Kαλώς ήρθατε στη Μεσοπρόθεσμη Ελλάδα
ΑΝΑΒΑΛΕ ΓΙΑ ΛΙΓΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΣΟΥ, ΓΙΑ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ. ΙΣΤΟΡΙΕΣ, ΑΜΑΡΤΙΕΣ & ΜΕΓΑΛΑ ΛΑΘΗ («Οι σχολιαστές σημειώνουν σ' αυτό το χωρίο: Η ορθή αντίληψη ενός ζητήματος και η παρανόηση ενός ζητήματος δεν αποκλείονται αμοιβαίως». Φραντς Κάφκα, "Η Δίκη").
«Yes Τhey Can» ή «Τρεις ως τώρα γενιές Παπανδρέου χαμογελούν με νόημα» ή «Logistics στις ψευδαισθήσεις, η αγορά στέγνωσε».
Το μεγάλο δέλεαρ που έχει η πτώση στην άβυσσο των κάθε είδους παθών σου, είναι η απολυτοσύνη. Το απόλυτο απαντάται δηλαδή σπανιότατα στην κατάφαση της ζωής, σπανιότατα στην θετική της πλευρά, σπανιότατα στην χαρά της. Κι όταν απαντάται διαρκεί λίγο και σχετικοποιείται από την ίδια τη ζωή. Παίζεις με το παιδί σου; Είσαι φουλ ερωτευμένος; Κάνεις έρωτα; Κάνεις μια δουλειά ή έχεις ένα χόμπι που σε γεμίζει; Όλα αυτά δεν παύουν να σου συμβαίνουν στη διάρκεια αληθινών ημερών μιας αληθινής ζωής. Που θα μεσολαβήσει για να σου πει πως, ωραία τα απόλυτά σου, αλλά αφού έχεις επιλέξει να ζεις μέσα στην δική της πραγματικότητα, έχει κι αυτή τις ασταμάτητες μικρότερες και μεγαλύτερες πρακτικές απαιτήσεις κι αβαρίες της. Δεν είναι απαραίτητο να μιλάμε για πράγματα δυσάρεστα ή για προβλήματα. Αρκεί ότι μιλάμε για πράγματα που πρέπει να σκεφτείς ή να κάνεις στη διάρκεια της ημέρας και τα οποία δεν αποτελούν το αντικείμενο της απόλυτης ευτυχίας σου. Εαυτός, συνείδηση, σκέψεις, ζωή μη παρακμιακή, όλα αυτά συνεπάγονται την επικράτηση της σχετικότητας. Το απόλυτο προσφέρεται στη φυγή από τον εαυτό, στην παράδοσή του στο πάθος σου, στην βρώση του και την αλλοίωσή του από αυτό. Το απόλυτο σε απελευθερώνει από όσα σε συντελούν, από όσα σε φοβίζουν, από όσα σε πονάνε. Σε κρύβει από εσένα τον ίδιο. Στο φως βλέπεις, άρα διακρίνεις σχήματα και μορφές, άρα ταξινομείς και ονομάζεις, άρα σχετικοποιείς. Στο σκοτάδι όλα είναι ένα, ένα πράγμα απόλυτο και συμπαγές, ένα πράγμα που θυμίζει το απόλυτο που βρισκόσουν πριν υπάρξεις - συνειδητοποιήσεις - νιώσεις - πληγείς και το απόλυτο που θα βρεθείς μόλις πάψεις να υπάρχεις - να συνειδητοποιείς - να νιώθεις - να πλήττεσαι.
Η Έιμι κάθε άλλο παρά μόνη είναι λοιπόν. Απλά είναι μόνη πάνω στην σκηνή. Τελείως. Χωρίς καν τον εαυτό της μαζί.
