Τρίτη, Νοεμβρίου 30, 2010

Ανταποκρίσεις απ' το βάθος της ύπαρξης

Μίμησις πράξεως μη σπουδαίας: Προφανώς και δεν μπορώ να σου εγγυηθώ ότι αν δεις το «Mια Χρονιά Ακόμα» θα έχει και σε σένα την επίδραση που είχε σε μένα. Σε αντίθεση με τους -αληθινούς ή πλαστούς- μονοδρόμους της πολιτικής, κανένας μονόδρομος δεν ξεκινά από το κινηματογραφικό έργο για να καταλήξει στην καρδιά του θεατή. Όσοι θεατές -και όσο διαφορετικοί είμαστε ο ένας από τον άλλο- τόσοι και οι διαφορετικοί δρόμοι που θα ακολουθήσει η κάθε ταινία. Το μόνο που μπορώ λοιπόν να σου πω, είναι ότι αν το δεις, υπάρχει ένα ενδεχόμενο να διασταυρωθεί και ο δικός σου δρόμος σου με το καλλιτεχνικό ήθος του Μάικ Λι, με τον τρόπο κινηματογραφικής προσέγγισης που έχει εξελίξει με τα χρόνια, με το βλέμμα του πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση, και να βγεις από τον κινηματογράφο νιώθοντας κάτι σαν λύτρωση, κάτι σαν κάθαρση· κάτι σαν κάθαρση, μολονότι η ταινία ούτε τέτοιου είδους κατάληξη έχει ούτε ούτε τραγωδία είναι· και δεν είναι τραγωδία όχι μόνο γιατί δείχνει τη συνύπαρξη της ευτυχίας με τη δυστυχία, όχι μόνο γιατί όπως κι ο ίδιος επαναλαμβάνει σε αυτή την συνέντευξη η ζωή είναι ταυτόχρονα τραγική και αστεία (κι έτσι και οι ταινίες του συνοδεύονται σχεδόν πάντα από το χαρακτηρισμό «γλυκόπικρες»), αλλά και γιατί το έργο του Μάικ Λι είναι μίμησις πράξεως μη σπουδαίας. Φαινομενικά τουλάχιστον. Στο «Μια Χρονιά Ακόμη» δεν υπάρχει ιδιαίτερη πλοκή, δεν υπάρχουν μεγάλες ατάκες, δεν υπάρχουν κορυφώσεις. Οι κορυφώσεις του Μάικ Λι είναι καταδύσεις. Ανταποκρίσεις από το βάθος της ύπαρξης. Πετά όλα τα περιττά στην άκρη για να αναδείξει το ουσιώδες σε κάθε χαρακτήρα. Αν οι τραγωδίες απαιτούν μεγάλα μεγέθη, στο σινεμά του Λι όλα είναι σε μικρή κλίμακα. Παίρνει το μικρό, το τετριμμένο και απομυζεί από μέσα του το ουσιώδες και το αληθινό. Τραπεζώματα επι τραπεζωμάτων, ο τρόπος που οι άνθρωποι μπαίνουν στο σπίτι, ο τρόπος που βγαίνουν, ο τρόπος που χαιρετιούνται. Γεύματα επί γευμάτων και ούτε ένα κοντινό στα φαγητά. Επιτέλους δεν έχουν σημασία τα φαγητά, αλλά οι άνθρωποι γύρω από ένα τραπέζι. Ας γνωρίσουμε μερικούς από αυτούς.
- Τα τραπεζώματα τα κάνει ο Τομ και η Τζέρι. Το σχεδόν καρτουνιστικά -όπως ίσως υποδηλώνουν και τα ονόματά τους- ευτυχισμένο ζευγάρι που συγκεντρώνει γύρω του πολύ λιγότερο ευτυχισμένους φίλους και συγγενείς. Η Τζέρι το λέει κάπου στην αρχή: ήμασταν τυχεροί. Γιατί, για ζευγάρια σαν αυτό, δεν αρκούν μόνο δύο για το ταγκό. Χρειάζονται οι δυο τους και το τυχαίο, η τύχη να βρεθούν μαζί. Αν το δούμε και αντίστροφα, όταν ένας άνθρωπος την έχει μέσα του την προοπτική για σταθερότητα στη σχέση και για οικογενειακή γαλήνη, δεν θα αναποδογυρίσει τον κόσμο για να βρει εκείνον ή εκείνη που του ταιριάζει καπάκι. Θα κολλήσει στην σχέση του τη νεανική. Ο Τομ και η Τζέρι γνωρίστηκαν στο πρώτο έτος στο πανεπιστήμιο, την πρώτη τους μέρα. Αν είχαν γνωρίσει άλλους, μάλλον θα είχαν ζήσει πολύ λιγότερο ευτυχισμένοι. Ο εαυτός σου σου δίνει τις βάσεις για να διατηρείσαι πάνω από ένα επίπεδο, αλλά το από εκεί και πέρα, το πώς θα είναι η σχέση σου και η ζωή σου με τον άλλο, εξαρτάται και από τον άλλο και όχι μόνο από σένα.
- Ο αδελφός του Τομ, ο Ρόνι, έχει χάσει μόλις τη γυναίκα του και μαζί της τον προσανατολισμό του. Είναι αποσβολωμένος, είναι νεκροζώντανος. Έχει ένα χρώμα μολυβί. Η βουβή ένταση που μεταδίδει είναι υπεράνω περιγραφής. Σκηνοθέτης και ηθοποιός έχουν ζωγραφίσει μια εικόνα απίστευτης ακρίβειας και ευστοχίας, πρόκειται για ένα καλλιτεχνικό επίτευγμα φτιαγμένο με τα πιο ταπεινά υλικά. Ο Ρόνι κοιτάζει διαρκώς στο κενό. «Δεν ξέρω τι να κάνω τώρα». Μπορούμε για αυτόν να εικάσουμε ότι είναι μονόχνωτος, ότι η σχέση του με τη γυναίκα του δεν θα πρέπει να κολυμπούσε στη ζεστασιά. Τι κάνεις όμως όταν ζούσες μια ζωή με μια γυναίκα, που εκτός από τον τομέα της συντροφιάς σε φρόντιζε και πρακτικά;
- Ο γιος του Ρόνι είναι ένας δυναμίτης. Οργισμένος, ματαιωμένος, συμπεριφέρεται στα τριαντακάτι του σαν έξαλλος με τον πατέρα του έφηβος. Φταίει ο τρόπος που μεγάλωσε, φταίει ο εαυτός του; Φαύλος κύκλος.
- Ο Κεν. «Στα νιάτα του πρέπει να ήταν ωραίος άντρας», λέει η Μαίρη. Οι ηθοποιοί του Μάικ Λι μεγαλώνουν μαζί του και το μεγάλωμά τους αποτυπώνεται στις ταινίες του. Νά, στον «Γυμνό» πόσο λιγότερο αφημένος ήταν. Ο Κεν μπορεί να βγει στη σύνταξη, αλλά δεν έχει τι να κάνει. Περιγράφει και μια άλλη όψη του να μεγαλώνεις: μπορείς να βγαίνεις λιγότερο, η εποχή σου σε ξεπερνάει, η παμπ σου γίνεται μπαρ, ο κολλητός σου πεθαίνει. Ο Λι δεν χρειάζεται να σου πει μια πλαστή ιστορία για τον Κεν, δεν χρειάζεται να τον αναδείξει μέσα από μια πλοκή. Μεγαλώνει, χοντραίνει, πίνει, είναι μόνος. Αυτή είναι η ιστορία του σε εξέλιξη.
- Στο πρόσωπο της Ιμέλντα Στόντον έχει κατακαθίσει η σκόνη της κατάθλιψης μιας ζωής, μιας χρονιάς ακόμα, και μιας χρονιάς ακόμα, και μιας χρονιάς ακόμα κατάθλιψης. Θα μάθουμε λίγα για αυτήν, ωστόσο θα καταλάβουμε πως σε αντίθεση με τον Κεν και την Μαίρη, το δικό της πρόβλημα δεν είναι ότι τα χρόνια πέρασαν, αλλά ο τρόπος με τον οποίο πέρασαν. «Ποιά ήταν η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής σου;» Δεν ξέρει να απαντήσει. Kαι αν η Στόντον είδε στη «Βέρα Ντρέικ» την ευτυχισμένη ζωή της να καταρρέει σε μια στιγμή, εδώ το πρόσωπό της είναι διαφορετικό, εδώ δεν έχουμε τη συνειδητοποίηση πως η ευτυχία τελειώνει, αλλά πως η συσσώρευση μιας ζωή δυστυχίας είναι κάτι παραπάνω από αφόρητη.
- Η Μαίρη. Κάτι τρέχει με την Μαίρη που επενδύει στους λάθος μεταχειρισμένους άντρες και στα λάθος μεταχειρισμένα αυτοκίνητα, με την Μαίρη που επενδύει φαντασιώσεις σε ολοκαίνουρια μοντέλα αντρών, με την Μαίρη που δυσκολεύεται να βρει το μοντέλο που ταιριάζει στις δικές της ανάγκες. Η Μαίρη που έκανε όλες τις λάθος επιλογές, που εξαπατήθηκε και εξαπατούσε τον εαυτό της, η Μαίρη που όμως μέσα στην αφέλειά της πρέπει να πέρασε και ωραία στη ζωή της και που εκτός της επιπολαιότητάς της στερήθηκε και την τύχη που είχε ο Τομ και η Τζέρι. Η Μαίρη δηλαδή ούτε καμμένη από χέρι ήταν ούτε αυτοκαταστροφική. Κάηκε από το χρόνο. Και δεν βλέπω τι μας εμποδίζει να τη φανταστούμε μια χρονιά αργότερα; ευτυχισμένη. Συμφιλιωμένη με το κάψιμο του χρόνου μπορεί επιτέλους να κάνει μια σωστή επιλογή.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Δευτέρα, Νοεμβρίου 29, 2010

