Δευτέρα, Μαΐου 31, 2010

Η κραυγή και η κατακραυγή

Στην εύλογη απορία «μα καλά, δεν θα έπρεπε να λειτουργήσει αποτρεπτικά για το κράτος του Ισραήλ η προβλεπόμενη κατακραυγή;», η απάντηση μάλλον είναι ότι προφανώς τη συνυπολόγισε την κατακραυγή, αλλά στο ζύγι βάρυνε περισσότερο η επιθυμία του να ακουστεί για μια ακόμα φορά η κραυγή του, η κραυγή ενός κράτους που έχει αποδείξει τις τελευταίες δεκαετίες ότι δεν γνωρίζει ηθικούς ή νομικούς φραγμούς προκειμένου να υπερασπιστεί τα συμφέροντά του.
Και δεν θα βάραινε περισσότερο στο ζύγι αν δεν είχαν προηγηθεί οι πολλές φορές στο παρελθόν που η κατακραυγή κόπαζε, ενώ η κραυγή είχε αποτελέσματα απτά, αποτελέσματα άμεσα.
Κατακραυγή που δεν θα κόπαζε, κατακραυγή που θα είχε μετατραπεί σε εναντίον του κράτους του Ισραήλ κραυγή, αν το Ισραήλ δεν ήταν τελικά με εμάς τους καλούς, με τον λευκό, δυτικό άνθρωπο που κυριάρχησε και κυριαρχεί στην ανθρωπότητα, αφενός με την ωμή του βία και αφετέρου με τους πάσης φύσεως προπαγανδιστικούς του μηχανισμούς, μηχανισμούς κατασκευής συναίνεσης, μηχανισμούς πλύσης εγκεφάλου.
Με αυτό το δίπολο - σιγουράκι, με αυτή τη δύναμη ονοματοδοσίας των πράξεων και ορισμού των εννοιών, τελικά τρομοκράτης θα είναι πάντα ο Άλλος και κολάσιμη η βία πάντα του Άλλου, με τις δικές μας ενέργειες να είναι το πολύ «δυσανάλογες».

Κυριακή, Μαΐου 30, 2010

Lost and Forgotten

Θα ήταν υπερβολικό να ορίσεις αισθητικά την εποχή μας
ως εποχή των πεταλούδων,
όπως υπερβολικό θα ήταν και να την ορίσεις
Λιγότερο υπερβολικό θα ήταν να την ορίσεις
ως εποχή που συνυπάρχουν στον ίδιο διαγωνισμό
και οι πεταλούδες και ο Πίτερ,
δηλαδή ως εποχή συνύπαρξης στο ίδιο τερέν και με τους ίδιους όρους
της πραγματικότητας που άνετα περνιέται για ειρωνικό σχόλιο,
με το ειρωνικό σχόλιο που άνετα περνιέται για πραγματικότητα.
Κι όταν ακούς ότι κάποιος μπούκαρε στο τραγούδι της Ισπανίας,
εύχεσαι να είναι ο Σάσα Μπάρον Κοέν, αλλά τελικά ήταν
ο Τζίμι Τζαμπ. Ωστόσο σχετικά μικρό το κακό.
Και τους τρεις τους αγαπάς
και οι τρεις προσφέρουν τους δικούς τους μικρούς βανδαλισμούς
στους κανόνες του θεάματος,
μετατρεπόμενοι φυσικά και αναπόφευκτα
σε μέρος του,
αλλά πάντως σε ένα μέρος διαφορετικό,
σε ένα μέρος που σου αρέσει να επισκέπτεσαι.

Rider In Peace




I mean, what are they gonna say when he's gone? 'Cause he dies when it dies, when it dies, he dies! What are they gonna say about him? He was a kind man? He was a wise man? He had plans? He had wisdom? Bullshit, man!

Παρασκευή, Μαΐου 28, 2010

Η Ελλάδα όλων

Στο άκουσμα της ομολογίας Μαντέλη δεν υπήρξε Έλληνας που να μην πλημμύρισε με ενοχές. Που να μην κοιτάχθηκε στον καθρέφτη φτύνοντάς τον. Που να μην μονολόγησε «Ρε πούστη μου, πόσο διεφθαρμένοι είμαστε σαν χώρα, πόσο διεφθαρμένοι σαν κοινωνία, πόσο τελικά προσωπικά διεφθαρμένος είμαι».
Τότε βγήκε φήμη πως θα κάνει δήλωση ο Σημίτης.
Οι δυσοίωνες σκέψεις αναπόφευκτες: «Ωχ, θα μας τα χώσει πάλι· και πώς να του απολογηθείς αυτήν την φορά; Αντικρούονται τα αναντίκρουστα;». Ότι τα είχε πει εγκαίρως, τα είχε πει εγκαίρως. Θα μπορούσε απλά να επαναλάβει αυτολεξεί την προ δεκαετίας έκρηξη αγανάκτησής του και να μας την τρίψει στα μούτρα: «Να μην κάνουμε τους έκπληκτους, όταν ξαφνικά ανακαλύπτουμε ποια είναι η Ελλάδα. Αυτή είναι η Ελλάδα. Η Ελλάδα η δική σας, η Ελλάδα των άλλων, η Ελλάδα όλων».
Ωστόσο αντί να μας δώσει μια μούντζα και να πάει παρακάτω, αντί να βγει και να πει «Σας τα έλεγα ποιοί είσαστε και δεν με ακούγατε» αποφάσισε να φανεί μεγάθυμος και συγχωρητικός:
Αν δεν υπήρχε το μνημειώδες συντακτικό του (που δεν γνωρίζει διάκριση γραπτού προφορικού λόγου, εκτός ίσως από τα σαρδάμ), ποιός θα πίστευε ότι είναι δικά του αυτά τα παρηγορητικά λόγια, ποιός θα πίστευε ότι τη στιγμή που δικαιώνεται περισσότερο από ποτέ για το ποιόν της συλλογικής Ελλάδας, εκείνος επιλέγει να της ανοίξει ένα παράθυρο ελπίδας;
---
Αλλάζουμε θέμα τώρα. Έχουμε κοντά μας τον τακτικό συνεργάτη του μπλογκ, τον Ιστορικό Τουμέλλοντος.
- Ιστορικέ Τουμέλλοντος, καλησπέρα. Υπάρχει κάτι που σου κάνει εντύπωση τις τελευταίες μέρες;
- Ναι, σκέφτομαι όλην αυτήν την κατακραυγή για τα 200.000 ευρώ του Μαντέλη, όλους τους χαρακτηρισμούς που έχει προλάβει να εισπράξει σε δυο μέρες, όλες τις νομικές διαδικασίες που έχουν κινηθεί. Και προσπαθώ να σκεφτώ αν για το 1.000.000 ευρώ του Τσουκάτου προς το ΠΑΣΟΚ, είχαμε αντίστοιχες αντιδράσεις και αντίστοιχο σκανδαλισμό.
- Τι εννοείς; Όπως έγινε ήδη κακή λέξη και σύμβολο το «Μαντέλης» να γίνει κακή λέξη και σύμβολο και το «ΠΑΣΟΚ»;
- Μαντέληδες υπάρχουν πολλοί, ΠΑΣΟΚ όμως ένα.
- Να απαγορευθεί τότε η έξοδος του ΠΑΣΟΚ από τη χώρα, η έξοδος της χώρας από το ευρώ, τι;
- Κοίτα, καταλήγω στο εξής συμπέρασμα: Ο Μαντέλης είχε τον κυνισμό να ομολογήσει - το ΠΑΣΟΚ την ευαισθησία να αρνηθεί. Ο Μαντέλης διατηρούσε λογαριασμούς - το ΠΑΣΟΚ Κύριος οίδε τι διατηρεί και πού τα διατηρεί. Για τον Μαντέλη αυτό τώρα το ονομάζουν ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Για το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ διαβάζαμε κατά κόρον τότε ότι αυτού του είδους οι χορηγίες είναι μέρος του παιχνιδιού και ότι πρέπει απλά να αλλάξουν οι κανόνες και να γίνουν μερικές στάλες πιο διαφανείς. Γιατί τελικά τα μεν διακόσια χιλιάρικα του Μαντέλη κατέληξαν σε εκείνον, το δε εκατομμύριο Τσουκάτου - ΠΑΣΟΚ κατέληξε στα ΜΜΕ, στις διαφημιστικές, στις εταιρίες δημοσκοπήσεων κλπ, πήγε δηλαδή για καλούς σκοπούς, με καλύτερο και ιερότερο όλων την εύρυθμη λειτουργία της δημοκρατίας, η οποία προϋποθέτει και χρειάζεται μεγάλα κόμματα ικανά να λειτουργούν και να αντεπεξέρχονται στις αυξημένες οικονομικές τους υποχρεώσεις.
- Η δημοκρατία μας δηλαδή λειτουργεί ως πλύστρα μαύρου χρήματος;
- «Όλη η δημοκρατία δεν είναι ένα διεφθαρμένο πολίτευμα».

Τετάρτη, Μαΐου 26, 2010

Here and Now

Το Lost ως παραβολή της εξουσίας: Ποτέ κανείς δεν ζημιώθηκε υποτιμώντας τη νοημοσύνη των πολλών. Αρκεί να μην την υποτιμάς λίγο. Μικροαπάτες και μικροκοροϊδίες είναι επίφοβες. Όταν όμως η υποτίμηση δεν αφορά επιμέρους κανόνες του παιχνιδιού αλλά τα θεμέλια του, το ίδιο το παιχνίδι, δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα. Kανείς δεν θέλει να παραδεχθεί ότι είναι παίγνιο σε παιχνίδι που δεν βγάζει πουθενά. Να υπόσχεσαι διαρκώς κάτι καινούριο. Δεν έχει σημασία γιατί σε ψήφισαν στην αρχή. Σημασία έχει ότι βρίσκεσαι σε θέση να τους ελέγχεις. Δεν είσαι υποχρεωμένος να κάνεις ό,τι τους υποσχέθηκες. Από κανέναν. Έχεις λευκή επιταγή. Να ξεφεύγεις (move on) αλλάζοντας διαρκώς την ατζέντα. Να αδιαφορείς για τις συνέπειες. Συνέπειες δεν υπάρχουν. Άνοιξε όσες τρύπες θες και μην τις κλείσεις ποτέ. Αρκεί στο μεταξύ να έχεις ανοίξει την επόμενη για να βρουν να κρύψουν το κεφάλι τους.

To Lost ως παραβολή της υπαρξιακής αγωνίας: Όσο πιο γρήγορα παραιτηθείς από την ιδέα του νοήματος και των απαντήσεων, τόσο το καλύτερο για σένα. Μην την ψάχνεις για να μη χαθείς, μην τη ψάχνεις για να μην απογοητευθείς. Σταμάτα να πασχίζεις να βρεις εξηγήσεις, σταμάτα να πασχίζεις να ανακαλύψεις το μεγάλο συνεκτικό μυστικό. Δεν υπάρχει. Όλα είναι φανερά. Όλα είναι θέαμα. Κι εσύ ο καταναλωτής του. Ο κόσμος όλος είναι σαν μια τηλεοπτική σειρά που ξεκινάει μην έχοντας ιδέα για το που θέλει να καταλήξει. Η ζωή είναι σαν μια τηλεοπτική σειρά με μια λαμπρή αρχική ιδέα. Η ζωή είναι μια λαμπρή αρχική ιδέα που στην πορεία παραμυθιάζει τον εαυτό της και τους θεατές της ότι υπάρχει και μια συνολική τελική ερμηνεία. Πώς να ερμηνεύσεις την αρχική έμπνευση; Δεν γίνεται. Στο τέλος δεν κρύβεται κανένα θαύμα, το θαύμα κρύβεται στην αρχή. Σαν βγεις στον πηγαιμό για το νησί του Lost να έχεις υπόψη σου ότι προορισμός δεν υπάρχει, ότι όλα τα ταξίδια είναι τελικά απατηλά. Ωραία αλλά απατηλά. Απατηλά σαν την πραγματικότητα, απατηλά σαν την ερώτηση «Πως και γιατί;», απατηλά σαν την κραυγή «Θέλω να καταλάβω». Καλύτερα να μην καταλάβεις, καλύτερα να συνεχίσεις να ψάχνεις μυστικά και εξηγήσεις. Έτσι θα καταφέρεις να χαθείς, να μπερδευτείς, να ξεχαστείς. Κι ας μην οδηγεί όμως πουθενά αλλού παρά σε μια σειρά από αδιέξοδα του νοήματος, η ζωή είναι μια ιστορία που είναι προτιμότερο να ξεκινά να την αφηγείται κανείς. Αφηγούμενός την, υποτιμάς τελικά τη νοημοσύνη και των ακροατών σου και εσού του ιδίου; Ναι, αλλά σε αντιστάθμισμα κερδίζεις περιστασιακές υπερτιμήσεις της συγκίνησής σας. Ο νους ζητά ματαίως να τραφεί από τροφή που τον υπερβαίνει, η καρδιά όμως είναι σεξουαλικό όργανο που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα ικανοποιήσει τις ανάγκες της. Και ο τρόπος των ιστοριών έχει σταθεί προαιώνιος φίλος της ανθρώπινης καρδιάς.

