Δεν ξέρω τίνος πρωτοβουλία ήταν, δεν ξέρω καν πώς ήρθε σε επαφή μαζί τους και τους έπεισε, αλλά η ουσία είναι ότι τους μάζεψε και τους συγκέντρωσε σχεδόν όλους σε αυτό το post. Απ' ότι βλέπω έχουν έρθει από διάφορες μεριές:
Από την χώρα του ποτέ, ο Μάικλ Τζάκσον και τα δυο κινεζάκια με τις ολοκαίνουριες μεταξωτές τους πιτζάμες,
απ' το διάλειμμα του show και τον Ιλισσό, ο σκυθρωπός Ιησούς,
απ' το μέγαρο μουσικής, ο Γιάννης Κούτρας με το κόκκινο μαγιό του,
από το μπράτσο του Βαβύλη, ένα τατού,
από το Φάληρο, η ιδρωμένη παλάμη ενός άγγελου,
από ένα νοσοκομείο, μια ασθενής με την ημιδιάφανη ρόμπα της,
από έναν παρερμηνευμένο στίχο του Καβάφη, ο Εμμάνουελ Ολισαντέμπε,
απ' το Πόρτσμουθ του 55, δυο τσακωμένα αδέλφια,
από τα σκαλοπάτια του ηλεκτρικού, ένα ερωτευμένο ζευγάρι που φιλιέται,
από τα αγέλαστα πρωινά, η Μάρα,
από τον κόσμο της ποσόστωσης, η Μαρία,
από τον κόσμο των καρτούν, το Κογιότ που έχει συνεχώς μπροστά του το ιδανικό του,
από τον κόσμο των Python, χτυπημένες καρύδες, άλογα και το ά-λογο,
απ' το φανάρι στη γωνία, ένας Πακιστανός με δυο αγκαλιές τριαντάφυλλα,
από ένα πεζοδρόμιο στην Ομόνοια, μια ρακοσυλλέκτρια που καθαρίζει την αυλή της,
από το κενό μεταξύ ειρμού και φαντασίας, η Ομόνοια ως Ομόνοιον Πέλαγος,
απ' το Λας Βέγκας, ο Μπεν με ένα άδειο μπουκάλι στο χέρι,
δίπλα του, τον λυπάται και του δίνει το δικό του ποτό, ο πρώην πατέρας του άντρα που μπήκε στην κοιλία του κήτους,
από την Νέα Υόρκη των αρχών του 80, ένα πρεζάκι με ανήμπορα φτερά,
από ένα τριάρι στην Κυψέλη, ο Θανάσης και η Ρούλα πίσω απ' τον κορυφαίο του χορού,
απ' τα λευκά της σκεπάσματα, η γραμματεύς που έχει ανάγκη κατσαρίδων,
από ένα φλεγόμενο σπίτι, ο Πωλ Ελυάρ,
από τη σκιά μιας άλλης ζωής, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης - αλλά ποιός Γρηγόρης Μπιθικώτσης,
από μια αφίσα, το σχισμένο πρόσωπο του Πίτερ Σέλερς και το πίσω του κενό,
από τον κόσμο των βροτών, η Τέρι Σκιάβο χωρίς άλλα ένδικα μέσα,
από κάποιο τηλεοπτικό πλατό, ο βραχνιασμένος Γιώργος Ταμπάκης που εξηγεί σε έναν φίλο μου πώς θα αλλάξει την φωνή του, ώστε να τον αισθανθούν κι οι άλλοι,
από την Ακαδημίας, μια σακούλα που πετά δίπλα στα δέντρα, μια δεξιά - μια αριστερά ,
από τα βάθη της εξάρτησης, ένας Πέτρος που αναρωτιέται αν πρέπει να πείσει τον εαυτό του, ότι είναι ή ότι δεν είναι εντάξει,
άγνωστο από πού, διακόσια πενήντα έξι ξι,
από το μοναστήρι στο φαράγγι, το πρόσωπο του Άγιου Θεόδωρου που έσβησε,
από το μουσείο στο κάστρο, το γαλάζιο χρώμα της σημαίας που έσβησε,
από την άλλη, το γαλάζιο χρώμα του ουρανού που δεν σβήνει (εκτός αν μένεις στο Πεκίνο) και το γαλάζιο χρώμα της θάλασσας (που πρέπει όμως να χτιστεί),
από την ανοιξιάτικη Σύρα, ο Μάρκος παιδί ακούγοντας τα λουλούδια που σκάνε,
από το 2015, ο δακρυσμένος Ντέμης, ετών 42 και κιλών 85,
από ένα πιάνο, μερικές στάχτες πάνω στα λευκά του πλήκτρα,
από την εξηγηση της πρωτοπορίας, ο Λαρς ρωτώντας "κίλικαντιτ",
από τις ζυμώσεις του σήμερα με το χθες, οι "Raining Pleasure" τρώγοντας ανόρεκτα πίτσα-μουσακά,
απ' τα μέσα - μέσα, μια ομολογία ακράδαντης πίστης στην αμφιβολία και στα πάσης λογής "ίσως",
απ' το Πεκίνο, νυχτερινές οξυγονοκολλήσεις και μερικές φωτογραφίες,
από τις αίθουσες της Θέμιδος, η Αμαλία Γκινάκη και η σχετικότητα της απόλυτης αξίας της χαμένης της ζωής,
από την εναρκτήρια πρόταση ενός βιβλίου, ο μάλλον συκοφαντημένος Αλέξης Κ.,
