Δυο από τους με κάθε έννοια καλύτερους παίκτες της σύγχρονης ιστορίας του ελληνικού ποδοσφαίρου, δύο από τα βασικότατα μέλη της ομάδας το κατόρθωμα της οποίας το 2004 θα εξακολουθεί να φαντάζει στις επόμενες δεκαετίες τόσο απίστευτο όσο φάνταζε τις μέρες που συνέβαινε, ο Γιώργος Καραγκούνης κι ο Κώστας Κατσουράνης, είπαν μετά από δύο διαφορετικά ματς που απείχαν μεταξύ τους μερικούς μήνες το ίδιο πράγμα.
Τον Μάρτιο η Βιγιαρεάλ και τον Αύγουστο η Ατλέτικο κερδίζουν τον Παναθηναϊκό στο ΟΑΚΑ. Προηγούνται στο σκορ, ισοφαρίζονται και ξαναπροηγούνται. Ο Καραγκούνης μετά το ματς με την Βιγιαρεάλ κι ο Κατσουράνης μετά το ματς με την Ατλέτικο δήλωσαν περίπου ότι το λάθος έγινε μετά την ισοφάριση, όταν παρασυρθήκαμε και ανοιχτήκαμε. Εκείνο που είδα εγώ όμως και στα δύο ματς ήταν ότι μετά από ένα δίλεπτο - τρίλεπτο αναπόφευκτου ενθουσιασμού και πνοής από την εξέδρα, όχι μόνο δεν ανοιχτήκαμε, αντίθετα και στις δυο περιπτώσεις ήταν οι Ισπανοί που ξαναπήραν τον έλεγχο του αγώνα, πίεζαν και έδειχναν ότι αργά ή γρήγορα θα ξαναέβαζαν γκολ και μάλιστα με τον τρόπο που ήξεραν, με τον τρόπο ποδοσφαίρου που οι ομάδες τους έχουν διδαχθεί να παίζουν. Το ξαναέβαλαν και στις δυο περιπτώσεις γρήγορα.
Όπως λοιπόν το ποδόσφαιρο των ισπανικών ομάδων έχει φτιάξει μια σχολή (που αν ήταν μόνο θέμα ατομικής κλάσης παικτών, τότε θα έβγαζαν μάτια στην Ελλάδα ο Χουανφράν κι ο Αρουαμπαρένα, ο Ραούλ Μπράβο κι ο Ντομί, ο Βίκτορ κι ο Ντάνι), έτσι και το ελληνικό ποδόσφαιρο έχει φτιάξει μια σχολή που καθρεφτίζεται σε αυτή τη νοοτροπία: «Ανοιχτήκαμε απερίσκεπτα». Και είναι μια νοοτροπία τόσο σφηνωμένη στο μυαλό των παικτών, που θεωρούν ότι έχουν ανοιχτεί απερίσκεπτα, ακόμα κι όταν δεν έχει συμβεί αυτό, ακόμα κι όταν ο άλλος επιβάλλει το παιχνίδι του και σε κερδίζει επειδή απλά είναι καλύτερος.
Θα μπορούσε κάλλιστα η Εθνική ποδοσφαίρου να μην είχε φάει γκολ στο 83' με την Ελβετία και στο 90΄με την Μολδαβία και να ήταν ήδη στο μουντιάλ, ο δρόμος για το οποίο άλλωστε κάθε άλλο παρά έχει κλείσει. Μπορεί κάλλιστα η Εθνική μπάσκετ να κάνει μια ήττα στα προημιτελικά και να παίξει για τις θέσεις 5-8.
Αλλά και τα δύο να συμβούν, το γεγονός θα παραμένει ότι ο μεγαλύτερος έπαινος που θα μπορούμε να αποδώσουμε στην Εθνική ποδοσφαίρου είναι ότι πρόκειται για μια ομάδα που ξέρει να παίρνει αποτελέσματα, όπως επίσης το γεγονός θα παραμένει ότι ο μεγαλύτερος ψόγος που θα μπορούμε να αποδώσουμε στην Εθνική μπάσκετ είναι ότι ήταν για ψηλότερα, αφού είναι ομαδάρα.