H οργανωμένη

Ας ξεκινήσουμε από μια κριτική: «Μπορεί να έχετε ακούσει ότι ο Ρομπέν των Δασών έκλεβε από τους πλούσιους και τα έδινε στους φτωχούς αλλά αυτό δεν ήταν παρά προοδευτικίζουσα προπαγάνδα των ΜΜΕ. Αυτός εδώ ο Ρομπέν δεν είναι ένας σοσιαλιστής ληστής που εξασκείται στην αυτοσχέδια αναδιανομή του πλούτου, αλλά μάλλον κάποιος ανδροπρεπής αντικρατιστής που επαναστατεί ενάντια στην υψηλή φορολόγηση και σε ένα μεγάλο κυβερνητικό σχέδιο που ποδοπατά τις αρχαίες ελευθερίες των ιδιοκτητών γης και των ευγενών». Ωστόσο η κριτική αυτή μπορεί κάλλιστα να υπερβάλλει, καθώς δεν αποκλείεται να γυριστεί σίκουελ στο οποίο όντως ο Ρομπέν θα κλέβει από τους πλούσιους και θα δίνει στους φτωχούς. Αυτό είναι άλλωστε το διαφορετικό στοιχείο της εκδοχής του Ρομπέν του Ρίντλεϊ Σκοτ: μας δείχνει τον Ρομπέν πριν γίνει μύθος. Επεμβαίνουμε έτσι όχι μόνο στην ιστορία αλλά και στον μύθο, και στο τουρλού αυτό τον δείχνουμε να αποκρούει γαλλική εισβολή και να εξηγεί με απλά λόγια την Μagna Carta στον Ιωάννη τον Ακτήμονα. Η κριτική υπερβάλλει επίσης γιατί η Μagna Carta είναι σε κάθε περίπτωση συμβολικός σταθμός του νομικού πολιτισμού της Δύσης. Οπότε τελικά το πρόβλημα του Ρομπέν δεν είναι πως είναι ιδεολογικά διαφορετικός από ό,τι τον ξέραμε σαν φιγούρα των λαϊκών μύθων, αλλά το ότι δεν είναι καθόλου διαφορετικός από ό,τι τον αναμέναμε σαν κινηματογραφικό ήρωα.

Γιατί όμως; Επειδή «για τα λεφτά τα κάνεις όλα, για τα ρημάδια τα λεφτά»; Όχι, δεν είναι αυτό το πρόβλημα από μόνο του. Το Χόλιγουντ πάντα έτσι λειτουργούσε. Το πρόβλημα είναι να παντρευτεί η ανάγκη να βγάλουν τα στούντιο λεφτά, με κάποιο δημιουργικό όραμα, έστω μετριασμένο, έστω πειραγμένο, έστω συμβιβασμένο. Η πρώτη ύλη δηλαδή να είναι αυτό το όραμα. Υπήρχε άραγε κάποιο τέτοιο όραμα στο αρχικό σενάριο που επικέντρωνε στον Σερίφη του Νότιγχαμ, κοιτώντας τον μάλιστα με ευνοϊκό μάτι; Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Ιδού ένα χολιγουντιανό παράδοξο: πρώτα αγοράζεις πλουσιοπάροχα ένα σενάριο και στη συνέχεια το παίρνεις και του αλλάζεις τα φώτα. Και τελικά θα εγκαταλείψουμε την ιδέα να παίζει το Σερίφη (ή και τον Σερίφη και τον Ρομπέν) ο Ράσελ Κρόου, θα εγκαταλείψουμε την ιδέα να κάνουμε κάτι διαφορετικό και θα επιστρέψουμε στα βασικά. Φωνάζεις τον ειδικό που σου έχει παραδώσει μεγάλα σενάρια στο παρελθόν. Θα έρθει λοιπόν ο Μπράιαν Χέλγκελαντ να στο «γιατρέψει» το σενάριο και, ωραία, και η πλοκή θα ρέει και ένα σωρό χαρακτήρες θα χωρέσουν μέσα της. Και υπάρχουν και περιστασιακές σπίθες στους διαλόγους (με μια ατάκα να είναι εξόχως επίκαιρη για την τωρινή ελληνική οικονομική πραγματικότητα: «Το να αρμέγεις μαστάρι που στέρεψε, το μόνο που θα σου αποφέρει είναι να κλωτσήσει η αγελάδα το σκαμνί που κάθεσαι για να την αρμέξεις»). Και σκηνοθετικά πώς να σε απογοητεύσει ο Ρίντλεϊ Σκοτ; Οι ταινίες του θα σε κρατήσουν είτε έτσι είτε άλλιως καθηλωμένο. Και τον Ράσελ Κρόου έξι χιλιάδες φορές να τον δεις να παίζει παρόμοιους ρόλους, πάλι θα σε κερδίσει, ακόμη και αν βλέπεις ακριβώς αυτό που είχες στο μυαλό σου ότι θα δεις. Και η Κέιτ Μπλάνσετ δίνει υπόσταση σε όποιο ρόλο και αν παίξει. Και ένα σωρό εξαιρετικοί ηθοποιοί στους δεύτερους ρόλους, από τον Γουίλιαμ Χαρτ και την Αϊλίν Άτκινς ως τον Μαξ Φον Σίντοφ και τον Μαρκ Στρονγκ. Αλλά είναι η τρίτη φορά μέσα στους πρώτους πέντε μήνες του 2010 («Σέρλοκ Χολμς», «Κick-Ass») που θα δούμε στους ελληνικούς κινηματογράφους τον Μαρκ Στρονγκ να παίζει τον κακό του έργου και να εξοντώνεται με φαντασμαγορικούς τρόπους. Τυποποίηση και Άγιος ο Θεός. Ακόμη και η μετατροπή του τίτλου από «Nottingham» σε «Robin Hood» δείχνει την αγωνία να μη χαθεί από παρανόηση ούτε ένα δολάριο, ούτε ένα ευρώ, ή όποιο άλλο νόμισμα παγκοσμίως, σκληρό ή μαλακό. Στην αφίσα ο Ράσελ Κρόου στοχεύει με το τόξο θυμωμένος. Δίπλα στο κεφάλι του η υπενθύμιση: Gladiator. Κι όμως, στις λιγοστές σκηνές που του αναλογούν, ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος του Ντάνι Χιούστον δείχνει μια άλλη κατεύθυνση στην οποία θα μπορούσε να είχε κινηθεί η ταινία, μια κατεύθυνση λιγότερο μονοδιάστατα προβλέψιμη, περισσότερο χρωματισμένη, σύνθετη και αιρετική. Αλλά ποιός θα μπορούσε να εγγυηθεί ότι μια τέτοια προσέγγιση δεν θα είχε το ρίσκο της οικονομικής αποτυχίας;

Στο τέλος της ημέρας όλοι οι συντελεστές της ταινίας θα έχουν κάνει τη δουλειά τους καλά (οι άνθρωποι του ήχου και των ηχητικών εφέ ίσως περισσότερο απ' όλους), κανείς δεν θα έχει κοροϊδέψει κανένα, το ταλέντο, τα μεγέθη και η οργάνωση είναι τέτοια ώστε η καλή δουλειά τους να παραδίδει ένα ικανοποιητικό σύνολο, αλλά βοά δια της απουσίας του ο ξεχωριστός χαρακτήρας, το γενεσιουργό αίτιο, η ρίζα, ο λόγος ύπαρξης της ταινίας. Βρισκόμαστε στον αντίποδα της αρπαχτής ως προς την προχειρότητα και το τελικό αποτέλεσμα, αλλά όχι και τόσο μακριά της ως προς το λόγο που γυρίστηκε αυτή η ταινία (όπως και τόσες άλλες πριν και μετά από αυτή). Ο «Robin Hood» δεν είναι αρπαχτή αλλά οργανωμένη.
(Kείμενο γραμμένο για το ελculture)

Κυριακή, Μαΐου 23, 2010

Η Γυναίκα με την Βεντάλια

Συνήθως οι κυριακάτικες βροχές της άρεσαν, συνήθως οι ανοιξιάτικες βροχές της άρεσαν, αλλά σήμερα το συνήθως της έπεφτε μικρό. Αποφάσισε να δοκιμάσει κάτι άλλο πάνω της. Άνοιξε τη ντουλάπα της. Είχε βγάλει τα καλοκαιρινά. Καλοκαιρινό θα φορούσε. Ένα κροκί φόρεμα, μια σιέλ μπλούζα. Τράβηξε τα μαλλιά της προς τα πίσω, τράβηξε και το πρόσωπο ώστε να μακροστενέψει, πήρε την ασορτί με την μπλούζα της βεντάλια και βγήκε στη μπόρα. Περπάτησε αρκετά, κουράστηκε και έκατσε σε ένα παγκάκι. Βρεχόταν, βρεχόταν καταρρακτωδώς, αλλά διατηρούσε το ίδιο ατάραχο ύφος, ενώ έκανε με τη βεντάλια αέρα. Η βεντάλια μούλιασε. Τώρα ήταν ασορτί με τη διάθεσή της. Τώρα ποιός θα την έκλεβε με αχρηστευμένη βεντάλια; Ένιωσε σαν βανδαλισμένο έργο τέχνης. Γιατί έργο τέχνης ήταν κάποτε. Και η φύση την βανδάλιζε, όχι μόνο τώρα, αλλά τις τελευταίες δεκαετίες. Προτιμούσε τον σημερινό κατακόρυφα υγρό βανδαλισμό της, γιατί ήταν πολύ πιο άμεσος και πολύ πιο ειλικρινής, από εκείνο το ύπουλο λίγο - λίγο των δεκαετιών.
Η βροχή σταμάτησε. Κοίταξε γύρω της. Ποιά πλατεία ήταν αυτή; Πώς θα έβρισκε το δρόμο πίσω; Το αλτσχάιμερ το χρησιμοποιούσε πολλές φορές σαν πρόφαση, άλλες την χρησιμοποιούσε εκείνο, είχαν καταφέρει να έχουν μια σχέση συμβιωτική. Τελικά την αναγνώρισαν από μια απέναντι πολυκατοικία. Πρέπει να είχε ξαναχαθεί εδώ. Την γύρισαν σπίτι της. Τελικά δεν είχε πάει τόσο μακριά. Έβγαλε τα βρεγμένα της ρούχα, πέταξε στα σκουπίδια την βρεγμένη βεντάλια, έλυσε τα μαλλιά της, ξεμακροστένεψε το πρόσωπό της και μπήκε στο μπάνιο να ρίξει πάνω στο σώμα της ζεστό νερό. Δεν ήθελε να το κοιτά πια αυτό το σώμα, αλλά τώρα το κοιτούσε. Κάποτε είχε ένα σώμα δικό της, τώρα είχε πάρει τη θέση του εκείνο μιας γριάς. Κάποτε είχε ένα σώμα που σκανδάλιζε, τώρα σκανδαλιζόταν η ίδια με την αντικατάσταση, με μια αντικατάσταση που ουδέποτε είχε ζητήσει, νομιμοποιήσει, παραδεχθεί. Το αλτσχάιμερ της είχε μισοπάρει το μυαλό, αλλά αυτό που της είχε πάρει ολόκληρο το σώμα δεν το θεωρούσαν αρρώστια. Και σχέση συμβιωτική μαζί του δεν ήθελε να έχει. Όταν ντύθηκε άρχισε να κοιτά τα παλιά της άλμπουμ. Δεν το πίστευε κι όμως το έβλεπε. Σε μια φωτογραφία που είχε ξεχάσει κρατούσε βεντάλια. Δεν φορούσε κροκί φόρεμα ούτε σιέλ μπλούζα, δεν είχε τα μαλλιά της περασμένα πίσω ούτε πρόσωπο μακρόστενο. Το δε ύφος της χαρούμενο κι όχι μελαγχολικό. Αλλά αυτή ήταν μια εικόνα που όσοι την έκλεψαν και την χάρηκαν στην εποχή της, την έκλεψαν και την χάρηκαν· εγκαταστάθηκε σε μερικά κορμιά και μυαλά, ύστερα έγινε ανάμνηση, ύστερα ξεθώριασε. Αν ένας από αυτούς ήταν ζωγράφος, αν ένας από αυτούς ήταν μουσικός, αν ένας από αυτούς ασχολιόταν με τις λέξεις, αν μπορούσε με κάποιο τρόπο να έχει διασωθεί, να έχει επιζήσει, να τη λαχταρούν και τώρα, να την κυνηγούν και τώρα, να την κάνουν δική τους και τώρα. Φτερνίστηκε. Είχε πουντιάσει. Επτά μήνες μετά θα πέθαινε από γηρατειά.
Το δυάρι της και τα πράγματά της τα άφησε στην ανιψιά της. Τα άλμπουμ μπήκαν σε κάτι κούτες και οι κούτες στην αποθήκη. Χρόνια μετά σε ξεσκαρτάρισμα της αποθήκης πετάχτηκαν και οι κούτες. Άγνωστο σε ποιό κάδο. Μακάρι στης ανακύκλωσης, ώστε αυτό που ήταν κάποτε ομορφιά να ξαναγίνει τουλάχιστον πρώτη ύλη που θα εγγραφεί επάνω της κάτι καινούρια όμορφο, κάτι που ίσως αξιωθεί ένα ξεχωριστό βλέμμα το οποίο θα το διατηρήσει στο πέρασμα των χρόνων ποθητό, κάτι που ακόμη κι αν πλαστογραφηθεί θα πλαστογραφηθεί για να παραμείνει όμοιο κι αναλλοίωτο, κάτι που θα γλιτώσει από την πλαστογραφία της φυσικής φθοράς η οποία εγγράφεται πάνω σου ισχυριζόμενη πως είσαι ακόμα εσύ, ενώ εσύ δεν είσαι έτσι, ενώ εσύ ήσουν η γυναίκα με την βεντάλια.

