Πέμπτη, Απριλίου 30, 2009

Aνδημία

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Πνευματικής Υγείας έσπευσε να ανεβάσει το επίπεδο συναγερμού στο έξι, αλλά ήταν πια αργά και η ανδημία γεγονός: κρούσματα αναφέρονταν από κάθε μεριά του πλανήτη και ο αριθμός τους αυξανόταν με ιλιγγιώδεις ρυθμούς.
Μια λέξη τριβέλιζε το μυαλό κάθε νέου ασθενούς: αν.
Οι άνθρωποι σταματούσαν να δουλεύουν, σταματούσαν να κάνουν ό,τι έκαναν συνήθως, έπαυαν να θεωρούν δεδομένη την πραγματικότητα που ως τότε ζούσαν και άρχιζαν να εξετάζουν όλες τις υποθετικές τροπές που θα είχε πάρει η ζωή τους αν είχαν κάνει την άλφα ή τη βήτα επιλογή, όλες τις υποθετικές τροπές που θα είχε πάρει η ζωή τους αν δεν είχε μεσολαβήσει η άλφα ή η βήτα συγκυρία. Όσο περισσότερο το εξέταζαν τόσο περισσότερο έχαναν τις σταθερές τους, καθώς καταλάβαιναν ότι όλη η ως τώρα ζωή τους δεν ήταν μια σειρά ανεξαρτήτων μεταξύ τους επιλογών και συγκυριών, αλλά ότι αντίθετα η μία επιλογή ή συγκυρία είχε οδηγήσει στην άλλη κι η άλλη στην επόμενη και ούτω καθεξής, σαν σε δρόμο με άπειρες διασταυρώσεις, όπου από τη στιγμή που έπαιρνες την μία προέκυπε μια σειρά νέων πιθανοτήτων, αποκλείοντας ταυτόχρονα μια σειρά άλλων.
Αν δεν είχαν σπουδάσει αυτό επειδή για τρία μόρια μπήκαν στη μία αντί στην άλλη σχολή, αν δεν είχαν μπει στη σχολή αυτής αλλά της άλλης πόλης, αν δεν είχαν γνωρίσει εκείνους αλλά άλλους συμφοιτητές, αν δεν τους γούσταρε εκείνο αλλά το άλλο πρόσωπο, αν δεν είχε εξελιχθεί έτσι αλλά αλλιώς η πρώτη σχέση τους, αν δεν είχε τύχει να δουν εκείνη αλλά την άλλη αγγελία για δουλειά, αν, αν, αν, το κάθε τι που τους συνέβαινε διαμόρφωνε σε ένα ποσοστό το χαρακτήρα τους και άρα και τις μελλοντικές επιλογές τους.
Ίσως κάποια στιγμή η κατάσταση να μπορούσε να εξομαλυνθεί και τα αποτελέσματα της ανδημίας να μην ήταν αφόρητα τραγικά (με τη μεγάλη πλειοψηφία των ασθενών να κατόρθωναν να ελευθερώσουν το νου τους από τους υποθετικούς μαιάνδρους και να επανέλθουν στα σύγκαλά τους),
αν ο ιός δεν μεταλασσόταν, με αποτέλεσμα να μην αφορά πλέον
τα αν του παρελθόντος,
αλλά και τα αν του μέλλοντος.
Γιατί αν τα παρελθοντικά αν, οσοδήποτε καθοριστικά κι αν ήταν, ήταν πάντως αναπόδραστα, τα μελλοντικά αν βρίσκονταν στο χέρι του κάθε ασθενούς, που έντρομος συνειδητοποιούσε ότι ο δρόμος του ο έως τώρα μπορεί να ήταν αποτέλεσμα διακλάδωσης πάμπολλων αν που πραγματοποιήθηκαν με πάμπολλα αν που δεν πραγματοποιήθηκαν, αλλά ο δρόμος του ο από εδώ και πέρα ήταν ανοιχτός και μη προκαθορισμένος, με νέες υποθετικές διασταυρώσεις δεξιά κι αριστερά.
Τόση ευθύνη, τόση αβεβαιότητα, τόση τυχαιότητα και τόση ελευθερία δεν μπορούσε να αντεχθεί, με αποτέλεσμα όλοι οι ασθενείς να επιλέγουν να τρελαθούν· γι' αυτό και τελικά η νόσος τους ονομάστηκε γρίπη του «μη χείρον».

Τρίτη, Απριλίου 28, 2009

Τα όρια



Παρακολουθώ το βίντεο τρεις φορές σερί αποσβολωμένος. Είναι στην τέταρτη επανάληψη που τον διακρίνω: στα 3:50΄ ανταλλάσσει χρήματα, στα 4:00΄ βάζει το καλάθι πάνω απ΄το κεφάλι του, στα 4:13΄εξαφανίζεται πίσω από το μπάσο.
Ακόμη και μια τόσο ανατριχιαστική στιγμή της τέχνης δεν έχει τη δύναμη να καθηλώνει τους πάντες, ακόμη και μια τόσο μυητική διαδικασία δεν μπορεί παρά να διεξάγεται ερήμην κάποιων.
Η ζωή ποτέ δεν είναι ένα πράγμα μόνο, αλλά πάντα πολλά πράγματα ταυτόχρονα. Ο Κολτρέιν μετατρέπει την ελευθερία σε ήχο, η δική του όμως δεν είναι η μοναδική ιστορία που εξελίσσεται εκείνη τη στιγμή στον χώρο, αφού ένα θεατή του τον έπιασε λιγούρα κι ένας μικροπωλητής πρέπει να ζήσει.
Πασατεμπάκι παιδιά, λέγε.

