Στο γνωστό τρίπτυχο «Πολιτική - Ποδόσφαιρο - Σινεμάς» θα κινηθούμε πάλι, αναγνώστρια και αναγνώστη, ένα τρίπτυχο που διατρέχω με εμμονική ημιμάθεια, αφού ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί η ημιμάθεια είναι χειρότερη από την αμάθεια. Τι σόι μαθηματικές σοφιστείες είναι αυτές; Ο ημιμαθής έχει καλύψει το 50% της διαδρομής, ο αμαθής το 0%. Καλώς τα παιδιά, καλώς τα πενήντα - μηδέν.
Ι. Όταν λέω όλοι.
Στη δημοκρατία όλοι έχουν τα ίδια ακριβώς δικαιώματα στις εκλογές. Όταν λέω όλοι, εννοώ όλοι όσοι πάνε να ψηφίσουν. Όταν λέω όλοι όσοι πάνε να ψηφίσουν, εννοώ όλοι όσοι πάνε να ψηφίσουν έγκυρα. Όταν εννοώ όλοι όσοι πάνε να ψηφίσουν έγκυρα, εννοώ όλοι όσοι πάνε να ψηφίσουν έγκυρα και όχι λευκό. Όταν λέω όλοι όσοι πάνε να ψηφίσουν έγκυρα και όχι λευκό, εννοώ όλοι όσοι ψηφίσουν κόμματα που θα ξεπεράσουν το 3% και θα μπουν στην Βουλή. Όταν λέω όλοι όσοι πάνε να ψηφίσουν κόμματα που θα μπουν στη Βουλή, εννοώ όλοι όσοι ψηφίσουν από το δεύτερο κόμμα και μετά, αφού το πρώτο όποιο ποσοστό και αν πάρει -και 20% να πάρει, και 15% να πάρει, και 1% πάνω από το δεύτερο να πάρει, και 1 ψήφο πάνω από το δεύτερο να πάρει- παίρνει και μπόνους το 1/6 των εδρών, άρα το 1/6 του συνόλου του ελληνικού λαού που αντιπροσωπεύει. Όταν λέω ότι όλοι έχουν τα ίδια δικαιώματα, εννοώ ότι υπάρχει ακόμα και το ενδεχόμενο το 37% που θέλει μνημόνιο να πάρει εντολή να κυβερνήσει για 4 έτη το 63% που δεν θα το θέλει. Να κυβερνήσει εις το όνομα όλων.
(Κι αν με ρωτάς αν δίνω έτσι μήνυμα χαμένης ψήφου στις εκλογές ή και μιας γενικότερης ματαιότητας, όχι, εκείνο που λέω είναι πως υπάρχει ανάγκη για άμεση μετεκλογική αλλαγή του εκλογικού νόμου προς το αναλογικότερο, το αντιπροσωπευτικότερο, το δημοκρατικότερο. Ει δυνατόν και χωρίς τον συγκριτικό βαθμό: προς το αναλογικό, το αντιπροσωπευτικό, το δημοκρατικό. Πέραν όλων των άλλων υπάρχει πια κραυγαλέα αναντιστοιχία ανάμεσα στον κατακερματισμό του εκλογικού σώματος και στην παρά φύση πριμοδότηση του πρώτου κόμματος, όπως υπάρχει κραυγαλέα αναντιστοιχία ανάμεσα στη ρητορική της συναίνεσης και των συνεργασιών -στην οποία εξ ανάγκης προσχωρεί ο τέως δικομματισμός- και σε έναν εκλογικό νόμο που δίνει στην ψήφο εκείνου που θα ψηφίσει το πρώτο κόμμα μια σειρά από διαφορετικά αβαντάζ έναντι εκείνων που θα κάνουν μια από όλες τις υπόλοιπες επιλογές. Αυτός που θα ψηφίσει ΝΔ έχει μια εντελώς ντοπαρισμένη ψήφο σε σχέση με σένα που δεν θα ψηφίσεις ΝΔ. Ας πρόσεχες, ας πήγαινες κι εσύ με το νικητή, να αποκτήσει κι η δική σου ψήφος ενισχυμένη αξία).