Πέμπτη, Μαΐου 20, 2010

Πίσω απ' τις κουρτίνες

Τόλης χρωστά σε κράτος - κράτος χρωστά σε αγορές - κράτος κόβει συντάξεις και μισθούς - Άντζελα με το ένα χέρι υποβάλλει κοινή φορολογική δήλωση με Τόλη και με το άλλο ψηφίζει τα μέτρα. Ζήσαμε σαν λαός συλλογικά και ισότιμα πάνω από τις δυνάμεις μας, ζήσαμε σαν λαός συλλογικά και ισότιμα άσωτα, ήρθε η ώρα σαν λαός συλλογικά και ισότιμα να πληρώσουμε το λογαριασμό. Χόρεψε μαζί μου τώρα στου καημού την άκρη. «Δεν ντρέπεστε, δεν ντρέπεστε;» θα φωνάξει δις ο Πρωθυπουργός από το βήμα της Βουλής προς τους βουλευτές της ΝΔ. Τον πνίγει το δίκιο. Δεν ντρέπονται, Γιώργο. Είκοσι οκτώ χιλιάδες ευρώ οι κουρτίνες του Μαρκόπουλου. Ωστόσο, κοιτώντας την μεγάλη εικόνα, μεγαλύτερο σκάνδαλο κι από τις κουρτίνες του Μαρκόπουλου είναι ο ίδιος ο Μαρκόπουλος, που αντί να είναι τριτοτέταρτο όνομα σε σκυλάδικο της εθνικής, έχει φτάσει να τραγουδάει δίπλα στον Τόλη της ΝΔ, τον Αντώνη Μείγμα Σαμαρά. Εκείνο που πρώτα απ' όλα έχει καεί, έχει καεί, είναι η ποιότητα των περισσοτέρων από όσους στελεχώνουν τη Βουλή. Το σύστημα πυρασφάλειας δεν λειτούργησε και τώρα η έξοδος κινδύνου φαντάζει περισσότερο αναγκαία παρά ποτέ. Φαντάζει στα αλήθεια όμως; Όσο κι αν έχει προεξοφληθεί η κατάρρευση του μεταπολιτευτικού πολιτικού σκηνικού, μήπως τελικά τα αντέξει και αυτά τα χτυπήματα; Εάν αντέξει, τι ακριβώς θα μας εκπλήξει δηλαδή; Το ότι την κρίσιμη ώρα ο ψηφοφόρος θα επιλέξει ξανά είτε τη σιγουριά των δύο μεγάλων κομμάτων είτε την δια της αποχής κατ΄αποτέλεσμα πριμοδότησή τους; Παίζοντας στα σίγουρα δεν φτάσαμε ως εδώ; Ακόμη και τώρα -ή μάλλον κατ' εξοχήν τώρα- δεν είναι που αντιπαραβάλλεται η δική τους υπευθυνότητα με την ανευθυνότητα και την επικινδυνότητα της αριστεράς; Ειδικά τώρα δεν είναι που συνοψίζοντας τις μεταπολιτευτικές παθογένειες ολοένα και περισσότερα δάκτυλα δείχνουν προς αυτούς που δεν κυβέρνησαν ποτέ; Αλλά πώς μπορείς να απαλλαγείς από κάποιον που δεν κυβερνά; Μα δεν θες να απαλλαγείς. Τον χρειάζεσαι για να τον στοχοποιείς και να απαλλάσσεσαι, τον χρειάζεσαι για να κάνεις το κοντράστ μαζί του, τον χρειάζεσαι για να φοβούνται την εναλλακτική του περισσότερο από την πεπατημένη σου.
(Lifo, 20.5.10)

Recycling Oμολόγων & Σαντ Τζουλιά

Έφαγα το βράδυ μου προσπαθώντας να καταλάβω πού μεταξύ αυτού και αυτού βρίσκεται η αλήθεια. Προς το παρόν δεν τα κατάφερα, αλλά μην αγχώνεσαι, θα την βρω την άκρη, κάπου ανάμεσα στη διαπραγμάτευση τίτλων και τον διακανονισμό συναλλαγών, κάπου ανάμεσα στο Τ + 3 και στο Τ + 10. Μέχρι να την βρω, ας περάσουμε στις αθλητικές ειδήσεις.
Πιθανοί αντίπαλοι (στις 15 και 22 Ιουλίου) της ομάδας που κατετάγη τελικά 5η στη Σούπερ Λίγκα: Σούντουβα (Λιθουανία), Σπόρτινγκ Φινγκάλ (ΕΙΡΕ), Σάμροκ Ρόβερς (ΕΙΡΕ), Βαντούζ (Λίχτενσταϊν), Νόβα Γκόριτσα (Σλοβενία), Σιαουλιάι (Λιθουανία), Σαντ Τζουλιά (Ανδόρα), Μπρέινταμπλικ (Ισλανδία), Μπάνγκορ Σίτι (Ουαλία), Ατιράου (Καζακστάν), Κάλεφ (Εσθονία), Μίκα Αστάρακ (Αρμενία), Μπέσα (Αλβανία), Μπουντούτσνοστ (Μαυροβούνιο), Βίκινγκουρ (Νησιά Φαρόε), Κλίφτονβιλ (Βόρεια Ιρλανδία) Πιθανότεροι προκριθέντες από 1ο γύρο: Σκόντο Ρίγα (Λετονία), Ρέικιαβικ (Ισλανδία), Ντάνταλκ (ΕΙΡΕ), Τούρκου (Φινλανδία), Τίρανα (Αλβανία), Ντιναμό Τιφλίδας ή Γεωργία Τιφλίδας (Γεωργία) Εντεκα ομάδες από: Καραμπάχ (Αζερμπαϊτζάν), Ρουζ Χορζόφ (Πολωνία), Τσιμπάλια (Κροατία), Σίμπενικ (Κροατία), Τορπέντο Ζοντίνο (Λευκορωσία), Ντνιεπρ Μογκίλεφ (Λευκορωσία), Κυπελλούχος + 1 ομάδα από Βοσνία/Ερζεγοβίνη, Κυπελλούχος Ουγγαρίας, Κυπελλούχος Αζερμπαϊτζάν, Κυπελλούχος ΠΓΔΜ, 5 νικητές αδιευκρίνιστων ζευγαριών από τον πρώτο γύρο.

Τετάρτη, Μαΐου 19, 2010

Το πιο παράξενο απ' όλα

Ο Ντέιβιντ Λιντς έχει γυρίσει το «Eraserhead», o Μελ Μπρουκς το βλέπει σε ιδιωτική προβολή, εντυπωσιάζεται και καταλαβαίνει ότι ο Λιντς πρέπει να σκηνοθετήσει τον «Άνθρωπο Ελέφαντα». Έτσι ο Λιντς από την ταινία που ολομόναχος, με χρήματα συγγενών και φίλων γυρνούσε ανά διαστήματα επί έξι ολόκληρα χρόνια, γυρνά το 1980 την πρώτη του κανονική ταινία. Ασπρόμαυρη κι αυτή, μια ατμόσφαιρα βιομηχανικής απειλής και σε αυτή, τερατογενέσεις και σε αυτή. Ο πραγματικός Τζων (Τζόζεφ) Μέρικ γεννήθηκε το 1862 στο Λέστερ και έζησε 28 χρόνια. Τα δύο πρώτα φυσιολογικά, τα είκοσι έξι επόμενα παραμορφωμένα. Η αρρώστια του σπανιότατη. «Σύνδρομο του Πρωτέα» την ονόμασαν πρόσφατα. Ελάχιστες περιπτώσεις της έχουν καταγραφεί και καμία στην έκταση τη δική του. Η ταινία ξεκινά με τη φωτογραφία της μητέρας του: η αρμονία των χαρακτηριστικών της, τα μάτια της, οι ελέφαντες την ρίχνουν κάτω, τι σημασία έχει που δεν έγινε έτσι στην πραγματικότητα, όλα είναι συμβολικά, το κτήνος αναμιγνύεται με την ομορφιά και καρπός του ένα εξάμβλωμα. Ούτε ελέφαντας, ούτε άνθρωπος, ο Τζων Μέρικ είναι ο Άνθρωπος Ελέφαντας.

Μέρα - Νύχτα: Δυο ξεχωριστοί κόσμοι, ο κόσμος της μέρας και της νύχτας. Την μέρα τον περιποιούνται στο νοσοκομείο, του φέρονται καλά, πίνουν τσάι μαζί του. Η καλή βικτωριανή κοινωνία όμως δεν ξέρει τι γίνεται τη νύχτα και έτσι το βράδυ μαζεύονται από τα καταγώγια και έναντι εισιτηρίου τον περιγελούν, τον κάνουν θέαμα. «Νow it's dark» όπως θα έλεγε και ο Ντένις Χόπερ στο «Μπλε Βελούδο». Νύχτα - Όνειρα - Υποσυνείδητο - Ήχοι Απόκοσμοι - Ατμοί - Φουγάρα - Κτήνη. Στην αρχή της ταινίας ο γιατρός εγχειρίζει έναν παραμορφωμένο από ατύχημα με μηχανή. Βρισκόμαστε στην καρδιά της βιομηχανικής επανάστασης. Οι μηχανές και τα ζώα μπορούν να σε παραμορφώσουν..

Θέαμα - Θεατής: Από θέαμα (θέαμα σε τσίρκο, θέαμα και στην υψηλή κοινωνία) ο Μέρικ μετατρέπεται σε θεατή. Πηγαίνει να παρακολουθήσει παράσταση στο θέατρο. Από την κτηνωδία του θεάματος στην μαγεία του θεάματος. Από τη θέαση της ασχήμιας στη θέαση της ομορφιάς. Από τα μάτια της μητέρας του περνούσαν οι ελέφαντες, από τα μάτια του γιου περνάνε τώρα οι άνθρωποι με τις στολές ζώων. Όλα είναι εφιάλτης, όλα είναι όνειρο, κι ανάμεσα τους η ζωή.

Ύπνος - Θάνατος: Όπως και στην πραγματικότητα έτσι και στην ταινία ο Μέρικ ήταν αναγκασμένος να κοιμάται σχεδόν καθιστός. Στο διαστρεβλωμένο του ξύπνιο, αντιστοιχούσε διαστρεβλωμένος ύπνος. Μέχρι που μια νύχτα αποφάσισε να ξαπλώσει, να γείρει επιτέλους το κεφάλι, να πλαγιάσει και οι όγκοι στον λαιμό και στο κεφάλι του να σπάσουν την τραχεία του προκαλώντας ασφυξία. Ύπνος και θάνατος γίνονται ένα.

Άνθρωπος - Ζώο: Ο Μέρικ φτιάχνει την μακέτα ενός καθεδρικού ναού που βλέπει από το παράθυρό του. Στους κανονικούς ναούς ο άνθρωπος θέλει να εξυψωθεί ως το Θείο, ο Άνθρωπος Ελέφαντας εξυψώνεται από το ζωώδες στο ανθρώπινο. Η θέωση είναι μέσα μας, η θέωση ίσως ταυτίζεται με την ανθρωπιά, με τη νίκη επί του εντός μας κτήνους. «Δεν είμαι ελέφαντας. Δεν είμαι ζώο. Είμαι άνθρωπος». Την ώρα που φωνάζει αυτές τις λέξεις μιλάει καθαρότερα από ποτέ. Ο λόγος ο αρθρωμένος είναι ικανός να ταράξει τον όχλο, να τον ξανακάνει από μέρος του όχλου πρόσωπο. Ο λόγος σού δίνει υπόσταση, σου δίνει πρόσωπο. Και δίνοντάς σου ένα πρόσωπο πέρα από τα εξωτερικά χαρακτηριστικά, βάζει ταυτόχρονα ένα καθρέφτη στο πρόσωπο του απέναντί σου: είμαι κάτι διαφορετικό από αυτό που κυνηγάς, είμαι σαν εσένα. Ίσως θα μπορούσε να λειτουργήσει σε κάθε είδους στοχοποίηση: δεν είμαι απεργοσπάστης, δεν είμαι γρανάζι του τραπεζικού συστήματος, είμαι άνθρωπος. Είναι η ανθρώπινη ιδιότητα των άλλων που σβήνουμε από το μυαλό μας, είτε πρόκειται για τραπεζοϋπάλληλους που τους κάνουμε να πεθάνουν από ασφυξία στη Σταδίου, είτε για οπαδό του Παναθηναϊκού που τον μαχαιρώνουμε πεσμένο κάτω στην Λαυρίου.