Κυριακή, Απριλίου 26, 2009

Τα ενοχικά νώτα

Μια εντονότατη ανάμνηση που έχω από παιδί είναι ο θάνατος του Μπόμπι Σαντς. Ο Μπόμπι Σαντς ήταν φυλακισμένο από τους Άγγλους μέλος του ΙRΑ. Μετά από 66 ημέρες απεργίας πείνας, πέθανε σε ηλικία 27 ετών, στις 5 Μαϊου 1981.
Γιατί όμως εντυπώνεται στη μνήμη ενός παιδιού ένας απεργός πείνας; Ίσως επειδή όλο τον προηγούμενο καιρό λένε στις ειδήσεις ότι κινδυνεύει να πεθάνει, κινδυνεύει να πεθάνει, και νομίζεις (μάλλον ξέρεις, είσαι σίγουρος) ότι όλα θα πάνε καλά (γιατί πώς αλλιώς, πώς να μην πάνε όλα καλά;), ότι δηλαδή δεν μπορεί, δεν θα τον αφήσουν να πεθάνει. Αλλά μια μέρα ανακοινώνουν πως αυτό ήταν και πάει, πέθανε. Άρα ο θάνατος υπάρχει (όχι ως απλή ανακοίνωση, πέθανε ο τάδε που πιθανότατα δεν είχες καν ακουστά, πέθανε κάποιος που ως χθες ζούσε, κάποιος που θα μπορούσε να σωθεί, κάποιος για τον οποίο είχες ενδιαφερθεί). Και μαζί του υπάρχει και το κακό, ή μάλλον αυτό που δεν μπορείς να καταλάβεις, αυτό που είναι πάνω από σένα στην ηλικία των 8 1/2 και το οποίο λέγεται πολιτική ή εθνικά δίκαια. Και στο αρχικό δυσκολοχώνευτο ενός ανθρώπου που στερείται εκουσίως την τροφή του, έρχεται το ακόμη πιο δυσκολοχώνευτο ενός κράτους που τον αφήνει να πεθάνει. Κάποιος λέει είμαι διατεθειμένος να πεθάνω και οι θεσμοί, η εξουσία, όλο αυτό το απρόσωπο "εμείς" του λέει, οκ, πέθανε. Σε αφήνουμε και δεν θα σε εμποδίσουμε. Έχουμε άλλες προτεραιότητες. Η ζωή σου είναι αναλώσιμη και διαπραγματεύσιμη. Είναι προτιμότερο να πεθάνεις από το να δεχτούμε τους όρους σου για τις συνθήκες φυλάκισής σου, είναι προτιμότερο να πεθάνεις από το να φανεί ότι υποχωρούμε στις απαιτήσεις ενός τρομοκράτη του ΙRΑ.
Είδα πρόσφατα στο ντιβιντί το "Hunger", μια πολύ ενδιαφέρουσα ταινία για τον Μπόμπι Σαντς. Δεν έχω βρει και κείμενο για το SMS και σκέφτομαι τι καλύτερη ευκαιρία από το να τα συνδυάσω και να περάσω να δω τον σύγχρονό μας απεργό πείνας, τον Θοδωρή Τενέζο. Είναι Τρίτη του Πάσχα και βρίσκεται ήδη στην 68η ημέρα. Άρα Κυριακή, πρώτα ο Θεός, οι μέρες του θα είναι 73. Έχει στήσει μια σκηνή στην Πατησίων 70, έξω από τo κτίριο της Επιτροπής Ανταγωνισμού (απέναντι από τον ΟΤΕ). Στην ταινία έδειχναν τις πληγές και τον σταδιακό τρόπο αποσύνθεσης του σώματος του Μπόμπι Σαντς. Βλέπω τον Τενέζο να κάθεται σε μια καρέκλα και να ασχολείται με το κομπιούτερ του. Στο μπλογκ του εκτός από τα αιτήματά του και γενικότερη ενημέρωση για τους λόγους της απεργίας του, υπάρχει και λάιβ κάλυψη της σκηνής του, ώστε ο καθένας να βλέπει ότι όντως δεν τρώει. Με το έμπειρο από την ταινία μάτι μου, όμως, κρίνω και αποφασίζω εν ριπή οφθαλμού, ότι μπορεί και να μην είναι αυθεντική η απεργία του. Κάτι μπορεί να τρώει στη ζούλα, αποφαίνομαι. Καταλληλότερος για απεργός πείνας ο Μπόμπι Σαντς από τον Θοδωρή Τενέζο. Μπόμπι, είσαι ο απεργός της καρδιάς μου, εσένα ξέρω, εσένα εμπιστεύομαι. Άλλωστε, εσύ απεργούσες για την ενωμένη Ιρλανδία και όχι για το καρτέλ του χάλυβα. Εσύ απεργούσες για τα δικαιώματα των κρατουμένων του ΙRΑ και όχι επειδή τα καρτέλ χαντάκωσαν την επιχείρησή σου.
Και επιτέλους γιατί τα ΜΜΕ δεν ασχολούνται μαζί του και τον αγνοούν; Γιατί ασχολούνται μαζί του μόνο στο ίντερνετ; Δεν μπορεί, αποφαίνομαι, κάτι παράξενο θα παίζει και τα ΜΜΕ θα το γνωρίζουν, ώστε να αποσιωπούν το θέμα. Από την άλλη, πόσο λογικό είναι ένας άνθρωπος να είναι 2 1/2 μήνες σε μια σκηνή στην Πατησίων, λέγοντας πως κάνει απεργία πείνας, και αυτό να μην είναι από μόνο του σημαντικό θέμα;
Ίσως ο Τενέζος την πάτησε στο ότι η διαμαρτυρία του δεν κολλάει σε καμία αφήγηση: επιχειρηματίας ων, η διαμαρτυρία του δεν κολλάει με την αριστερή αφήγηση του καταπιεσμένου, που πρέπει να είναι μισθωτός ή άνεργος και πάντως όχι εργοδότης, ενώ στη δεξιά αφήγηση αφενός η αγορά λειτουργεί (κι αν τυχόν σκαλώνει κάπου, υπάρχουν οι επαρκέστατοι μηχανισμοί ελέγχου της) και αφετέρου η απεργία πείνας δεν είναι πρέπουσα και θεσμικά αξιοπρεπής μέθοδος διαμαρτυρίας.
Σε κάθε περίπτωση, ό,τι κι αν συμβεί με τον Τενέζο, εγώ τα ενοχικά μου νώτα τα έχω καλύψει.
(Κείμενο γραμμένο για το «SMS» της «SportDay»)

Σάββατο, Απριλίου 25, 2009

Boy Under the Influence

Ενώ η «Συνεκδοχή» σε κάνει να θες να σκεφτείς και να σκεφτείς και να σκεφτείς πριν γράψεις κάτι γι΄αυτή,
σε κάνει ταυτόχρονα να θες να ποστάρεις άμεσα τον αφιλτράριστο θαυμασμό σου,
για αυτό που σε ξεπερνά, για αυτό που έχει ξεφύγει,
για αυτό που αν το πεις εγκεφαλικό σινεμά, θα είναι επειδή σου διαφεύγει η ειρωνεία του όρου,
αφού ο Τσάρλι Κάουφμαν είναι ο μόνος που έχει πάρει τον εγκέφαλο και τον εξερευνά ως παρθένα κινηματογραφική πρώτη ύλη,
για αυτό που αν το πεις σινεμά της καλλιτεχνικής ενδοσκόπησης, θα είναι επειδή σου διαφεύγει η βασική λεπτομέρεια,
πώς εάν ο καλλιτέχνης που ψάχνει μέσα του είναι αυθεντικός και όχι παπάρας, τότε αυτά που ψάχνει,
βρίσκει δεν βρίσκει,
σε αφορούν βαθιά.

Πέμπτη, Απριλίου 23, 2009

Ο καλοποιός

Ο διαβόητος καλοποιός προανήγγειλε το συνηθισμένο του χτύπημα μέσα από την ιστοσελίδα του: «Δυστυχώς για εσάς, είμαι πολύ εγωιστής για να φύγω και να σας αφήσω να συνεχίζετε να ζείτε τις γαμημένες ζωές σας με τον τρόπο που τις ζούσατε ως τώρα. Έχω πάρει την απόφασή μου και δεν πρόκειται να κάνω πίσω. Οποιοσδήποτε βρεθεί μπροστά μου σήμερα το πρωί γίνεται άμεσα στόχος - δεν θα υπάρξει καμία διάκριση στην ηλικία, το φύλο ή την καταγωγή εκείνων που θα αγαπήσω. Για εμένα είστε όλοι πολύτιμοι». Όπως πάντα, το κείμενο συνοδευόταν με φωτογραφίες του, όπου σημάδευε τον φακό με διαφόρων ειδών λουλούδια.
Κι επειδή η αγάπη θέλει χρόνο, κι επειδή ο μιμητισμός του δεν είχε φτάσει ως το χάπενιγκ των δωρεάν αγκαλιών, άρχιζε να έχει επαφή με όλους όσους έβρισκε μπροστά του τα πρωινά των επιθέσεών του, χωρίς διάκριση ηλικίας, φύλου ή καταγωγής. Αντάλλασσε τηλέφωνα και ήταν σε καθημερινή επικοινωνία με όλους τους, βλέποντας όσους περισσότερους μπορούσε κι από κοντά.
Ίσως επηρεασμένος από όσα άκουγε από τα ΜΜΕ για τον καλοποιό, ίσως επειδή είχε ένα θέμα με την ψυχική εγγύτητα, ένα από τα θύματα της σημερινής του επίθεσης φοβήθηκε. Τον πρόδωσε, τον συνέλαβαν, τον προφυλάκισαν. Η επίδρασή του στους άλλους κρατουμένους ήταν πρωτοφανής. Οι αρχές υποπτεύθηκαν ότι εισήγαγε νέο τύπο ναρκωτικού. Άρχισαν να ψάχνουν κάθε σπιθαμή του σώματός του. Και πράγματι: Μέσα στα μάτια του ανακάλυψαν στοργή. Μέσα στα αυτιά του προσοχή. Μέσα στο στόμα του ψιθύρους. Μέσα στα χέρια του συγγνώμη.
(Κείμενο γραμμένο για το «Exodos»)

