Μετά από 15 χρόνια στη φυλακή ο Γιώργος αποφυλακίζεται. Πρώτες στιγμές έξω. Κάθε εικόνα στο δρόμο του είναι πολύτιμη. Δυο αγόρια που παίζουν, μια ξανθιά με τσάντα που λέει «Live your myth». Πράγματι ο Γιώργος πρόκειται σύντομα να ζήσει τον δικό του μύθο, που θα είναι παραλλαγή ενός εμβληματικού αρχαίου μύθου. Αλλά σε αντίθεση με τους ήρωες στους αρχαίους μύθους, τον κόσμο του Γιώργου δεν τον ορίζει κανείς χρησμός, κανένα πεπρωμένο. Δεν τον ορίζει ούτε κάποιο εξαντλητικά μελετημένο σχέδιο, όπως συνέβη στο «Οldboy», που κι εκείνο αυτούς τους μύθους πείραξε αριστουργηματικά. Τον μύθο του Γιώργου δεν θα τον υφάνει ούτε μοίρα ούτε σχέδιο, αλλά η τύχη. Για την ακρίβεια ένας συνδυασμός τυχαίου και αναγκαίου, εκεί που η βαθιά ανάγκη για επαφή συναντά το θεωρητικά αδιανόητο του τρόπου της επαφής.
Κύριο μέλημα του Γιώργου είναι να ξαναβρεί τα ίχνη του γιου του που τα έχασε όσο ήταν στη φυλακή. Προσπαθεί, δυσκολεύεται, αλλά τον εντοπίζει. «Έγινε αστυνομικός», ανακοινώνει σε δυο συγχωριανούς του, ενώ συμπληρώνει με νόημα: «Κάτι παιχνίδια που παίζει η ζωή τελικά». Εν τω μεταξύ η Στρέλλα ήθελε να πλησιάσει το Γιώργο για τους δικούς της λόγους. Ο Γιώργος μένει σε ένα φτηνό ξενοδοχείο. Δεν έχει μάθει άλλο τρόπο να πλησιάζει τους άντρες, χρησιμοποιεί αυτόν που έχει συνηθίσει. Θα του ζητήσει φωτιά. Θα τον φωνάξει στο δωμάτιό της να τον κεράσει ένα ουίσκι. Ο Γιώργος πιάνει το υπονοούμενο. Δεν θέλει και σκέψη όταν μια άγνωστη σε καλεί στο δωμάτιο της για ποτό. Πάει να την φιλήσει. Εκείνη διστάζει. «Είναι το οικονομικό, ε;», την ρωτά. «Όχι, δεν είναι αυτό».
Στο «Παιχνίδι των Λυγμών» το μεγάλο μυστικό βρισκόταν ανάμεσα σε σκέλια, εδώ όμως το τι κρύβεται ανάμεσα στα σκέλια της Στρέλλας είναι γνωστό. «Και δεν μου λες, εσύ τώρα τι ακριβώς είσαι;». «Τρανς που δεν έχει εγχειριστεί ακόμα. Γιατί, έχεις πρόβλημα;». Ο Γιώργος δεν έχει πρόβλημα. Κανένα. Μαζί με το μυστικό μετατοπίζεται από τα σκέλια και το σκάνδαλο. Οι σεξουαλικές ταυτότητες είναι ξεκαθαρισμένες και απαλλαγμένες από οποιαδήποτε ψυχολογική περιπλοκή σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, όχι μόνο για τη Στρέλλα αλλά και για τον Γιώργο. Την ώρα που θα αποκαλυφθεί το μετατοπισμένο μυστικό της ταινίας γίνεται το διάλειμμα. Και αναρωτιέσαι τι νόημα έχει να συμβαίνει κάτι τόσο κραυγαλέο. Η δυσφορία σου ευτυχώς κρατά για λίγο. Μόλις τα φώτα ξανακλείσουν, ο παράγοντας «στατιστική απιθανότητα» θα εξαφανιστεί, το νόημα θα βρεθεί και οι εξηγήσεις θα φανούν πειστικές. Και όχι μόνο αυτό, αλλά ξαναφέρνοντας στο μυαλό σου τις προηγούμενες σκηνές, διαπιστώνεις ότι φωτίζονται από μια ειρωνεία τραγική και ταυτόχρoνα εκθαμβωτικά λεπτή.
Περιέργως όμως, ενώ η ταινία πετυχαίνει το δυσκολότερο, ενώ πετυχαίνει να εξηγήσει επαρκώς τα όσα έγιναν πριν το μυστικό, δεν πετυχαίνει να χειριστεί εξίσου ικανοποιητικά το από εκεί και πέρα. Μόλις η ένταση των αρχικών αντιδράσεων υποχωρήσει, η ταινία φαίνεται να αποσυντονίζεται: μια δραματουργικά άκαιρη έμφαση σε ραντεβού με πελάτη, μια κομβικής σημασίας δήλωση συμφιλίωσης που περιέχει μια - δυο ατάκες που χάνουν το μέτρο φλερτάροντας άθελά τους με το κωμικό, ενώ και η τελική σκηνή της γιορτής μάλλον τεντώνεται αχρείαστα, τόσο χρονικά όσο και ως περιεχόμενο, την ώρα που ας πούμε
η παρόμοιας λογικής τελική γιορτή του «Shortbus» δημιουργούσε ανάταση.
Εκτός από ένα κοριτσάκι -σε συμβολικό μάλιστα ρόλο- πουθενά στον κόσμο της «Στρέλλας» δεν θα δεις γεννημένο θηλυκό. Σίγουρα δεν θα το δεις στους ηθοποιούς, ενώ έχω την εντύπωση ότι δεν θα το δεις ούτε στα άφθονα γυρίσματα σε εξωτερικούς χώρους. Η ταινία είναι ανάμεσα στα άλλα και ένα τραγούδι αγάπης για τα μεταμορφωμένα θηλυκά, επιλέγοντας να τους χαρίσει όλο το χώρο.
Μέσα σε όλα τα (σ)τρελλά ρίσκα που πήρε ο Πάνος Κούτρας (από αυτό του πιο εξτρίμ δυνατού θέματος, ως το οικονομικό, αφού η ταινία δεν πέτυχε να επιχορηγηθεί και γυρίστηκε ως ανεξάρτητη παραγωγή), ήταν και το να βασίσει την ταινία του σε μια ερασιτέχνη. Είναι ξεκάθαρο ότι αν η Μίνα Ορφανού πρόδιδε το ρόλο της, θα κατέρρεε μαζί και όλη η «Στρέλλα», που ούτως ή άλλως ακροβατούσε σε τεντωμένο σχοινί. Ωστόσο, όσο αυθεντικά είναι τρανς άλλο τόσο αυθεντικά μετατρέπεται στη Στρέλλα, παίζοντάς την φυσικά, ανεπιτήδευτα, δίχως υπερβολές, δικαιώνοντας όλα τα ρίσκα κι όλο το όραμα του σκηνοθέτη της και επιτρέποντάς του να παραδώσει μια ταινία που πολύ δύσκολα θα ξεχαστεί.
Στο βαθμό που η «Στρέλλα» είναι μια σύγχρονη ελληνική τραγωδία, είναι για να υποστηρίξει ότι ίσως τελικά μερικά πράγματα δεν είναι και τόσο τραγικά. Κι αν δεν είναι και τόσο τραγικά, δεν υπάρχει και η ανάγκη να καθαρθούν. Αρκετά με τις καθάρσεις, τις τιμωρίες, τις ενοχές, όλο αυτό το κακό που προσποιείται το καλό.