Πάουερ του δε πίπολ
ΑΝΑΒΑΛΕ ΓΙΑ ΛΙΓΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΣΟΥ, ΓΙΑ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ. ΙΣΤΟΡΙΕΣ, ΑΜΑΡΤΙΕΣ & ΜΕΓΑΛΑ ΛΑΘΗ («Οι σχολιαστές σημειώνουν σ' αυτό το χωρίο: Η ορθή αντίληψη ενός ζητήματος και η παρανόηση ενός ζητήματος δεν αποκλείονται αμοιβαίως». Φραντς Κάφκα, "Η Δίκη").
Όπως σε όλες τις ταινίες με μυστικό, έτσι και για «Το δέρμα που κατοικώ» είσαι αναγκασμένος να μιλήσεις κρατώντας το μυστικό του -τι άλλο;- μυστικό. Το πρόβλημα όμως είναι πως δεν είναι το μόνο που κρατάς, αφού μαζί του κρατάς κρυμμένα και τα πιο ερεθιστικά ζητήματα που θέτει η ταινία. Υπ' αυτήν την έννοια υπάρχει μια θεμελιώδης δυσαρμονία στη συνθήκη κάθε κινηματογραφικής κριτικής (και αυτό δεν είναι μυστικό). Επειδή δε αυτήν την εποχή έχω φτάσει να αποφεύγω μέχρι και τα τρέιλερ, προσπαθώντας να αντιμετωπίζω όσο το δυνατόν πιο γυμνός από πληροφορίες το κάθε έργο που βλέπω στην οθόνη, δεν μπορώ παρά να αναρωτιέμαι γενικότερα πόσο έξυπνη ιδέα είναι να διαβάζει κανείς ένα κείμενο για μια ταινία πριν παει να τη δει. Ίσως θα ήταν καλύτερα να αλλάξω ρότα, να βάλω μια συνολική προειδοποίηση του στυλ: «Κείμενα γραμμένα για όσους έχουν ήδη δει τις ταινίες ή για όσους δεν πρόκειται να τις δουν ποτέ», να λέω κι εγώ εντελώς ελεύθερα και χωρίς μεσοβέζικες λύσεις όσα θέλω (και τα οποία ούτως ή άλλως δεν είναι κριτικές με την κλασική έννοια του όρου), να μην έχεις κι εσύ την έγνοια μήπως διαβάσεις κάτι που δεν πρέπει.
Μέχρι να αλλάξει όμως η ρότα, ας συμβιβαστούμε για μια ακόμη φορά αμοιβαία καταπιεζόμενοι, εγώ με μισόλογα και υπαινιγμούληδες, εσύ με το φόβο μην πιάσεις το υπονοούμενο και σου καταστρέψω το έργο. O Mπαντέρας είναι πλαστικός χειρουργός λοιπόν. Η γυναίκα του κάηκε ζωντανή πριν από χρόνια σε αυτοκινητιστικό ατύχημα. Σε ένα δωμάτιο της βίλας του, απομονωμένη από το υπηρετικό προσωπικό, μένει μια νέα γυναίκα. Πειραματίζεται πάνω της με τρόπο απαγορευμένο από τη βιοηθική και τους νόμους. Φτιάχνει σε αυτή τη γυναίκα ένα νέο δέρμα, ένα δέρμα πανίσχυρο, ένα δέρμα που καίγεται πολύ πιο δύσκολα. Αυτή η γυναίκα όμως ποιά ακριβώς είναι; Με ποιό δικαίωμα πειραματίζεται πάνω της; Είχε πάθει κάτι και ήθελε και η ίδια να έχει νέο δέρμα; Πόσο την έχει αλλάξει αυτό το νέο δέρμα; Πόσο ίδια παραμένει κάτω από το δέρμα στο οποίο τώρα κατοικεί;