Την παλιά μου στολή

«Ενώ, λέει, τα αριστερά κινήματα τείνουν προς ένα ενιαίο φύλο και μια άφυλη εικονοποιία, τα δεξιά κινήματα και, ως ακραία εκδοχή τους, ο ναζισμός διεγείρουν τη σεξουαλική επιθυμία, όχι λόγω της στάσης τους απέναντι στη σεξουαλικότητα (στάσης που είναι πουριτανική) αλλά λόγω της συνάντησης της πολιτικής ιδεολογίας τους με τη φύση και τα όρια της σεξουαλικής φαντασίας: από τη μια η «θηλυκή», πρόθυμα υποταγμένη, εκστατική μάζα, από την άλλη το απόλυτο, κυρίαρχο αρσενικό, ο Ηγέτης, ο Φύρερ, ο Ντούτσε.
Η επίσημη τέχνη των κομμουνιστικών χωρών επιδίωκε ν΄ αναπτύξει μια ουτοπική ηθική. Αντίθετα, η επίσημη τέχνη του εθνικοσοσιαλισμού πρόβαλλε μια ουτοπική αισθητική: την αισθητική της σωματικής τελειότητας ...
Ναι, ο φασισμός είναι σέξι, δυστυχώς. Και γίνεται ακόμα πιο σέξι στην εποχή μας, στην οποία, όπως σημειώνει προσφυέστατα η Σόνταγκ, το σεξουαλικό μυστικό της κουλτούρας μας δεν είναι το ερωτικό ξεφάντωμα αλλά ο σαδομαζοχισμός. Η κοινωνία της αφθονίας ανακήρυξε κάθε τμήμα της ανθρώπινης ζωής σε ζήτημα επιλογής. Το σεξ έπαψε και αυτό να είναι μια φυσική δραστηριότητα κι έγινε «προτίμηση», «επιλογή». Αυτή όμως η ελευθερία στην επιλογή σεξουαλικής ταυτότητας κατάντησε καταπιεστική, ο ατομικισμός της (όπως και κάθε ατομικισμός) έφτασε στο σημείο να γίνει αφόρητος. Η μανία για τα ναζιστικά εμβλήματα και τις σαδομαζοχιστικές συνδηλώσεις τους είναι, λέει η Σόνταγκ, μια αντίδραση σ΄ αυτή την καταπιεστική ελευθερία, μια πρόβα του έργου της υποδούλωσης, που μπορεί να μη σημαίνει τον ενστερνισμό φασιστικών θεωριών, φανερώνει όμως μια νοσταλγία για τη διάλυση της ατομικότητας, που υπόσχονταν εκείνες.
Γενικά, το ανησυχητικό είναι ότι ο φασισμός σοφιλιάζει στη θηριώδη κοσμοθεωρία του ιδεώδη κι επιθυμίες με ανθεκτικότερη φύση, που βρίσκουν σήμερα έκφραση κάτω από άλλες σημαίες: το ιδεώδες της ζωής ως τέχνης, την αποθέωση της σωματικής ομορφιάς και της νεότητας, την απόρριψη της διανόησης, την άρση της αποξένωσης και της υπαρξιακής ανασφάλειας μέσα σε εκστατικά αισθήματα κοινότητας...».

Σε σύγκριση με το φασισμό,ο δημοσιονομισμός έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα και ένα μεγάλο μειονέκτημα. Το πλεονέκτημα είναι ιδεολογικό: μπορείς να αμφισβητήσεις τα πρωτεία της φυλής, του έθνους, της κοινότητας στην οποία ανήκεις, αλλά πώς να αμφισβητήσεις τους αριθμούς; Ο φασισμός εξακολουθούσε να είναι πολιτική, ο δημοσιονομισμός είναι μασκαρεμένος σαν εκείνο που αρχίζει όταν η πολιτική τελειώνει, σαν εκείνο που έρχεται να εισπράξει τους λογαριασμούς που άφησε απλήρωτους το πάρτι της πολιτικής. Η καθαρότητα των αριθμών είναι πιο αφοπλιστική από την καθαρότητα του αίματος.

Το μειονέκτημα είναι αισθητικό: η Όλγα Τρέμη δεν είναι η Λένι Ρίφενσταλ, το δελτίο του Mega δεν είναι «Ο Θρίαμβος της Θέλησης», ο μονόδρομος που δείχνει η Όλγα είναι καταθλιπτικός, ενώ ο μονόδρομος που έδειχνε η Λένι συναρπαστικός. Η καταλυτική πειθώ των αριθμών πρέπει να βρει και μια αισθητική αναφορά, πρέπει να καταφέρει να κερδίσει εκτός από τη λογική σου και τη ψυχή σου. Ουκ επ΄ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος, σταδιακά θα αποδειχθεί πως δεν αρκεί μόνη της και η τρομοκρατία των αριθμών, άρα θα χρειαστεί να εφευρεθεί και ένας τρόπος να μας συνεγείρουν, να κάνουν την καρδιά μας να δονείται από συγκίνηση στο άκουσμά τους.

Μέχρι τότε ας παρηγορηθούμε στη σκέψη πως την αποδόμηση της κοινωνίας της αφθονίας θα ακολουθήσει και η επιστροφή του σεξ σε φυσικότερα μονοπάτια, καθώς θα πάψει να αποτελεί ένα ακόμη ατομικιστικό βαρίδι και ο κοινωνικοεργασιακός σαδομαζοχισμός που επικρατεί άουτ δέαρ θα καταστήσει πολύ λιγότερο δελεαστικές τις S&M σχέσεις· τις σεξουαλικές αλλά και όχι μόνον. Αντί δηλαδή να τα αναζητούμε όλα αυτά, θα θέλουμε το μυαλό μας να ξεφεύγει για λίγο απ' όλα αυτά.

