ΑΝΑΒΑΛΕ ΓΙΑ ΛΙΓΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΣΟΥ, ΓΙΑ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ. ΙΣΤΟΡΙΕΣ, ΑΜΑΡΤΙΕΣ & ΜΕΓΑΛΑ ΛΑΘΗ («Οι σχολιαστές σημειώνουν σ' αυτό το χωρίο: Η ορθή αντίληψη ενός ζητήματος και η παρανόηση ενός ζητήματος δεν αποκλείονται αμοιβαίως». Φραντς Κάφκα, "Η Δίκη").
Δευτέρα, Νοεμβρίου 30, 2009
Fair Play in an Unfair Life
Υπάρχουν δυο τρόποι για να δει κανείς το χέρι του Ανρί. Ο πρώτος είναι ο απαισιόδοξος: ακόμη και σε τέτοιας σημασίας αγώνες μπορεί το αποτέλεσμα να καθοριστεί από τόσο κραυγαλέες παραβάσεις. Χωρίς να ισχυρίζομαι ότι είναι αβάσιμος προτιμώ τον δεύτερο. Προτιμώ δηλαδή να εκπλαγώ θετικά από την ένταση της κατακραυγής που προκλήθηκε. Προτιμώ να θεωρήσω ενθαρρυντικό ότι σκανδάλισε τόσο πολύ κι ότι δεν θεωρήθηκε «μέρος του παιχνιδιού». Μέσα από την αντίδραση στο χέρι προτιμώ να δω το ποδόσφαιρο ως ένα χώρο που διατηρεί ακόμα στη συνείδηση του κόσμου ένα υψηλό ηθικό στάνταρ. Σαν να θέλουμε απεγνωσμένα αυτός ο χώρος να μείνει καθαρός και να αγανακτούμε κάθε φορά που υπάρχει φανερή αδικία, ιδιαίτερα όταν αυτή έχει ως θύμα τον θεωρητικά πιο αδύναμο. Η ζωή δεν είναι δίκαια, ας είναι τουλάχιστον -όσο γίνεται- το ποδόσφαιρο. Ό,τι κι αν λέει το νόμιμο (η FIFA που βάσει κανονισμών δεν επαναλαμβάνει το παιχνίδι) το ηθικό σκέλος ήταν, είναι και θα παραμείνει μελανότατο. Για πάντα. Μακάρι όλες οι αδικίες στη ζωή να έμοιαζαν στο χέρι του Ανρί: να ήταν αναμφισβήτητες - να μην μπορούσαν να καλυφθούν - να έμεναν στη μνήμη - να τις συνόδευε τόσο έντονη απαξίωση.
Το ποδόσφαιρο έχει δείξει λοιπόν στην πορεία του χρόνου ότι μπορεί να αντέξει την αδικία (αφού ακόμη και όταν την ανέχονται τα θεσμικά όργανα, την ξερνάει η συνείδηση του κόσμου και την απορρίπτει ως αταίριαστη). Είναι όμως εντελώς αμφίβολο πόσο θα μπορέσει να αντέξει την υποψία. Αν τα σκάνδαλα με τα στημένα ματς αρχίσουν να πληθαίνουν, μετά δεν χρειάζονται πολλά. Και πάνω από όλα δεν χρειάζεται κανενός είδους βεβαιότητα ή δικαστικές αποδείξεις. Το δηλητήριο λέγεται υποψία και αν αρχίσει να εξαπλώνεται στο μυαλό των φιλάθλων, τότε η μόλυνση μπορεί να αποδειχθεί μη αναστρέψιμη και θανατηφόρα. Αρκεί να πάψεις να αντιμετωπίζεις τα λάθη των ποδοσφαιριστών σαν λάθη και τις εκπλήξεις σαν εκπλήξεις. Αν χάσεις την ικανότητα να βλέπεις το απρόσμενο αποτέλεσμα σαν κάτι όμορφο και αρχίσει να σου μυρίζει, το ποδόσφαιρο θα πεθάνει. Και είναι λάθος να θεωρούμε ότι τα αθλήματα είναι αθάνατα: κι ο Στίβος κάποτε ζούσε και βασίλευε μέχρι που τον σκότωσε με παρόμοιο τρόπο το ντόπινγκ. Ωστόσο τα μεγέθη είναι διαφορετικά και διαφορετικές θα είναι και οι συνέπειες. Είτε το έχει συνειδητοποιήσει είτε όχι, η ανθρωπότητα στηρίζει μεγάλο μέρος της συνολικής ψυχικής της υγείας στην πίστη της στο ποδόσφαιρο, στο ποδόσφαιρο ως καταφύγιο. Αν αυτή η πίστη κλονιστεί, θα συμπαρασύρει μαζί της πολλά άλλα.
Μέχρι όμως να έρθει η μέρα της καταστροφής ας επιστρέψουμε στο χέρι του Ανρί. Αν έπρεπε να κρίνω με βάση αυτή καθαυτή τη φάση, θα θεωρούσα κατάφωρα άδικο να στιγματίζεται τόσο αρνητικά, για τρεις λόγους: 1) μπορεί πράγματι να σταμάτησε και να έστρωσε την μπάλα ενστικτωδώς, 2) σε κάθε περίπτωση δεν νομίζω ότι ηθικά έκανε κάτι ριζικά διαφορετικό από ό,τι συμβαίνει σε κάθε παιχνίδι, από ποδοσφαιριστές που βουτάνε για να κερδίσουν πέναλτι ή φάουλ, που προσποιούνται τους τραυματίες για να κερδίσουν χρόνο, που σφαδάζουν μόλις ο αντίπαλος τους χαϊδέψει στο πρόσωπο για να κερδίσουν την αποβολή του, απλώς ήταν η σπουδαιότητα του συγκεκριμένου αγώνα που τον έβαλε στο στόχαστρο και 3) το πιθανότερο είναι πως ο Βενγκέρ είχε δίκιο λέγοντας ότι άλλοι ήρωες του ποδοσφαίρου έχουν κλέψει δέκα φορές περισσότερο.
Από την άλλη, με αυτό που του συνέβη αποδίδεται ποιητική δικαιοσύνη: σαν να τιμωρείται για μια καριέρα γεμάτη σνομπισμό και αλαζονεία. Ο Ανρί έδινε την εντύπωση ότι έπαιζε ποδόσφαιρο με λευκά βελούδινα γάντια. Όταν είδε ότι τα πόδια του δεν αρκούν αναγκάστηκε να βάλει τα χέρια του. Ήταν ο τελευταίος που περίμενες να καταδεχθεί να λερωθεί, να λερώσει τα γάντια του και μαζί την υστεροφημία του. Όχι μόνο βρέθηκε στο ίδιο επίπεδο με τους κοινούς θνητούς, αλλά αναγκάστηκε να κλέψει για να τους κερδίσει. Νά γιατί το χέρι του Μαραντόνα ήταν τελικά τίμιο ως σύμφωνο με τον πρότερο και επόμενο βίο του, με την δική του αλήθεια, ενώ το χέρι του Ανρί και η μετέπειτα αντιφατική συμπεριφορά του διέρρηξαν την υπεράνω εικόνα που είχε χτίσει, δείχνοντάς ότι η αλήθειά του ήταν τελικά ψευδής.
2) Ο μέσος εβδομηνταπεντάρης ψηφοφόρος για να καταφέρει να ψηφίσει αρχηγό της ΝΔ.
3) Ο Βύντρα να πάει στην μπάλα στην κεφαλιά που του πήρε ο Μέλμπεργκ στο πρώτο γκολ.
Ποιό ήταν το σύστημα που όλοι έλεγαν πως έπεσε χθες;
1) Όχι πάντως το σύστημα ΠΑΣΟΚ, γιατί αυτό πολεμούσε τη Ντόρα.
2) Το 4-3-1- αγνώστου συστήματος Γκάμπριελ-1.
3) Το ανοσοποιητικό του Παναγιώτη Ψωμιάδη.
Με ποιούς τρόπους μπορεί να μην κερδίζει ο Παναθηναϊκός στο Καραϊσκάκη;
1) Με δοκάρια, χαμένα πέναλτι και απίστευτα τετ α τετ, όπως πρόπερσι.
2) Ελέω επόπτη, όπως πέρσι.
3) Γιατί, φέτος, πώς να κερδίσεις ομάδα που έχει Όσκαρ και Λεονάρντο και σου βάζει μετά και Πάντο και Ντομί: υποτάσσεσαι στην ανωτερότητά της.
Αφού σήμερα είχαμε όλα τα ντέρμπι μαζεμένα, ποιό θα είναι το επόμενο;
1) Το Ντόρα - Βενιζέλος, οι οποίοι θα διαγωνιστούν σε νέο ριάλιτι του Mega, με τίτλο «Οι συντετριμμένοι νικητές της καρδιάς μας» και παρουσιαστή τον Γιάννη Πρετεντέρη.
2) Το Παναθηναϊκός - Ολυμπιακός του Β' Γύρου, μόνο όμως εφόσον ο Ολυμπιακός έχει εξασφαλίσει διαφορά ασφαλείας. Αν τα πράγματα είναι οριακά, το αποτέλεσμα που θέλει θα το πάρει ο Ολυμπιακός (που θα κατέβει με τους Κόβατς, Κυριάκο Παπαδόπουλο, Γιαννάκη Παπαδόπουλο, Κατσικογιάννη, Φετφατζίδη, Σοϊλέδη, Νικλητσιώτη και φυσικά τους Πάντο, Ντομί, Όσκαρ, Λεονάρντο).