Τετάρτη, Απριλίου 22, 2009

Ποθώντας πλημμελώς

Ουκ ένι Ιουδαίος
Νεαρός μαύρος μετανάστης κόβει προ ολίγου κάθετα την Πατησίων φορώντας φανέλα Φαν Πέρσι (ενώ η Άρσεναλ είναι τίγκα στους μαύρους) και υπενθυμίζω στον εαυτό μου για μια ακόμη φορά γιατί αγαπώ το ποδόσφαιρο.
---
Εξευτελιστικό χαμηλό
Μεγάλη Παρασκευή στην εκκλησία, ο Καραμανλής, η Νατάσα, τα παιδάκια και πεσμένος πάνω στον Καραμανλή ο Νίκος Καντερές. Μεγάλο Σάββατο στο αεροδρόμιο, το Άγιο Φως γίνεται δεκτό με τιμές αρχηγού κράτους (ενός αξιοσημείωτα σιωπηλού αρχηγού κράτους, μπορεί να παρατηρήσει κανείς), ο Κασσίμης μιλά για την ειρήνη και την ελπίδη (έχοντας ίσως στον μυαλό του τον Παυλίδη) και ακριβώς από πίσω του -έχοντας προφανώς κερδίσει στα σπρωξίματα και τα σκριν τους υπολοίπους πολιτικούς της παρέας- ο Νίκος Καντερές. Κατά τ' άλλα ξεφτίλα είναι αυτό που κάνει η Πετρούλα κι όχι αυτό που κάνει ο Καντερές.
---
Ασυνήθιστη αστοχία
«... μοιάζει ας πούμε με το σύνθημα κάποιων παιδιών που είδα γραμμένο σ' έναν τοίχο στου Γκύζη πριν από χρόνια: «Γλείψε παγωτό, όχι αφεντικό», έλεγε το σύνθημα και, ξαφνικά, διαβάζοντάς το, αισθάνθηκα πολύ γέρος, διότι καταλάβαινα καθαρά αυτό που τα παιδιά του παραδείγματος δεν είχαν υποψιαστεί ακόμη, δηλαδή ότι, ακριβώς, ΤΟ ΠΑΓΩΤΟ ήταν το αφεντικό κι ότι ο εχθρός δεν προσωποποιούνταν στην άρχουσα τάξη, όπως την έλεγαν παλιά, αλλά μάλλον στον δικό μας ρόλο του εξαρτημένου καταναλωτή. Ο εχθρός βρισκόταν στο σημείο εκείνο, μέσα μας, απ' το οποίο εμείς οι ίδιοι κοιτάζαμε το ποθητό αντικείμενο, αμελητέου σίγουρα διαμετρήματος, σαν να επρόκειτο για το Ιερό Δισκοπότηρο».
Ωστόσο ο εχθρός μπορεί και να βρίσκεται στο σημείο εκείνο, μέσα μας, όπου εμείς οι ίδιοι αφήνουμε θεωρητικά σχήματα και ιδεολογίες να παραπλανούν το βλέμμα μας και να μας κάνουν να μπερδεύουμε
αυτό που είναι ευλογία και χαρά
και τελικά -γιατί όχι- και νόημα*
(το παγωτό
ως αυτοτελές καλό),
με αυτό που είναι σύστημα ασταμάτητης
δημιουργίας τεχνητών ή υπόθαλψης αυθεντικών αναγκών
(τον καταναλωτισμό
ως διαφημίσεις της Αlgida και της Δέλτα).
* αν είσαι ας πούμε επτά ετών και έξω έχει σαράντα, αν δεν ποθήσεις ένα παγωτό σαν να ήταν το Γκράαλ, τότε μπορεί και να σημαίνει ότι μια ζωή είσαι ψυχικά καταδικασμένος να ποθείς πλημμελώς.

Δευτέρα, Απριλίου 20, 2009

Άοπλοι

Μπορεί εδώ και χρόνια να έχω συνειδητοποιήσει, ότι αν με κάτι συγκρούονται και συγκρίνονται κατ' εξοχήν οι ταινίες είναι με τις προσδοκίες που έχουμε για αυτές,
μπορεί εδώ και χρόνια να έχω συνειδητοποιήσει, ότι η τουλάχιστον αρχική αποτίμηση μιας ταινίας -γιατί η μακροχρόνια επίδραση είναι αυθεντικότερη και αρκετά πιο ανεξάρτητη- εξαρτάται από το αν ξεπερνά τον πήχυ που έχουμε εκ των προτέρων τοποθετήσει, βάσει των συντελεστών της ή της κριτικής αποδοχής της,
μπορεί εδώ και χρόνια να έχω συνειδητοποιήσει ότι ο ιδανικότερος τρόπος θέασης μιας ταινίας είναι αντιστρόφως ανάλογος της ποσότητας των πληροφοριών που ήδη έχουμε για αυτή,
μπορεί δηλαδή εδώ και χρόνια να ξέρω ότι σκοτώνει δε σκοτώνει την μουσική η πειρατεία, πάντως νοθεύει και παρανοθεύει το σινεμά -τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε σινεμά- η πληροφορία,
αλλά επίσης εδώ και χρόνια δεν θα πάω σινεμά απληροφόρητος, απροετοίμαστος, αψύλλιαστος, δεν θα πάω σινεμά παρά μόνο με τον πήχυ τοποθετημένο, οπλισμένο, τελικά ασφυκτικό και για την ταινία και για μένα.
Έτσι, όταν χθες το απόγευμα με παίρνει ένας καλός φίλος και μου λέει να πάμε το βράδυ να δούμε μια τούρκικη ταινία -την οποία μάλιστα δεν είχα καν ακουστά- απάντησα «ναι» με όλη την απροθυμία του κόσμου ως προς την ταινία, απάντησα «ναι», μόνο και μόνο γιατί ήταν ευκαιρία να τον δω.
Και νά που μετά από χρόνια βλέπω στο σινεμά ταινία άοπλος.
Και χωρίς να ξέρω τί και πώς θα γίνει, την ανακαλύπτω πλάνο - πλάνο. Εν αρχή ην το είδος. Φαίνεται να είναι αισθηματική. Και τότε που είναι οι ανατροπές; Είναι δυνατόν να γυρίζεται αισθηματική ιστορία σήμερα χωρίς σεναριακές φιοριτούρες, χωρίς απίθανες περιπλοκές, χωρίς κανένα άλλο καμουφλάζ; Είναι δυνατόν να γυρίζεται αισθηματική ιστορία σήμερα γυμνή; Μα αυτή η ιστορία του άντρα που ερωτεύεται γυναίκα και της γυναίκας που ερωτεύεται άντρα δεν είναι η πιο ειπωμένη όλων των εποχών; Αν θες να την επαναλάβεις σήμερα, δεν είναι απαραίτητο πρώτα να την αποδομήσεις, να την δεις από μια άλλη οπτική γωνία, να δείξεις κάτι που δεν έχουμε δει και ξαναδεί; Φαίνεται πως όχι. Φαίνεται ότι αυτή η ιστορία έχει τον τρόπο της λειτουργώντας αρχετυπικά να σε κάνει αμέσως συμμέτοχο: άντρας συναντάει γυναίκα - άντρας πολιορκεί γυναίκα - γυναίκα αντιστέκεται - άντρας επιμένει - γυναίκα παραδίνεται - τώρα είναι μαζί - και τώρα;
Την ώρα που η ταινία εξελίσσεται ψάχνω να βρω γιατί με κερδίζει. Είναι μόνο επειδή πήγα άοπλος; Με ψαρώνουν τα σοκάκια της Κωνσταντινούπολης (ως τόπος, άραγε, ή ως τοπίο, γαμώ τις βεβαιότητές μου;) και να ΄ναι αυτά που δίνουν την διαφορετική αίσθηση; Πόσο σημασία έχει τελικά το γιατί μου αρέσει; Αν μου αρέσει, μου αρέσει. Ή αυτό ακριβώς έχει σημασία, να προσπαθείς να καταλάβεις δηλαδή γιατί σου αρέσει ό,τι σου αρέσει; Ντου νοτ νόου. Εξαρτάται, φαντάζομαι.
Έρχεται και η μαμά του ήρωα να τον επισκεφτεί από τα βάθη της Ανατολής, κι αν ως τώρα βλέπαμε ένα έργο κινηματογραφημένο με αισθητική ευρωπαϊκής Τουρκίας, ξαφνικά αυτό -συνειδητά ή μη- βαλτώνει σε αισθητική Ανατολίας. Και μετά η μαμά φεύγει και μπροστά σε ένα ταψί ντολμαδάκια η ταινία ξανανιώνει. Και το τέλος είναι πηγμένο στο μελό, όπως και τα τραγούδια σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, αλλά γιατί το μελό να επιτρέπεται μόνο στον Αλμοδόβαρ;
Δεν έγραψα τον τίτλο της ταινίας, όμως. Επίτηδες· μπας και την δεις κάποτε αθώα· μπας και στην γλιτώσω από τις πληροφορίες με τις οποίες την γέμισα, τον πήχυ που ήδη την ανέβασα, την προσδοκίτιδα, αυτή τη μολυσματική -των ταινιών και όχι μόνο- νόσο.
Γιατί αυτό που κάνουμε με τις ταινίες, το κάνουμε και σε κάθε τομέα της ζωής μας: θέλουμε να ξέρουμε εκ των προτέρων όσα περισσότερα γίνεται για το τι περίπου αναμένεται να δούμε τις επόμενες δυο ώρες, μήνες, χρόνια, δεκαετίες, εικοσαετίες.
Ίσως αν μπαίνουμε στο κάθε τι της ζωής μας σαν σε ταινία για την οποία δεν έχουμε προδιατυπωμένη εικόνα, σαν σε ταινία που μπαίνουμε να δούμε άοπλοι, να έχουμε και περισσότερες πιθανότητες με το πέρασμα των χρόνων να θυμόμαστε τη ζωή μας σαν ταινία που άξιζε να την παρακολουθήσει κανείς.
Ή που, εν πάση περιπτώσει, άξιζε να τη ζήσουμε εμείς.

