Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 30, 2009

Το μελάνι που σώνεται

- Τα Mont Blanc πέθαναν. Ήρθε ο καιρός των Bic και μάλιστα των Βic ρεφενέ. Όταν ο ίδιος ο Πρόεδρος γράφει με Βic χρησιμοποιημένο, με μελάνι που από πλάνο σε πλάνο ολοένα και λιγοστεύει, αφού στις διακοπές των γυρισμάτων μια το χρησιμοποιούσε ο Ραγκούσης και μια ο Παπακωνσταντίνου, με καπάκι που λογικό είναι κάπου να χάθηκε, αφού με δυο τρία στυλό τη βγάζει όλη η Ιπποκράτους, φτωχικά, νοικοκυρεμένα, διάφανα και σοσιαλιστικά, είναι σαφές ότι στις πέντε ο σοσιαλισμός δεν θα είναι σχήμα λόγου.
Πέντε η μέρα που σοσιαλίζει.
Πέντε ακριβώς, την μέρα που σοσιαλίζει.
Ψηλά παίρνει ο αγέρας τα βαμπάκια,
πέντε η μέρα που σοσιαλίζει.
Το οξείδιο σπέρνει κρύσταλλο και νίκελ,
πέντε η μέρα που σοσιαλίζει.
- Με κατάσκουρο σακάκι και χωρίς να σκάει ούτε υποψία χαμόγελου, βλοσυρός προς το μακάβριο, μάς απειλεί με δύο δύσκολα χρόνια, γεμάτα δυσάρεστα μέτρα και αναγκαίες πολιτικές. Το τελευταίο του σποτ θα έχει την μορφή εξώδικου, όπου θα απειλεί με μηνύσεις όποιον αναποφάσιστο διανοηθεί να τον ψηφίσει.
- «Κύριε Τσίπρα, ακούω πολλούς πολίτες ... οι οποίοι ... κατάλαβαν ότι φάγατε και πέντε έξι χαστούκια και έχετε έτσι λίγο κοντύνει, έφυγε η φοβερή έπαρση και αλαζονεία της περασμένης Άνοιξης και λένε, ρε παιδί μου, να τους ψηφίσουμε για να μπούνε στη Βουλή, χρήσιμοι θα είναι στη Βουλή, αλλά μήπως πάρουν αέρα από αυτό και ξαναρχίσουν τα ίδια, ξανακάψουν την Αθήνα σε κάνα εξάμηνο μετά μόλις μπούνε μέσα ή οτιδήποτε άλλο ... ;».

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 29, 2009

Γενικό καλό και ειδικό κακό

Η εξαιρετικά μπλεγμένη υπόθεση που ενέπνευσε το «Και μόνο την αλήθεια» είναι περίπου η εξής: το 2005, η δημοσιογράφος των «Νιου ΓιορκΤάιμς» Τζούντιθ Μίλερ πέρασε 85 ημέρες στα κρατητήρια, επειδή αρνήθηκε να κατονομάσει την πηγή της, στην υπόθεση της αποκάλυψης της ταυτότητας της μυστικής πράκτορος της CIA, Βάλερι Πλέιμ. Τελικά την κατονόμασε μετά από συννενόηση με την πηγή της. Ήταν το δεξί χέρι του Ντικ Τσένεϊ και είχε διαρρεύσει το γεγονός ότι η Πλέιμ ήταν πράκτορας, προκειμένου να πλήξει την εικόνα του συζύγου της, ο οποίος είχε βρει στοιχεία πώς οι πληροφορίες περί απόκτησης ουρανίου από τον Σαντάμ για την κατασκευή πυρηνικών όπλων ήταν ψεύτικες και αποτελούσαν πρόσχημα για τον πόλεμο στο Ιράκ. Η Μίλερ δεν είχε καν γράψει άρθρο για την Πλέιμ, οπότε αν κάποιος ήθελε να κάνει ταινία πιστά βασισμένη σε αυτήν την ιστορία, θα έπρεπε μάλλον να κάνει ένα άλλο είδος ταινίας. Μια πολιτική βέβαια και πάλι ταινία, αλλά μάλλον στο πολυπλόκαμο, υπεραναλυτικό και πεσιμιστικό στυλ της «Syriana».
Ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Ροντ Λιούρι -που ούτως ή άλλως πολιτικού ενδιαφέροντος ταινίες συνηθίζει να φτιάχνει- θέλησε εδώ να κάνει μια ταινία ιδεαλιστική. Και είναι μια επιλογή αφενός απόλυτα ειλικρινής και αφετέρου ιδιαίτερα λειτουργική δραματουργικά (αφού η ταινία είναι συμπαγής, νευρώδης και δεν παρεκκλίνει απ’ το σκοπό της). Στον αντίποδα, πολύ συχνά οι ταινίες που προσπαθούν να μείνουν πιστές σε πραγματικά γεγονότα, κάπου στην δραματοποίηση των γεγονότων χάνουν το δρόμο τους, με αποτέλεσμα ούτε το τι συνέβη «στ’ αλήθεια» να βλέπουμε ούτε ταινίες χωρίς χάσματα.
Βρίσκει λοιπόν ότι στην υπόθεση της Μίλερ υπήρχε μια ενδιαφέρουσα κεντρική ιδέα και από αυτή αρχίζει να πλάθει αναλογίες. Η ταινία ξεκινά με απόπειρα δολοφονίας του Προέδρου των ΗΠΑ (παρεμπιπτόντως αυτή η ψύχωση της αμερικάνικης βιομηχανίας του θεάματος με τις απόπειρες δολοφονίας του Προέδρου των ΗΠΑ προσφέρεται για ποικίλα κοινωνιολογικά συμπεράσματα). Οι ΗΠΑ χτυπάνε σε αντίποινα τη Βενεζουέλα που κρύβεται -υποτίθεται- πίσω απ΄ την υπόθεση, αλλά σαν τον πόλεμο στο Ιράκ, έτσι και εδώ πρόκειται για επίθεση που στηρίχθηκε σε πλαστές πληροφορίες. Η μυστική πράκτορας της CIA βρίσκει στοιχεία που διαψεύδουν τις πληροφορίες αυτές και η δημοσιογράφος σε πρωτοσέλιδο άρθρο τα αποκαλύπτει μαζί με την μυστική της ταυτότητα. Όταν λοιπόν την φυλακίζουν μέχρι να αναγκαστεί να αποκαλύψει την πηγή της, εκείνη επικαλείται την ελευθερία του Τύπου και το δημοσιογραφικό απόρρητο ως απόρροιά της. Αυτές οι αρχές που συγκρούονται με τις αρχές της εθνικής ασφάλειας, με το δικαίωμα του Κράτους να μάθει ποιός ήταν εκείνος που διέρρευσε απόρρητες πληροφορίες. Ο Λιούρι έχει αποφασίσει με ποιους είναι, αφού δεν ενδιαφέρεται καν να αναδείξει τα επιχειρήματα της κρατικής πλευράς. Τον ενδιαφέρει αντ΄ αυτών να δείξει ως πού μπορεί να φτάσει η κρατική εξουσία όταν βάζει στο στόχαστρό της έναν άνθρωπο («Νόμιζα ότι η Δικαιοσύνη κινούνταν αργά», λέει η δημοσιογράφος όταν βλέπει να φυλακίζεται σε χρόνο ντε τε. «Αργά κινείται. Εκτός από τις φορές που κινείται γρήγορα», της απαντά ο δικηγόρος της). Τον ενδιαφέρει επίσης να επισημάνει μια σημαντική αλλαγή στην στάση του Τύπου αναφορικά με την κρατική παραβίαση των ατομικών δικαιωμάτων των πολιτών («Ο Τύπος κάπου στην πορεία έπαψε να είναι ο ιππότης πάνω στο λευκό άλογο και μετατράπηκε στο δράκο»).
Αν όμως στη σύγκρουση των δύο αρχών το παιχνίδι έχει κριθεί από νωρίς, στον πυρήνα της ταινίας βρίσκεται η προσέγγιση που ο Λιούρι κάνει σε μια άλλη σύγκρουση: αυτή των αφηρημένων αρχών με τους συγκεκριμένους ανθρώπους. Αν οι αρχές και γενικότερα η ιδεολογία υπηρετούν το γενικό καλό, αυτό ενίοτε σημαίνει και ότι προκειμένου να επιτευχθεί το γενικό καλό, κάποιοι να πρέπει υποστούν ένα ειδικό κακό. Η δημοσιογράφος μένει ένα χρόνο στη φυλακή, μπορεί να καταδικαστεί και περισσότερο, ενώ είναι παντρεμένη με μικρό παιδί. Αξίζει το κακό που κάνει στο παιδί της για την υπεράσπιση του δημοσιογραφικού απορρήτου; Κάποια στιγμή ο δικηγόρος της λυγίζει και της λέει «Υπερασπίζομαι έναν άνθρωπο, εσένα. Δεν υπερασπίζομαι μια αρχή». Κι εκείνη τον ρωτά τί μήνυμα θα έδινε αν υποχωρούσε. Και επίσης του λέει και κάτι εύλογο: Όταν θυσιάζεται ένας άντρας τον κάνουν μνημείο και εθνική γιορτή. Εμένα με μέμφονται που έχω παρατήσει το παιδί μου. Ο δικηγόρος μετανιώνει και σε μια αγόρευσή του θα πει την εξαιρετική ατάκα πως στους σπουδαίους ανθρώπους δεν μπορείς να ξεχωρίσεις την αρχή από τον άνθρωπο.
Και ενώ όλα αυτά -ακόμη κι αν έχεις επιμέρους ενστάσεις- είναι επιχειρήματα με ουσία, έρχεται στο φινάλε η πανηγυρική αυτοχειρία της ταινίας, όταν η απρόσωπη αρχή που υπερασπιζόταν η δημοσιογράφος γίνεται άνθρωπος με πρόσωπο. Και τότε, αντί το συγχωνευμένο με την αρχή πρόσωπο της δημοσιογράφου να γίνει ακόμη πιο ανθρώπινο (όπως θα επιθυμούσε πιθανότατα ο Λιούρι), είναι το πρόσωπο της ταινίας που θολώνει, βραχυκυκλώνει, αυτοαναιρείται.
(Kείμενο γραμμένο για το ελculture)

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 28, 2009

Στο σπίτι της πηδιόλας δεν μιλάνε για κόκκινα φωτάκια

Το ερώτημα όμως είναι γιατί δεν θα μπορούσε να εκφράζει ούτε εκείνη ούτε άλλο πολιτικό. Και μάλιστα προδήλως. Και μάλιστα σε καμία περίπτωση. Τι είναι αυτό που έλεγε η υποτιθέμενη δήλωση:
Μια εκδοχή είναι ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να εκφράζει κανένα πολιτικό, επειδή η ψευτοδήλωση λέει πως η αστυνομία και η δικαιοσύνη μπορεί και να λειτουργούν με γνώμονα την εξυπηρέτηση κομματικών συμφερόντων της ΝΔ.
Αυτή η εκδοχή θα έστεκε αν σε κάθε υπόθεση σκανδάλου δεν ήταν ψωμοτύρι οι άμεσες ή έμμεσες κατηγορίες πως η δικαιοσύνη παίζει κομματικά παιχνίδια. Αυτό λοιπόν το έχουμε λυμένο: η ελληνική δικαιοσύνη είναι μια καταξεφτιλισμένη πηδιόλα, τα δικαστικά πραξικοπήματα συμβαίνουν τουλάχιστον μια φορά τον μήνα, άρα στους τόσους επίορκους δικαστές και εισαγγελείς, βρέθηκαν λίγοι ακόμη και έστησαν αυτό το πανηγύρι μπας και ανακάμψει μια στάλα η ΝΔ.
Οπότε, αφού το πρόβλημα δεν μπορεί να είναι ούτε η έλλειψη σεβασμού στους θεσμούς, ούτε το να σπεύδουμε να βγάλουμε αθωωτική απόφαση από την πρώτη μέρα, ίσως η ψευτοδήλωση δεν θα μπορούσε να εκφράζει κανέναν πολιτικό, επειδή ακριβώς μιλά με αυτόν τον τρόπο για τη μεγαλύτερη μάστιγα που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία: για τους αδίστακτους δηλαδή τρομοκράτες, που -προδήλως- δεν θα μπορούσαν -σε καμία περίπτωση- να μετατραπούν σε εικοσάχρονα παιδιά.