Είναι θέμα διαφοράς ατομικής αξίας παικτών ανάμεσα στα δύο αθλήματα; Είναι κι αυτό. Αλλά σύμπτωση επαναλαμβανόμενη για δυο δεκαετίες παύει να είναι σύμπτωση. Δεν είναι θέμα ταλέντου η πορεία του ελληνικού μπάσκετ από το '87 και ύστερα. Είναι και κατεξοχήν θέμα δομών, νοοτροπίας, περιβάλλοντος. Όταν υπάρχουν αυτές, θα βοηθήσουν να ξεχωρίσει κι ο Καϊμακόγλου κι ο Καλαμπόκης στα 31 του: θα τους κάνουν να φανούν καλύτεροι απ΄ό,τι είναι ή -το ίδιο είναι- να προσπαθήσουν κι αυτοί να γίνουν καλύτεροι, να πιστέψουν ότι είναι καλύτεροι και να παίξουν σαν καλύτεροι απ' ό,τι είναι, αφού τους μεγαλώνει η -ήδη βαριά- φανέλα που φοράνε.
Την Τρίτη ο Νίνης έκανε τους Άγγλους γιο - γιο. Ούτε ο Νίνης ούτε ο Κουτσιανικούλης είναι ο Μέσι. Αλλά το ταλέντο τους είναι πανδύσκολο να αναπτυχθεί σε ένα περιβάλλον ποδοσφαίρου που οι ομάδες της Σούπερ Λίγκα είναι γεμάτες με ξένους γάμα διαλογής, σε ένα περιβάλλον ποδοσφαίρου που οι προπονητές απολύονται από την πρώτη αγωνιστική, σε ένα περιβάλλον ποδοσφαίρου που το κύριο θέμα της προηγούμενης αγωνιστικής ήταν ο πειραγμένος με το τσαντάκι που υπό το άγρυπνο μάτι των σεκιουριτάδων καντήλιαζε και χαστούκιζε τον Σηφάκη, ο οποίος έπρεπε λέει και να αποβληθεί αν τυχόν του έχωνε καμία.
Σε ένα περιβάλλον ποδοσφαίρου που το να ξέρεις μπάλα δεν λέει από μόνο του κάτι, αφού το να ξέρεις μπάλα δεν είναι αυτό που πρωταρχικά μας απασχολεί, καθώς εκείνο που πρωταρχικά μας απασχολεί είναι να μην παρασυρόμαστε κι ανοιγόμαστε.
Αν ο Νίνης κι ο Κουτσιανικούλης δεν είναι ο Μέσι, θα μπορούσαν ίσως να γίνουν ο Σπανούλης κι ο Ζήσης.
Αλλά δεν θα γίνουν. Κυρίως δεν θα τους συγχωρεθεί ότι δεν είναι ο Μέσι, ένας Μέσι ιδεατός που θα έπαιρνε όλα τα ματς μόνος τους. Ο Μέσι έχει και συμπαίκτες όμως. Και παίζει σε μια ομάδα που παίζει με έναν τρόπο. Όπως κι ο Ζιλμπέρτο, με τους κατάλληλους συμπαίκτες, μέχρι και μουντιάλ σου παίρνει, μέχρι και τρία μέσα στην Αργεντινή του Μέσι ρίχνει η ομάδα του.
Ο Ρεχάγκελ που μαλακίζεται, ο Κετσπάγια που μαλακίζεται, ο Τεν Κάτε που μαλακίζεται: τα προβλήματά μας τα έχουμε λυμένα και τις αιτίες μας ξεκαθαρισμένες.
Αν το πάρουμε αλλιώς, ο Γιώργος Βασιλακόπουλος που δεν μαλακίζεται, οι αδελφοί Γιαννακόπουλοι που δεν μαλακίζονται, ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς που δεν μαλακίζεται, το 1987 που έχει γίνει ήδη 2009.
Εκτός κι αν κατά ένα ανεξήγητο από τη φύση τρόπο ταλέντο έχουμε μόνο με τη μπάλα στα χέρια, ενώ με την μπάλα στα πόδια το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να μην ανοιγόμαστε απερίσκεπτα.