Η Σταχτοπούτα λείπει σε ταξίδι για δουλειές
Το δευτεριάτικο παπούτσι θα μπορούσε να συμβολίζει εκείνη την τάξη των ανθρώπων που θήτευαν στην εξαθλίωση και προ κρίσης.
Οι κούτες της Πέμπτης θα μπορούσαν να συμβολίζουν εκείνη την τάξη των ανθρώπων η οποία ως την κρίση δυσανασχετούσε με τους εξαθλιωμένους, θεωρώντας τους κάτι εντελώς διαφορετικό από την ίδια, κάτι εννοείται κατώτερο.
Κούτες υπογεγραμμένες, κούτες που φιλοξενούσαν υπογεγραμμένα παπούτσια, παπούτσια που προορίζονταν να βγουν από αυτές, να δοκιμαστούν, να αγοραστούν, να ξαναμπούν σε αυτές, αυτές με τη σειρά τους σε υπογεγραμμένες σακούλες, σακούλες που προορίζονταν να κρατηθούν από σίγουρα χέρια, η σιγουριά των οποίων θα κλονιζόταν μόνο αν περνούσαν δίπλα από εξαθλιωμένα χέρια -ίσως τρυπημένα, ίσως μελαμψά, ίσως και τα δύο ή ίσως τίποτα από τα δύο, ίσως εξαθλιωμένα ψυχολογικά ή ταξικά, η ζωή έχει πάντα ναυαγούς- και τότε οι στιγμιαία κλονισμένες παλάμες θα έσφιγγαν τα κορδόνια της σακούλας, προσπερνώντας βιαστικά τα εξαθλιωμένα δευτεριάτικα παπούτσια.
Κούτες υπογεγραμμένες, κούτες που φιλοξενούσαν υπογεγραμμένα παπούτσια, παπούτσια που προορίζονταν να βγουν από αυτές, να δοκιμαστούν, να αγοραστούν, να ξαναμπούν σε αυτές, αυτές με τη σειρά τους σε υπογεγραμμένες σακούλες, σακούλες που προορίζονταν να κρατηθούν από σίγουρα χέρια, η σιγουριά των οποίων θα κλονιζόταν μόνο αν περνούσαν δίπλα από εξαθλιωμένα χέρια -ίσως τρυπημένα, ίσως μελαμψά, ίσως και τα δύο ή ίσως τίποτα από τα δύο, ίσως εξαθλιωμένα ψυχολογικά ή ταξικά, η ζωή έχει πάντα ναυαγούς- και τότε οι στιγμιαία κλονισμένες παλάμες θα έσφιγγαν τα κορδόνια της σακούλας, προσπερνώντας βιαστικά τα εξαθλιωμένα δευτεριάτικα παπούτσια.
Κούτες υπογεγραμμένες που τώρα θα άδειασαν από το υπογεγραμμένο απούλητο εμπόρευμά τους, προτού στοιβαχθούν στο κεντρικό πεζοδρόμιο σαν υπογραφή μιας ακόμη περιφρόνησης του δημοσίου χώρου, αλλά κυρίως μιας ακόμη ήττας ενός ακόμη καταστήματος, σαν μια ακόμη άνευ όρων συνθηκολόγηση με το μοιραίο.
Βλέπεις το παπούτσι της Δευτέρας και είναι πεντακάθαρο ότι έχει πάρει προ πολλού το χρώμα του πεζοδρομίου, της κολώνας, της πόλης. Είναι έτοιμο από καιρό, είναι αποθαρρυμένο, είναι ασορτί.
Βλέπεις τις κούτες της Πέμπτης και σχεδόν τις λυπάσαι. Έχουν να διανύσουν πολλά χιλιόμετρα ακόμη για να πάρουν κι αυτές το σωστό χρώμα, το χρώμα ενός παπουτσιού που αναγνωρίζει την αθλιότητα ως τον φυσικό του χώρο.
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου
<< Home