Οι «μαύροι κύκνοι» είναι γεγονότα που α) όταν συμβαίνουν όλοι καταπλήσσονται, β) έχουν εξαιρετικά μεγάλο αντίκτυπο και γ) αφού συμβούν -και παρά την αρχική κατάπληξη- αρχίσουν να φαντάζουν αναδρομικά εξηγήσιμα και αναμενόμενα. Θα είναι η διάλυση της ευρωζώνης ένας μαύρος κύκνος του καιρού μας ή τα μαύρα πουλιά θα απομακρυνθούν απ' τον ορίζοντα; Ό,τι απ' τα δύο κι αν συμβεί, αν είναι να επιστρέψουμε στον επαρχιωτισμό μας θα ξέρουμε τουλάχιστον πως το έχουμε κάνει αφού πρώτα έχουμε υπάρξει για λίγο το επίκεντρο το ίδιο, η καρδιά η ίδια, ο καταλύτης ο ίδιος. Είναι κι αυτός ένας τρόπος να γράφεις Ιστορία: καταδεικνύοντας πρώτος μέσω του δικού σου μπαχάλου και της δικής σου σήψης τις ευρύτερες αδυναμίες ενός συστήματος που καμώνεται ότι μπορεί να στηρίζεται μόνο πάνω σε νομίσματα και τράπεζες.
Υποθήκευσαν κρυφά το ελληνικό καλοκαίρι. Γερμανοποίησαν αναίσχυντα τον ελληνικό ήλιο. Συγκλίνουν με φρενήρεις ρυθμούς το ελληνικό κλίμα με το κεντροευρωπαϊκό. Αγανακτούμε σήμερα, γιατί μεσοπρόθεσμα τα παιδιά μας ο μόνος ήλιος που θα βλέπουν θα είναι του ΠΑΣΟΚ. Αγανακτούμε σήμερα, γιατί μετά την υφαρπαγή του θέρους, άραγε τι; Η επιμήκυνση της ημέρας και το αντίστοιχο κούρεμα της νυκτός κατά ένα εξάωρο ώστε να αντιμετωπιστούν οι απεργίες των Φωτόπουλων αφενός και να αυξηθεί η παραγωγικoανταγωνιστικότητα αφετέρου; Αγανακτούμε σήμερα μουτζώνοντας όλοι μαζί τον ουρανό και φωνάζοντας ρυθμικά ουστ προς τα τευτονικά νέφη, το μεγαλύτερο τμήμα των οποίων κρίνεται λογιστικά επαχθές. Ανοίγουμε τις από μαύρους αγορασμένες μαύρες ομπρέλες μας και πετάμε σαν Μαίρες Πόπινς, αιωρούμαστε μαζικά, ένα ποτάμι λαού ταξιδεύει πάνω από όλες τις ευρωπαϊκές πλατείες, αφυπνίζοντας τους εν υπνώσει ευρωπαίους συμπολίτες μας, εξηγώντας τους ότι εμείς είμαστε μόνο η αρχή, ότι εμείς είμαστε η χρεωστική πρωτοπορία, η χρεωκοπική πρωτοπορία, άρα και η επαναστατική πρωτοπορία. Οι ευρωπαϊκές μάζες εκστασιασμένες από το θέαμα εξεγείρονται και αυτές από ξηράς. Ευρωπαϊκός στρατιωτικός νόμος επιβάλλεται με στρατάρχη τον Ρομπάι ή Ρομπέι και δεύτερη στην ιεραρχία την Λαίδη τάδε. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και όλες οι ευρωπαϊκές τράπεζες μουτρώνουν, κλείνουν, πατάνε διάφορα πλήκτρα στους υπολογιστές τους και μεταφέρουν όλα τα χρήματά τους στα νησιά Κάιμαν ή Κέιμαν. Η Ευρώπη μένει ρέστη και ταπί. Οι λαοί αρχίζουν να αποκαλούν ο ένας τον άλλο μαλάκα. Μεγάλος ευρωπαϊκός εμφύλιος. Τα στρατεύματα του Ρομπάι ή Ρομπέι αποσύρονται ικανοποιημένα. Οι πολίτες πεινασμένοι τρώνε ο ένας τον άλλο. Μεγάλος ευρωπαϊκός αλληλοκανιβαλισμός Οι Έλληνες από ψηλά συνειδητοποιούν ότι μην ακούγοντας τη φωνή της σύνεσης και προκρίνοντας την καταστροφική λύση από την απλά δυσάρεστη τα έκαναν μαντάρα. Aντί να προσγειωθούν πίσω στο Σύνταγμα πάνε στα νησιά Κάιμαν ή Κέιμαν που έχει πάντα ήλιο. Ζούνε εκεί πιο έντονα από ποτέ το πρόσκαιρα κλονισθέν καπιταλιστικό τους όνειρο. Ο νόστος για την πατρίδα και τις παραδόσεις της δεν τους αφήνει όμως σε ησυχία. Τιμής ένεκεν διοργανώνουν εκεί το 2020 τους πρώτους Off Shore Οlympics, την Υπεράκτια Ολυμπιάδα. Η Γιάννα Αγγελοπούλου ευχαριστεί το σύζυγό της. Για τους νεκρούς μετανάστες από εργατικά ατυχήματα γίνεται αυτή τη φορά ειδική μνεία με επί τούτου δρώμενο στην τελετή.