από την κοινωνία της αφθονίας, ένα αρωματικό χαρτί υγείας,
από την κοινωνία της σάχλας, ένας διαρραγείς παρθενικός υμένας,
από το ύψιλον του Ντραγκάο, το 105' και η έξοδος από τον εαυτό,
από το βρώμικο στόμα της επίσημης Εκκλησίας, η ευθύνη απέναντι στο σεξ,
από την καθαρότερη σάρκα του σώματος της εκκλησίας, ο φτωχούλης μπλόγκερ του Θεού,
από μια δημοσκόπηση και μια διαδήλωση, λίγα γηρατειά,
από αυτό που χάνεται στην μετάφραση, η ελπίδα να μην χαθεί ξανά,
από την αποκάλυψη της εθνικότητάς μου, η πατρίδα μου (η πατρίδα μου - ένα κωλόμπαρο που το λεν' "Exotica"),
από ένα χιονισμένο βουνό, ο μακάρια αναπαυόμενος Old Boy
και τέλος από ένα άλλο χιονισμένο βουνό κι από το ξενοδοχείο "Οverlook", μια υπενθύμιση: "Μαρίνα, οι χειμώνες στο "Οverlook" είναι πάντα δύσκολοι" (γιατί εκεί τους χειμώνες παίρνουν το πάνω χέρι τα φαντάσματα του παρελθόντος κι η σχιζοφρένεια και οικογένειες διαλύονται στα εξ' ων συνετέθησαν με έναν μπαλτά, κι όλα αυτά επειδή οι κόλλες χαρτί της γραφομηχανής γεμίζουν μόνο με μια επαναλαμβανόμενη φράση και όχι με δημιουργία, κι αυτό τρελλαίνει και πονά Μαρίνα, γιατί στην τέχνη όλα γεννιούνται με πόνο και αν ο πόνος δεν μετουσιωθεί σε λόγια και εικόνες, όλα καταλήγουν στο χαμόγελο του Νίκολσον).
Δεν ξέρω τίνος πρωτοβουλία ήταν, δεν ξέρω καν πώς ήρθε σε επαφή μαζί τους και τους έπεισε, αλλά η ουσία είναι ότι τους μάζεψε και τους συγκέντρωσε σχεδόν όλους σε αυτό το post, σε μια άτυπη γενική συνέλευση των πρωταγωνιστών του blog. Πληροφορούμαι ότι στην ημερησία διάταξη της Γ.Σ. έχουν τεθεί τα εξής θέματα:
1. Aυτοαναφορικότητα = Αυτοϊκανοποίηση;
2. Αν οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο, τα παλιά τα post πού πάνε;
3. Γιατί δεν σου αρκεί να γράφεις για μας; Τι άλλο θες;
4. Ζούμε για να γράφουμε ή ζούμε γιατί μας δονεί η ζωή και απλώς μεταγράφουμε τις δονήσεις της; Είναι η γραφή αυτοσκοπός ή αποτέλεσμα;
5. Έχεις συναίσθηση πόσο κοινότοπες και, πάνω απ' όλα, πόσο δήθεν φαίνονται οι ερωτήσεις του θέματος νο 4;
6. Αν τον Αλέξη Κ τον πνίγει το εγώ του, εσένα το δικό σου τι σε κάνει;
Στο σημείο αυτό και επειδή η συνέλευση άρχισε να παίρνει επικίνδυνη τροπή, την διέλυσα, αφαίρεσα το λόγο από τους παρισταμένους και τα θέματα τα απάντησα μόνος μου:
1. Χαλαρά. Αλλά για να τσιτάρω λίγο Γούντι Άλεν: "Hey, don't knock masturbation. It's sex with someone I love".
2. Για τα παλιά τα post μην μιλάς, στα πιο μεγάλα θέλω κάνουν πίσω.
3. Θα 'θελα να - θα 'θελα να 'μαι κηπουρός σε έναν κοραλλένιο κήπο στο βυθό.
4. Η γραφή είναι ουσιαστικό. Δισύλλαβο.
5. Νομίζω πως είναι σαφές ότι αν είχα όντως συναίσθηση, δεν θα επέτρεπα ποτέ τη δημόσια διατύπωσή τους.
6. Εγώ δεν πνίγομαι απ' το εγώ, εγώ φορώ πάντα μπρατσάκια.
Εν συνεχεία αποχαιρέτησα τους συγκεντρωθέντες με μια ιστορία: Ήμουν γύρω στα 15, όταν κάποιος -λίγα χρόνια μεγαλύτερος- φίλος μου είπε, ότι όσοι τον παίζουν βγάζουν τρίχες στην παλάμη. Εγώ ψάρωσα αμέσως και για να του αποδείξω την -ανύπαρκτη- αθωότητά μου, του έδειξα την γυμνή παλάμη μου. Πριν λίγο καιρό, διάβασα κάπου για έναν καλλιτέχνη που είχε μακριά δάκτυλα, όπως έχουν (έτσι έγραφε) όλοι οι καλλιτέχνες. Ασυναίσθητα, προτού καν το σκεφτώ, κοίταξα το χέρι μου. Βρήκα την παλάμη μου γεμάτη τρίχες.
Οι συγκεντρωθέντες γέλασαν με το εξαιρετικό καλαμπούρι και κατόπιν διελύθησαν ησύχως.