Η ιστορία βασίζεται σε μια μεγάλη απιθανότητα· όχι απαραίτητα επιστημονική. Ακόμα και αν δεν μπορούν να γίνουν σήμερα αυτά που της κάνει ο Μπαντέρας, θα μπορούν ίσως να γίνουν στο μέλλον. Πρόκειται βασικά για μυθοπλαστική απιθανότητα. Είναι ψιλοαπίθανο αυτό που παρακολουθούμε να συμβαίνει. Ωστόσο πρόκειται για ένα πρόβλημα που θα μπορούσες κάλλιστα να ξεπεράσεις ως θεατής, αν ο Αλμοδόβαρ χρησιμοποιούσε αυτήν την απιθανότητα ως όχημα για να οδηγηθεί σε μια κατάσταση όπου θα επικεντρωνόταν στην ασθενή και το γιατρό, στο πλάσμα και στο δημιουργό του. Ένας διαφορετικός χειρισμός του κεντρικού ευρήματος θα μπορούσε να δώσει μια ταινία που θα μιλούσε για πράγματα συναρπαστικά, εστιάζοντας στους δύο αυτούς χαρακτήρες, στην αλληλεπίδρασή τους, στην πάλη μέσα τους, στο τι νιώθει ο ένας για τον άλλο, στο τι νιώθει ο καθένας για τον εαυτό του, στο πώς άλλαξε ο ένας τον άλλον, στο τι εκπροσωπεί ο ένας στα μάτια του άλλου. Ακριβώς επειδή είναι απίθανο αυτό που έχει προηγηθεί, είναι και τόσο σεναριακά πρωτότυπη η σχέση τους, συνεπώς θα ήταν και τόσο γόνιμη η εξερεύνηση της κατάστασής τους και της μεταξύ τους δυναμικής. Ο χειρισμός και η εστίαση όμως αστοχούν εντυπωσιακά. Αντί μέσω του εξτρίμ και του αναληθοφανούς να οδηγηθεί στο βαθιά ουσιαστικό και στο επώδυνα αληθινό, ο Αλμοδόβαρ τα προσπερνάει σχεδόν τελείως, προτιμώντας να μείνει στην επιφάνεια, στα επεισόδια, στην πλοκή. Κι είναι λάθος σε μια ταινία με τόσο ακραία γεγονότα να μένεις προσκολλημενος στην πλοκή, γιατί τότε η ταινία σου κινδυνεύει να θυμίζει Β movie (γυρισμένη βέβαια από έναν μεγάλο δημιουργό, με τη δική του πανίσχυρη αισθητική σφραγίδα, που δεν μπορεί παρά να σε αποζημιώνει ως ένα βαθμό).
15 Μαρτίου. Αι ειδοί του Μαρτίου. 15 Μαρτίου 44 π.Χ. Η μέρα μιας από τις ιστορικότερες προδοσίες. Ο Ιούλιος Καίσαρ δολοφονείται. Πολλούς αιώνες αργότερα ο Σαίξπηρ, βασισμένος στον Πλούταρχο, βάζει να του το προφητεύουν: «Φοβού τας ειδούς του Μαρτίου». Λίγους αιώνες μετά ο Καβάφης εμπνέεται κι αυτός και γράφει το «Μάρτιαι Ειδοί». Και πολύ πιο πρόσφατα ο Τζορτζ Κλούνεϊ βαφτίζει την ταινία του με αυτόν τον τίτλο, προϊδεάζοντας έτσι για το κεντρικό της θέμα όσους ήδη ήξεραν τι σημαίνει κι όσους το γκουγκλάρισαν (δεν θα πω σε ποιά από τις δυο κατηγορίες ανήκω, αρνούμαι να ενοχοποιήσω τον εαυτό μου). Προδοσίες λοιπόν. Ένας υποψήφιος των Δημοκρατικών στην τελική ευθεία για το χρίσμα (ο Κλούνεϊ), ο