Η κραυγή και η κατακραυγή
ΑΝΑΒΑΛΕ ΓΙΑ ΛΙΓΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΣΟΥ, ΓΙΑ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ. ΙΣΤΟΡΙΕΣ, ΑΜΑΡΤΙΕΣ & ΜΕΓΑΛΑ ΛΑΘΗ («Οι σχολιαστές σημειώνουν σ' αυτό το χωρίο: Η ορθή αντίληψη ενός ζητήματος και η παρανόηση ενός ζητήματος δεν αποκλείονται αμοιβαίως». Φραντς Κάφκα, "Η Δίκη").
To Lost ως παραβολή της υπαρξιακής αγωνίας: Όσο πιο γρήγορα παραιτηθείς από την ιδέα του νοήματος και των απαντήσεων, τόσο το καλύτερο για σένα. Μην την ψάχνεις για να μη χαθείς, μην τη ψάχνεις για να μην απογοητευθείς. Σταμάτα να πασχίζεις να βρεις εξηγήσεις, σταμάτα να πασχίζεις να ανακαλύψεις το μεγάλο συνεκτικό μυστικό. Δεν υπάρχει. Όλα είναι φανερά. Όλα είναι θέαμα. Κι εσύ ο καταναλωτής του. Ο κόσμος όλος είναι σαν μια τηλεοπτική σειρά που ξεκινάει μην έχοντας ιδέα για το που θέλει να καταλήξει. Η ζωή είναι σαν μια τηλεοπτική σειρά με μια λαμπρή αρχική ιδέα. Η ζωή είναι μια λαμπρή αρχική ιδέα που στην πορεία παραμυθιάζει τον εαυτό της και τους θεατές της ότι υπάρχει και μια συνολική τελική ερμηνεία. Πώς να ερμηνεύσεις την αρχική έμπνευση; Δεν γίνεται. Στο τέλος δεν κρύβεται κανένα θαύμα, το θαύμα κρύβεται στην αρχή. Σαν βγεις στον πηγαιμό για το νησί του Lost να έχεις υπόψη σου ότι προορισμός δεν υπάρχει, ότι όλα τα ταξίδια είναι τελικά απατηλά. Ωραία αλλά απατηλά. Απατηλά σαν την πραγματικότητα, απατηλά σαν την ερώτηση «Πως και γιατί;», απατηλά σαν την κραυγή «Θέλω να καταλάβω». Καλύτερα να μην καταλάβεις, καλύτερα να συνεχίσεις να ψάχνεις μυστικά και εξηγήσεις. Έτσι θα καταφέρεις να χαθείς, να μπερδευτείς, να ξεχαστείς. Κι ας μην οδηγεί όμως πουθενά αλλού παρά σε μια σειρά από αδιέξοδα του νοήματος, η ζωή είναι μια ιστορία που είναι προτιμότερο να ξεκινά να την αφηγείται κανείς. Αφηγούμενός την, υποτιμάς τελικά τη νοημοσύνη και των ακροατών σου και εσού του ιδίου; Ναι, αλλά σε αντιστάθμισμα κερδίζεις περιστασιακές υπερτιμήσεις της συγκίνησής σας. Ο νους ζητά ματαίως να τραφεί από τροφή που τον υπερβαίνει, η καρδιά όμως είναι σεξουαλικό όργανο που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα ικανοποιήσει τις ανάγκες της. Και ο τρόπος των ιστοριών έχει σταθεί προαιώνιος φίλος της ανθρώπινης καρδιάς.
Ας ξεκινήσουμε από μια κριτική: «Μπορεί να έχετε ακούσει ότι ο Ρομπέν των Δασών έκλεβε από τους πλούσιους και τα έδινε στους φτωχούς αλλά αυτό δεν ήταν παρά προοδευτικίζουσα προπαγάνδα των ΜΜΕ. Αυτός εδώ ο Ρομπέν δεν είναι ένας σοσιαλιστής ληστής που εξασκείται στην αυτοσχέδια αναδιανομή του πλούτου, αλλά μάλλον κάποιος ανδροπρεπής αντικρατιστής που επαναστατεί ενάντια στην υψηλή φορολόγηση και σε ένα μεγάλο κυβερνητικό σχέδιο που ποδοπατά τις αρχαίες ελευθερίες των ιδιοκτητών γης και των ευγενών». Ωστόσο η κριτική αυτή μπορεί κάλλιστα να υπερβάλλει, καθώς δεν αποκλείεται να γυριστεί σίκουελ στο οποίο όντως ο Ρομπέν θα κλέβει από τους πλούσιους και θα δίνει στους φτωχούς. Αυτό είναι άλλωστε το διαφορετικό στοιχείο της εκδοχής του Ρομπέν του Ρίντλεϊ Σκοτ: μας δείχνει τον Ρομπέν πριν γίνει μύθος. Επεμβαίνουμε έτσι όχι μόνο στην ιστορία αλλά και στον μύθο, και στο τουρλού αυτό τον δείχνουμε να αποκρούει γαλλική εισβολή και να εξηγεί με απλά λόγια την Μagna Carta στον Ιωάννη τον Ακτήμονα. Η κριτική υπερβάλλει επίσης γιατί η Μagna Carta είναι σε κάθε περίπτωση συμβολικός σταθμός του νομικού πολιτισμού της Δύσης. Οπότε τελικά το πρόβλημα του Ρομπέν δεν είναι πως είναι ιδεολογικά διαφορετικός από ό,τι τον ξέραμε σαν φιγούρα των λαϊκών μύθων, αλλά το ότι δεν είναι καθόλου διαφορετικός από ό,τι τον αναμέναμε σαν κινηματογραφικό ήρωα.
Γιατί όμως; Επειδή «για τα λεφτά τα κάνεις όλα, για τα ρημάδια τα λεφτά»; Όχι, δεν είναι αυτό το πρόβλημα από μόνο του. Το Χόλιγουντ πάντα έτσι λειτουργούσε. Το πρόβλημα είναι να παντρευτεί η ανάγκη να βγάλουν τα στούντιο λεφτά, με κάποιο δημιουργικό όραμα, έστω μετριασμένο, έστω πειραγμένο, έστω συμβιβασμένο. Η πρώτη ύλη δηλαδή να είναι αυτό το όραμα. Υπήρχε άραγε κάποιο τέτοιο όραμα στο αρχικό σενάριο που επικέντρωνε στον Σερίφη του Νότιγχαμ, κοιτώντας τον μάλιστα με ευνοϊκό μάτι; Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Ιδού ένα χολιγουντιανό παράδοξο: πρώτα αγοράζεις πλουσιοπάροχα ένα σενάριο και στη συνέχεια το παίρνεις και του αλλάζεις τα φώτα. Και τελικά θα εγκαταλείψουμε την ιδέα να παίζει το Σερίφη (ή και τον Σερίφη και τον Ρομπέν) ο Ράσελ Κρόου, θα εγκαταλείψουμε την ιδέα να κάνουμε κάτι διαφορετικό και θα επιστρέψουμε στα βασικά. Φωνάζεις τον ειδικό που σου έχει παραδώσει μεγάλα σενάρια στο παρελθόν. Θα έρθει λοιπόν ο Μπράιαν Χέλγκελαντ να στο «γιατρέψει» το σενάριο και, ωραία, και η πλοκή θα ρέει και ένα σωρό χαρακτήρες θα χωρέσουν μέσα της. Και υπάρχουν και περιστασιακές σπίθες στους διαλόγους (με μια ατάκα να είναι εξόχως επίκαιρη για την τωρινή ελληνική οικονομική πραγματικότητα: «Το να αρμέγεις μαστάρι που στέρεψε, το μόνο που θα σου αποφέρει είναι να κλωτσήσει η αγελάδα το σκαμνί που κάθεσαι για να την αρμέξεις»). Και σκηνοθετικά πώς να σε απογοητεύσει ο Ρίντλεϊ Σκοτ; Οι ταινίες του θα σε κρατήσουν είτε έτσι είτε άλλιως καθηλωμένο. Και τον Ράσελ Κρόου έξι χιλιάδες φορές να τον δεις να παίζει παρόμοιους ρόλους, πάλι θα σε κερδίσει, ακόμη και αν βλέπεις ακριβώς αυτό που είχες στο μυαλό σου ότι θα δεις. Και η Κέιτ Μπλάνσετ δίνει υπόσταση σε όποιο ρόλο και αν παίξει. Και ένα σωρό εξαιρετικοί ηθοποιοί στους δεύτερους ρόλους, από τον Γουίλιαμ Χαρτ και την Αϊλίν Άτκινς ως τον Μαξ Φον Σίντοφ και τον Μαρκ Στρονγκ. Αλλά είναι η τρίτη φορά μέσα στους πρώτους πέντε μήνες του 2010 («Σέρλοκ Χολμς», «Κick-Ass») που θα δούμε στους ελληνικούς κινηματογράφους τον Μαρκ Στρονγκ να παίζει τον κακό του έργου και να εξοντώνεται με φαντασμαγορικούς τρόπους. Τυποποίηση και Άγιος ο Θεός. Ακόμη και η μετατροπή του τίτλου από «Nottingham» σε «Robin Hood» δείχνει την αγωνία να μη χαθεί από παρανόηση ούτε ένα δολάριο, ούτε ένα ευρώ, ή όποιο άλλο νόμισμα παγκοσμίως, σκληρό ή μαλακό. Στην αφίσα ο Ράσελ Κρόου στοχεύει με το τόξο θυμωμένος. Δίπλα στο κεφάλι του η υπενθύμιση: Gladiator. Κι όμως, στις λιγοστές σκηνές που του αναλογούν, ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος του Ντάνι Χιούστον δείχνει μια άλλη κατεύθυνση στην οποία θα μπορούσε να είχε κινηθεί η ταινία, μια κατεύθυνση λιγότερο μονοδιάστατα προβλέψιμη, περισσότερο χρωματισμένη, σύνθετη και αιρετική. Αλλά ποιός θα μπορούσε να εγγυηθεί ότι μια τέτοια προσέγγιση δεν θα είχε το ρίσκο της οικονομικής αποτυχίας;
Ο Ντέιβιντ Λιντς έχει γυρίσει το «Eraserhead», o Μελ Μπρουκς το βλέπει σε ιδιωτική προβολή, εντυπωσιάζεται και καταλαβαίνει ότι ο Λιντς πρέπει να σκηνοθετήσει τον «Άνθρωπο Ελέφαντα». Έτσι ο Λιντς από την ταινία που ολομόναχος, με χρήματα συγγενών και φίλων γυρνούσε ανά διαστήματα επί έξι ολόκληρα χρόνια, γυρνά το 1980 την πρώτη του κανονική ταινία. Ασπρόμαυρη κι αυτή, μια ατμόσφαιρα βιομηχανικής απειλής και σε αυτή, τερατογενέσεις και σε αυτή. Ο πραγματικός Τζων (Τζόζεφ) Μέρικ γεννήθηκε το 1862 στο Λέστερ και έζησε 28 χρόνια. Τα δύο πρώτα φυσιολογικά, τα είκοσι έξι επόμενα παραμορφωμένα. Η αρρώστια του σπανιότατη. «Σύνδρομο του Πρωτέα» την ονόμασαν πρόσφατα. Ελάχιστες περιπτώσεις της έχουν καταγραφεί και καμία στην έκταση τη δική του. Η ταινία ξεκινά με τη φωτογραφία της μητέρας του: η αρμονία των χαρακτηριστικών της, τα μάτια της, οι ελέφαντες την ρίχνουν κάτω, τι σημασία έχει που δεν έγινε έτσι στην πραγματικότητα, όλα είναι συμβολικά, το κτήνος αναμιγνύεται με την ομορφιά και καρπός του ένα εξάμβλωμα. Ούτε ελέφαντας, ούτε άνθρωπος, ο Τζων Μέρικ είναι ο Άνθρωπος Ελέφαντας.
Μέρα - Νύχτα: Δυο ξεχωριστοί κόσμοι, ο κόσμος της μέρας και της νύχτας. Την μέρα τον περιποιούνται στο νοσοκομείο, του φέρονται καλά, πίνουν τσάι μαζί του. Η καλή βικτωριανή κοινωνία όμως δεν ξέρει τι γίνεται τη νύχτα και έτσι το βράδυ μαζεύονται από τα καταγώγια και έναντι εισιτηρίου τον περιγελούν, τον κάνουν θέαμα. «Νow it's dark» όπως θα έλεγε και ο Ντένις Χόπερ στο «Μπλε Βελούδο». Νύχτα - Όνειρα - Υποσυνείδητο - Ήχοι Απόκοσμοι - Ατμοί - Φουγάρα - Κτήνη. Στην αρχή της ταινίας ο γιατρός εγχειρίζει έναν παραμορφωμένο από ατύχημα με μηχανή. Βρισκόμαστε στην καρδιά της βιομηχανικής επανάστασης. Οι μηχανές και τα ζώα μπορούν να σε παραμορφώσουν..
Θέαμα - Θεατής: Από θέαμα (θέαμα σε τσίρκο, θέαμα και στην υψηλή κοινωνία) ο Μέρικ μετατρέπεται σε θεατή. Πηγαίνει να παρακολουθήσει παράσταση στο θέατρο. Από την κτηνωδία του θεάματος στην μαγεία του θεάματος. Από τη θέαση της ασχήμιας στη θέαση της ομορφιάς. Από τα μάτια της μητέρας του περνούσαν οι ελέφαντες, από τα μάτια του γιου περνάνε τώρα οι άνθρωποι με τις στολές ζώων. Όλα είναι εφιάλτης, όλα είναι όνειρο, κι ανάμεσα τους η ζωή.
Ύπνος - Θάνατος: Όπως και στην πραγματικότητα έτσι και στην ταινία ο Μέρικ ήταν αναγκασμένος να κοιμάται σχεδόν καθιστός. Στο διαστρεβλωμένο του ξύπνιο, αντιστοιχούσε διαστρεβλωμένος ύπνος. Μέχρι που μια νύχτα αποφάσισε να ξαπλώσει, να γείρει επιτέλους το κεφάλι, να πλαγιάσει και οι όγκοι στον λαιμό και στο κεφάλι του να σπάσουν την τραχεία του προκαλώντας ασφυξία. Ύπνος και θάνατος γίνονται ένα.
Άνθρωπος - Ζώο: Ο Μέρικ φτιάχνει την μακέτα ενός καθεδρικού ναού που βλέπει από το παράθυρό του. Στους κανονικούς ναούς ο άνθρωπος θέλει να εξυψωθεί ως το Θείο, ο Άνθρωπος Ελέφαντας εξυψώνεται από το ζωώδες στο ανθρώπινο. Η θέωση είναι μέσα μας, η θέωση ίσως ταυτίζεται με την ανθρωπιά, με τη νίκη επί του εντός μας κτήνους. «Δεν είμαι ελέφαντας. Δεν είμαι ζώο. Είμαι άνθρωπος». Την ώρα που φωνάζει αυτές τις λέξεις μιλάει καθαρότερα από ποτέ. Ο λόγος ο αρθρωμένος είναι ικανός να ταράξει τον όχλο, να τον ξανακάνει από μέρος του όχλου πρόσωπο. Ο λόγος σού δίνει υπόσταση, σου δίνει πρόσωπο. Και δίνοντάς σου ένα πρόσωπο πέρα από τα εξωτερικά χαρακτηριστικά, βάζει ταυτόχρονα ένα καθρέφτη στο πρόσωπο του απέναντί σου: είμαι κάτι διαφορετικό από αυτό που κυνηγάς, είμαι σαν εσένα. Ίσως θα μπορούσε να λειτουργήσει σε κάθε είδους στοχοποίηση: δεν είμαι απεργοσπάστης, δεν είμαι γρανάζι του τραπεζικού συστήματος, είμαι άνθρωπος. Είναι η ανθρώπινη ιδιότητα των άλλων που σβήνουμε από το μυαλό μας, είτε πρόκειται για τραπεζοϋπάλληλους που τους κάνουμε να πεθάνουν από ασφυξία στη Σταδίου, είτε για οπαδό του Παναθηναϊκού που τον μαχαιρώνουμε πεσμένο κάτω στην Λαυρίου.
Τμήμα - Όλον: Από το παράθυρό του βλέπει μικρό μόνο μέρος του ναού. Το υπόλοιπο το φτιάχνει με τη φαντασία του. Ακριβώς δηλαδή όπως συμβαίνει με τα δεδομένα που έχει στη διάθεσή του ο άνθρωπος για να κατανοήσει τη ζωή, τον κόσμο, την πραγματικότητα. Μικρό μόνο μέρος της συνολικής εικόνας βλέπουμε, προσπαθώντας να φτιάξουμε το ολοκληρωμένο κτίσμα της, αφενός μεν με την επιστήμη, αφετέρου όμως -σε ό,τι αφήνει εκείνη κενό- με την φαντασία μας. Αντιλαμβανόμαστε ένα μικρό τμήμα της πραγματικότητας και προσπαθούμε με τη φαντασία μας να την φανταστούμε σαν όλον. Θυμόμαστε τα πράγματα από μια ηλικία και ύστερα. Τα πρώτα - πρώτα χρόνια μας δεν τα θυμόμαστε καθόλου. Πριν αυτά τα πρώτα χρόνια δεν υπήρχαμε καν. Και τώρα που πια υπάρχουμε και το ξέρουμε, ξέρουμε επίσης ότι κάποια στιγμή θα πεθάνουμε. Και προσπαθούμε να βγάλουμε ένα νόημα. Προσπαθούμε από το καμπαναριό που βλέπουμε να χτίσουμε ένα ολόκληρο ναό νοήματος. Κατ' εξοχήν ιερέας αυτού του ναού είναι η τέχνη και απόλυτα ξεχωριστός κινηματογραφικός της ιερέας ο Ντέιβιντ Λιντς, που ακόμη και ταινίες του όπως το «Inland Empire», οι οποίες μοιάζουν να προσπαθούν να διώξουν και τον πιο πιστό του θαυμαστή, μάλλον προσπαθούν να έρθουν διαισθητικά λίγο πιο κοντά στο νόημα, λίγο πιο κοντά σε ό,τι αξίζει να φωτιστεί αντισυμβατικά, ασυνήθιστα, από παράξενους δρόμους, που όσο παράξενοι κι αν είναι ωχριούν μπροστά στο πιο παράξενο απ' όλα τα φαινόμενα: στο ότι ο άνθρωπος είναι μεν σε θέση να αντιληφθεί ότι υπάρχει μια γενικότερη εικόνα, αλλά και σε αδυναμία να συλλάβει ποιά είναι αυτή.
Έδειξε στην παρέα ένα παλιό του σημείωμα:
Το «Κick-Ass» ξεκινάει ρεαλιστικά και βγάζοντάς μας τη γλώσσα: τα ράσα δεν κάνουν τον παπά και η στολή δεν σε κάνει υπερήρωα. Οι νόμοι της βαρύτητας είναι εδώ. Στη συνέχεια της ταινίας η γλώσσα δεν θα μείνει διαρκώς έξω, αλλά oύτε θα επιστρέψει και μονίμως μέσα. Παίζοντας μέσα έξω με τη γλώσσα, παίζοντας ανάμεσα στην παρωδία και την κανονική ταινία με υπερήρωες, η ταινία έρχεται να προσφέρει τη δική της ολόφρεσκη πρόταση. Το παιχνίδι της αυτό της επιτρέπει να αποφύγει τόσο τον σκόπελο των παρωδιών που χάνονται προσπαθώντας να ξεχειλώσουν μια αρχική ιδέα, που χάνονται προσπαθώντας να στηριχθούν υπέρμετρα σε αυτό που παρωδούν και δεν αναπτύσσουν ποτέ τον δικό τους εαυτό, όσο και τον σκόπελο των ταινιών για υπερήρωες ή σκέτους ήρωες που προσπαθούν ψυχαναγκαστικά να προσθέσουν στη συνταγή και λίγο χιούμορ, που προσπαθούν να προσθέσουν και λοξές ματιές. Το «Κick-Ass» δείχνει πώς μπορείς να κάνεις μια ταινία είδους όχι προσποιούμενος ότι οι συμβάσεις του είδους δεν υπάρχουν, αλλά αντίθετα ξεκινώντας από αυτές, συζητώντας τις ευθέως, ανατρέποντάς τες και τελικά επαναφέροντάς τες πανηγυρικά και ευφρόσυνα, μυθοποιώντας μέσα από την απομυθοποίηση, δομώντας υπερήρωες μέσα από την αποδόμηση. Το «Κick-Ass» είναι ταινία μετά-είδους.
Έφηβος κολλημένος με τα κόμικς αναρωτιέται. Τόσες ταινίες, σίριαλ, περιοδικά με υπερήρωες. Πώς κανείς απλός άνθρωπος δεν έχει σκεφτεί να δοκιμάσει να γίνει υπερήρωας; Η μονη υπερδύναμη του συγκεκριμένου εφήβου είναι ότι περνά εντελώς απαρατήρητος στα κορίτσια. Δεν είναι τίποτα το σπέσιαλ, το εξαιρετικό .Όπως τα περισσότερα παιδιά της ηλικίας του απλώς υπάρχει. Παραγγέλνει λοιπόν στολή υπερήρωα από το ίντερνετ. Είναι θεόσαχλη αλλά δεν τον νοιάζει. Φορώντας τη ζει τη φαντασίωσή του μπροστά στον καθρέφτη. Είναι πια ο Κick-Ass. Μετά αρχίζει να βγαίνει και έξω από το σπίτι. Η ταινία είναι σαν να μην ξεκινά από μια σιγουριά, αλλά προσπαθώντας να απαντήσει σε μια ερώτηση. Τι θα γινόταν αν ένας έφηβος έκανε αυτή τη σκέψη; Αν αγόραζε μια στολή; Αν άρχιζε να φαντασιώνεται πως φορώντας τη οφείλει να προστατεύει την πόλη; Αν έβρισκε στο δρόμο μικροεγκλήματα εν εξελίξει; Τι θα του συνέβαινε; Δεν θα τον χτυπούσαν; Από εκεί και πέρα τι θα γινόταν;
Την παράσταση δεν κλέβει ο ίδιος ο Κick-Ass, αλλά το δίδυμο ενός πατέρα με την εντεκάχρονη κόρη του («Βig Daddy» και «Ηit Girl» κατά το υπερηρωικότερον). Για την ακρίβεια η κόρη (η Κλόι Μόρετζ που υποδυόταν την αδελφή του ήρωα στις «500 μέρες της Σάμερ») και όχι ο πατέρας. Η ταινία έχει ξεσηκώσει πνεύματα και συγκεντρώσει κατηγορίες εξαιτίας των όσων η κόρη λέει και κάνει. Μεγάλο μέρος της αναταραχής οφείλεται στο ότι λέει ένα σωρό κακές λέξεις. Άλλο μέρος οφείλεται ακριβώς στην βία. Ωστόσο αυτή είναι μια κουβέντα που ποτέ δεν με αφορούσε, μια κουβέντα που πάντοτε την έβρισκα υπερβολική. Η αληθινή βία και η χορογραφημένη κινηματογραφική βία είναι δυο διακριτές έννοιες. Ανησυχητικό δεν είναι να απολαμβάνεις τις καταπληκτικές σκηνές που η μικρή εξολοθρεύει τρεις μεραρχίες φονιάδων, ανησυχητικό θα ήταν να απολάμβανες τη βία του «Funny Games». Επικίνδυνη δεν είναι η κινηματογραφοφιλική βία του «Κick-Ass», επικίνδυνη είναι η βία του «24», που όχι μόνο δείχνει συνεχώς βασανισμούς, αλλά τους εγκωμιάζει και ως αναγκαίο μέσο για την προστασία ενός ευρύτερου καλού. Δεν έχουμε να κάνουμε με ρεαλιστική βία, δεν έχουμε να κάνουμε με κάτι που θα μπορούσε να έχει αναφορά στον πραγματικό κόσμο, βρισκόμαστε στον κινηματογραφικό κόσμο και βλέπουμε μια εντεκάχρονη υπερηρωίδα να πρωταγωνιστεί σε σκηνές ανθολογίας. Δεν είναι καμία σκοτεινή φιγούρα εκδικητή το Ηit Girl. Eίναι διονυσιακή φιγούρα που υμνεί όχι τη βία, αλλά τη χαρά του σινεμά, την απελευθερωτικά αναιδή χαρά του. Όσο για τη φούστα της είναι κατευθείαν κλεμμένη από τη ντουλάπα της Gogo του «Κill Bill».Αλλά αν βρίσκω υπερβολικές τις ανησυχίες για τη βία της ταινίας, βρίσκω σχεδόν υστερικό να γίνεται λόγος για αναλογίες με παιδική πορνογραφία. Όποιος μπορέσει να φτιαχτεί με όσα βλέπει στην ταινία, τότε είναι ήδη άρρωστος. Και μου φαίνεται σαν σύμπτωμα αρρώστιας το να περιορίζεται (λογοκρινόμενη ή αυτολογοκρινόμενη) η ελευθερία των υγιών για να μη σκεφτεί κάτι άρρωστο ο ήδη άρρωστος.
Όλα τα προτερήματα της ταινίας κινδυνεύουν φυσικά από το ενδεχόμενο να γυριστεί σίκουελ. Πώς θα μπορέσει να διασωθεί ο αρχικός της τόνος, η αρχική της πρόταση; Ας αφήσουμε το αβέβαιο μέλλον για να μείνουμε στο βέβαιο παρόν: μπορεί τα ράσα να μην κάνουν τον παπά, μερικές φορές όμως η στολή κάνει τον υπερήρωα. Οι νόμοι της βαρύτητας είναι εδώ, αλλά το ίδιο και οι νόμοι του κινηματογράφου.