II. Λίγες σκέψεις για τον δυτικό πολιτισμό.
Έψαχνες να σημειολογήσεις την πρώτη φωτογραφία σε σχέση με τις εκλογές; Βιάστηκες, μαλάκα μου. Αν είχες λίγο υπομονή θα περίμενες να δεις και τη δεύτερη. Όχι, πες, δεν είναι απευθείας απόγονος του τύπου από το «Game of Thrones», ο Ραούλ ο Μεϊρέλες; Κι όχι, πες, αυτός ο ρημάδης ο δυτικός πολιτισμός θα χαλιόταν αν δεν είχε χτιστεί πάνω στο «Σκληρός ο νόμος, αλλά νόμος», αλλά πάνω στο «Νόμος μεν, αλλά αφού είναι σκληρός, προέχει να πούμε όχι στην σκληρότητα»; Δηλαδή οι τύποι πήγαν και ιδεολογικοποίησαν ότι η σκληρότητα είναι αναγκαίο κακό. Το να ιδεολογικοποιήσουν μερικούς αιώνες μετά την αναγκαιότητα των μνημονίων πρέπει να ήταν συγκριτικά παιχνιδάκι. Έδωσαν το χρίσμα στον τύπο του δικαίου, αντί να τον δώσουν στη δικαιοσύνη. Και πήγαν μετά και το εξήγησαν και το ανάλυσαν ότι όχι, δεν προτάσσουμε τον τύπο έναντι της ουσίας, αλλά η τήρηση του τύπου είναι η ουσία και άλλα ηχηρά παρόμοια. Κι από κοντά κι οι Τούρκοι να γίνουν Δύση. Σας φτύνει η Γερμανία, σας φτύνει η Γαλλία, σας λένε ότι δεν σας υπολογίζουν για Ευρώπη, αλλά ο διαιτητής σας να κάνει επίδειξη ότι τα έχει εσωτερικεύσει αυτά περί ντούρων νόμων. Και αυτό πάει και του λέει ο Μεϊρέλες αγκαλιάζοντάς τον: «Άσ' το, ρε αδελφέ. Δεν είσαι Δύση, μην το παίζεις Δύση. Στο ενενήντα κοντεύουμε, μην μου τη βγάλεις την κάρτα, μην μου τον στερήσεις τον τελικό, άσε με να παίξω έναν τελικό τσάμπιονς λιγκ, σε παρακαλώ άσε με να παίξω τελικό, θα πεθάνω μια μέρα και δεν θα έχω να λέω ότι έπαιξα τελικό, θα πεθάνεις κι εσύ μια μέρα και θα λες τι; Ότι ήσουν ακριβοδίκαιος; Όχι φίλε μου, ακριβοσκληρός ήσουν, ακριβοτυπικός ήσουν, ακριβοάδικος ήσουν».
Και μιλώντας για αδικίες, υπάρχει άδικο και άδικο στο ποδόσφαιρο. Υπάρχει η μεγάλη αδικία να περάσει αυτή η Τσέλσι αυτήν την Μπαρτσελόνα. Μια αδικία όμως που δεν είναι απλώς τμήμα του παιχνιδιού, αλλά και χαρακτηριστικό του γνώρισμα, αλλά και
ένας λόγος που νοηματοδοτεί το παιχνίδι: «ναι, είμαι χειρότερος, αλλά μπορεί και να πάρω το αποτέλεσμα που θέλω, επειδή το ποδόσφαιρο δεν αποδίδει πάντα δικαιοσύνη». Αυτή η συστατική του αθλήματος αδικία, αυτή η αδικία που μέσα της μπορείς να εντοπίσεις συγκινητικά στοιχεία απόδοσης παικτών και υπέρβασης ομάδας, συγκινητικά στοιχεία υπέρβασης παικτών και απόδοσης ομάδας, αντιδιαστέλλεται από την αδικία εκείνη που όση καλή θέληση κι αν έχεις δεν μπορείς να εντοπίσεις μέσα της ανθρώπινο διαιτητικό λάθος, παρά μόνο
εντελώς αδίστακτη αλλοίωση αποτελέσματος. Και πρέπει να είσαι Ντρογκμπά και Λάμπαρντ, Τέρι και Τσεχ, πρέπει να βλέπεις το 2009 να σου στερούν τον τελικό όχι λόγω της σκληρότητας του νόμου, αλλά λόγω της επανειλημμένης μη εφαρμογής του, λόγω της άρνησης να εφαρμοστεί ο νόμος στην περίπτωσή σου, για να νιώθεις ότι όταν τρία χρόνια μετά σου δίνεται ξανά η ευκαιρία, όσο τελειωμένο κι αν σε έχουν κι όσο πολύ χειρότερος κι αν πλέον είσαι, θα παίξεις εμφορούμενος από αυτό το αίσθημα του βιασμένου που έχει μια μοναδική ευκαιρία να ταπεινώσει αν όχι τον βιαστή του, πάντως εκείνον που ευεργετήθηκε από τον βιαστή του.