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 25, 2009

Πόσο Καραγκιόζης είναι ο Κώστας Νικολακόπουλος

«Το μεσημέρι η Ντόρα Μπακογιάννη απάντησε με ανάλογη προσφυγή, ζητώντας με αγωγή της επίσης 3 εκατ. ευρώ από την MIG, επικαλούμενη τους ίδιους λόγους. Η MIG δηλώνει πως εφόσον της επιδικασθεί το ποσό θα το διαθέσει στην αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία "Ιδρυμα Marfin", ενώ η υπουργός δηλώνει πως εφόσον δικαιωθεί θα το διαθέσει στο Ιδρυμα Αστέγων του Δήμου Αθηναίων».
Καθίσταται λοιπόν σαφές ότι πρέπει πάση θυσία να αποφευχθεί ο συμβιβασμός και να επιδιωχθεί η έκδοση δικαστικής απόφασης επί των αγωγών, ώστε κάποια από τις δύο πλευρές να χάσει και να κερδηθεί έτσι ένα μεγάλο ποσό υπέρ ενός καλού σκοπού. Στην απευκταία περίπτωση που τα βρουν, ας συγχωνευθούν τουλάχιστον τα δυο Ιδρύματα, ώστε να έχουμε πλέον το «Ίδρυμα Αστέγων Marfin».
---
Γενικά βρίσκονται σε επιχειρηματικό οίστρο αυτήν την περίοδο οι μεγαλομέτοχοί μας (αφού πήραμε και τη Shell), παράλληλα πάντα με τις συνήθεις παραγοντικές υπερωρίες στις οποίες επιδίδονται τα τελευταία χρόνια κι έχουν οδηγήσει στο ασφυκτικό πατρονάρισμα της διαιτησίας, γεγονός που ώθησε άλλωστε τον Βασίλη Τσιάρτα να μην αντέξει άλλο και να πει το μνημειώδες «Κάθε χρόνο είμαστε θεατές στο ίδιο έργο. Συνέχεια δύο* ομάδες ευνοούνται»
*ο Παναθηναϊκός και το Αιγάλεω.
---
Εν τω μεταξύ, μπαίνοντας στο enet.gr διαπιστώνω -όχι χωρίς χαρά- ότι υπάρχει διαφήμιση τόσο της Siemens όσο και του μεγάλου τηλεοπτικού ζεϊμπεκικανθρώπου, Κώστα Γείτονα. Διαφήμιση του Γιάννη Βαρθολομαίου δεν βρέθηκε, γεγονός που πιθανώς να αποτελέσει το τελευταίο χαρτί του Γιώργου Κουμουτσάκου, ο οποίος μέχρι πριν λίγους μήνες ήταν ορκισμένος διπλωμάτης όλων των Ελλλήνων, αλλά τώρα προσπαθεί να καλύψει το επικοινωνιακό χάσμα που υπήρξε ανάμεσα στην εικόνα της γεμάτης αυτοπεποίθησης ΝΔ του Ρουσόπουλου και της αντωναροποιημένης νουδού του τελευταίου έτους.
---
«Το ντιμπέιτ πρέπει, επιτέλους, να γίνει με όρους δημοσιογραφικούς». Όταν πριν μια βδομάδα ο Αιμίλιος Λιάτσος, έμπλεος σοβαρότητας και κύρους, εκστόμισε την παραπάνω φράση, η πλάση όλη, από τις παραλίες της -ίδιας κάθε χρόνο- Μυκόνου ως την -διαφορετική κάθε χρόνο- σκηνή της Εurovision, χαμογέλασε γλυκά, με ένα χαμόγελο λαμπρότητας εφάμιλλης του Σάκη, αφού ο Σάκης Ρουβάς δεν χάνει το χαμόγελό του, παρά την άσχημη κατάληξη του φετινού διαγωνισμού και τις ειρωνικές δηλώσεις του Νορβηγού νικητή.
Κακά τα ψέμματα, ο μιντιακός μας κόσμος παρουσιάζει που και που συμπτώματα φαιδρότητας, σε κραυγαλέα αντιδιαστολή με τον πολιτικό μας κόσμο, ο οποίος μεταξύ των άλλων συγκλονίζεται για το αν στο ψηφοδέλτιο Σερρών της ΝΔ πρέπει να μπει πρώτο αλφαβητικά το όνομα της Αγνής Δουβίτσα ή αυτό του Αχιλλέα Καραμανλή, γεγονός που σε κάνει να αναρωτιέσαι αφενός για το τί ποσοστό ψηφοφόρων σταυρώνει κάποιον μόνο και μόνο επειδή βλέπει το όνομά του πρώτο στο ψηφοδέλτιο και αφετέρου για το μετά τις πόσες λοβοτομές πρέπει να απαγορεύεται να ψηφίζεις.
Απρόοπτες εξελίξεις όμως στα ψηφοδέλτια της ΝΔ πυροδοτεί και η υποψηφιότητα της Αλίκης Αρβανιτίδη στην Β΄Αθηνών, δίπλα στο όνομα της οποίας αναγράφεται εντός παρενθέσεως το «σύζυγος Πασχάλη». Συγκεκριμένα, στα ψηφοδέλτια 52 από τις 56 εκλογικές περιφέρειες της χώρας άρχισαν να εμφανίζονται παρενθέσεις δίπλα στα ονοματεπώνυμα υποψηφίων βουλευτών με την ένδειξη «παιδί Πασχάλη - στιγμ. λάθ.».
Στις Σέρρες ένας υποψήφιος το προχώρησε και αναγράφεται πλέον στα ψηφοδέλτια ως Αχιλλέας Αρβανιτίδης - Καραμανλής.

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 23, 2009

Η καρδιά του Φρανσουά

Οι Ρομπέν των Γουνών: Η Μιριέλ, ο Φρανσουά κι ο Ρενέ, στη Μασσαλία του «Lady Jane». Στα νιάτα τους ζούσαν άγρια κι αναρχικά, λήστευαν και συχνά μάλιστα όχι για πάρτη τους. Το έργο ξεκινά δείχνοντάς τους να μοιράζουν κλεμμένες γούνες σε μια φτωχογειτονιά, κάτι μεταξύ Ρομπέν των Δασών και Ρομπέν των Σούπερ Μάρκετ. Τώρα τα χρόνια έχουν περάσει, έχουν κόψει εντελώς επαφές και η μεσήλικη τάξη έχει αντικαταστήσει τη νεανική άψη. Η Μιριέλ έχει μαγαζί με αρώματα κι ένα γιο, ο Φρανσουά επισκευάζει σκάφη, έχει γυναίκα και δυο κόρες, ο Ρενέ έχει στριπτιζάδικο. Της Μιριέλ όμως της απαγάγουν τον γιο και ζητούν λύτρα. Ξαναβρίσκει τους παλιούς της φίλους και ζητά τη βοήθειά τους.
Οι τρύπες της πλοκής: Μόλις η πλοκή αρχίζει να ξετυλίγεται, από τα κεραμίδια της ταινίας αρχίζει να ακούγεται ένα επίμονο νιάου νιάου. Ο θεατής θα εικάσει ότι πρόκειται για γάτα και -ω της μη εκπλήξεως- στο τέλος θα διαπιστώσει ότι πρόκειται όντως για ψιψινούλα, μένοντας όμως με την απορία πώς το μυαλό των ηρώων της ταινίας δεν έκανε τις ίδιες σκέψεις με το δικό του, πώς δεν πήγε στο προφανές. Πάντα είχα αυτήν την γενικότερη απορία, πώς είναι δυνατόν να γυρίζονται ταινίες με τεράστιες τρύπες στην πλοκή, πώς χρηματοδοτούνται, πώς οι δημιουργοί τους δεν αγχώνονται για την κοινή λογική των θεατών. Αλλά αν σε άλλες ταινίες οι τρύπες δύσκολα μπορούν να γίνουν ανεκτές, με αποτέλεσμα να σε ξενερώνουν πολύ έως εντελώς, είναι επειδή πρόκειται για γενικά κακές ταινίες. Και ένας από τους διάφορους πιθανούς ορισμούς μιας κακής ταινίας είναι ακριβώς αυτός: κακή ταινία είναι αυτή που στηρίζεται μόνο στην πλοκή της. Ευτυχώς οι καλές ταινίες είναι κάτι πολύ περισσότερο από την πλοκή τους και το «Lady Jane» είναι μια καλή ταινία, μια ταινία ατμόσφαιρας και ουσίας χωρίς τρύπες, μια ταινία που κερδίζει επικεντρώνοντας το βλέμμα της στους πρωταγωνιστές της, μια ταινία που μιλάει για την ανάγκη να συνεχίσει να χτυπάει η καρδιά ώστε να εξακολουθείς να νιώθεις ζωντανός, αλλά και για την άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος, την ανάγκη να σταματήσει να χτυπάει η καρδιά ώστε να πάψεις να απομακρύνεσαι κι άλλο από τη νεότητά σου και την ομορφιά της. Είναι επίσης μια σκεπτόμενη ταινία εκδίκησης (μάλλον μια σκεπτόμενη ταινία για την εκδίκηση), πολύ κοντύτερα από πλευράς προβληματικής στην τριλογία της εκδίκησης του Παρκ Τσαν Γουκ παρά στις κινηματογραφοφιλικές ταινίες εκδίκησης του Ταραντίνο.
Μια τόσο κατανοητή συμπεριφορά: Μια από τις κοπέλες του στριπτιζάδικου ο Ρενέ την έχει ξεχωρίσει και είναι η φίλη του. Τα βράδυα κοιμούνται στο ίδιο κρεβάτι. Όταν ο Φρανσουά επισκέπτεται το μαγαζί, του γυαλίζει και ρωτάει τον φίλο του αν μπορεί να πάει μαζί της. Θα πληρώσει κανονικά. Ο Ρενέ του λέει όχι. Με ξένους πηγαίνει, με φίλους απαγορεύεται. Μα γιατί; Γιατί έτσι, τέλος κουβέντας. Όσο καταρχήν παράλογη είναι αυτή η στάση του, τόσο -και ακόμα περισσότερο- είναι και κατανοητή. Σκέφτεσαι ότι στη θέση του και εσύ το ίδιο θα έκανες. Είναι δική μου και ολωνών, αρκεί οι «ολωνοί» να είναι απρόσωποι. Η σκηνή μού φέρνει στο μυαλό σκηνές από δυο άλλες ταινίες. Στο «Sweet Charity» ο πρωταγωνιστής έχει αποδεχθεί ότι η Τσάριτυ είναι προσωπική χορεύτρια και της λέει ότι θα την παντρευτεί. Η Τσάριτυ μαζεύει τις βαλίτσες της και όταν πάει να την πάρει, την βλέπει στο χώρο που ζούσε μαζί με τις συναδέλφους της. Τότε το θεωρητικό γίνεται πρακτικό και μολονότι δεν αλλάζει η γνώση και η πληροφορία που έχει, αλλάζει η οπτική επαφή και είναι η εικόνα που τον κάνει να την αφήσει, την ώρα που η θεωρία δεν τον εμπόδιζε. Στη «Μεγάλη Ανατριχίλα» η Γκλεν Κλόουζ κάνει το αντίθετο από τον Ρενέ: επιλέγει να «προσφέρει» τον άντρα της στη φίλη της που θέλει να κάνει παιδί. Τον δίνει στην καλή της φίλη για να τη βοηθήσει να συλλάβει, λογικά όμως δεν θα τον δάνειζε ποτέ σε μια ξένη. Κατανοητό κι αυτό. Παράξενο πλάσμα ο άνθρωπος.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 22, 2009

