Τετάρτη, Μαΐου 25, 2011

Πέντε βήματα μετά

Mπράιτον, 1964. Οι νέοι δεν κάθονται στα αυγά τους για πρώτη φορά στην ιστορία της βρετανικής αυτοκρατορίας, ώστε να τηρήσουν τις παραδόσεις, να περιμένουν την σειρά τους να μεγαλώσουν και να έρθουν ομαλά και με τάξη στα πράγματα. Ο Πίνκι είναι ένας ανήλικος (εντός δεκάδων χιλιάδων ερωτηματικών, μια και στη νουβέλα του Γκράχαμ Γκριν μπορεί να είναι δεκαεπτάχρονος, αλλά στην ταινία τον υποδύεται ο τριαντάχρονος Σαμ Ράιλι, με αποτέλεσμα η διατήρηση του τίτλου «Ανήλικος Δολοφόνος» να μοιάζει παράταιρη) μικροκακοποιός. Όταν σκοτώνεται το αφεντικό της συμμορίας του, διαπιστώνει την ύπαρξη κενού εξουσίας και αποφασίζει να γίνει εκείνος το αφεντικό. Η Ρόουζ, μια συνομήλική του κοπέλα, είδε κάτι που δεν έπρεπε να δει. Την προσεταιρίζεται για να την έχει υπό τον έλεγχό του, ώστε να μην πάει στην αστυνομία. Ωστόσο όσο πιο στενή γίνεται η σχέση τους, τόσο περισσότερο καταδικαστική για εκείνον μπορεί να γίνει και η μαρτυρία της.

Ο Ρόουαν Τζόφε αποφάσισε να μεταφέρει τη νoυβέλα του Γκριν από το 1938 στο 1964, λίγο πριν καταργηθεί η θανατική ποινή και νομιμοποιηθεί ο τζόγος στην Μεγάλη Βρετανία, τις μέρες που οι συγκρούσεις των μoντς με τους ρόκερς κλονίζουν το Μπράιτον και μαζί όλη τη χώρα. Η ομώνυμη ταινία του 1947, με τον Ρίτσαρντ Ατέμπορο στο ρόλο του Πίνκι είναι κλασσική, και σκηνές όπως αυτή σε κάνουν να καταλάβεις το γιατί. Δεν την έχω δει, όπως δεν έχω διαβάσει και το βιβλίο, ίσως στη σύγκριση και με τα δύο να βγαίνει χαμένη, αλλά αυτοτελώς η ταινία του Τζόφε σαφώς και έχει λόγο ύπαρξης, όντας αξιοπρόσεκτη και αξιοπρεπέστατη, φουλ ατμοσφαιρική, με μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα αίσθηση του χώρου, με ρυθμό ανεπίληπτο, μια ταινία που πατά γερά στα πόδια της τόσο σεναριακά όσο και σκηνοθετικά. Οι ηθοποιοί θα μπορούσαν να έχουν βγει από κόμικ, όχι με την αρνητική έννοια του όρου, αλλά με την έννοια ότι είναι φιγούρες που εγγράφονται στη μνήμη, φιγούρες και εικαστικά ενδιαφέρουσες. Δεν μπορεί να μη σταθεί κανείς στην -για πρώτη φορά κοκκινομάλλα- Έλεν Μίρεν, που στα 65 της έχει αυτό το απίστευτο, σχεδόν σκανδαλώδες σεξ απίλ. Η Μίρεν δεν είναι μια ηθοποιός που αρνήθηκε την ηλικία της εξωτερικά, προσπαθώντας να παραστήσει με τεντώματα του δέρματος την αγέραστη, αλλά μια ηθοποιός που αρνήθηκε να γεράσει εσωτερικά, καταφέρνοντας ακόμα και οι ρυτίδες της να εκπέμπουν ερωτισμό. «Πίστεψέ με, ξέρω τι κάνει έναν άντρα ευτυχισμένο», θα πει στην τελευταία της ατάκα. Και την πιστεύεις.

