Σαπόρε ντι τε
«Μικρογραφία»
του Γιάννη Ρίτσου
---
Η γυναίκα στάθηκε μπροστά στο τραπέζι. Τα λυπημένα της χέρια
κόβουν λεπτές φέτες λεμόνι για το τσάι· σαν κίτρινους τροχούς
για ένα πολύ μικρό αμαξάκι παιδιάστικου παραμυθιού.
Ο νεαρός αξιωματικός αντίκρυ της
χωμένος στην παλιά πολυθρόνα.
Δεν την κοιτάει. Ανάβει το τσιγάρο του. Το χέρι του με το σπίρτο τρέμει
φωτίζοντας το τρυφερό πηγούνι του και το χεράκι του φλιτζανιού.
Το ρολόι κρατάει για μια στιγμή το καρδιοχτύπι του.
Κάτι έχει αναβληθεί. Η στιγμή πέρασε. Είναι αργά. Να πιούμε το τσάι μας.
Μπορεί λοιπόν νά ΄ρθει ένας θάνατος μ΄ ένα τέτοιο αμαξάκι;
Να περάσει και να φύγει;
Ν΄ απομείνει μονάχα ετούτο το αμαξάκι με τις κίτρινες ροδίτσες του λεμονιού
σταματημένο τόσα χρόνια σε μια πάροδο με σβηστούς φανοστάτες
κι ύστερα ένα μικρό τραγούδι, λίγος αχνός, κι ύστερα τίποτα;
---
Την ιστορία του αξιωματικού την έμαθα πολύ πρόσφατα. Υπολόγισα ότι αν ζει πρέπει να βρίσκεται σε βαθύ γήρας. Ζούσε, όντως. Γερασμένος, όντως. Αλλά του πήγαινε, σαν να ΄ταν η φυσική του κατάσταση, σαν ο ερχομός του να τον είχε απαλλάξει από ένα σωρό σκοτούρες. Οπότε το φευγιό του θα του ήταν επώδυνο, γιατί τώρα πια είχε μάθει να απολαμβάνει πράγματα φαινομενικά ασήμαντα, όπως ένα μικρό τραγούδι, λίγο αχνό, ένα τίποτα. Θα μου προσέφερε τσάι, μου είπε, αλλά αισθανόταν λίγο αδύναμος. Προθυμοποιήθηκα να το φτιάξω εγώ. Αρκεί να μην σας μπουν πονηρές σκέψεις, του επεσήμανα. Άρχισε να γελά. Το γέλιο του μετατράπηκε σε έναν άσχημο τσιγαρόβηχα. Το έκοψα πολλά χρόνια τώρα, μη νομίζεις. Αλλά μου άφησε το αποτύπωμά του. Αυτά που κάνεις πάντα κάτι σου αφήνουν, αυτά που δεν κάνεις τι να σου αφήσουν; Τίποτα, που θα ΄λεγε κι ο ποιητής. Μα πώς, του απάντησα. Ακριβώς επειδή δειλιάσατε να κάνετε κάτι γίνατε ποίημα. Ποιός θα την έλεγε την ιστορία σας αν είχατε τολμήσει; Πιθανότατα ο ίδιος άνθρωπος, μου απάντησε. Του καταλογίζουν ότι έγραφε ασταμάτητα. Αντί για τη στιγμή που πέρασε, θα έγραφε για τη στιγμή που δεν πέρασε. Ωστόσο, το μυστικό δεν ήταν ποτέ η στιγμή που πέρασε, το μυστικό ήταν όλες οι ατέλειωτες στιγμές που την ακολούθησαν. Οι στιγμές που πίναμε το τσάι κι εγώ είχα πείσει τον εαυτό μου πως πια ήταν αργά, πως πια η στιγμή είχε περάσει, πως πια κάτι είχε αναβληθεί. Μα τι θα μπορούσε να έχει αναβληθεί; Μα πώς θα μπορούσε να είναι αργά; Ήταν απέναντί μου στιγμές επί στιγμών, στιγμές ώριμες, στιγμές έτοιμες, στιγμές ικανές, κι όμως στιγμές ματαιωμένες στο όνομα του ρομαντικού πένθους μιας στιγμής προηγούμενης, επειδή ήταν τάχα η πιο κατάλληλη. Ενώ ήταν απλώς η πιο κατάλληλη για καταφύγιο. Ούτε καν για στίχος. Αφού έγραφε πολύ. Κι είναι κακό να γράφεις πολύ. Γιατί βιάζεσαι να ξεμπερδεύσεις μαζί μου. Αφού νιώθεις ήδη την ανάγκη να πας στον επόμενο, αξιωματικό ή μη, καπνιστή ή μη, άτολμο ή μη. Κι έτσι η στιγμή μου περνά. Είναι πια αργά. Κάτι έχει αναβληθεί. Κάτι σαν τη δυνατότητα της πιο συναισθανμένης μου ζωής, του πιο πλήρους μου ποίηματος, του πιο γεμάτου μου νόηματος. Μα βλέπω το ετοίμασες ήδη. Να πιούμε το τσάι μας.
7 Comments:
Photo από Jesse James ε;
...Έκπληξη!...εμ δεν θα πιαστεί από το τσάι, το λεμόνι και το τσιγάρο ο ποιητής του ποιητή.
''Το γέλιο ...σε έναν άσχημο τσιγαρόβηχα... Αλλά μου άφησε το αποτύπωμά του.''
Δε λέγεται τσιγαρόβηχας τότε αλλά
χρόνια αποφρακτική πνευμονική νόσος (COPD) νομίζω, αλλά τι να πεις, καλλιτέχνης...
Νομίζω είσαι σε εξαιρετική φόρμα τελευταία, όλα τα τελευταία ποστ πολύ διεισδυτικά και διαυγή.
μουσαμαδιά
Νομίζω πως σκότωσες το ποίημα,όλη αυτή η ανάρτηση είναι ένα φτηνό εξυπνακίστικο σχόλιο ; η συγκίνηση ενός μετρ ντε καφέ.
Nαι, αυτό είναι όλη η ανάρτηση.
Ναι, σε τέτοιου είδους συγκινήσεις ειδικεύομαι.
Ναι, μου αρέσει να σκοτώνω ποιήματα.
δε σχολιάζω το κείμενο του post γιατί δεν με "άγγιξε", δεν ένιωσα τίποτε αξιοσημείωτο. Κάποια στιγμή το οφείλω στον εαυτό μου να μιλήσω με έναν σοβαρό στη δουλειά του άνθρωπο των γραμμάτων προκειμένου να καταλάβω τι εστί η ρήση στο vlemma.wordpress.com "ο πατέρας μας είναι οι λέξεις" και αντίστοιχα σε αυτό το ιστολόγιο "η μάνα μας είναι οι λέξεις". Ειλικρινέστατα, το γράφω ως "εξομολόγηση" και παράπονο στον εαυτό μου, δεν μπόρεσα να καταλάβω τι σημαίνει "ντρεπόμαστε για τον πατέρα μας" και τα περί "η ντροπή μισή-μισή" από έναν άγνωστο σε εμένα Ευγ. Αρανίτση σε λογοτεχνικό ένθετο στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία. Ο οποιοσδήποτε χάνει τον πατέρα του ή τη μάνα του όταν αυτοί απεβιώνουν, τους ψάχνει στις λέξεις; Τους αντικαθιστά σε άλλους; Αντικαθιστά μια επίσκεψη στο νεκροταφείο στο οποίο αναπαύονται, λίγες στιγμές σιωπηλής δέησης, θύμισης, νοσταλγίας, κατάνυξης, βουβής ποίησης εν τέλει και συγκίνησης, με λέξεις, φαντάσματα, παρανομία και ντροπή για τα σκουπίδια; Ο Ανδρέας Ρουμελιώτης προτάσσει να βγούμε έξω(;!) όσοι αναγνώστες κάνουμε εργασία εντός κτίσματος; Για τον Στάθη Σταυρόπουλο δεν μπορώ να εκφέρω απορία, βρίσκεται εκτός οποιασδήποτε ανθρώπινης λογικής κατ' εμού, δεν εντάσσεται σε νοητικά συστήματα, αλλά ούτε και ανήκει στην διανόηση ή έστω σε όσους πνευματικούς ανθρώπους μεγάλης ηλικίας ζουν μόνοι τους κι έχουν ασπαστεί από την εμπειρία μιας ζωής ολάκερης το "ένα γνωρίζω, δεν γνωρίζω τίποτα". Δεν ξέρω τι του έχουν κάνει, ειλικρινά κρίμα, είναι τρομερό το πώς δύναται να καταντήσει ένας συντάκτης-σκιτσογράφος σε πολιτική εφημερίδα λόγω επιρροής από τα ΜΜΕ, την τηλοψία, τις ιδεολογίες, τον φανατισμό του οπαδού σε πολιτική και αθλητισμό. It takes courage and strength to be gentle σε κάποιο κομμάτι έγραψε και ηχογράφησε ο Morrissey.
κάνω χρήση της φράσης "..όταν αυτοί απεβιώνουν.." με την έννοια πως οι άνθρωποι πεθαίνουν, όπως και οι γονείς όλων. Πιο σωστά έπρεπε να γράψω "όταν αυτοί απεβιώσουν".
Δημοσίευση σχολίου
<< Home