Κλειδώστε λοιπόν τις στολές σας στα σεντούκια (ως κάβα για την περίπτωση που η παγκόσμια οικονομία ξανασταθεί στα πόδια της), δώστε τα μαστίγιά σας στους συνανθρώπους μας που τα έχουν ανάγκη, ξαναγνωρίστε τον άλλο σαν ένα πρόσωπο, ένα σώμα και ένα πνεύμα άξιο να γίνει αντικείμενο σκέτου έρωτα, αφού κάπου πρέπει να βρίσκει καταφύγιο και το έρμο το φαντασιακό, τώρα που οι πιστωτικές μας κάρτες βαρέσανε κανόνι.

Κυριακή, Νοεμβρίου 28, 2010

Chelsea Hotel No 2.0

Από κάτω δεν σε περίμεναν λιμουζίνες

-κανείς δεν σε περίμενε-

στο ξέστρωτο κρεβάτι δεν μου έδινες το κεφάλι σου
δεν μιλούσες γενναία ή γλυκά
---
Λόγοι ιδιαίτεροι; Όχι δεν υπήρχαν.
Ούτε καν η δικαιολογία της Νέας Υόρκης,
Κι όσο για χρήματα,
Κι όσο για σάρκα,
Κι αν κάποιοι το αποκαλούσαν αγάπη,
κι αν κάποιοι ακόμα το αποκαλούν,
ας το γράψουν στα τραγούδια τους.
---
Από το πλήθος δεν ξέφυγες ποτέ
κι έτσι την πλάτη σου ματαίως τη γυρνούσες,
ενώ επαναλάμβανες σε λούπα
---
Όσο άσημη κι αν ήσουν
-και εσύ και η διάσημη καρδιά σου-,
μου έλεγες πως προτιμούσες τους άσχημους
και πως ήμουν μέρος του ανεξαίρετου κανόνα σου.
Έπειτα άνοιγες τα χέρια σου,
θύοντας στην καταπίεση του κάλλους
και στ΄αλήθεια μαστούρωνες λέγοντας
---

Πέμπτη, Νοεμβρίου 25, 2010

Κι αν είμαι ποπ, μην με φοβάσαι

Κάτι που γούσταρα να κάνω στο μπλογκ (για την ακρίβεια κάτι που μου έβγαινε από μόνο του να κάνω) ήταν το να γράφω επί παντός επιστητού και μάλιστα με το στυλ που κάθε φορά μου φαινόταν κατάλληλο. Μου άρεσε δηλαδή να μπαίνει κάποιος στο μπλογκ και να μην είναι σίγουρος για το τι είναι αυτό που διαβάζει: Ένα καλαμπούρι; Μια βαθιά φιλοσοφία; Μια ιστοριούλα; Ένα βίωμα; Κάτι που σοβαρολογεί; Κάτι που χαριτολογεί; Κάτι που καταγγέλλει; Κάτι που υμνεί; Κάτι που σημειολογεί;
Τώρα τα έχει σκιάξει όλα η φοβέρα του μνημονίου και τα έχει πλακώσει η σκλαβιά των πολιτικοοικονομικών. Ωστόσο δεν φταίει η πραγματικότητα που είναι τέτοια και με κάνει να γράφω μόνο τέτοια. Γιατί η πραγματικότητα ποτέ δεν είναι μόνο τέτοια, η πραγματικότητα πάντοτε -ακόμα και σε στρατόπεδα συγκέντρωσης- όλα τα χωράει, οπότε το θέμα ήταν, είναι και θα είναι το βλέμμα μας επάνω της.
Αν η συνειδητοποίηση ενός προβλήματος είναι το πρώτο βήμα για την καταπολέμησή του, ευελπιστώ ότι σύντομα θα απελευθερωθεί ξανά το ποπ βλέμμα μου και θα αρχίσει να αγκαλιάζει παραμελημένες εκφάνσεις της ζωής (για παράδειγμα, καιρό με τρώει να γράψω ότι ο Αλέξης Σπυρόπουλος την έχει δει υπερπαράγοντας παύλα υπερπροπονητής παύλα υπερκονοσέρ του αθλήματος, ακολουθώντας στην Εθνική του ποδοσφαίρου τα λαμπρώς διαβρωτικά βήματα του Φίλιππου Συρίγου στην Εθνική του μπάσκετ, αλλά δεν το γράφω επειδή δεν είναι αρκούντως "σοβαρό" θέμα).
Τιλ δεν, σε επανάληψη ή και σε πρώτη μετάδοση μερικές σκέψεις:
Το να χρεοκοπεί η Ιρλανδία είναι όντως ένα πρόβλημα. Αλλά ας πούμε ότι αυτά συμβαίνουν, ότι αυτό είναι ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζεται, ότι αυτό είναι ένα πρόβλημα που οφείλεται σε κάτι που έκανε εκείνη λάθος, όπως το πρόβλημα της Ελλάδας σε κάτι που έκανε αυτή λάθος κλπ. Να επεκτείνουμε τη λογική και να πούμε ότι το ίδιο ισχύει και για το σημερινο-αυριανό πρόβλημα της Πορτογαλίας και ούτω καθεξής; Να την επεκτείνουμε. Να πούμε ότι μάλλον δεν τραβάει και η Ευρωζώνη, με τη σημερινή της σύνθεση; Ακόμα και σε αυτήν την περίπτωση, το πρόβλημα είναι τρόπον τινά περιορισμένο, έχει μέση, αρχή και τέλος. Τι γίνεται όμως όταν τον Ιούλιο, δηλαδή τέσσερεις μήνες πριν, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εκτιμά πως η Ιρλανδία πήρε τα πάνω της; Εκεί τι είδους πρόβλημα έχουμε; Το μεγάλο παράδοξο με τον ολοσχερή βιασμό της πολιτικής από την οικονομία, είναι πως την ώρα που η οικονομία παρουσιάζεται ως τεχνοκρατική πραγματικότητα που κυριαρχεί επί των ευχολογίων, ως νούμερα αμείλικτα που δεν χωρούν ΠΙΑ αμφισβήτηση από τον εγγενή λαϊκισμό των δημοκρατικών καθεστώτων (δημοκρατία ΠΙΑ = λαϊκισμός και έλλειψη αυτοδύναμης τόλμης λήψης των απαραίτητων διαρθρωτικών μέτρων -επτά γενικές σερί, μαδερφάκερ-), την ίδια ακριβώς ώρα το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα είναι μια σειρά από ατελείωτες διαψεύσεις προβλέψεων των ειδημόνων, μια σειρά από δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει αύριο. Το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα μοιάζει πολύ λίγο με σύστημα και πολύ περισσότερο με χάος.
Ίσως λοιπόν η κατ΄αρχάς βάσιμη ένσταση, πως καλώς ή κακώς έχει διαμορφωθεί μια οικονομική πραγματικότητα και πως δεν είναι λύση το να λέμε «δεν μ' αρέσει - δεν μ΄αρέσει - δεν μ' αρέσει», πως δεν είναι λύση η άρνηση της πραγματικότητας των αριθμών, να μπορεί να απαντηθεί ως εξής: μπορεί τελικά αυτή να είναι η μόνη λύση, η μόνη εφικτή λύση, η μόνη πραγματιστική λύση, μπορεί δηλαδή η λύση να είναι να αρνηθούμε την τρέχουσα πραγματικότητα των αριθμών και να δημιουργήσουμε μια νέα. Να πούμε δηλαδή στοπ, το πράγμα έχει ξεφύγει, η φούσκα έχει ξεφύγει, το χρήμα που τα κράτη χρωστούν στις αγορές δεν πρόκειται ποτέ να αποπληρωθεί, όσο και να αφαιμαχθούν οι πολίτες τους, όσο και να αποσαρθρωθούν και να αυτοαναιρεθούν τα ίδια. Εάν δεν αρέσει στις αγορές, ας πάνε σε πλανήτες όπου ο ανταγωνισμός θα θάλλει. Ο δικός μας δεν χωράει άλλη διάρθρωση. Ή ας σταματήσουν να δανείζουν τα κράτη, ας κρατήσουν τα λεφτά στο θησαυροφυλάκιό τους και ας βουτάνε σε αυτά σαν τον Σκρουτζ Μακ Ντακ.
Εν πάση περιπτώσει οσοδήποτε στρεβλό κι αν υπήρξε το οικοδόμημα του ελληνικού κράτους και ο τρόπος που χειρίστηκε τα οικονομικά του, είναι ακόμη στρεβλότερο το οικονομικό δόγμα στο οποίο οικονομικά μεγέθη σαν την ανεργία είναι από αδιάφορα έως επιθυμητά, το οικονομικό δόγμα το οποίο ζητεί την μείωση των μισθών, ενώ ταυτόχρονα σηκώνει τους ώμους ψηλά έως επιθυμεί την απομάκρυνση κεφαλαίων από τις χώρες που βουλιάζουν, το δόγμα το οποίο στο τέλος τέλος δεν ομνύει στην αξιοπρεπή διαβίωση των ανθρώπων, αλλά στον ελεύθερο ανταγωνισμό. Ο ανταγωνισμός που σε όλες τις άλλες εκδοχές του μαθαίνουμε από παιδιά πως είναι κακή λέξη, αλλά στη νεοφιλελεύθερη οικονομία είναι η ευγενικότερη αρχή.
Ο αντίλογος σε όλα αυτά προφανώς είναι ότι μπορεί ο καπιταλισμός να ομνύει στο κέρδος και να μην έχει τελική αναγωγή του τον άνθρωπο, ωστόσο τελικά ο άνθρωπος περνά καλύτερα μαζί του από ό,τι σε οποιοδήποτε άλλο σύστημα. Υπήρχαν όμως αντίβαρα, υπήρχε κάποιος έλεγχος, υπήρχε ένα φρένο, υπήρχε ο λαϊκισμός της πολιτικής, ο επάρατος συνδικαλισμός, συλλογικές συμβάσεις που ανέβαζαν το εργατικό κόστος, κοινωνικό κράτος που αύξανε τα ελλείμματα.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 24, 2010