επικεφαλής της καμπάνιας του (ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν), ο βοηθός του (ο Ράιαν Γκόσλινγκ), μια νεαρή εθελόντρια στην καμπάνια (η Έβαν Ρέιτσελ Γουντ), ο επικεφαλής της καμπάνιας του ανθυποψηφίου (ο Πολ Τζιαμάτι), μια δημοσιογράφος (η Μαρίσα Τομέι) κι ένας εκτός μάχης υποψήφιος που έχει όμως προλάβει να συγκεντρώσει ένα κρίσιμο για την τελική έκβαση του χρίσματος αριθμό εκλεκτόρων (ο Τζέφρι Ράιτ). Ποιός θα προδώσει ποιόν και γιατί; Spin doctors. Επαγγελματίες μανιπουλαριστές. Μπορούν να διαβάσουν εκτός από τα πλήθη και συγκεκριμένους ανθρώπους, μπορούν να διαβάσουν εκτός από συλλογικές ελπίδες και φόβους που μετατρέπονται σε ψήφους και ατομικές ελπίδες και φόβους που μετατρέπονται σε πράξεις; Ο Κλούνεϊ λέει ότι βρίσκονταν στις τελικές ετοιμασίες για να γυρίσουν την ταινία μόλις είχε εκλεγεί ο Ομπάμα, αλλά το μετάνιωσαν κρίνοντας πως θα ήταν κρίμα εκείνη την εποχή να βγάλουν τόσο κυνισμό φόρα παρτίδα. Έτσι περίμεναν. Αλλά δεν χρειάστηκε να περιμένουν και τόσο πολύ. Ή ο Ομπάμα τους απογοήτευσε πολύ γρήγορα ή αν αντιστρέψεις τον κυνισμό είχαν μια ταινία να γυρίσουν κι αρκετά το είχαν αναβάλει.
Γιατί δεν μου άρεσε η ταινία: - Επειδή βλέποντας την σκεφτόμουν ότι κάθε σαραντάλεπτο επεισόδιο του «West Wing» έχει πολύ περισσότερη πολιτική (αλλά και πολύ περισσότερη πολιτική ένταση) μέσα του. Εκεί σου έδειχνε ότι πρώτη ύλη της πολιτικής δεν είναι οι μεγάλες προδοσίες, αλλά οι διαρκείς μεγαλύτεροι ή μικρότεροι συμβιβασμοί, το «δίνω αυτό για να πάρω εκείνο», το «προτάσσω το ένα εις βάρος του άλλου». Και παραταύτα η εν μέρει μυθοποιητική του αλήθεια έμοιαζε κοντύτερα στην αληθινή αλήθεια από την απομυθοποιητική αλήθεια της ταινίας (ίσως γιατί η ταινία έρχεται να απομυθοποιήσει και δη κοινότοπα το ήδη απομυθοποιημένο). - Επειδή βλέποντάς την στο μυαλό μου ήρθε συμπτωματικά ή μη πάλι ο Άαρον Σόρκιν (δημιουργός του "West Wing") και σκεφτόμουν πόσο πιο συναρπαστική θα ήταν μια ταινία με την ίδια θεματολογία, αν το σενάριο το είχε γράψει ο Σόρκιν και η σκηνοθεσία ήταν του Ντέιβιντ Φίντσερ. Την έβλεπα δηλαδή και αναπολούσα τον βομβαρδισμό των διαλόγων και τον ανεπίληπτο ρυθμό και τη φροντίδα που υπήρχε πίσω από κάθε πλάνο στο «Social Network». - Επειδή ο Κλούνεϊ μαζί με τον Τζέφρι Ράιτ μου έφεραν αναγκαστικά στο μυαλό και την «Syriana» και σκεφτόμουν πόσο πιο σύνθετη, αποκαλυπτική και βαθιά πολιτική ήταν εκείνη. - Επειδή τέλος ούτε με το «Καληνύχτα και Καλή Τύχη» του Κλούνεϊ είχα τρελαθεί όπως άλλοι, αλλά εκείνο εν πάση περιπτώσει ήταν πνιγμένο σε αυτό το υπέροχο ασπρόμαυρο και είχε και την ερμηνεία του Ντέιβιντ Στραθερν που σου χαρασσόταν. Γιατί εδώ μολονότι το καστ είναι ονειρικό, μολονότι ο Γκόσλινγκ είναι μεγάλη δύναμη και μολονότι ο τρόπος που παίζουν ο Χόφμαν με τον Τζιαμάτι είναι και εδώ χάρμα οφθαλμών (όπως άλλωστε είναι σε ό,τι κι αν έχουν παίξει ή θα παίξουν στη ζωή τους) δεν υπάρχει ο ρόλος που θα τους επιτρέψει ανίστοιχου βεληνεκούς ερμηνεία. - Επειδή η ταινία τελειώνει με ένα αργό κοντινό πλάνο και την ώρα εκείνη λες αποκλείεται να συμβαίνει αυτό, αποκλείεται να τελειώνει κιόλας, αποκλείεται να ήταν τόσο λίγο αυτό που ήθελε να μας δείξει, αποκλείεται να ήταν τόσο φτωχό το περιεχόμενο, πρέπει να έχει τουλάχιστον ένα εικοσάλεπτο ακόμα, όλο κι όλο αυτό ήταν που θέλατε να πείτε;
Η σκηνοθεσία κυμαίνεται μεταξύ του απρόσωπα χλιαρού αφενός και του πομπωδώς συμβολικού αφετέρου. Άνθρωποι που βγαίνουν από τα σκοτάδια, άνθρωποι που μιλούν με φόντο το πίσω μέρος της τεράστιας αμερικάνικης σημαίας. Ο Κλούνεϊ φωνάζει πολύ ακόμα και στις σκηνές της σιωπής (όπως αυτή με το αυτοκίνητο στο οποίο μπαίνει ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν ή στην τελική σκηνή). Παρά την πληθώρα του ερμηνευτικού ταλέντου, από την ταινία λείπει πολύ ταλέντο σεναριακά και σκηνοθετικά για να γίνει σημαντική. Όταν ξεκινάς να πεις τέτοιας βαρύτητας ιστορία, καλό θα είναι να έχεις κάτι διαφορετικό να προσφέρεις, μια οπτική που να προσθέτει κάτι. Όταν αυτό δεν συμβαίνει και το αποτέλεσμα είναι απλά αξιοπρεπές, η ταινία έχει αποτύχει. Στα μάτια μου τουλάχιστον. Αν στα Όσκαρ έχουν άλλη γνώμη, θα το διαπιστώσουμε τους επόμενους μήνες.
Στο σινεμά που πήγα, τελειώνει η προηγούμενη παράσταση και βγαίνοντας οι θεατές περνούν από μπροστά μου. Βγαίνουν, βγαίνουν, βγαίνουν. Είναι πολλοί, η αίθουσα πρέπει να ήταν γεμάτη. Μου έρχεται να τους αγκαλιάσω έναν έναν, να τους ευχαριστήσω που έχουν ακόμη λεφτά να πηγαίνουν σινεμά και να αρχίσουμε να χοροπηδάμε όλοι μαζί. Πιθανότατα το μέλλον να μας επιφυλάσσει και πολύ χειρότερα από οικονομική σκοπιά. Θέλω να πιστεύω όμως πως το χειρότερο από ψυχολογική σκοπιά είναι αυτό που περνάμε τώρα. Δεν ξέρω αν ακούγεται απαισιόδοξο, αλλά για αισιόδοξο το λέω.