Σάββατο, Απριλίου 18, 2009

Tα δυο φιλιά

Μεγάλη Παρασκευή των Καθολικών. Στην Λ’ Ακουίλα 205 φέρετρα είναι παραταγμένα πάνω στη γη, λίγο πριν βρεθούν μέσα στη γη, επειδή αυτή άρχισε να τρέμει. Μέσα σ’ αυτό το παράξενο μίγμα αλαζονείας κι ενοχής για την επιδραστικότητά μας στο περιβάλλον και τα αναπόφευκτα κλισέ περί φύσης που εκδικείται, ο σεισμός στην Ιταλία μάς υπενθύμισε πως υπάρχουν και φορές που η φύση -ζεν μεν από πλευράς συναισθημάτων- εξακολουθεί να καταστρέφει εξίσου εμφατικά για τους δικούς της εσωτερικούς λόγους. Το πώς χτίζεις βέβαια πάνω στη γη είναι άλλο θέμα, απόλυτα συναφές με το ότι οι επιπτώσεις των περισσότερων φυσικών καταστροφών εξαρτώνται από το επίπεδο ανάπτυξης, όπως επίσης και με το ότι όταν αυτές χτυπάνε τον τρίτο κόσμο μετά βίας –ή βιασύνης κατά Καρατζαφέρη- αποσπούν την προσοχή μας.
Μπροστά στα 205 φέρετρα την νεκρώσιμη ακολουθία τελεί ο νούμερο δύο του Βατικανού. Ο νούμερο ένα, Πάπας Βενέδικτος Στ’, έκανε πρόσφατα περιοδεία στην μαστιζόμενη από το AIDS Αφρική (που μαστίζεται ακόμα επειδή οι Αφρικάνοι δεν έχουν κατορθώσει να έρθουν σε επαφή με την Μαρία Παπαγιαννίδου Σεν Πιερ, ώστε να τους εξηγήσει ότι το ΑIDS τελικά δεν υπάρχει και ότι από ΑΙDS πεθαίνει μόνο όποιος πιστεύει ότι το ΑIDS μπορεί να σε σκοτώσει). Ξεκινώντας την περιοδεία του ο Πάπας ανακοίνωσε ότι τα προφυλακτικά όχι μόνο δεν μπορούν να αποτρέψουν το ΑΙDS, αλλά μπορεί και να το επιδεινώνουν κιόλας. Μπορεί λοιπόν να υποθέσει κανείς ότι, την ώρα που έψελνε, ο νούμερο δύο του Βατικανού κοιτούσε με έπαρση τη γη σκεφτόμενος κάτι σαν «τι να μας πουν εμάς οι περίπου 300 τελικά νεκροί του σεισμού σου, όταν με μια μας φράση έχουμε σε βάθος χρόνου ξεπαστρέψει πολλούς περισσότερους πιστούς».
Αλλά η ιστορία «το κακό είναι καλό και το μαύρο άσπρο» δεν είναι τωρινή. Ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι στους «Αδελφούς Καραμαζόφ» γράφει για τον Μεγάλο Ιεροεξεταστή. Βρισκόμαστε στην καρδιά της Ιερής Εξέτασης. Ο Χριστός ξανακατεβαίνει στη γη. Ο λαός τον προσκυνά λυτρωμένος. Τότε τον παραλαμβάνει ο Μέγας Ιεροεξεταστής και τον φυλακίζει. Και του αρχίζει έναν μακροσκελέστατο λόγο, όπου του αναλύει πως όλο το μυστικό της ανθρωπότητας βρίσκεται στους τρεις πειρασμούς που του είχε βάλει ο Σατανάς στην έρημο. Του εξηγεί ότι ο Σατανάς είχε δίκιο. Ότι οι άνθρωποι είναι πολύ αδύναμοι για να αντέξουν το φορτίο της ελευθερίας τους και ότι προτιμούν να την εκχωρούν υποδουλώνοντας εκουσίως τη συνείδησή τους μπροστά στο θαύμα, το μυστήριο και την αυταρχικότητα. Του ανακοινώνει τέλος ότι θα τον εκτελέσουν. Τότε ο Χριστός, που τόση ώρα τον άκουγε εντελώς σιωπηλός, σηκώνεται και τον φιλά. Χωρίς να χρειαστεί ούτε μια λέξη για απάντηση, με ένα μόνο φιλί, ο Χριστιανισμός ως πίστη και μήνυμα υπερβαίνει και ακυρώνει τον Χριστιανισμό ως δόγμα και επίσημη εκκλησία.

Δίπλα σε αυτό το φιλί της αγάπης (της αγάπης ως συμπόνιας κι ενσυναίσθησης, ως πίκρας και συγχώρεσης, της αγάπης ως αγάπης) υπάρχει ένα δεύτερο φιλί. Στην ταινία «Η Τελευταία Νύχτα του Κόσμου» («Last Night») του Ντον Μακ Κέλαρ, μια καταστροφή που δεν μπορεί να αποφευχθεί έχει σημάνει εδώ και μήνες το τέλος του κόσμου. Βρισκόμαστε στην τελευταία νύχτα του. Δυο άγνωστοι γνωρίζονται κι αποφασίζουν να σκοτώσουν ο ένας τον άλλο τα τελευταία δευτερόλεπτα πριν την προδιαγεγραμμένη καταστροφή, καθώς θέλουν να ορίσουν εκείνοι το πώς θα φύγουν από τη ζωή. Καθονται αντίκρυ και σημαδεύει ο ένας με το περίστροφο το μέτωπο του άλλου. Αλλά δεν μπορούν. Απομακρύνουν τα πιστόλια από τα κεφάλια τους και αρχίζουν να φιλιούνται.
Η απόλυτη κατάφαση της ζωής τις τελευταίες στιγμές πριν το θάνατο. Μια είναι η θεμελιακή ερώτηση της ζωής: Ναι; Και μία είναι η απάντηση. Ναι.
Επειδή ξαφνικά κι απροειδοποίητα και χωρίς να σου αναλογεί κανένας καθοριστικός έλεγχος η γη σείεται και παύεις να ζεις, επειδή ξαφνικά κι απροειδοποίητα και χωρίς να σου αναλογεί κανένας καθοριστικός έλεγχος κάποιος κάνει μια στραβοτιμονιά και παύεις να ζεις, επειδή η ανάσταση είναι αμφίβολη αλλά η ζωή όχι, εκεί που σου αναλογεί καθοριστικός έλεγχος είναι στο πώς θα απαντήσεις στη ζωή. Ναι;
(Κείμενο γραμμένο για το «SMS» της «SportDay»)

Τετάρτη, Απριλίου 15, 2009

Σώματα

Σε χτυπητή αντίθεση με το σταυρωμένο σώμα και την σε κάθε εκκλησία της χώρας αναμενόμενη ανάστασή του, τα πλαστινοποιημένα σώματα στο Γκάζι θα παραμείνουν και μετά τα μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου όχι μόνο εκτός αναστάσεως (Κινέζοι γαρ), αλλά κι εκτός ταφής (όπου αζήτητος κι η μοίρα του γαρ), εντός εκθέσεως όμως κι έναντι αντιτίμου 16 ευρώ.
Τόσο η αμφίβολη προέλευση των σωμάτων, όσο και ο εν μέρει κερδοσκοπικός της χαρακτήρας, μου αρκούν για να είμαι αρνητικός ως προς τα «Βodies», καθώς μάλιστα δεν μπόρεσα να διακρίνω από τα όσα διάβασα κάποια τόσο σημαντική επιμορφωτική διάσταση, που να καθιστά αναγκαία την έκθεση πτωμάτων που παίζουν ποδόσφαιρο (το ελληνικό κοινό είχε άλλωστε την τύχη να απολαμβάνει τα τελευταία χρόνια σε αυτόν τον ξεχωριστό ρόλο τον Μίκαελ Νίλσον).
Από την άλλη η αλήθεια επίσης είναι ότι βρίσκω την ιδεολογική πτυχή των ενστάσεων μάλλον υπερβολική.
Με αυτά και με εκείνα η έκθεση μπορεί να είναι αμφιλεγόμενη (και πιθανότατα αυτό να την εξυπηρετεί εμπορικά), αλλά αφού την διοργάνωσή της υποστηρίζει ο Εθνικός Οργανισμός Μεταμοσχεύσεων, βρίσκω την αφορμή να πω πως δυσκολεύομαι να δω τι αμφιλεγόμενο υπάρχει στην δωρεά οργάνων και τι εξακολουθεί να μας εμποδίζει να γίνουμε δωρητές οργάνων, πέραν από μια ιδιοκτησιακή αντίληψη του σώματός μας και της ζωής μας: αποθανέτω το κορμί μου μετά των αλλοφύλων.
Όχι ακριβώς ο ορισμός της ανθρωπιάς.

Τρίτη, Απριλίου 14, 2009

1 1/2 ταινία

Συμβαίνει το εξής παράδοξο με το μπλογκ: ναι μεν όσο περισσότερο γράφω τόσο περισσότερο ξεπεζεύω από το καλάμι και προσγειώνομαι, ναι μεν η συνολική ποσότητα των ποστ σε κάνει θες δεν θες να συνειδητοποιείς ότι παλιά που η ποσότητα ήταν μικρότερη μεγαλοποιούσες μόνος σου την ποιότητά τους, από την άλλη όμως το πέρασμα των χρόνων σε κάνει να χάνεις και τον αρχικό σου αυθορμητισμό ως προς το ποστάρισμα.
Παλιά δηλαδή έγραφα πολύ ευκολότερα ό,τι μου ερχόταν· αμέσως μετά μπορεί να θεωρούσα πως αυτό που μου είχε έρθει ήταν κάτι πολύ - πολύ καταπληκτικό, αλλά η ονειροβασία πήγαινε πακέτο με τον αυθορμητισμό και το παιχνίδι· δεν τα εμπόδιζε.
Το παράδοξο δηλαδή έγκειται στο ότι ενώ τώρα έχω ένα σχετικό γνώθι σαυτόν και μια σχετική αίσθηση του μέτρου και των μεγεθών, αντί να αφεθώ περισσότερο στο παιχνίδι και τον αυθορμητισμό, ψιλοκουμπώνομαι, ψιλοαναστέλλομαι, ψιλοφιλτράρω με σκέψεις του στυλ: «Πάλι λογοπαίγνιο θα κάνεις ποστ; Τι νόημα έχει;». Παλιά αν μου ερχόταν η ιδέα να γράψω για την μιάμιση τελευταία ταινία που είδα στο ντιβιντί θα το έκανα αμέσως.
Ας το κάνω και τώρα, φορ ολντ τάιμς σέικ, κι ας μην έχει νόημα κανένα.
Στο «JAR CITY» η Ισλανδία δεν είναι τοπίο αλλά τόπος, δεν είναι το φόντο στο οποίο εξελίσσεται ανεξάρτητα κι αποστειρωμένα η γραμμένη σε κάποιες σελίδες πλοκή, αλλά το περιβάλλον μέσα στο οποίο οι ήρωες ζουν, μέσα στο οποίο ζούσαν πριν και θα ζουν και μετά την πλοκή, αφού η πραγματικά σημαντική πλοκή φαίνεται πως είναι η δική τους με τον τόπο τους, με αυτόν τον μόνιμα μουντό ουρανό, με αυτόν τον παγωμένο αέρα, με αυτές τις έρημες εκτάσεις, με αυτά τα χωμάτινα υψίπεδα, με αυτά τα κομμάτια στεριάς στην μέση του ωκεανού: όλος ο υπόλοιπος κόσμος είναι μακριά, όριό μας οι φάροι και μετά ατέλειωτο νερό. Υπάρχουν λογιών και λογιών ατμοσφαιρικές ταινίες, υπάρχουν ταινίες που η ατμόσφαιρα είναι δημιούργημα μόνο της ματιάς του σκηνοθέτη κι υπάρχουν και ταινίες που η ατμόσφαιρα είναι δημιούργημα του τρόπου με τον οποίο ο σκηνοθέτης κοιτάζει ένα τόπο, τον τόπο του όπως εδώ, ή έναν ξένο τόπο όπως π.χ. το Τόκιο στο «Χαμένοι στην Μετάφραση».
Στο «JAR CITY» κανείς θα δει μικρά κοριτσάκια να ψυχορραγούν και μετά να θάβονται, θα δει διαφόρων ειδών σκελετούς και ανθρώπινα μέλη σε φoρμόλη, θα δει τον πρωταγωνιστή να παραγγέλνει το συνηθισμένο του take away -κεφάλι προβάτου σε πλαστική συσκευασία-, να του καταβροχθίζει το μάτι βγάζοντάς το με ένα περίεργο εργαλείο και θα νιώσει ότι η ατμόσφαιρα αυτή συνδέεται οργανικά με την ατμόσφαιρα του περιβάλλοντος.
Στο «Βίκι Κριστίνα Μπαρτσελόνα», η Ισπανία δεν είναι τόπος αλλά τοπίο, ο ορισμός του τοπίου, όπως και η ματιά του Γούντυ Άλεν ο ορισμός της τουριστικής ματιάς. Έχω αφήσει την ταινία ημιτελή, αφού με πήρε ο ύπνος την ώρα που εμφανίστηκε η Πενέλοπε Κρουζ. Απόψε θα διαπιστώσω αν η ταινία στρώνει με την εμφάνισή της και μετατρέπεται, αν όχι σε Γούντυ Άλεν, τουλάχιστον σε κάτι διαφορετικό από ένα καλοκουρδισμένο σερί σκηνών όπου πανέμορφοι άνθρωποι τριγυρίζουν σε πανέμορφα μέρη, ενώ ξεχνιούνται με ένα άρλεκιν, με μια απειροελάχιστη δόση -χιλιοχρησιμοποιημένης πάντως- γουντυαλενικής ειρωνείας για τα καλλιτεχνικά απωθημένα της αμερικάνικης μεσοαστικής τάξης.
Ξεκίνησα το ποστ από ένα παράδοξο κι αυτό καταλήγει -απροσδόκητα- σε ένα άλλο: συγκρίνοντας την επίδραση αυτής της μιάμιση ταινίας, πιο πολύ με ελκύει η ιδέα να επισκεφτώ την ψυχοπλακωτική Ισλανδία του Μπαλτασάρ Κορμακούρ παρά την εκθαμβωτική Ισπανία του Γούντυ Άλεν.
Παράδοξο πράγμα το σινεμά κι η πλοκή του με την ψυχή μας.

