Ουφ, έληξε η απεργία και ξανάνοιξαν οι κρουνοί της ενημέρωσης.
Πάντως πηγαίνοντας λίγο κόντρα στο ρεύμα των καιρών, μπορώ να πω ότι γνώμη μου είναι πως οι εφημερίδες σήμερα δεν είναι χειρότερες από παλιά, αλλά ότι οι εφημερίδες σήμερα είναι καλύτερες από ποτέ· ή μάλλον επειδή λόγω ηλικίας δεν ήμουν αναγνώστης τους όταν πρωτοκυκλοφόρησαν, από τότε που άρχισα να τις διαβάζω.
Δηλαδή δεν είναι και τόσο αυτονόητο ότι για την πτώση τους ευθύνονται οι ίδιες.
Είναι μάλλον ψιλοσαφές ότι κόσμος που δεν πάει να ψηφίσει πολύ δύσκολα θα αγοράσει κι εφημερίδα.
Οκ, υπάρχουν και όσοι απέχουν «συνειδητά» και προβληματισμένα· αυτούς ας τους εξαιρέσω.
Από την άλλη και όσοι ψηφίζουν, ψηφίζουν πολύ λιγότερο φανατισμένα από παλιά, ψηφίζουν σχεδόν απαθώς.
Παλιά την εφημερίδα την έπαιρνες με ιερό δέος αφού οι δεξιές και οι πασοκικές εφημερίδες παρουσίαζαν δυο εντελώς διαφορετικά σύμπαντα, δυο εντελώς διαφορετικές αφηγήσεις (είδες μοδάτες λέξεις που χρησιμοποιώ) του κόσμου.
Σήμερα που ο φανατισμός έχει εκλείψει έχει εκλείψει κι ένας βασικός λόγος αγοράς τους.
Μένουν ας πούμε κάτι πασοκοκύρηκες τύπου Παπαχρήστου στα Νέα και νουδουκήρυκες τύπου Ρίζου στον Αδέσμευτο, γραφικά κατάλοιπα μιας παλιότερης εποχής.
Εκτός από αυτά υπάρχει φυσικά και το ίντερνετ, που μεταβάλλει ριζικά συνήθειες και απαιτεί αναπροσαρμογές, ανασχεδιασμούς, αλλαγή αντιμετώπισης.
To ίντερνετ που δεν τις απειλεί μόνο στα νεανικά κοινά, αλλά και στα μεγαλύτερα: ξέρω δυο ανθρώπους από πενήντα κάτι έως εξήντα κάτι, ανθρώπους σοβαρούς, ανθρώπους που εκτιμώ, που διαβάζουν μανιωδώς Τρωκτικό και λοιπούς εμετούς.
Η αληθινή μάχη ποτέ δεν ήταν ανάμεσα στο διαδίκτυο και τις εφημερίδες, η αληθινή μάχη ήταν πάντα ανάμεσα στον τρόπο και τη νοοτροπία.
Δεν είχα διαβάσει ούτε ένα φύλλο του Ελεύθερου Τύπου της Γιάννας, αλλά τα εξώφυλλά του ήταν σούπερ και είμαι απόλυτα σίγουρος ότι το περιεχόμενό του θα ήταν πολύ πιο κοντά στα γούστα μου από τα μπλογκ του κάθε Γκιόλια και του κάθε Παπαγιάννη.
Γράφτηκαν διάφορα για τα συγκλονιστικά ρεπορτάζ που κάλυψαν την συνάντηση Ερντογάν - Καραμανλή· και δικαίως.
Αλλά: α) ο κόσμος δεν σταμάτησε να διαβάζει εφημερίδες επειδή έπαψαν να έχουν κύρος, σταμάτησε να διαβάζει εφημερίδες επειδή έπαψε να είναι κομματικά φανατισμένος
και β) όσο πράγματι ωραίο παράδειγμα κι αν είναι η μυθοπλασία Ερντογάν, θεωρώ πολύ περισσότερο ενδεικτικά παραδείγματα της έκπτωσης από το κύρος την Όλγα Τρέμη να παρουσιάζει στο δελτίο ειδήσεων την προσφορά του Πρώτου Θέματος με τα σιντί του Γιάννη Πλούταρχου, όταν ένα χρόνο πριν η Τρέμη και το Mega προσπαθούσαν να μας πείσουν ότι συστατικό στοιχείο της ταυτότητάς τους είναι πως αυτοί κάνουν άλλου τύπου δημοσιογραφία από το Πρώτο Θέμα· αλλά στο μεταξύ το αφεντικό της έγινε και αφεντικό του Πρώτου Θέματος κι έτσι ο Πλούταρχος παρουσιάστηκε λίγο πριν ή λίγο μετά από το ρεπορτάζ Μεγάρου του άλλου αφεντικού, στο οποίο όλο και για κάτι θα βραβεύθηκε η γυναίκα του άλλου αφεντικού, ενώ ο μέχρι πέρσι αρχιύποπτος για την προέλευση της περιουσίας του Θέμος έχει ξανανομιμοποιηθεί εντελώς από το μιντιακοπολιτικό σύμπλεγμα, αφού μπόρα ήταν και πέρασε, ο Θέμος νίκησε, ο Μάκης του ξεθύμωσε και σταμάτησε να τον κυνηγά, ο αγωνιστής της δημοκρατίας Δημήτρης Τσοβόλας πέτυχε έναν ακόμη ηθικό θρίαμβο, ο Ρουσόπουλος κατετροπώθη κι η Δικαιοσύνη ήταν, είναι και θα είναι ανεξάρτητη, ακομμάτιστη, τυφλή και κουφή σε αλλότριες υποδείξεις, επιθυμίες, πιέσεις.
Αλλά Θέμο βλέπει ο κόσμος, όπως διαβάζει και τα Τρωκτικά, οπότε το πρόβλημα μάλλουν δεν πρέπει να εντοπιστεί στην απαξίωση των εφημερίδων που πέφτουν και κλείνουν, έτσι δεν είναι; Ούτε στην ποιότητά τους.
Ή ίσως αυτό ακριβώς να είναι το πρόβλημά τους: πως έχουν ποιότητα (λέξη που ακούγοντας τον Παντερμαλή να την λέει το Σάββατο το βράδυ, ο Κώστας Σημίτης βραχυκύκλωσε και φόρεσε επειγόντως ακουστικά, ώστε να ακούει μεταφρασμένη την ξενάγηση σε μια άλλη γλώσσα, που δεν σε μπερδεύει με αυτά τα ποιό και τα πχιό).