Ένα ειν' το κόμμα

Για να μην παρεξηγηθώ, τόσο το χθεσινό όσο και το αποψινό ντιμπέιτ καλό είναι που έγιναν και ήταν μάλιστα και πιο ενδιαφέροντα από το αναμενόμενο (πολύ περισσότερο το χθεσινό πάντως).
Επίσης για να μην παρεξηγηθώ, όταν έχουμε μάθει πως οι πολιτικές συζητήσεις στην τηλεόραση διεξάγονται με δέκα ανθρώπους να μιλάνε μαζί και να μην μπορεί κανείς να τελειώσει μια πρόταση, δεν θέλω να ισχυρισθώ ότι απόψε κακώς δεν διέκοπτε ο ένας τον άλλο.
Αλλά νά· λίγο ο απόλυτος σεβασμός στον λόγο του άλλου, λίγο ο απόλυτος σεβασμός στο χρoνόμετρο, λίγο οι συνεχείς διαβεβαιώσεις ότι ο ένας δεν θέλει να υπαινιχθεί σε προσωπικό επίπεδο το παραμικρό για τον άλλο, έδιναν μεν την εικόνα ενός πολιτικού πολιτισμού και μιας αμοιβαίας ευπρέπειας, έδιναν όμως παράλληλα και την εντύπωση πως υπηρετούσαν το «Μεγάλο Σχέδιο» που είναι κοινό, αφού ο χώρος στον οποίο ψαρεύουν και οι δύο είναι κοινός και τον έχουμε βαφτίσει πολλά χρόνια τώρα «μεσαίο».
Και δεν έχει τόση σημασία αν ο χώρος αυτός είναι υπαρκτός ή επικοινωνιακή κατασκευή, αφού αν υπάρχει μια αλήθεια στην εποχή μας είναι πως οι επικοινωνιακές κατασκευές από ένα σημείο και ύστερα δημιουργούν την δική τους πραγματικότητα: Παράδειγμα 1ο: «Ποτέ δεν είπα ότι ήταν. Είπα απλώς ότι υπήρχε μια φήμη στο Μιλγουώκι πως ήταν. Η οποία φυσικά και υπήρχε, αφού ήμουν εγώ αυτός που την ξεκίνησα» (Ο Χάντερ Τζ. Τόμσον εξηγεί ότι υπήρξε δημοσιογραφικά ακριβής). Παράδειγμα 2ο: «Θέλω να ξέρετε ότι δεν είμαι ο άνθρωπος που παρουσιάζουν οι εφημερίδες» (Ο Τιμούρ Κετσπάγια αποχαιρετά τους παίκτες του, που όμως υποτίθεται ότι είναι ακριβώς εκείνοι που θα έπρεπε να ξέρουν τι άνθρωπος είναι και τι σχέση έχουν μαζί του, ώστε να μην πιστεύουν αυτά που διαβάζουν στις εφημερίδες αναφορικά με τη σχέση που είχαν μαζί του).
Έτσι, και να μην υπήρχε κάποτε, τώρα πια ο μεσαίος χώρος υπάρχει και είναι ένας χώρος πασοκονεοδημοκρατικός, είναι ο χώρος που ξέρει ότι κάποτε σίγουρα ήταν δύο διαφορετικά, αλλά εδώ και πολλά χρόνια ένα είναι το κόμμα, ένα με δυο διαφορετικά ονόματα, περιμένει λοιπόν από τους αρχηγούς των δύο ονομάτων να είναι στα ντιμπέιτ πολύ καλά παιδιά, πολύ πολιτισμένα, να μην ανεβάσουν τους τόνους, να μη διακόψουν, να μην θυμώσουν, να μην προσβάλλουν, να πει ο καθένας τα δικά του, στο δικό του χρόνο, χωρίς οξύτητες, χωρίς θεατρινισμούς, διατηρώντας μόνο το θεατρινισμό του υπάκουου παίκτη που σέβεται τους κάνονες και μένοντας μακριά από οτιδήποτε μπορεί να θεωρηθεί δείγμα ζαβολιάρη, δείγμα που θα στοιχίσει δημοσκοπικά.
Και ίσως η μοναδική φορά απόψε που φύγαμε από τις συνήθεις αερολογίες και φάνηκε μια ουσιαστική διαφορά, ήταν αυτή στο Σχέδιο Ανάν, το οποίο όμως όπως έσπευσε να πει ο Γιώργος έχει πεθάνει κι έχει τελειώσει, όπως στην πραγματικότητα έχει πεθάνει κι έχει τελειώσει κάθε ουσιαστική μεταξύ της πολιτικής των δύο κομμάτων διαφορά.
Απομένει η διαφορά στη διαχειριστική ικανότητα, που ασφαλώς και δεν είναι αμελητέα, αλλά πάντως δεν μπορεί να είναι και το διαφοροποιητικό στοιχείο της πολιτικής τους ταυτότητας, καθώς το ΠΑΣΟΚ δεν έχει το μονοπώλιο της ικανότητας, όπως περίτρανα αποδείχθηκε ότι και η ΝΔ δεν είχε το μονοπώλιο της ηθικής σεμνοκαθαρότητας.
«Να ματώσουμε και τα δύο κόμματα, αν χρειαστεί, κύριε Καραμανλή για τη Siemens, το πρότεινα πολλές φορές». Αυτό είναι μάλλον και το ηθικό ταβάνι του δικομματισμού: άντε να ματώσουμε, αλλά αν είναι να ματώσουμε, να ματώσουμε μαζί, δεν είμαστε ηλίθιοι να βγάλουμε μόνο τα δικά μας άπλυτα στη φόρα.
Γιατί, εδώ που τα λέμε, δίκιο έχει ο Γιώργος, αν μάτωνε μόνο το ΠΑΣΟΚ, μπορεί ο μεσαίος χώρος να το ξανατιμωρούσε, επιβραβεύοντας ξανά το κόμμα του Κώστα που «δεν είχε την παραμικρή εμπλοκή», αφού ο μεσαίος χώρος αδιαφορεί για το ποιόν της γυναίκας του Καίσαρα και νοιάζεται μόνο για την εικόνα της· του αρκεί δηλαδή να φαίνεται τίμια, πειθαρχημένη, καθησυχαστική.

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 21, 2009

Ο Έρως των Τάξεων

Ενδυματολογικά θα είχε ξεχωρίσει η πράσινη κονκάρδα Χρυσόγελου (νόμιζα ότι κονκάρδες εξακολουθούν να φοράνε μόνο κάτι παλαίμαχοι διαιτητές, αλλά έκανα λάθος), αν δεν υπήρχε αυτό το συγκλονιστικό, κατακόκκινο μενταγιόν - καρδούλα της Αλέκας, το οποίο σηματοδοτεί το πέρασμα σε ένα ΚΚΕ βαλεντίνικο, ερωτικό, αγαπησιάρικο, γουτσουγούτσικο.
Από πλευράς εθνικών θεμάτων ξεχώρισε η προειδοποίηση Καρατζαφέρη για την βουλγαρική κρυφοαπειλή που έχει τη βάση της στη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (η οποία μάλλον πρέπει να έχει να κάνει με τις πρόσφατες πυρκαγιές στην Βορειοανατολική Αττική, άρα πιθανόν να είναι οι Βούλγαροι που μας καίνε τα δάση).
Όπως όμως σωστά επισήμανε κι ο Κώστας ο Καραμανλής, στην Ελλάδα έχουμε ένα κακό: όλοι είμαστε ειδικοί και πότε γινόμαστε πυροσβέστες (ίσως γι΄αυτό τα τελευταία τρία χρόνια η Κυβέρνησή του προσπάθησε -και σε μεγάλο βαθμό πέτυχε- να γίνουμε όλοι πυρόπληκτοι), πότε γινόμαστε συνταγματολόγοι (ίσως για αυτό η Κυβέρνησή του και η Κοινοβουλευτική του Ομάδα προσπάθησαν -και σε μεγάλο βαθμό πέτυχαν- να παραβιάσουν μια σειρά από συνταγματικές διατάξεις, ώστε να μην ασχοληθούμε με αυτόν τον κλάδο δικαίου μόνο σε θεωρητικό, αλλά και σε πρακτικό επιπέδο).
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στην σουρεαλιστική διαβεβαίωση του Γιώργου Παπανδρέου ότι στη σχέση μας με τις ΗΠΑ θα λειτουργήσει με γνώμονα τα εθνικά (σ.σ. τα ελληνικά) συμφέροντα, αφού άλλωστε λίγο νωρίτερα είχε εξηγήσει με εξίσου σουρεαλιστική έμφαση, ότι ήταν τα εθνικά μας δίκαια που υπερασπίστηκε απαρέγκλιτα κατά τη θητεία του ως Υπουργός Εξωτερικών. Αφού δεν είναι αυτονόητο, αφού νιώθει την ανάγκη να απαντήσει -ήρεμα κιόλας- στις σχετικές μπηχτές, καλά κάνει και μας διευκρινίζει τις επιλογές του και τις προτεραιότητές του. Τιμή και για την Ελλάδα που ο αυριανός Πρωθυπουργός της θα είναι με το μέρος της.
Δημοσιογραφικά τώρα, θα είχε ξεχωρίσει η ατάκα της έφηβης βουλευτού Σίας Κοσιώνη, που απαριθμώντας τις ολέθριες συνέπειες των πυρκαγιών τόνισε πως «χάσαμε και την καλή μας υγεία», αν δεν έκλεβαν την παράσταση τα μυστηριώδη προγράμματα «Σταζ» του Νίκου Ευαγγελάτου και φυσικά η αιφνίδια απουσία των Βαγγέλη Ιωάννου και Δημήτρη Χατζηγεωργίου, μετά από δυο εβδομάδες πολύωρης καθημερινής τηλεοπτικής παρουσίας.
Βασικό πάντως συμπέρασμα για τον προσανατολισμό μας ως χώρα, μπορεί να βγει από το γεγονός ότι στην θεματική ενότητα «Παιδεία - Πολιτισμός - Τεχνολογία», οι ερωτήσεις κινήθηκαν στο τρίπτυχο Εγκληματικότητα - Κουκουλοφόροι - Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία του Τρεμόπουλου.
Δευτερεύον συμπέρασμα είναι ότι αυτό το οικολογικό νερό που παρουσίασε στο βαζάκι ο Χρυσόγελος, μαλακία φαίνεται. Γιατί να μην προτιμήσει κανείς το συνηθισμένο, το άσπρο;