3) Το ντέρμπι του μπάσκετ όπου ο Παναγιώτης Γιαννάκης θα αλώσει το ΟΑΚΑ (Λέμε και καμιά μαλακία να περάσει η ώρα).
Το μητσοτακέικο (εν προκειμένω στην εκδοχή της Ντόρας) είναι σαν την γρίπη: παλιό όσο ο χρόνος - γνωστό μέγεθος από τότε που θυμάσαι τον εαυτό σου - οικεία φοβιστικό - παίρνεις πάντα τις προφυλάξεις σου.
Ο Σαμαράς είναι σαν τη νέα γρίπη: πιθανότατα απείρως επικινδυνότερος, αλλά ταυτόχρονα με υποσχέσεις μυστηρίου και συναρπαστικότητας, την ώρα που περισσότερο από τον ίδιο φοβάσαι και υποπτεύεσαι ως αποτέλεσμα σκοτεινών συμφερόντων το εμβόλιο που θα σε προστατεύσει από την επίδρασή του.
Το μεγαλύτερο -το αξεπέραστο- πρόβλημα της Ντόρας είναι βέβαια ότι είναι η Ντόρα, κι αυτό συνιστά μόνο φαινομενικά ταυτολογία, αφού πρόκειται για οντολογικό επιχείρημα που κανονικά θα έπρεπε να σταματά κάθε περαιτέρω συζήτηση, αν όμως χρειάζεται μια επιπλέον εις βάρος της μομφή, τότε μπορούμε να πούμε ότι Ντόρα είναι το πολιτικό πρόσωπο που είναι αδύνατο να στριμωχθεί σε τηλεοπτική συζήτηση.
Μπορεί να τον πληρώσουμε πολύ ακριβά τον Σαμαρά; Μπορεί. Άρα δεν θα ήταν συγκριτικά μικρότερο κακό η Ντόρα; Αν παραστεί ανάγκη η Ντόρα μπορεί να επιχειρηματολογήσει ακόμη και για το ότι είναι το μικρότερο κακό, αλλά και ανάγκη να παραστεί, αλλά και να επιχειρηματολογήσει, δύσκολα θα πείσει και τους ίδιους τους ψηφοφόρους της ότι είναι το μεγαλύτερο καλό.
- Κάπου μου χρωστούσαν λεφτά, μήνες τώρα. Έπαιρνα τηλέφωνα, με πήγαιναν από βδομάδα σε βδομάδα και λοιπά και λοιπά. Έλεγα ότι δεν έχει νόημα να πάω από εκεί, δεν έχει νόημα να πάω να βάλω τις φωνές, δεν έχει νόημα να χάνω εκτός από το χρόνο μου και την αξιοπρέπειά μου. Και σήμερα τελικά δεν άντεξα και πήγα. Και έβαλα τις φωνές. Και αισθάνθηκα όμορφα. Και, ω του θαύματος, τα λεφτά βρέθηκαν και πληρώθηκα. Και αναρωτιέμαι πόσο διεστραμμένη ανατροφή πρέπει να έχω για να μην το κάνω αν όχι από την αρχή, πάντως πολύ νωρίτερα από σήμερα. Και συνειδητοποιώ ότι και να με είπε κανείς μαλάκα σήμερα που φώναζα, σίγουρα μου φέρονταν σαν μαλάκα τους μήνες που δεν φώναζα.
- Κάπου διάβαζα για τα λεφτά που βγάζουν οι αρχισυνδικαλιστές. Σκανδαλώδη πράγματι. Και γενικότερα, αν θέλει κανείς να καταλογίσει στρεβλώσεις στον τρόπο άσκησης του συνδικαλισμού στην Ελλάδα, μπορεί να βρει ένα σωρό. Δεν δυσφημίσθηκε δίχως βάση ο συνδικαλισμός τις τελευταίες δεκαετίες. Αλλά τώρα που είναι πια εκτός μόδας είναι που ολοένα και περισσότεροι εργαζόμενοι αρχίζουν να συνειδητοποιούν (και αν δεν το συνειδητοποιούν καν, ακόμη χειρότερα για αυτούς) ότι δεν ήταν κάποια πολυτέλεια, ότι αν ο εργοδότης έχει απέναντί του μεμονωμένους εργαζόμενους, είναι τέτοια η δυσαναλογία της δύναμης των δυο πλευρών που οι υποχωρήσεις θα είναι σχεδόν πάντα μονόπαντες.
- Δίπλα στην απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, που έχει ως βασικό της συστατικό ένα από τα βασικά συστατικά όλης της ζωής, δηλαδή το όνομα των πραγμάτων (και εν προκειμένω το πώς θα βαφτίσουμε τη σχέση εργασίας, τις ώρες εργασίας κλπ), η απορρύθμιση όλης της οικονομίας. Η αγορά, λέει, κινείται με επιταγές οκτάμηνες ή δεκάμηνες ή δεν ξέρω γω τι. Κι αναρωτιέμαι αν αυτό δεν είναι ο ορισμός της φούσκας που κάποια στιγμή θα σκάσει, τότε ποιός είναι;
- Το χρηματιστήριο ίσως; Τρώγοντας σουβλάκια σήμερα άκουγα αυτόν που έλεγε για τον πελάτη που χθες πήγε στη χρηματιστηριακή να παίξει αγοράζοντας 100.000 μετοχές και δεν τον άφησε ο χρηματιστής βάζοντάς του πλαφόν. Να υπερέβαλε; Μπορεί. Αλλά είτε υπερέβαλε είτε όχι, είναι τόσο νόμιμη αυτή η αεροκερδοσκοπία, που σε κάνει να αναρωτιέσαι γιατί να είναι τόσο νόμιμη; Ποιός αποφάσισε ότι επιτρέπεται αυτό το πράγμα; Κι αν αποφάσισε η ως τώρα Ιστορία ότι επιτρέπεται, επιτρέπεται να σκανδαλίζομαι και να το θεωρώ κατάπτυστο;
- Κι αν είναι αυτή ακριβώς η αεροκερδοσκοπία η οποία πέρυσι κλόνισε το σύστημα που στήριζε, δεν μπορώ παρά να παρατηρήσω ότι ο μέσος Έλληνας (και όχι μόνο) που λίγο, πολύ λίγο, πάρα πολύ λίγο, μα πάρα πολύ λίγο την έψαξε πέρσι γιατί να στηριχθούν από το κράτος οι τράπεζες, τώρα την ψάχνει και υποπτεύεται και έχει άποψη για το αν πρέπει να κάνει το εμβόλιο ή αν πρόκειται για συνωμοσία των φαρμακευτικών εταιριών. Για τα ιατρικά έχουμε άποψη, τα οικονομικά τα αφήνουμε να ρυθμίζονται αυτόματα. Έχει ωριμάσει φαίνεται ο καιρός για καθολικό εκλογικό δικαίωμα και στις εκλογές των ιατρικών συλλόγων.
- Από την άλλη για την χρησιμότητα ή την επικινδυνότητα των εμβολίων ακούμε μήνες τώρα στα κανάλια, το αν έπρεπε ή δεν έπρεπε να ενισχυθούν οι τράπεζες λύθηκε ψιλοπάραυτα. Και θα ήταν αστείο να βλέπεις κάθε βράδυ στα δελτία ειδήσεων πλούσιους δημοσιογράφους να μιλούν με δραματικούς τόνους για την πορεία της οικονομίας, αν δεν σε παρηγορούσε τουλάχιστον ότι η ζωή συνεχίζεται και μαζί της και τα βαφτίσια.
Υπάρχουν δυο λογιών αναμνήσεις σε σχέση με το σινεμά. Την πρώτη ας την ονομάσουμε αυτοτελή: η τάδε ταινία σού μένει στο μυαλό μόνο επειδή σου άρεσε ή δεν σου άρεσε. Υπάρχει όμως και η δεύτερη, η μη αυτοτελής. Πόσο εύκολα μπορείς να ξεχάσεις π.χ. το πρώτο έργο που είδες στον κινηματογράφο με τον άνθρωπό σου; Δεν βλέπουμε ταινίες εκτός τόπου και εκτός χρόνου, τις βλέπουμε ενόσω ζούμε, με αποτέλεσμα μια στις τόσες να συμπίπτουν με ξεχωριστές στιγμές της ζωής και να στιγματίζονται από αυτές ανεξίτηλα. Έτσι, το «Whatever Works» θα είναι για μένα πάντα συνδεδεμένο με την μέρα που γέννησαν ο Ιάκωβος κι η Άννα. Δεν είχα ξαναεπιλέξει ως τώρα αίθουσα με κριτήριο την απόστασή της από μαιευτήριο. Πρωτοείδα την κόρη τους αμέσως μετά την ταινία. Είναι κούκλα.