Γιατί ανήκω εδώ.

Σε μια εναρκτήρια σκηνή που πολύ αγαπώ, μιας ταινίας που πολύ αγαπώ, στην εναρκτήρια δηλαδή σκηνή της προηγούμενης ταινίας του Μπεν Άφλεκ, του «Gone Baby Gone», η φωνή του πρωταγωνιστή δίνει το στίγμα: «Πάντοτε πίστευα ότι το ποιός είσαι καθορίζεται από αυτά που δεν επιλέγεις ο ίδιος: την πόλη σου, τη γειτονιά σου, την οικογένειά σου. Εδώ ο κόσμος νιώθει περήφανος για όλα αυτά, σαν να είναι δικό του κατόρθωμα. Τα σώματά που καλύπτουν τη ψυχή τους, οι πόλεις που καλύπτουν τα σώματά τους. Έζησα σε αυτό το τετράγωνο όλη μου τη ζωή. Όπως και οι περισσότεροι από αυτούς τους ανθρώπους». Ακούγοντας τα λόγια του πρωταγωνιστή, βλέπουμε και τη γειτονιά για την οποία μιλάει, το Ντόρτσεστερ της Βοστώνης και βλέπουμε και τους ανθρώπους για τους οποίους μιλάει. Στα έξτρας του dvd o Άφλεκ εξηγούσε πόσο σημαντικό ήταν για αυτόν να γεμίσει την ταινία με αληθινούς κατοίκους της περιοχής.
Στην εναρκτήρια σκηνή του «Τown» θα διαβάσουμε για μια άλλη υποβαθμισμένη γειτονιά της Βοστώνης, το Τσαρλστάουν. Θα μάθουμε πως είχε το ρεκόρ στην παραγωγή ληστών και πως οι πατεράδες κληρονομούσαν τη «δουλειά τους» στους γιους. Θα διαβάσουμε ακόμη τη φράση ενός ανθρώπου που λέει πως το Τσάρλστάουν του κατέστρεψε κυριολεκτικά κάθε πτυχή της ζωής του, παρά ταύτα αγαπά πολύ τον τόπο του.
Αν στις δύο αυτές ταινίες που ο Άφλεκ έχει σκηνοθετήσει και συνδιασκευάσει το σενάριο από αντίστοιχα βιβλία, συνυπολογίσουμε και την ταινία για την οποία πήρε το 1998 όσκαρ πρωτότυπου σεναρίου μαζί με τον Ματ Ντέιμον, δηλαδή το «Good Will Hunting», θα διαπιστώσουμε ένα κοινό άξονα: και οι τρεις ταινίες διαδραματίζονται στην πόλη που μεγάλωσε ο Άφλεκ και στις τρεις ταινίες υπάρχει αυτό το κεντρικό ζήτημα του καθορισμού μου από τον μικρόκοσμο της γειτονιάς μου, του να φύγω ή να μείνω στον μικρόκοσμο μου, που όμως για μένα είναι όλος μου ο κόσμος. Nα ανήκεις κάπου που σου κάνει κακό, κάπου όπου όμως έχεις μια αίσθηση κοινότητας. Ίσως είναι καλύτερο να έχεις επαφή με το μη ιδανικό σου περιβάλλον, από το να είσαι αποξενωμένος κι αλλοτριωμένος. Ίσως το να ανήκεις σε ένα μη ιδανικό μέρος είναι πάντα καλύτερο από το να νιώθεις ότι δεν ανήκεις πουθενά.
Στο «Good Will Hunting» Ματ Ντέιμον δεν θέλει να φύγει αλλά ο κολλητός του Μπεν Άφλεκ, του λέει πως θα είναι εγκληματικό να μη φύγει. Στο «Τοwn» ο Μπεν Άφλεκ θέλει να φύγει, αλλά ο κολλητός του Τζέρεμι Ρένερ τον τραβά να μείνει. Ενώ στο «Gone Baby Gone», η επιλογή φεύγει εκ των πραγμάτων και λόγω ηλικίας από το άτομο, η επιλογή εκεί ανήκει σε τρίτους που θα κρίνουν ποιά θα είναι η πόλη του και η γειτονιά του, ποιό θα είναι το περιβάλλον του, ποιά θα είναι τα πράγματα που θα το καθορίσουν έξω από την δική του επιλογή. Γιατί μπορεί να είναι αλήθεια πως πάντα έχουμε επιλογές και δυνατότητες, ωστόσο οι εναλλακτικές μας, τα ίδια μας τα διλήμματα και η θέση από την οποία κάθε φορά καλούμαστε να επιλέξουμε έχει ετεροκαθοριστεί. Φυσικά αλλάζοντας κανείς διαρκώς, μπορεί να αλλάξει σταδιακά και τον ίδιο του τον ορίζοντα, τα ίδια του τα διλήμματα. Η αφετηρία μας όμως είναι πάντα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο παρούσα.