Εθελουσία Έξοδος


Βλέπω στις βραδυνές ειδήσεις της ΕΡΤ ένα ρεπορτάζ για τις τερατογενέσεις στη Φαλούτζα, οι οποίες πιθανότατα οφείλονται στη χρήση λευκού φωσφόρου από τους Αμερικάνους το 2004. Οι εικόνες των μωρών με τις δυσπλασίες είναι αποτρόπαιες. Τι είδους άνθρωποι μπορεί να είναι οι φυσικοί αυτουργοί; Τι είδους πολιτισμός μπορεί να νομιμοποιεί πρακτικές με τέτοιες παρενέργειες; Μα ο δικός μας, ο δυτικός.
Μου΄ρχεται στο νου η σειρά «Ιn Treatment» («Μαθήματα Ψυχολογίας»): ένας από τους ασθενείς του ψυχοθεραπευτή είναι πιλότος που σκότωσε στη Βαγδάτη 16 παιδιά. Κατά λάθος. Λάθος όχι δικό του, αφού υποτίθεται πως βομβάρδιζε στρατιωτικό στόχο. Εξηγεί στον ψυχοθεραπευτή ότι ενοχές θα ένιωθε αν είχε αποτύχει στην αποστολή του. Αντίθετα εκείνος αυτό που έπρεπε να κάνει το έκανε καλά. Οι ανώτεροί του δεν έκαναν καλά τη δουλειά τους, δίνοντάς του πληροφορίες που αποδείχθηκαν εσφαλμένες. Παρά τις διακηρύξεις του νιώθει βέβαια ενοχές, ενοχές όμως που είναι τελικά δυσανάλογες σε σχέση με τη δική του συμμετοχή. Φρικαλεότητα θα ήταν να είχε σκοτώσει 16 παιδιά με τα χέρια του. Εκείνος πάτησε ένα κουμπί. Πόσο φρικτό μπορεί να είναι να πατάς ένα κουμπί; Δεν έχεις καν την οπτική επαφή που θα είχες πυροβολώντας τα θύματά σου. Η απόσταση του αποτελέσματος από την πράξη σου δεν μπορεί παρά να προκαλεί σε ένα βαθμό και την αποστασιοποίησή σου. Η βία καταμερίζεται σε κομματάκια, γραφειοκρατικοποιείται και είναι σε κάθε της στάδιο τόσο μα τόσο μακρινή κι αφηρημένη. Δεν την ασκεί άμεσα και ολοκληρωτικά ούτε ο ψηφοφόρος που ψηφίζει Μπους, ούτε οι επιτελείς του Πενταγώνου, ούτε ο πιλότος του βομβαρδιστικού.

Βλέπω τους δίδυμους πύργους να ξανακαίγονται σε ρεπορτάζ για τα οκτώ χρόνια από την επίθεση.
Μου΄ρχεται στο νου μια ατάκα του Κέβιν Σπέισι από το «Seven»: «People will barely be able to comprehend. Βut they won’t be able to deny» («O κόσμος μετά βίας θα καταλαβαίνει τι έγινε. Αλλά δεν θα είναι σε θέση να αρνηθεί αυτό που έγινε»). Ανεξάρτητα από τις θεωρίες συνωμοσίας, η επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου είναι μια αμερικάνικη επίθεση, ακριβώς γιατί το μυαλό αυτών που την σχεδίασαν πρέπει να ήταν γεμάτο από αμερικάνικες ταινίες. Είτε είχαν τον Αλλάχ στο κεφάλι τους είτε όχι, πρέπει να είχαν από παιδιά καταναλώσει χιλιάδες ανθρωποώρες παρακολουθώντας αμερικάνικες εικόνες εκρήξεων και καταστροφών. Η καταστροφή είναι θεαματική, αυτό είναι το θεμελιωδέστερο δόγμα του σινεμά των μπλοκμπάστερ και η διαρκής εξέλιξη των ειδικών εφέ (προκειμένου να προσφερθούν ακόμη πιο εντυπωσιακές εικόνες ισοπεδώσεων πόλεων) προχωρά παράλληλα με τη διαρκή εξέλιξη των οπλικών συστημάτων (προκειμένου να επιτευχθούν ακόμη πιο αποτελεσματικές ισοπεδώσεις) Η εικόνα του αεροπλάνου προς τον δεύτερο πύργο, η εικόνα των πύργων που φλέγονται, η εικόνα των πύργων που καταρρέουν είναι εικόνες γέννημα θρέμμα αμερικάνικες και υπό αυτήν την έννοια η εικόνα των δίδυμων πύργων είναι το μεγάλο αμερικάνικο αριστούργημα.

Βλέπω ρεπορτάζ για τη συμπλήρωση εβδομήντα χρόνων από την την έναρξη του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου.
Μου΄ρχεται στο νου μια σκηνή από το «Inglourious Basterds» του Ταραντίνο: Βρετανοί και Αμερικάνοι κατάσκοποι προσποιούνται τους Ναζί αξιωματικούς. Αν προδοθούν θα προδοθούν μόνο από την προφορά τους. Πάει να πει ότι εξωτερικά περνάνε άνετα για Γερμανοί. Προσπαθώ να σκεφτώ τη σκηνή μέσα από τα μάτια ενός Αφρικανού. Μπορεί και να του περνά η σκέψη πως ήταν τελικά ένας πόλεμος ενδοφυλετικός. Αλλά μόνο ένας ενδοδυτικός εμφύλιος θα είχε την δύναμη, τον τρόπο και το θράσος να μετατραπεί σε παγκόσμιο πόλεμο.

Βλέπω το ρεπορτάζ για την 23η αυτοκτονία εργαζομένου στην «France Telecom» τους τελευταίους 18 μήνες. Τα συνδικάτα τις αποδίδουν σε μεγάλο βαθμό στις μεθόδους διοίκησης και στο στρες από τη συνεχή αναδιάρθωση της εταιρίας μετά την ιδιωτικοποίησή της. Ο Γάλλος Υπουργός Εργασίας συναντήθηκε θορυβημένος με τον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο της εταιρίας Ντιντιέ Λομπάρ.
Μου ΄ρχεται στο νου η επιμονή του Σαρκοζί να θεσπιστεί πλαφόν στα μπόνους των γκόλντεν μπόις. Αν οι 23 νεκροί θεωρηθεί ότι υπάγονται σε πρόγραμμα εθελουσίας εξόδου, ίσως ο Λομπάρ πετύχει την κατ΄εξαίρεση αύξηση του δικού του μπόνους. Λένε ότι ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα, αλλά φαίνεται ότι συχνά οι συνθήκες εργασίας είναι η συνέχιση του πολέμου με άλλα μέσα. Εκτός από την γραφειοκρατικοποίηση της βίας υπάρχει και η βιαιότητα της γραφειοκρατίας. Το παν είναι να υπάρχει οργάνωση και σύστημα.

(Κείμενο γραμμένο για το «SMS» της «SportDay»)

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 19, 2009

Ο δικός του Σεπτέμβρης

Ο σημερινός αγώνας Ελλάδας - Τουρκίας χαρακτηριζόταν από μια χρονική σχιζοφρένεια: ως προς τον μεν εθνικό του χαρακτήρα μεν,ήταν ένα ματς απόλυτα εναρμονισμένο με την εποχή του, ως προς τον δε μπασκετικό του χαρακτήρα δε ήταν ένα ματς που ανήκε σε πολύ παλιότερες εποχές.
Την τελευταία δεκαετία οι διαρκείς αναμετρήσεις ελληνικών και τουρκικών ομάδων σε όλα τα αθλήματα, σε συνδυασμό με την αρκετά αποφορτισμένη πολιτικά περίοδο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, έχουν επιτέλους κατορθώσει να αποδραματοποιήσουν την τυχόν νίκη ή την τυχόν ήττα και να καθιστούν ψιλογραφική τη σύνδεσή της με μαρμαρωμένους βασιλείς.
Την τελευταία δεκαετία επίσης, μυηθήκαμε σιγά σιγά σε έναν άλλο τύπο μπάσκετ: οι ομάδες του Ομπράντοβιτς κατά πρώτο λόγο και του Γιαννάκη κατά δεύτερο έπαιζαν με συνεχείς έως ασταμάτητες αλλαγές παικτών και εντελώς πειθαρχημένες ως προς τα επιθετικά τους συστήματα. Σήμερα είδαμε ολόκληρο το πρώτο δεκάλεπτο να βγαίνει χωρίς καμία απολύτως αλλαγή (έως τα τελευταία του δευτερόλεπτα), είδαμε παίκτες να μένουν εντελώς καθηλωμένοι στον πάγκο και άλλους να παίζουν νον στοπ, αλλά κυρίως είδαμε μια εικόνα ακυβέρνητου καραβιού σε τρικυμία προς το τέλος της παράτασης, με τρια σερί λάθη σε εύκολες πάσες, χωρίς αντίδραση από τον πάγκο.
Ουδέν κακόν αμιγές καλού όμως, αφού η απουσία Διαμαντίδη - Παπαλουκά αφενός και το ελεύθερο στυλ μπάσκετ του Καζλάουσκας αφετέρου, επέτρεψαν στον Βασίλη Σπανούλη σε ένα ματς δεκαετίας 80, να ντυθεί Γιαννάκης και Γκάλης μαζί, με τη διαφορά ότι δεν πρόκειται για ρόλο, με τη διαφορά ότι δεν πρόκειται για υπέρβαση· υπέρβαση για τον Βασίλη ίσως είναι ότι έμαθε να βάζει το εγώ του στην υπηρεσία των ομάδων του, ρόλος για τον Βασίλη ίσως είναι αυτός που υποδυόταν αριστουργηματικά τόσα χρόνια και που θα συνεχίσει μάλλον να υποδύεται και στο μέλλον, με εξαίρεση αυτόν τον Σεπτέμβρη, τον δικό του Σεπτέμβρη.

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 17, 2009

Μέχρι το τελευταίο νανοσεκόντ

Επί χρόνια πλήρωνα το νοίκι στην τράπεζα, λέγοντας ότι ο λογαριασμός που κάνω την κατάθεση είναι δικός μου, για να γλιτώνω το (ψάχνω να βρω κομψή έκφραση, αλλά δεν τα καταφέρνω) κερατιάτικο της προμήθειας. Πρόσφατα αποφάσισα να αλλάξω τακτική. Λέω ότι ο λογαριασμός δεν είναι δικός μου και όταν μου ζητούν προμήθεια προτιμώ να κάνω φασαρία. Ο σχετικός όρος (χρέωση προμήθειας 1 έως 1,50 ευρώ για κατάθεση σε λογαριασμό τρίτου) είναι ένας από τους πολλούς που έχουν κριθεί τελεσίδικα καταχρηστικοί, κατόπιν συλλογικών αγωγών της Ένωσης Καταναλωτών «ΕΚ.ΠΟΙ.ΖΩ». Υπάρχουν απόφασεις Πολυμελών Πρωτοδικείων, αποφάσεις Εφετείων, υπουργικές παραινέσεις και συστάσεις για συμμόρφωση, αλλά οι τράπεζες εκεί, επιμένουν, κερδίζοντας όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο μπορούν, ώστε να συνεχίσουν να χρεώνουν μέχρι το τελευταίο δυνατό νανοσεκόντ. Μια κύρια αιτία της επιμονής τους όμως, δεν μπορεί παρά να είναι και η παθητική αποδοχή κάθε πρακτικής τους. Ανεξάρτητα λοιπόν απ' το αν έχουν δικαίωμα να εξακολουθούν να χρεώνουν όταν οι έννομες συνέπειες που απορρέουν από τις σχετικές δικαστικές αποφάσεις ισχύουν έναντι όλων, ανεξάρτητα ακόμη κι από την όποια αποτελεσματικότητα της αντίδρασής σου, κάν΄το για να νιώσεις εσύ λίγο καλύτερα: όταν σου ζητούν προμήθεια αντέδρασε. Αρνήσου. Ενόχλησέ τους, όπως σε ενοχλούν. Σεβάσου τον εαυτό σου αντιδρώντας, όπως δεν σε σέβονται αυτές, αφού δεν σε βλέπουν ως τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από μια μύγα από την οποία θα βγάλουν ξύγκι, ώστε από το συσσωρευμένο ξύγκι όλων των μυγών τους να παρουσιάσουν τα υπερκέρδη τους, υπερκέρδη που δεν τις εμπόδισαν να δεχθούν προ μηνών την περιβόητη κρατική στήριξη.
(Κείμενο γραμμένο για το «Εxodos»)