H Mπάια αυτοπροσδιορίζεται ως «πολιτικό τσουλί». Είχε την έμπνευση ότι το «Κάντε έρωτα, όχι πόλεμο» μπορεί να εκλαμβάνεται όχι μόνο ως συμβολικό σύνθημα, αλλά και ως πρακτική συμβουλή: Κάντε έρωτα αντί πολέμου ιδεών. Μετατρέπει έτσι το κορμί της σε ένα «όπλο μαζικής καταστροφής δεξιών». Με το διάλογο δεν πείθεις κανένα να αλλάξει ιδέες, λέει. Τα λόγια αποδεικνύονται αδύναμα να αλλάξουν τις εγκατεστημένες μέσα μας ιδέες. Με το σώμα όμως, με τον έρωτα, με το σεξ αλλάζει το πράγμα. Ελάχιστα πριν φτάσει ο δεξιός σε οργασμό, η Μπάια αρχίζει να του υποβάλλει αριστερές, αντιρατσιστικές, ανθρωπιστικές ιδέες. Ο εγκέφαλος είναι πιο δεκτικός τότε, ισχυρίζεται, στο να του εντυπωθούν μηνύματα. Έχει και φωτογραφικό ντοσιέ με το πρακτικό αποτέλεσμα επί των κατακτήσεών της: Πριν - Μετά.
Αυτού του είδους το ανατρεπτικό κέφι χαρακτηρίζει συνολικά το «Πες μου το όνομά σου» Είναι μια ταινία ανάλαφρη και σοβαρή μαζί, κατορθώνοντας να μιλήσει με απροσδόκητη χαλαρότητα για την Γαλλία, την πολιτική, την πολυπολιτισμικότητα, θίγοντας ακόμη και ταμπού και επιλέγοντας το όχημα της κομεντί για να κοιτάξει από μια ασυνήθιστη οπτική γωνία θέματα που συνήθως τα κοιτάμε με κουστουμαρισμένο βλέμμα. Το «Πες μου το όνομά σου» δεν έχει πρόβλημα να κυκλοφορεί με βλέμμα γυμνό. Ο σκηνοθέτης Μισέλ Λεκλέρκ μνημονεύει ως επιρροή του τον Γούντι Άλεν και η αλήθεια είναι ότι η ταινία του έχει την ίδια επίδραση που έχουν οι καλές κομεντί του Άλεν: όπως και σε αυτές υπάρχουν και εδώ λίγες στιγμές πηγαίου γέλιου, αλλά όπως και σε αυτές είναι βασικά ζωγραφισμένο ένα χαμόγελο στο πρόσωπό σου, το χαμόγελο που σου προξενούν οι έξυπνες ατάκες κι οι έξυπνες καταστάσεις, οι οποίες δεν επιδιώκουν να σε κάνουν να ξεκαρδιστείς, αλλά να σε καταστήσουν προνομιακό συνένοχο ενός αληθινά πνευματώδους αστείου. Ταυτόχρονα όμως είναι μια κατεξοχήν ταινία ευρωπαϊκού πνεύματος, με την καλύτερη δυνατή έννοια του ευρωπαϊκού πνεύματος, του πνεύματος που θα πρέπει να συνεχίσει να ενσαρκώνει η Ευρώπη.
