Δευτέρα, Οκτωβρίου 31, 2011

Πάουερ του δε πίπολ



Πανικόβλητες οι ντόπιες και οι ξένες αντιδραστικές δυνάμεις, αφού δημιουργήσουν ένα ψευτοπανικό στις τράπεζες για να τους διευκολύνουν, επιστρατεύουν στη συνέχεια τρεις - τέσσερεις βουλευτές από την κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ, ώστε να μην παράσχουν ψήφο εμπιστοσύνης στην Κυβέρνηση. Για να μην καρφωθούν ίσως επιστρατεύσουν περισσότερους. Η απώλεια της δεδηλωμένης κρίνεται αναγκαία προκειμένου να μη γίνει της παγκόσμιας οικονομικής εκδιδομένης. Η Κυβέρνηση πέφτει. Ένας ακόμα Παπανδρέου γίνεται θύμα των αποστατών. Ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της χώρας δεν θα κινδυνεύσει από το ανεύθυνο και εκβιαστικό στοίχημα του Προέδρου της Σοσιαλιστικής Διεθνούς. Μαζί με τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό θα σωθεί το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, οι παγκόσμιες αγορές, ο ντάου τζόουνς και ο συνεπώνυμός του αρτίστας με την βελούδινη φωνή, τομ. Αηδιασμένος από την αποστασία ο Παπανδρέου σκέφτεται να εγκαταλείψει τη χώρα με ελικόπτερο. Δέχεται όμως εισηγήσεις από μέλη της οικογενείας του να ιδρύσει το Νέο ΠΑΣΟΚ, ένα ΠΑΣΟΚ που καμιά σχέση δεν θα έχει με το Βαθύ ΠΑΣΟΚ του συντεχνιακού παρελθόντος, αλλά ούτε και με το Ρηχό ΠΑΣΟΚ του ΔΝΤ και του νεοφιλελεύθερου δόγματος του σοκ. Το ΠΑΣΟΚ τριχοτομείται. Επικεφαλής του Βαθέος τίθεται η τριανδρία Φωτόπουλου - Μπαλασόπολου - Παναγιωτακόπουλου, επικεφαλής του Ρηχού η τριπλέτα (δυο άντρες και η bondage Χιονάτη) Λοβέρδου - Ραγκούση - Διαμαντοπούλου, επικεφαλής του Νέου η τριανδρία Γιώργου Ανδρέα - Νίκου Ανδρέα - Αντρίκου Ανδρέα, απάντων Παπανδρέου, με δελφίνους την Μαργαρίτα Γιώργου Ανδρέα Παπανδρέου και τον Ανδρέα Γιώργου Ανδρέα Παπανδρέου. Ο Βαγγέλης Βενιζέλος αιφνιδιάζεται από τις εξελίξεις μένοντας ξεκρέμαστος πολιτικά και άστεγος κομματικά. Έξαλλος αρχίζει να αυτομαστιγώνεται με καφέδες που ρίχνει στον εαυτό του φωνάζοντας ΤΩ-ΡΑ, ΤΩ-ΡΑ, ΤΩ-ΡΑ. Το στίγμα του Βαθέος και του Ρηχού ΠΑΣΟΚ είναι σαφές, το στίγμα του Νέου περίπου, καθώς κινείται ανάμεσα στην καταδίκη των συντεχνιών και τον έπαινό τους, στην καταδίκη του ΔΝΤ και τον έπαινό του, στην καταδίκη του κουρέματος και τον έπαινό του, στον έπαινο της ανάγκης σταθερότητας στη χώρα και την καταδίκη των αντιδημοκρατικών πρακτικών που στέρησαν απ΄ το λαό τη δυνατότητα να αποφασίσει για το μέλλον του. Τα τρία ΠΑΣΟΚ στις ερχόμενες εκλογές συγκεντρώνουν ένα απροσδόκητα υψηλό ποσοστό, καθώς έχουν πλέον κρατήσει το καθένα σαφείς αποστάσεις από το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον των άλλων δύο, με αποτέλεσμα ο κόσμος να ξέρει πια τι ψηφίζει και πού να ελπίσει. Μετεκλογικά σχηματίζουν κυβέρνηση συνεργασίας και αποφασίζουν για το καλό της χώρας να καθιερώσουν τριπλό νόμισμα, αφού το Βαθύ ήθελε δραχμή, το Ρηχό ευρώ και το Νέο την πράσινη ευρωδραχμή. Στις ΔΕΚΟ πληρώνονται με δραχμή, στον ιδιωτικό τομέα με ευρώ και στις ΜΚΟ με πράσινες ευρωδραχμές. Πολυπληθέστερη αποδεικνύεται μια τέταρτη κατηγορία πολιτών, εκείνη που μην έχοντας δουλειά δεν πληρώνεται σε κανένα από τα τρία εθνικά νομίσματα.

Το Λήμμα "Βrothers"

Όταν οι λέξεις έγιναν πολλές, κάποιος σκέφτηκε να τις συγκεντρώσουν όλες σε ένα μέρος. Η ιδέα του έγινε δεκτή με ενθουσιασμό. Πώς δεν το είχε σκεφτεί κανείς άλλος νωρίτερα; Τους πήρε πολλά χρόνια -κάποιοι μιλούν και για δεκαετίες, κάποιοι και για αιώνες, κάποιοι και για χιλιετίες- αλλά τελικά τα κατάφεραν: τις ταξινόμησαν, τις οριοθέτησαν, τις όρισαν· όλα έμοιαζαν τακτοποιημένα, ο κόσμος έμοιαζε τακτοποιημένος μέσα στο Λεξικό. Οποιαδήποτε αμφιβολία για την αληθινή σημασία μιας λέξης μπορούσε να λυθεί με προσφυγή στο σχετικό λήμμα. Το κάθε ένα από αυτά ήταν το προϊόν μιας εξαντλητικής διαδικασίας, η οποία αφού είχε πρώτα λάβει υπόψη της όλες τις αντιρρήσεις, αποκλίσεις κι ενστάσεις, είχε καταλήξει στην ακριβέστερη δυνατή αποτύπωση της αντίστοιχης λέξης.

Κι η ζωή συνεχιζόταν· όχι για όλους το ίδιο ευχάριστα -σε άλλες γωνιές του κόσμου περνούσαν καλύτερα και σε άλλες χειρότερα, σε άλλες γωνιές των πόλεων περνούσαν καλύτερα και σε άλλες χειρότερα- πάντως για όλους το ίδιο αυτονόητα, το ίδιο λογικά, το ίδιο φυσικά: έτσι ήταν φτιαγμένος ο κόσμος, αυτοί οι βασικοί νόμοι ρύθμιζαν τη λειτουργία του κι όποιος είχε αμφιβολία μπορούσε ανά πάσα στιγμή να διαβάσει τι έλεγε το Λεξικό· κάθε απορία έβρισκε την απάντησή της και κάθε γρίφος την ερμηνεία του. Υπήρχε μέχρι και ειδικό λήμμα για εκείνους τους λίγους στους οποίους ο τρόπος που συνεχιζόταν η ζωή και λειτουργούσε ο κόσμος δεν φάνταζε αυτονόητος, λογικός και φυσικός· μόλις το διάβαζες δεν μπορούσες παρά να τους κοιτάξεις με συγκατάβαση, ακόμη και με συμπάθεια, αλλά όχι και χωρίς μια δόση ειρωνείας.

Κι η ζωή εξακολουθούσε να συνεχίζεται. Κάτι τριγμοί, κάτι μικροσεισμοί δεν ήταν δυνατόν να την κλονίσουν. Έμπαινες σε λήμματα όπως «σεισμός», «αντισεισμική προστασία» και «κύκλοι της οικονομίας» κι ακόμη και αν τύχαινε να τρίζεις σωματικά, έμενες ψυχικά και πνευματικά ακλόνητος. Έπειτα βέβαια οι δονήσεις άρχισαν να έρχονται με μεγαλύτερη συχνότητα και σε μεγαλύτερη ένταση. Κοιτούσες το Λεξικό κι αυτό έμενε ακόμη στη θέση του. Έπειτα άρχισε να διαρρέει η πληροφορία πως τα μεσοδιαστήματα της σεισμικής ηρεμίας θα εξαφανισθούν, πως ο σεισμός θα διαρκούσε. Πολύ. Δύσπιστα βλέμματα προς το Λεξικό άρχισαν να υψώνονται, γρήγορα όμως αυτολογοκρίνονταν και αυτοματαιώνονταν, επειδή τα μάτια ήταν εκπαιδευμένα να κοιτάζουν μόνο προς τα εκεί. Κανείς δεν τους είχε απαγορεύσει να κοιτάζουν και αλλού, ωστόσο μια γρήγορη ανάγνωση των σχετικών λημμάτων αρκούσε για να σε πείσει πως το να στρέφεις το βλέμμα σου αλλού, δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια άρνηση να δεχτείς τον κόσμο όπως πραγματικά είναι. Τα βλέμματα που άρχισαν να απελπίζονται δεν άργησαν να μετατραπούν σε κραυγές. Ο ένας κραύγαζε δυνατότερα από τον άλλο, σε μια προσπάθεια να τον τρομάξει περισσότερο ή ίσως να μην υποχρεωθεί να ακούσει και την άλλη κραυγή· του αρκούσε η δική του. Οι ψυχραιμότεροι έστερξαν στο Λεξικό να βρουν εξήγηση και για αυτό το φαινόμενο. Βρήκαν. Τα λήμματα μιλούσαν για «φασισμό», «οχλοκρατία» και πολλές άλλες ιδιαίτερα ανησυχητικές καταστάσεις. Οι ψύχραιμοι τρόμαξαν τόσο που άρχισαν να κραυγάζουν περισσότερο από τους κραυγάζοντες. Το πράγμα έμοιαζε να ξεφεύγει.

Μάλλον από καθαρό ένστικτο -από ένστικτο αυτοσυντήρησης- όλοι όσοι κραύγαζαν, κι αυτοί που κραύγαζαν τις ψύχραιμες κραυγές κι αυτοί που κραύγαζαν τις απεγνωσμένες, είπαν πως μόνη λύση είναι να χαμηλώσουν τον τόνο της φωνής τους και να ξαναρχίσουν να συζητάνε. Τι διάολο, ενήλικοι άνθρωποι ήταν, έλλογα όντα ήταν, την ίδια γλώσσα μιλούσαν, μπορούσαν να κάτσουν σε ένα τραπέζι και να συνεννοηθούν σε πέντε βασικές αρχές. Δεν υπήρχε κάτι για το οποίο δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν. Το Λεξικό ήταν εκεί, σύμμαχός τους στη δύσκολη ώρα, όλη η σοφία των προηγούμενων γενιών αποκρυσταλλωμένη εκεί, όλα θα μπορούσαν να τα βρουν αναγόμενοι εκεί, αν για κάτι φημιζόταν άλλωστε το Λεξικό ήταν για το ότι επέτρεπε την αμφισβήτησή του, φιλοξενώντας πληθώρα σχετικών λημμάτων που ανέλυαν πόσο ανοικτό ήταν σε κάθε κριτική.

Η βιαιότητα και το απροσδόκητο όσων επακολούθησαν δεν επιτρέπουν βεβαιότητα για το ποιός έκανε να ανοίξει την ώρα εκείνη το Λεξικό. Άλλοι λένε πως ήταν κάποιος απ' τους ψύχραιμους, άλλοι λένε πως ήταν κάποιος απ' τους απεγνωσμένους. Λίγη σημασία όμως έχει. Μεγάλη σημασία έχει πως όταν το άνοιξε όλες οι λέξεις και όλες οι σημασίες άρχισαν να πέφτουν από μέσα του. Τα λήμματα έβγαιναν από τις σελίδες του πέφτοντας πάνω στα κεφάλια των ανθρώπων. Έντρομοι οι άνθρωποι συνειδητοποίησαν πως πλέον ζούσαν σε έναν κόσμο που τίποτα δεν σήμαινε τίποτα· που σίγουρα τίποτα δεν μπορούσε πια να σημαίνει αυτό που σήμαινε όλη την προηγούμενη ζωή τους· η οποία πώς θα συνεχιζόταν τώρα; Με τι σταθερές, με τι αποκούμπια; Πού να στραφούν, ποια λέξη να πιστέψουν; Αλλιώς τους φάνταζαν πλέον εκτός Λεξικού. Άλλες έμοιαζαν κενές νοήματος, άλλες εξαρχής παραπλανητικές. Άλλες δυσφημισμένες. Αυτές ήταν και οι πιο ασήκωτες απ' όλες. Πώς όμως μπόρεσε να γίνει αυτό; Πώς μπόρεσε να γκρεμιστεί ένα ολόκληρο σύστημα γλώσσας και εννοιολόγησης της πραγματικότητας που ήταν υποτίθεται αρραγές;

Αυτό που προξένησε μεγαλύτερη εντύπωση στους μελετητές που εντρύφησαν στις αποστεωμένες πλέον σελίδες του Λεξικού προκειμένου να βρουν την λύση, είναι ότι όλα ξεκίνησαν από μια λέξη, που προκάλεσε στη συνέχεια αλυσιδωτή αντίδραση παίρνοντας μαζί της και τις υπόλοιπες, αφού αποδείχθηκε πως η μια λέξη χρωστούσε στην άλλη και η άλλη στην επόμενη, της χρωστούσε μέρος από το κύρος της, μέρος από την πειστικότητά της, καθώς δανειζόταν συχνά η μία από την άλλη για να φτιάξουν παράγωγα προϊόντα λέξεων, με αποτέλεσμα να σχηματίσουν μια τεράστια φούσκα. Η συνολική κατάρρευση λοιπόν ξεκίνησε όταν πρώτο απ' όλα κατέρρευσε το λήμμα "Brothers". Κατέρρευσε πρώτο γιατί ήταν γράμμα κενό, γράμμα με μετοχές υπερτιμημένες χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα, αφού το Λεξικό περιέγραφε έναν κόσμο στον οποίο το μόνο αντικείμενο ενδιαφέροντός σου ήσουν εσύ ο ίδιος, το άτομό σου. Ο διπλανός σου σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί αδελφός σου, η αδελφοσύνη και η αλληλεγγύη ήταν λέξεις που τα λήμματά τους υπήρχαν για να υπάρχουν, ανήκοντας σε άλλο αξιακό σύστημα, άλλου Λεξικού. Όταν έτσι οι σεισμοί άρχισαν να εντείνονται, ο κάθε αναγνώστης του Λεξικού διαπίστωσε ότι κατέρρεε οικονομικά ένα κράτος στο οποίο αντιστοιχούσε όχι ένα έθνος ανάδελφο, αλλά μια κοινωνία απαρτιζόμενη από εκατομμύρια ανάδελφα μέλη, μια μη κοινωνία εκατομμυρίων ατόμων, που το καθένα θα έπρεπε να αντιμετωπίσει μόνο του την προσωπική του κατάρρευση.