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 16, 2009

Point Break

Ο Εμφύλιος ως Καύλα.
Ή Δευτέρα ή Τρίτη βράδυ το 'δειχνε. Κι η σειρά από μόνη της ήταν πορωτική, αλλά και τα βαθιά ντεκολτέ και τα πάθη στις φυτείες πορωτικότερα. Μη νομίζεις, στην προδιαδικτυακή εποχή η πρόσβαση σε πορνογραφικό υλικό είχε ένα βαθμό δυσκολίας για τον μέσο έφηβο, γεγονός που τον έκανε να παρακολουθεί με χτυποκάρδια επίμαχες σκηνές και επίμαχα πλάνα.
Έτσι, από τις γενιές που είτε έζησαν άμεσα είτε έμμεσα τις επιπτώσεις του εμφυλίου, μια καινούρια γενιά καύλωνε με έναν άλλο εμφύλιο.
Δίπλα στο Ελ Πάσο.
Αυτό το είδα μαζί με τον μεγάλο μου ξάδελφο. Δίπλα στο Ελ Πάσο. Δεν είχα κάποια τρέχουσα καψούρα εκείνη την εποχή εξ όσων θυμάμαι, θυμάμαι όμως κι ότι η ταινία σε καψούρευε από μόνη της, σε έκανε να βγαίνεις από το σινεμά σε ημιερωτευμένη κατάσταση, κυρίως λόγω του τραγουδιού. Απαραίτητη βέβαια προϋπόθεση για να σε καψουρέψει και να μην την βρεις τσίζυ ήταν να είσαι στην κατάλληλη ηλικία.
Αλλά ήμουν.
Το Κατερινάκι.
Αυτή πάλι είναι μια ταινία που ακόμα αγαπάω, μια ταινία πήχτρα στην αδρεναλίνη, μολονότι σκηνοθετημένη από γυναίκα.
---
Η Μητέρα του Σκύλου.
Ο Πάτρικ Σουέιζι ούτε κανένας σπουδαίος ηθοποιός ήταν ούτε σε τίποτα σπουδαίες ταινίες έπαιξε. Κι η εποχή στην οποία μεγαλώσαμε δεν ήταν και καμιά σπουδαία εποχή.
Αλλά σπουδαίες λέμε συνήθως τις αναταραγμένες εποχές.
Μεγαλώσαμε σε εποχή σχετικής ευημερίας και απόλυτης ηρεμίας.
Αν το δεις εκ των υστέρων ψιλομελαγχολείς επειδή οι αναμνήσεις σου είναι επιπέδου Πάτρικ Σουέιζι.
Αλλά πριν δυο βδομάδες πέθανε σε ηλικία 95 ετών ένα συγγενικό εν τη ευρεία εννοία πρόσωπο που πρόλαβε τον εμφύλιο: την είχαν μαχαιρώσει επτά φορές στην πλατεία του χωριού της σε δημόσια θέα, παρουσία και της κόρης της, για να αποκαλύψει πού βρισκόταν ο άντρας της.
Αυτές όντως είναι αναμνήσεις που μαρτυρούν μια ζωή μακριά από τα ξενερώματα της τηλεοπτικής αποχαύνωσης.

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 15, 2009

Ψηλά στον Ουρανό

Αν η έβδομη τέχνη δεν είναι «φυσική» (αφού όχι μόνο γεννήθηκε όταν το επέτρεψε η τεχνολογία, αλλά και η όλη πορεία της στο χρόνο είναι στενά δεμένη με την τεχνολογική ανάπτυξη που καθιστά την κινηματογραφική ψευδαίσθηση ολοένα και πειστικότερη), το ερώτημα είναι προς τα πού πηγαίνει τις τελευταίες δεκαετίες η ανάπτυξη της τεχνολογίας αυτήν την «τεχνολογική» τέχνη. Ενώ τα ειδικά εφέ πολύ συχνά χρησιμοποιούνται με τρόπο ώστε να καπελώνουν το σινεμά, πριμοδοτώντας ψυχαναγκαστικά ταινίες που περιέχουν ολοένα και θεαματικότερες καταστροφές και καθιστώντας οτιδήποτε άλλο (χαρακτήρες, πλοκή, συναισθήματα) δραματουργικά χάρτινο υπηρέτη των καταστροφών αυτών, στον τομέα των κινουμένων σχεδίων η τεχνολογία δίνει ώθηση καθαρά δημιουργική. Το σινεμά της καταστροφής και το σινεμά της δημιουργίας. Κι αν η Disney ήταν κάποτε ο Θεός των κινουμένων σχεδίων, η Pixar έγινε ο προφήτης τους, παραδίδοντας δέκα ως τώρα ταινίες ψηφιακών κινουμένων σχεδίων, όπου η μεγάλη εμπορική τους επιτυχία συναγωνίζεται την ομόθυμη κριτική αποδοχή τους.
Σε μια σκηνή του «Ψηλά στον Ουρανό», ο 78χρονος Καρλ Φρέντρικσεν (για να σχηματισθεί η φιγούρα του μπήκαν στο μπλέντερ πέντε πρέζες Σπένσερ Τρέισι και δυο Γουώλτερ Ματάου, με αποτέλεσμα να προκύψει ο Ζάχος Χατζηφωτίου, που δεν είναι όμως ο Ζάχος Χατζηφωτίου, αφού δεν φορά το εμβληματικό μαντήλι στο πέτο), φρέσκος χήρος, βλέπει τον κόσμο δίπλα του να καταρρέει, σε μια κατάρρευση που σηματοδοτείται ειρωνικά με την ανέγερση ουρανοξυστών πλάι στο σπίτι του, το οποίο παραμένει το μόνο σταθερό σημείο, σε μια γειτονιά που έχει μετατραπεί σε εργοτάξιο. Σε μια από τις εργασίες ένα φορτηγό χτυπάει κατά λάθος το γραμματοκιβώτιο του, το γραμματοκιβώτιό τους για την ακρίβεια, το γραμματοκιβώτιο που μοιράστηκε μια ζωή με τη γυναίκα του. Ένας τύπος πάει να το βάλει στη θέση του, ο Καρλ το τραβάει και τον χτυπάει εκνευρισμένος με το μπαστούνι του στο κεφάλι. Αυτός σωριάζεται και ματώνει. Η κόκκινη κηλίδα στη φαλάκρα του κάνει μπαμ.
Τηρουμένων όλων –εννοείται- των αναλογιών, η σκηνή θα μπορούσε να συγκριθεί με την περίφημη σκηνή της «Λίστας του Σίντλερ» όπου εμφανίζεται το κοριτσάκι με το κόκκινο παλτό: το χρώμα του αίματος εγγράφεται με παρόμοιο τρόπο στο μυαλό μας, τόσο σε ένα ασπρόμαυρο σύμπαν γκέτο και στρατοπέδων συγκέντρωσης, όσο και σε ένα πολύχρωμο σύμπαν κινουμένων σχεδίων, από όπου το αίμα θα έπρεπε να είναι κανονικά εξόριστο, όπως και ο πόνος ο αληθινός, ο μη καρτουνίστικος. Γιατί τα κινούμενα σχέδια είναι ακριβώς αυτό: πέφτεις κι αμέσως επανέρχεσαι, καινουργής και απαστράπτων. Πρόκειται για έναν κόσμο ελεύθερο από τους νόμους της φυσικής, αλλλά απείρως πειστικότερο από τον κόσμο του κάθε action hero, του κάθε Μπρους Ουίλλις στα «Die Hard», που σαν καρτούν κι αυτός δεν σπάει και δεν τσακίζεται, μόνο που στα κινούμενα σχέδια είναι η ίδια η θεμελιακή σύμβαση διαφορετική, ίσως επειδή τα παιδιά δεν χρειάζεται να αναστείλουν τη δυσπιστία τους, καθώς την έχουν υπό διαρκή αναστολή. Κι έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία ότι δεν βλέπουμε το αίμα επειδή η ταινία είναι ρεαλιστική. Αντίθετα δεν έχει κανένα πρόβλημα να απελευθερωθεί από τα βαρίδια της φυσικής, αφού ο Καρλ αποφασίζει να πάρει το μόνο σταθερό του σημείο, το σπίτι του, να το κρεμάσει από μπαλόνια και να πετάξει μαζί του, ψηλά στον ουρανό.
Αν όμως το τραύμα στο κεφάλι ενός ανθρώπου κι αργότερα στο πόδι ενός εξωτικού πουλιού φαίνονται, υπάρχουν άλλα τραύματα που δεν φαίνονται, ωστόσο η ταινία τα δείχνει με ακόμη περισσότερη τόλμη για το είδος της. Κι αν το τραύμα του Καρλ και της γυναίκας του που δεν μπορούσαν να κάνουν παιδί είναι ένα τραύμα που όσο κι αν επηρεάζει την παιδική ψυχή, παραμένει πάντως ένα τραύμα σχετικά ξένο προς αυτήν, το τραύμα του οκτάχρονου Ράσελ, που οι γονείς του είναι χωρισμένοι και ο μπάμπας του τον έχει κανονικά γραμμένο, δεν μπορεί παρά να ταράζει χιλιάδες παιδιά σε όλο τον κόσμο που βλέπουν το «Ψηλά στον Ουρανό» Πιθανότατα δε να το βλέπουν μαζί με τον χωρισμένο πατέρα τους, που θα τα παίρνει κάθε δεύτερο σαββατοκύριακο, ή με τον μη χωρισμένο πατέρα τους που θα βρίσκει χρόνο να τα βλέπει κάθε δεύτερο σαββατοκύριακο. Τουλάχιστον, βγαίνοντας από το σινεμά, μπορεί πατέρας και γιος να αρχίσουν να μετράνε κόκκινα και μπλε αυτοκίνητα.
(Kείμενο γραμμένο για το ελculture)