Το όνομα Μπάια Μπενμαχμούντ είναι το μοναδικό σε όλη τη Γαλλία. Αντίθετα το όνομα Αρτύρ Μαρτέν κυκλοφορεί σε δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα. Ο Αρτύρ περασμένα σαράντα. Η Μπάια περασμένα είκοσι. Εκείνος από καθώς πρέπει πουριτανική οικογένεια. Εκείνη από οικογένεια με πατέρα Αλγερινό μετανάστη και μάνα αριστερη ακτιβίστρια, με αποτέλεσμα να ταϊζουν στο σπίτι τους κλοσάρ. Ωστόσο κι εκείνου η μαμά είναι παιδί Ελληνοεβραίων που μόλις είχαν βρεθεί στο Παρίσι και από εκεί βρέθηκαν στο Άουσβιτς. Η μαμά του περνά μια ζωή μέσα στην άρνηση και την απώθηση, σε βαθμό που να αποφεύγεται συστηματικά στο σπίτι τους κάθε κουβέντα για το ολοκαύτωμα ή τους γονείς της. Ενώ οι δύο «βέροι» Γάλλοι, ο πατέρας του Αρτύρ και η μητέρα της Μπάια παρουσιάζονται ο μεν πατέρας ως συνεπής του τρόπου που μεγάλωσε εκείνη ως αποστάτισσα, χωρίς πάντως να φέρουν κάποια εμφανή σημάδια καταπίεσης, υπάρχει ένα κοινό στοιχείο ανάμεσα στον Αλγερινό πατέρα και την Εβραία μάνα. Και οι δύο έχουν θέμα με τη χαρά. Τα παιδικά τους τραύματα κάνουν την μεν μάνα του Αρτύρ έναν παγωμένο, περίκλειστο και δια βίου τρομοκρατημένο άνθρωπο, ενώ ο πατέρας της Μπάια είναι ένα μίγμα αγιοσύνης με κόμπλεξ κατωτερότητας, με εσωτερικευμένο τον εις βάρος του ρατσισμό: ίσως απλά θέλει να προσφέρει, ίσως απλά θεωρεί ότι η χαρά δεν είναι για αυτόν, ότι δική του αποστολή είναι η προσφορά. Όταν η Μπάια μαθαίνει την καταγωγή του Αρτύρ ενθουσιάζεται: Οι δυο μας κάνουμε την τέλεια Γαλλία. Αν γίνουμε όλοι μπάσταρδοι, τότε και μόνο ο κόσμος μπορεί να απαλλαγεί από εθνικές καθαρότητες και πολέμους.
Αν «Το Δέντρο της Ζωής» κατόρθωνε να ανταποκριθεί πλήρως στις δικές τoυ φιλοδοξίες, τότε θα μιλούσαμε για μια ταινία ορόσημο στην ιστορία του κινηματογράφου, ακριβώς επειδή βάζει τον πήχη των φιλοδοξιών ψηλότερα από τον καθένα. Kι όχι μόνο ψηλότερα, αλλά και παλαιότερα από τον καθένα, αφού ούτε λίγο ούτε πολύ κοιτάζει το Βig Bang κατά πρόσωπο, το Άπειρο κατά πρόσωπο, τον Θεό κατά πρόσωπο. Ξεκινάει από μια εντελώς προσωπική ιστορία, την τραγική στιγμή που μια μάνα και ένας πατέρας πληροφορούνται το θάνατο ενός παιδιού τους και λίγα λεπτά μετά την έναρξη, η επίκληση της μάνας στον Θεό στρέφει την κάμερα από την γη στον ουρανό, από την μικρή ιστορία στην μεγάλη, την Μεγαλύτερη Ιστορία που Ειπώθηκε Ποτέ, μόνο που αυτή δεν είναι η Ιστορία του Χριστού, αλλά η Ιστορία της γέννησης του κόσμου, η Ιστορία της δημιουργίας ζωής πάνω στη γη. Αυτό που κάνει ο Μάλικ δεν είναι μόνο ολότελα αντισυμβατικό και ολότελα θρασύ, είναι και δυνάμει αυτοκαταστροφικό, αφού πρόκειται για μια επιλογή που μπορεί άνετα να σε καταστήσει περίγελο και ο κρότος από την πτώση σου να είναι κοσμικών διαστάσεων. Κι όμως το τολμά, και ακόμα και αν δεν του βγαίνει σε απόλυτο βαθμό -που, όχι, δεν του βγαίνει- δεν μπορείς παρά να δείξεις σεβασμό στην τόλμη του. Moλονότι οι περισσότερες από τις εικόνες δημιουργίας του κόσμου είναι αυτοτελώς εντυπωσιακές, το πράγμα χαλάει κάπου στη σύνθεσή τους, στην παράθεση της μίας δίπλα στην άλλη: διαρκούν περισσότερο από όσο θα έπρεπε, το κομμάτι αυτό της ταινίας θα έπρεπε να είναι πιο σύντομο, πιο σφιχτό, να πει την ίδια ιστορία πιο λακωνικά, με λιγότερο αυτοθαυμασμό για το δέος των εικόνων που πετάει πάνω στον θεατή.