Εκτός κι αν τα άτομα αποφάσιζαν να ψάξουν κάπου ανάμεσα στα χαλάσματα των εννοιών να βρουν το λήμμα, ώστε να το σηκώσουν, να αποκαταστήσουν τη σημασία του και να βρουν μέσα του έναν κώδικα συλλογικής επιβίωσης, συλλογικής ελπίδας και συλλογικού νοήματος.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 28, 2011

Σταματήστε να βαυκαλίζεστε

Είναι τέτοιας έκτασης και τόσης έντασης η δυσαρμονία μεταξύ της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτών αφενός και των εφαρμοζόμενων πολιτικών αφετέρου,
που δεν αρκούν όλες οι τηλεοράσεις σας κι όλοι οι παπαγάλοι σας μαζί για να την καμουφλάρουν, διαστρεβλώσουν ή αγνοήσουν,
που δεν αρκούν όλες οι αστυνομικές δυνάμεις σας μαζί -κι ίσως αρχίζουν να μη θέλουν πια και οι ίδιες- για να την έχουν υπό διαρκή έλεγχο και καταστολή.
Δε νοείται να σας κράζουν πλέον οπουδήποτε και αν βρεθείτε, απ' τους Γούντυ Άλεν ως τα κοψιδάδικα, δε νοείται να μην μπορείτε πια να περπατήσετε μόνοι σας χωρίς να σας επιτεθούν φραστικά, δε νοείται όπου μαζεύεται κόσμος, από τα ποδοσφαιρικά γήπεδα ως τις παρελάσεις των εθνικών εορτών, η αντίδραση να είναι η ίδια, δε νοείται να συμβαίνουν όλα αυτά σε δημοκρατικό καθεστώς και να εξακολουθείτε να σώζετε ένα λαό που δεν θέλει να σωθεί.
Του τα είπατε ένα δισεκατομμύριο φορές, δεν παίρνει φαίνεται από λόγια και δεν καταλαβαίνει ότι τον σώζετε, προτιμάει φαίνεται να πιστεύει την πραγματικότητα από τα λόγια σας, δεν πείθεται καν φαίνεται από τον εκφοβισμό του χάους της άλλης λύσης.
Άστε τον λοιπόν αυτόν τον ανεπρόκοπο και συντεχνιακό λαό να καταστραφεί, είναι δικαίωμά του να επιλέξει τη στάση πληρωμών, την επιστροφή στη δραχμή, την επιστροφή πεντακόσιες δεκαετίες πίσω, άμα δεν καταλαβαίνει δεν καταλαβαίνει, τι να κάνουμε, δεν είσαστε μεσσίες, άνθρωποι που εκλεγήκατε σε δημοκρατία είσαστε, τι να κάνουμε ΔΕΝ ΣΑΣ ΘΕΛΟΥΝ ΠΙΑ, δεν θέλει τόσο μεγάλη δυσκολία να το πιάσετε το υπονοούμενο,
αν και, πού ξέρετε, μπορεί να έχετε τελικά δίκιο, μπορεί να είναι μικρές μειοψηφίες εκείνες που κάνουν όλες τις φασαρίες και όλα τα ντράβαλα, μπορεί πράγματι η μεγάλη πλειοψηφία των υπεύθυνων πολιτών να κατάλαβε τα κρίματά μας τα μεταπολιτευτικά, να τα εμπέδωσε και να θέλει να ψηφίσει προκοπή, ευημερία, ευρωπαϊκή οικογένεια, σύγκλιση με τις προηγμένες κοινωνίες, ελευθερία επαγγελμάτων, ελευθερία ατομικών διαπραγματεύσεων εργαζόμενου εργοδότη, αποκρατικοποιήσεις, ταχύτερες και ουσιαστικότερες διαρθρωτικές αλλαγές,
μπορεί πράγματι να θέλει ο Έλληνας να σωθεί κι εκείνοι που μας σπρώχνουν προς το χάος να είναι οι ελάχιστοι, οι βολεμένοι του παρελθόντος που έχασαν το πελατειακό κράτος που μας έτρεφε, όλοι αυτοί που μας χρεοκόπησαν και λυσσάνε τώρα γιατί τους πήραν τα προνόμια.
Ο μόνος τρόπος να το μάθουμε είναι οι εκλογές.
Μην ονειρεύεστε πάντως αναστολές άρθρων του συντάγματος, μην ονειρεύεστε ότι οι παλιοί καλοί νοικοκυραίοι θα φοβηθούν ξανά και θα ξανάρθουν με το μέρος σας υπό το φόβο του χάους, πάνε οι παλιοί καλοί νοικοκυραίοι, πέταξαν, φοβούνται πια περισσότερο τον κόσμο που έχασαν κάτω από τα πόδια τους.
Σταματήστε να βαυκαλίζεστε: δεν υπάρχει κανένας απολύτως τρόπος να σώσετε την παρτίδα δια της φουλ μόντι συνταγματικής εκτροπής, όπως επίσης δεν υπάρχει κανένας απολύτως τρόπος να καταφέρετε με τη βοήθεια της προπαγάνδας και της καταστολής να συνεχίσετε να ελέγχετε για πολύ καιρό ακόμη εκατομμύρια ανθρώπους που βρίσκονται στα όριά τους.
Πάρτε επιτέλους τη μόνη έντιμη και ιστορικά υπεύθυνη απόφαση που έχετε μπροστά σας, οδηγήστε τώρα τη χώρα στις εκλογές.

Δεν τρέχει τίποτα

Τείνω να καταλήξω ότι το εφιαλτικότερο στοιχείο στην όλη εικόνα δεν έχει να κάνει ούτε με το πόσο έχει σχετικοποιηθεί η έννοια «δημοκρατία» ούτε με το πόσο έχει σχετικοποιηθεί η έννοια «εθνική κυριαρχία»· τείνω να καταλήξω ότι το εφιαλτικότερο στοιχείο στην όλη εικόνα δεν έχει να κάνει ούτε καν με τον καλπασμό της έννοιας «φτώχεια» (με τον καλπασμό της πραγματικότητάς της φτώχειας για την ακρίβεια)· τείνω να καταλήξω ότι το εφιαλτικότερο στοιχείο στην όλη εικόνα έχει να κάνει με την έννοια «νόημα».
Πριν από τη δημοκρατία, πριν από την εθνική κυριαρχία, πριν ακόμα και από την ίδια τη φτώχεια υπάρχει ο λόγος, υπάρχει η δυνατότητα στοιχειώδους συνεννόησης· μπορεί να διαφωνούμε στα πάντα, μπορεί όσα λες να μου φαίνονται εξωφρενικά, εγκληματικά, αποτρόπαια, μπορεί όσα λες ακόμη και να με νομιμοποιούν στη συνείδησή μου να ασκήσω βία επάνω σου επειδή ανατρέπεις τη δημοκρατία, επειδή αναιρείς την εθνική κυριαρχία, επειδή μαζικοποιείς με πρωτοφανείς ρυθμούς τη φτώχεια, αλλά εν πάση περιπτώσει οφείλω να καταλαβαίνω τι είναι αυτό που λες και πρεσβεύεις, ώστε να καταλαβαίνω και σε τι αντιτίθεμαι. Όταν το καταλαβαίνω, όσο άθλιος κι αν τυχόν μου φαίνεται ο κόσμος, εξακολουθεί να διατηρεί το νόημά του.
Όταν όμως έως χθες μου έλεγες «θυσιάσου για να μην κουρευτούμε» και σήμερα μου λες «κουρευτήκαμε, είδες που οι θυσίες σου έπιασαν τόπο;», όταν ανάμεσα στο χθες και στο σήμερα δεν έχει καν μεσολαβήσει μια εξήγηση για το τι ακριβώς άλλαξε στη γαμημένη την επίσημη συλλογιστική σου, όταν στον επίσημο λόγο σου περνάς αυτόματα από την καταστροφολογία στη θριαμβολογία για το ίδιο ακριβώς πράγμα,
αλλά κυρίως
όταν όλα αυτά αντιμετωπίζονται από όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης ως αποδεκτό κομμάτι του παιχνιδιού, όταν όλα αυτά αντιμετωπίζονται από τα ΜΜΕ ως αποδεκτό κομμάτι του παιχνιδιού, όταν όλα αυτά αντιμετωπίζονται από τους Έλληνες πολίτες ως αποδεκτό κομμάτι του παιχνιδιού,
όταν δηλαδή τα κόμματα της αντιπολίτευσης εξαντλούνται στο να επισημάνουν την ανακολουθία και να πουν δυο επικριτικές κουβέντες, όταν τα ΜΜΕ -όσα το θυμούνται, μερικά δεν ασχολούνται και καθόλου- εξαντλούνται στο να αναπαράγουν προ μηνών βίντεο με δηλώσεις του Παπακωνσταντίνου κι όταν οι Έλληνες πολίτες ασχολούνται περισσότερο με το πρακτικό σκέλος της συμφωνίας, έχοντας προεξοφλήσει ως πολιτικά συνήθη και την πλέον τερατώδη ασυνέπεια λόγων των ίδιων ανθρώπων,
τότε το νόημα έχει χαθεί, ο λόγος ως συστατικό στοιχείο κατανόησης του κόσμου έχει χαθεί.
Εάν αναγνωρίζουμε στους πολιτικούς μας το δικαίωμα να είναι όσο μα όσο μα όσο ανακόλουθοι θέλουν σε θέματα τόσο κομβικής σημασίας, ας μην μας ενοχλεί το αν και κατά πόσο πλήττεται η δημοκρατία, ας μην μας ενοχλεί το αν και κατά πόσο πλήττεται η εθνική κυριαρχία, ας μην μας ενοχλεί το αν και κατά πόσο πλήττεται η δυνατότητα διαβίωσης η δική μας ή του διπλανού μας. Γιατί όταν όλα αυτά πλήττονταν ως χθες για να μην αναδιαρθρώσουμε και σήμερα με το ίδιο χαμόγελο επιτυχίας σου λένε ότι επλήγησαν προκειμένου να μπορέσουμε να αναδιαρθρώσουμε, είσαι ένα τελειωμένο ζόμπι και πάρα πολύ καλά σου κάνουν όσα σου κάνουν. Ούτε δημοκρατία σου πρέπει ούτε κυριαρχία ούτε λεφτά στην τσέπη. Το πείραμα έδειξε ότι το πειραματοζώο «Έλληνας» είναι πνευματικά και ψυχικά νεκρό.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 26, 2011

Πλάσε με & Φοβού τις ταινίες είδους

Όπως σε όλες τις ταινίες με μυστικό, έτσι και για «Το δέρμα που κατοικώ» είσαι αναγκασμένος να μιλήσεις κρατώντας το μυστικό του -τι άλλο;- μυστικό. Το πρόβλημα όμως είναι πως δεν είναι το μόνο που κρατάς, αφού μαζί του κρατάς κρυμμένα και τα πιο ερεθιστικά ζητήματα που θέτει η ταινία. Υπ' αυτήν την έννοια υπάρχει μια θεμελιώδης δυσαρμονία στη συνθήκη κάθε κινηματογραφικής κριτικής (και αυτό δεν είναι μυστικό). Επειδή δε αυτήν την εποχή έχω φτάσει να αποφεύγω μέχρι και τα τρέιλερ, προσπαθώντας να αντιμετωπίζω όσο το δυνατόν πιο γυμνός από πληροφορίες το κάθε έργο που βλέπω στην οθόνη, δεν μπορώ παρά να αναρωτιέμαι γενικότερα πόσο έξυπνη ιδέα είναι να διαβάζει κανείς ένα κείμενο για μια ταινία πριν παει να τη δει. Ίσως θα ήταν καλύτερα να αλλάξω ρότα, να βάλω μια συνολική προειδοποίηση του στυλ: «Κείμενα γραμμένα για όσους έχουν ήδη δει τις ταινίες ή για όσους δεν πρόκειται να τις δουν ποτέ», να λέω κι εγώ εντελώς ελεύθερα και χωρίς μεσοβέζικες λύσεις όσα θέλω (και τα οποία ούτως ή άλλως δεν είναι κριτικές με την κλασική έννοια του όρου), να μην έχεις κι εσύ την έγνοια μήπως διαβάσεις κάτι που δεν πρέπει.

Μέχρι να αλλάξει όμως η ρότα, ας συμβιβαστούμε για μια ακόμη φορά αμοιβαία καταπιεζόμενοι, εγώ με μισόλογα και υπαινιγμούληδες, εσύ με το φόβο μην πιάσεις το υπονοούμενο και σου καταστρέψω το έργο. O Mπαντέρας είναι πλαστικός χειρουργός λοιπόν. Η γυναίκα του κάηκε ζωντανή πριν από χρόνια σε αυτοκινητιστικό ατύχημα. Σε ένα δωμάτιο της βίλας του, απομονωμένη από το υπηρετικό προσωπικό, μένει μια νέα γυναίκα. Πειραματίζεται πάνω της με τρόπο απαγορευμένο από τη βιοηθική και τους νόμους. Φτιάχνει σε αυτή τη γυναίκα ένα νέο δέρμα, ένα δέρμα πανίσχυρο, ένα δέρμα που καίγεται πολύ πιο δύσκολα. Αυτή η γυναίκα όμως ποιά ακριβώς είναι; Με ποιό δικαίωμα πειραματίζεται πάνω της; Είχε πάθει κάτι και ήθελε και η ίδια να έχει νέο δέρμα; Πόσο την έχει αλλάξει αυτό το νέο δέρμα; Πόσο ίδια παραμένει κάτω από το δέρμα στο οποίο τώρα κατοικεί;

Η ιστορία βασίζεται σε μια μεγάλη απιθανότητα· όχι απαραίτητα επιστημονική. Ακόμα και αν δεν μπορούν να γίνουν σήμερα αυτά που της κάνει ο Μπαντέρας, θα μπορούν ίσως να γίνουν στο μέλλον. Πρόκειται βασικά για μυθοπλαστική απιθανότητα. Είναι ψιλοαπίθανο αυτό που παρακολουθούμε να συμβαίνει. Ωστόσο πρόκειται για ένα πρόβλημα που θα μπορούσες κάλλιστα να ξεπεράσεις ως θεατής, αν ο Αλμοδόβαρ χρησιμοποιούσε αυτήν την απιθανότητα ως όχημα για να οδηγηθεί σε μια κατάσταση όπου θα επικεντρωνόταν στην ασθενή και το γιατρό, στο πλάσμα και στο δημιουργό του. Ένας διαφορετικός χειρισμός του κεντρικού ευρήματος θα μπορούσε να δώσει μια ταινία που θα μιλούσε για πράγματα συναρπαστικά, εστιάζοντας στους δύο αυτούς χαρακτήρες, στην αλληλεπίδρασή τους, στην πάλη μέσα τους, στο τι νιώθει ο ένας για τον άλλο, στο τι νιώθει ο καθένας για τον εαυτό του, στο πώς άλλαξε ο ένας τον άλλον, στο τι εκπροσωπεί ο ένας στα μάτια του άλλου. Ακριβώς επειδή είναι απίθανο αυτό που έχει προηγηθεί, είναι και τόσο σεναριακά πρωτότυπη η σχέση τους, συνεπώς θα ήταν και τόσο γόνιμη η εξερεύνηση της κατάστασής τους και της μεταξύ τους δυναμικής. Ο χειρισμός και η εστίαση όμως αστοχούν εντυπωσιακά. Αντί μέσω του εξτρίμ και του αναληθοφανούς να οδηγηθεί στο βαθιά ουσιαστικό και στο επώδυνα αληθινό, ο Αλμοδόβαρ τα προσπερνάει σχεδόν τελείως, προτιμώντας να μείνει στην επιφάνεια, στα επεισόδια, στην πλοκή. Κι είναι λάθος σε μια ταινία με τόσο ακραία γεγονότα να μένεις προσκολλημενος στην πλοκή, γιατί τότε η ταινία σου κινδυνεύει να θυμίζει Β movie (γυρισμένη βέβαια από έναν μεγάλο δημιουργό, με τη δική του πανίσχυρη αισθητική σφραγίδα, που δεν μπορεί παρά να σε αποζημιώνει ως ένα βαθμό).