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 14, 2009

Ο Πέτρος και ο Λύκος

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 13, 2009

Mάσεϊ ο Μακεδών

Μπορεί ο Κώστας Καραμανλής να υπενθύμιζε διαρκώς στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης πως είναι Μακεδών, ωστόσο ήταν για τη φανέλα με το σκοπιόσημο που τιμούσε ο Τζερεμάια Μάσεϊ, που αναγράφονταν τα αρχικά ΜΚD. Όχι για πολύ βέβαια, αφού η ΝΕΤ έσπευσε να τα σβήσει από τους δέκτες μας, σε μια κίνηση που και να ήθελε να είναι περισσότερο συμβολική δεν θα μπορούσε: Από την πραγματικότητα που δεν μπορείς να αποφύγεις, κρύψου. Κλείσε τα μάτια. Ζήσε στο δικό σου αυτάρκες κι αυτιστικό σύμπαν. Δεν πάει να τους λέει όλος ο υπόλοιπος κόσμος Μακεδονία; Εμείς, σκοπιοκαμηλίζοντας, δεν θα το δούμε στις οθόνες. Αυτά όμως είναι πταίσματα. Το εξοργιστικό κι αυτό για το οποίο κάποιος πρέπει να λογοδοτήσει είναι άλλο: η ίδια ΝΕΤ που ήξερε να κρύψει το ΜΚD στο σκορ του αγώνα, επέμενε προκλητικά να μην κρύβει το σκορ του Εργοτέλης - Ολυμπιακός.
Eν τω μεταξύ πολιτικοί αναλυτές εκτιμούν πως το διπλό χτύπημα Καρατζαφέρη με την πρόταση σε Ψινάκη κι Ανατολάκη διόλου αυτοσχεδιαστικό δεν ήταν, ούτε αποτέλεσμα κάποιου στοιχήματος που έχει βάλει ο Αρχηγός με χωρατατζή φίλο του. Αντίθετα είναι αποτέλεσμα μετρήσεων που δείχνουν ότι οι δύο ευρύτερα αναπτυσσόμενες κατηγορίες Ελλήνων είναι ο Έλλην τηλεοπτικός γκέι κι ο Έλλην σέντερ μπακ. Στο πρόσωπο του Ηλία και του Γιώργου αυτά τα τάργκετ γκρουπ ψηφοφόρων στοχεύονται. Γιατί μπορεί στην έξω κοινωνία ο κανονικός ομοφυλόφιλος να βρίσκεται ακόμη καθημερινά αντιμέτωπος με ένα σωρό προκαταλήψεις, αλλά ο τηλεοπτικός γκέι εξαπλώνεται. Όπως μπορεί στις υπόλοιπες ποδοσφαιρικές ομάδες της υφηλίου τα δύο σέντερ μπακ να είναι ο κανόνας και τα τρία η σπάνια εξαίρεση, οι τέσσερις σέντερ μπακ όμως που λανσαρίστηκαν με την είσοδο του Αβραάμ στον αγώνα με την Ελβετία δείχνουν ότι έχει κερδηθεί μια μάχη κι όχι ο πόλεμος, αφού απομένουν ακόμη επτά θέσεις στη εντεκάδα να κερδηθούν.
Οι κινήσεις Καρατζαφέρη δεν εξαντλούνται εδώ, αφού αναγγέλλει κάθε μέρα και την προσχώρηση ενός πολιτευτή της ΝΔ, σαν άλλη Ισινμπάγεβα που σπάει τα παγκόσμια ρεκόρ πόντο πόντο, αντί να το σπάσει μια και καλή. Ηχηρότερο ως τώρα όνομα ο Δημήτρης Κωσταντάρας ο οποίος μια φορά κι ένα καιρό μας ξυπνούσε ραδιφωνικά με το εμπνευσμένο «Αθηναίοι, Αθηναίες και Αθηναιάκια». Αλλά δυστυχώς η εποχή εκείνη παρήλθε ανεπιστρεπτί, ο Τράγκας από αξημέρωτος ραδιοφωνατζής έγινε μουλτιμιντιάρχης με ντοκτορά στην κρατική διαφήμιση, ο Μιχάλης Τσαουσόπουλος έχει να κουρευτεί από τότε και τελευταία φορά που ακούστηκαν νέα του εξακολουθεί ακόμη να προσπαθεί να κάνει τους ακροατές του να πουν «ναι», κι ο μόνος που άντεξε και μέστωσε στο χρόνο είναι ο ανυπέρβλητος, ο ακατάβλητος, ο φίλος σας, ο Μάριος ο Μπλάκμαν.
Εκτός από τον ΛΑΟΣ όμως την παράσταση κλέβει κι ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος θα βασιστεί στο περίφημο «Δόγμα Πούσκας»: 11 αυτοί, 11 κι εμείς. Ωστόσο στο σημείο αυτό είμαι αναγκασμένος με λύπη μου να καταγγείλω για ηγεμονισμό τη συνιστώσα του ΣΥΝ, καθώς μποϊκοτάρισε την απόπειρά μου να αποτελέσω νεοπαγή μονοπρόσωπη συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ (συνιστώσα «Οld Boy»), απόπειρα που δεν έκανα για λόγους προσωπικών επιδιώξεων (είναι γνωστό, άλλωστε, πως δεν πιστεύω ότι μπορεί καμία πραγματική αλλαγή να έρθει μέσω των εκλογών), αλλά μόνο και μόνο για να δώσω λίγο χαμόγελο στον πικραμένο από το μπάχαλο των τελευταίων μηνών κόσμο της Αριστεράς. Και την μποϊκοτάρισε, θέλοντας ο Αλέξης Τσίπρας να είναι πρώτος μεταξύ ίσων, αλλά αυτές δεν είναι ούτε δημοκρατικές ούτε αριστερές αντιλήψεις, αυτό είναι καθαρός ηγεμονισμός στον οποίο δεν είμαι διατεθειμένος να υποκύψω νομιμοποιώντας τον δια της παρουσίας μου. Ας πορευθούν μόνοι τους.
Ελπίζω απλώς να μην αληθεύουν οι πληροφορίες ότι ήδη σε αρκετές από τις συνιστώσες παρατηρούνται έντονες ενδοσυνιστωσικές διεργασίες, διαφωνίες, αποκλίσεις και διασπάσεις, με κυριότερη αυτή του ΔΗΚΚΙ, όπου οργιάζουν οι φήμες πως διασπάστηκε στα δύο ο επικεφαλής του (όχι ο Δημήτρης Τσοβόλας, που αποκαμωμένος από την μάχη του με τους νταβατζήδες, επέστρεψε στη μάχιμη δικηγορία, υπερασπιζόμενος από αυτό το μετερίζι τα συμφέροντα του λαού και του Θέμου). Αν τελικά οι φήμες επαληθευθούν, ο Πάντζας δεν θα κατέβει μόνος του, αλλά χωριστά η συνιστώσα «Άντζας» και χωριστά η συνιστώσα «Π», η οποία θα βάλει στόχο το 3,14%, ποσοστό που σε βάζει με τα μπούνια στη Βουλή.
(Κείμενο γραμμένο για το «SMS» της «SportDay»)

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 10, 2009

Ο Μέσι κι ο Καλαμπόκης



Δυο από τους με κάθε έννοια καλύτερους παίκτες της σύγχρονης ιστορίας του ελληνικού ποδοσφαίρου, δύο από τα βασικότατα μέλη της ομάδας το κατόρθωμα της οποίας το 2004 θα εξακολουθεί να φαντάζει στις επόμενες δεκαετίες τόσο απίστευτο όσο φάνταζε τις μέρες που συνέβαινε, ο Γιώργος Καραγκούνης κι ο Κώστας Κατσουράνης, είπαν μετά από δύο διαφορετικά ματς που απείχαν μεταξύ τους μερικούς μήνες το ίδιο πράγμα.
Τον Μάρτιο η Βιγιαρεάλ και τον Αύγουστο η Ατλέτικο κερδίζουν τον Παναθηναϊκό στο ΟΑΚΑ. Προηγούνται στο σκορ, ισοφαρίζονται και ξαναπροηγούνται. Ο Καραγκούνης μετά το ματς με την Βιγιαρεάλ κι ο Κατσουράνης μετά το ματς με την Ατλέτικο δήλωσαν περίπου ότι το λάθος έγινε μετά την ισοφάριση, όταν παρασυρθήκαμε και ανοιχτήκαμε. Εκείνο που είδα εγώ όμως και στα δύο ματς ήταν ότι μετά από ένα δίλεπτο - τρίλεπτο αναπόφευκτου ενθουσιασμού και πνοής από την εξέδρα, όχι μόνο δεν ανοιχτήκαμε, αντίθετα και στις δυο περιπτώσεις ήταν οι Ισπανοί που ξαναπήραν τον έλεγχο του αγώνα, πίεζαν και έδειχναν ότι αργά ή γρήγορα θα ξαναέβαζαν γκολ και μάλιστα με τον τρόπο που ήξεραν, με τον τρόπο ποδοσφαίρου που οι ομάδες τους έχουν διδαχθεί να παίζουν. Το ξαναέβαλαν και στις δυο περιπτώσεις γρήγορα.
Όπως λοιπόν το ποδόσφαιρο των ισπανικών ομάδων έχει φτιάξει μια σχολή (που αν ήταν μόνο θέμα ατομικής κλάσης παικτών, τότε θα έβγαζαν μάτια στην Ελλάδα ο Χουανφράν κι ο Αρουαμπαρένα, ο Ραούλ Μπράβο κι ο Ντομί, ο Βίκτορ κι ο Ντάνι), έτσι και το ελληνικό ποδόσφαιρο έχει φτιάξει μια σχολή που καθρεφτίζεται σε αυτή τη νοοτροπία: «Ανοιχτήκαμε απερίσκεπτα». Και είναι μια νοοτροπία τόσο σφηνωμένη στο μυαλό των παικτών, που θεωρούν ότι έχουν ανοιχτεί απερίσκεπτα, ακόμα κι όταν δεν έχει συμβεί αυτό, ακόμα κι όταν ο άλλος επιβάλλει το παιχνίδι του και σε κερδίζει επειδή απλά είναι καλύτερος.
Θα μπορούσε κάλλιστα η Εθνική ποδοσφαίρου να μην είχε φάει γκολ στο 83' με την Ελβετία και στο 90΄με την Μολδαβία και να ήταν ήδη στο μουντιάλ, ο δρόμος για το οποίο άλλωστε κάθε άλλο παρά έχει κλείσει. Μπορεί κάλλιστα η Εθνική μπάσκετ να κάνει μια ήττα στα προημιτελικά και να παίξει για τις θέσεις 5-8.
Αλλά και τα δύο να συμβούν, το γεγονός θα παραμένει ότι ο μεγαλύτερος έπαινος που θα μπορούμε να αποδώσουμε στην Εθνική ποδοσφαίρου είναι ότι πρόκειται για μια ομάδα που ξέρει να παίρνει αποτελέσματα, όπως επίσης το γεγονός θα παραμένει ότι ο μεγαλύτερος ψόγος που θα μπορούμε να αποδώσουμε στην Εθνική μπάσκετ είναι ότι ήταν για ψηλότερα, αφού είναι ομαδάρα.
Είναι θέμα διαφοράς ατομικής αξίας παικτών ανάμεσα στα δύο αθλήματα; Είναι κι αυτό. Αλλά σύμπτωση επαναλαμβανόμενη για δυο δεκαετίες παύει να είναι σύμπτωση. Δεν είναι θέμα ταλέντου η πορεία του ελληνικού μπάσκετ από το '87 και ύστερα. Είναι και κατεξοχήν θέμα δομών, νοοτροπίας, περιβάλλοντος. Όταν υπάρχουν αυτές, θα βοηθήσουν να ξεχωρίσει κι ο Καϊμακόγλου κι ο Καλαμπόκης στα 31 του: θα τους κάνουν να φανούν καλύτεροι απ΄ό,τι είναι ή -το ίδιο είναι- να προσπαθήσουν κι αυτοί να γίνουν καλύτεροι, να πιστέψουν ότι είναι καλύτεροι και να παίξουν σαν καλύτεροι απ' ό,τι είναι, αφού τους μεγαλώνει η -ήδη βαριά- φανέλα που φοράνε.
Την Τρίτη ο Νίνης έκανε τους Άγγλους γιο - γιο. Ούτε ο Νίνης ούτε ο Κουτσιανικούλης είναι ο Μέσι. Αλλά το ταλέντο τους είναι πανδύσκολο να αναπτυχθεί σε ένα περιβάλλον ποδοσφαίρου που οι ομάδες της Σούπερ Λίγκα είναι γεμάτες με ξένους γάμα διαλογής, σε ένα περιβάλλον ποδοσφαίρου που οι προπονητές απολύονται από την πρώτη αγωνιστική, σε ένα περιβάλλον ποδοσφαίρου που το κύριο θέμα της προηγούμενης αγωνιστικής ήταν ο πειραγμένος με το τσαντάκι που υπό το άγρυπνο μάτι των σεκιουριτάδων καντήλιαζε και χαστούκιζε τον Σηφάκη, ο οποίος έπρεπε λέει και να αποβληθεί αν τυχόν του έχωνε καμία.
Σε ένα περιβάλλον ποδοσφαίρου που το να ξέρεις μπάλα δεν λέει από μόνο του κάτι, αφού το να ξέρεις μπάλα δεν είναι αυτό που πρωταρχικά μας απασχολεί, καθώς εκείνο που πρωταρχικά μας απασχολεί είναι να μην παρασυρόμαστε κι ανοιγόμαστε.
Αν ο Νίνης κι ο Κουτσιανικούλης δεν είναι ο Μέσι, θα μπορούσαν ίσως να γίνουν ο Σπανούλης κι ο Ζήσης.
Αλλά δεν θα γίνουν. Κυρίως δεν θα τους συγχωρεθεί ότι δεν είναι ο Μέσι, ένας Μέσι ιδεατός που θα έπαιρνε όλα τα ματς μόνος τους. Ο Μέσι έχει και συμπαίκτες όμως. Και παίζει σε μια ομάδα που παίζει με έναν τρόπο. Όπως κι ο Ζιλμπέρτο, με τους κατάλληλους συμπαίκτες, μέχρι και μουντιάλ σου παίρνει, μέχρι και τρία μέσα στην Αργεντινή του Μέσι ρίχνει η ομάδα του.
Ο Ρεχάγκελ που μαλακίζεται, ο Κετσπάγια που μαλακίζεται, ο Τεν Κάτε που μαλακίζεται: τα προβλήματά μας τα έχουμε λυμένα και τις αιτίες μας ξεκαθαρισμένες.
Αν το πάρουμε αλλιώς, ο Γιώργος Βασιλακόπουλος που δεν μαλακίζεται, οι αδελφοί Γιαννακόπουλοι που δεν μαλακίζονται, ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς που δεν μαλακίζεται, το 1987 που έχει γίνει ήδη 2009.
Εκτός κι αν κατά ένα ανεξήγητο από τη φύση τρόπο ταλέντο έχουμε μόνο με τη μπάλα στα χέρια, ενώ με την μπάλα στα πόδια το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να μην ανοιγόμαστε απερίσκεπτα.

