Τρίτη, Σεπτεμβρίου 29, 2009

Γενικό καλό και ειδικό κακό

Η εξαιρετικά μπλεγμένη υπόθεση που ενέπνευσε το «Και μόνο την αλήθεια» είναι περίπου η εξής: το 2005, η δημοσιογράφος των «Νιου ΓιορκΤάιμς» Τζούντιθ Μίλερ πέρασε 85 ημέρες στα κρατητήρια, επειδή αρνήθηκε να κατονομάσει την πηγή της, στην υπόθεση της αποκάλυψης της ταυτότητας της μυστικής πράκτορος της CIA, Βάλερι Πλέιμ. Τελικά την κατονόμασε μετά από συννενόηση με την πηγή της. Ήταν το δεξί χέρι του Ντικ Τσένεϊ και είχε διαρρεύσει το γεγονός ότι η Πλέιμ ήταν πράκτορας, προκειμένου να πλήξει την εικόνα του συζύγου της, ο οποίος είχε βρει στοιχεία πώς οι πληροφορίες περί απόκτησης ουρανίου από τον Σαντάμ για την κατασκευή πυρηνικών όπλων ήταν ψεύτικες και αποτελούσαν πρόσχημα για τον πόλεμο στο Ιράκ. Η Μίλερ δεν είχε καν γράψει άρθρο για την Πλέιμ, οπότε αν κάποιος ήθελε να κάνει ταινία πιστά βασισμένη σε αυτήν την ιστορία, θα έπρεπε μάλλον να κάνει ένα άλλο είδος ταινίας. Μια πολιτική βέβαια και πάλι ταινία, αλλά μάλλον στο πολυπλόκαμο, υπεραναλυτικό και πεσιμιστικό στυλ της «Syriana».
Ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Ροντ Λιούρι -που ούτως ή άλλως πολιτικού ενδιαφέροντος ταινίες συνηθίζει να φτιάχνει- θέλησε εδώ να κάνει μια ταινία ιδεαλιστική. Και είναι μια επιλογή αφενός απόλυτα ειλικρινής και αφετέρου ιδιαίτερα λειτουργική δραματουργικά (αφού η ταινία είναι συμπαγής, νευρώδης και δεν παρεκκλίνει απ’ το σκοπό της). Στον αντίποδα, πολύ συχνά οι ταινίες που προσπαθούν να μείνουν πιστές σε πραγματικά γεγονότα, κάπου στην δραματοποίηση των γεγονότων χάνουν το δρόμο τους, με αποτέλεσμα ούτε το τι συνέβη «στ’ αλήθεια» να βλέπουμε ούτε ταινίες χωρίς χάσματα.
Βρίσκει λοιπόν ότι στην υπόθεση της Μίλερ υπήρχε μια ενδιαφέρουσα κεντρική ιδέα και από αυτή αρχίζει να πλάθει αναλογίες. Η ταινία ξεκινά με απόπειρα δολοφονίας του Προέδρου των ΗΠΑ (παρεμπιπτόντως αυτή η ψύχωση της αμερικάνικης βιομηχανίας του θεάματος με τις απόπειρες δολοφονίας του Προέδρου των ΗΠΑ προσφέρεται για ποικίλα κοινωνιολογικά συμπεράσματα). Οι ΗΠΑ χτυπάνε σε αντίποινα τη Βενεζουέλα που κρύβεται -υποτίθεται- πίσω απ΄ την υπόθεση, αλλά σαν τον πόλεμο στο Ιράκ, έτσι και εδώ πρόκειται για επίθεση που στηρίχθηκε σε πλαστές πληροφορίες. Η μυστική πράκτορας της CIA βρίσκει στοιχεία που διαψεύδουν τις πληροφορίες αυτές και η δημοσιογράφος σε πρωτοσέλιδο άρθρο τα αποκαλύπτει μαζί με την μυστική της ταυτότητα. Όταν λοιπόν την φυλακίζουν μέχρι να αναγκαστεί να αποκαλύψει την πηγή της, εκείνη επικαλείται την ελευθερία του Τύπου και το δημοσιογραφικό απόρρητο ως απόρροιά της. Αυτές οι αρχές που συγκρούονται με τις αρχές της εθνικής ασφάλειας, με το δικαίωμα του Κράτους να μάθει ποιός ήταν εκείνος που διέρρευσε απόρρητες πληροφορίες. Ο Λιούρι έχει