Από Απόσταση
Στο πολυβραβευμένο ντοκιμαντέρ του «Bowling for Columbine», ο Μάικλ Μουρ, αφού δόθηκαν όλες οι πιθανές και απίθανες εξηγήσεις για το τι οδήγησε τους δύο δεκαεπτάχρονους δράστες στο να σκοτώσουν 13 άτομα τον Απρίλιο του 1999 στο Λύκειο Κολουμπάιν της πολιτείας του Κολοράντο, αναρωτιέται γιατί να μην ισχυριστούμε, με τον ίδιο βαθμό αυθαιρεσίας, ότι ευθύνεται για τη συμπεριφορά τους το μπόουλινγκ που οι δολοφόνοι έπαιζαν λίγο πριν πάνε να σκοτώσουν.
Επεκτείνοντας την ειρωνική ματιά του τίτλου του Μουρ, αν ο δράστης του τελευταίου μακελειού είχε κι αυτός έφεση στο μπόουλινγκ, τότε ίσως πολλά βασανιστικά ερωτήματα βρουν επιτέλους την ικανοποιητική τους απάντηση.
Δεν υπάρχει τίποτα παράξενο στο ένας έφηβος ή μετέφηβος να περνάει φάση ολοκληρωτικής μαυρίλας και βαρέματος. Δεν είναι αυτό το θέμα.
Το θέμα είναι γιατί δεν επιλέγει να αυτοκτονήσει, αλλά αντίθετα επιλέγει να σκοτώσει πρώτα όσους περισσότερους μπορεί. Αυτή νομίζω είναι η βασική ποιοτική διαφορά· όχι το «φεύγα» του μυαλού· ο τρόπος εξωτερίκευσης αυτού του «φεύγα».
Και είναι βέβαια αυτονόητο πως βασική συνιστώσα των επαναλαμβανόμενων αυτών καταστάσεων είνα το μέσο, η ευχέρεια, η διαθεσιμότητα, τα όπλα. Βάλε ένα όπλο σε κάθε σπίτι και δες τους δείκτες της εγκληματικότητας να εκτοξεύονται. Αν την ταραγμένη σου ώρα στερείσαι το όπλο, αν η ταραγμένη σου ώρα δεν είναι οπλισμένη, η θολούρα του εγκεφάλου σου θα εκτονωθεί κατά πάσα πιθανότητα πολύ πιο ήπια κι αναίμακτα.
Αλλά πέραν του μέσου και πάλι:
Γιατί να πάρω κι άλλους μαζί μου; Και γιατί δεν βγαίνω στο δρόμο; Γιατί σκοτώνω στο σχολείο μου ή στο Πανεπιστήμιό μου, γιατί στον μικρόκοσμό μου, γιατί αυτούς που συναναστρέφομαι καθημερινά;
Η κόλαση είναι οι άλλοι; Η κόλαση βέβαια δεν είναι ποτέ οι άλλοι από μόνοι τους, η κόλαση είμαι εγώ, η κόλαση γίνομαι εγώ όταν έχω πληγωθεί τόσο ώστε να αποξενωθώ εντελώς συναισθηματικά από τους άλλους. Άπαξ κι έγινα ξένος όλα είναι πιο εύκολα, όλα πια έχουν λγότερη σημασία. Ο Τσο ήταν, λέει, μοναχικός.
Τέτοια φονικά, τέτοιας διάρκειας και τόσο μεγάλου αριθμού θυμάτων, φαντάζει πιο πειστικό -όπως υπαινίσσεται και το «Εlephant» του Γκας Βαν Σαντ (ταινία επίσης εμπνευσμένη από την τραγωδία του Κολουμπάιν)- να μην τελούνται σε κατάσταση μανίας, αλλά σε ηρεμία και απάθεια, σε νιρβάνα, σε μια νιρβάνα φονική, σε μια νιρβάνα που μπερδεύει την πραγματικότητα με τον εφιάλτη, το αληθινό με το ψεύτικο, κι όλα αυτά από απόσταση, κι όλα αυτά με το πάτημα μιας σκανδάλης, ώστε ούτε τώρα να παίζει πόνος, ώστε ούτε τώρα να υπάρχει επαφή, όλα από μακριά, όλα από απόσταση, όλα σαν στα ψέμματα, σαν σε ταινία, σαν σε παιχνίδι στον υπολογιστή, κοίτα, πατάω σκανδάλες και πέφτουν κάτω, ο ήχος των πυροβολισμών μού είναι οικείος, το αίμα είναι όμορφο όπως πετάγεται, σαν σε ταινία, μια μέρα θα κάνουν κι εμένα ταινία, ποιος θα με παίξει άραγε;
Το πρωί θα ξυπνήσω κι όλα αυτά θα ‘ναι εφιάλτης.
Ή ίσως να μην είναι, ίσως στρέφοντας το όπλο στον εαυτό μου πεθάνω αληθινά, έτσι ώστε να μην χρειαστεί να ξαναξυπνήσω ποτέ.