Κυριακή, Απριλίου 12, 2009

Yπάρχει λόγος σοβαρός

Βράδυ Δευτέρας. Στη βουλή ο Πάνος Παναγιωτόπουλος και ο Ανδρέας Λοβέρδος ψηφίζουν κατά παρέκκλιση πρώτοι στην ψηφοφορία για την σύσταση προανακριτικής επιτροπής στην υπόθεση Παυλίδη, επειδή κρίνεται ότι έχουν «σοβαρό λόγο». Ο σοβαρός λόγος ήταν ότι έπρεπε να πάνε στην «Ανατροπή» του Γιάννη Πρετεντέρη.
Πέντε βράδια νωρίτερα, αμέσως μετά την ανατροπή του Τοροσίδη, ο σοβαρός λόγος που είχε ο Γιώργος Σαμαράς για να αρπάξει την μπάλα και να εκτελέσει το πέναλτι (κάνοντας τον Ρεχάγκελ να αρχίσει να χτυπιέται σαν δωδεκάχρονος που δεν του κάνει το χατίρι ο μπαμπάς του) ήταν, όπως ο ίδιος διευκρίνισε, ότι βρισκόταν «σπίτι του» (αφού είναι Ηρακλειώτης).
Χωρίς, φυσικά, να θέλω να συγκρίνω εντελώς ανόμοιες περιπτώσεις (τον τρόπο λειτουργίας του κοινοβουλίου με τον τρόπο λειτουργίας μιας ποδοσφαιρικής ομάδας), βρίσκω πάντως, τηρουμένων όλων των αναλογιών, μια ενδιαφέρουσα αντιστοιχία: και στις δύο περιπτώσεις παρακάμπτεται ένας κανόνας, όπως και στις δύο περιπτώσεις αυτό που με ενοχλεί δεν είναι αυτή καθαυτή η έλλειψη σεβασμού στον κανόνα, αλλά η νοοτροπία που την υπαγορεύει.
Ξεκινώντας από τα παιχνιδέστερα, καθόλου δεν διαφωνώ ότι το ποδόσφαιρο πολύ συχνά παίρνει ζωή από τους ποδοσφαιριστές εκείνους που θα κάνουν το δικό τους μέσα στον αγώνα. Για να πω ένα ακραίο παράδειγμα, μπορεί η κουτουλιά του Ζιντάν να πέταξε κάτω εκτός από τον Ματεράτσι, το συμφέρον των Γάλλων, τον κανονισμό και στο Fair Play, αλλά είναι μια σκηνή που θα φύγει από τη συλλογική μνήμη των -μη Ιταλών- ποδοσφαιρόφιλων πολύ αργότερα από το γεγονός ότι η Ιταλία κατέκτησε το μουντιάλ. Άλλη όμως η φαλάκρα του Ζιζού κι άλλες οι αφέλειες του Γιώργου Σαμαρά, άλλο η αυτοκαστροφή κι άλλο ο βεντετισμός, άλλο το «όλα είναι δρόμος» κι άλλο το «εδώ είναι το σπίτι μου». Γιατί αν είναι το σπίτι του είχε τον τρόπο να το δείξει σκοράροντας λίγο αργότερα στην μεγάλη ευκαιρία που έχασε. Γιατί δεν έχει κατακτήσει ακόμη -ούτε από πλευράς προσφοράς ούτε από πλευράς πολυτιμότητας- το δικαίωμα να παρακούει εντολές. Γιατί έβαλε το σπίτι του πάνω από την ομάδα του. Γιατί ξέχασε ότι διακυβευόταν και το δικό μου σπίτι, η πρόκριση της δικής μου χώρας στο μουντιάλ. Γιατί -όντας έτσι που είναι το ποδοσφαιρικό οικοσύστημα- ο Ζιντάν ήταν ο πρώτος που πλήρωσε τις συνέπειες της οργής του, χάνοντας ένα μουντιάλ που το είχε πάρει μόνος του και μετατρεπόμενος από ιερό τέρας σε αποδιοπομπαίο τράγο, ενώ αν ο Σαμαράς έχανε το πέναλτι, θα τον έκραζαν μεν την επόμενη, αλλά «τι να κάνουμε αυτά συμβαίνουν στο ποδόσφαιρο, δεν θα το κρεμάσουμε κιόλας το παιδί». Γιατί ο Ζιντάν κατέστρεψε εκείνο που ο ίδιος είχε σε μεγάλο βαθμό χτίσει, ενώ ο Σαμαράς πήρε στα χέρια του κάτι δεν του ανήκε. Γιατί ο Ζιντάν προκλήθηκε, ενώ ο Σαμαράς απλώς την είδε κάπως.
Μεταφερόμενοι από τα γήπεδα στους θεσμούς, προφανώς και δεν συνιστά κάποιο σοβαρό πρόβλημα της δημοκρατίας, αν η βουλή έδωσε άδεια σε δύο βουλευτές να ψηφίσουν πρώτοι για να πάνε στην τηλεόραση. Προφανώς επίσης σημαντικό τμήμα του κομματικού διαλόγου διεξάγεται και στις τηλεοπτικές εκπομπές (με τον τρόπο εν πάση περιπτώσει που διεξάγεται και με όση καλή θέληση απαιτείται για να του αποδοθεί ο χαρακτηρισμός «διάλογος»). Ο συμβολισμός όμως δεν είναι εντελώς ασήμαντος: αντί να αλλάξει τη συνήθη ροή και λειτουργία της μια τηλεοπτική εκπομπή (π.χ. περιμένοντας τους συγκεκριμένους καλεσμένους να έρθουν αργά ή μεταφερόμενη για την επόμενη ημέρα) αλλάζει το κοινοβούλιο τη συνήθη ροή και λειτουργία του σε μια σημαντική ψηφοφορία.
Η αιτία που έχει χαθεί η μπάλα με αποτέλεσμα την ανισορροπία των εξουσιών είναι –όσο κι αν δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε- αναχρονισμοί και αγκυλώσεις που κρατάνε τη βουλή κολλημένη σε μια εποχή προ πολλού συγχωρεμένη. Η τηλεόραση δεν επιβάλλει τους όρους της στη βουλή από μόνη της, αλλά ως όχημα πώλησης διαφημίσεων. Μόλις η βουλή ξεκολλήσει απ’ τα συμπλέγματά της και αποφασίσει να μπει απενοχοποιημένα στο διαφημιστικό παιχνίδι, τότε το δυναμικό κοινό των 15 έως 44 θέλει δεν θέλει θα ξανακομματικοποιηθεί.
(Κείμενο γραμμένο για το «SMS» της «SportDay»)

Παρασκευή, Απριλίου 10, 2009

Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας

«Ο διευθυντής του σχολείου περιγράφει το νεαρό δράστη ως ένα ήσυχο άτομο, κλεισμένο στον εαυτό του, χωρίς ιδιαίτερες σχέσεις με τους συμμαθητές του»*,
του οποίου η μετάφραση στα αγγλικά,
όπως λέγαμε πριν μόλις δέκα μέρες,
είναι κάτι σαν
---
Κάπως έτσι καταρρέουν οι ψευδαισθήσεις, ψευδαισθήσεις για το αλλιώτικο του τρόπου της ελληνικής κοινωνίας,
που μπορεί να γουστάρει κάργα χάος και ασυδοσία,
που μπορεί ακόμη να σκίζει και στην εγκληματικότητα,
τόσο αυτή των αλλοδαπών που φοβόμαστε,
όσο κι αυτή των άγονων γραμμών που ψηφίζουμε
(την ψηφίζουμε ίσως επειδή δεν την ονομάζουμε «εγκληματικότητα», αλλά από «διαφθορά» στη χειρότερη ως «κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού» στην καλύτερη -χωρίς αυτό να σημαίνει, όπως προσφυώς παρατήρησε στη Βουλή ο Αριστοτέλης Παυλίδης, ότι δεν την έχουν πληρώσει «τα κόμματά μας, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ»-),
αλλά που πάντως διατηρεί στη ρίζα της -ίσως ακριβώς λόγω του χάους που ενεργεί ως βαλβίδα εκτόνωσης- ένα μίνιμουμ ψυχικής ισορροπίας.
Κάπως έτσι καταρρέουν οι ψευδαισθήσεις ότι υπάρχει μορφή εγκλήματος που δεν θα απομιμηθεί και μεταφερθεί κι εδώ.
Επειδή όμως ο ελληνικός τρόπος αντιστέκεται ακόμη, ο σημερινός δράστης δεν πήρε φόρα να εκτελέσει δεκάδες δικαίους και αδίκους· εκτέλεσε μόνο έναν -δίκαιο ή άδικο-, έφυγε από τη σχολή του, έκαναν να τον πιάσουν, αμύνθηκε
και μετά πήγε κι έκατσε σε ένα παγκάκι,
όπου κάτω από τον λαμπερό ελληνικό ήλιο και ηλιάτορα,
τίναξε το ταραγμένο του μυαλό στον αέρα,
παύοντας να πονά για αυτά τα νιάτα που δεν θα τα ζήσει,
για αυτήν την Άνοιξη που δεν θα τον ερωτευθεί.
---
*(Το γεγονός έσπευσαν να σχολιάσουν άμεσα εκπρόσωποι κομμάτων με λόγο κομματικό, τηλεπαρουσιαστές με λόγο τηλεοπτικό κι εγώ με λόγο ιστολογικό)

Τετάρτη, Απριλίου 08, 2009

Als das Kind Kind war

Αν, όπως εγώ, δεν γνωρίζεις ούτε εσύ γερμανικά, μπορείς να ακούσεις αυτό το βίντεο με τα αυτιά ενός μωρού, ενός μωρού που είναι εκτός γλώσσας, που η γλώσσα για αυτό είναι ήχοι και όχι νόημα, νόημα για αυτό μπορεί να είναι μόνο ο τόνος της φωνής, η ταυτότητα της φωνής, όπως ακριβώς νόημα στο βίντεο δεν είναι το τι λένε οι άγγελοι, αλλά ότι οι άγγελοι υπάρχουν.
Αν, όπως εγώ, δεν γνωρίζεις ούτε εσύ γερμανικά, μπορείς να ακούσεις αυτό το βίντεο με τα αυτιά ενός μωρού και να δεις και τον κόσμο με τα ίδια μάτια, χωρίς περισπάσεις από λέξεις, έννοιες, σημασίες, θεωρίες.
Ελεύθερος από γλώσσα είσαι ελεύθερος από θεωρίες, ελεύθερος από γλώσσα αφήνεις τις θεωρίες και ασχολείσαι μόνο με την αλήθεια των πραγμάτων (τον τόνο και την ταυτότητα της φωνής), μέχρι να γεμίσεις τόση αλήθεια, ώστε να χρειάζεσαι ένα εργαλείο να τη διαχειριστείς και να την εκφράσεις.
Και το εργαλείο σου δίνεται. Και η πραγματική έκπτωση από τον παράδεισο είναι η είσοδος στη γλώσσα, που σου παριστάνει τον βοηθό ενώ είναι κυρίαρχος, που άπαξ και την μάθεις παύεις ουσιαστικά να βλέπεις και να ακούς οτιδήποτε άλλο πέρα από τα νοήματα που τάχα μεταφέρει, ενώ το αληθινό νόημα βρίσκεται μόνο εκτός της και μόνο εντός σου.

Τρίτη, Απριλίου 07, 2009

La Terra Trema

Κι ενώ φοβόσουν την κρίση και την εγκληματικότητα,
τους άλλους και τον εαυτό σου
κι ενώ με πρόσχημα το αύριο
φοβόσουν το σήμερα,
η γη τρέμει
δίχως αίσθηση δικαίου ή σκοπού,
απλώς τρέμει,
παλαιομοδίτικα,
για τους δικούς της εσωτερικούς λόγους,
τρέμει χωρίς να φταίει το μοντέλο της ανάπτυξής σου,
τρέμει χωρίς να φταις εσύ,
που τώρα είσαι απλώς το θύμα,
που πεθαίνεις αφήνοντας τους δίπλα σου
χωρίς καν την παρηγοριά της ενοχής τους,
χωρίς καν την ψευδαίσθηση του ελέγχου,
χωρίς καν την μαστούρα της απόδοσης ευθυνών,
αν και παντού και πάντα θα βρεθεί μία ευθύνη
του γιατί έχτισαν έτσι και όχι αλλιώς,
αλλιώς και όχι έτσι,
μια ευθύνη και συνάμα εξήγηση,
γιατί όλα πρέπει να εξηγούνται,
γιατί έτσι -μαθαίνοντας- αύριο θα χτίζουν καλύτερα,
έως ότου φτάσουμε στο σημείο,
όπου η γη θα τρέμει εις μάτην,
για να φοβόμαστε περισσότερο δικαιολογημένα τότε
την τότε κρίση και την τότε εγκληματικότητα,
τους τότε άλλους και τον τότε εαυτό μας
και να πεθάνουμε τότε από κάτι απρόσμενο,
από κάτι που δεν είχαμε καν φανταστεί,
καθώς η φαντασία μας ήταν αρκετά απασχολημένη,
ώστε να κάνει μελλοντικά σχέδια
και να φοβάται μελλοντικούς φόβους.

Κυριακή, Απριλίου 05, 2009

Γιαλομ Γιαλομ πηγαίναμε

(«Μeaning seeking creatures»)
---
Τρίτη απόγευμα στο Μέγαρο. Έχει διάλεξη ο Ίρβιν Γιάλομ. Παρουσιάζει το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο: «Στον κήπο του Επίκουρου. Αφήνοντας πίσω τον τρόμο του θανάτου», που κυκλοφόρησε πέρσι στην Ελλάδα· που είναι μάλλον η χώρα με το μεγαλύτερο σουξέ του· που φαίνεται και από την προσέλευση του κοινού· πατείς με - πατώ σε, πάρα πολύς κόσμος που δεν κατόρθωσε να μπει. Άπαξ και έχεις μπει στην κεντρική πύλη, απλώς περιμένεις να ανοίξουν και οι εσωτερικές. Οι υπόλοιποι είναι έξω από την κεντρική και δεν τους αφήνουν μέσα. Κι όμως οι μέσα στοιβάζονται και σπρώχνονται μπροστά στις εσωτερικές. Ένας πενηντάρης κύριος στον πυρήνα του μπούγιου έχει κοκκινίσει, πρασινίσει, μπλέσει, bless him για το σόου που μόλις αρχίζει ωρυόμενος στον πορτιέρη: «αφήσέ με να μπω - άφησέ με να μπω». Αναρωτιέσαι πόσο πολύ μπορεί να τον έχει καταβάλλει το άγχος του θανάτου (για το οποίο θα ακούσει σε λίγο), ώστε να είναι διατεθειμένος να πάθει εδώ και τώρα εγκεφαλικό προκειμένου να απαλλαγεί μια για πάντα απ' το βάρος του. Εν τω μεταξύ μολονότι είμαι στην άκρη για να μην στριμώχνομαι, μια ευτραφέστατη κυρία παρασέρνει σαν οδοστρωτήρας τα πάντα στο πέρασμά της για να μπει στην πρώτη γραμμή της μάχης. «Πού πάτε κυρία μου; Δεν βλέπετε τι γίνεται;», την ρωτάω. «Έχω κάρτα εισόδου», μου απαντά. «Όλοι έχουμε», της ανταπαντάω θυμωμένος και το πλήθος συμφωνεί κοιτώντας την αγριεμένο.
Εγώ πάντως δεν είχα.
Οι πόρτες ανοίγουν, καθόμαστε, περιμένουμε, αρχίζει. Με τη φαλάκρα και το μούσι μοιάζει με τον Φρόιντ, μολονότι είναι διαφορετικής σχολής, της υπαρξιακής ψυχοθεραπείας. Είναι πολύ απλά ντυμένος, αφού όπως λέει πρώτα έκοψε την λευκή ιατρική στολή (για να συμβολίσει μια πιο ισότιμη σχέση με τους θεραπευόμενούς του) και τα τελευταία χρόνια έκοψε και τις γραβάτες (αυτά δηλαδή που έκανε εδώ και ο Αλαβάνος, αν εξαιρέσεις την ιατρική στολή).
Μια ώρα κι ένα τέταρτο αργότερα είναι ο Ιρβούλης και μόλις τελείωσε. Αγέραστο δεν τον λες, συναρπαστικό ρήτορα δεν τον λες, ότι είπε κάτι ουσιωδώς διαφορετικό από όσα υπάρχουν στο βιβλίο δεν το λες, ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν θα έλεγες και βαρετά τα όσα είπε. Και τώρα θα δεχτεί ελάχιστες ερωτήσεις από το κοινό. Η δεύτερη ερώτηση έρχεται από την πρώτη σειρά. Στο άκουσμα της φωνής απλώνεται σε όλη την έξοχης ακουστικής αίθουσα ένα αυθόρμητο βουητό αποδοκιμασίας, που καταπνίγεται όμως εξίσου αυθόρμητα, αφού δις ιζ μέγκαρον. Η φωνή ανήκει στην Άννα Παναγιωταρέα, η οποία μην έχοντας δικαίωμα λόγου σε κανένα άλλο ραδιοτηλεοπτικό μικρόφωνο, είπε να το ασκήσει εδώ. Τον αφοπλίζει ρωτώντας τον αν πιστεύει στην αθανασία της ψυχής. Πιθανώς τις πέντε φορές που στη διάρκεια της διάλεξης ο Γιάλομ τόνισε πως δεν πιστεύει στην αθανασία της ψυχής, η Άννα να μιλούσε στο κινητό με αυτή την ψυχή τον Αθανασάκη.
Και επειδή το ως τώρα κείμενο το 'φαγε η σάχλα, ιδού συνοπτικά τα τρικάκια για να ξεπεράσεις το άγχος του θανάτου με την επικουρία των Γιάλομ και Επίκουρου: 1) Αφού η ψυχή δεν είναι αθάνατη και δεν παίζει μετά θάνατον τιμωρία ή θλίψη, τότε σκασίλα σου. 2) Εκεί που είναι ο θάνατος δεν είσαι εσύ. Όταν πεθαίνεις δεν το καταλαβαίνεις, άρα σκασίλα σου ξανά. 3) Όσο υπήρχες πριν γεννηθείς, άλλο τόσο θα υπάρχεις μετά που θα πεθάνεις. Δεν υπήρχες πριν - δεν θα υπάρχεις μετα. Τώρα είναι που ζεις τα πάντα όλα.
Ενώ το φυσικό γεγονός του θανάτου καταστρέφει τη ζωή, η ιδέα του θανάτου μπορεί να σου σώσει τη ζωή: μην απωθώντας την θνητότητά σου ζεις όσο πιο έντονα μπορείς, εν γνώσει σου ότι μας έχουν πετάξει σε ένα κόσμο χωρίς νόημα, αλλά αφού είμαστε πλάσματα διψασμένα για νόημα πρέπει να εφεύρουμε εμείς ένα νόημα και να ζήσουμε σύμφωνα με αυτό. Και το νόημα που εφευρίσκει ο Γιάλομ είναι να ζουμε κάνοντας το καλό και ρίχνοντάς το στο γιαλό, αφού η θετική επίδραση που έχουμε στη ζωή των άλλων ανθρώπων μεταβιβάζεται με τη σειρά της σε άλλους, σαν τους κυματισμούς μέσα σε μια λιμνούλα που ολοένα και προεκτείνονται.
(Κείμενο γραμμένο για το «SMS» της «SportDay»)