Το «Whatever Works» («Κι αν σου κάτσει;», σύμφωνα με την σχεδόν χυδαία ελληνική απόδοση του τίτλου, αφού άλλο η υπαρξιακή διάσταση της τύχης που διακηρύσσει ο πρωταγωνιστής κι άλλο η τζογαδόρικη διάσταση που διακηρύσσει η διαφήμιση του τζόκερ) είναι το τεσσαρακοστό έργο του Γούντι Άλεν, ο οποίος επί τέσσερις δεκαετίες γράφει και σκηνοθετεί περίπου μια ταινία το χρόνο. Αριθμοί και ρυθμοί που ζαλίζουν, όγκος έργου που προκαλεί δέος. Κι αν είναι να βγει εκτός προγράμματος, θα βγει για να το επισπεύσει: επειδή τα τελευταία χρόνια προτιμά να δουλεύει καλοκαίρια που τα παιδιά του έχουν διακοπές, όταν άκουσε ότι αυτό το καλοκαίρι μπορεί να είχαν απεργία οι ηθοποιοί, έβγαλε ένα παλιό σενάριο της δεκαετίας του 70 από τα συρτάρια του και τη γύρισε νωρίτερα. Κι έτσι προέκυψε το «Whatever Works». Ίσως ο βασικός λόγος για τον οποίο κατορθώνει να έχει τέτοια παραγωγή, είναι επειδή το κυριότερο τμήμα της δουλειάς το κάνει γράφοντας. Άπαξ και γραφτεί το σενάριο, όλα τα υπόλοιπα έρχονται σαν φυσική του συνέπεια. Άπαξ και γραφτεί μια ταινία του Γούντι Άλεν, διαβάζοντας το σενάριο πιθανότατα μπορείς να φανταστείς και την εικόνα της.
Στο «Whatever Works» σχεδόν όλοι οι ήρωες αλλάζουν και δη δραματικά, αλλά στην πραγματικότητα δεν σχεδιάστηκαν τόσο για να πείσουν για την αλήθειά τους, όσο για να υπηρετήσουν λαμπρές ατάκες, λαμπρές ιδέες και προαποφασισμένες αλλαγές. Αυτό όμως κάθε άλλο παρά σε ενοχλεί ως θεατή. Παρασύρεσαι στον ρυθμό των καταστάσεων που τις ρουφάς διάλογο το διάλογο, λέξη τη λέξη. Η απόλαυση που σου προξενεί η ταινία -όπως και μεγάλο μέρος του έργου του Άλεν- είναι πρωτίστως πνευματική. Σαν να κάνει πάρτι η ευφυϊα και να είναι καλεσμένο και το δικό σου πνεύμα (αν διάβαζε αυτή την πρόταση θα τη σχολίαζε με κάποιο αστείο -σωματικής πιθανότατα διάστασης- που θα μετέτρεπε μια βαρύγδουπη μεταφορά σε μια ακόμη πηγή ευφορίας).
Αν στο χαρτί τα λόγια του ήταν έξυπνα, όταν εκστομίζονται από τους ηθοποιούς αποκτούν μια δεύτερη, ακόμη καλύτερη ζωή. Οι λέξεις παύουν να είναι σενάριο και γίνονται σινεμά. Ο Λάρι Ντέιβιντ, έχοντας χτίσει μια περσόνα περίπου μισανθρώπου στο «Curb your Enthusiasm» ήταν η προφανής επιλογή για τον παρόμοιο πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο Εντ Μπέγκλεϊ Τζούνιορ είναι στη σκηνή του μπαρ απολαυστικός. Η Πατρίτσια Κλάρκσον, σε χτυπητή αντίθεση με τα όσα έγραφα την προηγούμενη φορά, είναι μια πενηντάρα που μοιάζει με πενηντάρα, και ίσως δεν είναι τυχαίο ότι η καριέρα της άρχισε να ανθίζει μαζί με τις φλέβες στο λαιμό της. Όσο μεγάλη ηθοποιός όμως κι αν είναι η Κλάρκσον, την παράσταση μάλλον κλέβει η Έβαν Ρέιτσελ Γουντ, που με κάποιο -ανεξήγητο μεν, απαράμιλλα κομψό δε- τρόπο κατορθώνει και υποδύεται τη χαζούλα με πρόσωπο που αστράφτει από εξυπνάδα.
Τι πρεσβεύει ο ήρωας στην αρχή της ταινίας; Πως κι ο Ιησούς καλά τα έλεγε κι ο Μαρξ καλά τα έλεγε κι η ιδέα της Δημοκρατίας πανέμορφη είναι, αλλά όλες αυτές οι σπουδαίες ιδέες βασίζονται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι οι άνθρωποι είναι κατά βάση σωστοί κι ότι αν τους δώσεις την ευκαιρία να κάνουν το καλό θα το κάνουν, ενώ στην πραγματικότητα είναι κοντόφθαλμα, άπληστα, δειλά και εγωϊστικά σκουλήκια. Γι' αυτό στη ζωή πρέπει να στοχεύουμε μόνο σε ό,τι μας κάνει καλό, σε όποια χαρά μπορούμε να ξεκλέψουμε. Αρκεί να μην πληγώνουμε τους άλλους. Τι πρεσβεύει στο τέλος της; Ο θεωρητικά μισάνθρωπος προσπαθεί να παραστήσει ακόμη τον μισάνθρωπο, ενώ διακηρύσσει τον δοτικότερο ύμνο στη ζωή, ακριβώς επειδή είναι σύντομη, τελειώνει κι ο τάφος μας περιμένει όλους. Φαίνεται παράδοξο αλλά δεν είναι. Από το «ό,τι σου κάνει καλό» του μηδενιστή ερημίτη, στο «ό,τι σου κάνει καλό» του ανθρώπου που συμμετέχει στη ζωή. Επειδή ακριβώς θα πεθάνεις, εκείνο που έχει σημασία είναι όση αγάπη προλάβεις να δώσεις και να πάρεις, όση ευτυχία προλάβεις να ξεκλέψεις ή να δώσεις, κάθε τι που σε οδηγεί στη χάρη, έστω και προσωρινά. Η αλλαγή του δεν έχει προέλθει τόσο από την πλοκή, όσο από την γνώμη του Άλεν πώς πιο κοντά στον άνθρωπο είναι ο θεωρητικά μισάνθρωπος παρά ο δογματικά ιδεολόγος.
Ο πρόσφατα μακαρίτης stand up κωμικός Τζωρτζ Κάρλιν είχε φτιάξει μια λίστα με «τους ανθρώπους που πρέπει να πεθάνουν». Πρώτοι - πρώτοι φιγουράριζαν εκείνοι που διαβάζουν βιβλία αυτοβοήθειας. «Γιατί να χρειάζονται τόσοι άνθρωποι βοήθεια;» αναρωτιόταν στις παραστάσεις του. «Η ζωή δεν είναι τόσο πολύπλοκη. Ξυπνάς, πας στη δουλειά, τρως δυο φορές, χέζεις μία, αυτό είναι. Πού είναι το φοβερό μυστήριο; Άσε που αν ψάχνεις να αυτοβοηθηθείς, κακώς ψάχνεις βιβλίο που έχει γράψει άλλος. Αυτό λέγεται βοήθεια, όχι αυτοβοήθεια». Τα λόγια του Τζωρτζ Κάρλιν τα πάει μερικά βήματα πιο πέρα ο Τάιλερ Ντέρντεν στο «Fight Club» (αμερικάνικη ταινία που δανείστηκε τον τίτλο της από ελληνική ραδιοφωνική εκπομπή): «Η αυτοβελτίωση είναι αυνανισμός. Η αυτοκαταστροφή είναι η απάντηση». Στο πνεύμα του Κάρλιν κι ένας συμπατριώτης μας, την λέει πριν λίγα βράδια στην Μεγάλη Βρετανία στον Αλαίν Ντε Μποττόν. Η Μεγάλη Βρετανία είναι ξενοδοχείο και ο Ντε Μποττόν σαραντάρης φιλόσοφος - συγγραφέας, που παρουσιάζει σε μια αίθουσά της το ολοκαίνουριο βιβλίο του «Οι χαρές και τα δεινά της εργασίας». Η παρουσίαση έχει τελειώσει και είναι η ώρα των ερωτήσεων από το κοινό: «Κύριε Ντε Μποττόν, στα ελληνικά βιβλιοπωλεία δεν θα βρείτε ράφια αφιερωμένα στα βιβλία αυτοβοήθειας. Και ξέρετε γιατί; Επειδή είμαστε χώρα που λούζει ο ήλιος και όλα αυτά χρειάζονται μόνιμα συννεφιασμένους ουρανούς για να ευδοκιμήσουν ψυχικά». Ο Ντε Μποττόν θυμώνει και του απαντά πως ο Σωκράτης θα προσβαλλόταν από αυτό το σχόλιο. Ότι τα εγχειρίδια αυτοβελτίωσης αμερικάνικου τύπου είναι πράγματι σκουπίδια, αλλά αυτό που έκανε ο Σωκράτης κι αυτό που κάνει ο ίδιος μέσα από τα περισσότερα βιβλία του αποτελούν αυτοβελτίωση με την βαθύτερη δυνατή έννοια του όρου. Προσβαλλόταν δεν προσβαλλόταν ο Σωκράτης, άλλα δείχνει και η σύγχρονη πραγματικότητα, αφού πρόσφατα το «Έψιλον» είχε ένα ρεπορτάζ για τις σχολές αυτοβοήθειας, αυτογνωσίας, αυτοβελτίωσης που ξεφυτρώνουν διαρκώς. Όπως ο Ντε Μποττόν σνομπάρει το χαζοχαρούμενο self-help, κριτικοί και ειδήμονες υψώνουν το φρύδι σνομπάροντας τον ίδιο, καθώς η επιτυχία του είναι μεν αναμφισβήτητη, αλλά το στάτους του κυμαίνεται ανάμεσα σε εκείνους που τον θεωρούν κάλπικο και φιγουρατζή και σε εκείνους που υποκλίνονται στην εκθαμβωτική γραφή και πολυμάθεια του. Διόλου παράξενη αυτή η ριζική διάσταση απόψεων, αφού η μεγάλη επιτυχία στην εποχή της είναι πάντα ύποπτη. Μετά, όταν η εποχή περάσει, και μαζί της το ξάφνιασμα κι ο φθόνος των συγχρόνων, οι επόμενες αποφαίνονται για την αληθινή αξία κάποιου.