Ο Πίνκι είναι ένας Καθολικός που πιστεύει στην κόλαση, την τιμωρία, την αμαρτία. Μοιάζει μονομερώς θρήσκος, ένας θρήσκος που δεν έχει την παρηγοριά του παραδείσου. Μοιάζει ασύμφορα θρήσκος. Η θρησκεία χάνει τον χαρακτήρα του αποκουμπιού και γίνεται μόνο ενοχικό υποκατάστατο. Ο Πίνκι έχει εκπέσει από τη θεία χάρη. Αλλά η Ρόουζ τον ερωτεύεται τυφλά. Του δίνεται ολότελα. Την τραβάει στον γκρεμό. «Δεν φοβάσαι μην σε ρίξω;». «Μαζί σου δεν φοβάμαι, μαζί σου νιώθω σιγουριά». Ο πρώτος της έρωτας, ο πρώτος της άντρας, το νέον όλον της ζωής της. «Δεν θα σε προδώσω ποτέ, ποτέ, ποτέ». Δεν φαίνεται να είναι μαζοχιστικά τα κίνητρά της, δεν φαίνεται να βρίσκει σε εκείνον κάποιον που θα την πονέσει, δεν φαίνεται να είναι η μαύρη πλευρά του που την έλκει. Απλά ήταν ψυχολογικά φτιαγμένη για να ερωτευθεί απόλυτα. Εκείνος αρχίζει να την παίρνει κοντά του. Λίγο για να προφυλάσσεται, λίγο γιατί τον έλκει αυτή η αφοσίωση. Κολλάει επάνω της επειδή εκείνη κόλλησε επάνω του. Θα μπορούσε να τον λυτρώσει, αν έπαιρνε από λύτρωση. Ύστερα πάλι, γιατί να είναι ξεκαθαρισμένο και στον ίδιο το ακριβές κίνητρό του; Πόσες και πόσες φορές στη ζωή δεν ακολουθούμε την πορεία των πραγμάτων, δεν παρασυρόμαστε από το ρυθμό τους, χωρίς να εξετάζουμε με διαύγεια ούτε τα κίνητρά μας ούτε τις πιθανές συνέπειες; Το ένα φέρνει το επόμενο και το επόμενο το μεθεπόμενο. Βλέποντας και κάνοντας. Τα συναισθήματά μας αλλάζουν, καθορίζονται από τον τρόπο αντίδρασης των άλλων, είναι ρευστά και όχι προκαθορισμένα. Την μοίρα μας τη συγκαθορίζουμε συνομιλώντας με τα γεγονότα. Λίγοι έχουν τη προνοητικότητα να προβλέπουν εγκαίρως τι θα συμβεί πέντε βήματα μετά. Οι περισσότεροι θα αφεθούμε να γίνουν τα πέντε βήματα, να δούμε πού ακριβώς θα μας οδηγήσουν και μετά να αποφασίσουμε. Αφηνόμαστε στις ιστορίες. Σπανίως τις αποφεύγουμε προκειμένου να μην καταλήξουν κάπου άσχημα. Ανάμεσα στη σύνεση και στην ιστορία, εννιά φορές στις δέκα θα επιλέξουμε την ιστορία.

Η τελική σκηνή της ταινίας κρύβει ένα από τα πιο έξυπνα ευρήματα όλων των εποχών. Το θαύμα στο οποίο η Ρόουζ είχα πάψει να ελπίζει, έρχεται. Θαύμα με την μορφή του ψεύδους, με την μορφή της ψευδαίσθησης. Η Ρόουζ θα ζήσει την υπόλοιπη ζωή της μέσα στο ευτυχισμένο ψέμμα. Η ταινία κλείνει την ώρα που ακούει το ψέμμα της να επαναλαμβάνεται και να επαναλαμβάνεται, ενώ η κάμερα εστιάζει στον κρεμασμένο στον τοίχο σταυρό. Ίσως αυτό είναι οι θρησκείες: ένα ψέμμα που κάνει τη ζωή μας βιώσιμη, μια σωτήρια ψευδαίσθηση.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)