Κι όμως έστω και για λίγο, υπάρχουν οι εικόνες, υπάρχουν τα σπέρματα εκείνης της άλλης ταινίας που θα μπορούσε να είναι όχι απλώς καλή, αλλά να φτάνει ίσως μέχρι και το αριστούργημα. Όταν επιτέλους το μυστικό αποκαλύπτεται, ο Αλμοδόβαρ κάνει ένα σύντομο αλλά εντυπωσιακό πέρασμα από τον ψυχισμό της ηρωίδας: οι γραμμένοι τοίχοι, η ζωγραφιά με το γυναικείο ακρωτηριασμένο σώμα και ένα σπίτι στη θέση του κεφαλιού, τα φορέματα που έσκιζε σε πολύ μικρά κομματάκια πριν τα ρουφήξει με την ηλεκτρική σκούπα, το γιόγκα ως καταφυγή σε έναν απροσπέλαστο εσωτερικό κόσμο. Το διάλειμμα κρατάει λίγο. Την μεγαλύτερη ανταμοιβή της ταινίας διαδέχεται η μεγαλύτερη απογοήτευσή της: το φινάλε της. Ένα φινάλε σαπουνόπερας ή παρωδίας· όπως το δει κανείς.
-----

15 Μαρτίου. Αι ειδοί του Μαρτίου. 15 Μαρτίου 44 π.Χ. Η μέρα μιας από τις ιστορικότερες προδοσίες. Ο Ιούλιος Καίσαρ δολοφονείται. Πολλούς αιώνες αργότερα ο Σαίξπηρ, βασισμένος στον Πλούταρχο, βάζει να του το προφητεύουν: «Φοβού τας ειδούς του Μαρτίου». Λίγους αιώνες μετά ο Καβάφης εμπνέεται κι αυτός και γράφει το «Μάρτιαι Ειδοί». Και πολύ πιο πρόσφατα ο Τζορτζ Κλούνεϊ βαφτίζει την ταινία του με αυτόν τον τίτλο, προϊδεάζοντας έτσι για το κεντρικό της θέμα όσους ήδη ήξεραν τι σημαίνει κι όσους το γκουγκλάρισαν (δεν θα πω σε ποιά από τις δυο κατηγορίες ανήκω, αρνούμαι να ενοχοποιήσω τον εαυτό μου). Προδοσίες λοιπόν. Ένας υποψήφιος των Δημοκρατικών στην τελική ευθεία για το χρίσμα (ο Κλούνεϊ), ο επικεφαλής της καμπάνιας του (ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν), ο βοηθός του (ο Ράιαν Γκόσλινγκ), μια νεαρή εθελόντρια στην καμπάνια (η Έβαν Ρέιτσελ Γουντ), ο επικεφαλής της καμπάνιας του ανθυποψηφίου (ο Πολ Τζιαμάτι), μια δημοσιογράφος (η Μαρίσα Τομέι) κι ένας εκτός μάχης υποψήφιος που έχει όμως προλάβει να συγκεντρώσει ένα κρίσιμο για την τελική έκβαση του χρίσματος αριθμό εκλεκτόρων (ο Τζέφρι Ράιτ). Ποιός θα προδώσει ποιόν και γιατί; Spin doctors. Επαγγελματίες μανιπουλαριστές. Μπορούν να διαβάσουν εκτός από τα πλήθη και συγκεκριμένους ανθρώπους, μπορούν να διαβάσουν εκτός από συλλογικές ελπίδες και φόβους που μετατρέπονται σε ψήφους και ατομικές ελπίδες και φόβους που μετατρέπονται σε πράξεις; Ο Κλούνεϊ λέει ότι βρίσκονταν στις τελικές ετοιμασίες για να γυρίσουν την ταινία μόλις είχε εκλεγεί ο Ομπάμα, αλλά το μετάνιωσαν κρίνοντας πως θα ήταν κρίμα εκείνη την εποχή να βγάλουν τόσο κυνισμό φόρα παρτίδα. Έτσι περίμεναν. Αλλά δεν χρειάστηκε να περιμένουν και τόσο πολύ. Ή ο Ομπάμα τους απογοήτευσε πολύ γρήγορα ή αν αντιστρέψεις τον κυνισμό είχαν μια ταινία να γυρίσουν κι αρκετά το είχαν αναβάλει.

Γιατί δεν μου άρεσε η ταινία: - Επειδή βλέποντας την σκεφτόμουν ότι κάθε σαραντάλεπτο επεισόδιο του «West Wing» έχει πολύ περισσότερη πολιτική (αλλά και πολύ περισσότερη πολιτική ένταση) μέσα του. Εκεί σου έδειχνε ότι πρώτη ύλη της πολιτικής δεν είναι οι μεγάλες προδοσίες, αλλά οι διαρκείς μεγαλύτεροι ή μικρότεροι συμβιβασμοί, το «δίνω αυτό για να πάρω εκείνο», το «προτάσσω το ένα εις βάρος του άλλου». Και παραταύτα η εν μέρει μυθοποιητική του αλήθεια έμοιαζε κοντύτερα στην αληθινή αλήθεια από την απομυθοποιητική αλήθεια της ταινίας (ίσως γιατί η ταινία έρχεται να απομυθοποιήσει και δη κοινότοπα το ήδη απομυθοποιημένο). - Επειδή βλέποντάς την στο μυαλό μου ήρθε συμπτωματικά ή μη πάλι ο Άαρον Σόρκιν (δημιουργός του "West Wing") και σκεφτόμουν πόσο πιο συναρπαστική θα ήταν μια ταινία με την ίδια θεματολογία, αν το σενάριο το είχε γράψει ο Σόρκιν και η σκηνοθεσία ήταν του Ντέιβιντ Φίντσερ. Την έβλεπα δηλαδή και αναπολούσα τον βομβαρδισμό των διαλόγων και τον ανεπίληπτο ρυθμό και τη φροντίδα που υπήρχε πίσω από κάθε πλάνο στο «Social Network». - Επειδή ο Κλούνεϊ μαζί με τον Τζέφρι Ράιτ μου έφεραν αναγκαστικά στο μυαλό και την «Syriana» και σκεφτόμουν πόσο πιο σύνθετη, αποκαλυπτική και βαθιά πολιτική ήταν εκείνη. - Επειδή τέλος ούτε με το «Καληνύχτα και Καλή Τύχη» του Κλούνεϊ είχα τρελαθεί όπως άλλοι, αλλά εκείνο εν πάση περιπτώσει ήταν πνιγμένο σε αυτό το υπέροχο ασπρόμαυρο και είχε και την ερμηνεία του Ντέιβιντ Στραθερν που σου χαρασσόταν. Γιατί εδώ μολονότι το καστ είναι ονειρικό, μολονότι ο Γκόσλινγκ είναι μεγάλη δύναμη και μολονότι ο τρόπος που παίζουν ο Χόφμαν με τον Τζιαμάτι είναι και εδώ χάρμα οφθαλμών (όπως άλλωστε είναι σε ό,τι κι αν έχουν παίξει ή θα παίξουν στη ζωή τους) δεν υπάρχει ο ρόλος που θα τους επιτρέψει ανίστοιχου βεληνεκούς ερμηνεία. - Επειδή η ταινία τελειώνει με ένα αργό κοντινό πλάνο και την ώρα εκείνη λες αποκλείεται να συμβαίνει αυτό, αποκλείεται να τελειώνει κιόλας, αποκλείεται να ήταν τόσο λίγο αυτό που ήθελε να μας δείξει, αποκλείεται να ήταν τόσο φτωχό το περιεχόμενο, πρέπει να έχει τουλάχιστον ένα εικοσάλεπτο ακόμα, όλο κι όλο αυτό ήταν που θέλατε να πείτε;

Η σκηνοθεσία κυμαίνεται μεταξύ του απρόσωπα χλιαρού αφενός και του πομπωδώς συμβολικού αφετέρου. Άνθρωποι που βγαίνουν από τα σκοτάδια, άνθρωποι που μιλούν με φόντο το πίσω μέρος της τεράστιας αμερικάνικης σημαίας. Ο Κλούνεϊ φωνάζει πολύ ακόμα και στις σκηνές της σιωπής (όπως αυτή με το αυτοκίνητο στο οποίο μπαίνει ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν ή στην τελική σκηνή). Παρά την πληθώρα του ερμηνευτικού ταλέντου, από την ταινία λείπει πολύ ταλέντο σεναριακά και σκηνοθετικά για να γίνει σημαντική. Όταν ξεκινάς να πεις τέτοιας βαρύτητας ιστορία, καλό θα είναι να έχεις κάτι διαφορετικό να προσφέρεις, μια οπτική που να προσθέτει κάτι. Όταν αυτό δεν συμβαίνει και το αποτέλεσμα είναι απλά αξιοπρεπές, η ταινία έχει αποτύχει. Στα μάτια μου τουλάχιστον. Αν στα Όσκαρ έχουν άλλη γνώμη, θα το διαπιστώσουμε τους επόμενους μήνες.

Στο σινεμά που πήγα, τελειώνει η προηγούμενη παράσταση και βγαίνοντας οι θεατές περνούν από μπροστά μου. Βγαίνουν, βγαίνουν, βγαίνουν. Είναι πολλοί, η αίθουσα πρέπει να ήταν γεμάτη. Μου έρχεται να τους αγκαλιάσω έναν έναν, να τους ευχαριστήσω που έχουν ακόμη λεφτά να πηγαίνουν σινεμά και να αρχίσουμε να χοροπηδάμε όλοι μαζί. Πιθανότατα το μέλλον να μας επιφυλάσσει και πολύ χειρότερα από οικονομική σκοπιά. Θέλω να πιστεύω όμως πως το χειρότερο από ψυχολογική σκοπιά είναι αυτό που περνάμε τώρα. Δεν ξέρω αν ακούγεται απαισιόδοξο, αλλά για αισιόδοξο το λέω.

(Kείμενο γραμμένο για το ελculture)


Τρίτη, Οκτωβρίου 25, 2011

Παραμονή

Συναντήθηκαν σήμερα ο θεσμικά διακοσμητικός, ο εκ του θεσμικού του ρόλου διακοσμητικός, με τον ουσιαστικά διακοσμητικό, με τον από επιλογή διακοσμητικό. Ο ουσιαστικά διακοσμητικός πήγε να «ενημερώσει» τον θεσμικά διακοσμητικό, για τις διαπραγματεύσεις που διεξάγονται ερήμην της Ελλάδας με θέμα την τύχη της Ελλάδας. Η διακοσμητική συνάντηση της πολιτειακής και της πολιτικής ηγεσίας ενός κρατικού μορφώματος που δεν θυμίζει ούτε στα προσχήματα πλέον αυτεξούσιο κράτος, της πολιτειακής και πολιτικής ηγεσίας ενός πεδίου βολής φτηνού που ασκούνται βρίζοντας ξένοι καγκελάριοι και τραπεζίτες, τραβώντας το ο ένας προς την μεριά του 60% κι ο άλλος προς την μεριά του 40%, εκβιάζοντας αλλήλους με όπλο εκβιασμού το παρόν και το μέλλον της χώρας.

Είτε προς την μια πλευρά γείρει η πλάστιγγα είτε προς την άλλη είτε τα βρουν κάπου στην μέση, ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας, Γιώργος Ανδρέα Παπανδρέου, δεν έχει κανένα λόγο να αγχώνεται. Γιατί ξέρει πως όποια κι αν είναι η τελική λύση, θα είναι μια λύση που την θέλαμε, μια λύση που την επιδιώκαμε, μια λύση που μας διασφαλίζει περαιτέρω, μια λύση που μας σώζει περαιτέρω, μια λύση στο όνομα της οποίας θα δικαιώνονται όλα όσα ως σήμερα έχουν γίνει, ακόμη κι αν μέχρι σήμερα όλα γίνονταν στο όνομα της αποφυγής αυτής ακριβώς της λύσης. Αυτό που ως χθες βαπτιζόταν καταστροφή και δικαιολογούσε κάθε θυσία, μετονομάζεται σε σωτηρία που δικαιώνει όλες τις ως τώρα θυσίες.

Ο βιασμός της νοημοσύνης μας έχει φτάσει σε συγκλονιστικά επίπεδα. Αλλά όπως φαίνεται κι εμείς διακοσμητική την έχουμε.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 24, 2011

Εμείς θα τη νικήσουμε

Aπειλεί, λέει, η Μέρκελ τις τράπεζες να δεχθούν το ελληνικό κούρεμα, γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα αφήσει την Ελλάδα να χρεοκοπήσει ανεξέλεγκτα και τότε θα τα χάσουν όλα. Οπότε μπορεί η συζήτηση να στρέφεται τώρα στο τι ποσοστό της ζωής της χώρας εκχωρεί η κυβέρνηση στους ξένους επιτηρητές, είναι πάντως ακόμη εντυπωσιακότερο ότι έχει εκχωρήσει μέχρι και το δικαίωμα στο θάνατο της χώρας. Τι απομένει και στον πιο απελπισμένο; Το δικαίωμα να επιλέξει ο ίδιος, με τους δικούς του όρους, πώς θα βάλει τέρμα στη ζωή του; Το παραδώσαμε κι αυτό. Και το παραδώσαμε ενώ από μια παραξενιά της παγκοσμιοποίησης ήταν αυτό ακριβώς το δικαίωμα που μας είχε προσδώσει ρόλο δυνάμει δυναμίτη του συστήματος. Προτιμήσαμε όμως να μετατρέψουμε το υπέρτατο όπλο σε έσχατη αδυναμία.
Nαι, ξέρω, σε αυτή τη θεωρία υπάρχουν σημαντικές τρύπες, κρύβονται σημαντικοί κίνδυνοι και στη βάση της συλλογιστικής της βρίσκονται σημαντικές αναξιοπρέπειες. Ωστόσο ο δρόμος που στην πράξη ακολουθήθηκε έχει πολύ μεγαλύτερες τρύπες, οι κίνδυνοί του πραγματώνονται ο ένας μετά τον άλλο με φρενήρεις ρυθμούς, όσο για τις αναξιοπρέπειές του φτάνουν σε διαγαλαξιακά επίπεδα.
---
ΥΓ: Φίλαθλοι, μην μετατρέπετε το γήπεδο σε χώρο πολιτικής διαμαρτυρίας. Τι το περάσατε εδώ πέρα; Τα πορτ μπαγκάζ σας θα ανοιχθούν, τα πανό σας θα κατασχεθούν, στην ΓΑΔΑ θα προσαχθείτε, τα στοιχεία σας θα κρατηθούν. Και βλέπουμε.
Με τις συγκεντρώσεις και τις διαδηλώσεις έχουμε βρει πρακτικούς τρόπους να ξεμπερδεύουμε ως τώρα. Νομίζετε ότι αν χρειαστεί δεν θα βρούμε και με τα γήπεδα; Από τις ΠΑΕ που εμείς τους δίνουμε διαφήμιση, ως τους οργανωμένους που είναι τρεις φορές πιο διάτρητοι και μανιπουλαρίσιμοι από τους μπάχαλους, τρόποι υπάρχουν. Δεν θα μαζεύεστε στο γήπεδο να τα φωνάζετε από εκεί. Αυτό θα παταχθεί εν τη γενέσει του. Εκεί μόνο για μπάλα θα πηγαίνετε, άντε και για κάνα μπάφο και κάνα πέσιμο τα πιο νέα τα παιδιά. Αν θέλετε να μπινελικώνεστε, να μπινελικώνεστε μεταξύ σας όπως τόσα χρόνια. Δεν θα νικήσετε εσείς τη δημοκρατία.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 21, 2011