Παρασκευή, Απριλίου 03, 2009

Η έκστασή σου μου ανήκει

Ένας φίλος μου είχε πάει στην Ισπανία για να δει τον αγώνα του Παναθηναϊκού με τη Βιγιαρεάλ. Επιστρέφοντας μου στέλνει μια διεύθυνση στο Υou Τube. Έχει ανεβάσει ένα βιντεάκι που έχει τραβήξει με την κάμερά του, όπου δείχνει την εξέδρα του Παναθηναϊκού. Το βιντεάκι δείχνει σχεδόν αποκλειστικά τα τραγούδια πριν το γκολ του Καραγκούνη και τους πανηγυρισμούς μετά. Απειροελάχιστα δευτερόλεπτα έδειχνε και γήπεδο, όπου επειδή οι οπαδοί του Παναθηναϊκού είχαν τοποθετηθεί στο ψηλότερο τμήμα του σταδίου, οι παίκτες φαίνονται σαν κουκκίδες. Το βλέπω και στέλνω τη διεύθυνση σε έναν άλλο φίλο. Αυτός την επομένη μου λέει ότι δεν βρίσκει τίποτα. Το τσεκάρω και πράγματι το βίντεο είχε σβηστεί, γιατί -όπως έγραφε στη θέση του βίντεο- η Ουέφα είχε εγείρει θέμα copyright. Ούτε λίγο ούτε πολύ δηλαδή, η Ουέφα θεωρεί ότι της ανήκει η εικόνα του φίλου μου και μερικών εκατοντάδων ανθρώπων δίπλα του τη στιγμή που παραληρούν από χαρά και ενθουσιασμό.
Αν η νομιμότητα αυτής της αξίωσης είναι συζητήσιμη, η ηθική της βάση κατά τη γνώμη μου δεν είναι απλώς κατάπτυστη, αλλά και ενδεικτική μιας ευρύτερης νοοτροπίας παμφάγων ως προς τα πνευματικά δικαιώματα, η οποία σχετικοποιεί ηθικά σλόγκαν όπως το «η πειρατεία είναι κλοπή» της κινηματογραφικής και μουσικής βιομηχανίας. Από την άλλη, προσωπικά δεν έχω πειστεί και ότι δεν είναι κλοπή, ή ότι η «κλοπή» των βιομηχανιών δικαιολογεί να τις κλέβουμε κι εμείς. Όπως και να ΄χει, όταν η τεχνολογία δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα, οι νομικές και ηθικές βεβαιότητες της προηγούμενης πάνε περίπατο.
(Kείμενο γραμμένο για το «Exodos»)

Τετάρτη, Απριλίου 01, 2009

Swamp Rats

Σε μια σκηνή της αγαπημένης «25ης Ώρας», ο Έντουαρτ Νόρτον μπροστά σε ένα καθρέφτη αρχίζει να βρίζει κάθε πιθανή και απίθανη εθνότητα της σύγχρονης Αμερικής· κι αφού έχει πάρει φόρα, συνεχίζει βρίζοντας από τους χρηματιστές και τις μαμάδες βορείων προαστίων ως τους κολλητούς του και την οικογένειά του, καταλήγοντας στο τέλος να βρίζει τον εαυτό του. Aν αυτή είναι μια σκηνή στιγμιαίου ξεσπάσματος, στο «Gran Torino» το στράβωμα του πρωταγωνιστή είναι πάγιο, καθώς είναι στραβωμένος με όλους και με όλα, των παιδιών και των εγγονιών του ρητώς συμπεριλαμβανομένων. Πιθανώς να εξαιρούσε τη γυναίκα του· αλλά η ταινία ξεκινάει με την κηδεία της και τίποτα δεν στραβώνει χειρότερα έναν στραβωμένο άνθρωπο από την ξαφνική μοναξιά των γηρατιών.
Πρόσφατα ο Μπαράκ Ομπάμα προσπάθησε να αυτοσαρκαστεί για τον τρόπο που παίζει μπόουλινγκ και στην ρύμη του αυτοσαρκασμού του επάνω είπε ότι οι επιδόσεις του είναι καλές για τα «Special Olympics». Αυτό θεωρήθηκε τόσο μα τόσο φάουλ, αφού, ως γνωστόν, σε αυτά τα θέματα απαγορεύεται να σου ξεφύγει λέξη χιουμοριστικής ή συμπονετικής χροιάς, καθώς κάθε είδους πνευματική ή σωματική αναπηρία δεν είναι παρά μεταμφιεσμένη ευλογία και ειδική ικανότητα, καθώς κάθε είδους διαφορά πρέπει ή να αποσιωπάται εντελώς ή να λατρεύεται αυτομάτως· και κατεξοχήν διαφορές που πρέπει ή να αποσιωπούνται ή να λατρεύονται (= «να γίνονται σεβαστές») είναι οι φυλετικές - εθνοτικές. Σε ένα τέτοιο ιδεολογικό περιβάλλον ο Ίστγουντ παρουσιάζει στην τελευταία του ταινία τον ίδιο ως πρωταγωνιστή να πετάει πέντε ρατσιστικά επίθετα ανά πρόταση, σε βαθμό που να σε κάνει να σκέφτεσαι ότι μπροστά σε τέτοια λεκτική βία χίλιες φορές προτιμότερη η πολιτική ορθότητα.
Και μετά αρχίσει να βρίζεται ρατσιστικά (;) με τους φίλους του, τον Ιταλό και τον Ιρλανδό, αυτός ο Πολωνός. Και σαν να μην φτάνει αυτό, καλεί αργότερα τον προστατευόμενό του πιτσιρικά να του δείξει πώς μιλάνε οι άντρες, πώς δηλαδή αλληλοπροσβάλλονται, ίσως επειδή στις αντρικές φιλίες αυτό δεν συνιστά τόσο βία, όσο έναν κώδικα εκδήλωσης ζεστασιάς που δεν είναι ύποπτος για κρυπτο-ομοφυλοφιλία.
Ο πιτσιρικάς προστατευόμενός του είναι ο Ασιάτης γείτονάς του· όχι, ο Ίστγουντ δεν ξεκίνησε με ενδιαφέρον να ανακαλύψει την κουλτούρα των δίπλα του· υπό νορμάλ συνθήκες δεν θα ήθελε να έχει να κάνει μαζί τους· μακριά απ' το γρασίδι μου - μακριά απ' την περιουσία μου· το όπλο μου σας στοχεύει αν τα καταπατήσετε. Όταν όμως οι συνθήκες το φέρνουν να τους γνωρίσει, όταν βλέπει ότι τα δικά του παιδιά δεν του δίνουν τίποτα χωρίς να ζητήσουν κάτι πίσω, ενώ αυτοί οι Ασιάτες του προσφέρουν συνεχώς φαϊ και λουλούδια χωρίς τον όρο της άμεσης ανταποδοτικότητας, τότε, εξακολουθώντας να μη θεωρεί όλη την κοινωνία μια μεγάλη οικογένεια, απλώς αλλάζει οικογένεια.
Ο Κλιντ Ίστγουντ αποφασίζει για μια ακόμη φορά να προστατεύσει τους δικούς του· μόνο που τώρα έκανε δικούς του τους άλλους· και στο τέλος η ήδη αμφισβητηθείσα από το «Μυστικό Ποτάμι» αυτοδικία συναντά την αυτοθυσία, η οποία μοιάζει οριακά με την ευθανασία του «Μillion Dollar Baby», αφού υπάρχει η ζωή που αξίζει να ζεις και η ζωή που αξίζει να στερηθείς, αν ήδη έβηχες αίμα κι αν απροσδόκητα αγάπησες στα τελειώματα δυο «αρουραίους των βάλτων».