Ακόμη πιο ύποπτη όμως είναι η αυταρέσκεια της ακαδημαϊκής μούχλας κι η αποστροφή για την εκλαϊκευση. Ο Ντε Μποττόν γράφει ειρωνικά: «Υποθέτουμε όλοι ότι ένα βιβλίο είναι ιδιαίτερα έξυπνο από τη στιγμή που παύουμε να το καταλαβαίνουμε. Οι βαθιές ιδέες δεν μπορούν να εξηγηθούν στη γλώσσα των παιδιών». Το αντίθετο αποδεικνύει λοιπόν ο ίδιος, γεμίζοντας τις σελίδες του με γλώσσα απολαυστικά σαφή, συνδυασμένη με τις πιο απρόσμενες εικόνες. Γιατί άραγε οι βαθιές ιδέες να μην είναι δημοφιλείς; Προορίζονται από την φύση τους για λίγους εκλεκτούς; Μπορούν να γίνουν κατανοητές μόνο με πολύ κόπο και κάθε απλοποίηση τις εκχυδαϊζει; Και δεν είναι πιο χυδαίο να αδιαφορούμε εντελώς για αυτές; Επίσης, κάθε βιβλίο που παρουσιάζει ιδέες με τρόπο ελκυστικό, δεν μπορεί παρά να λειτουργεί και ως ερέθισμα - μονοπάτι για απευθείας ανάγνωση του άλφα ή του βήτα φιλοσόφου (έστω και για μικρό τμήμα των αναγνωστών). Τα ονόματα του Σοπενάουερ και του Επίκουρου πέφτουν στο τραπέζι και θυμάμαι μερικούς μήνες πριν τον Ίρβιν Γιάλομ στο Μέγαρο Μουσικής. Συνειδητοποιώ πόσο μοιάζουν. Λιγότερο στο τι είναι στην πραγματικότητα ο καθένας (ο γραπτός κι ο προφορικός λόγος του Ντε Μποττόν σπινθηροβολούν, ενώ του Γιάλομ είναι πολύ πιο βαρείς) και πολύ περισσότερο στον τρόπο πρόσληψής τους στην Ελλάδα, αφού εκπροσωπούν την καθώς πρέπει εκδοχή της αυτοβοήθειας. Το καλοκαίρι διάβασα το βιβλίο του Ντε Μποττόν «Πώς ο Προυστ μπορεί να αλλάξει τη ζωή σου». Η ζωή μου δεν άλλαξε. Έγινε όμως συναρπαστική όσο το διαβάζα. Και για αυτό πήγα να τον άκουσω να μιλάει. Βέβαια, όταν τελειώνει κάτι που προσδοκούσες καιρό, αναρωτιέσαι: Ωραία, και τι έγινε τελικά; Κανένας καταποντισμός; Όλα μια ιδέα είναι. Απλώς μερικές είναι πολύ πιο συναρπαστικές από τις άλλες.
Πριν δυο Κυριακές στη Λιβαδειά διάφοροι μαντράχαλοι σηκώνονται διαρκώς μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες. Τα κεφάλια τους κρύβουν το γήπεδο. Το φαινόμενο προξενεί πληθώρα αγανακτισμένων κι απαξιωτικών σχολίων.
Το χορτάρι στο ΟΑΚΑ είναι σαν να το 'χουν φάει ακρίδες. Το φαινόμενο αντιμετωπίζεται με σχετική αδιαφορία.
Ο χώρος μπροστά στις κάμερες είναι πιο σημαντικός απ' το γρασίδι, ο χώρος που αφορά τον τηλεθεατή είναι πιο σημαντικός από τον χώρο που αφορά τον ποδοσφαιριστή.
Μολονότι δημοσιογράφοι και φίλαθλοι δεν στραβώνουν με την κατάσταση των αγωνιστικών χώρων η απαίτηση για θέαμα επανέρχεται διαρκώς στις συζητήσεις τους.
Αναρωτιέμαι αν άλλος λαός στις ποδοσφαιρικές του κουβέντες επαναφέρει τόσο συχνά τη λέξη «θέαμα». Χωρίς να ξέρω, θα μπορούσα να φανταστώ πως όχι, ακριβώς επειδή το πιθανότερο είναι πως πουθενά αλλού το ποδόσφαιρο δεν είναι τόσο απόλυτα επικεντρωμένο στο αποτέλεσμα, ακριβώς επειδή το πιθανότερο είναι πως οπουδήποτε αλλού οι έννοιες θέαμα και αποτέλεσμα δεν αντιμετωπίζονται ως δίπολο, αλλά ως το ένα που φέρνει το άλλο: προσπαθείς να δημιουργήσεις περισσότερες φάσεις από τον αντίπαλό σου, με στόχο όχι κάποια αφηρημένη αισθητική ωραιότητα, αλλά για να τον κερδίσεις.
Παρόλη την θεαματολογία η Εθνική ξενέρωσε τον κόσμο όταν άρχισε να χάνει. Το «τα τρια σέντερ μπακ μας θα αλλάζουν πάσες μέχρι να βγάλει ο ήλιος κέρατα» στο ματς του περσινού Euro με τη Σουηδία μάς εντυπώθηκε επειδή το χάσαμε τελικά το ματς. Αν θεωρήθηκε επιτυχία που πήγε 40.000 κόσμος στο ματς με την Ουκρανία σε ένα ματς που άλλες εποχές θα έκανε sold out από τη δεύτερη μέρα, δεν είναι επειδή ο κόσμος κουράστηκε από το μη ποδόσφαιρο της Εθνικής, αλλά επειδή έχοντας δει τα σημάδια της αποσύνθεσης το προηγούμενο διάστημα δεν πίστευε πώς θα περάσουμε.
Μα αν είναι έτσι, γιατί μουρμουράμε διαρκώς για θέαμα και σε σχέση με την Εθνική και σε σχέση με το Πρωτάθλημα; Η απάντηση είναι ότι η σχολή της μουρμούρας, της απαξίωσης, του μηδενισμού, του «Έλα μωρέ τώρα, δεν υπάρχει ποδοσφαιριστής τάδε» δεν δημιουργήθηκε από το Γιώργο Γεωργίου. Ο Γεωργίου έγινε αυτός που έγινε ακριβώς επειδή εξέφρασε με τον καλύτερο τρόπο μια προϋπάρχουσα ανάγκη, επειδή ικανοποίησε ένα εγγενές μας χαρακτηριστικό: αν όλοι οι σύγχρονοι ποδοσφαιριστές είναι τσουρούκες και άμπαλοι, τελικά αυτό σημαίνει ότι εσένα (εσένα του ακροατή) σου χρωστάνε. Σου χρωστάνε που δεν σου προσφέρουν αυτό που θα σου όφειλαν.
Γιατί εσένα σου οφείλονται τα πάντα. Είσαι ποδοσφαιρόφιλος και τα κωλόπαιδα σου οφείλουν θέαμα. Είσαι κι οπαδός και τα κωλόπαιδα σου οφείλουν αποτελέσματα (= μόνο νίκες, όχι «γκέλες», οι ισοπαλίες και οι ήττες είναι κάτι ανώμαλο). Είσαι και ακροατής και συνολικά το ποδόσφαιρο που βλέπεις σου οφείλει πολλά περισσότερα από αυτά που σου δίνει. Και παίρνεις να μοιραστείς την αηδία σου με τον Γιώργο. Πα, πα, πα.
Και στη Νότια Αφρική αν πάρεις το αποτέλεσμα θα τα λατρέψεις ξανά με όλη σου την καρδιά αυτά τα παιδιά κι αυτόν τον προπονητή. Αν δεν το πάρεις θα σιχαθεί ξανά η ψυχή σου αυτό το συνονθύλευμα των άμπαλων που καθοδηγείται από αυτό το ραμολιμέντο.
Οι αντικαταστάτες είναι ρομπότ που συνδέονται με τον εγκέφαλό μας και ζουν στη θέση μας, ενώ εμείς είμαστε ξαπλωμένοι και καλωδιωμένοι σπίτι. Για την ακρίβεια ζούμε ρεφενέ: το μυαλό το βάζουμε εμείς, το σώμα αυτά. Και το καλό με αυτά τα σώματα είναι πως και να πάθουν τίποτα δεν παθαίνουμε τίποτα εμείς, δεν πονάμε, δεν κουραζόμαστε κλπ. Το άλλο καλό είναι η εμφάνισή τους. Μπορούμε να τα παραγγείλουμε έτσι ώστε να είναι οι ιδεατές εκδοχές του εαυτού μας: πολύ νεότερα και δίχως τις εξωτερικές μας ατέλειες. Αλλά γιατί να τα εξηγούμε από εδώ, όταν μπαίνοντας στην επίσημη ιστοσελίδα της ταινίας μπορείς να δημιουργήσεις τον δικό σου αντικαταστάτη (δοκίμασέ το, είναι ενδιαφέρον). Η κατασκευάστρια εταιρία «VSI» («Virtual Self Industry» - Bιομηχανία Εικονικών Εαυτών) διαφημίζει το προϊόν της πειστικά: «Είμαστε από την κατασκευή μας εύθραστοι και ελαττωματικοί. Επιλέξτε πρόσωπο και κορμί σύμφωνα με τις επιθυμίες σας, ώστε να πληρείτε τα κοινωνικά στάνταρ και να προστατεύετε τον εαυτό σας από το περιβάλλον». Η βασική ιδέα της ταινίας είναι λοιπόν πολύ ερεθιστική (παρόλες τις ενστάσεις που εγείρονται για τον δυϊσμό σώματος - εγκεφάλου ή και εξαιτίας τους), καθώς συνδέει την ολοένα και πιο επίκαιρη προβληματική των άβαταρς και των εικονικών εαυτών με την προβληματική των πλαστικών εγχειρήσεων. Ωστόσο πρόκειται για μια ιδέα που δεν κατέληξε σε μια σπουδαία ταινία επιστημονικής φαντασίας. Για δύο λόγους.