Απροετοίμαστος

---
Ξέρω πως όταν συμμετέχεις στη δημόσια συζήτηση -με όποιον τρόπο εν πάση περιπτώσει κι αν συμμετέχεις- πρέπει να φυλάς τα νώτα σου, να μην λες κάτι που αύριο μπορεί να χρησιμοποιηθεί εις βάρος σου για να σε υπονομεύσει. Ξέρω επίσης πως δεν είναι μόνο θέμα στρατηγικής, αλλά και στοιχειώδους αναγνώρισης των ορίων ανάμεσα στο ιδιωτικό και το δημόσιο: δεν είναι το ίδιο πράγμα μια σκέψη που κάνεις μόνος σου ή που μοιράζεσαι με δυο φίλους, με μια σκέψη που κοινοποιείς ευρέως και φεύγει πια από τον έλεγχό σου. Άλλο βάρος έχει, άλλη υπόσταση.
Όπως όμως ήδη θα κατάλαβες, παρόλο που τα ξέρω αυτά, θα σου πω κάτι που δεν θα έπρεπε. Εδώ και αρκετό καιρό, ολοένα και συχνότερα με πιάνω να ακούω δηλώσεις ή σχόλια πολιτικών, δημοσιογράφων και άλλων θεσμικών παραγόντων και να φωνάζω «Θάνατος», «Μια σφαίρα στο κεφάλι», τέτοιου είδους όμορφα πράγματα. Τα εννοώ; Τι να σου πω; Το ψάχνω. Μπορεί φωνάζοντάς τα να είναι ένας τρόπος να ξεθυμάνω. Την ώρα ωστόσο που τα φωνάζω, τα ψιλοεννοώ. Εδώ λοιπόν έχουμε φτάσει; Ίσως όχι. Ίσως απλά είμαι εγώ που έχω φτάσει εδώ, ίσως να ήμουν πάντα ψυχικά ασταθής και να έψαχνα αφορμή να εκδηλωθώ. Δεν το λέω ειρωνικά το τελευταίο, όντως η ακρότητα της έκφρασης μπορεί να ανάγεται σε δικά μου θέματα που τα προβάλω έτσι προς βολικούς αλλότριους κακούς.
Λέγοντας ότι «τα ψιλοεννοώ» δεν θέλω να πω πως θα μπορούσα ποτέ να κάνω εγώ κάτι τέτοιο. Ίσως χρειάζεται να περάσουν μερικοί ακόμη μήνες για να φτάσω να το σκεφτώ κι αυτό, ίσως δεν φτάσω ποτέ, πάντως δεν το έχω σκεφτεί ακόμη. Θέλω όμως να πω ότι αν ο θάνατος τους επερχόταν μπορεί και να μου φαινόταν σαν κάθαρση ή έστω σαν δίκαιη τιμωρία.
Κι ύστερα βλέπω τα βίντεο και τις φωτογραφίες του Καντάφι. Που σε πρώτη ανάγνωση (κι ίσως και σε όλες τις τελικές) έχει κάνει τρισχειρότερα πράγματα από όλους εκείνους για τους οποίους φωνάζω «Θάνατος». Και αν στη θέση του κεφαλιού του βάλω μερικά από τα κεφάλια που σκέφτομαι δεν μπορεί παρά να μου γυρίσει το στομάχι. Κι αυτό μάλλον δεν είναι κάτι που πρόκειται να αλλάξει ούτε σε μερικούς μήνες.
Άρα;
Δεν ξέρω ποιό είναι το άρα. Ξέρω ας πούμε ότι όλοι οι δημοκρατικοί ηγέτες που ως χθες έκαναν μπίζνες με τον Καντάφι κι έσφιγγαν με θέρμη τα χέρια του Καντάφι, δεν βρήκαν λόγια να καταδικάσουν τον τρόπο του θανάτου του. Είναι απασχολημένοι να κάνουν μπίζνες και να σφίγγουν με θέρμη τα χέρια των διαδόχων του. Ξέρω ότι ο κυνισμός, η υποκρισία και η αναλγησία που επικρατεί στο διακρατικό και διαπολυεθνικό επίπεδο είναι η βάση πάνω στην οποία είναι χτισμένος ο κόσμος που ζούμε. Ξέρω ότι η βία της μη απερίφραστης καταδίκης από τους δημοκράταρους και τους ανθρωπίσταρους εξουσιαστές είναι ασύγκριτα χυδαιότερη από τη βία των ανθρώπων που τον σκότωσαν.
Ξέρω επίσης ότι η βία της ανατίναξης που τρώει η ελληνική κοινωνία από το μνημονιομεσοπροθεσμοπολυνομοσχέδιο είναι βαθύτερη και χυδαιότερη από τη βία στους δρόμους. Αλλά ο βαθμός είναι συγκριτικός. Το χυδαιότερο δεν αθωώνει το χυδαίο. Σε ένα ποσοστό βέβαια το προξενεί ως αντίδραση. Σε ένα άλλο ποσοστό είναι τμήμα του χυδαιότερου, εκδήλωσή του, προσπάθεια επιβολής του δια της κρατικής ή παρακρατικής βίας.
Δεν μπορώ να βρω που θέλω να καταλήξω. Όλο αυτό που γράφω μια αντίφαση είναι. Κάπου ήθελα να χωρέσω ότι μπορώ να έχω πολλές εξηγήσεις και αιτίες για τις μη προβοκατόρικες κουκούλες, για τις αυθεντικές κουκούλες, αλλά άλλο αυτό και άλλο η πολιτική προσέγγισή τους. Πολιτικά αισθάνομαι πως βρίσκομαι στο άλλο άκρο.
Ίσως βέβαια πάντα ήμουν, ίσως ήμουν απλά μέλος μιας ημιπρονομιούχας τάξης που ζούσε σε μια ημιπρονομιούχα χώρα, ίσως απλά απολάμβανα ως τώρα τα οφέλη της συστημικής βίας και τώρα αρχίζοντας να βλέπω την άλλη της όψη, τα βάζω με τη βία των δρόμων.
Ναι, ίσως. Μέτρα τα «ίσως» του κειμένου, θα τα βρεις πολλά. Είμαι μπερδεμένος, είμαι αδιάβαστος, είμαι απροετοίμαστος. Γι' αυτό κι εγώ, όπως και τόσοι άλλοι σαν εμένα, δεν ξέρουμε ακόμα από που μας έχει έρθει. Μέχρι όμως να το βρούμε δεν μπορεί παρά να πάμε με το ένστικτο. Και το δικό μου το ένστικτο με κάνει να φωνάζω που και που «Θάνατος» αλλά βλέποντας τον Καντάφι να αναθεωρώ, με κάνει να μπορώ να καταλάβω την κουκούλα και την πέτρα και το μάρμαρο, αλλά να μην μπορώ παρά να τα θεωρώ εχθρούς μου. Tην πέτρα και το μάρμαρο, όχι αυτόν που τα πετά.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 20, 2011

Παρά τις επιμέρους απώλειες

Ψηφίστηκε λοιπόν, και έτσι τουλάχιστον μέχρι την Κυριακή -ίσως και για αρκετές ακόμη μέρες- ο ήλιος θα εξακολουθήσει να βγαίνει τη μέρα, το φεγγάρι θα εξακολουθήσει να βγαίνει τη νύχτα, τα ψάρια δεν θα ξεβραστούν στη στεριά, τα πουλιά θα εξακολουθήσουν να πετούν στον ουρανό, οξυγόνο θα εξακολουθήσει να υπάρχει στην ατμόσφαιρα σε επαρκείς ποσότητες για όλους (όχι μόνο στην υπόλοιπη επικράτεια, αλλά ακόμα και έξω από τη Βουλή), οι σταθμοί του μετρό θα ξανανοίξουν, τα βυζιά των λεχώνων θα εξακολουθήσουν να έχουν γάλα, τα παιδιά θα μπορέσουν ακόμη να τρέχουν, οι νέοι θα μπορέσουν ακόμη να ερωτεύονται, οι πούτσοι θα μπορέσουν ακόμη να σηκώνονται, κομήτες δεν θα πέσουν πάνω στη γη, η αποκάλυψη δεν θα έρθει αύριο, Παρασκευή 21η Οκτωβρίου του 2011.

Ψηφίστηκε λοιπόν, και παρά τις επιμέρους απώλειες -μια διαγραφείσα Κατσέλη εδώ, ένας νεκρός κομμουνιστής εκεί, ένας νεκρός δικτάτορας παραπέρα- είναι μια ακόμα ημέρα νίκης για τη δημοκρατία από εδώ ως τη Λιβύη, είναι μια ακόμα ημέρα νίκης για τη κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ που με νύχια και με δόντια βαστάει, με τεράστια συνειδησιακά προβλήματα ναι, αλλά βαστάει, αντέχει, αντέχει η Βάσω, αντέχει ο Μίμης, αντέχουν γιατί τι άλλο να κάνουν, γιατί ο Αρμαγεδδών πρέπει να αποφευχθεί, αλλά ήταν η τελευταία ευκαιρία αυτή που έδωσαν, άλλο δεν θα υποχωρήσουν, υπάρχουν και όρια, υπάρχουν και κόκκινες γραμμές.

Ψηφίστηκε λοιπόν, και έτσι το πανίσχυρο ντουέτο θα μπορέσει να διαπραγματευθεί, να πάει να παλέψει για τα δίκια της χώρας, έχοντας πολύτιμο όπλο στο οπλοστάσιό του το πολυνομοσχέδιο, όλα του τα άρθρα αλλά και το 37, το περάσαμε και αυτό το «συμβολικό και πολιτικό κριτήριο», το αντέξαμε κι αυτό, είμαστε ακόμη εδώ, είμαστε ακόμη εδώ συντεταγμένοι, κάνουμε αυτό που λέτε, είμαστε έτοιμοι για πολύ σκληρά παζάρια, έχουμε μια χώρα να υπερασπιστούμε, έχουμε μια χώρα να προστατεύσουμε, μια χώρα που δηλώνει πρόθυμη και παρούσα να μη χάσει τον ευρωπαϊκό χαρακτήρα της, την ευρωπαϊκή καρδιά της, να μη γυρίσει δεκαετίες πίσω, προς Θεού να μη γυρίσει δεκαετίες πίσω, δεν θα το επιτρέψουμε, θα τα καταφέρουμε όσα και όσους κι αν χρειαστεί να θυσιάσουμε.

Ψηφίστηκε λοιπόν, και η δημόσια τάξη ακόμη βαστάει, είμαστε άρα αναγκασμένοι να σκεφτούμε δημιουργικά προετοιμάζοντας αυτό το μακελειό που ολοένα προφητεύουμε αλλά δεν είναι διατεθειμένος ο κόσμος να μας το παρέχει (αφού ακόμη στα γιαούρτια και στις αποδοκιμασίες έχει μείνει), πρέπει άρα να δώσουμε μια χείρα βοηθείας στα πράγματα, να κάνουμε ένα ντου στη Βουλή, να επιτεθούμε στους διαδηλωτές, στο μεσοπρόθεσμο παίξαμε με την φανέλα των ΜΑΤ, στο πολυνομοσχέδιο με την εμφάνιση που φοράμε στα εκτός έδρας, δεν έχει σημασία η στολή αλλά το τελικό αποτέλεσμα, φυσικά και είναι ελεύθερος ο κόσμος να διαδηλώνει, εκτός από όλες εκείνες τις φορές που δεν είναι, φυσικά και είναι ελεύθερος ο κόσμος να θέλει να φύγουμε, αλλά εμείς δεν θα του κάνουμε τη χάρη να φύγουμε, μας εξέλεξε για να μείνουμε, για να ξέρουμε εμείς ποιό είναι το καλό του, τόσες δεκαετίες που τον ακούγαμε η χώρα χρεωκόπησε, όχι άλλο, όχι πια, τώρα είναι οι στιγμές της ευθύνης, οι στιγμές της διαπραγμάτευσης, οι στιγμές που ο Βενιζέλος ουρλιάζει στη Βουλή απαιτώντας «Τώρα, Τώρα, Τώρα», οι στιγμές που εκατόν πενήντα τρεις γενναίοι άνδρες και γυναίκες αντέχουν, φυλάττουν Θερμοπύλες, μια μέρα η Ιστορία θα τους αναγνωρίσει πως βάσταξαν, πως δεν υποχώρησαν στις σειρήνες της τσάμπα μαγκιάς, στις σειρήνες της ευκολίας, στις σειρήνες του χάους.

Τρίτη, Οκτωβρίου 18, 2011

Εντολές



Τέλος, με υφαρπαγή της λαϊκής εντολής, έως και το φθινόπωρο του 2013, οι σταθμοί «ΕΚΛΟΓΕΣ» και «ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ» θα παραμείνουν κλειστοί για επιβίβαση των πολιτών και αποβίβαση των κυβερνώντων και όλοι οι συνταγματικοί συρμοί θα διέρχονται από αυτούς χωρίς στάση.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 17, 2011

Παιχνίδια με τον ΔΙΑ ΡΑ ΛΟ

Eίμαστε το 99%. Μας διώχνουν απ' τα σπίτια μας. Αναγκαζόμαστε να διαλέξουμε ανάμεσα στο να ψωνίσουμε για να φάμε ή να πληρώσουμε το νοίκι. Δεν έχουμε πρόσβαση σε αξιοπρεπή ιατρική περίθαλψη. Υποφέρουμε από την μόλυνση του περιβάλλοντος. Δουλεύουμε πάρα πολλές ώρες για λίγα χρήματα και χωρίς καθόλου δικαιώματα (κι αυτό ισχύει για όσους από εμάς έχουν δουλειά). Δεν κερδίζουμε τίποτα, την ώρα που το υπόλοιπο 1% κερδίζει τα πάντα. Είμαστε το 99%.