---

Ο Πιτ Ποστλθγουέιτ, ξερακιανός, μουστακαλής, κάτι μασουλάει, ενώ κόβει τα αγκάθια από ένα μάτσο τριαντάφυλλα και λέει πράγματα που παγώνουν το αίμα. Ο Κρις Κούπερ μέσα στη φυλακή μιλάει με το γιο του για ανθρώπους που δεν έχει νόημα να ψάξεις, αφού δεν υπάρχει κάτι να βρεις σε αυτούς. Τα γυαλιά του, τα μαλλιά του, η φόρμα της φυλακής, έχει χτίσει κι αυτός χαρακτήρα και τον παραδίδει μέσα στα απειροελάχιστα λεπτά παρουσίας του στην ταινία. Η Μπλέικ Λάιβλι, στο ρόλο της μαστουρωμένης πρώην φιλενάδας, δείχνει ότι η υποψήφια για όσκαρ ερμηνεία της Έιμι Ράιαν στο «Gone Baby Gone» στον αντίστοιχο ρόλο του λευκού σκουπιδιού, κάθε άλλο παρά έτυχε. Πέτυχε. Ο Μπεν Άφλεκ αν δεν δείχνει στους ηθοποιούς του το δρόμο, τους αφήνει πάντως να τον βρουν, αποσπώντας και αποτυπώνοντας στην κάμερά του ερμηνείες ξεχωριστές, που είτε είναι αποτέλεσμα καθοδήγησης είτε συνεργασίας είτε ενστίκτου στο κάστινγκ, το τελικό αποτέλεσμα είναι πως γράφονται έντονα στην μνήμη.
Η δύναμη της συμπύκνωσης που έχουν όμως οι δευτερεύοντες χαρακτήρες του «Town» χάνεται στους κύριους ρόλους. Ο ρόλος του διώκτη του εγκλήματος Τζον Χαμ δεν σκίζει από πρωτοτυπία, ο «μετά την αποφυλάκισή μου διψώ για αίμα και πάντως δεν ξαναγυρνάω στη φυλακή» ρόλος του Τζέρεμι Ρένερ ακόμη λιγότερο, ενώ και το ζευγάρι του ίδιου του Μπεν Άφλεκ και της Ρεμπέκα Χολ δεν προσφέρει κάτι καινούριο. Αυτά όμως είναι προφανώς προβλήματα που έγκεινται στην πρώτη ύλη που είχε ο Άφλεκ να μεταπλάσει. Στο «Gone Baby Gone», το βιβλίο του Ντένις Λιχέιν (στον οποίο χρωστάμε και το «Shutter Island» του Σκορσέζε και το «Mystic River» του Ίστγουντ) είχε πολλά περισσότερα να πει και κυρίως να ρωτήσει. Λιγότερο σημαντική έτσι ταινία στην ουσία της το «Τοwn» από το «Gone Βaby Gone», αποζημιώνει πάντως επαρκέστατα τα μάτια (με απολαυστικά αυτοκινητοκυνηγητά και πιστολίδια) και κυρίως έρχεται να κολλήσει δίπλα του, επιβεβαιώντας μια εμμονή σε μια θεματική και σε ένα σινεμά αρμονικά δεμένο με έναν τόπο.
(Kείμενο γραμμένο για το ελculture)

Τρίτη, Νοεμβρίου 23, 2010

Η έβδομη δόση

Τρίτη δόση: Επιχειρησιακές συμβάσεις υπερισχύουν των κλαδικών.
Τέταρτη δόση: Ατομικές συμβάσεις υπερισχύουν των επιχειρησιακών.
Πέμπτη δόση: Εργασία χωρίς σύμβαση - εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του εργοδότη να δώσει ή να μη δώσει χαρτζιλίκι.
Έκτη δόση: Κατάργηση της αμειβόμενης εργασίας - υποχρεωτικός καθολικός εθελοντισμός - πλήρης εκμηδενισμός εργατικού κόστους - εκτόξευση ανταγωνιστικότητας.
Τρίτη δόση: Μία μετάταξη ανά πέντε αποχωρήσεις.
Τέταρτη δόση: Μία θέση εργασίας ανά πέντε ανεργίας.
Πέμπτη δόση: Ένας αυτοδύναμα τρεφόμενος ανά πέντε συσσιτιούχους.
Έκτη δόση: Ένας στον αγώνα ανά πέντε στο χώμα.
Τρίτη δόση: η Ιρλανδία στον μηχανισμό στήριξης.
Τέταρτη δόση: η Πορτογαλία στον μηχανισμό στήριξης.
Πέμπτη δόση: η Ισπανία στον μηχανισμό στήριξης.
Έκτη δόση: ο μηχανισμός στήριξης στον μηχανισμό στήριξης.
Τρίτη δόση: υπό κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ.
Τέταρτη δόση: υπό κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ - ΛΑΟΣ - Δημοκρατικής Συμμαχίας τε και Αριστεράς.
Πέμπτη δόση: υπό κυβέρνηση ΝΔ - ΚΚΕ.
Έκτη δόση: υπό κυβέρνηση Καμίνη - Μπουτάρη - Αtenistas.

Κυριακή, Νοεμβρίου 21, 2010

Μπάντμιντον - Δουβλίνο

Μπάντμιντον: μες το πλήθος, ένας εδώ, άλλος πιο πέρα, κομπάρσοι που υποδύονται τους ψηφοφόρους (ή ψηφοφόροι που υποδύονται τους κομπάρσους) σηκώνουν καλαίσθητες διαφημιστικές ταμπελίτσες με τις αρχές του νέου κόμματος. Δουβλίνο: το χαρτί σκισμένο όπως όπως, καλαισθησία μηδέν, κοινός νους μηδέν, λαϊκισμός κάργα, υστερικές κραυγές περί προδοτών.
---
Ενότητα, τι ωραία λέξη, προδοσία, τι κακόηχη, είναι ακόμα στην πρώτη κρυάδα οι Ιρλανδοί, αλλά σιγά σιγά θα εσωτερικεύσουν και αυτοί την οικονομικοπολιτική νομοτέλεια της εποχής.
Οι όμορφες λέξεις όμορφα επικοινωνούνται, οι ξεπερασμένες από την ιστορία λέξεις με ξεπερασμένους από την ιστορία της επικοινωνίας τρόπους.
Προδοσία: τι οικονομικό νόημα μπορεί να έχει αυτή η έννοια; Μπορεί να προδώσει κανείς μια πατρίδα ή έναν άνθρωπο, μπορεί να προδώσει κανείς κάποιες αξίες, αλλά σε επίπεδο δημοσιονομικών μεγεθών τα νούμερα ή βγαίνουν ή δεν βγαίνουν.
Είναι τόσο απλό και διαπιστώνω με ανακούφιση ότι ολοένα και περισσότεροι από εμάς το αντιλαμβανόμαστε, όσο για τους υπόλοιπους ψελλίζουν στη γωνίτσα τους ασυναρτησίες του στυλ πως η κρίση δεν σε ριζοσπαστικοποιεί ενεργητικά, σπρώχνοντάς σε πιο ακραιφνείς, πιο τολμηρές ιδέες. Σε ριζοσπαστικοποιεί παθητικά, κάνοντας τις ιδέες που είχες πριν όλο και λιγότερο αποδεκτές από την υπό διαμόρφωση κατανομή εφικτών πολιτικών θέσεων.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 18, 2010

Από μόνα τους

Καλά, αυτοί οι υπάλληλοι των ΔΕΚΟ που παίρνουν 40% πάνω από τους δημοσίους υπαλλήλους και 100% πάνω από τους ιδιωτικούς πώς αντέχουν τον εαυτό τους;
Γιατί δεν αυτοκτονούν από μόνα τους τα μουνόσκυλα;
Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπους αυτούς ένας πέθαινε από αηδία.
Αδέλφια χρυσαυγίτες, σταματήστε να βαράτε τους μουσουλμάνους. Ας ενωθούμε όλοι μαζί, πέρα από ρατσισμούς και μαλακίες, και ας πάμε να τσακίσουμε στο ξύλο όχι πια τα εξιλαστήρια θύματα, αλλά τους αληθινούς φταίχτες: να τρέμουν να βγαίνουν απ΄το σπίτι τους και να πηγαίνουν στις ΔΕΚΟ τους, να ξέρουν ότι θα μας βρίσκουν μπροστά τους.
Και επιτέλους: ΟΠΩΣ ΑΠΟΛΥΕΤΑΙ Ο ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΚΛΑΙΕΙ ΚΑΝΕΙΣ, ΕΤΣΙ ΝΑ ΑΠΟΛΥΕΤΑΙ ΚΑΙ Ο ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ.
Όχι πια δυο μέτρα και δυο σταθμά, όχι πια πολίτες δυο κατηγοριών, ας σταματήσει η βολεμένη δημοσιοδίαιτη μισή Ελλάδα να τραβά το χαλί κάτω από την με το διαρκές αγγούρι στον κώλο υπόλοιπη μισή, μόλις επέλθει ισότης στα αγγούρια μερικοί από τους αριθμούς θα νιώσουν καλύτερα, μερικοί άλλοι όχι και τόσο, και πάλι όμως θα έχουμε κινηθεί προς τη σωστή κατεύθυνση της κοινωνικής δικαιοσύνης, της κάλυψης τμήματος των ανισοτήτων.
Και αυτό τελικά ήταν το βασικό σφάλμα της πολιτικής κατεύθυνσης που είχαμε πάρει: η επιδίωξη της ισότητας προς τα πάνω είναι μια πλάνη και οδηγεί σε φούσκες. Αντίθετα η προς τα κάτω ισότητα είναι πολύ περισσότερο εφικτή και φέρνει από την πίσω πόρτα καταστάσεις υπαρκτού σοσιαλισμού σε περιβάλλον υπαρκτού καπιταλισμού.

Τρίτη, Νοεμβρίου 16, 2010

Xαμένοι στο Κάπου

Πάρα πολύ όμως: Διαβάζω μια συνέντευξη της Σοφία Κόπολα για το «Somewhere», όπου λέει πως πολλοί θα ήθελαν γυρίσει πάλι κάτι σαν το «Χαμένοι στην Μετάφραση», ωστόσο εκείνη δεν θα μπορούσε ποτέ να το ξανακάνει, και αναρωτιέμαι αν πιστεύει αληθινά ότι η μία ταινία δεν θυμίζει πολύ (πάρα πολύ όμως) την άλλη. Στο «Χαμένοι στην Μετάφραση» μεγάλος χολιγουντιανός σταρ, περνά εκτός προγράμματος λίγες ευχάριστες μέρες με μια νεαρή κοπέλα που θα μπορούσε ηλικιακά να είναι κόρη του, συνάντηση που δρα καταλυτικά στην υπαρξιακή κρίση που βιώνει. Στο «Somewhere» μεγάλος χολιγουντιανός σταρ περνά εκτός προγράμματος λίγες ευχάριστες μέρες με ένα εντεκάχρονο κορίτσι που αυτή τη φορά είναι η κόρη του, συνάντηση που δρα καταλυτικά στο να συνειδητοποιήσει πως βιώνει υπαρξιακή κρίση. Και εκτός από το κεντρικό σχήμα είναι και μια σειρά από δευτερεύοντα: οι σκηνές του αμήχανου αμερικάνου σταρ στην εξωτική ιαπωνική τηλεόραση δίνουν τη θέση τους σε σκηνές του αμήχανου αμερικάνου σταρ στην εξωτική ιταλική τηλεόραση, ήρωας και κοπέλα διασκεδάζουν με καραόκε, ήρωας και κόρη διασκεδάζουν με guitar hero, το υπαρξιακό κενό αποτυπωμένο σε μια πόζα για διαφήμιση γιαπωνέζικου ουίσκι γίνεται υπαρξιακό κενό αποτυπωμένο στον ακινητοποιημένο για λόγους μακιγιάζ ήρωα, o ψίθυρος του Μπίλ Μάρεϊ στο αυτί της Σκάρλετ Γιόχανσον γίνεται η φωνή του Στίβεν Ντορφ που πνίγεται από τον θόρυβο του ελικοπτέρου.
Το διαρκές παιδί: Ο ήρωας του «Somewhere» κάποια στιγμή το αντιλαμβάνεται και το ομολογεί: «Είμαι ένα τίποτα. Δεν έχω καν έναν εαυτό». Είναι ένας θεατής της ζωής, ένας καλεσμένος σε διαρκές πάρτι, ένα διαρκές παιδί, ένα διαρκές κακομαθημένο: τα έχει όλα μα όλα έτοιμα, από τα εντελώς πρακτικά ζητήματα ως τη διαρκή διαθεσιμότητα των γυναικών να πέσουν στο κρεβάτι του. Σε μια κλασική σκηνή του «Αποκάλυψη τώρα» ο Φράνσις Φορντ Κόπολα δείχνει τα κορίτσια του Playboy να χορεύουν για τους στρατιώτες στο Βιετνάμ, τους κανόνες του θεάματος να καταλύονται και τους στρατιώτες - θεατές να μπουκάρουν στη σκηνή, προσπαθώντας να ορμήξουν στα μοντέλα. Στο «Somewhere» δίδυμες καλονές χορεύουν pole dancing στο δωμάτιό του ήρωα, ο κανόνας του θεάματος περιλαμβάνει προφανώς και το σεξ, αλλά τον ήρωα τον παίρνει ο ύπνος παρακολουθώντας τες. Όπως σε άλλη σκηνή τον παίρνει ο ύπνος κατά τη διάρκεια του σεξ πάνω στο σώμα μιας γυναίκας. Είναι ο χορτασμένος, το παιδί που δεν έχει διάθεση εκείνη την ώρα να παίξει. Και η πολλή η χόρταση και το να τα έχεις διαρκώς όλα στο πιάτο οδηγεί και στην ανία. Πολλές σκηνές της ταινίας κρατάνε περισσότερο από ό,τι θα χρειαζόταν, ίσως για να κολλήσουμε την ανία του ήρωα, που κοιτάζει με το ίδιο μακάριο χαμόγελο την κόρη του να κάνει πατινάζ και τις χορεύτριες στον στύλο και εξίσου τις χειροκροτεί όταν τελειώνουν το θέαμα που του προσέφεραν. Εξίσου ικανοποιημένος, εξίσου βαριεστημένος, αφού καμιά φορά το πρώτο συνεπάγεται το δεύτερο.
Μάσκες: Στην μακράν καλύτερη σκηνή της ταινίας ο ήρωας κάθεται να του βάλουν την μάσκα για τα εφέ που θα τον κάνουν να φαίνεται γέρος. Πρέπει να περιμένει ακίνητος με κλειστά τα μάτια και το στόμα για σαράντα λεπτά. Βαριανασαίνει. Είναι σαν μούμια. Δεν προσφέρει την ύπαρξή του, δεν προσφέρει τον εαυτό του, δεν έχει εαυτό να προσφέρει από τον οποίο θα πάρει στοιχεία για να μεταμορφωθεί στον χαρακτήρα που υποδύεται, δεν δανείζει παρά μια φάτσα που γράφει στην οθόνη, μια φιγούρα. Την μεταμόρφωση την κάνουν τα εφέ.
Who cares: Kαι να το βασικό πρόβλημα του «Somewhere»: Πώς μπορείς να ενδιαφερθείς για κάποιον που δεν έχει καν έναν εαυτό; Να το δεις στεγνά ως αποτύπωση του τρόπου ζωής μιας ελάχιστης κάστας ανθρώπων; Nα πάρεις δηλαδή μια μυρωδιά για το πώς μπορεί να είναι η ζωή ενός μεγαστάρ; Οκ. Να νοιαστείς για τον ίδιο όμως, τη σχέση του με την κόρη του, το μέλλον του, τις αλλαγές που θα κάνει ή δεν θα κάνει, γιατί; Ο χαρακτήρας του Μπιλ Μάρεϊ ήταν ένας άνθρωπος που κάπου στην πορεία έχασε το δρόμο του (ή ίσως παίρνοντας τον δρόμο που ήθελε, διαπίστωσε ότι οδηγεί και σε ερημιές και σε αδιέξοδα) και πενθεί για αυτήν την απώλεια και πίνει για αυτήν την απώλεια και η θλίψη είναι ζωγραφισμένη στα μάτια του. Ο χαρακτήρας του Στίβεν Ντορφ πουθενά δεν χάθηκε, χαμένος ήταν πάντα, χαμένος πιθανότατα θα ήταν ακόμη και αν δεν ήταν μεγάλος σταρ του Χόλιγουντ (απλώς η ευκολία της ζωής που κάνει τον αποτρέπει ακόμη περισσότερο να εξετάσει ποιός είναι αναμετρώμενος με τις αντιξοότητες της ζωής), πίνει για να περνά η ώρα, η αυτογνωσία του δεν είναι αληθινά πένθιμη, και οι τελικές του αποφάσεις μοιάζουν ελαφριές, δίχως αληθινό βάρος, δίχως αληθινό κόστος, ενώ το τελικό του χαμόγελο μοιάζει με το χαμόγελο ενός παιδιού που δηλώνει μεγαλόφωνα ότι αποφασίζει να παίξει ένα διαφορετικό παιχνίδι. Αλλά τα παιδιά έτσι είναι: όλο μεγάλες δηλώσεις που μόλις βαρεθούν ή κουραστούν μπορούν κάλλιστα να τις ξεχάσουν. Στη ζωή οι μεγάλες αλλαγές αποδεικνύονται στην πράξη και στην αντοχή τους στο χρόνο. Στη ζωή, επίσης, οι κενοί άνθρωποι δεν γεμίζουν εαυτό μόλις διαπιστώσουν την έλλειψή του από κάποια αντλία πρατηρίου. Ο εαυτός είναι το μόνο που δεν μπορεί να αγοράσει και να του παρέχουν ακόμη και ένας σταρ του χόλιγουντ. Ο εαυτός δεν είναι προσφερόμενη υπηρεσία, δεν είναι προϊόν, δεν μπορούν να στον προσφέρουν με ρουμ σέρβις, δεν μπορούν να στον κλείσουν για φωτογράφιση.
Κραυγές και ψίθυροι: Όταν ο Μπιλ Μάρεϊ ψιθυρίζει στο αυτί της Σκάρλετ Γιόχανσον, της ψιθυρίζει κάτι ολόδικό τους, το τι ακριβώς της λέει ανήκει μόνο σε αυτούς, η χειρονομία όμως ανήκει σε όλους εμάς, αφού έχουμε ήδη εμπλακεί συναισθηματικά όλοι. Στο «Somewhere» ο θόρυβος του ελικοπτέρου καλύπτει το «Συγγνώμη, που δεν ήμουν παρών στη ζωή σου» και η κόρη δεν ακούει τι της λέει. Στο «Χαμένοι στην Μετάφραση» κατορθώνουν να επικοινωνήσουν και οι ήρωες μεταξύ τους και εμείς με την ταινία, ο ένας ήρωας ψιθυρίζει στον άλλο και η ταινία σε εμάς, στο «Somewhere» οι ήρωες αποτυγχάνουν να επικοινωνήσουν και αυτό που θέλει να μας φωνάξει η ταινία δεν φτάνει στα αυτιά μας, αφού κάποιος δυνατότερος θόρυβος το εμποδίζει: δεν είναι απλά ο θόρυβος του «Μα, μας το έχεις ξαναδείξει αυτό, Σοφία», είναι ο θόρυβος του «Μα, μας το έχεις ξαναδείξει τόσο πολύ πιο άρτια».
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Δευτέρα, Νοεμβρίου 15, 2010

Εδώ Καμίνης, της καληνύχτας τα φιλιά μην μου τα δίνεις.

Γυρνάω χθες βράδυ σπίτι και στο ραδιόφωνο ακούω την επινίκια ομιλία του Καμίνη. Η αντικειμενική πραγματικότητα είναι μια πλάνη, υπάρχουν τόσες πραγματικότητες όσες και υποκειμενισμοί, οπότε η δική μου υποκειμενική πραγματικότητα ακούει να εκπέμπεται από τα ραδιοκύματα (και στη φωνή του νικητή μεν, κυρίως όμως στις αντιδράσεις των συγκεντρωμένων) μια αυθεντική συγκίνηση: ίσως πρόκειται για τη συγκίνηση της αρχικά απίθανης επικράτησης του μεγάλου αουτσάιντερ, ίσως πρόκειται για τη συγκίνηση ενός μη κομματικού ακροατηρίου, και πάντως -είπαμε- δεν φταίει η πραγματικότητα, η φαντασία μου τα φταίει.
Φτάνοντας σπίτι βλέπω στην τηλεόραση τον Παπανδρέου και τον Ραγκούση και τον Πεταλωτή και τον Σγουρό να αλληλοσυγχαίρονται με τον Καμίνη. Αρκεί αυτή η εικόνα για να με ξενερώσει; Όχι ακριβώς, αφού αφενός ήταν αναμενόμενη, αφετέρου δεν ήταν ενθουσιασμός αυτό που ένιωθα για τον Καμίνη (και τον Μπουτάρη) ώστε να ξενερώσω: σε κανένα σημείο της προεκλογικής διαδρομής δεν έλαβαν στα μάτια μου τις ιδιότητες που πολλοί φάνηκαν να τους προσδίδουν.
Ωστόσο.
Ωστόσο για αυτό υπάρχει το ποδόσφαιρο και το μπάσκετ, για να παίζουμε εκεί το Παναθηναϊκός - Ολυμπιακός. Για να μπορούμε εκεί να βλέπουμε -με όλη την εγγενή αυθαιρεσία της «επιλογής» της ομάδας με την οποία θα είμαστε - τα πράγματα με όρους καλού - κακού, με όρους απόλυτων μεγεθών. Στην πολιτική το απόλυτο δίνει τη θέση του στο σχετικό και η κρίση του κάθε κόμματος ή του κάθε υποψηφίου ξεχωριστά στη σύγκρισή του με τους άλλους αφενός και τη γενική πολιτική ατμόσφαιρα αφετέρου.
Αφού λοιπόν η γενική πολιτική ατμόσφαιρα είναι αποχή και άλλη αποχή και ακόμη μεγαλύτερη αποχή, αφού λοιπόν η γενική πολιτική ατμόσφαιρα είναι το σου γυρνάω την πλάτη, κάνε ό,τι νομίζεις πάνω στο παρόν και το μέλλον μου, εγώ με εσένα άλλο δεν ασχολούμαι, όπως δεν αποφασίζεις εσύ για το μέλλον μου αλλά ο αυτόματος πιλότος των οικονομικών μεγεθών έτσι δεν μπαίνω στον κόπο να αποφασίσω κι εγώ,
αφού λοιπόν η μόνη επανάσταση προ των πυλών δεν είναι κάποια αντινεοφιλελεύθερη επανάσταση, αλλά η επανάσταση της απονομιμοποίησης του υπάρχοντος κομματικού συστήματος,
προσωπικά προτιμώ τον Καμίνη αντί του Κακλαμάνη και τον Μπουτάρη αντί του Γκιουλέκα, όχι γιατί θα φέρουν μαζί τους κάτι το συγκλονιστικό, αλλά γιατί στην πολιτική δεν μπορεί να είναι ζητούμενο μόνο το συγκλονιστικό. Να είναι δηλαδή ζητούμενο και αυτό, αλλά να βλέπουμε και τι είναι συγκριτικά προτιμότερο, όταν το συγκλονιστικό για λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή μας δεν μας επισκέπτεται.
Όλα μα όλα πάντως τα μηνύματα, και η αποχή και τα λευκά και τα άκυρα και η επικράτηση στην Αθήνα και την Θεσσαλονίκη υποψηφίων που δεν βγήκαν από κομματικά θερμοκήπια, δείχνουν πως το υπάρχον κομματικό σύστημα -και ειδικότερα ο δικομματισμός- έχει σαπίσει, όχι μόνο στη θεωρία, αλλά πλέον και στην εκλογική πράξη.
Ήταν μια ακόμη πολιτική ανάλυση του ολντ μπόι. Χαιρετώ προς το παρόν, αύριο θα μεταμφιεστώ σε τύπο που γράφει για σινεμά. Σοφούλα, στο λέω από τώρα, για να μην σου έρθει απότομο: θα είμαι σκληρός μαζί σου.