Ο πρώτος είναι κι ο περισσότερο προφανής: ο πήχης εξαρχής δεν τοποθετήθηκε τόσο ψηλά, αφού χαμήλωσε για να δοθεί έμφαση στο αστυνομικό μυστήριο και τη δράση. Αλλά ακόμη κι αυτός ο χαμηλότερος πήχης κουνιέται, αφού το σενάριο καταφεύγει σε ευκολίες κι αντιγραφές, οι χαρακτήρες είναι πέρα για πέρα χάρτινοι κι από τον σκηνοθέτη απουσιάζει εμφανώς ένα συνολικό όραμα που να δίνει ξεχωριστή ταυτότητα στο έργο. Η έλλειψη φαντασίας στην ανάπτυξη της παραγωγής, καθρεφτίζεται ανάγλυφα στο ότι ιδρυτής της «VSI» και πρόσωπο κλειδί στην ταινία είναι ο Τζέιμς Κρόμγουελ, ο οποίος είχε τα φόντα για τη δουλειά, αφού διετέλεσε επίσης ιδρυτής της «US Robotics» και πρόσωπο κλειδί στο «Ι, Robot», γεγονός που τον καθιστά ήδη αδιαφιλονίκητο φαβορί για την επόμενη θέση ιδρυτή ρομποτικής εταιρίας που θα προκηρυχθεί σε φιλμ. Επίσης, ο άνθρωπος με το τόσο πρωτότυπο όνομα «Προφήτης», που οδηγεί το γένος των ανθρώπων σε αντίσταση κατά των αντικαταστατών, είναι ο Βιγκ Ρέιμς, σε μια ερμηνεία παρωδία, με μια εμφάνιση παρωδία, αφού είναι φτυστός η Γούπι Γκόλντμπεργκ με μουστάκι και γενειάδα. Την ερμηνεία του και την κουπ του συναγωνίζονται επάξια (χωρίς να τις κερδίζουν πάντως) αυτές του αντικαταστάτη του Μπρους Γουίλις, που περιφέρεται από σκηνή σε σκηνή με ξανθιά φράντζα και κατάχαζο νυσταλέο βλέμμα.
Κι έτσι, ενώ όλοι οι αντικαταστάτες είναι υπερκούλ εκδοχές των κανονικών ανθρώπων, ο Μπρους είχε προφανώς πάθει αισθητικό κλακάζ όταν επέλεγε εμφάνιση, με αποτέλεσμα ο κανονικός εαυτός του (που αποφασίζει να πάρει τα πράγματα στα χέρια του, μόλις ο αντικαταστάτης του καταστρέφεται) να καθαρίζει με την γνωστή εμβληματική φαλάκρα, μια φαλάκρα που δείχνει ότι στον άνδρα (ο οποίος στο θέμα της τριβής των δυο φυλών με το χρόνο παίζει με σημαδεμένη υπέρ του τράπουλα) ακόμη και ένα κατεξοχήν σύμβολο φθοράς μπορεί να μετατραπεί σε προσόν.
Κι εδώ ερχόμαστε στον δεύτερο και λιγότερο προφανή λόγο για τον οποίο η ταινία δεν έπεισε. Πώς να έδειχνε έναν πραγματικά φθαρμένο Μπρους Γουίλις; Πώς να ξεφύγει το Χόλιγουντ από τη λάμψη των σταρ του; Πώς να δείξει αληθινή φθορά όταν κατεξοχήν την αρνείται, την απωθεί, όταν είναι εκτός του κόσμου του; Να λοιπόν γιατί την αντικαταστάτρια της γυναίκας του Μπρους, την υποδύεται η απαστράπτουσα τριαντάχρονη Ροζαμούντ Πάικ. Να γιατί όταν βλέπουμε την κανονική γυναίκα του βλέπουμε την Πάικ μακιγιαρισμένη ως παρατημένη πενηντάχρονη. Ποιά αληθινή πενηντάχρονη σταρ θα δεχόταν να δείχνει φθαρμένη; Ο κόσμος θα μπερδευόταν. Μήπως αυτή είναι η αληθινή της αμακιγιάριστη εικόνα; Στο έργο επιστημονικής φαντασίας που παρακολουθούμε μια πενηντάχρονη επιλέγει να αντικατασταθεί από μια τριαντάχρονη εκδοχή της, αλλά στην μη επιστημονικής φαντασίας πραγματικότητα του Χόλιγουντ το πρόβλημα δεν ήταν να βρεθεί η πενηντάχρονη που θα μοιάζει για τριάντα, αλλά εκείνη που θα μοιάζει για πενήντα.
Η μακιγιαρισμένη φθορά της Πάικ λειτουργεί καθησυχαστικά. Η φθορά εξορίζεται ξανά. Κανείς δεν μαραίνεται στα αλήθεια.
Την περασμένη Δευτέρα συμπληρώθηκαν είκοσι χρόνια από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, αύριο συμπληρώνονται τριάντα έξι από την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Αλλά μικρή σημασία έχει ότι η επέτειος του Πολυτεχνείου δεν είναι στρογγυλή, καθώς κάθε χρόνο φροντίζουμε να την γιορτάζουμε με την ίδια ένταση. Γεγονός που θα ήταν θετικό, εάν το «μολότωφ εναντίον δακρυγόνων» δεν ήταν εξίσου και περισσότερο μαυσωλειακού πνεύματος πράγμα, μια αυτοτελής επέτειος μέσα στην επέτειο, που διατηρεί όλα τα εγγενή μειονεκτήματα των επετείων, χωρίς να προσφέρει τουλάχιστον τους υψηλούς συμβολισμούς τους. Αρκετά όμως με τις επετείους, ας μιλήσουμε λίγο για αυτό στο οποίο χρωστούν την ύπαρξή τους: την Ιστορία, τη στιγμή που συνέβη. Τι συμβαίνει με την Ιστορία τη στιγμή που συμβαίνει; Υπό μία έννοια η Ιστορία δεν σταματά ποτέ να συμβαίνει, συμβαίνει κάθε στιγμή, έστω και αν κινείται με ανεπαίσθητα βήματα και μέσω υπόγειων διεργασιών. Κι όπως η Ρώμη δεν χτίστηκε σε μια μέρα, έτσι ούτε το Τείχος ούτε η πύλη του Πολυτεχνείου δεν έπεσαν σε μια νύχτα. Για να φτάσουν να πέσουν τη νύχτα που έπεσαν (μεταφορικά το μεν, κυριολεκτικά η δε), έπρεπε να προηγηθούν χρόνια κατά τα οποία η Ιστορία συνέβαινε, ακόμη κι αν δεν ήταν πάντα τόσο φανερό ότι συμβαίνει. Όπως ακριβώς δεν είναι τόσο φανερό ότι η Ιστορία συμβαίνει και τώρα και ότι είσαι αναπόσπαστο τμήμα της. Ότι είσαι τμήμα της ακόμα και αδρανώντας, ακόμα και μην κάνοντας τίποτα διαφορετικό από ό,τι οι υπόλοιποι. Έστω και έτσι κινείς την Ιστορία προς έναν δρόμο και όχι προς κάποιον άλλο, προς έναν δρόμο που θα οδηγήσει μετά από άγνωστο πόσο καιρό στο να πέσει το Τείχος που υπάρχει μπροστά του. Και το οποίο τώρα είτε είναι αόρατο είτε αχνοφαίνεται. Όλοι οι δρόμοι πάνω στους οποίους σε βάζουν να πορεύεσαι, προσπαθούν να σε πείσουν πως είναι οι τελικοί δρόμοι, πως έχουν εξηγήσει τον κόσμο με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και πως είναι αυτονόητο ότι πρέπει να τους ακολουθήσεις. Ένας ογδοντάχρονος ανατολικογερμανός έχει προλάβει να διδαχθεί ότι ο μόνος φυσικός δρόμος ήταν αυτός του ναζισμού, μετά αυτός του υπαρκτού σοσιαλισμού, μετά αυτός του καπιταλισμού. Έτσι θα βλέπεις τον κόσμο. Όχι, κακώς τον έβλεπες ως τώρα, έτσι πρέπει να τον βλέπεις. Κι αν οι άνθρωποι έχουν ένα γνώρισμα είναι ότι προσαρμόζονται. Και αν κάτι δεν τους πάει, αρχίζουν σιγά σιγά και αντιδρούν. Ωστόσο, εκτός από τις πολιτικές ιδεολογίες, υπάρχουν στους λαούς και βαθύτερα χαρακτηριστικά που μπορούν να διατρέξουν όλα τα πολιτικά συστήματα. Έβλεπα στην τηλεόραση ένα ντοκιμαντέρ για το Τείχος: Ένας αξιωματούχος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας λέει ότι ήταν μάλλον αναπόφευκτη η κατάρρευση του καθεστώτος, αλλά εκείνο που τον λυπεί είναι ότι το Τείχος έπεσε όπως έπεσε εξαιτίας μιας σειράς συγκυριών και παρανοήσεων, ενώ τα πράγματα θα έπρεπε να είχαν γίνει «επαγγελματικά». Ένας αξιωματικός που ήταν στο φυλάκιο και όταν το βράδυ της 9ης Οκτωβρίου 1989 συνέρρευσαν απροσδόκητα τα πλήθη αποφάσισε να ανοίξει τα σύνορα αντί να ανοίξει πυρ, λέει ότι τελικά θεωρεί πως απέτυχε στην αποστολή του. Είχε δώσει όρκο και μην κατορθώνοντας να φυλάξει τα σύνορα δεν τον τήρησε. Και στο μυαλό μου έρχεται η σκηνή από τα «Σφραγισμένα Χείλη», όπου η δεσμοφύλακας των SS, Κέιτ Γουίνσλετ, δικάζεται ως εγκληματίας πολέμου. Μετέφερε κρατούμενες από ένα στρατόπεδο σε ένα άλλο και ένα βράδυ τις φυλούσε σε μια αποθήκη. Η αποθήκη έπιασε φωτιά, αλλά δεν τους άνοιξε. Και ο δικαστής τη ρωτά γιατί. Κι εκείνη απαντά «Μα δεν μπορούσα να τις αφήσω να το σκάσουν. Αυτή ήταν η δουλειά μου. Ήμουν υπεύθυνη για αυτές τις γυναίκες». Επαγγελματισμός κι αίσθηση του καθήκοντος. Σε καθέ περίπτωση, όποιο δρόμο και αν παίρνει η μεγάλη Ιστορία, υπάρχει πάντα χώρος και για τις μικρές. Αντιγράφω από ένα εξαιρετικό άρθρο του Τάσου Τέλλογλου: «Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στην ΛΔΓ υπήρχε εκτός από το καθεστώς και χώρος για ιδιωτική ευτυχία, όπως λέει η σημερινή καγκελλάριος Αγγέλα Μέρκελ. Δεν είναι δυνατόν όσο και να αλληλοεξαρτώνται, να ταυτίζεται η ζωή στη ΛΔ της Γερμανίας με το καθεστώς της ΛΔ της Γερμανίας. Λέει η Μέρκελ: "Γιορτάζαμε τα Χριστούγεννα, το Πάσχα, την πεντηκοστή και είχαμε τσακωμούς, θυμό και αντιπαραθέσεις στις οικογένειές μας και χαρά και απόλαυση…"».