Οk guys, αλλά φανταστείτε να είσαστε και μέλη μιας κοινωνίας διαρθρωμένης με τέτοιο τρόπο, που θα επέτρεπε στην συντεχνία της οποίας είσαστε μέλος να προάσπιζε τα δικά της επαγγελματικά δικαιώματα εις βάρος του συλλογικού συμφέροντος. Το σενάριο θα ήταν εφιαλτικό. Για το συλλογικό πάντα συμφέρον. Για το κοινωνικό σύνολο. Αυτό προσπαθούν να εξηγήσουν -πάντα σε αρμονία με τα ιδεολογικά ρεύματα του καιρού τους- η Άννα, ο Ανδρέας κι ο Γιάννης, σε ένα κείμενο, που όπως και αν το δεις πολιτικά, δεν μπορείς παρά να αναγνωρίσεις την αληθινή ευαισθησία αυτών των τριών ανθρώπων, τον αληθινό τους πόνο για ό,τι συμβαίνει υπό τη διακυβέρνησή τους στη χώρα τους και τους πολίτες της. Η ανθρωπιά αναβλύζει σε κάθε του γραμμή. Αλλά νά ένα ακόμα λάθος, νά ένα ακόμα κατάλοιπο του παρελθόντος: το να ζητάς κροκοδείλια δάκρυα και επίδειξη ψευτοσυναισθήματος από τους πολιτικούς. Όσοι χάιδευαν αυτιά μας έφτασαν εδώ. Τώρα ζούμε στην εποχή που τα αυτιά μαστιγώνονται, φτύνονται, δαγκώνονται, και αυτό είναι καλό σημάδι, είναι σημάδι μακροπρόθεσμης ευαισθησίας, διορατικής πολιτικής, οράματος για το μέλλον των αυτιών των παιδιών μας, που δεν θα χρειάζεται πια να μαστιγώνονται αν πατήσουμε το ωραίο γκάζι που περιγράφει το άρθρο, ώστε να βρεθούμε στο «κοινωνικό ξέφωτο του μέλλοντος». Δεν θα χρειάζεται όμως να χαϊδεύονται κιόλας. Ο πολίτης του μέλλοντος θα ξέρει πως αν θέλει να ζητά περισσότερα εργασιακά δικαιώματα, θα έχει κάθε ελευθερία να το πράξει μόνος του, με τις δικές του επιτέλους δυνάμεις, ώστε αν αξίζει όσα λέει ό,τι αξίζει, να τα βρει από την αγορά που δεν θα διστάσει να του τα δώσει. Ειδάλλως δεν του φταίει απολύτως κανείς. Κι όπως και να 'χει από τον καρκίνο των συντεχνιών θα έχει οριστικά απαλλαγεί. Απερίσπαστο επιτέλους από τα συντεχνιακά συμφέροντα το γενικό συμφέρον θα υπηρετηθεί μέσα από την μεμονωμένη επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος ενός εκάστου, όση δύναμη κι αν έχει αυτός, είτε στο 1% ανήκει είτε στο 99%, ας μην κολλάμε σε τεχνικές λεπτομέρειες, ας αφήσουμε επιτέλους την κοινωνία να αυτοδιατεθεί και αυτορρυθμισθεί χωρίς συντεχνιακούς νταβάδες.

Το κείμενο όμως δεν εξαντλεί τα δώρα του στην καταδίκη του συντεχνιασμού: Μια κοινωνία που αγωνιά και αναζητεί δημιουργικές διεξόδους από την κρίση, προφανώς και δεν μπορεί να τα φορτώνει όλα στην αστυνομία και τους εισαγγελείς. Καμιά εισαγγελική ή αστυνομική ενέργεια δεν μπορεί να υποκαταστήσει την κοινωνική αυτενέργεια. Η μία δραστηριότητα, άλλωστε, συμπληρώνει και στηρίζει την άλλη. Η μεν κοινωνία έχει υποχρέωση να υπερασπιστεί τον εαυτό της από κάθε επιβολή ιδεολογικών, κομματικών ή συντεχνιακών συμφερόντων, οι δε δημοκρατικά νομιμοποιημένες κρατικές λειτουργίες έχουν την υποχρέωση να ανταποκριθούν στο κοινωνικό αίτημα για την τήρηση της νομιμότητας. Δίχως τη στήριξη των πολιτών η λειτουργία του κράτους θα συκοφαντηθεί ως αυταρχική και, πάντως, θα έχει περιορισμένη αποδοτικότητα. Και δίχως το κράτος και τις λειτουργίες του, η κοινωνία των πολιτών δεν θα είχε νόημα, όποια γνώμη κι αν πλειοψηφούσε σε αυτήν.

Στα άρματα, στα άρματα εμπρός στον αγώνα, ας στέρξουμε πρώτοι εμείς να δείρουμε τους σκουπιδιάρηδες που εμποδίζουν τους ιδιώτες, υπερασπιζόμενοι ως κοινωνία τον εαυτό μας από την επιβολή των συντεχνιακών συμφερόντων, ας σταματήσουμε τη συκοφάντηση των ΜΑΤ στηρίζοντάς τα, όχι πια δια της μη κατακραυγής, αλλά και δια της έμπρακτης στήριξης, ο καθένας με ό,τι έχει κι ό,τι βρει, ένα λοστάρι, ένα dexion, όχι στον κοινωνικό αυτοματισμό, ναι στην κοινωνική αυτενέργεια, όποια γνώμη κι αν πλειοψηφεί στην κοινωνία, ακόμη κι η αντιμνημονιακή (λέμε τώρα, υποθετικό το παράδειγμα), αυτή νοηματοδοτείται μόνο αν υπάρχει κράτος, άρα κατ' εξοχήν νοηματοδοτείται από τους τρεις μας (τους τρεις μας που εκλεγήκαμε από εσάς τα σιχάματα, αλλά τώρα επιτέλους κάνουμε την αυτοκριτική μας), όχι όμως μόνο από τους τρεις μας, ούτε καν μόνο από το Βενιζέλο που μας στηρίζει λαχανιασμένα και εκπρόθεσμα, αλλά και από τις λειτουργίες του κράτους, λειτουργίες του οποίου πρέπει να συνδράμουμε και στα όργανά του οποίου δίπλα πρέπει να σταθούμε, Κυριακή στον Παρθενώνα με δικά μας δακρυγόνα βρε, επιτέλους να απελευθερωθεί το επάγγελμα του ματατζή, να ιδιωτικοποιηθεί και η δημόσια τάξη, να αποτραπεί το «μακελειό».

Παρασκευή, Οκτωβρίου 14, 2011

Παραλλαγές σε ένα μπλουζ

Τετάρτη μεσημέρι καθοδόν προς την πρόβα. Κέντρο. Κολλημένος στην κίνηση. Ψάχνω στο ραδιόφωνο ένα κομμάτι να μου αλλάξει τη διάθεση. Να κάνει το μυαλό μου να φύγει από τις εικόνες που έχω μπροστά μου. Wild is the Wind. Ωραία. Το πέτυχα στην αρχή. Αφαιρούμαι. Συγκεντρώσου, Χριστόφορε. Θα σου παραβγεί συνειρμικό. Ο Έρωτας τελικά είναι το μόνο συναίσθημα που έχει τη δύναμη να σου ακυρώσει την πραγματικότητα. Αυτό κι ο Μανώλης Καψής. Άρα και το μόνο που ίσως σε κάνει να περνάς αναίμακτα τη συγκεκριμένη εποχή, στη συγκεκριμένη χώρα. Η πρώτη γνωριμία έγινε τυχαία. Από την πρώτη στιγμή πιάνεις τον εαυτό σου να μην σκέφτεται τίποτα άλλο πέρα από το συγκεκριμένο πρόσωπο. Το συγκεκριμένο γέλιο. Τη συγκεκριμένη μυρωδιά. Το συγκεκριμένο άγγιγμα. Έλλειψη όταν δεν είσαι κοντά. Απογείωση όταν το σεξ ανακαλύπτεις πως είναι μοναδικό. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζεις. Έστω. Καμία λογική δε χωράει σε αυτό που νιώθεις. Καμία κρίση, καμία απορία που να είναι κοινή με των υπολοίπων. Χαμογελάς, αφαιρείσαι (πάλι;), ζηλεύεις, έχεις ταχυπαλμίες… Παράλογη εφίδρωση. Λογικό αποσμητικό. Ο χρόνος καταργείται … Το νόμπελ δεν μοιάζει πια τόσο μακρινό. Μήπως είναι λίγο νωρίς να πω «Σ’ αγαπώ»; ΝΑΙ. Προφύλαξε τον εαυτό σου, Χριστόφορε. Αφού το νιώθω γιατί να μην το πω; Εγώ θα το πω και ό,τι γίνει. Η λογική της μεταπολίτευσης πανταχού παρούσα. Το λέω. Το ακούω πίσω. Ώρα να σε βγάλω απ' το πηγάδι. Πάλι καλά… Να δώσω κλειδιά ή το χοντραίνουμε; Θα δώσω. Τα παίρνει… Χα… Εντάξει με θέλει το ίδιο. Χα... Κοινή αίσθηση ηλιθιότητας που δεν μας νοιάζει όμως… Ο βρεγμένος τη βροχή. Μακάρι όλοι να ήταν τόσο αλλού όσο κι εσύ… Αλλά είναι τόσο δύσκολο να βρεις αυθεντικούς ηλίθιους στις μέρες μας. Όλες οι αισθήσεις στην τσίτα, κι ένα φιλί που δεν τελειώνει ποτέ… Θα πάμε σινεμά ή για ποτό; Σινεμά γιατί τα χείλια μας είναι απασχολημένα 24 X 7. Ή καλύτερα να μείνουμε σπίτι στο κρεβάτι και να βάζουμε μουσικές στο lap-top... Πολλή αγκαλιά, πολλή μουσική, και λίγο μετά αρχίζουν τα υποκοριστικά… «Αγάπη μου»… «Μωρό μου»…κλπ. κλπ. Κάνεις ότι δεν σου αρέσουν αυτές οι γελοιότητες, αλλά κατά βάθος πετάς στα σύννεφα και θες να τις ακούς συνέχεια…Ωραίο συναίσθημα. Παράλογο. Ένας άλλος εαυτός. Θες περισσότερο, θες κι άλλο, θες, θες, θες… Τα πράγματα αγριεύουν. Την πετάς έξω. Σαστίζει. Ναι, αυτό που βλέπει είναι αλήθεια. Η δική σου αλήθεια. Σαν αέρας δυνατός, που όμως κάποια στιγμή ίσως σε γκρεμίσει και σπάσεις τα μούτρα σου… Και συμβαίνει. Γκρεμίζεσαι. Σπας τα μούτρα σου. Δεν πειράζει. Θα ξανασηκωθείς. Το λέει κι ο Μπέκετ. Το θέμα είναι ότι ένιωσες τον αέρα.. Θα ξαναφυσήξει πάλι. Χωρίς να το περιμένεις… Στρίβω στη γωνία και μπαίνω στο παρκινγκ ενώ το τραγούδι τελειώνει.. Πρέπει να βγω από το αυτοκίνητο.. Βγαίνω.. Δεν φυσάει καθόλου… Φύσα λίγο, ρε μαλάκα.

---

Φεύγω από το πάρκινγκ, κατεβαίνω Σίνα, στρίβω Πανεπιστημίου. Προχωράω προς το θέατρο. Κάθε μέρα πάλι αυτό θα γίνεται για να φτάσω στο «Βρετάνια»… Πόσο ζηλεύω τον Σποκ κάτι τέτοιες ώρες. Παρατηρώ φάτσες, κινήσεις, και το βήμα μου γίνεται όλο και πιο γρήγορο. Προσπερνάω τρεις τύπους που παίζουν μουσική στο δρόμο. Sing, sing, sing του Benny Goodman . Γυρνάω πίσω και ρίχνω ψιλά. Είμαι τσίπης. Στέκομαι λίγο και τους ακούω. Είμαι καλλιτέχνης. Ρίχνω κι άλλα ψιλά, και ξαναπαίρνω το δρόμο για το θέατρο… Όχι και τόσο τσίπης τελικά. Ο ρυθμός του συγκεκριμένου κομματιού μου καθορίζει τη διάθεση. Το βηματισμό επίσης. Ας ελπίσω να έχει συνέχεια πράσινα ειδάλλως θα με πατήσει αυτοκίνητο. Αλλά χαλάλι. Χαμογελάω και θυμάμαι πως ήταν λίγα χρόνια πριν οι ίδιες εικόνες από τις οποίες τώρα περνάω… Άκου τώρα γιατί χαμογελάω. Τα κεφάλια δεν ήταν τόσο σκυμμένα, στα ΑΤΜ περίμενες ουρά, από τα μαγαζιά βγαίνανε με σακούλες, τα καφέ ήταν γεμάτα, οι γυναίκες είχαν άλλο αέρα. Ψεύτικο. Αλλά άλλο. Φούρνοι με βιτρίνες χλιδάτες, εστιατόρια τίγκα από δικηγόρους και κουστουμάτους, πάρκινγκ φίσκα, και περίπτερα γεμάτα περιοδικά με ακριβώς το ίδιο περιεχόμενο. Άλλοι το λέγανε ανάπτυξη, άλλοι πελατειακό καπιταλισμό, άλλοι φούσκα. Ό,τι και να ήταν τελείωσε. Έχω κάνει γύρισμα σε κάθε γωνία της συγκεκριμένης περιοχής, κάθε ώρα, κάθε μέρα, σε κάθε εποχή και ηλικία. Πώς κατάφερνα και δημιουργούσα μέσα σε αυτή τη φούσκα; Κι όμως τα κατάφερνα. Τώρα το σκηνικό αλλάζει. Παρόλα αυτά ο κόσμος προχωράει. Με δυσκολία. Αλλά προχωράει. Πάλι θα βγει βόλτα, πάλι θα πιει καφέ, πάλι θα ακούσει μια μουσική που θα του φτιάξει τη διάθεση -έστω για λίγο-, πάλι θα κοιτάξει τις ωραίες γάμπες που θα περάσουν από πλάι του. Αλλάζουν οι αγωνίες. Αλλάζουν οι τρόποι σκέψης. Αλλάζει η έκφραση. Έτσι γίνονταν πάντα αυτές οι αλλαγές. Απότομα. Βίαια. Άγρια. Όπως ο ρυθμός του συγκεκριμένου κομματιού. Θα το ζήσουμε και αυτό. Ο καθένας με τις αντοχές του και κάνοντας αυτό που ξέρει και του αξίζει. Κανείς δεν πάει χαμένος σε αυτή τη ζωή και όλοι παίρνουν τελικά αυτό που τους αναλογεί. Πλησιάζω στο θέατρο και η μουσική ακόμα υπάρχει στο background. Sing, Sing, Sing και ξαφνικά ένας πιτσιρικάς αρπάζει την τσάντα μιας γυναίκας. Παγώνω στο φανάρι. Αυτό δεν το έχω ξαναδεί, και τη φωνή αυτής της γυναίκας δεν την έχω ξανακούσει. Κλέβουν τσάντες στο κέντρο. Είναι δυνατόν; Εκεί λοιπόν φτάσαμε; Την αρπάζει, τρέχει, χάνεται πριν προλάβει κανείς να αντιδράσει. Φάσκω. Αντιφάσκω. Δεν πολυκολλάει αυτό, αλλά ακούγεται ωραίο. Έχω ευθύνη; Ναι. Που; Πόσο; Γιατί; Άρνηση. Ένταση. Όλα δικαιολογημένα. Όλα έχουν θέση. Στον κόσμο μου χωρούν τα πάντα. Η δικιά μου ποια είναι; Ενοχές που πάω στην πρόβα; Ναι. Λάθος μου. Η απολογία για το «αυτονόητο» είναι λάθος. Άρα; Τι κάνω; Παρατηρώ τις αλλαγές και ρισκάρω. Ίσως και να προτείνω κάτι στο μέλλον μέσα από τη δουλειά μου. Τα πάντα ρει. Κι εγώ πλάι σ’ αυτά… Ανάξιός τους, αντάξιός τους. Φάσκω. Αντιφάσκω. Υπάρχω. Ρισκάρω. Δημιουργώ.