Τμήμα - Όλον: Από το παράθυρό του βλέπει μικρό μόνο μέρος του ναού. Το υπόλοιπο το φτιάχνει με τη φαντασία του. Ακριβώς δηλαδή όπως συμβαίνει με τα δεδομένα που έχει στη διάθεσή του ο άνθρωπος για να κατανοήσει τη ζωή, τον κόσμο, την πραγματικότητα. Μικρό μόνο μέρος της συνολικής εικόνας βλέπουμε, προσπαθώντας να φτιάξουμε το ολοκληρωμένο κτίσμα της, αφενός μεν με την επιστήμη, αφετέρου όμως -σε ό,τι αφήνει εκείνη κενό- με την φαντασία μας. Αντιλαμβανόμαστε ένα μικρό τμήμα της πραγματικότητας και προσπαθούμε με τη φαντασία μας να την φανταστούμε σαν όλον. Θυμόμαστε τα πράγματα από μια ηλικία και ύστερα. Τα πρώτα - πρώτα χρόνια μας δεν τα θυμόμαστε καθόλου. Πριν αυτά τα πρώτα χρόνια δεν υπήρχαμε καν. Και τώρα που πια υπάρχουμε και το ξέρουμε, ξέρουμε επίσης ότι κάποια στιγμή θα πεθάνουμε. Και προσπαθούμε να βγάλουμε ένα νόημα. Προσπαθούμε από το καμπαναριό που βλέπουμε να χτίσουμε ένα ολόκληρο ναό νοήματος. Κατ' εξοχήν ιερέας αυτού του ναού είναι η τέχνη και απόλυτα ξεχωριστός κινηματογραφικός της ιερέας ο Ντέιβιντ Λιντς, που ακόμη και ταινίες του όπως το «Inland Empire», οι οποίες μοιάζουν να προσπαθούν να διώξουν και τον πιο πιστό του θαυμαστή, μάλλον προσπαθούν να έρθουν διαισθητικά λίγο πιο κοντά στο νόημα, λίγο πιο κοντά σε ό,τι αξίζει να φωτιστεί αντισυμβατικά, ασυνήθιστα, από παράξενους δρόμους, που όσο παράξενοι κι αν είναι ωχριούν μπροστά στο πιο παράξενο απ' όλα τα φαινόμενα: στο ότι ο άνθρωπος είναι μεν σε θέση να αντιληφθεί ότι υπάρχει μια γενικότερη εικόνα, αλλά και σε αδυναμία να συλλάβει ποιά είναι αυτή.

(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Τρίτη, Μαΐου 18, 2010

Μα στην Αγιάσο


Μπόνους τρακ η αυθεντική εκτέλεση με τη Σωτηρία Μπέλλου, που με το που ακούγεται η φωνή της έρχονται στο μυαλό τα λόγια του Ευγένιου Αρανίτση (... ήταν σαν να τραγουδούσε ο ίδιος ο θάνατος ... η μουσική πήγαζε απ' τον Αδη. Ασφαλώς, η Μπέλλου δεν το ήξερε, όμως το ήξερε η φωνή της).

Δευτέρα, Μαΐου 17, 2010

Το αυτονόητο ήσσον

Σημείωσε επίσης ότι ο έλληνας πολίτης είναι idiot και ως τέτοιος αντιμετωπίζεται.
Εν πάση περιπτώσει, επειδή το θέμα θα σήκωνε πλάκα μέχρι πριν λίγους μήνες, η άμεση απομάκρυνση Γκερέκου είναι το αυτονόητο ήσσον. Το μείζον είναι τι θα γίνει με τα 5,5 εκατομμύρια Βοσκόπουλου. Εάν βέβαια παραμείνει η Γκερέκου στην κυβέρνηση το ζήτημα παύει να είναι ήσσον και μετατρέπεται στην επιτομή του συμβολικού μείζονος.
Τέλος, είναι εκ προοιμίου ύποπτος όποιος ξεστομίσει τη λέξη «λαϊκισμός» αναφορικά με το συγκεκριμένο θέμα. Η υπόθεση, όπως αναλυτικά περιγράφεται στο σχετικό ρεπορτάζ, αποτελεί πιστότατη φωτογραφία του γενικότερου τρόπου λειτουργίας του κράτους, εξαιτίας του οποίου έχουμε βρεθεί στη θέση που έχουμε βρεθεί.

Κυριακή, Μαΐου 16, 2010

Έδειξε στην παρέα ένα παλιό του σημείωμα:
«Όταν ονειρεύεσαι πως έχεις στύση το πιθανότερο είναι πως όντως έχεις στύση.
Όταν ονειρεύεσαι οτιδήποτε άλλο το πιθανότερο είναι πως απλώς το ονειρεύεσαι.
Γεγονός που μας κάνει ίσως να εικάσουμε ότι αν υπάρχει μια γέφυρα μεταξύ ονειρικού και πραγματικού αυτή λέγεται σηκωμένος φαλλός,
που μας κάνει ίσως να εικάσουμε ότι η ερωτική λειτουργία του σώματος είναι από τη φύση της μια κατάσταση στο μεταίχμιο ονείρου και πραγματικότητας».
Σε μερικούς άρεσε, σε μερικούς δεν άρεσε, και αυτοί που τους άρεσε και αυτοί που δεν τους άρεσε το έριξαν στον χαβαλέ.
Mόνο κάποιες ώρες αργότερα βγαίνοντας από το μπαρ ένας γύρισε και του είπε ότι επιτέλους βρήκε έναν ικανοποιητικό ορισμό του ονειροπόλου: ονειροπόλος είναι εκείνος που αποκλείει από τη σκέψη του την εκδοχή του κατουρήματος. «Να κατουρήσεις συνήθως θες ρε μαλάκα στον ύπνο σου. Να κατουρήσεις», συμπλήρωσε, την ώρα που κατουρούσε σε παρακείμενο γιαπί.
Πάνω που είχε πάρει απόφαση ότι θα είχε ξανά μόνο χάχανα για φίντμπακ, επιτέλους μια κριτική, μια ανταπόκριση. Θα μπορούσε να χτίσει πάνω της. Παλάτια ολόκληρα. Ξεκίνησε να την δουλεύει πυρετωδώς οδηγώντας παρανόμως προς το σπίτι. Ξεκίνησε από το βασικό: είχε κάνει ένα μεγάλο λάθος ο φίλος του: ονειροπόλος είναι εκείνος που αποκλείει από το λόγο του -και όχι τη σκέψη του- την εκδοχή του κατουρήματος. Ο ίδιος την είχε σκεφτεί και λογοκρίνει την εκδοχή αυτή για λόγους καθαρά λυρικούς. Μπαίνοντας σπίτι και κατουρώντας στην τουαλέτα (ποτέ σε δημόσιους χώρους εκείνος, ποτέ) ένιωσε τύψεις, τύψεις αισθητικές. Βλέποντας τα να κυλούν και τσιρτσιρίζουν, να κυλούν και τσιρτσιρίζουν, τσίσια μπόμπες σαν και τα ποτά, αποφάσισε να τους αφιερώσει ξεχωριστό σημείωμα, αποφάσισε να χτίσει ένα παλάτι για ούρα. Το φίντμπακ των προσεχών χαχάνων δεν θα τον πτοούσε. Είχε οίστρο. Τελείωσε το κατούρημα και ξεκίνησε το γράψιμο. Στην δεύτερη γραμμή επάνω τον πήρε ο ύπνος. Ονειρεύτηκε πως είχε στύση.

Παρασκευή, Μαΐου 14, 2010

Η Μεταμόρφωση

Όταν ένα πρωί η Ελλάδα ξύπνησε από μακάριο ύπνο, βρέθηκε στο κρεβάτι της μεταμορφωμένη σε Οφειλέτη Ομολόγων. Στιγμιαία και μόνο ο ύπνος της είχε ταραχθεί από εφιάλτη στον οποίο είχε δει πως πεθαίνει σαν χώρα, αλλά απτόητη είχε γύρισει αμέσως πλευρό και επιστρέψει στην κανονική ροή του ονειρικού της προγράμματος. Τώρα όμως το πρόγραμμα -που πια το αποκαλούσαν όλοι πάρτι- είχε τελειώσει δίνοντας τη θέση του στην πραγματικότητα, όπως ακριβώς η χώρα Ελλάδα, είχε δώσει τη θέση της σε αυτό το μεταλλαγμένο πράγμα, το σκέτα οικονομικό. Κι αυτό συνέβαινε επειδή η πρώτη ύλη της πραγματικότητας ήταν αριθμοί: αριθμοί συνέθεταν την πραγματικότητα όπως στο «Μatrix». Η Ελλάδα έπρεπε να σηκωθεί από το κρεβάτι της και να βγει στις αγορές να δανειστεί. Προσπάθησε να τις πάρει με το καλό, προσπάθησε να τις πάρει με το κακό, αλλά την ξέρασαν. Έμεσμα των αγορών δεν είχε πλέον δυνατότητα επιλογών. Η κυβέρνησή της είχε κάθε καλή πρόθεση να κυβερνήσει, αλλά έπρεπε να πληρώσει και μισθούς και συντάξεις. Ή θα συμμορφωνόταν ή θα ερχόταν το χάος. Για να μην έρθει το χάος, για να μπορεί να πληρώσει μισθούς και συντάξεις, δέχτηκε να κόψει μισθούς και συντάξεις. Ο λαός βγήκε στος δρόμους. Κάποιοι σκοτώθηκαν. Δεν τους σκότωσαν ένστολοι, άρα δεν έχει σημασία. Σημασία έχει να συνειδητοποιήσουμε ότι η πολιτική τελειώνει εκεί που αρχίζει η οικονομία κι ότι όλα πια είναι οικονομία και γενικότερα αριθμοί. Σημασία έχει να δεχθούμε τις εξής αλήθειες ως αυταπόδεικτες: όλα τα κράτη προικίζονται από τους δανειστές τους με συγκεκριμένα αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα, όπως το δικαίωμα έκδοσης ομολόγων, το δικαίωμα έγκαιρης αποπληρωμής τους ή επαναδιαπραγμάτευσης του χρέους τους, το δικαίωμα εξόδου στις αγορές, το δικαίωμα να κριθούν από τις αγορές. Αλλά όχι και το δικαίωμα να τις κρίνουν και να τις ρυθμίσουν, όπως και οι πολίτες δεν έχουν τελικά δικαίωμα να κρίνουν και να επαναρυθμίσουν το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Εκτός κι αν θέλουν να έρθει το χάος.
(Lifo, 13.5.10)

Πέμπτη, Μαΐου 13, 2010

Η εξέλιξη των ειδών

Όταν είδε και απόειδε με τους άντρες τα έφτιαξε με γίββωνα.
Ενθουσιασμένη ειδοποίησε και τις φίλες της.
Ενθουσιάστηκαν και αυτές με τους δικούς τους.
Το νέο διαδόθηκε ευρύτερα.
Τα δάση αντιλαλούσαν από τραγούδια
ολοκληρωτικής αφοσίωσης και εντελούς αρμονίας.
Πίσω στις πόλεις οι άντρες φρακάρισαν.
Άλλοι έγιναν γκέι, άλλοι ανακάλυψαν ότι τελικά πάντα ήταν
κι άλλοι για να μη γίνουν εξεγέρθηκαν.
Ομοιώματα του Δαρβίνου καίγονταν παντού.
Δίπλα στις φωτιές οι εξεγερμένοι
άρχισαν να τραγουδούν τραγούδι σπαρακτικό.
Το κάλεσμά τους έφτασε ως τα δάση.
Δεν έμεινε -δεν ήταν δυνατόν να μείνει- χωρίς ανταπόκριση.
Οι πόλεις γέμισαν θηλυκούς γίββωνες.
Σε δάση και πόλεις άρχισαν να γενιούνται γιββωνάνθρωποι.
Λίγες γενιές αργότερα οι γιββωνάνθρωποι των δασών και
οι γιββωνάνθρωποι των πόλεων αποφάσισαν
να καταργήσουν τις διαχωριστικές γραμμές
και να αρχίσουν να ζουν όλοι μαζί.
Σύντομα διαπίστωσαν ότι η διαφορά ανάμεσα σε ένα
γιββωνάνθρωπο των δασών και ένα γιββωνάνθρωπο των πόλεων
ήταν μεγάλη.
Σχεδόν τόσο μεγάλη όσο η διαφορά
ανάμεσα σε δύο αστικούς γιββωνανθρώπους.
Κάποιοι ισχυρίζονταν ότι και η διαφορά ανάμεσα
σε δυο δασικούς γιββωνανθρώπους δεν ήταν πάντοτε αμελητέα,
απλά το τραγούδι ήταν η ισχυρότερη εξαγωγική δραστηριότητα τους,
η οποία αν κλυδωνιζόταν, η οικονομία τους θα εξέπεμπε SOS
που θα διαρκούσε 18 δευτερόλεπτα
και θα επαναλαμβανόταν για 15 λεπτά.
Αμέσως μετά θα κατέρρεε,
και ο κάθε γιββωνάνθρωπος των δασών
θα ζούσε το υπόλοιπο της ζωής του πάνω σε ένα κλαδί,
χρεοκοπημένος, ολομόναχος, δίχως ζωτικό μύθο.
Οπότε τραγουδούσαν και το εξήγαγαν επιτυχώς.