Όταν ήμουν παιδί μού είχε εντυπωθεί η ιστορία ενός μακρινού συγγενή, ο οποίος πήγαινε πάντα στη λαϊκή την ώρα που έκλεινε, προκειμένου να αγοράζει στην μισή τιμή ό,τι φρούτο και λαχανικό είχε περισσέψει - απορριφθεί όλη την μέρα. Δεν το έκανε από έσχατη πενία αλλά από έσχατη καρμοιριά. Πέθανε με οικόπεδα.
Ίσως βέβαια όταν μεγαλώνεις σε συνθήκες εσχάτης πενίας η απόσταση από την έσχατη καρμοιριά να είναι λιγότερο μεγάλη από όσο φαίνεται, ίσως επίσης με κάθε αγορά περισσευμάτων στη λαϊκή να οδηγείσαι μερικά φασούλια πιο κοντά στα οικόπεδα, αν και υπάρχει εκείνη η ατάκα του «Αmerica America» (στο 1:14:00), που εξηγεί τι ακριβώς είναι τα ψιλά λεφτά και πώς αντιδιαστέλλονται από τα χοντρά.
Όπως εκείνος ψώνιζε στη λαϊκή την ώρα που έκλεινε, έτσι κι εγώ καμιά φορά διαβάζω εφημερίδες με χρονοκαθυστέρηση. Μια εβδομάδα αργότερα λοιπόν, διαβάζω δυο συνεντεύξεις στο ένθετο της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας (της Χαρούλας Αλεξίου και του Λευτέρη Βογιατζή) που μου γεννούν την επιθυμία να γράψω.
---
«Γιατί εγώ δεν είμαι άνθρωπος, δεν έχω αδυναμίες; Δεν έπαιξα κι εγώ το παιχνίδι της επιτυχίας;».
Η Αλεξίου ως αντίστροφος Νταλάρας: το απόσπασμα αυτό -ενδεικτικό όλης της συνέντευξης άλλωστε- είναι αληθινά αυτοκριτικό, ενώ μια συνέντευξη του Νταλάρα θα ήταν αληθινά επικριτική· των άλλων, του συστήματος, της έκπτωσης της ποιότητας κλπ κλπ
---
- Τα στερεότυπα της αριστεράς και του εντέχνου που κάποτε υπηρετούσατε μαζί με τους άλλους καλούς τραγουδιστές μας συνέβαλαν σ' αυτή τη νεύρωση για την οποία τραγουδάτε;
«Εχω κι εγώ αναρωτηθεί. Υπήρχε μια καταπιεστική πλευρά. Δεν έβαφα τα νύχια μου κόκκινα, αν και το ήθελα. Ηθελα ακόμα να βγω μ' ένα κολλητό κόκκινο φόρεμα με παγέτα. Τρέχαν τα σάλια μου όταν το έβλεπα, αλλά δεν το επέτρεπα στον εαυτό μου. Ομως δεν κατηγορώ το έντεχνο γι' αυτό. Εκεί βρισκόταν η περιπέτεια, το ψάξιμο, η σκέψη που δεν υπήρχε μες στην οικογένειά μου. Ζούσα σ' ένα λούμπεν περιβάλλον κι εμένα κάτι με οδηγούσε κάπου αλλού. Αν δεν είχα διδαχθεί στο έντεχνο, ίσως να μην μπορούσα σήμερα να περάσω μια πολύτιμη ώρα απολαμβάνοντας ένα βιβλίο».
Όλη η συνέντευξη καθρεφτίζει έναν αληθινά φιλοσοφημένο άνθρωπο, αλλά ειδικά αυτή η απάντηση δείχνει ότι οι επιλογές μας στη ζωή μπορούν να διακατέχονται και από αμφιθυμία. Ότι με κάθε τι που χάνεις κάτι και κερδίζεις. Και αντίστροφα. Ότι στη ζωή δεν υπάρχει μόνο «το δεν μετανιώνω για τίποτα» ούτε το «χαραμίστηκα με τις αποφάσεις μου». Ότι η αλήθεια της είναι η πολυπλοκότητα και ότι υπάρχει μια διαρκής τραμπάλα ανάμεσα σε όσα σου προσφέρουν οι επιλογές σου και σε όσα σου στερούν.
---
- Παλιότερα, μάλιστα, είχατε και την εξουσία που σας έδιναν η αριστερά και το έντεχνο ως αντίδωρο για την καταπίεση που σας επέβαλλαν. Οταν άλλαξαν οι εποχές και κυριάρχησε το λάιφσταϊλ, τη χάσατε αυτή την εξουσία. Σάς κλόνισε αυτό;
«Οχι, γιατί ο έντεχνος είναι τόσο καβαλημένος, που δεν σκέφτεται ποτέ ότι μπορεί να χάσει την εξουσία του. Ακόμα και στην αποτυχία του, θέλει να πιστεύει ότι τα τραγούδια του δεν ήταν για τους πολλούς, αυτός για τρεις ανθρώπους τα είπε. Υπάρχει πολύ κόμπλεξ στο χώρο μας. Και αν δεν αναγνωρίσουμε ότι πολλοί από αυτούς που έρχονται να μας ακούσουν, χθες διασκέδαζαν μ' αυτούς που θεωρούμε τελείως αντίθετους, δεν θα επιβιώσουμε». Αήττητοι λοιπόν δεν είναι μόνο οι ηλίθιοι αλλά και οι έντεχνοι, κατηγορία τρελά ευρύτερη των τραγουδιστών, αφού έντεχνος μπορεί να είναι κάθε είδους καλλιτέχνης. Kαι όχι μόνο. Υπάρχουν και μπλόγκερ έντεχνοι. Η επιτυχία τελικά δεν είναι διακύβευμα, αφού στο μυαλό του ο έντεχνος είναι πάντα επιτυχημένος. Αν έχει απήχηση είναι επειδή εκείνος είναι τεράστιος, αν δεν έχει φταίει ο κόσμος με το χαμηλό του αισθητήριο. Ίσως μάλιστα η έλλειψη της απήχησης να αποδεικνύει ακόμη πιο περίτρανα την ποιότητά του. Πρόκειται για ένα σνομπισμό που θα μπορούσε να είναι σεβαστός αν ήταν τουλάχιστον αυθεντικός και όχι ντεμέκ, αν αδιαφορούσε για την εμπορικότητα και δεν την κυνηγούσε.
---
«Μου λείπει όμως πια κάποιος να με πάρει απ' το χέρι και να με οδηγήσει κάπου ή απλώς να μου κάνει παρέα, χωρίς αυτό να πρέπει να γίνει ένα συναισθηματικό έπος».
Να μια φράση αντίθετη στην πανίσχυρη, ακλόνητη κι αδιαμφισβήτητη εδώ και πολλές δεκαετίες ιδεολογία των συναισθηματικών επών, μια ιδεολογία που ορίζει πως οποιαδήποτε συντροφική σχέση δεν έχει τα χαρακτηριστικά τέτοιου έπους ή που τα είχε κάποτε και τώρα πια δεν τα έχει, είναι μια σχέση δεύτερη, ανάξια, συμβιβασμένη, φτηνή, ίσως και πρόστυχη, αφού το μόνο που αξίζει είναι η επική λάμψη.