---

12 τη νύχτα. Πρόβα τέλος. Έξω από το θέατρο και κατευθύνομαι προς κοντινό μπαράκι. Άλλο σκηνικό. Έρημη πόλη. Αγριεύεσαι λίγο. Τόσες ακραίες εναλλαγές στη ζωή μιας πόλης δε θυμάμαι να έχω ξαναδεί. Ξενερώνω και είναι κρίμα. Θυμάμαι όμως άλλες πόλεις στο εξωτερικό που όποτε βρισκόμουν στο δρόμο τέτοια ώρα έμοιαζαν λίγο με τη δική μου τώρα. «Σαν τη ζωή της Αθήνας, πουθενά στον κόσμο» έλεγα τότε. Κίνηση έξω τη νύχτα, ασφάλεια, διασκέδαση. Σαν τα τζιτζίκια ήμασταν, που ήρθε απότομα ο χειμώνας και μας πάγωσε. Παρόλα αυτά μπαίνω στο μπαράκι. Γιατί δεν θα το βάλω κάτω, γιατί δεν θα τους αφήσω να να με κερδίσουν. Μου έρχεται αυτός ο ευχάριστος ήχος κόσμου και μουσικής. ‘’Suspicious Minds’’ – Elvis Presley. Σκανάρω. Έχει κόσμο. Κανονικό. Καλό αυτό. Υπάρχουν κι άλλοι σαν εμένα που αντιστέκονται. Μιλάνε, γελάνε, φλερτάρουν, έχουν δύναμη. Όμορφη αφέλεια. Απαραίτητη. Μιλάμε τη λατρεύω τη βλακεία σε όλες της τις εκδοχές. Άλλοι αναλύουν, άλλοι ανταλλάσσουν γκομενικά βλέμματα. Άλλοι είναι σε κατάθλιψη καθότι προσφάτως άνεργοι… Πηγαίντε αλλού ρε παιδιά. Έλεος δηλαδή. Ένα ποτό ήρθαμε να πιούμε. Οι τύψεις πάνε πάλι να έρθουν. Τις διώχνω. Ενοχές. Γιατί; Εγώ κάθε σεζόν άνεργος είμαι από φύση επαγγέλματος. Ούτε κλάφτηκα ποτέ όμως, ούτε μιζέριασα. Νά τελικά που είχε και τα καλά της ετούτη η θητεία. Δεν είμαι μαλθακός. Βίωνα την ανεργία πριν την κρίση. Και ξέρω. Ξέρω πολύ καλά. Πολύ καλύτερα από όλους αυτούς που ζούσαν αμέριμνα. Συνήθως μετά από μία πρόβα ή παράσταση είσαι στην τσίτα και πάντα ένα ποτό βοηθάει. Ειδικά τώρα, που το πρωί δεν υπάρχει γύρισμα, dead-line ή επεισόδια να παραδοθούν… Ηθοποιοί. Παράξενα όντα. Παράξενες σχέσεις που στο τέλος της ημέρας όμως κάτι αφήνουν. Ενίοτε δυνατό… Χάνονται, βρίσκονται, χωρίζουν, ξανασμίγουν και μέσα από τους ρόλους και την ψεύτικη πραγματικότητα της σεζόν μεγαλώνουν εντέλει μαζί. Κάθε κουβέντα μοιάζει με την προηγούμενη. «Οικονομική Κρίση». Ασφυκτιώ. Λίγη φαντασία, πίπολ. Ξαφνικά μια κοπέλα ρίχνει ένα μπάτσο στο φίλο της. Μάλλον της ζήτησε να χωρίσουν. Ο μπάτσος ή ο φίλος της; Κλάμα, κακό… Χωρισμός και προ ΔΝΤ, και μετά. Και μπάτσοι. Μπάτσοι παντού. Ένας άλλος στη δική μου παρέα χωρισμένος κι αυτός κλαίει τη μοίρα του για τη Σοφία που τον παράτησε. Αρχίζω να τον παρηγορώ. Δεν πιστεύω τίποτα από όσα λέω αλλά, αντρική αλληλεγγύη… Θα μου πεις, γιατί την πήδηξες; Αντρικές ορμόνες, ανάγκη για επιβεβαίωση, ανάγκη για ηλιθιότητα. Φάσκω. Αντιφάσκω. Τι θα κάνουμε; Που θα δουλέψουμε; Μήπως να φύγω έξω; Κλασσική ερώτηση που όλοι θέτουν. Το ένα σήριαλ κόβεται μετά το άλλο. Τα θέατρα θα δουλέψουν; Έχω τις ίδιες αγωνίες όμως παράλληλα αναρωτιέμαι αν μία τόσο μικρή χώρα είχε χώρο για τόσα πολλά σήριαλ, τόσους πολλούς ηθοποιούς, τόσες πολλές σχολές, και τόσες πολλές ΥΠΟΣΧΕΣΕΙΣ. Πόσο άμοιροι είμαστε; Το βουλώνω και δε λέω τίποτα. Μιλάνε όλοι. Όμως η μουσική αρχίζει να καλύπτει τις φωνές τους. Επιλέγω να ακούω μόνο τη μουσική και χάνομαι στις σκέψεις μου. Κοίτα να δεις που τώρα «η ζωή μου» αντιγράφει την «τέχνη μου». Αυτή τη σκηνή την έχω γυρίσει δεκάδες φορές στο παρελθόν -ακόμα και στο ίδιο μπαράκι-για ένα από τα σήριαλ μου. Η μη επαναληψιμότητα ήταν βασική αρετή μου. Μόνο που τώρα λείπουν οι κάμερες και το συνεργείο. Γελώ μόνος μου κι αρχίζω να βαριέμαι. Θέλω να φύγω. Μεγαλώνω. Παράλογη ταχύτητα καριέρας μειώνεται. Μοιραία. Ευτυχώς. Αν δεν μειωνόταν και συνέχιζα έτσι θα τράκαρα σε λίγα χρόνια με το άπειρο, το άπαν, την κορυφή των κορυφών. Αλλιώς πως θα εκτιμηθεί; Πως θα διαχωριστεί; Από που; Από τη ζωή. Πρέπει να διαχωριστεί; Μήπως ήταν καλύτερα στα σήριαλ μου; Ηταν. Μεγαλώνω. Με κρίση, χωρίς κρίση, εγώ πάλι θα μεγάλωνα. Γράψε, γύρισε, παίξε, απόλαυσε, και φυσικά απολογήσου. Στην Ελλάδα είσαι. ΟN camera.. OFF πως είναι; Πιο δύσκολα.. Όμως χωρίς OFF υπάρχει ON; Όχι. Αρα; Και μόνο που τα σκέφτομαι αυτά Πολυτέλεια. Η μήπως Σαχλαμάρα; Εχμ. Ο πλαϊνός είναι σε χειρότερη θέση. Ο τάδε και ο τάδε και ο τάδε.. Εύκολη σκέψη. Ομως ηλίθια και αδιέξοδη, συντηρητική δικαιολογία, όσων ανίκανοι στέκονται να παλέψουν. Παθητικοί, βολεμένοι, δειλοί που απλά αναπνέουν, τρώνε και κρίνουν. Όλα αυτά τα ανθρωπάκια που μας έφεραν ως εδώ. Που χρεοκόπησαν τη χώρα και δεν γυρίζονται πια σίριαλ. Σε τι χώρα μου έλαχε να ζω; Ζωές άλλων. «Πάντα γι άλλους μιλάμε, έτσι δεν πονάμε, έτσι ξεχνάμε» έλεγε η Αλεξίου σε τραγούδι της.. Κοίτα που είχε δίκιο. Γίνομαι επικίνδυνα αυστηρός. Δεν με βοηθάει αυτό. Αυτή η σκέψη πάει. Εφυγε. Αφιλτράριστη. Μαζί της φεύγω κι εγώ. Ακόμα να φυσήξει.

---

Μπαίνω στο αυτοκίνητο. Επιστρέφω σπίτι. Ξενύχτησα πάλι.Στο ράδιο ο Σαββόπουλος. ‘’Τι έπαιξα στο Λαύριο’’. Πόσο γλυκό είναι αυτό που ακούω. Ακούω τους στίχους ‘’Ζούμε σ’ ένα όνειρο που τρίζει’’…΄Οπα… Και τότε αυτές τις ανησυχίες είχαν. Τελικά τίποτα δεν είναι τυχαίο. "Σαν το ξύλινο ποδάρι της γιαγιάς μας". Όπα ... Και τότε είχαν γιαγιάδες. Σύμπτωση κι αυτό; Όλα μια συνέχεια είναι, μια νομοτέλεια, ένα γιν κι ένα γιανκ, ένας μεγάλος αστρικός χάρτης. Χρόνος. Φόβος. Για μια στιγμή μου λείπει η οικογένειά μου. Τα τραπέζια τις Κυριακές. Η αλήθεια που είχαμε με τη μάνα μου και τον αδελφό μου, η Μάγδα, η Ανθή, τα 80’ς και η ανεμελιά τους. Δηλαδή μου λείπει ‘’εγώ παιδί’’. Δεν έχουν πρόβλημα τα ελληνικά μου. Τα λέω έτσι για να σου εντυπωθούν. Είμαι ακριβώς όπως όταν ήμουν μικρός; Κοιτάζομαι στον καθρέφτη. Την βγάζω ξανά. Όχι, ρε, μαλάκα. Καμία σχέση με τότε. Τότε γιατί νιώθω έτσι; Αν είχα ένα παιδί; Σίγουρα θα ήταν διαφορετικά. Ή μήπως το ίδιο θα ήταν, απλά θα εκτονωνόμουν εκεί. Μπααα...Θα μου χαμογελούσε και όλα θα πέρναγαν… Είναι καλή φάση τα παιδιά. Και για εκτόνωση και για να σε κάνουν να νιώθεις καλύτερα. Το τραγούδι, θες δε θες, σε σπρώχνει σε τέτοιες σκέψεις… Μα, αν οι γύρω τα μεγαλώνουν με ψέματα, εγώ πως θα το μεγαλώσω με αλήθειες; Αν και ένα παιδί πάντα ξέρει, πάντα καταλαβαίνει, και πάντα χρεώνει. Στους γονείς. Αυτή είναι η δουλειά του. Πώς να κρυφτείς απ' τα παιδιά; Έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα. Μου έρχεται η ευχή που πάντα ακούω να δίνουν σε μαιευτήρια και βαφτίσια… «Να σας ζήσει, να το χαίρεστε και να το δείτε όπως εσείς επιθυμείτε». Δεν υπάρχει πιο ηλίθια, πιο άκυρη, πιο εγωκεντρική ευχή. Η λογική βάζει τελεία σ’ αυτές τις σκέψεις. Εξάλλου έχω χρόνο ακόμα. Η Κηφισίας άδεια εντελώς. Φτάνω σπίτι αλλά το τραγούδι δεν έχει τελειώσει. Κάνω ακόμα μια βόλτα το τετράγωνο, για να το ακούσω όλο. Παρατηρώ πως όλα τα πατζούρια είναι ερμητικά κλειστά. Παλιότερα δεν ήταν. Μην ξεχάσω να κλείσω κι εγώ τα πατζούρια, να βάλω συναγερμό, να παροπλιστώ, να με πιάσει κλειστοφοβία. Πρέπει να φοβάμαι. Αλλιώς είμαι βλάκας… Υπάρχει κι αυτή η «συμμορία με τα καλάσνικοφ». Αλλά είμαι γουρλής γιατί πριν καλά καλά το γράψω τους έπιασαν. Μην σου πω ότι τους παρόπλισαν κιόλας. Πόσο δεν ταιριάζουν αυτές οι σκέψεις με αυτήν τη μουσική. Γιατί δεν γράφονται τραγούδια πάλι σαν αυτό; Ίσως γιατί πάντα μετά από χρόνια εκτιμάμε και καταλαβαίνουμε ό,τι δημιουργήθηκε κάποτε. Μάλλον έτσι θα γίνει και στο μέλλον… Άρα; Αισιόδοξο αυτό. Έφτασα σπίτι. Φύσα αγέρι, φύσα αγέρι.

---

Μπαίνω σπίτι. Πετάω κλειδιά, βγάζω παπούτσια. Θα αρχίσει να χαράζει σε λίγο… Βάζω ένα ουισκάκι. Γαλήνη… Η τσίτα αρχίζει να εξατμίζεται. Μ’ αρέσει το σπίτι μου. Είμαι τυχερός που το έχω και τυχερός που μου αρέσει. Ψάχνω στο laptop μουσική. ‘’Chopin –Nocturne in C minor’’. Μελαγχολικό λίγο. Σημειώνω ατάκες, ιδέες, προτάσεις. Επεξεργάζομαι ότι άκουσα σήμερα. Πρέπει να γράψω. Έχω τις ταινίες που είναι σε εξέλιξη. Πρέπει να γράψω. Ανάβω τσιγάρο και νιώθω ότι απόψε αντέχω τον εαυτό μου. Ας μη γράψω δεν έγινε και τίποτα… Χαλαρά. Δεν μας βλέπει κανείς. Χαϊδεύομαι. Το χαλαρά φεύγει. Καμία εικόνα. Κανένας θεατής. Ισορροπία. Σε τεντωμένη ψω... Μη. Μη το πεις. Γίνε υπαινικτικος. Άσε το μυαλό να ταξιδέψει. Σε λίγους μήνες γίνομαι 37. Χωρίς γάμο, χωρίς παιδί, χωρίς μονιμότητα. Πώς γίνεται αυτό; Γαμώ την ΑΔΕΔΥ μου. Οι μισοί μου συμμαθητές ήδη έχουν βάλει μπρος τα διαζύγιά τους. Μα που έκανα λάθος; Η μήπως δεν έκανα; Μάλλον δεν αντέχομαι. Ή μάλλον δεν αντέχω εγώ να ξέρω τι δε θέλω, και να το κρατάω. Τελικά ίσως είναι καλύτερα να μην ξέρεις τι θέλεις και να δοκιμάζεις στην ζωή σου, παρά να συντηρείς κάτι από ανασφάλεια, που βαθιά μέσα σου ξέρεις ότι δεν το θες… Για λίγο δεν υπάρχει το άγχος των λογαριασμών και της συντήρησης. Για λίγο. Το επιβάλλει η μουσική. Μετά θα αγχωθώ πάλι. Για τη συντήρηση. Αλλά όχι ακόμα. Για λίγο θα ακουμπήσω πιο βαθιά. Για λίγο. Αφού μπορώ και θέλω. Σε όποια χώρα, σε όποια εποχή, σε όποια συνθήκη και σε όποια κρίση. Για λίγο είναι ωραία να ακουμπάμε βαθιά. Θυμόμαστε έτσι. Τον εαυτό μας. Όσοι δεν μπορούν να μείνουν για λίγο μόνοι τον χάνουν. Ούτε τηλεόραση, ούτε ίντερνετ, ούτε άλλες πληροφορίες, ούτε φωνές. Φτάνει. Για λίγο. Να βρούμε τα ίσα μας. Μου λείπει. Έλα μωρέ σιγά. Ποιός να συγκριθεί μαζί σου; Η ιδέα σου λείπει. Ε και; Σε όλους η ιδέα λείπει. Παύση. Αρχίζει να χαράζει. Μεθαύριο πρεμιέρα στο Amadeus. Γιατί το κάνω; Το αγαπάω; Είμαι εγώ αυτό; Είμαι ένα είδος Μότσαρτ της εποχής μου; Στο πιο ποπ, έστω. Μάλλον κομμάτι μου είναι. Ναρκισσιστικές, χαοτικές σκέψεις. Ξεκόλλα. Εδώ ο κόσμος καίγεται. Κάνε το σταυρό σου που έχεις δουλειά. Είσαι αχάριστος; Είσαι τρελός; Γράψε. Άνθρωποι περιμένουν από εσένα. Πρέπει να εξασφαλίσεις τα πιο δύσκολα που λένε ότι θα έρθουν. Ε και; Εμένα τι θα μου μείνει στο τέλος; Τίποτα. Αυτό εδώ τώρα. Αυτό το «Για λίγο». Τι ωραία πολυτέλεια να μπορείς να ακούς αυτή τη μουσική και να ταξιδεύεις για λίγο. Πολυτέλεια το αυτονόητο; Ναι. Εδώ μας έφτασε η εποχή μας. Να θεωρείται πολυτέλεια το αυτονόητο. Οι δειλοί και οι ανίκανοι να σου καθορίζουν τη διάθεση, τις σκέψεις, τις αποφάσεις και εντέλει την ποιότητα. Θυμώνω; Μπααα… Απλά το αποστρέφομαι. Δικαίωμά μου είναι. Αποστρέφομαι οτιδήποτε μου ζητά να κάνω εκπτώσεις από την ποιότητα. Όχι εδώ. Εδώ υπάρχει όραμα. Και τρέλα και ρίσκο και αναζήτηση. Διαρκής. Βασανιστική. Εξάλλου κύκλος είναι και θα ολοκληρωθεί. Παλιότερα είχαν τη θρησκεία να φοβούνται. Μετά ήρθαν οι ψυχολόγοι και οι ψυχίατροι… Και τώρα; Τώρα το βαφτίσαμε «μοίρα» και «κάρμα». Ότι είναι να γίνει θα γίνει. Τα ίδια και τα ίδια σε άλλες version, και άλλες εποχές. Μέτρο. Λογική. Συναίσθημα. Ο καθένας τα βάζει με τη δική του σειρά. Δύσκολα τα πράγματα. Εγώ όμως τώρα για λίγο, αυτήν τη συγκεκριμένη στιγμή, με αυτήν τη συγκεκριμένη μουσική, είμαι τόσο καλά. Χαράζει. Δεν έκλεισα κανένα πατζούρι. Λες να με βλέπανε; Ρόμπα θα έγινα. Αλλά γιατί; Γιατί να είμαι τόσο ενοχικός; Ωραίο θέαμα θα ήταν. Εμένα θα μου άρεσε να το βλέπω. Να θυμηθώ να κάτσω μπροστά στον καθρέφτη την επόμενη φορά. Εγώ, το κορμί μου, οι σκέψεις μου, η εικόνα μου, η φάση μου, η αντίφασή μου. Οι πρώτες γραμμές του ήλιου αρχίζουν να μπαίνουν μέσα. Γι’ αυτό φτιάχτηκαν τα παράθυρα. Για να μπαίνει φως. Τι είπα πάλι! Μα πώς μού ήρθε αυτό; Με εκπλήσσω. Μου αρέσει αυτό. Να με εκπλήσσω. Μακάρι και αύριο να κρατηθώ και να μην τα κλείσω. Ίσως σε λίγες μέρες, όλες αυτές οι σκέψεις να είναι παλιές. Ξεπερασμένες από τα γεγονότα. Να έχουμε πάρει την έκτη δόση, να έχουμε πάει στο πρωτογενές πλεόνασμα, να έχουμε ξαναβγεί στις αγορές. Ίσως κι εγώ ο ίδιος να τις ακυρώσω, να τις ειρωνευτώ. Να τις ειρωνευτούν άλλοι το αποκλείω. Οι μουσικές τους όμως, ότι και να γίνει, πάντα θα υπάρχουν. Κλείνω τα μάτια. Μεταξύ ονείρου και ξύπνιου φυσάει επάνω μου ένα ανυπέρβλητο αεράκι, το δικό μου προσωπικό αεράκι.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 13, 2011