Τετάρτη, Μαΐου 12, 2010

Oι Υπερήρωες στα Χρόνια του You Tube

Το «Κick-Ass» ξεκινάει ρεαλιστικά και βγάζοντάς μας τη γλώσσα: τα ράσα δεν κάνουν τον παπά και η στολή δεν σε κάνει υπερήρωα. Οι νόμοι της βαρύτητας είναι εδώ. Στη συνέχεια της ταινίας η γλώσσα δεν θα μείνει διαρκώς έξω, αλλά oύτε θα επιστρέψει και μονίμως μέσα. Παίζοντας μέσα έξω με τη γλώσσα, παίζοντας ανάμεσα στην παρωδία και την κανονική ταινία με υπερήρωες, η ταινία έρχεται να προσφέρει τη δική της ολόφρεσκη πρόταση. Το παιχνίδι της αυτό της επιτρέπει να αποφύγει τόσο τον σκόπελο των παρωδιών που χάνονται προσπαθώντας να ξεχειλώσουν μια αρχική ιδέα, που χάνονται προσπαθώντας να στηριχθούν υπέρμετρα σε αυτό που παρωδούν και δεν αναπτύσσουν ποτέ τον δικό τους εαυτό, όσο και τον σκόπελο των ταινιών για υπερήρωες ή σκέτους ήρωες που προσπαθούν ψυχαναγκαστικά να προσθέσουν στη συνταγή και λίγο χιούμορ, που προσπαθούν να προσθέσουν και λοξές ματιές. Το «Κick-Ass» δείχνει πώς μπορείς να κάνεις μια ταινία είδους όχι προσποιούμενος ότι οι συμβάσεις του είδους δεν υπάρχουν, αλλά αντίθετα ξεκινώντας από αυτές, συζητώντας τις ευθέως, ανατρέποντάς τες και τελικά επαναφέροντάς τες πανηγυρικά και ευφρόσυνα, μυθοποιώντας μέσα από την απομυθοποίηση, δομώντας υπερήρωες μέσα από την αποδόμηση. Το «Κick-Ass» είναι ταινία μετά-είδους.

Έφηβος κολλημένος με τα κόμικς αναρωτιέται. Τόσες ταινίες, σίριαλ, περιοδικά με υπερήρωες. Πώς κανείς απλός άνθρωπος δεν έχει σκεφτεί να δοκιμάσει να γίνει υπερήρωας; Η μονη υπερδύναμη του συγκεκριμένου εφήβου είναι ότι περνά εντελώς απαρατήρητος στα κορίτσια. Δεν είναι τίποτα το σπέσιαλ, το εξαιρετικό .Όπως τα περισσότερα παιδιά της ηλικίας του απλώς υπάρχει. Παραγγέλνει λοιπόν στολή υπερήρωα από το ίντερνετ. Είναι θεόσαχλη αλλά δεν τον νοιάζει. Φορώντας τη ζει τη φαντασίωσή του μπροστά στον καθρέφτη. Είναι πια ο Κick-Ass. Μετά αρχίζει να βγαίνει και έξω από το σπίτι. Η ταινία είναι σαν να μην ξεκινά από μια σιγουριά, αλλά προσπαθώντας να απαντήσει σε μια ερώτηση. Τι θα γινόταν αν ένας έφηβος έκανε αυτή τη σκέψη; Αν αγόραζε μια στολή; Αν άρχιζε να φαντασιώνεται πως φορώντας τη οφείλει να προστατεύει την πόλη; Αν έβρισκε στο δρόμο μικροεγκλήματα εν εξελίξει; Τι θα του συνέβαινε; Δεν θα τον χτυπούσαν; Από εκεί και πέρα τι θα γινόταν;

Την παράσταση δεν κλέβει ο ίδιος ο Κick-Ass, αλλά το δίδυμο ενός πατέρα με την εντεκάχρονη κόρη του («Βig Daddy» και «Ηit Girl» κατά το υπερηρωικότερον). Για την ακρίβεια η κόρη (η Κλόι Μόρετζ που υποδυόταν την αδελφή του ήρωα στις «500 μέρες της Σάμερ») και όχι ο πατέρας. Η ταινία έχει ξεσηκώσει πνεύματα και συγκεντρώσει κατηγορίες εξαιτίας των όσων η κόρη λέει και κάνει. Μεγάλο μέρος της αναταραχής οφείλεται στο ότι λέει ένα σωρό κακές λέξεις. Άλλο μέρος οφείλεται ακριβώς στην βία. Ωστόσο αυτή είναι μια κουβέντα που ποτέ δεν με αφορούσε, μια κουβέντα που πάντοτε την έβρισκα υπερβολική. Η αληθινή βία και η χορογραφημένη κινηματογραφική βία είναι δυο διακριτές έννοιες. Ανησυχητικό δεν είναι να απολαμβάνεις τις καταπληκτικές σκηνές που η μικρή εξολοθρεύει τρεις μεραρχίες φονιάδων, ανησυχητικό θα ήταν να απολάμβανες τη βία του «Funny Games». Επικίνδυνη δεν είναι η κινηματογραφοφιλική βία του «Κick-Ass», επικίνδυνη είναι η βία του «24», που όχι μόνο δείχνει συνεχώς βασανισμούς, αλλά τους εγκωμιάζει και ως αναγκαίο μέσο για την προστασία ενός ευρύτερου καλού. Δεν έχουμε να κάνουμε με ρεαλιστική βία, δεν έχουμε να κάνουμε με κάτι που θα μπορούσε να έχει αναφορά στον πραγματικό κόσμο, βρισκόμαστε στον κινηματογραφικό κόσμο και βλέπουμε μια εντεκάχρονη υπερηρωίδα να πρωταγωνιστεί σε σκηνές ανθολογίας. Δεν είναι καμία σκοτεινή φιγούρα εκδικητή το Ηit Girl. Eίναι διονυσιακή φιγούρα που υμνεί όχι τη βία, αλλά τη χαρά του σινεμά, την απελευθερωτικά αναιδή χαρά του. Όσο για τη φούστα της είναι κατευθείαν κλεμμένη από τη ντουλάπα της Gogo του «Κill Bill».Αλλά αν βρίσκω υπερβολικές τις ανησυχίες για τη βία της ταινίας, βρίσκω σχεδόν υστερικό να γίνεται λόγος για αναλογίες με παιδική πορνογραφία. Όποιος μπορέσει να φτιαχτεί με όσα βλέπει στην ταινία, τότε είναι ήδη άρρωστος. Και μου φαίνεται σαν σύμπτωμα αρρώστιας το να περιορίζεται (λογοκρινόμενη ή αυτολογοκρινόμενη) η ελευθερία των υγιών για να μη σκεφτεί κάτι άρρωστο ο ήδη άρρωστος.

Όλα τα προτερήματα της ταινίας κινδυνεύουν φυσικά από το ενδεχόμενο να γυριστεί σίκουελ. Πώς θα μπορέσει να διασωθεί ο αρχικός της τόνος, η αρχική της πρόταση; Ας αφήσουμε το αβέβαιο μέλλον για να μείνουμε στο βέβαιο παρόν: μπορεί τα ράσα να μην κάνουν τον παπά, μερικές φορές όμως η στολή κάνει τον υπερήρωα. Οι νόμοι της βαρύτητας είναι εδώ, αλλά το ίδιο και οι νόμοι του κινηματογράφου.

(Kείμενο γραμμένο για το ελculture)

Δευτέρα, Μαΐου 10, 2010

Το κρυμμένο υπερόπλο

Διεξήχθη κανονικά η προγραμματισμένη photo op μεταξύ των αρχηγών των νοικοκυραίικων κομμάτων, στα οποία αυτονόητα δεν συμπεριλαμβάνονται τα δύο (λακε)δαιμόνια κόμματα, που ενέχονται άλλωστε, το μεν ένα στη βία του Δεκέμβρη του οκτώ, το δε άλλο στη βία του Μάη του δέκα, και τα δύο μαζί στην μάστιγα της συντεχνιοκρατίας και του κρατισμού, μάστιγα που οδήγησε την προηγούμενη εβδομάδα τα όπου γης χρηματιστήρια σε αμόκ, αφού ο ελληνικός δημόσιος τομέας είναι τόσο διογκωμένος που η παγκόσμια οικονομία δεν μπορεί εξ αντικειμένου να αντέξει το βάρος του, διαπιστώνοντας ότι πρόκειται για κρυμμένο υπερόπλο που τώρα απασφάλισε και απειλεί να ανατινάξει τον καπιταλισμό στα εξ ων συνετέθη. Ένα φάντασμα πλανάται πάνω από την Ευρώπη και τον κόσμο, το φάντασμα του ελλειμματικού ελληνικού Δημοσίου.
Στο πλαίσιο λοιπόν των συνεχιζόμενων κρίσιμων διαπραγματεύσεων για τη σύναψη των δανειακών συμβάσεων και την εκταμίευση των αναγκαίων ποσών πριν την 19η Μαΐου, τέθηκε από τους αντισυμβαλλόμενους της χώρας μας η απαίτηση η σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών να διεξαχθεί υπό τον Υπουργό Οικονομικών και όχι υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ο Ευάγγελος Βενιζέλος είχε με μια διασταλτική ερμηνεία του Συντάγματος γνωμοδοτήσει ότι αφού η σύσκεψη δεν προβλέπεται από κάποιο συνταγματικό άρθρο δεν υπάρχει και κανένα πρόβλημα (ενόψει πάντα των ειδικών συνθηκών που συντρέχουν), αλλά τελικά η κυβέρνηση πάτησε πόδι και όπως κατόρθωσε να διασώσει τους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα, κατόρθωσε και να καθίσει στην κεφαλή του τραπεζιού ο Κάρολος Παπούλιας.
Οι δανειστές μας πάντως είχαν καλωδιώσει τον Γιώργο Παπακωνσταντίνου με ειδικά γκάτζετ μέσα από το πουκάμισό του, για να έχουν οπτικόακουστική επαφή με τα τεκταινόμενα στην αίθουσα, ώστε αν ακουγόταν οτιδήποτε περίεργο να τον ειδοποιούσαν ότι η εκταμίευση δεν θα λάβει χώρα. Το κόστος για τη χρήση, τοποθέτηση κλπ των ανωτέρω υλικών παρακολούθησης προστίθεται μεν στο χρέος της χώρας, τοκίζεται όμως με επιτόκιο πολύ χαμηλότερο από αυτό των αγορών.
Σύμφωνα με πληροφορίες όλα πήγαν καλά, γεγονός που αντανακλάται και στις δηλώσεις του Πρωθυπουργού, ο οποίος μίλησε για διπλή δικαίωση του αγώνα της κυβέρνησης. Τα δύσκολα πέρασαν, οι μέρες του έρπητα πέρασαν, η κυβέρνηση δικαιώθηκε διπλά, δικαιώθηκε σχεδόν όσο ο Παναγιώτης Γιαννάκης που με νόημα σχολίασε ότι η Μπαρτσελόνα έκανε έξι χρόνια να χτιστεί, άρα χρειάζεται ακόμη τριάμιση χρόνια για να αφήσει τη δουλειά του να φανεί, δουλειά που έχει ως κεντρική ιδέα το σκαλί σκαλί πιο πάνω, πρόπερσι εκτός φάιναλ φορ, πέρσι στον ημιτελικό, φέτος στον τελικό με 18 πόντους, του χρόνου με 15 και τα λοιπά, μέχρι στην εξαετία πάνω να σηκώσει το κύπελλο, αλλά μόλις με ειδοποιούν ότι ο Αντώνης Μείγμα Σαμαράς κάνει τώρα δηλώσεις για την απόσυρση του μεταναστευτικού νομοσχεδίου, έχοντας προφανώς χάσει τα ενδιάμεσα επεισόδια στο μεταναστευτικό ρεύμα, αφού κύμα Ελλήνων σκέφτεται να μεταναστεύσει προς χώρες με κυβερνήσεις λιγότερο δικαιωμένες, νιώθοντας πως πνίγεται από διάφορες αιτίες, ανάμεσα στις οποίες δεσπόζουν πάντως τα ούλτρα αγχωτικά κρεατάκια του Μανώλη Σπινθουράκη. Ο λαός κάνει μια ευχή, η Ελλάδα να τα καταφέρει, έρπη - έρπη, έρπη - έρπη, με τον Καρατζαέρπει.

Σάββατο, Μαΐου 08, 2010

Τα μείζονα εθνικά αγαθά (UPDATED)

(Λόγω μεν δημοκρατία, έργω δε του Υπουργού Οικονομικών λευκή επιταγή)
Όσοι σκούζουν και μιλάνε για κοινοβουλευτικό πραξικόπημα ας αναλάβουν για μια φορά τις ευθύνες τους και ας πουν τι προτιμάνε: την τήρηση του Συντάγματος ή τη δανειοδότηση της χώρας; Αν επιλέγουν το πρώτο να μας πούνε και πώς θα πληρώσουν αύριο μισθούς και συντάξεις. Αρκετά με την ανευθυνότητα και τον λαϊκισμό. Η κατάσταση είναι έκτακτη και απαιτεί έκτακτα μέτρα. Ειδικά δε κόμματα που ρητώς αρνούνται το Σύνταγμα, δεν δικαιούνται και δια να το επικαλούνται όποτε τα βολεύει.
Στο πολίτευμα της Βασιλευομένης Δημοκρατίας ο βασιλεύς βασιλεύει και ο λαός δια της Βουλής κυβερνά, στο πολίτευμα της Διεθνονομισματικοταμειοποιημένης Δημοκρατίας ο λαός παραδίδει λευκές επιταγές στον Υπουργό Οικονομικών, που όταν του τις συμπληρώνουν οι δανειστές τις επαναφέρει συμπληρωμένες στη Βουλή για συζήτηση, ενημέρωση, τσάι και συμπάθεια. Αλλά επειδή ο συγκεκριμένος είναι και παιδί τζιμάνι υπόσχεται να τις φέρνει και προς κύρωση στη Βουλή. Δεν το ορίζει ο νόμος πια, τον τροποποίησε κατόπιν εορτής και ψήφισης επί της αρχής γιατί στο μεταξύ του το απαίτησαν οι δανειστές (που λεφτά δίνουν, δεν μπορούν να εξαρτώνται από την έγκριση της κάθε ακοντίστριας και του κάθε ρεπόρτερ), αλλά μας δίνει τον λόγο του πως θα τις φέρνει. Και θα τις φέρνει μάλλον. Οπότε κακώς κολλάμε τώρα σε λεπτομέρειες και τεχνικά θέματα. Το είπε άλλωστε και ο ίδιος: «Τα παιχνίδια του τύπου να πάμε με άλλο άρθρο του Συντάγματος δεν είναι της στιγμής». Νισάφι με αυτά τα παιχνίδια θα συμπλήρωνε, αν δεν ήταν μετριοπαθής.
Συμπέρασμα: εδώ ο κόσμος καίγεται και η γριά χτενίζεται.
Μετάφραση: κόσμος είναι πια μόνο ο οικονομικός (ήταν ως πρότινος το πώς θα δανειζόμαστε από τις αγορές και το τι θα κάναμε για να τις πείσουμε να μην ανησυχούν, είναι πλέον το πως θα γίνει η εκταμίευση από τους δανειστές μας το συντομότερο δυνατόν και το τι θα κάνουμε για να τους πείσουμε να μην ανησυχούν),
και γριά η κοινοβουλευτική μας δημοκρατία με τις προβλέψεις της περί κοινοβουλίου που αποφασίζει με νόμους, σε μια εποχή που απαιτείται ανάλογη των αγορών ταχύτης στις αποφάσεις, στις διαβουλεύσεις, στις δεσμευτικές υπογραφές.
UPDATE:
Και φυσικά, γριά δεν είναι μόνο η δική μας κοινοβουλευτική δημοκρατία, αλλά κάθε κοινοβουλευτική δημοκρατία, με όλο το κομβόι των αγκυλώσεων που σέρνει μαζί της. Στην περίπτωσή μας έτυχε να είναι η αγκύλωση που προέβλεπε ότι τη νομοθετική εξουσία ασκεί η Βουλή και όχι ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου. Στην περίπτωση της Αγγλίας τυχαίνει να είναι τώρα η αγκύλωση που προβλέπει ότι για να σχηματιστεί μετά από εκλογές κυβέρνηση πρέπει να έχει την πλειοψηφία της Βουλής. Και ο Λίαμ Φοξ, ηγετικό στέλεχος των Συντηρητικών, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου: «Δεν θα ήταν καθόλου χρήσιμο, εάν τη Δευτέρα που ανοίξουν πάλι οι αγορές εξακολουθεί να μην υπάρχει σταθερή κυβέρνηση στην Αγγλία». Γιατί, ειδικά τώρα, σε μια περίοδο έντονης ανησυχίας των αγορών, τι μήνυμα θα δώσουν τρία κόμματα που δεν μπορούν να κάτσουν σε ένα τραπέζι και να τα βρουν ώστε να σχηματίσουν μια κυβέρνηση; Ό,τι κι αν έχουν να μοιράσουν, διακυβεύονται και εδώ μείζονα εθνικά αγαθά, όπως νέα άνοδος των σπρεντ, νέα άνοδος των ασφαλίστρων κινδύνου των ομολόγων, νέα πτώση των χρηματιστηρίων. Ας βγάλουν μια κυβέρνηση μέχρι το βράδυ της Κυριακής και όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν, όταν τα δημοσιονομικά μεγέθη της Βρετανίας είναι τέτοια ώστε οι αγορές να νιώσουν μια ασφάλεια, το ξαναβλέπουν το θεματάκι το κυβερνητικό τους. Ειδάλλως υπάρχει περίπτωση, όχι Δευτέρα που λέει ο Λίαμ, αλλά να φτάσουμε Τετάρτη και Πέμπτη και Παρασκευή. Και αντιλαμβάνονται όλοι τι μπορεί να σημαίνει αυτό.
Όπως λοιπόν οι καιροί αλλάζουν, πρέπει αντίστοιχα να αλλάζουν και οι κανόνες των πολιτευμάτων. Γίνεται ολοένα και πιο σαφές ότι η κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι ένα πολίτευμα που κινούνταν με ρυθμούς περασμένων αιώνων. Αδυνατεί με τις γραφειοκρατικές προβλέψεις της να ανταποκριθεί στις ταχύτητες των αγορών. Αν τα κράτη δεν θέλουν να χάσουν οριστικά το παιχνίδι, ας εγκαταλείψουν τα πολιτειακά σχήματα του παρελθόντος και ας προσπαθήσουν να συμβαδίσουν με την εποχή τους. Αν δεν το κάνουν, αυτά θα χάσουν. Οι αγορές δεν πρόκειται να τα περιμένουν.
Υπό αυτήν την έννοια, το να εγκαλεί ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ για «μη σεβασμό των δημοκρατικών θεσμών», επειδή αρνήθηκαν να παραστούν στο συμβούλιο πολιτικών αρχηγών διαμαρτυρόμενοι για την ελέω Παπακωνσταντίνου δημοκρατία, δεν είναι ούτε οργουελιανή διπλολαλιά ούτε επανάληψη της κασέτας την πιο γελοία στιγμή. Αντίθετα, ο Γιώργος ο Πεταλωτής έχει απόλυτο δίκιο, αρκεί να επανανοηματοδοτήσουμε τον όρο «δημοκρατικοί θεσμοί» με τέτοιο τρόπο ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του σήμερα: σε παλαιότερες εποχές, πράγματι, τόσο ο θεσμός της ανάδειξης της κυβέρνησης από το κοινοβούλιο μέσω των εκλογών, όσο και ο θεσμός της ψήφισης των νόμων από τους εκλεγμένους εκπροσώπους του λαού ήταν πρωταρχικοί δημοκρατικοί θεσμοί. Σήμερα όμως οι δημοκρατικοί θεσμοί οφείλουν να κοιτάνε όχι μόνο προς τα μέσα, όχι μόνο προς το ίδιο το κράτος που αφορούν, αλλά κατ' εξοχήν και προς τα έξω, προς το διεθνές οικονομικό περιβάλλον, προς τις αγορές ενώπιον των οποίων τελικά θα κριθούν. Οι θεσμοί δεν μονολογούν πια, αλλά διαλέγονται. Είναι κενό γράμμα αν μείνουν εσωστρεφείς. Έχουν νόημα μόνο αν είναι εξωστρεφείς. Το έχει πιάσει πολύ καλά κι ο Πρωθυπουργός μας αυτό, όταν λέει και επαναλαμβάνει ότι τον ενδιαφέρει να σώσει τη χώρα εξακολουθώντας να παίρνει χρήματα απ' έξω, και ότι όλα τα άλλα δεν είναι του παρόντος και είναι πολυτέλειες.
Δημοκρατικός λοιπόν, αληθινά δημοκρατικός (με την έννοια της κόκκινης πρωθυπουργικής γραμμής), είναι πια ο θεσμός εκείνος που κάνει τις αγορές να νιώθουν καλύτερα, ώστε να συνεχίσουν να δανείζουν το κράτος και τον αντίστοιχο λαό του: το να μπορεί ο Παπακωνσταντίνου να υπογράφει ό,τι θέλει και λογαριασμό να μη δίνει, το να έχουν σχηματίσει μια οποιαδήποτε κυβέρνηση οι Άγγλοι μέχρι τη Δευτέρα που θα ξανανοίξουν οι αγορές, το να κάτσουν οι πέντε πολιτικοί αρχηγοί και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας σε ένα τραπέζι για μια photo op που θα στείλει ένα παγκόσμιο μήνυμα, για μια εικόνα που θα συνομιλήσει με πρωτογενείς, δευτερογενείς και ουτωκαθεξογενείς αγορές.
Τίποτα δεν δίνει περισσότερη εμπιστοσύνη στις αγορές από τους δημοκρατικούς θεσμούς ως εικόνες.

Παρασκευή, Μαΐου 07, 2010

Οι αναμνήσεις της αιδούς

Αντιμετωπίζοντας σχεδόν τα πάντα με όρους «εμείς» - «αυτοί», προτιμάμε να ερμηνεύουμε και την πραγματικότητα με αντίστοιχο τρόπο. Έτσι, όπως οι περισσότεροι που ψάχνουν να βρουν τυχόν ευθύνες της Μarfin, το κάνουν για να ξανακαταλήξουν στον Μεγάλο Κακό που έχουν από την αρχή στο μυαλό τους (τον Κεφαλαιοκράτη), αντίστοιχα και οι περισσότεροι που δεν δέχονται καν να μπουν στη σχετική συζήτηση, το κάνουν για μην φύγει στιγμή απ' το προσκήνιο ο Μεγάλος Κακός που έχουν από την αρχή στο δικό τους μυαλό (ο Κουκουλοφόρος): «Κάτω τα χέρια από αυτούς τους νεκρούς. Είναι δικοί μας. Παίξτε τίμια. Τον Κορκονέα τον είπαμε κι εμείς δολοφόνο απ' την αρχή. Πείτε τους κι εσείς δολοφόνους και μην ψάχνετε για άλλοθι».
Ο Ανδρέας Βγενόπουλος χτίζει τον τελευταίο καιρό στο δημόσιο λόγο του ένα προφίλ που στηρίζεται σε δύο πυλώνες: το χρήμα και το νόμο. Λέει ότι μπορεί να δημιουργεί κέρδη παίζοντας με ανοιχτά χαρτιά και παραμένοντας μακριά από τη κρατικοδίαιτη διαπλοκή των Ελλήνων μεγαλοεπιχειρηματιών. Δεν χρωστά χάρες στους πολιτικούς, λέει, και για αυτό μπορεί ανά πάσα στιγμή να τους κυνηγά δικαστικά. «Υπάρχουν νόμοι και θα τους χρησιμοποιήσω για να προστατευθώ από όποιον με διαβάλλει. Δεν έχω να φοβηθώ τίποτα». Στην επιχειρηματολογία του ο πυλώνας του νόμιμου δεν χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του ηθικού αλλά ως ασπίδα του. Δεν λέει αφού είμαι νόμιμος είμαι και ηθικός. Λέει είμαι ηθικός επιχειρηματίας και θα χρησιμοποιήσω το νόμο για να προστατευθώ απ΄ τις ανήθικες επιθέσεις. Λέει, τελικά, ότι αν ο κόσμος δεν μπορεί να πιστέψει πια στο μοντέλο του ηθικού και ικανού πολιτικού, μπορεί να πιστέψει σε ένα μοντέλο που δεν έχει δοκιμάσει, στο μοντέλο του ηθικού και ικανού επιχειρηματία.
Η ΟΤΟΕ σε ανακοίνωσή της επισημαίνει μεταξύ άλλων: «Είναι προφανές, ότι το τραγικό γεγονός δεν ήταν ατύχημα, ούτε αποτέλεσμα μιας κακιάς στιγμής. Δυστυχώς, όπως όλα δείχνουν, το κατάστημα της συγκεκριμένης τράπεζας δε διέθετε όλα τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας, που προβλέπονται από τη σχετική νομοθεσία για την προστασία της ζωής των εργαζομένων και των συναλλασσόμενων πολιτών».» Δεν διέθετε ειδικούς άθραυστους υαλοπίνακες στην εξωτερική όψη, που δεν επιτρέπουν την είσοδο εύφλεκτων και βαρέως τύπου αντικειμένων. Δεν διέθετε ικανό σύστημα πυρασφάλειας για την άμεση κατάσβεση των εύφλεκτων υλικών. Δεν διέθετε εναλλακτική έξοδο κινδύνου, ενώ η κεντρική είσοδος του καταστήματος- για άγνωστους λόγους- ήταν κλειδωμένη. Δεν διέθετε προστατευτικά σιδερένια ρολά αποτροπής επιθετικών ενεργειών».» Ομως εκτός από τα παραπάνω, που αποτελούν τις στοιχειώδεις και προβλεπόμενες από το νόμο υποχρεώσεις ασφαλείας, η Διοίκηση της τράπεζας δεν διέθετε ούτε την απαραίτητη προνοητικότητα, αλλά ούτε και την αναγκαία ευαισθησία να δώσει εντολή στους εργαζόμενους του συγκεκριμένου καταστήματός της να μην εργασθούν σε μια ημέρα γενικής απεργίας.»» Ειδικότερα δε, όταν πρόκειται για ένα κατάστημα που βρίσκεται στην οδό διέλευσης της πορείας των εργαζόμενων, όταν γνώριζε -όπως άλλωστε γνωρίζουν όλες οι τράπεζες- ότι τα καταστήματα των τραπεζών της οδού Σταδίου είναι μόνιμοι στοχοι ανθρώπων που δεν έχουν σχέση με τους διαδηλωτές εργαζόμενους και το περιεχόμενο των απεργιακών κινητοποιήσεων, αλλά βρίσκουν την ευκαιρία να επιδοθούν σε πράξεις βίας και αυθαιρεσίας, θέτοντας σε σοβαρό κίνδυνο ανθρώπινες ζωές και περιουσίες»
Την ντροπή την έχουμε εύκαιρη για να την εξαπολύουμε, όπως και τις ατάκες περί ηθικών αυτουργών. Ας δεχθούμε λοιπόν, ότι όπως ο καθένας μπορεί να έχει τη γνώμη πως καλό θα ήταν να είχε την πρόνοια η Μarfin να προστατεύσει τους εργαζομένους της τις ώρες της πορείας, κάποιος άλλος μπορεί να έχει τη γνώμη πως δεν είναι υποχρεωμένος κανείς να σταματά να λειτουργεί τα επίφοβα υποκαταστήματα της τράπεζάς του και πως αν οι υπάλληλοί του επιλέγουν -εντός ή εκτός εισαγωγικών- να μην απεργήσουν, αποτελεί δικαίωμά του να συνεχίσει να τα λειτουργεί. Αυτή, όπως και να τη χαρακτηρίσει κανείς από πλευράς ηθικής, είναι μια στάση νόμιμη (ή στη χειρότερη εκδοχή νομιμοφανής, αφού δεν υπάρχουν αποδείξεις πίεσης των υπαλλήλων να πάνε στη δουλειά την μέρα της απεργίας).
Στην υποθετική όμως περίπτωση που ισχύουν οι αιτιάσεις της ΟΤΟΕ για μη τήρηση των προβλεπόμενων μέτρων ασφαλείας, πρέπει να κάνουμε τον εξής διαχωρισμό:
α) η μη τήρηση των προβλεπόμενων μέτρων ασφαλείας να συνέβαλε στο αποτέλεσμα των τριών θανάτων.
β) η μη τήρηση των προβλεπόμενων μέτρων ασφαλείας να μην συνέβαλε στο αποτέλεσμα των τριών θανάτων.
Στην πρώτη υποθετική υποπερίπτωση, είναι απολύτως, μα απολύτως, σαφές, ότι δεν παύουν να είναι «κανίβαλοι» εκείνοι που έκαψαν την τράπεζα, ότι δεν είναι καν λιγότερο κανίβαλοι. Εξίσου κανίβαλοι παραμένουν και δεν παύουν να είναι εκείνοι που με τις δικές τους πράξεις αφαίρεσαν τις τρεις ζωές. Αλλά στην περίπτωση αυτή ισχύει επίσης ότι αν η Μarfin είχε τηρήσει τις νόμιμες υποχρεώσεις της οι τρεις υπάλληλοί της θα ζούσαν, επειδή π.χ. το τζάμι δεν θα είχε σπάσει ή επειδή θα είχε λειτουργήσει η πυρασφάλεια.
Στην δεύτερη υποθετική υποπερίπτωση, το πιο ενδιαφέρον ερώτημα είναι το «Γιατί;». Γιατί δεν είχε εκπληρώσει η Marfin τις νόμιμες υποχρεώσεις της; Κόστιζε πολύ; Δεν γινόταν; Ήταν χρονοβόρο; Ό,τι και να ναι, βλέπουμε πως το σχήμα «Τηρώ το νόμο παντού και πάντα και ως εκ τούτου είμαι άτεγκτος κριτής των πάντων» αρχίζει να χωλαίνει. Αρχίζει εξίσου να χωλαίνει το «Εγώ λειτουργώ ανεπίληπτα, παρόλο το ελληνικό πλαίσιο στο οποίο επιβιώνουν όσοι χρησιμοποιούν το συντομότερο δρόμο». Και εδώ πάνω ο καθένας μπορεί να προβάλλει την ιδεολογία του. Άλλος δηλαδή να πει πως παντού και πάντα είναι ακριβώς μια σειρά από τέτοιες παρακάμψεις νόμων και διατάξεων που υποβοηθούν και μεγιστοποιούν τα κέρδη, πως πρόκειται δηλαδή για παρακάμψεις σύμφυτες με τη λειτουργία της αγοράς, κι άλλος να πει ότι σε οποιαδήποτε χώρα που θα λειτουργούσαν οι νόμοι σωστά δεν θα υπήρχε τράπεζα που θα μπορούσε να μην τηρεί στο έπακρο όλες τις νόμιμες προδιαγραφές ασφαλείας, πως πρόκειται δηλαδή για παρακάμψεις απόλυτα χαρακτηριστικές του ελληνικού μοντέλου.
Όπως και να 'χει όμως, η μομφή «Ντροπή!» δεν μπορεί παρά να ηχεί σόλοικα, πάρα πολύ σόλοικα, λειτουργώντας πιθανότατα και αυτεπίστροφα.
Η ζωή όμως συνεχίζεται. Όπως και οι αγώνες συνεχίστηκαν την επόμενη ημέρα κανονικά. Κι η συνεδρίαση της Βουλής συνεχίστηκε κανονικά, χωρίς πολλές - πολλές αναφορές στους θανάτους, αφού τα είπαν για αυτούς χθες, και πρέπει ούτως ή άλλως να δεχθούμε ότι οι θάνατοι είναι πια μέρος του παιχνιδιού και όχι κάτι που μπορεί αληθινά να μας σοκάρει. Διέσχισα όλη την πορεία του ΠΑΜΕ και την βρήκα εντυπωσιακή. Και με παλμό. Είδα μέσα στο πλήθος και δυο γερόντια συγκινημένα που πρόλαβαν να ζήσουν τη δικαίωση, πρόλαβαν το γύρισμα της Ιστορίας, το οποίο πάντα ήξεραν ότι θα ερχόταν με το πλήρωμα του χρόνου. Ωστόσο, αν ποτέ δεν αμφιβάλλεις, σχετική δεν είναι και η χαρά της δικαίωσης; Αν δηλαδή είσαι πιστός, δεν συνεπάγεται και ότι είσαι δικαιωμένος ανεξαρτήτως πραγματικότητας; Με αυτές τις σκέψεις στο κεφάλι και τις φρι πρες στα χέρια, πήρα το μετρό και γύρισα σπίτι. Στις ειδήσεις έλεγαν για τη Ντόρα. Να πούμε εδώ ότι εκτός από τους κουκουέδες ο άλλος μεγάλος δικαιωμένος των ημερών είναι ο Μητσοτάκης. Άπαντες έχουμε εμπεδώσει ότι φτάσαμε εδώ που φτάσαμε επειδή δεν εφαρμόσαμε τις πολιτικές του όταν έπρεπε. Έχουμε εμπεδώσει μάλλον ότι στην πραγματικότητα ποτέ δεν υπήρχαν άλλες εναλλακτικές από αυτές τις συγκεκριμένες πολιτικές. Επειδή δεν μπορούν να είναι όλοι πολιτικά δικαιωμένοι, ο Γιώργος Παπανδρέου βρήκε ιστορική διέξοδο: έβγαλε κάτω και μέτραγε τις εξορίες των προγόνων του. Το παπανδρέικο τις είχε μεγαλύτερες απ΄ όλους. Έξι ο παππούς, δύο ο μπαμπάς, καμία ακόμα ο ίδιος. Οι βουλευτές του εκστασιάστηκαν και χειροκροτούσαν όρθιοι. Τότε ο Γιώργος έβαλε στο λογαριασμό και κάτι κουρτίνες δεξιών που κόστισαν πολύ. Τηλεμάρκετινγκ απ' την ανάποδη. Ο Σαμαράς πάλι -βραχνιασμένος επειδή την προηγούμενη είχε ξελαρυγγιαστεί φωνάζοντας «Να καεί, να καεί, το μπουρδέλο η Βουλή»- από προγόνους μια Πηνελόπη Δέλτα είχε και αυτή ανεξόριστη, οπότε άρχισε να ψελλίζει κάτι για μαυράκι και υποβρύχια. Μετά το έριξαν όλοι στη φούντα και σε ένα χόρτο μαγικό. Γουι ολ λιβ ιν ε γιέλοου σαμπμαρίν, γιέλοου σαμπμαρίν. Μέσα στις αναθυμιάσεις ο Γιάννης Δημαράς ζαλισμένος ψήφισε παρών. Στις 21:21 ακριβώς η φωνή της Σίας Κοσιώνη τσίριξε. Διέκοψε τις ντοροσυζητήσεις γιατί έξω από τη Βουλή είχαμε επεισόδια. Η λύτρωση στη φωνή της άγγιζε το λυγμό. Τα επεισόδια της έδωσαν την ευκαιρία να πει ότι αμαύρωναν την πορεία που έτσι μαθαίναμε πως είχε προηγηθεί. Δυστυχώς τα επεισόδια βγήκαν τζούφια και παρά τα φιλότιμα πλάνα μετά από λίγα λεπτά αναγκάστηκε να επιστρέψει στο στούντιο. Νωρίτερα στο Μega ο Τσίμας ρώτησε την Κανέλλη αν τιμά το ΚΚΕ αυτό το μιντιακό αντάρτικο που έκανε στην Ακρόπολη. Η Κανέλλη τον περιέλαβε. Ο Παύλος κατέβασε λίγο το βλέμμα. Είναι αυτή του η σεμνότητα και αυτές οι αναμνήσεις της αιδούς, που φτιάχνουν την αντιστικτική χημεία του με τον Γιάννη Πρετεντέρη.
Αυτά για τώρα. Σε φιλώ.

Πέμπτη, Μαΐου 06, 2010

Το πάρτι που δεν τελείωσε

Αυτές τις μέρες του εθνικού χανγκόβερ, αυτές τις μέρες που συνειδητοποιούμε ότι για τους Έλληνες το πάρτι αληθινά τελείωσε, ίσως είναι μια παρηγοριά να πάει να δει κανείς το «Gainsbourg», μια ταινία δηλαδή που δείχνει ότι ότι για τον Σερζ Γκενσμπούρ το πάρτι δεν τελείωσε ποτέ. Κι αυτή είναι η προσέγγιση που προτιμά ο πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης (και πολύ επιτυχημένος κομίστας) Ζοάν Σφαρ. Ο Σφαρ δεν μας προσφέρει μια αγιογραφία, αλλά μια βιογραφία απαλλαγμένη από την ανάγκη για ηθικά διδάγματα. Και ο υπότιτλος της ταινίας του είναι «Μια Ηρωϊκή Ζωή», για να δείξει ότι καλλιτεχνική αδεία μπορεί να θεωρηθεί ηρωική και μια ζωή σαν διαρκές πάρτι, μια ζωή ενός ανθρώπου που π.χ. κάποτε γύρισε όλη την Ελβετία για να βρει τη καλύτερη θυρίδα για να βάλει ένα κομμάτι χρυσού και μετά έχασε τη διεύθυνση της τράπεζας.
Ποιός όμως ήταν ο Σερζ Γκενσμπούρ; Μυθικός στιχουργός, συνθέτης, τραγουδιστής, γυναικάς, προβοκάτορας, καπνιστής και πότης, πολύ λιγότερο μυθικός σκηνοθέτης και ηθοποιός, μπορεί να μετατράπηκε από ένα σημείο κι ύστερα σε τηλεοπτικό μαϊντανό, όπου σκνίπα λέει στη Γουίτνει Χιούστον «Ι want to fuck you» ή καίει ένα χαρτονόμισμα των 500 φράγκων για να διαμαρτυρηθεί για τη υψηλή φορολογία, αλλά όταν το 1991 πέθανε σε ηλικία 63 ετών, η Γαλλία έπαθε αυθεντικό σοκ και ο τότε Πρόεδρος, Φρανσουά Μιτεράν, έφτασε να πει πως ήταν ο Μποντλέρ κι ο Απολινέρ της εποχής του. Στο τέλος μένει αυτό που περισσότερο αξίζει και αυτό ποτέ δεν μπορεί να είναι η τηλεόραση. Ίσως είναι τραγούδια σαν το «Le Poinconneur des Lilas»: ο ελεγκτής εισιτηρίων στο σταθμό του μετρό του Λιλά κάνει τρύπες στα εισιτήρια, τρύπες, μικρές τρύπες, περισσότερες μικρές τρύπες, για πάντα μικρές τρύπες, τρύπες για την δεύτερη θέση, τρύπες για την πρώτη θέση, μικρές τρύπες, μικρές τρύπες, μικρές τρύπες, μικρές τρύπες, μέχρι που μια στιγμή θα πάρει ένα περίστροφο και θα κάνει στο κεφάλι του μια μικρή τρύπα, την τελευταία του μικρή τρύπα και θα τον βάλουν μέσα σε μια μεγάλη τρύπα, όπου δεν θα ξανακούσει ποτέ για μικρές τρύπες.
---
Σερζ Γκενσμπούρ ο πιο άσχημος, Σερζ Γκενσμπούρ ο πιο γόης. Μπριζίτ Μπαρντό, Τζέιν Μπίρκιν, Ιζαμπέλ Ατζανί, Κατρίν Ντενέβ και πολλές άλλες. Βέβαια, τελικά δεν είναι ανεξήγητο: έγραφε τραγούδια, έγραφε τραγούδια για αυτές, ήταν επιτυχημενος, ήταν απόλυτα γοητευτικός στην ομιλία, είχε φήμη κατακτητή. Αλλά το παράδειγμα είναι πολύ χτυπητό για να το ξεπεράσουμε έτσι. Αν υπάρχει μια ουδέτερη, άφυλη έννοια ομορφιάς, η γυναίκα είναι πολύ κοντύτερά της. Η γυναίκα έχει διαρκώς την ομορφιά σαν κανόνα από τον οποίο δεν πρέπει να ξεφύγει. Η ομορφιά της μάχεται με το πέρασμα του χρόνου, μάχεται διαρκώς με τη διατήρηση της σιλουέτας, πρέπει διαρκώς να κολακεύεται και να καλλωπίζεται με μακιγιάζ. Ο άντρας πάλι είναι πολύ πιο απελευθερωμένος από τα δεσμά της. Ο άντρας, ακόμη κι αν έχει τα αυτιά, τη μύτη και το σουλούπι του Σερζ Γκενσμπούρ, μπορεί να ελπίζει ότι δεν είναι αδύνατο να σαγηνεύει γυναίκες που λαχτάρισε όλη η Γαλλία κι όλος ο πλανήτης.
---
«Σε αγαπώ. Ούτε εγώ». «Je T'aime... Moi Non Plus». Το με διαφορά πιο γνωστό τραγούδι του Γκενσμπούρ. Το πρώτο μη αγγλόφωνο τραγούδι που έφτασε στο νο 1 της Μεγάλης Βρετανίας. Ο Γκενσμπούρ το έγραψε για την Μπριζίτ Μπαρντό με την οποία είχε σχέση. Το ηχογράφησε με την Μπαρντό στο τέλος του 1967. Μόνο που η Μπαρντό ήταν παντρεμένη με άλλον και ο άντρας της απαίτησε να μην κυκλοφορήσει. Μπαρντό και Γκενσμπούρ χωρίζουν. Μερικούς μήνες μετά ο Γκενσμπούρ γνωρίζει την Τζέιν Μπίρκιν. Μερικούς μήνες μετά το ηχογραφεί μαζί της. Η εκτέλεση με τη Μπαρντό κυκλοφόρησε τελικά μόλις το 1986. Ένα εντελώς ερωτικό και σεξουαλικό τραγούδι εμπνευσμένο από μια συγκεκριμένη γυναίκα, γραμμένο για εκείνη και τραγουδισμένο μαζί της. Κι όμως μια άλλη γυναίκα το δέχεται να το πει εκείνη μαζί του, να βαριαναστενάξει εκείνη μαζί του. Αν είχαμε να κάνουμε με μια σκέτη κίνηση καριέρας, δεν θα υπήρχε καμία απορία. Μιλάμε όμως για μια γυναίκα που έγινε τελικά η γυναίκα της ζωής του, η πιο μακροχρόνια σχέση του. Δηλαδή μια γυναίκα που είχε εντονότατο αισθηματικό ενδιαφέρον για εκείνον. Τι σκεφτόταν άραγε η Μπίρκιν όταν δέχτηκε να πει το τραγούδι; Ήθελε να απορροφήσει την Μπαρντό μέσα από το ίδιο της το τραγούδι; Προσπάθησε να της πάρει ό,τι ήταν το πιο δικό της; Δεν ήθελε να το πει αλλά δέχτηκε για να δείξει πόσο ασφαλής και σίγουρη ένιωθε; Ποιός ξέρει; Σε αυτά τα θέματα ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις, ποτέ δεν μπορείς να μπεις στο μυαλό του άλλου, ενώ συνήθως και ο ίδιος ο άλλος δεν μπορεί να μπει εντελώς μέσα στο δικό του το μυαλό. Δεν μπορείς όμως παρά να σκεφτείς ότι έχουμε να κάνουμε με μια γυναικεία συμπεριφορά. Όχι τυπικά γυναικεία, πολλές γυναίκες στη θέση της μπορεί να μη το δέχονταν, αλλά γυναικεία με την έννοια ότι δύσκολα μπορείς να φανταστείς άντρα που θα δεχόταν να κάνει στην αντίστροφη περίπτωση κάτι παρόμοιο. Θα το θεωρούσε υποτιμητικό, προσβλητικό, ευνουχιστικό κι όλα τα συναφή. Οι γυναίκες ήταν, είναι και θα είναι πιο πολυσύνθετα όντα από τους άντρες.
(Kείμενο γραμμένο για το ελculture)

Τετάρτη, Μαΐου 05, 2010

Nα καείτε μουνάκια

---
Το μόνο σίγουρο αυτήν τη στιγμή είναι ότι τίποτα δεν φαίνεται πια σίγουρο. Είδαμε βεβαιότητες δεκαετιών να γκρεμίζονται από μήνα σε μήνα, μετά από εβδομάδα σε εβδομάδα, μετά από μέρα σε μέρα και πια από ώρα σε ώρα. Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποια νομοτέλεια τα πράγματα να πάνε προς την μία ή την άλλη κατεύθυνση. Ίσως το προς τα που θα γείρουν να εξαρτηθεί από τυχαία και χαοτικά φαινόμενα. Είτε έτσι είτε αλλιώς ο άνθρωπος ήταν, είναι και θα είναι τραπουλόχαρτο της Ιστορίας. Ακόμα και αυτός που βοηθά να κινηθεί προς την μία ή την άλλη κατεύθυνση, τραπουλόχαρτό της είναι.
---
Βλέποντας στην τηλεόραση τον Πάνο Σόμπολο πίσω από τον Παναγόπουλο, την ώρα που ο τελευταίος έκανε αγωνιστικές δηλώσεις, σκέφτηκα ότι η εκπροσώπηση σε αυτή τη χώρα δεν είναι ούτε τραγική, ούτε ιλαροτραγική, είναι σκέτα ιλαρή. Ιλαρά και χαλαρά φτάσαμε ως εδώ, αλληλοκοροϊδευόμενοι και υποδυόμενοι διάφορους ρόλους ανάλογα με την ώρα της ημέρας. Έτσι δεν ξέρω τι νόημα θα είχε «να καεί το μπουρδέλο η Βουλή», αφού η Βουλή είναι το κατ΄εικόνα και καθ΄ομοίωσίν μας μπουρδέλο, ο εκπρόσωπος του μπουρδέλου που κουβαλάμε μέσα στη ψυχή μας.
---
Μαθαίνοντας την είδηση για τους τρεις νεκρούς μεσολάβησαν μερικά λεπτά για να μάθουμε τι ήταν οι τρεις νεκροί. Κάθε νεκρός είναι ένας πολιτικός νεκρός. Έτσι νεκροί διαδηλωτές θα οδηγούσαν σε εντελώς άλλες συνέπειες από ό,τι νεκροί απεργοσπάστες. Αν ο 15χρονος Αφγανός ήταν μια παράπλευρη απώλεια, αυτοί εδώ they had it coming. Αλλά πάλι we all have it coming. Στα λεπτά που μεσολάβησαν, το πολιτικό τους στάτους έμεινε μετέωρο, και έτσι για αυτά τα λίγα λεπτά ήταν τρεις σκέτοι νεκροί. Μόλις μάθαμε τι είδους νεκροί ήταν, αναρωτήθηκα πώς θα κοιμηθούν το βράδυ εκείνοι που πέταξαν μέσα στην τράπεζα αυτό που οδήγησε στο θάνατό τριών ανθρώπων.
---
Και μετά διάβασα για τον ηλικιωμένο και έπαψα να αναρωτιέμαι για τον φυσικό αυτουργό, έπαψα να ασχολούμαι με το θέμα της εκπροσώπησης, έπαψε και να με νοιάζει ο τρόπος κάλυψης της διαδήλωσης από την -τελειωμένη ούτως ή άλλως στη συνείδησή μου- τηλεόραση. Άλλωστε με την τελευταία οι μολοτωφίστες έχουν ακριβώς τη σχέση που έχουν και οι τρομοκράτες: Η τρομοκρατία είναι ως προς τα ΜΜΕ και ιδίως τα τηλεοπτικά ΜΜΕ, ό,τι ο πατατοπαραγωγός για τους κατασκευαστές τσιπς. Είναι παραγωγός του προϊόντος που διακινούν. Ο ένας παράγει τον τρόμο του θεάματος και ο άλλος πουλάει το θέαμα του τρόμου. Πρόκειται για συμβιωτική σχέση, αμιγώς επικοινωνιακού περιεχομένου με ασύμμετρα ποιοτικά οφέλη: ο μεν τρομοκράτης, ο ιδεολόγος ας πούμε τρομοκράτης, φαντασιώνεται ότι η πράξη του είναι παραδειγματική, ενώ τα Media δολώνουν σοκαρισμένους τηλεθεατές για να τους ανταλλάξουν με διαφημιστικά έσοδα.
---
Προφανώς και η κατάσταση είναι οριακή. Προφανώς και το διακύβευμα παύει πια να είναι μια φαντασιωτική, θολωμένη και πάνω απ' όλα βολεμένη αμφισβήτηση του «συστήματος» και του «καπιταλισμού» και μετατρέπεται σε κάτι πολύ πιο κρίσιμο, πολύ πιο ζωτικό. Μετατρέπεται ενδεχομένως σε μια αληθινή αμφισβήτησή τους, με πρώτη ύλη την πραγματικότητα που παύει να μας τα φέρνει όπως τα είχαμε φανταστεί. Και αν δεχτούμε ότι η χώρα λειτουργεί και σαν πειραματόζωο, ενδεχομένως η αντίδραση να έχει συνέπειες μη τοπικές, συνέπειες με ευρύτερες επιπτώσεις. Και επίσης η βία ήταν, είναι και θα είναι μοχλός πολιτικών εξελίξεων. Ωστόσο τη στιγμή που ο ηλικιωμένος φωνάζει «να καείτε μουνάκια», όλα έχουν πια τελειώσει, ντρέπεσαι που είσαι άνθρωπος, ντρέπεσαι που είσαι Έλληνας, ντρέπεσαι που ζεις στην ίδια εποχή και στην ίδια κοινωνία, ντρέπεσαι όχι γιατί εσύ είσαι κάτι διαφορετικό, αλλά γιατί τελικά δεν μπορούσες ως τώρα να συνειδητοποιήσεις ότι όλα έχουν την τελική τους εξήγηση και την τελική τους αναγωγή στην κραυγή αυτού του ηλικιωμένου. Που σε εκπροσωπεί αυθεντικότερα από κάθε Πάνο Σόμπολο και κάθε Τάσο Μαντέλη.
---
Κι έτσι τρία μουνάκια παθαίνουν ασφυξία και ένα έμβρυο μέσα σε μια κοιλιά δεν θα προλάβει να ζήσει τα τόσο αμφίβολα μας μελλούμενα.
Τρία και μισό μουνάκια λιγότερα.