---
Κι από την ανάγκη ενός χεριού μέσα στο χέρι, στην έλλειψη αυτής της ανάγκης, αφού ο Λευτέρης Βογιατζής δηλώνει:
«Δεν θα υπήρχα χωρίς τον γάτο. Εκείνος όμως δεν με εκτιμά καθόλου. Με παιδεύει. Ετοιμάζομαι, ας πούμε, για την Ανδρο. Τον φωνάζω, έχω ψάξει σ' όλο το Λυκαβηττό, έχω χάσει δύο πλοία, τίποτα. Τον βρίσκω σ' ένα από τα μπαλκόνια μέσα στη γλάστρα να με κοιτάζει ασυγκίνητος. Είναι ο Φανερωμένος επειδή τον βρήκα μωρό, με υποκοριστικό Φανερούλης».
Κι αναρωτιέμαι αν η Τέχνη έκανε το γάτο ή ο γάτος την Τέχνη, αν επειδή η ζωή αφοσιώθηκε στην Τέχνη, αναγκαστικά υπήρχε χώρος μόνο για το γάτο ή αν η εργασιομανία της Τέχνης είναι το άλλο πρόσωπο του κρυφτού με τις ανθρώπινες σχέσεις και την οικειότητα.
Η αφίσα της «Μεταφυσικής Δραστηριότητας» σε προειδοποιεί: «Μην την δεις μόνος σου». Θα συμφωνήσω, αλλά σκέτη η φράση είναι ημιτελής και δημιουργεί παρανοήσεις. Χρήζει συμπλήρωσης: μην τη δεις μόνος σου, μην τη δεις με παρέα, μην τη δεις στο σινεμά, μην τη νοικιάσεις να τη δεις σπίτι, μην την κατεβάσεις από το ίντερνετ, μην την πάρεις από πλανόδιο, μην τη δεις ποτέ.
Γιατί παίζει και να μην ξεπεράσεις το σοκ· σοκ που δεν θα σου προξενήσει ο τρόμος, αλλά αντίθετα η παντελής έλλειψή του, η γενική μηδαμινότητά της ταινίας σε όλα τα επίπεδα και πάνω απ' όλα η απορία για το πώς είναι δυνατόν αυτό το πράγμα που βλέπεις να φτάνει ήδη τα 100.000.000 δολάρια εισπράξεις στις ΗΠΑ (και άγνωστο στα πόσα θα σταματήσει). Αν καταφέρνεις να τρομάξεις κάπως, είναι μόνο στην τελευταία σκηνή, η οποία δεν υπήρχε καν στην αρχική εκδοχή της ταινίας, όταν δηλαδή αυτή η ανεξάρτητη παραγωγή των 11.000 δολαρίων αγοράστηκε από το μεγάλο στούντιο. Η τελευταία σκηνή ξαναγυρίστηκε και περιλαμβάνει το μοναδικό πειστικό οπτικό εφέ. Τα υπόλοιπα περιορίζονται σε μια πόρτα που κλείνει και ένα σεντόνι που ανασηκώνεται. Την έλλειψή τους αναπληρώνουν όμως ευρηματικότατα ηχητικά εφέ, όπως δυνατές πατημασιές στο σκοτάδι.
Δίπλα στον ορθολογισμό της προώθησης της ταινίας, ο ανορθολογισμός του περιεχομένου της (η σύγχρονη Αμερική και ο ανορθολογισμός κάθε άλλο παρά ξένοι είναι άλλωστε, όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς τόσο από εντελώς σχετικά βιβλία όσο και από κατ' αρχήν άσχετες ταινίες). Το θορυβημένο από την υπερφυσική δραστηριότητα ζευγάρι καλεί ειδικό. Ο ειδικός αφού αφουγκράζεται το σπίτι, τους εξηγεί ότι άλλο τα φαντάσματα (πνεύματα μακαριτών) κι άλλο οι δαίμονες (πνεύματα εξωανθρώπινα). Στην ατμόσφαιρα υπάρχει δαίμονας κι αυτός δεν είναι ο τομέας της ειδικότητάς του. Αυτός είναι φαντασματολόγος και θα πρέπει να καλέσουν δαιμονολόγο. Τους παραπέμπει στον αρμόδιο. Του τηλεφωνούν. Ο δαιμονολόγος όμως είναι δυστυχώς εκτός Λος Άντζελες και θα γυρίσει σε λίγες μέρες. Και όπως ο Ρότζερ Έμπερτ -στον οποίον πάντως η ταινία άρεσε, όπως και σε πολλούς άλλους συναδέλφους του- το ότι δεν απευθύνθηκαν σε κάποιον άλλον είναι το πιο δυσκολοχώνευτο κομμάτι της πλοκής, αφού η Καλιφόρνια είναι μια πολιτεία με περισσότερους ενεργούς δαιμονολόγους από ό,τι ποιητές που έχουν εκδοθεί.
Αν όμως το μάρκετινγκ εξηγεί ως ένα βαθμό τον εισπρακτικό θρίαμβο της ταινίας, το εντελώς ανεξήγητο παραμένει γιατί με αυτή την ταινία και όχι με μια άλλη καλύτερη; Μια ερμηνεία θα μπορούσε να είναι ότι έβαλαν στοίχημα δυο «Παίκτες» του Χόλιγουντ («Μπορώ να κάνω μεγάλη επιτυχία και το τελευταίο σκουπίδι, αν το προωθήσω έξυπνα». «Ε, όχι, αυτό εδώ αποκλείεται». «Τώρα θα δεις»). Μια δεύτερη, επικρατέστερη, ερμηνεία είναι ότι, όπως είδαμε και διαβάσαμε αυτές τις μέρες σε αφιερώματα για τα εικοσάχρονα της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου, παρανοήσεις και συγκυρίες επιτάχυναν αλυσιδωτά τις εξελίξεις. «Το χάος βασιλεύει» δηλαδή, όπως διαπίστωσε και η αλεπουδίτσα στον «Αντίχριστο»· και βασιλεύοντας και Τείχη ρίχνει πριν την ώρα τους και ίσως μετατρέψει την «Mεταφυσική Δραστηριότητα» στην ταινία με την μεγαλύτερη αναλογία κερδών κόστους όλων των εποχών.
Ακολουθεί ποστ άκυρο, γιατί απλούστατα δεν άκουσα καλά την είδηση στο ραδιόφωνο κι όταν πήγα να την τσεκάρω στο ίντερνετ, διάβασα αυτά που είχα ήδη αποφασίσει ότι έγιναν κι όχι αυτά που όντως έγιναν. «Δυστυχισμένη γυναίκα» ΔΕΝ χαρακτήρισε την Κούνεβα ο Χρυσοχοϊδης, αλλά ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.
----
Δεν είμαι σίγουρος γι' αυτό που γράφω, αλλά θα το γράψω. Πιθανότατα αν την ίδια λέξη την είχε χρησιμοποιήσει κάποιος άλλος δεν θα μου χτύπαγε τόσο άσχημα· αλλά όταν είναι ο Μιχάλης Χρυσοχοϊδης, που την επομένη αυτής της συνέντευξης χαρακτηρίζει την Κούνεβα «δυστυχισμένη γυναίκα»,
ακόμα κι αν χρησιμοποιεί το επίθετο «δυστυχισμένη» με την καλύτερη δυνατή πρόθεση,
εγώ το ακούω σαν το πλέον αταίριαστο επίθετο που θα μπορούσε ποτέ να δοθεί μετά τη συγκεκριμένη συνέντευξη,
γιατί υποδηλώνει πως εκείνος είναι Υπουργός, είναι Υγιής, είναι Επιτυχημένος, είναι Δυνατός,
ενώ εκείνη είναι Άρρωστη κι Αδύνατη,
γιατί υποδηλώνει πως εκείνος θεωρεί ότι βρίσκεται σε τόσο προνομιακή θέση σε σχέση με εκείνη (τη φουκαριάρα και κακομοίρα),
ενώ αν δείχνει κάτι η συνέντευξη είναι αυτό που όλοι τείνουμε να ξεχάσουμε: πως υπάρχει και
κάτι που λέγεται εσωτερικός κόσμος
και που δεν εξαρτάται από το εξωτερικό σου στάτους,
από το αν είσαι υπουργός ή μετανάστης, με λεφτά ή χωρίς, με εξουσία ή χωρίς, με υγεία ή χωρίς,
κάτι που μπορεί να εμπνεύσει, να συγκινήσει, να σκλαβώσει,
όπως δεν μπορεί κανένας δυστυχής Έλληνας πολιτικός δεκαετίες τώρα.
Ο χωρισμός σε ανατολικό και δυτικό μπλοκ μπορεί να υπήρξε μια μικρή παρένθεση στην Ιστορία που δεν διήρκεσε ούτε μισό αιώνα, αλλά η ανθρωπότητα έμαθε να οργανώνεται και να λειτουργεί από την αρχή έως και σήμερα, μέσω τειχών, ορίων, φραγμών, «ως εδώ εμείς και από εκεί και πέρα εσείς». Οι ιδεολογίες πέφτουνε μα τα τείχη μένουν.
Έξυπνο παιδί, μπορεί να απαντήσει μέσα σε 20 μήνες,
ό,τι δεν μπορώ εγώ να απαντήσω 37 χρόνια τώρα.
