίζει με το ατσούμπαλο σώμα, το εύπλαστο πρόσωπο, την εύθραστη φωνή, έχει έρθει για να μείνει, δεν υπάρχει αμφιβολία. Ακόμη μικρότερη αμφιβολία υπάρχει για τη λάμψη και το υποκριτικό εκτόπισμα της Κάρεϊ Μάλιγκαν. Οι συντελεστές της ταινίας δεν μπορούσαν να βρουν ποια θα υποδυθεί τη βασική ηρωίδα, μέχρι που ένας από τους χρηματοδότες βλέποντάς την στο «An Education» έστειλε στο σκηνοθέτη sms που έλεγε «Προσλάβετε την καταπληκτική Μάλιγκαν». Ποιός είπε ότι τα κινητά πρέπει να κλείνουν στη διάρκεια των προβολών; Η Κίρα Νάιτλι πάλι, μοιάζει πιο αδύνατη από ποτέ, τόσο αδύνατη που σε λίγο θα νομίζεις ότι βλέπεις μόνο το πρόσωπό της στην οθόνη, ένα πρόσωπο γοητευτικό όσο ελάχιστα, μόνο που μοιάζει να είναι πρόσωπο που στηρίζεται σε μη σώμα.
Ο Μαρκ Ρόμανεκ σκηνοθετεί κατατονικά, ανέμπνευστα, συμβατικά, διεκπεραιωτικά. Ακόμα και την μουσική της Ρέιτσελ Πόρτμαν τη χρησιμοποιεί σε υπερβολικό βαθμό, πνίγοντας το έργο και εκβιάζοντας διαρκώς το συναίσθημά μας. Η ταινία είναι αποτυχημένη, όχι γιατί είναι τόσο πολύ κακή, αλλά γιατί θα μπορούσε (με αυτήν την πρώτη ύλη και αυτούς τους πρωταγωνιστές) να είναι τόσο πολύ καλή. Αν της αναλογούσε ένας δότης με τρεις δωρεές, θα μπορούσε ίσως να του δωρίσει νεύρο, προσωπικότητα (αυτή που είχε η προηγούμενη ταινία του, το «One Hour Photo») και μια πιο καθαρή στόχευση στο τι τελικά διαπραγματεύεται.
Οι ήρωες ξέρουν ότι η μοίρα τους είναι προδιαγεγραμμένη, άχαρη και σύντομη. Αλλά δεν αντιδρούν; Δεν επαναστατούν; Δεν προσπαθούν να ξεφύγουν; Στο μυθιστόρημα κάποια απάντηση θα δίνεται, αν όχι ρητά, πάντως υπαινικτικά, στην ταινία όμως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Οι ήρωες θεωρούν την μοίρα τους δεδομένη. Όπως ο Άντονι Χόπκινς στα «Απομεινάρια μιας Μέρας», την άλλη ταινία που βασίστηκε σε μυθιστόρημα του Ισιγκούρο; Και ναι, αλλά και περισσότερο όχι. Γιατί στα «Απομεινάρια», η υποταγή του Χόπκινς στην μοίρα του είναι ένας από τους βασικούς άξονες της ταινίας. Εκεί ξέρεις ότι ο Χόπκινς έχει επιλογές να ζήσει διαφορετικά, έχει επιλογές να πάρει αποφάσεις που θα τον καταστήσουν πλήρη, αλλά δεν τις αξιοποιεί. Ο Χόπκινς είναι τραγικός ήρωας μέσα στην αδράνειά του και την μονομέρειά του. Εδώ οι ήρωες δεν μοιάζουν να έχουν επιλογή. Και μην έχοντας επιλογή είναι μοιραίοι. Όπως όλοι μας. Απλά ο χρόνος τους τρέχει πολύ πιο γρήγορα από τον δικό μας.
Κυνηγούν πάντως μια ελπίδα. Υπάρχει η φήμη ότι μπορούν να πάρουν παράταση λίγων χρόνων πριν αρχίσουν τις δωρεές τους, αν αποδείξουν ότι αγαπιούνται μεταξύ τους. Να μπορείς να πάρεις παράταση από το αναπόφευκτο, αν βρεις κάποιον που τον αγαπάς στα αλήθεια και σε αγαπάει στα αλήθεια. Σαν ευλογία πάνω στην ευλογία. Δίπλα στην πλήρωση του παρόντός σου, έχεις και την επέκταση του χρόνου που σου αναλογεί. Υπάρχει όμως τρόπος να το αποδείξουν; Mπορεί να αποδειχθεί η αγάπη πέραν πάσης αμφιβολίας; Οι τέχνες, αποφαίνεται ο ήρωας του Άντριου Γκάρφιλντ. Αυτές αποκάλυπταν τη ψυχή μας. Οι ζωγραφιές και τα ποιήματά μας. Για αυτό τα συλλέγατε. Νά λοιπόν, δείτε τα αποδεικτικά στοιχεία και αποφανθείτε. Είμαστε αληθινά ερωτευμένοι. Δώστε μας παράταση.