Δεν ξέρω πώς λειτουργεί σε σένα η διάρκεια των ταινιών, αλλά από παιδί για μένα ήταν ένα -πώς να το πω;- όχι κριτήριο, κάτι που βρισκόταν έξω μεν από το κριτήριο, αλλά από τη στιγμή που αποφάσιζα τι θα δω ήταν ένας παράγοντας που με έφτιαχνε (αν η ταινία κρατούσε ας πούμε πάνω από 2 ώρες) ή με χαλούσε (αν κρατούσε μόνο 1 1/2). Τα έργα που διαρκούσαν πολύ αποτελούσαν στα μάτια μου κάτι σαν μεγαλύτερο δώρο, μεγαλύτερο κομμάτι κέικ που μου αναλογούσε, κάτι σαν λίγο περισσότερος κερδισμένος χρόνος που είχε κλαπεί υπέρ μου. Στην περίπτωση βέβαια των 3 1/2 ωρών διαρκείας του "George Harrison: Living in the material world" μιλάμε για οριακή κατάσταση που ξεφεύγει από τα συνήθη (και πράγματι το ντοκιμαντέρ γυρίστηκε για το ΗΒΟ, όπου και προβλήθηκε σε δύο μέρη), ωστόσο αν σκέφτεσαι να το δεις και σε προβληματίζει αυτό, να μην σε προβληματίζει. Το ντοκιμαντέρ «ποταμός» του Σκορσέζε για τον Χάρισον ρέει και σαν ποταμός. Περιλαμβάνει συνεντεύξεις απ' όλους όσους φαντάζεσαι, τον Μακάρτνεϊ, τον Ριγκο Σταρ, τη Γιόκο Όνο κι άλλους πολλούς, μεταξύ των οποίων τη δεύτερη γυναίκα του (Σε μια χαρακτηριστική της ατάκα λέει πως όταν τη ρωτάνε ποιό είναι το μυστικό ενός μακροχρόνιου γάμου, εκείνη απαντά «Είναι πολύ απλό. Δεν ζητάς διαζύγιο». Το λέει γελώντας και δεν είναι ταυτολογία, δεν είναι μια παραδοχή ήττας, είναι μια ημιμελαγχολική εξήγηση αντοχής που περιλαμβάνει και λίγη ήττα, την ήττα του απόλυτου ίσως, την ήττα του ιδεατού για χάρη του αληθινού), τον κολλητό του φίλο Έρικ Κλάπτον (που του έκλεψε την πρώτη γυναίκα ή, όπως λέει ο ίδιος στο ντοκιμαντέρ, ζήτησε την άδεια του να του την πάρει και ο Χάρισον περίπου του την έδωσε), την πρώτη γυναίκα του (για πάρτη της οποίας ο Κλάπτον έγραψε μεταξύ άλλων το "Layla" και το "Wonderful Tonight", ενώ ο Χάρισον -σύμφωνα με την ίδια, αν και ο Χάρισον το αρνούνταν- το "Something"), τον Έρικ Άιντλ και τον Τέρι Γκίλιαμ (κάθε φορά που θα βλέπεις το «Ένας Προφήτης μα τι Προφήτης» να θυμάσαι ότι γυρίστηκε χάρη στον Χάρισον). Οι συνεντεύξεις αναμιγνύονται με το χορταστικότατο αρχειακό υλικό. Το κύριο τμήμα της δουλειάς του Σκορσέζε πρέπει να ήταν το να δει ό,τι υπάρχει κι ύστερα να αποφασίσει τι από όλο αυτόν τον τεράστιο πλούτο θα χωρέσει, τι αξίζει να μπει, ώστε να αποτελέσει τμήμα της ιστορίας του. Και ποιά είναι η ιστορία; Δεν είναι τόσο σφιχτή και τόσο ξεκάθαρη όσο θα ήταν η ιστορία ενός ήρωα σε μια ταινία μυθοπλασίας, μάλλον έχουμε να κάνουμε περισσότερο με μια συνολική αποτύπωση της ζωής και του έργου του Χάρισον, ωστόσο ο βασικός της άξονας είναι αυτός: το παιδί που ήταν στους Μπιτλς και αρχικά δεν έγραφε καθόλου μουσική, ήταν ο Μπιτλ που άλλαξε περισσότερο από όλους, έγινε αληθινά δημιουργικός, ψάχτηκε και βρήκε στην ανατολίτικη φιλοσοφία κάτι που ζητούσε η καρδιά του. Πολλοί λένε ότι είχε δύο όψεις, την γλυκιά και την άγρια, ωστόσο όσες φορές μιλά στο αρχειακό υλικό του ντοκιμαντέρ δίνει την αίσθηση ενός ανθρώπου αληθινά συγκροτημένου και συμφιλιωμένου με την ύπαρξη.