«Κι εγώ ποιός είμαι;».
Κάθε ταυτότητα είναι και φυλακή.
Θα του ξεμάθω το όνομά του,
θα τον απομακρύνω από τη Γλώσσα,
που τον περιτριγυρίζει όπως το αρπακτικό τη λεία του,
θέλοντας να κάνει το μυαλό του δικό της,
να τον κάνει να σκέφτεται,
με τους δικούς της κανόνες,
το δικό της σύστημα,
τη δική της δομή.
Ίσως προλαβαίνει ακόμα να σωθεί
από συστήματα, οργανώσεις και δομές.
Τώρα κοιμάται.
Αύριο θα του πω:
Εσύ δεν είσαι.
Εσύ δεν πρέπει να είσαι.
Εσύ μακάρι να μπορέσεις
να είσαι χωρίς να είσαι.
Να κυλάς στη ζωή,
χωρίς εαυτό ορισμένο από λέξεις,
γιατί καμία λέξη δεν έχει φτιαχτεί αποκλειστικά για σένα
και άρα καμία λέξη δεν μπορεί να σε αποδώσει πιστά,
ούτε στο περίπου,
ούτε στο περίπου του περίπου.
(Ακολουθεί μπόνους τρακ, ώστε το ποστ αυτό να σημαίνει τώρα κάτι για σένα, να σημαίνει κάτι πολύ πιο έντονο κι ολόψυχο από ό,τι θα μπορεί να σημαίνει ποτέ η διαμεσολαβούμενη από χίλια κι ένα φίλτρα συγκίνηση των λέξεων).
Γερμανικό χωριό στα 1913 - 14 απολαμβάνει μακροχρόνια ειρήνη και -τηρουμένων φυσικά των αναλογιών και ακόμη φυσικότερα της κοινωνικής θέσης του καθενός- ευημερία: «Ο καιρός φέτος ήταν ευνοϊκός, οι αποθήκες μας γέμισαν, δεν θα πεινάσετε και φέτος», ανακοινώνει ο Βαρόνος στους χωρικούς. Όλα πάνε καλά. Οι ολέθριες συνέπειες του Ά Παγκοσμίου Πολέμου και οι επαχθείς όροι της Συνθήκης των Βερσαλλιών κατά της Γερμανίας θα έρθουν αμέσως μετά.
Κι ο Χάνεκε είναι σαν να θέλει να πει στη «Λευκή Κορδέλα» (χωρίς πάντως τον παραμικρό υπαινιγμό για αυτό μέσα στην ίδια την ταινία), ότι εκτός από αυτές τις εξηγήσεις, εκτός από τους παράγοντες που εξέθρεψαν την ιδεολογία του ναζισμού, ήταν κάτι πιο βαθύ που λέρωνε τη γενιά που είκοσι χρόνια αργότερα θα έφερνε τους Ναζί δημοκρατικά στην εξουσία, τη γενιά που θα επάνδρωνε τις τάξεις των Ναζί και θα μπορούσε να προβεί στα εγκλήματα που προέβη. Είναι σαν να θέλει να πει πως υπάρχει, όχι μόνο σε αυτή, αλλά και σε κάθε άλλη που μεγάλωσε αντίστοιχα, κάτι πολύ πιο δομικό που καθιστά σε ψυχολογικό επίπεδο δυνατή τη σκληρότητα και τη θηριωδία. Κάτι στις δομές της οικογένειας και στον τρόπο ανατροφής που εστίαζε τόσο πολύ στον τύπο, στην ιεραρχία, στην απόσταση, στο «πρέπει», σε ένα σύστημα κανόνων με βασικό μοχλό εφαρμογής τους την ενοχή.
Τα παιδιά του Πάστορα αργούν υπερβολικά να γυρίσουν σπίτι. Τι ακολουθεί; Όχι απλώς το «Δεν θα φάτε επειδή εξαφανιστήκατε». Αυτό από μόνο του θα ήταν σκέτη τιμωρία. Η τιμωρία όμως συνοδεύεται με ενοχή, δημιουργώντας ένα ανεπανάληπτο κοκτέιλ, όπου ο παραβάτης δεν εξιλεώνεται δια της τιμωρίας, αλλά η επιβολή της τιμωρίας του προστίθεται ως αυτοτελής παράγοντας στο ενοχοποιητικό σύμπλεγμα. «Δεν φάγαμε ούτε εμείς οι γονείς σας. Πώς θα μπορούσαμε να φάμε, αγωνιώντας για το που είστε; Κανείς μας δεν θα φάει απόψε. Κι αύριο, το ότι θα αναγκαστώ να σας δώσω δέκα ραβδισμούς, είναι ένα γεγονός που με στενοχωρεί εμένα πρώτα». Και πράγματι ο Πάστορας δεν είναι σαδιστής. Αλλά πρέπει να τα τιμωρήσει. Όπως πρέπει να δένει το μεγάλο του γιο στο κρεβάτι για να μην πειράζει «τα νεύρα του κορμιού του» (γεγονός που, όπως του εξηγεί, αν το συνεχίσει θα τον οδηγήσει ταχύτατα στην αρρώστια και στον θάνατο, όπως έχει συμβεί σε περιπτώσεις συνομηλίκων του). «Και θα φοράτε μια λευκή κορδέλα, στο μανίκι τα αγόρια και στα μαλλιά τα κορίτσια, για να σας θυμίζει την αγνότητα που θα έπρεπε να έχετε, αφού δεν μπορείτε να την επιβάλλετε μόνοι σας στους εαυτούς σας». Δηλαδή φορώντας την δείχνετε προς τα έξω ότι είστε μη αγνοί. Η ενοχή βγαίνει από τα όρια τα ιδιωτικά και προσφέρεται σε δημόσια θέα. Και όταν πιάνει τα παιδιά του στο σχολείο να κάνουν φασαρία, αρχίζει την μεγάλη του κόρη σε τι άλλο; Στο κήρυγμα: «Ως η μεγαλύτερη κόρη του πνευματικού ηγέτη της κοινότητας, θα έπρεπε να είσαι η πρώτη που θα δίνει το παράδειγμα, αλλά εσύ, αντίθετα...». Εκείνη τότε σωριάζεται λιπόθυμη, καθώς το βάρος της ενοχής, είτε νιώθεται, είτε αποτελεί πια λέξη κενή από τις ατέλειωτες επαναλήψεις με τα χρόνια, είναι εξίσου ασήκωτο.
Ο Χάνεκε αρνείται την απεικόνιση όχι μόνο των περισσότερων βίαιων πράξεων της ταινίας, αλλά και των ίδιων των αποτελεσμάτων τους. Προτιμά -στην μόνη ίσως συναισθηματικά δυνατή σκηνή του φιλμ- να δείξει λεκτική βία, έναν ολοκληρωτικό και ανηλεή λεκτικό εξευτελισμό. Ο Χάνεκε αρνείται κάθε εντυπωσιασμό, κάθε αβανταδόρικη σκηνή, αρνείται να μας δείξει και τους δράστες των εγκλημάτων που λαμβάνουν χώρα, αφήνοντας όμως μάλλον σαφώς να εννοηθεί ότι είναι συλλογικά και όχι ατομικά. Ο κακός στην ταινία του είναι η μάζα. Και τα εγκλήματα της μικροκλίμακας του χωριού θα επαναληφθούν σε απείρως μεγαλύτερη κλίμακα στο μέλλον. Αντίθετα, η εξήγηση της κοινωνίας του χωριού για τα εγκλήματα είναι συμβατική, σκανδαλοθηρική, με το κακό να έχει και πάλι σεξουαλική προέλευση.
Αυτή όμως η ψυχρότητα, αυτή η απόσταση στις οικογενειακές σχέσεις πόσο διαφέρει από την ματιά του Χάνεκε; Το σινεμά του δεν είναι ψυχρό, δεν είναι απόμακρο; Η «Λευκή Κορδέλα» με τις πεντακάθαρες ασπρόμαυρες εικόνες της είναι μια πανέμορφη ταινία, αλλά παγωμένα πανέμορφη. Μια ταινία που σε καλεί να σκεφτείς, αλλά όχι και τόσο να νιώσεις. Μια ταινία που δύσκολα μπορείς να την προσπεράσεις, αλλά ακόμη πιο δύσκολα μπορείς να την αγαπήσεις.
Όταν έχεις ως βασική αρχή ζωής το «ποτέ μην κάνεις σήμερα ό,τι μπορείς να αναβάλλεις για αύριο», αναπόφευκτο είναι να έρθει εκείνη η Δευτέρα που μαθαίνεις ότι το μόνο που αποσύρεται είναι η υποψηφιότητα Αβραμόπουλου και -για πολλοστή φορά- η εμπιστοσύνη των πολιτών προς τις εξαγγελίες και τις ρυθμίσεις του Κράτους.
Προφανώς τα υβριδικά αυτοκίνητα που θα αντικαταστήσουν τα ως τώρα κρατικά θα είναι της εγχώριας αυτοβιομηχανίας, δεν θα αυξάνουν τις εισαγωγές, δεν θα επιβαρύνουν το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο, θα στηρίζουν την ανάπτυξη και την απασχόληση στο εσωτερικό της οικονομίας, τα λεφτά για να παρθούν «υπάρχουν», ενώ το περιβαλλοντικό νόημα από την αντικατάστασή τους θα είναι πολλαπλάσιο από το περιβαλλοντικό νόημα της απόσυρσης.