Οι σκηνές που επιστρέφουμε από την ιστορία της γέννησης του κόσμου στην ιστορία που ο Μπραντ Πιτ με την Τζέσικα Τσαστέιν σμίγουν και φέρνουν στον κόσμο τα παιδιά τους, καθώς αυτά από πλάνο σε πλάνο μεγαλώνουν, δεν είναι μόνο οι καλύτερες της ταινίας, είναι και σκηνές ανθολογίας. Το μοντάζ τους είναι υποδειγματικό, είναι σαν ένα συμπυκνωμένο home movie, όπως πριν είχαμε ένα home movie της γέννησης του κόσμου. Οι σκηνές αυτές αρκούν από μόνες τους για να δικαιώσουν την ταινία, όσες αντιρρήσεις και αν έχεις για τα υπόλοιπα τμήματά της. Και μπορεί ένα βασικό μειονέκτημα της να είναι ότι δεν κατορθώνει να δημιουργήσει μια σκηνή συγκίνησης που θα προκύψει μέσα από ιστορία της συγκεκριμένης οικογένειας, αλλά στο κομμάτι αυτό η συγκίνηση έρχεται μέσα από σκηνές πανανθρώπινες. Όχι από την ιδιαιτερότητα μιας συγκεκριμένης ιστορία, αλλά από την δυνατότερη κοινή ανθρώπινη ιστορία: γέννηση, το ποδαράκι του μωρού στο χέρι του πατέρα, τα πρώτα βήματα, ένα παιδάκι που κοιτάει το βρέφος αδελφάκι του στην αγκαλιά της μαμάς τους.
Μεγάλο κομμάτι της ταινίας διαδραματίζεται ένα καλοκαίρι της δεκαετίας του 50 στο Τέξας. Τα τρία αγόρια έχουν μεγαλώσει, είναι από 11 έως 7 ετών. Ο Μπραντ Πιτ είναι ο αυστηρός πατέρας που τους πειθαρχεί και τον φοβούνται, χωρίς όμως να κάνει και τίποτα υπερβολικά σκληρό, ενώ και τα συναισθήματά του είναι αναμφίβολα τα καλύτερα. Στον τρόπο του υπάρχουν τα προβλήματα. «Να μην είστε μαλακοί γιατί θα σας πατήσουν στη ζωή», τα διδάσκει. Αντίθετα η μάνα τους, τους λέει να αγαπούν όχι μόνο όλους τους ανθρώπους, αλλά και το κάθε φύλλο στα δέντρα, τη κάθε σταλιά βροχής, τα πάντα όλα. Η ανταρσία των γιών - ανθρώπων απέναντι στον πατέρα - Θεό. Η σχέση αγάπης και μίσους. Η σχέση φόβου και εξουσίας. Σκέψεις πατροκτονίας - θεοκτονίας.
Η παρουσία του Σον Πεν (που υποδύεται τον ένα γιο στη σημερινή εποχή) είναι διακοσμητική, στερείται εντελώς ρόλου, δεν έχει κάποιο ευδιάκριτο λόγο ύπαρξης, ενώ οι σκηνές του φαίνονται αταίριαστες με το όλο κλίμα της ταινίας. Το δε οραματικό φινάλε στο οποίο έχει κεντρικό ρόλο χαλάει ακόμη περισσότερο τα πράγματα. Ένα άλλο μείον της ταινίας είναι πως από το πρώτο ως το τελευταίο της λεπτό είναι βαριά έως και βαρύγδουπη. Ο τόνος δεν παύει στιγμή να είναι βιβλικός, αρχετυπικός, λες και δεν κάνει να χαλαρώσει δευτερόλεπτο (ούτε στο παιχνίδι των παιδιών ας πούμε, που και αυτό με βάρος κινηματογραφείται, πανέμορφο βάρος, αλλά βάρος).