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 08, 2009

Δικαιοσύνη 15 - 44

H «Θέμις» τελειώνει με την υπόθεση κάποιου που μολονότι εκφωνείται η υπόθεσή του δεν παρουσιάζεται στο δικαστήριο. Ο δικαστής κοιτάζει τη δικογραφία για να δει αν του έχει επιδοθεί νομίμως η κλήση και διαπιστώνει ότι ο κατηγορούμενος έχει στο μεταξύ πεθάνει. Παύει λοιπόν οριστικά την ποινική του δίωξη. Η κάμερα εστιάζει τότε στο κενό εδώλιο του κατηγορουμένου που δεν κατηγορείται πια, σε ένα τέλος που θα ήταν εντελώς καφκικό, αν για τελευταία σκηνή του ντοκιμαντέρ δεν επιλεγόταν μια γυναίκα που σφουγγαρίζει ένα διάδρομο, όταν το ωράριο της δικασίμου έχει λήξει κι όλος ο κόσμος έχει φύγει.
Μάλλον καλά κάνει όμως κι επιλέγει τη σφουγγαρίστρα αντί του Κάφκα, αφού η «Θέμις» δεν επιδιώκει να φιλοσοφήσει αλλά να δώσει μια εικόνα της καθημερινότητας της Ευελπίδων.
Δύο μόνο εμβόλιμες πληροφορίες παίρνουμε κατά τη διάρκεια του ντοκιμαντέρ. Αφορούν τον μεγάλο αριθμό των δικών που φτάνουν στο ακροατήριο και τον μεγάλο αριθμό των αναβολών που δίνονται. Όλα τα άλλα σχόλια ο σκηνοθέτης Μάρκος Γκαστίν προτιμά να τα κάνει μέσω του μοντάζ, στο οποίο επιλέγει ποιές δίκες θα δείξει, ποιές στιγμές τους, πώς θα κατορθώσει να αποδώσει αυθεντικότερα το κλίμα και την ουσία. Είναι αλήθεια ότι από ένα σημείο και ύστερα αναρωτιέσαι προς τι η τόση περιπτωσιολογία, προς τι η τόση επικέντρωση και επιμονή σε συγκεκριμένες δίκες, όπως είναι αλήθεια ότι ενδεχομένως το ντοκιμαντέρ θα μπορούσε να περιλαμβάνει κάτι περισσότερο από μια σειρά από δίκες, να εμπλουτίσει το περιεχόμενό του παρακολουθώντας π.χ. την πορεία μιας υπόθεσης από την στιγμή που ξεκινά μέχρι τη στιγμή που θα εξαντλήσει όλα τα στάδια της ή προσφέροντάς μας τη σκοπιά ενός δικηγόρου ή ενός δικαστή.
Αν όμως η «Θέμις» είναι ένα βλέμμα που θα μπορούσε να εμβαθύνει ή να κοιτάξει λίγο ευρύτερα, αυτό καθόλου δεν αναιρεί ότι είναι ένα βλέμμα που αυτό που είδε το είδε καθαρά και ακριβώς επειδή το είδε καθαρά κατορθώνει να το μεταφέρει και στον θεατή με ακρίβεια.
--
Το «και δικαιοσύνη για όλους» δεν συνιστά κοινωνικό παράδοξο, αφού ως διακήρυξη ταιριάζει με το «και καταναλωτικά προϊόντα για όλους» και το «και θεάματα για όλους». Μετατρέπεται όμως σε κοινωνικό παράδοξο από τη στιγμή που ερμηνεύεται ως «και δικαιοσύνη για τον καθένα ξεχωριστά». Οι κοινωνίες μας είναι έτσι οργανωμένες ώστε να λειτουργούν με γνώμονα όχι το άτομο αλλά τις μάζες. Ως καταναλωτής, ως τηλεθεατής, ακόμη και ως πολίτης, δεν αντιμετωπίζεσαι ως μονάδα, αλλά ως αριθμός, ως ένας από τους πολλούς που δρουν ομογενοποιημένα, ως μέλος της διαφημιστικής υποκατηγορίας 15-44, ως μέλος στατιστικής υποκατηγορίας που σε καθιστά τμήμα του σταθμισμένου δείγματος σε δημοσκόπηση. Ακόμη κι όταν ψηφίζεις δεν είσαι παρά μία ψήφος από τα εκατομμύρια. Βασικά δεν μετράς δηλαδή. Στο δικαστήριο μετράς, στο δικαστήριο γίνεσαι πρωταγωνιστής του μικρού σου δράματος. Στο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης υπάρχει κάτι που αντιβαίνει τις νόρμες της ομογενοποίησης. Oι διαφορές σου είναι ατομικές. Το σύστημα κινείται για χάρη σου. Η δικαιοσύνη δεν μπορεί παρά να είναι εξατομικευμένη.
Η αναπόφευκτη ατομικότητα της δικαιοσύνης ισοσταθμίζεται με το ότι εν πολλοίς υπάρχουν δυο ειδών δικαιοσύνες. Αν η αναπόφευκτη ατομικότητα της ασθένειας ισοσταθμίζεται με την ύπαρξη διαφόρων κατηγοριών ιδιωτικών νοσοκομείων, δυστυχώς το ταμπού της δημόσιας δικαιοσύνης παραμένει ακόμη ισχυρό. Η «Θέμις» μας δείχνει λοιπόν την δικαιοσύνη της Β΄Εθνικής κατηγορίας, τη δικαιοσύνη που αφορά τους ανθρώπους όταν βγαίνουν από τις στατιστικές υποκατηγορίες τους και γίνονται άνθρωποι με πρόσωπο, μικροατυχίες, μικροπροβλήματα, μικρότητες.
Αντίθετα, τίποτα το μικρό δεν υπάρχει στην δικαιοσύνη της Ά Εθνικής, όλα εκεί είναι μεγάλα, οι δικηγόροι είναι μεγαλοδικηγόροι, τα συμφέροντα μεγάλα, ο χρόνος και τα χρήματα που επενδύονται είναι άφθονα. Πρόκειται για τη δικαιοσύνη του Χριστοφοράκου, τη δικαιοσύνη που αν δεν διασφαλίζονται όλα τα εχέγγυα της δίκαιης δίκης στην Ελλάδα θα τα βρει στη Γερμανία, την πολυτελή δικαιοσύνη που επιτρέπει και απαιτεί την επικέντρωση στον τύπο, εκεί που δεν έχει τόσο σημασία το δικό σου σφάλμα όσο το σφάλμα εκείνου που σε κατηγορεί, ώστε να βρεθεί και να πετύχεις την καλύτερη δυνατή αντιμετώπιση.
Και εκτός από την Β' υπάρχει και η Γ΄Εθνική, την οποία επίσης δείχνει πολύ πειστικά και αυθεντικά το ντοκιμαντέρ. Πρόκειται για την κατηγορία των μεταναστών, διπλά αποξενωμένη από τον δικαστή και τον εισαγγελέα που κάθονται εκεί ψηλά, αποξενωμένη τόσο μέσω της νομικής όσο και μέσω της γλώσσας. Όσο πιο φτωχός κι όσο πιο ξένος είσαι τόσο λιγότερο δίκαια είναι η δίκη που έχεις. Εκ των πραγμάτων, όχι επειδή κανείς θέλει να σε αδικήσει, αλλά επειδή κανείς δεν πρόκειται να ασχοληθεί με την υπόθεσή σου όπως της πρέπει.
Και δικαιοσύνη για όλους μεν, αλλά και με τον τρόπο που αντιστοιχεί στην κοινωνική θέση του καθένα δε.
(Kείμενο γραμμένο για το ελculture)

Τέλειωσε

«Γιατί το πιστεύω βαθιά ότι ο τόπος έχει ανάγκη μια ισχυρή Κυβέρνηση, με ξεκάθαρη πολιτική και βέβαια την πολιτική βούληση να κάνει τα δύσκολα. Από μια Κυβέρνηση που έχει το θάρρος να πει, ναι, εδώ ή εκεί έκανα και λάθος, είχα αδυναμία, έχω τη διάθεση να το διορθώσω».
---

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 06, 2009

Το δικαίωμα στην ελεύθερη αναπνοή

Εκτός από ελληνικό ποδόσφαιρο χωρίς χορτάρι, μπορεί προδήλως να υπάρξει και Ολυμπιακός χωρίς αριστερό χαφ, ίσως γιατί όπως θα έγραφε ο Γιώργος Βότσης, ο Σωκράτης Κόκκαλης είναι καλυμμένος στα αριστερά από το 1989 τουλάχιστον, ισχυρισμό που αναπαρήγαγε εν μέρει ο Περικλής Κοροβέσης με αποτέλεσμα ένα ακόμη ενδοαριστερό μέτωπο. Αλλά τουλάχιστον αυτό το μέτωπο έχει ένα πολιτικό αντίκρυσμα, όπως μια ιδεολογική βάση έχει και το γνωστό και πριν τις ευρωεκλογές μέτωπο μεταξύ των ανανεωτικών με τους πιο αριστερίζοντες. Εκείνο που μάλλον αδυνατώ να καταλάβω είναι το ιδεολογικό υπόβαθρο της διαφοράς Αλαβάνου – Τσίπρα.
Μέχρι πριν και τις ευρωεκλογές σκεφτόμουν, έλεγα και έγραφα αδιακρίτως ΣΥΝ και ΣΥΡΙΖΑ. Στο μυαλό μου δεν ήταν κάτι το διαφορετικό. Θα μου πεις δεν είχα εντρυφήσει στα εσωτερικά τους για να κάνω τις διακρίσεις, αλλά θα σου απαντήσω τότε ότι οι πολιτικοί σχηματισμοί δεν απευθύνονται σε όσους εντρυφούν στα εσωτερικά τους αλλά στον πολύ τον κόσμο.
Κι αν όντως κοινή αίσθηση είναι ότι άλλο εκτόπισμα έχει ο Αλαβάνος και άλλο ο Τσίπρας, ότι με άλλα λόγια ένα σχήμα με αρχηγό τον Αλαβάνο θα πήγαινε πολύ καλύτερα από ένα σχήμα με αρχηγό τον Τσίπρα, δεν παύει στο σκέλος της συνέπειας να είναι ο Αλαβάνος εκείνος που στα μάτια μου χάνει όλους τους πόντους του κόσμου.
Αν θεώρησε ότι δεν του βγήκε η επιλογή Τσίπρα, ας το έλεγε ευθαρσώς και ας ξαναδιεκδικούσε την αρχηγία του κόμματός του. Αλλά το φεύγω από αρχηγός και μένω επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας, μετά τις εκλογές παραιτούμαι απογοητευμένος, μετά καπάκι ξεπαραιτούμαι και μετά θέλω να κάνω το συμμαχικό σχήμα κυρίαρχο (ώστε να ξαναγίνω έτσι αρχηγός του καινούριου κόμματος που θα απορροφήσει το παλιό;), δεν μου φαίνεται και το πιο τίμιο πράγμα στον κόσμο, ιδιαίτερα όταν ειρωνεύεται για εσωστρέφεια τον Τσίπρα, έχοντας μετεκλογικά ο ίδιος πρωτοστατήσει στο εσωστρεφές πανηγύρι.
Αλλά όσο σημαντικά κι αν είναι αυτά, δεν παύουν να είναι δευτερεύοντα. Πριν τις ευρωεκλογές ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ είχε θεωρητικά όλες τις προδιαγραφές ώστε να σκίσει. Καθόλου δεν έσκισε και η χαώδης εσωτερικά εικόνα που παρουσιάζει τώρα μπορεί να οδηγήσει στην αυριανή του διάλυση (σε άγνωστο πόσα κομματάκια), αλλά πρόκειται για ένα χάος το οποίο ακολούθησε και δεν προκάλεσε την εκλογική του αποτυχία.
(Απόσπασμα κειμένου που γράφτηκε Tρίτη απόγευμα για το σημερινό «SMS» της «SportDay». Στο μεταξύ προκηρύχθηκαν εκλογές και στον ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται πως είπαν να επισπεύσουν τις εξελίξεις. Μια χαρά. Άντε, να έρθει και η οριστική ανακοίνωση σε λίγες ώρες. Το πολύ - πολύ να στενοχωρηθεί κάνας γραφικός τύπου Τάλου. Τα στελέχια θα αναπνεύσουν ελεύθερα. Μέχρι το επόμενο ξεσκαρτάρισμα βέβαια)

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 04, 2009

Ε καπλ οφ γίερς λέιτερ

Ένας πολύχρωμος γλυπτός ελέφας στην Πλατεία Συντάγματος. Δεν πρόκειται για οφθαλμαπάτη, ούτε για σινεφίλ αναφορά του αλησμόνητου «Πάρτυ» του Πήτερ Σέλερς. Μάλλον θα τοποθετήθηκε συμβολικά, αποτελώντας το καταλληλότερο σύμβολο του παχυδερμισμού μας και παίρνοντας τη σκυτάλη των εποχικών συμβόλων από το χριστουγεννιάτικο δέντρο που προστάτευαν τα ΜΑΤ στο ίδιο σημείο, όπως τα μπροστά στη Βουλή διαμαρτυρόμενα πλήθη για τις πυρκαγιές του 2007 έδωσαν τη σκυτάλη σε πολύ λίγο κόσμο στην αντίστοιχη συγκέντρωση της προηγούμενης Παρασκευής.
Και πάρα πολύ καλώς ο αριθμός των διαμαρτυρομένων εκφυλίστηκε, αφού μάλλον το ανησυχητικό θα ήταν να είναι αντίστοιχος ή μεγαλύτερος. Γιατί η πολιτική σημασία των δυο συγκεντρώσεων του καλοκαιριού του 2007 ασφαλώς και δεν βρισκόταν στο αυτονοητότερο των μηνυμάτων που έστελναν (την αποδοκιμασιά των πυρκαγιών), αλλά στον τρόπο διοργάνωσης και διεξαγωγής τους, έναν τρόπο που έδειξε ότι η τεχνολογία καθιστά εφικτή μια νέα μορφή ακαπέλωτης κι αυθόρμητης συλλογικής δράσης «από κάτω». Η επανάληψη λοιπόν ακριβώς του ίδιου σκηνικού -και δη με το ίδιο dress code- μάλλον στερούνταν εκ των προτέρων νοήματος.
Αν θέλουμε να δούμε τι χάθηκε μέσα σε αυτά τα δύο χρόνια, μπορούμε να ξεκινήσουμε από τον τρόπο που αποτιμήθηκαν εκλογικά οι πρωτοφανείς πυρκαγιές του επτά, ως τον τρόπο που δεν αλλάξαμε εμείς τη δική μας συμπεριφορά απέναντι στην προστασία των δασών, για να φτάσουμε σε λιγότερο σημαντικές ενδεχομένως διαπιστώσεις, όπως το ότι πάψαμε να γράφουμε και να διαβάζουμε μανιωδώς μπλογκ, αφού ανακαλύφθηκε το Facebook και καταλάβαμε ότι αυτό που τελικά ψάχνουμε το βρίσκουμε πολύ ευκολότερα εκεί, περιορίζοντας την ανάγνωση μπλογκ στα κατακάθια της «αποκαλυπτικής» δημοσιογραφικής κιτρινίλας.
(Κείμενο γραμμένο για το «Εxodos»*)
* στο οποίο ξεκίνησα να γράφω λίγο μετά τις επίμαχες συγκεντρώσεις του καλοκαιριού του επτά, τότε δηλαδή που τα μπλογκ -σαν τις συγκεντρώσεις τους- ήταν πολύ στη μόδα· κι αν το αναφέρω αυτό είναι για να σε παρηγορήσω, δείχνοντάς σου πως οι συλλογικότητες μπορεί να μην έχουν να επιδείξουν ως τώρα την προσδοκώμενη ηλεκτρονική τους φούντωση και φλόγα, μερικές ωστόσο ατομικότητες σαν τη δική μου όλο και επωφελούνται απ' τις μόδες.
Αν δηλαδή οι νόμοι της μέσω του διαδικτύου πολιτικής επανάστασης βραδυπορούν, οι νόμοι της αγοράς δεν είχαν ποτέ καιρό για χάσιμο.

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 02, 2009

Ο Άνθρωπος που θα γινόταν Ανηψιός

Κι έτσι, η εικονική πραγματικότητα την οποία ειρωνευόταν χθες βράδυ στη Βουλή ο Προκόπης Παυλόπουλος αποδείχθηκε για πολλοστή φορά ότι είναι η μόνη πραγματικότητα στην οποία εδράζεται εδώ και πολλά χρόνια η αδυσώπητη μάχη των δύο αιωνίων μεταπολιτευτικών αντιπάλων.
Κι έτσι, όλο αυτό το καθημερινό συνταγματικό ανάθεμα κατά του ΠΑΣΟΚ, το οποίο κατηγορούνταν πως ψωλόχυνε πάνω στους θεσμούς του τόπου οδηγώντας τη χώρα σε εκλογές, αποφασίστηκε να αντιμετωπιστεί με κατά ένα εξάμηνο ακόμη πιο πρόωρες εκλογές, οι οποίες προφανώς δεν συνιστούν ψωλόχυμα επί του Συντάγματος. Και πώς να συνιστούν άλλωστε, όταν μάλλον θα προκηρυχθούν με επίκληση της οικονομικής κρίσης ως εθνικού θέματος εξαιρετικής σημασίας (όπως τουλάχιστον φαίνεται απ΄το καραμανλικό διάγγελμα), μολονότι απαγορεύεται ρητά από το Σύνταγμα να διαλυθεί η Βουλή για τον ίδιο λόγο που διαλύθηκε η προηγούμενη, η οποία είχε διαλυθεί για να μπορέσει ο Κώστας να συντάξει προϋπολογισμό.
Κι έτσι, είναι καιρός να χωνέψουμε ότι απούσας της ουσιαστικής πολιτικής διαφοράς το δικομματικό ντέρμπυ απαιτεί ολοένα και μεγαλύτερα διαστήματα εκλογολογίας, προεκλογικών περιόδων, μετεκλογικών περιόδων, προεκλογικά μετεκλογικών και μετεκλογικά προεκλογικών περιόδων, αφενός γιατί χρειάζονται οι διαρκείς εκλογές ώστε να θυμόμαστε και να θυμίζουμε πώς είμαστε δυο διαφορετικοί και πως έχεις να εκλέξεις έναν από μας, αφετέρου για να κινείται το μαύρο χρήμα που συρρέει αφειδώς στα ταμεία μας και το οποίο στη συνέχεια επαναδιαχέεται στην αγορά των ΜΜΕ, των διαφημιστικών εταιριών και των εταιριών δημοσκοπήσεων, ενός συστήματος δηλαδή ολοένα και περισσότερο αυτονομούμενου από τον μέσο ψηφοφόρο, ο οποίος επιλέγει να αντιδράσει με δύο τρόπους: είτε ψηφίζοντας ό,τι και παλιά αλλά με εντελώς λιγότερο πάθος (μόνο που με ή χωρίς πάθος, η ψήφος εξίσου μετρά), είτε απέχοντας από την κάλπη (θεωρώντας πως έτσι τους τιμωρεί, την στιγμή που έτσι τους πριμοδοτεί).
Κι έτσι, τη συντομότατη μετάβαση από τη ΝΔ της δεύτερης σερί -παρόλους τους νεκρούς της Ηλείας- εκλογικής νίκης, στη ΝΔ της κατάρρευσης, σηματοδότησε η μετάβαση από τον Θοδωρή Ρουσόπουλο στον Ευάγγελο Αντώναρο. Αυτή η αντικατάσταση ήταν η εμβληματικότερη της περιόδου Καραμανλή, ακριβώς γιατί η εικονική πραγματικότητα είναι η μόνη πραγματική πραγματικότητα του δικομματισμού των τελευταίων ετών. Και αν είναι να διαλέξεις ανάμεσα σε αυτά τα δύο πρόσωπα της πολιτικής, δεν μπορείς παρά να καταλήξεις ότι χίλιες φορές συνένοχος παρά τόσο βλαξ, χίλιες φορές Εφραίμ κι Αρσένιος, παρά αυτή η καθημερινή, βαθιά, καραφλή προσβολή στην αισθητική και τη νοημοσύνη μας.