Συλλογικές διαπραγματεύσεις

Μήπως αντί να απεργεί μία ο πρώτος, μία ο δεύτερος, μία ο τρίτος, μία ο τέταρτος, και μετά να πηγαίνουν και ο πρώτος και ο δεύτερος και ο τρίτος και ο τέταρτος ηττημένοι σπίτια τους (αφού έχουν πρώτα επιφέρει μικρότερα ή μεγαλύτερα προβλήματα στη ζωή του διπλανού τους), έχει έρθει η ώρα να απεργήσουν :

α) όλοι μαζί και β) για όσο πάρει;

Μήπως έχει έρθει η ώρα για την ένωση αντί για τον κατακερματισμό των δυνάμεων;

Μήπως έχει έρθει η ώρα τα κατακερματισμένα «δεν πάει άλλο με το μνημόνιο» να ενωθούν σε ένα μαζικό και διαρκές;

Μήπως έχει έρθει η ώρα η ελληνική κοινωνία να αντιδράσει επιτέλους συντεταγμένα σε ένα σώμα;

Συντεταγμένα, συνταγματικά, δημοκρατικά, ειρηνικά, αποφασισμένα και για μια φορά στ' αλήθεια ανυποχώρητα.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 12, 2011

Zώντας στον υλικό κόσμο

Δεν ξέρω πώς λειτουργεί σε σένα η διάρκεια των ταινιών, αλλά από παιδί για μένα ήταν ένα -πώς να το πω;- όχι κριτήριο, κάτι που βρισκόταν έξω μεν από το κριτήριο, αλλά από τη στιγμή που αποφάσιζα τι θα δω ήταν ένας παράγοντας που με έφτιαχνε (αν η ταινία κρατούσε ας πούμε πάνω από 2 ώρες) ή με χαλούσε (αν κρατούσε μόνο 1 1/2). Τα έργα που διαρκούσαν πολύ αποτελούσαν στα μάτια μου κάτι σαν μεγαλύτερο δώρο, μεγαλύτερο κομμάτι κέικ που μου αναλογούσε, κάτι σαν λίγο περισσότερος κερδισμένος χρόνος που είχε κλαπεί υπέρ μου. Στην περίπτωση βέβαια των 3 1/2 ωρών διαρκείας του "George Harrison: Living in the material world" μιλάμε για οριακή κατάσταση που ξεφεύγει από τα συνήθη (και πράγματι το ντοκιμαντέρ γυρίστηκε για το ΗΒΟ, όπου και προβλήθηκε σε δύο μέρη), ωστόσο αν σκέφτεσαι να το δεις και σε προβληματίζει αυτό, να μην σε προβληματίζει. Το ντοκιμαντέρ «ποταμός» του Σκορσέζε για τον Χάρισον ρέει και σαν ποταμός. Περιλαμβάνει συνεντεύξεις απ' όλους όσους φαντάζεσαι, τον Μακάρτνεϊ, τον Ριγκο Σταρ, τη Γιόκο Όνο κι άλλους πολλούς, μεταξύ των οποίων τη δεύτερη γυναίκα του (Σε μια χαρακτηριστική της ατάκα λέει πως όταν τη ρωτάνε ποιό είναι το μυστικό ενός μακροχρόνιου γάμου, εκείνη απαντά «Είναι πολύ απλό. Δεν ζητάς διαζύγιο». Το λέει γελώντας και δεν είναι ταυτολογία, δεν είναι μια παραδοχή ήττας, είναι μια ημιμελαγχολική εξήγηση αντοχής που περιλαμβάνει και λίγη ήττα, την ήττα του απόλυτου ίσως, την ήττα του ιδεατού για χάρη του αληθινού), τον κολλητό του φίλο Έρικ Κλάπτον (που του έκλεψε την πρώτη γυναίκα ή, όπως λέει ο ίδιος στο ντοκιμαντέρ, ζήτησε την άδεια του να του την πάρει και ο Χάρισον περίπου του την έδωσε), την πρώτη γυναίκα του (για πάρτη της οποίας ο Κλάπτον έγραψε μεταξύ άλλων το "Layla" και το "Wonderful Tonight", ενώ ο Χάρισον -σύμφωνα με την ίδια, αν και ο Χάρισον το αρνούνταν- το "Something"), τον Έρικ Άιντλ και τον Τέρι Γκίλιαμ (κάθε φορά που θα βλέπεις το «Ένας Προφήτης μα τι Προφήτης» να θυμάσαι ότι γυρίστηκε χάρη στον Χάρισον). Οι συνεντεύξεις αναμιγνύονται με το χορταστικότατο αρχειακό υλικό. Το κύριο τμήμα της δουλειάς του Σκορσέζε πρέπει να ήταν το να δει ό,τι υπάρχει κι ύστερα να αποφασίσει τι από όλο αυτόν τον τεράστιο πλούτο θα χωρέσει, τι αξίζει να μπει, ώστε να αποτελέσει τμήμα της ιστορίας του. Και ποιά είναι η ιστορία; Δεν είναι τόσο σφιχτή και τόσο ξεκάθαρη όσο θα ήταν η ιστορία ενός ήρωα σε μια ταινία μυθοπλασίας, μάλλον έχουμε να κάνουμε περισσότερο με μια συνολική αποτύπωση της ζωής και του έργου του Χάρισον, ωστόσο ο βασικός της άξονας είναι αυτός: το παιδί που ήταν στους Μπιτλς και αρχικά δεν έγραφε καθόλου μουσική, ήταν ο Μπιτλ που άλλαξε περισσότερο από όλους, έγινε αληθινά δημιουργικός, ψάχτηκε και βρήκε στην ανατολίτικη φιλοσοφία κάτι που ζητούσε η καρδιά του. Πολλοί λένε ότι είχε δύο όψεις, την γλυκιά και την άγρια, ωστόσο όσες φορές μιλά στο αρχειακό υλικό του ντοκιμαντέρ δίνει την αίσθηση ενός ανθρώπου αληθινά συγκροτημένου και συμφιλιωμένου με την ύπαρξη.

Πιθανότατα αποτελεί τη μεγαλύτερη ήττα της σκέψης να γυρνάνε όλες οι συζητήσεις -ακόμη κι οι πλέον άσχετες όπως αυτή εδώ- γύρω από το θέμα της τρέχουσας οικονομικής κατάστασης, αλλά δεν θα αντισταθώ στον πειρασμό. Λίγη ήττα παραπάνω τι κακό να μας κάνει; Στην αρχή του ντοκιμαντέρ ο Μακάρτνεϊ λέει ότι με τον Χάρισον πήγαιναν σε ένα ντικενσιανό σχολείο και ότι ήθελαν να φύγουν από εκεί. Ότι το ροκ ήταν το όχημά τους για να αποδράσουν από αυτόν τον κόσμο. Τέλη δεκαετίας του 50 λοιπόν δυο παιδιά της εργατικής τάξης του Λίβερπουλ ήταν κάπου από όπου ήθελαν να φύγουν. Αντίθετα μέχρι την κρίση οι Έλληνες ήταν κάπου από όπου δεν ήθελαν να φύγουν. Καραγούσταραν -έστω και με την έννοια του εθισμού- τον τρόπο ζωής τους, τον τρόπο ζωής που δεν ήξερες πού σταματούσε η θεμιτότατη αξίωσή σου για αξιοπρεπή ζωή και πού ξεκινούσε ο καθαρός καταναλωτισμός, ο καθαρός υλισμός, η καθαρή φούσκα. Ο Τέρι Γκίλιαμ λέει ότι τόσο στον πνευματικό όσο και στον υλικό κόσμο ο Χάρισον αναζητούσε την ομορφιά. Εδώ το πρότυπο ζωής των τελευταίων 25 χρόνων σε κανένα από τους δύο κόσμους δεν αναζήτησε την ομορφιά. Το λάιφ στάιλ κι ο καταναλωτισμός δεν αποσκοπούσαν στο να δεις αλλά στο να φαίνεσαι, δεν αποσκοπούσαν στην ομορφιά αλλά στην υπογραφή της φίρμας που θα την υποκαθιστούσε. Ο Χάρισον με τους κρίσνα του και τους γκουρού του, τους διαλογισμούς του και τα μάντρα του, προσπάθησε να αποκτήσει μια εσωτερική γαλήνη και σιγουριά, προσπάθησε να ξεχωρίσει τον πνευματικό κόσμο από τα υλικά αγαθά. Για να μην εξιδανικεύουμε τίποτα, σίγουρα όταν είσαι περιστοιχισμένος από όλα τα καλά του υλικού κόσμου έχεις την πολυτέλεια να ασχοληθείς και με τον πνευματικό, σαν αυτός να αποτελεί κατά κάποιο τρόπο μιαν ακόμα υλική πολυτέλεια, ένα ακόμη υλικό αγαθό που θα σε βοηθήσει να καταπολεμήσεις την ανία από την έλλειψη άγχους για την απόκτηση των υλικών αγαθών (αν και ο Χάρισον φαίνεται πως το έψαξε αυθεντικά το πράγμα, πως επηρεάστηκε αληθινά και βαθιά). Χρεοκοπώντας τώρα διαπιστώνουμε ότι είχαμε ρίξει όλα μας τα λεφτά στον υλικό κόσμο, χωρίς πυξίδες πνευματικές, ψυχικές, αξιακές. Εξού και τώρα η πανελλήνια κατάθλιψη. Δεν εξηγείται μόνο από τη μετάπτωση στη φτώχεια ή το φόβο για τη μετάπτωση στη φτώχεια. Συμπληρωματικά σε αυτήν την ακούσια και βίαιη έκπτωση από ένα στάτους του υλικού κόσμου σε ένα άλλο κατώτερο (και συχνά ελεεινό), υπάρχει και η προηγηθείσα εκούσια έκπτωση από τον πνευματικό κόσμο. Δεν αλλάζει απλώς βίαια ένας τρόπος ζωής. Αλλάζει βίαια ο μόνος τρόπος ζωής που ξέραμε.

(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Τρίτη, Οκτωβρίου 11, 2011

Ως εδώ

Νομιμοποιούμαστε να εξακολουθούμε να φοβόμαστε το χειρότερο που θα συμβεί, αν πούμε «ως εδώ»; Νομιμοποιούμαστε να εξακολουθούμε να φοβόμαστε την καταστροφή που θα επέλθει; Αυτό που έχει ήδη επέλθει ενάμιση χρόνο τώρα κι αυτό που η ελληνική κυβέρνηση συνυπογράφει αυτές τις μέρες για τα επόμενα χρόνια, δεν βλέπουμε τι είναι; Ό,τι κι αν νομίζαμε ιδεολογικά πως είναι όταν ξεκινούσε η εφαρμογή της συνταγής, δεν έχουμε πρακτικά πλέον διαπιστώσει τι είναι; Νομιμοποιούμαστε να εξακολουθούμε να παίρνουμε τον διαπιστωμένα καταστροφικό δρόμο, στο όνομα της αποφυγής του πιθανώς καταστροφικότερου;
Σε τι καλούπια όμως μπαίνει η καταστροφή, πώς ακριβώς αξιολογείται και πώς ακριβώς μετριέται; Για πόσους Έλληνες η καταστροφή είναι ήδη απόλυτη; Το καταστροφικότερο σε τι συνίσταται; Στο ότι αλλιώς θα βρεθούν πολλοί περισσότεροι στη θέση τους;
Ακόμα κι έτσι αν είναι -που δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι είναι έτσι, που δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι με τους ρυθμούς που τρέχουμε η εξάπλωση του κακού δεν θα φτάσει σε ανεπανάληπτα μεγέθη- μπαίνουμε πλέον στην τρίτη φάση του μνημονίου.
Το αρχικό δίλημμα ήταν «σωτηρία της πατρίδας ή καταστροφή»,
που μετεξελίχθηκε σε «μερικές επώδυνες αλλαγές ή ριζική μεταβολή του τρόπου ζωής μας»,
για να δώσει τώρα τη σειρά του στο «μερική καταστροφή ή όλεθρος».
Νομίζω πως αν δικαιούταν κανείς να παραπλανηθεί από το πρώτο δίλημμα,
αν δικαιούταν κανείς να τρομοκρατηθεί από το δεύτερο,
δεν δικαιούται να συνεχίσει να μην ξέρει τι να αποφανθεί για το τρίτο.
Τώρα πια όλοι ξέρουμε τι συμβαίνει, οπότε αν εξακολουθήσουμε να το αποδεχόμαστε είμαστε άξιοι της μοίρας μας. Της μοίρας μας της ευτελισμένης, της μοίρας μας της ευτελούς.
Πρέπει να πούμε ως εδώ και μη παρέκει. Το τελευταίο δίλημμα είναι συντριπτικό, είναι χυδαίο, δεν μπορεί να γίνει ανεκτό. Από κανένα λαό δεν μπορεί να ζητείται να συναινέσει στην καταστροφή του, ακόμη και αν του αντιπαραβάλλεται ένα ακόμη εφιαλτικότερο σενάριο. Είναι αντίθετη στους νόμους της αυτοσυντήρησης η εκούσια υποταγή στην καταστροφή, είναι σημάδι ψυχικού εκφυλισμού η εκούσια υποταγή στην καταστροφή.
Έξοδος από το δίλημμα. Άρνηση των όρων του, άρνηση των συστατικών του. Αρκετά με τον διαρκή εκβιασμό, αρκετά με τη διαρκή τρομοκράτηση. Ως εδώ.