αποφασίσει με ποιους είναι, αφού δεν ενδιαφέρεται καν να αναδείξει τα επιχειρήματα της κρατικής πλευράς. Τον ενδιαφέρει αντ΄ αυτών να δείξει ως πού μπορεί να φτάσει η κρατική εξουσία όταν βάζει στο στόχαστρό της έναν άνθρωπο («Νόμιζα ότι η Δικαιοσύνη κινούνταν αργά», λέει η δημοσιογράφος όταν βλέπει να φυλακίζεται σε χρόνο ντε τε. «Αργά κινείται. Εκτός από τις φορές που κινείται γρήγορα», της απαντά ο δικηγόρος της). Τον ενδιαφέρει επίσης να επισημάνει μια σημαντική αλλαγή στην στάση του Τύπου αναφορικά με την κρατική παραβίαση των ατομικών δικαιωμάτων των πολιτών («Ο Τύπος κάπου στην πορεία έπαψε να είναι ο ιππότης πάνω στο λευκό άλογο και μετατράπηκε στο δράκο»).
Αν όμως στη σύγκρουση των δύο αρχών το παιχνίδι έχει κριθεί από νωρίς, στον πυρήνα της ταινίας βρίσκεται η προσέγγιση που ο Λιούρι κάνει σε μια άλλη σύγκρουση: αυτή των αφηρημένων αρχών με τους συγκεκριμένους ανθρώπους. Αν οι αρχές και γενικότερα η ιδεολογία υπηρετούν το γενικό καλό, αυτό ενίοτε σημαίνει και ότι προκειμένου να επιτευχθεί το γενικό καλό, κάποιοι να πρέπει υποστούν ένα ειδικό κακό. Η δημοσιογράφος μένει ένα χρόνο στη φυλακή, μπορεί να καταδικαστεί και περισσότερο, ενώ είναι παντρεμένη με μικρό παιδί. Αξίζει το κακό που κάνει στο παιδί της για την υπεράσπιση του δημοσιογραφικού απορρήτου; Κάποια στιγμή ο δικηγόρος της λυγίζει και της λέει «Υπερασπίζομαι έναν άνθρωπο, εσένα. Δεν υπερασπίζομαι μια αρχή». Κι εκείνη τον ρωτά τί μήνυμα θα έδινε αν υποχωρούσε. Και επίσης του λέει και κάτι εύλογο: Όταν θυσιάζεται ένας άντρας τον κάνουν μνημείο και εθνική γιορτή. Εμένα με μέμφονται που έχω παρατήσει το παιδί μου. Ο δικηγόρος μετανιώνει και σε μια αγόρευσή του θα πει την εξαιρετική ατάκα πως στους σπουδαίους ανθρώπους δεν μπορείς να ξεχωρίσεις την αρχή από τον άνθρωπο.
Και ενώ όλα αυτά -ακόμη κι αν έχεις επιμέρους ενστάσεις- είναι επιχειρήματα με ουσία, έρχεται στο φινάλε η πανηγυρική αυτοχειρία της ταινίας, όταν η απρόσωπη αρχή που υπερασπιζόταν η δημοσιογράφος γίνεται άνθρωπος με πρόσωπο. Και τότε, αντί το συγχωνευμένο με την αρχή πρόσωπο της δημοσιογράφου να γίνει ακόμη πιο ανθρώπινο (όπως θα επιθυμούσε πιθανότατα ο Λιούρι), είναι το πρόσωπο της ταινίας που θολώνει, βραχυκυκλώνει, αυτοαναιρείται.
(Kείμενο γραμμένο για το ελculture)

3 Comments:

At 9/29/2009 03:16:00 μ.μ., Blogger FivosV said...

Γιατί άργησε τόσο να έρθει στην Ελλάδα;

 
At 9/29/2009 04:29:00 μ.μ., Blogger Old Boy said...

Aπ' ό,τι κατάλαβα, κάποιο μπλέξιμο οικονομικής φύσης του διανομέα, είχε ως αποτέλεσμα η ταινία να παιχτεί ελάχιστα στις αίθουσες των ΗΠΑ.
Ίσως αυτή είναι η αιτία.

 
At 9/30/2009 07:26:00 μ.μ., Blogger gasireu said...

η Vera Farmiga έχει δυο ταινίες σε δυο βδομάδες, μεγάλες πιένες...

 

Δημοσίευση σχολίου

<< Home