Και συνολικότερα αν κάτι μας έδειξαν και οι δύο ρεβάνς των ημιτελικών, είναι πως
εκτός από τη δράση υπάρχει και η αντίδραση. Πως μπορεί η αξία των δυο ισπανικών ομάδων να είναι τεράστια, αλλά πως αν αφήσεις να σε κερδίσει εκτός από την κλάση τους στο γήπεδο και η επικοινωνιακή διάστασή τους στο μυαλό, τότε τα 2-0 θα γίνουν 4-0 και 5-0. Αλλά αν στην δράση αντιπαρατάξεις αντίδραση, αν τους πεις ελάτε και προκριθείτε, αλλά μόνο εάν κατακτήσετε το αποτέλεσμα στο γήπεδο, εγώ δεν θα κάτσω να παίξω τον ρόλο του θύματός σας, εγώ θα αντιδράσω, θα διεκδικήσω, θα σας δείξω ότι
μπορείτε να με κερδίσετε μόνο αγωνιστικά. Όχι πνευματικά. Πνευματικά ας είναι παραδομένοι μονάχα οι Σωτηρακόπουλοι και οι λοιποί σχολιαστές αυτής της γης. Εγώ δεν είμαι σχολιαστής. Εγώ είμαι πρωταθλητής. Και σαν πρωταθλητής θα παίξω, και αν είναι να πέσω θα πέσω σαν πρωταθλητής. Και είναι αυτό το «δεν μασάω» που γυρνάει και τα δύο παιχνίδια, είναι αυτή
η πνευματική ανατροπή που γίνεται, η οποία κάνει τη Ρεάλ να κωλώσει,
την Αλέκα να υποκλιθεί στη Μπάγερν και την Μπαρτσελόνα να νιώσει αμήχανα, μια αμηχανία που δεν μπορεί να είναι εντελώς ανεξάρτητη από τη συναίσθηση ότι πριν τρία χρόνια υπήρξε μια αδικία και ότι αφού τους πάει τόσο η μπάλα, ίσως δεν παίζουμε μόνο με την Τσέλσι αλλά και με τα νορβηγικά φαντάσματα του παρελθόντος.
ΙΙΙ. Δ for Δήθεν
Ό,τι ακριβώς συμβαίνει με τους αγώνες, συμβαίνει και με τις ταινίες. Αν βλέπεις Μπαρτσελόνα - Τσέλσι χωρίς γνώση του σώματος της ιστορίας, χωρίς γνώση του παρελθόντος, αν βλέπεις το ματς σαν να παίζουν απλώς αυτές οι δύο ομάδες και όχι μαζί και οι ομάδες του 2009, τότε βλέπεις μισό ματς, τότε καταλαβαίνεις, αισθάνεσαι, συγκινείσαι από τα μισά, τότε τελικά
μην έχοντας αυτές τις αναφορές και τις συγκρίσεις δεν είσαι σε θέση να ξέρεις τι ακριβώς βλέπεις. Ναι, στην ημιμάθεια επανήλθαμε, και μην ακούς τι έλεγα πιο πάνω, και μη νομίζεις ότι δε νιώθω κάλπης που γράφω για σινεμά. Αλλά εν πάση περιπτώσει γράφω: Δ for Δήθεν λοιπόν
στο ελculture. Κι αν στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις, δηλώνω κάλπης, ένας κάλπης που γράφει και για σινεμά.
Ας κλείσω αντιγράφοντας εδώ ένα κομμάτι που μου δίνει ένα μικρό εσωτερικό άλλοθι για την όλη ενασχόλησή μου με τις ταινίες, αφού υποτίθεται ότι τις παίρνει ως αφορμή για να κάνει εξωκινηματογραφικές σκέψεις:
Μια πόρνη χαρακώνεται από πελάτη. Μετά που την χαρακώνουν αποκτά ψευδώνυμο. Γίνεται «το κορίτσι που γελάει». Οι πελάτες παύουν φυσικά να την προτιμούν. Μέχρι που την επιλέγει ο διεστραμμένος. Θα την χρησιμοποιήσει πληρώνοντας αδρά και για ιδιωτικό πάρτι που κάνει. Έχει και γυναίκες νάνους εκεί, σκέτο freak show. Η κατάσταση θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως μεταφορά για μια φράση που ακουγόταν πολύ στην χώρα μας την τελευταία διετία (αν και τώρα υπό το βάρος της πραγματικότητας έχει μάλλον πάψει να πολυφοριέται): «Να αντιμετωπίσουμε την κρίση σαν ευκαιρία». Κάθε πράγμα λοιπόν έχει και την αντίστροφη όψη του, κι ακόμα και αν μέχρι τώρα σε προτιμούσαν για το πρόσωπό σου, για κάθε πόρτα που κλείνει υπάρχει μία που ανοίγει. Και τώρα μπορούν να σε προτιμούν για το νέο σου πρόσωπο, απλώς σε λίγο διαφορετικά συμφραζόμενα.