Πιθανότατα αποτελεί τη μεγαλύτερη ήττα της σκέψης να γυρνάνε όλες οι συζητήσεις -ακόμη κι οι πλέον άσχετες όπως αυτή εδώ- γύρω από το θέμα της τρέχουσας οικονομικής κατάστασης, αλλά δεν θα αντισταθώ στον πειρασμό. Λίγη ήττα παραπάνω τι κακό να μας κάνει; Στην αρχή του ντοκιμαντέρ ο Μακάρτνεϊ λέει ότι με τον Χάρισον πήγαιναν σε ένα ντικενσιανό σχολείο και ότι ήθελαν να φύγουν από εκεί. Ότι το ροκ ήταν το όχημά τους για να αποδράσουν από αυτόν τον κόσμο. Τέλη δεκαετίας του 50 λοιπόν δυο παιδιά της εργατικής τάξης του Λίβερπουλ ήταν κάπου από όπου ήθελαν να φύγουν. Αντίθετα μέχρι την κρίση οι Έλληνες ήταν κάπου από όπου δεν ήθελαν να φύγουν. Καραγούσταραν -έστω και με την έννοια του εθισμού- τον τρόπο ζωής τους, τον τρόπο ζωής που δεν ήξερες πού σταματούσε η θεμιτότατη αξίωσή σου για αξιοπρεπή ζωή και πού ξεκινούσε ο καθαρός καταναλωτισμός, ο καθαρός υλισμός, η καθαρή φούσκα. Ο Τέρι Γκίλιαμ λέει ότι τόσο στον πνευματικό όσο και στον υλικό κόσμο ο Χάρισον αναζητούσε την ομορφιά. Εδώ το πρότυπο ζωής των τελευταίων 25 χρόνων σε κανένα από τους δύο κόσμους δεν αναζήτησε την ομορφιά. Το λάιφ στάιλ κι ο καταναλωτισμός δεν αποσκοπούσαν στο να δεις αλλά στο να φαίνεσαι, δεν αποσκοπούσαν στην ομορφιά αλλά στην υπογραφή της φίρμας που θα την υποκαθιστούσε. Ο Χάρισον με τους κρίσνα του και τους γκουρού του, τους διαλογισμούς του και τα μάντρα του, προσπάθησε να αποκτήσει μια εσωτερική γαλήνη και σιγουριά, προσπάθησε να ξεχωρίσει τον πνευματικό κόσμο από τα υλικά αγαθά. Για να μην εξιδανικεύουμε τίποτα, σίγουρα όταν είσαι περιστοιχισμένος από όλα τα καλά του υλικού κόσμου έχεις την πολυτέλεια να ασχοληθείς και με τον πνευματικό, σαν αυτός να αποτελεί κατά κάποιο τρόπο μιαν ακόμα υλική πολυτέλεια, ένα ακόμη υλικό αγαθό που θα σε βοηθήσει να καταπολεμήσεις την ανία από την έλλειψη άγχους για την απόκτηση των υλικών αγαθών (αν και ο Χάρισον φαίνεται πως το έψαξε αυθεντικά το πράγμα, πως επηρεάστηκε αληθινά και βαθιά). Χρεοκοπώντας τώρα διαπιστώνουμε ότι είχαμε ρίξει όλα μας τα λεφτά στον υλικό κόσμο, χωρίς πυξίδες πνευματικές, ψυχικές, αξιακές. Εξού και τώρα η πανελλήνια κατάθλιψη. Δεν εξηγείται μόνο από τη μετάπτωση στη φτώχεια ή το φόβο για τη μετάπτωση στη φτώχεια. Συμπληρωματικά σε αυτήν την ακούσια και βίαιη έκπτωση από ένα στάτους του υλικού κόσμου σε ένα άλλο κατώτερο (και συχνά ελεεινό), υπάρχει και η προηγηθείσα εκούσια έκπτωση από τον πνευματικό κόσμο. Δεν αλλάζει απλώς βίαια ένας τρόπος ζωής. Αλλάζει βίαια ο μόνος τρόπος ζωής που ξέραμε.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)