Κυριακή, Οκτωβρίου 09, 2011

Η Σταχτοπούτα λείπει σε ταξίδι για δουλειές

Δευτέρα βράδυ, Πατησίων κοντά στην Ομόνοια.

Πέμπτη βράδυ, Ιπποκράτους & Πανεπιστημίου.

Το δευτεριάτικο παπούτσι θα μπορούσε να συμβολίζει εκείνη την τάξη των ανθρώπων που θήτευαν στην εξαθλίωση και προ κρίσης.
Οι κούτες της Πέμπτης θα μπορούσαν να συμβολίζουν εκείνη την τάξη των ανθρώπων η οποία ως την κρίση δυσανασχετούσε με τους εξαθλιωμένους, θεωρώντας τους κάτι εντελώς διαφορετικό από την ίδια, κάτι εννοείται κατώτερο.
Κούτες υπογεγραμμένες, κούτες που φιλοξενούσαν υπογεγραμμένα παπούτσια, παπούτσια που προορίζονταν να βγουν από αυτές, να δοκιμαστούν, να αγοραστούν, να ξαναμπούν σε αυτές, αυτές με τη σειρά τους σε υπογεγραμμένες σακούλες, σακούλες που προορίζονταν να κρατηθούν από σίγουρα χέρια, η σιγουριά των οποίων θα κλονιζόταν μόνο αν περνούσαν δίπλα από εξαθλιωμένα χέρια -ίσως τρυπημένα, ίσως μελαμψά, ίσως και τα δύο ή ίσως τίποτα από τα δύο, ίσως εξαθλιωμένα ψυχολογικά ή ταξικά, η ζωή έχει πάντα ναυαγούς- και τότε οι στιγμιαία κλονισμένες παλάμες θα έσφιγγαν τα κορδόνια της σακούλας, προσπερνώντας βιαστικά τα εξαθλιωμένα δευτεριάτικα παπούτσια.
Κούτες υπογεγραμμένες που τώρα θα άδειασαν από το υπογεγραμμένο απούλητο εμπόρευμά τους, προτού στοιβαχθούν στο κεντρικό πεζοδρόμιο σαν υπογραφή μιας ακόμη περιφρόνησης του δημοσίου χώρου, αλλά κυρίως μιας ακόμη ήττας ενός ακόμη καταστήματος, σαν μια ακόμη άνευ όρων συνθηκολόγηση με το μοιραίο.
Βλέπεις το παπούτσι της Δευτέρας και είναι πεντακάθαρο ότι έχει πάρει προ πολλού το χρώμα του πεζοδρομίου, της κολώνας, της πόλης. Είναι έτοιμο από καιρό, είναι αποθαρρυμένο, είναι ασορτί.
Βλέπεις τις κούτες της Πέμπτης και σχεδόν τις λυπάσαι. Έχουν να διανύσουν πολλά χιλιόμετρα ακόμη για να πάρουν κι αυτές το σωστό χρώμα, το χρώμα ενός παπουτσιού που αναγνωρίζει την αθλιότητα ως τον φυσικό του χώρο.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 07, 2011

Whodunit

Ένας κάποιος Κουσελάς δεν λέει απλώς ότι έδωσε λίστα με φοροφυγάδες που δεν αξιοποιήθηκε, λέει επίσης και ότι αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που έπαψε να είναι υφυπουργός της κυβέρνησης. Εξακολουθεί παραταύτα και στηρίζει με την ψήφο του στη Βουλή μια τέτοιου είδους κυβέρνηση. Δεν έχει σημασία αν πρόκειται όντως για μια τέτοιου είδους κυβέρνηση ή αν είναι η ιδέα του και θεωρία συνωμοσίας μπολιασμένη με προσωπική πίκρα. Σημασία έχει ότι ο ίδιος νομίζει πως τον έφαγαν επειδή πήγε να τα βάλει με ισχυρούς φοροφυγάδες. Κι όμως παραμένει με τα χίλια μέλος της κοινοβουλευτικής ομάδας, κι όμως ψηφίζει χθες, σήμερα και αύριο νέα μέτρα.
Δεν ξέρω από που να αρχίσει η περιφρόνησή μου προς τέτοιου είδους ανθρωπάκια και που να τελειώσει.
---
Εν τω μεταξύ ο Παπακωνσταντίνου λέει ότι δεν υπάρχει τέτοια λίστα. Βλέπει οράματα προφανώς ο Κουσελάς, η κυβέρνηση είχε υφυπουργό οικονομικών έναν τύπο που ζει σε έναν φανταστικό κόσμο γεμάτο παραισθήσεις. Και είναι προφανώς εξαιρετικά δύσκολο να διαπιστωθεί ποιός από τους δύο λέει ψέμματα, πρόκειται προφανώς για ένα ζήτημα που σηκώνει τρελά πολύπλοκες πολιτικές έρευνες, πολιτικές έρευνες που δεν είναι η ώρα να γίνουν. Και προφανώς η χώρα έχει Πρωθυπουργό που την κυβερνά στα αλήθεια. Και δεν έχει κανένα άγχος να διαπιστώσει τι από τα δύο συνέβη. Κι αυτός και όλο το υπουργικό του συμβούλιο.
---
Ο καθένας μπορεί να ισχυρίζεται ό,τι θέλει όταν θέλει και όπως το θέλει. Ο Ρέππας μπορεί να λέει ότι ο Ραγκούσης δεν είχε φέρει σχέδιο για το ενιαίο μισθολόγιο και ο Ραγκούσης να λέει ότι είχε. Και να παραμένουν δικαιωμένοι και οι δύο από τον Πρωθυπουργό, εξίσου στη θέση τους, εξίσου υπουργάρες. Δεν τρέχει μία, δεν τρέχει μία αν οι ρυθμίσεις για τους φορτηγατζήδες που προέκυψαν μετά από χάος μηνών, έρχονται τώρα να ξαναλλάξουν. Σωστά τα ρύθμισε τότε ο Ρέππας, σωστά τα ρυθμίζει τώρα κι ο Ραγκούσης. Ο Πρωθυπουργός ασκεί υψηλή πολιτική και δεν μπορεί να ασχολείται με τα χθαμαλά. Άλλωστε σημάδι ζωντάνιας και δημοκρατίας είναι όλος αυτός ο διάλογος. Αφήνει όλα τα λουλούδια να ανθίσουν, πριν εγκαταλείψει οριστικά τη χώρα και πάρει κανένα διεθνές αξίωμα να ανταμειφθεί για τις υπηρεσίες του και ασχοληθεί με τα θέματα που στα αλήθεια τον καίνε, θέματα παγκόσμιας ειρήνης και οικολογίας, θέματα που θα κάνουν τα μαλλιά του να ξεασπρίσουν.
---
Ο καθένας μπορεί να ισχυρίζεται ό,τι θέλει όταν θέλει και όπως το θέλει. Ο ένας αντιπρόεδρος της κυβέρνησης μπορεί να λέει ας έρθει ο άλλος να τον βάλει φυλακή επειδή δεν έχει να πληρώσει, κι όλο αυτό τελικά να μην προκαλεί εντύπωση. Για την ακρίβεια να αισθάνεσαι και ένοχος που ασχολείσαι ακόμα με την εσκεμμένη προκλητικότητά του. Γνώμη μου είναι πως αυτό που κάνει ο Πάγκαλος είναι να καθρεφτίζει τα όρια του παχυδερμισμού της ελληνικής κοινωνίας. Όχι ο ίδιος, αλλά η ελληνική κοινωνία είναι που δρα σαν παχύδερμο έχοντας αποκτήσει ανοσία σε ό,τι κι αν αυτός πει, ό,τι κι αν αυτός κάνει. Ό,τι είναι ο Θεόδωρος Πάγκαλος για το πολιτικό σύστημα είναι ο Μάκης Ψωμιάδης για το δικαστικό - αστυνομικό. Η αντιμετώπιση που απολαμβάνουν οι δύο τους τόσο από τα συστήματα αυτά όσο και από την κοινωνία είναι η ακριβέστερη εικόνα μιας χώρας παραιτημένης κι από τα ελάχιστα όρια αξιοπρέπειας, παραιτημένης κι από τα στοιχειώδη προσχήματα.
Διαβάζω αναλύσεις σε σχέση με το χρέος της χώρας, όπου γίνεται η διαίρεση και λένε τι χρωστάει θεωρητικά ο κάθε Έλληνας, τι ποσό από το χρέος αντιστοιχεί θεωρητικά στον καθένα. Εκείνο που ξέρω είναι ότι πρακτικά η ανοχή που έχουμε επιδείξει στο φαινόμενο Πάγκαλου και στο φαινόμενο Ψωμιάδη αποτελεί ένα ηθικό στίγμα που βαρύνει τον κάθε ένα από εμάς. Ντρέπομαι προσωπικά που ακόμη ο Πάγκαλος είναι αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, ντρέπομαι προσωπικά που ο Ψωμιάδης έχει κάνει διαχρονικά την ελληνική δικαιοσύνη πουτάνα.
---
Η κατάσταση έχει ξεφύγει τόσο που όταν στη χθεσινή εκπομπή της ΝΕΤ αναφέρονται στον Πάγκαλο, ο Κωνσταντίνος Ζούλας λέει ότι έχει το ακαταλόγιστο. Λέει αυτό που σκέφτεται. Αμέσως μετά συνειδητοποιεί ότι αυτό που είπε μπορεί να οδηγήσει τον Πάγκαλο στο να βγάλει φωτιά από το στόμα του και να του γαμήσει το μέλλον, κάνει τρελή γυριστή και ισχυρίζεται ότι εννοούσε πως ο Πάγκαλος έχει χιούμορ. Οι τρελές γυριστές είναι απαραίτητο προσόν επιβίωσης στις μέρες μας. Αλλά και πάντα εδώ που τα λέμε. Την ίδια ώρα δίπλα του ο Γιάννης Πολίτης έχει πιάσει έναν Γερμανό και του μιλάει για «καλοδεχούμενο στρατό κατοχής» επιχειρηματιών. Στο τέλος εκλιπαρεί για ένα περίπτερο. Ελάτε Γερμανοί και φτιάξτε μας έστω ένα περίπτερο.
Μπορεί να μου τη δίνει γενικά -και πολύ- ο Πολίτης, αντιλαμβάνομαι όμως ότι αυτά που λέει είναι επίτηδες υπερβολικά για να δώσει έμφαση σε μια άποψη που ειλικρινά θεωρεί ότι θα αποτελεί μια άλφα λύση. Τείνω επίσης να πιστέψω -και δεν το λέω ειρωνικά- ότι η πλειοψηφία κυβερνητικών βουλευτών και υπουργών κάνουν ό,τι κάνουν πιστεύοντας και αυτοί ειλικρινά ότι αυτά που κάνουν αποτελούν ένα είδους λύση. Αθωώνοντας τους λοιπόν στη δίκη των προθέσεων, κρίνω το αποτέλεσμα των προθέσεών τους. Που δείχνει έναν παρουσιαστή εκπομπής στην κρατική τηλεόραση να παριστάνει τον αρλεκίνο της υποτέλειας. Που δείχνει επίσης ότι ο νεοδιοριζόμενος καθηγητής θα παίρνει καθαρά 660 (ή 575) ευρώ τον μήνα.
---
Αν προχωρούσε η κυβέρνηση ταχύτερα στις διαρθρωτικές αλλαγές, αν είχε κλείσει δημόσιες υπηρεσίες άχρηστες, αν είχε απελευθερώσει ταχύτερα επαγγέλματα, αν είχε πουλήσει δημόσια περιουσία, πόσα θα γλίτωνε ο νεοδιοριζόμενος; Θα έπαιρνε 700 αντί για 660 (ή 600 αντί για 575); Δεν πάτε να γαμηθείτε παπαγαλάκια;
---
Οπότε ποιός αντίλογος μένει; Ότι αν το πηγαίναμε μόνοι μας το πράγμα ο μισθός θα ήταν -σε δραχμές ή σε ευρώ, δεν έχει σημασία- λιγότερα ή και πολύ λιγότερα κι από τα 660 (ή τα 575). Αυτός ο αντίλογος αρχίζει πια να μην δείχνει και τόσο πειστικός. Και όχι, δεν έχω στοιχεία να το αποδείξω, δεν έχω νούμερα και αριθμούς. Αλλά τα νούμερα και οι αριθμοί αποδεικνύονται αυτό που πάντα ήταν: ο ορισμός της σχετικότητας και όχι ο ορισμός της αλήθειας. Ανεξάρτητες αρχές τα αλλάζουν διαρκώς και όταν δεν τα αλλάζουν επαρκώς αλλάζουν οι ίδιες. Το 0% κούρεμα του χρέους γίνεται 21%, τώρα 50%, αύριο παραπάνω. Εκατό προς διακόσια δις ευρώ θα γίνουν αέρας. Εκτός αν ήταν πάντα αέρας. Εκτός αν υπάρχει το αληθινό χρήμα και υπάρχει και η φούσκα του χρήματος. Εκτός και αν κάθε γέννηση τόκου προσθέτει χρήμα στην αγορά που δεν υπάρχει στα αλήθεια κι όλο αυτό είναι μια αέναη πυραμίδα που κάποτε καταρρέει.
---
Για να το πω έτσι, ακόμα και αν υπάρχει πολύ πιο κάτω από τα 660 (ή τα 575) ευρώ σε νεοδιοριζόμενο καθηγητή σε αριθμητικό επίπεδο, δεν υπάρχει πιο κάτω από τα 660 (ή τα 575) ευρώ σε νεοδιοριζόμενο καθηγητή σε αληθινό επίπεδο. Η κοινωνία δολοφονήθηκε. Από τα δύο μέρη της δανειακής σύμβασης από κοινού.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 06, 2011

Out of the box

Σκεφτόμενος διαφορετικά και εκτός πεπατημένης, άλλαξε με τόλμη τα πρότυπα γύρω του και μαζί τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων.