Το αειφόρο χαμόγελο

ΑΝΑΒΑΛΕ ΓΙΑ ΛΙΓΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΣΟΥ, ΓΙΑ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ. ΙΣΤΟΡΙΕΣ, ΑΜΑΡΤΙΕΣ & ΜΕΓΑΛΑ ΛΑΘΗ («Οι σχολιαστές σημειώνουν σ' αυτό το χωρίο: Η ορθή αντίληψη ενός ζητήματος και η παρανόηση ενός ζητήματος δεν αποκλείονται αμοιβαίως». Φραντς Κάφκα, "Η Δίκη").

Όταν ξέσπασε η κρίση, στη σκηνή πρωταγωνιστούσαν τα παιχνίδια με τους αριθμούς, τα μαγειρεμένα νούμερα των greek statistics. Τον τελευταίο καιρό τη θέση τους κατέλαβαν οι μαγειρεμένες έννοιες, τα παιχνίδια με τις λέξεις σαν το selective default. Πέρυσι η περιγραφή της πραγματικότητας είχε ξεφύγει από τη δικαιοδοσία των λέξεων και είχε περιέλθει στη δικαιοδοσία των αριθμών. Ένα κι ένα κάνουν δύο, τόσα έσοδα τόσα έξοδα, δεν σε δανείζουν πια, καληνύχτα σου. Και καληνύχτα λέξεις και θεωρίες. Ό,τι κι αν μας λέγατε επί δεκαετίες, ό,τι ιδεολογίες κι αν είχατε αναπτύξει, η πραγματικότητα δεν έχει να κάνει με το τι λέτε εσείς, αλλά με το τι λένε οι αριθμοί.

Αυτοκίνητα που ξαφνικά ο οδηγός τους τα ρίχνει με τέρμα το γκάζι πάνω στον τοίχο. Φλέβες που ξαφνικά ο κάτοχός τους τις κόβει και το αίμα τους πετάγεται σε πίδακες. Μπουκάλια που ξαφνικά εκσφενδονίζονται προς τον άλλο από οργή. Ποτήρια που ξαφνικά θρυμματίζονται από ευτυχία. Οι εκρήξεις καραδοκούν και σε κάθε απροσδόκητη εμφάνισή τους κάνουν εμφατικά το κομμάτι τους στο «Μαζί Ποτέ». Δίνουν τον τόνο σε μια ταινία που ο αυθεντικός της άλλωστε γερμανικός της τίτλος είναι «Στον τοίχο» και ο αγγλικός «Κατά μέτωπο». Η εκρηκτική ταινία του Φατίχ Ακίν που επαναπροβάλλεται, είναι πλημμυρισμένη από πιθανά κι απίθανα τραγούδια και όπως ακριβώς συνέβη και με το «Soul Kitchen», το σάουντρακ είναι μια από τις βασικές κινητήριες δυνάμεις της.
---
Ο Τσάιτ είναι ένας σαραντάρης τουρκογερμανός, που δουλειά του είναι να μαζεύει τα πεταμένα μπουκάλια σε ροκ σκηνή του Αμβούργου. Το σπίτι του είναι ο ορισμός της λέρας, μια τρύπα που έχει περισσότερα πεταμένα μπουκάλια κι από ροκ σκηνή. Ο Τσάιτ έχει τα θέματά του και κάνει απόπειρα αυτοκτονίας. Στο ψυχιατρείο μια νεαρή, εμφανίσιμη κοπέλα, που βρίσκεται εκεί για τον ίδιο λόγο, όταν ακούει το όνομά του, τον πλευρίζει. «Είσαι Τούρκος;». «Ναι». «Παντρέψου με». Τον Τσάιτ δεν τον απασχολεί ιδιαίτερα η τουρκική πλευρά της ταυτότητάς του. Τη Σιμπέλ όμως, όχι μόνο την απασχολεί, αλλά τη πνίγει η ταυτότητά της. Δεν θέλει να ζει σαν Τουρκάλα αλλά σαν Γερμανίδα. Θέλει να ζήσει έντονα, να γλεντήσει τα νιάτα της, να κάνει σεξ με διάφορους άντρες. Αν εμφανίσει έναν Τούρκο προς παντρειά, η οικογένειά της θα συναινέσει. Και η Σιμπέλ θα είναι ελεύθερη να κάνει τη ζωή που θέλει. Ο Τσάιτ δεν πείθεται αμέσως, αλλά η Σιμπέλ έχει το δικό της ακραίο τρόπο να γίνεται πειστική. Την ώρα που παντρεύονται θα μάθει ότι είναι χήρος. Φτάνοντας στο αχούρι του για την πρώτη νύχτα του λευκού τους γάμου θα τον ρωτήσει πώς έλεγαν τη γυναίκα του. Θα εκραγεί και θα την πετάξει έξω. Μόλις η Σιμπέλ φεύγει ο Τσάιτ θα ψιθυρίσει «Καταρίνα».
---
Αλλά όπως ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα δεν ήταν η ιστορία του Ρωμαίου και της Ροζαλίνας (με την οποία ήταν ερωτοχτυπημένος πριν γνωρίσει την Ιουλιέτα), έτσι κι αυτή δεν είναι η ιστορία του Τσάιτ και της Καταρίνα. Γιατί σιγά σιγά ο Τσάιτ θα ερωτευτεί και τη δεύτερη γυναίκα του. Ο έρωτας του για την Σιμπέλ θα τον αναστήσει και θα τον κάνει να συνέλθει από τον πόνο για την απώλεια της πρώτης του γυναίκας και τη γενική του εγκατάλειψη. Ό,τι κι αν του τύχει στη συνέχεια, όσο δυσάρεστα και αν εξελιχθούν τα πράγματα, έχει λόγο να ζει, έχει όραμα να προσδοκά. Το «Μαζί Ποτέ» δεν είναι μια ιστορία για την καταστροφική, αλλά για την ιαματική δύναμη του έρωτα. Από εντελώς παραιτημένος ο Τσάιτ μετατρέπεται σε εντελώς αποφασισμένο.
---
Όταν ο Τσάιτ φωνάξει «Είμαι ερωτευμένος, με έχει μαγέψει», βρισκόμαστε σε ένα σημείο της ταινίας, που ακριβώς επειδή ο έρωτας του ήταν βραδυφλεγής, μπορούμε να έρθουμε στη θέση του και να καταλάβουμε πως νιώθει. Καταλαβαίνουμε ότι μόλις τη στιγμή που φωνάζει τις λέξεις το συνειδητοποιεί και ο ίδιος. Όλα στο μυαλό του παύουν πια να είναι θολά και γίνονται διαυγέστατα. Αντιλαμβάνεται ότι έχει γίνει το κλικ και ότι αυτό που νιώθει για τη Σιμπέλ δεν είναι ούτε αυτό που ένιωθε αρχικά, ούτε καν αυτό που ένιωθε στην πορεία. Μέσα του η εικόνα της έχει μετατοπιστεί οριστικά. Περνά στο επόμενο στάδιο, στο στάδιο του ερωτευμένου, που είναι παραδόξως ένα στάδιο αυτάρκειας, καθώς η έκπτωση από αυτό δεν εξαρτάται κυριαρχικά από το αντικείμενο του έρωτά μας. Έτσι, όταν αμέσως μετά αρχίζει να χορεύει μόνος μέσα στη συναυλία, ματωμένος και διονυσιασμένος, ταιριαστά χορεύει. Δικός του είναι ο έρωτας, εκείνον θα γεμίζει εφεξής η σκέψη της, δικός του κι ο χορός.
---
Παγιδευμένη ανάμεσα στις κουλτούρες η Σιμπέλ ξεχνά ότι η πληθώρα ερωτικών συντρόφων είναι ένα ζήτημα που ανεξάρτητα από τις επιταγές και τα ταμπού της κάθε κοινωνίας, μπορεί να προκαλέσει από μόνο του επιπλοκές. Η ζήλεια κι η ανάγκη για αποκλειστικότητα ή έστω για προτίμηση, είναι πολύ πιθανό να εμφιλοχωρήσουν, όσο ξεκάθαρες κι αν είναι οι εκ των προτέρων εξηγήσεις, αφού ο διαχωρισμός σεξουαλικής επιθυμίας και ερωτικών συναισθημάτων δεν είναι πάντα το πιο ξεκάθαρο πεδίο.
---
Πίσω του ο πίνακας που εντυπωσίασε τη Χίλαρι. «Βρίσκεται ένα μικρό νησί του Αιγαίου εκεί» θα της πει, αναφερόμενος στο έργο του Θεόδωρου Στάμου «Ατέρμονο Πεδίο - Δελφοί» που κοσμεί το γραφείο του.
Ακούω στις ειδήσεις ότι στην κυβέρνηση συσκέπτονται με θέμα την «αποφόρτιση» όρων όπως επιλεκτική χρεοκοπία και εμπράγματες εγγυήσεις. Το βρίσκω ποιητικό. Έχουμε φτάσει στο σημείο που εξαντλήσαμε τα ευφημιστικά όρια της γλώσσας και μόνη διέξοδος είναι η απευθείας σύγκρουση μαζί της. Αν πια η γλώσσα τσινάει και δεν αντέχει άλλο τέντωμα, αν πια η γλώσσα δεν είναι σύμμαχός μας στην προσπάθεια διαστρέβλωσης της πραγματικότητας, τόσο το χειρότερο για τη γλώσσα. Yπάρχει η δυνατότητα αποφόρτισής της. Yπάρχει πάντα και η επιλογή οριστικής φυγής από την επικράτειά της. Υπάρχει η προτίμηση στον αγγλικό όρο. Υπάρχει τέλος κι η μετάφραση της Google, που ανοίγει καινούριους κόσμους επικοινωνίας και επαφής των κυβερνώντων με τους πολίτες:
Κωμωδία με θέμα τη νύφη και τις κολλητές της που ξεκινάνε για γυναικείο μπάτσελορ στο Λας Βέγκας; Υποπτεύεσαι αμέσως ό,τι πιο ανέμπνευστο, ό,τι πιο αντιγραφή και ό,τι πιο αρπαχτή, αλλά δεν έχουμε να κάνουμε με τίποτα από αυτά, δεν έχουμε να κάνουμε με το «Hangover αλά Θηλυκά». Αντίθετα, οι «Φιλενάδες» είναι πολύ διασκεδαστικότερες, τολμηρότερες και γενικά πολύ καλύτερες από το τρελά υπερτιμημένο «Ηangover». Η Μάγια Ρούντολφ παντρεύεται κι αναθέτει στην παιδική της φίλη Κρίστεν Γουίγκ την διοργάνωση των σχετικών προγαμιαίων τελετουργικών. Μόνο που η Γουίγκ βρίσκεται σε εντελώς χάλια φάση της ζωής της, με αποτέλεσμα οι βδομάδες πριν τον γάμο να μετατραπούν σε υλικό για κωμωδία. Οι κωμωδίες και οι ρομαντικές κομεντί δεν κινδυνεύουν από spoiler. To τέλος τους, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, είναι το αναμενόμενο. Οπότε τι απομένει να καταστρέψεις σχολιάζοντας; Τα καλά τους αστεία ίσως; Ναι, αλλά κι αυτά συνήθως αποκαλύπτονται στο τρέιλερ. Μισή ντροπή δική μου λοιπόν - μισή των συμβάσεων του είδους, αφού στη συνέχεια θα μιλήσω τόσο για το τέλος όσο και για την πιο αστεία σκηνή της ταινίας. Αν θες να την δεις ακατάστρεπτη, σταμάτα να διαβάζεις.
Τετάρτη 29 Ιουνίου 2011. Πέτρου και Παύλου. Πέτρας και Ράβδου. Σε μια ζωτικής σημασίας μάχη, πρέπει να αποδειχθούν αρραγείς τόσο οι δυνάμεις της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΠΑΣΟΚ εντός του κοινοβουλίου, όσο και οι δυνάμεις της Ελληνικής Αστυνομίας περιμετρικά αυτού. Ως γνωστόν η ράβδος πίπτει εκεί που δεν πίπτει ο λόγος. Ο λόγος του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης πχ πείθουν την ύστατη ώρα τον Αλέκο Αθανασιάδη. Εάν πειθόταν και ο κόσμος μένοντας σπίτι του, στη θέση της θα έμενε και η ράβδος. Οι πεισμένοι αντιμετωπίζουν διαχρονικά τα λιγότερα προβλήματα με την έννομη τάξη. Έτσι, την ώρα που μέσα στη Βουλή ο Πρωθυπουργός μιλούσε για την επιλογή «ανάμεσα στην Ελλάδα της πόλωσης, της ανομίας, της βίας και της αυθαιρεσίας, ή την Ελλάδα της ευνομίας, του δικαίου και της συνοχής», έξω απ' τη Βουλή δεν ήξερες για τί απ' όλα -την ευνομία, το δίκαιο ή τη συνοχή- να πρωτοκλάψεις, αφού πάνω απ' τη Βουλή το χημικό νέφος προσπαθούσε για το καλό του τουρισμού να κρύψει τα επί ξηράς διαδραματιζόμενα αίσχη. Το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη θα δώσει την ιστορική αυτή ημέρα στους προστατευόμενους πολίτες του 2.860 διαφορετικές ευκαιρίες για δάκρυα, συντρίβοντας πιθανότατα το παγκόσμιο και διαπολιτευματικό ρεκόρ.
Λίγα χρόνια μετά είχε βρεθεί να ζει εντελώς μέσα στην Ιστορία. Μην συμπεράνεις ντε και καλά πως συμμετείχε ενεργά σε όσα φοβερά και τρομερά συνέβαιναν εκείνη την εποχή. Θα μπορούσε να ζει εντελώς μέσα της και χωρίς να δρα, απλά παρατηρώντας τα, όντας απλά εκτεθειμένος στην επίδρασή τους. Άλλωστε τις στιγμές που συνέβαιναν, κανείς δεν μπορούσε να είναι σίγουρος πως ήταν όντως φοβερά και τρομερά. Αυτά τα πράγματα συνήθως τα αποφασίζει το μέλλον, ονοματίζοντάς τα αναδρομικά. Το παρόν είναι μονίμως συγκεχυμένο, έχοντας σαν μοναδικό ερμηνευτικό λυσάρι του το παρελθόν, λυσάρι παραπλανητικό, αφού προσπαθεί να εξηγήσει τα από εδώ και εμπρός με βάση τα ως τότε.
Το «Χρίσμα» ξεκινά με τον δεκαεπτάχρονο Τζέι να βλέπει ένα τηλεπαιχνίδι με την μητέρα του. Κάθονται δίπλα δίπλα στον καναπέ. Εκείνη φαίνεται να την έχει πάρει ο ύπνος, αλλά ο Τζέι το παρακολουθεί κανονικά. Η πόρτα χτυπάει, νοσοκόμοι μπαίνουν, τους δείχνει τη μητέρα του. «Τι έχει πάρει;», τον ρωτούν. «Ηρωίνη», τους απαντά ατάραχος. Την εξετάζουν ενώ εκείνος, όρθιος πια, συνεχίζει να ρίχνει κλεφτές ματιές στο τηλεπαιχνίδι. Στην επόμενη σκηνή τηλεφωνεί στη γιαγιά του για να την ενημερώσει πως η κόρη της πέθανε και κυρίως για να την ρωτήσει τι πρέπει να κάνει τώρα αυτός με την κηδεία και τα σχετικά. Η γιαγιά του του απαντάει να φτιάξει μια βαλίτσα. Έρχεται να τον πάρει. «Θυμάσαι ακόμη που μένουμε;», τη ρωτάει. Η μάνα του είχε κόψει επαφές με τη δική της και την υπόλοιπη οικογένειά της, η οποία αποτελείται από τους τρεις αδελφούς της. Η γιαγιά -η υποψήφια για όσκαρ β' γυναικείου ρόλου Τζάκι Γουίβερ- έχει το ψευδώνυμο «Στρουμφίτα» και μολονότι για τον θάνατο της κόρης της δεν φαίνεται να πολυπονάει, έχει μεγάλη αδυναμία στα αγόρια της, αφού κάθε που είναι να τα χαιρετήσει ή να τα καληνυχτήσει τα φιλά περιπαθώς στο στόμα. Τα αγόρια της -οι θείοι του Τζέι- είναι διαβόητοι κακοποιοί της Μελβούρνης. Ο μεγάλος κάνει ληστείες. Ο μεσαίος είναι έμπορος ναρκωτικών. Ο μικρότερος, δεκαεννιά μόλις χρονών, δεν έχει μπει ακόμα για τα καλά στα κόλπα. Τον μεγάλο τον κυνηγά μια ειδική αστυνομική μονάδα αντιμετώπισης ληστειών, η οποία ενεργεί σαν σερίφης στο φαρ ουέστ και δεν διστάζει ενίοτε να σκοτώνει αντί να συλλαμβάνει, γλιτώνοντας έτσι τον Αυστραλό φορολογούμενο από ένα σωρό έξοδα που θα κόστιζε η ανάκριση, η δίκη, η φυλάκιση κλπ. Όλοι στο σπίτι φοβούνται, γιατί όπως μας πληροφορεί με φωνή οff o Τζέι, οι εγκληματίες στο τέλος πάντα την πατάνε. Βέβαια ο Τζέι είναι μόνο 17, οπότε δικαιούται να διατυπώνει τέτοιες απόψεις με τόση σιγουριά. Δεν γεννιόμαστε κυνικοί ή πικρόχολοι, μας παίρνει κάποια χρόνια για να γίνουμε.
Junk τα πορτογαλικά ομόλογα, χιλιάρα τα πορτογαλικά σπρεντ, γεγονότα που προξενούν τις εξής απορίες:
Συμπτώσεις, φίλε μου, συμπτώσεις. Προχθές το βράδυ διαβάζω αυτό (του Μισέλ Ουελμπέκ, απ' το βιβλίο «Δημόσιος Κίνδυνος»):
Και ξαφνικά ένα πρωί μένεις άνεργος. Και τώρα; Η πραγματικότητα αυτή και το ερώτημα αυτό (που στις μέρες μας καθόλου δεν αποκλείεται να αποτελούν δική σου πραγματικότητα και δικό σου ερώτημα), αποτελούν το θέμα του «Τhe Company Men» του Τζον Γουέλς. Οι συγκεκριμένοι company men ήταν μέχρι την απόλυσή τους από τους πολύ ευνοημένους του συστήματος. Για αυτό και τώρα έχουν να χάσουν τα περισσότερα. Ο Μπεν Άφλεκ, που ήταν μια δωδεκαετία στην εταιρία, έχει την γυναίκα του, τα δυο παιδιά του, το πανάκριβο σπίτι τους στα προάστια, την Πόρσε του, την κάρτα μέλους στο πριβέ γκολφ κλαμπ του. Πώς τα συντηρούν τώρα όλα αυτά, όταν είναι πηγμένος και στα δάνεια; Ο Κρις Κούπερ, που ξεκίνησε από εργάτης στο ναυπηγείο μέχρι να φτάσει σε διευθυντική θέση, συμπληρώνει τριάντα χρόνια στην εταιρία. Είναι σχεδόν εξήντα χρονών, οπότε αν για τον Άφλεκ οι συνέπειες της απόλυσης είναι μια φορά δύσκολες, για εκείνον είναι πέντε. Στην αγορά εργασίας των απολυμένων ο ηλικιακός ρατσισμός βασιλεύει. Ένας φίλος του του λέει ότι αν τον πρότεινε για μια θέση που έχει συνεχή ταξίδια στο εξωτερικό, οι συνεταίροι του θα έβαζαν τα γέλια. Η σύμβουλος ανεύρεσης εργασίας του λέει να βάψει τα μαλλιά του, να κόψει το κάπνισμα για να μην ανέβουν τα ασφάλιστρά του, να σβήσει από το βιογραφικό του πως υπηρέτησε στο Βιετνάμ. Για την αγορά είναι ξοφλημένος. Η απόλυσή του αποκτά χαρακτήρα υπαρξιακής συντριβής, ολικής του ακύρωσης. Παρατηρεί σοκαρισμένος τον κόσμο να συνεχίζει να γυρνά χωρίς να τον έχει την παραμικρή ανάγκη. Ο Τόμι Λι Τζόουνς πάλι βρίσκεται τόσο ψηλά στην ιεραρχία, όντας συνιδρυτής της εταιρίας και έχοντας τέτοιο στοκ μετοχών της, που ό,τι κακό και να του συμβεί, οικονομικά είναι κάτι παραπάνω από εξασφαλισμένος. Στο πρώτο κύμα απολύσεων με το οποίο διαφωνεί (γιατί σε αντίθεση με το μεγάλο αφεντικό της εταιρίας, εκείνος είναι ο ψυχοπονιάρης καπιταλιστής), παρατηρεί στη γυναίκα του ότι με την άνοδο της μετοχής (που συνέβη ακριβώς εξαιτίας του «downsizing» των απολύσεων) έγινε μέσα ένα πρωί πλουσιότερος κατά μερικά εκατομμύρια δολάρια.