Σάββατο, Νοεμβρίου 13, 2010

Τι ωραίο ποστ:
///
Τι κόλλημα
///
Τι εμπλοκή.
Μα θαρρώ πως θα τα μπλέξω:
απ' τον Κικί και τον Σγουρό ποιόν να διαλέξω;
///
Τι θα γίνουμε όταν πεθάνουμε, όλοι κάποια στιγμή αναρωτιούνται.
Τι θα γινόμασταν αν δεν είχαμε γεννηθεί, σημαντικά λιγότεροι.
///
Τι κάνει τη βροχή να βρέχει;
Μην πεις τα σύννεφα.
Κάτι ψυχαναλυτικό πρέπει να κρύβεται από πίσω.
Αλλά μας κρατάνε στο σκοτάδι,
για να πουλάνε ομπρέλες
έξω απ' τα σκαλιά του μετρό,
μετακλητοί απ' τον τρίτο κόσμο,
οι stalkers της πρώτης ψιχάλας.
///
Στον αληθινό τον κόσμο δεν υπάρχουν πασόκ.
///
Τι άλλο θα μπορούσαν να κάνουν κι αυτοί;
Τα ποιήματα του Κακναβάτου
έπεφταν στην ώρα της Καραβάτου.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 11, 2010

Αμαρτίες γονέων

(Πρωτεύουσα κάποιου ευρωπαϊκού κράτους, 2010.
Φοιτητές εναντίον κυβερνώντος κόμματος, επειδή τους τριπλασίασε τα δίδακτρα)
---
Να σκάσουν η μία μετά την άλλη όλες οι ευρωπαϊκές φούσκες, όλες οι δυτικές φούσκες, όλες οι κρατικές φούσκες.
Αυτό, αυτό, αυτό είναι το σωστό: αφού δεν ζήσαμε εξαθλιωμένοι εμείς, να ζήσουν εξαθλιωμένα τα παιδιά μας.
Έφαγαν πολλά οι εργαζόμενοι όλες αυτές τις δεκαετίες. Συμπαρέσυραν στη φαγωμάρα τους όλα τα κρατικά οικοδομήματα.
Αν βγάλεις από την μέση όλες τις περικοκλάδες και όλα τα σούξου μούξου το συμπέρασμα είναι πάναπλο: πολίτες των κρατών, τα μπουρδελάκια σας δεν βγαίνουν. Δεν.
Να μαζικοποιηθεί απόλυτα η εξαθλίωση στο δυτικό κόσμο, για να δει κι αυτός τη γλύκα του αναπτυσσόμενου.
Να ξαναστηθούν τα κράτη από την αρχή με αμιγώς οικονομικά κριτήρια. Να μπορούν να υπάρχουν buyouts, mergers and acquisitions, liquidations κι όλο το σχετικό πακέτο. Όχι μόνο μεταξύ τους. Και από ιδιωτικά κεφάλαια. Ενδεχομένως και κατ' εξοχήν απ' αυτά.
Πανεπιστήμιο να πηγαίνει μόνο ο γιος της Μπακογιάννη. Ούτως ή άλλως αυτόν θα ψηφίσεις αύριο, και μορφωμένος να είσαι. Άρα δεν την χρειάζεσαι την μόρφωση. Ας την έχει λοιπόν αυτός που θα σε κυβερνήσει.
Αναπαραγόμενες ελίτ και αναπαραγόμενη μαζική αθλιότητα. Πλήρες κόψιμο των ενδιάμεσων ημίμετρων.
Να γίνει και η αντιγαλλική επανάσταση. Ήδη ζούμε άλλωστε στα χρόνια του οικονομίστικου αντιδιαφωτισμού.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 10, 2010

Homo homini doberman

Φύλακας σκύλων: «Γάμα τα όλα και έλα κάτω». Ο πατέρας του έχει μόλις πεθάνει, άλλους συγγενείς δεν έχει, και ο Νίκος ακούγοντας την προτροπή του θείου του μεταφέρεται από την ασπρόμαυρα υπέρμουντη Πτολεμαϊδα στα ασπρόμαυρα υπέρμουντα Άνω Λιόσια, καθώς ο Γιάννης Οικονομίδης επιστρέφει με τον «Μαχαιροβγάλτη» για τρίτη φορά στα Δυτικά Προάστια. Θα φυλάει επ΄ αμοιβή τα δύο ντόπερμαν του θείου του για να μην του τα φολιάσουν κάποιοι «Αρβανίτες» με τους οποίους έχει τσακωθεί. Ο Νίκος τα παίρνει: «Σου μοιάζω εγώ για φύλακας σκύλων; Σου μοιάζω εγώ για φύλακας σκύλων;». «Γιατί ρε, πώς μοιάζει ένας φύλακας σκύλων; Πώς μοιάζει ένας φύλακας σκύλων;». Μοιάζει με το Νίκο. Πριν μπορεί και να έμοιαζε με έναν Πακιστανό που φευγαλέα βλέπουμε όταν φτάνει ο Νίκος στο σπίτι. Από μια ψόφια μεν, ανθρώπινη δε ζωή στην Πτολεμαϊδα, με κοπέλα και φίλους και ένταξη, περνά σε μια σκέτα ψόφια ζωή. Όλη μέρα κωλοβαράει. Είτε όντας στο πόστο του, είτε κοπανώντας την. Καφετέριες, προπατζήδικο, τηλεόραση, μπαρ, βόλτες με το μηχανάκι. Η μόνη στιγμή που θα δούμε το Νίκο, όχι απλά έγχρωμο αλλά και με πρόσωπο που λάμπει από ευφορία είναι όταν παρακολουθεί μια παράσταση. Ίσως το πρόσωπό του το ομορφαίνει η τέχνη, ίσως και η παντελής έλλειψη αναστολών για το μαχαίρι που έχει προγραμματίσει να τραβήξει αμέσως μετά. Όπως το πάρει κανείς.

Ραπ: Η γλώσσα των ταινιών του Οικονομίδη, η γλώσσα του «Σπιρτόκουτου» και της «Ψυχής στο Στόμα» είναι γλώσσα που χαίρεσαι να την ακούς, ακριβώς γιατί είναι γλώσσα αληθινή και αυθεντική, γλώσσα που στερείται μεν κάθε καλλιέπειας και ωραιότητας, αλλά ίσως ένα μεγάλο πρόβλημα στην απόδοση του προφορικού λόγου στα έργα τέχνης είναι αυτό, η προσπάθεια δηλαδή να κάνουμε τους ήρωες να μιλήσουν όσο όμορφα γράφουμε ή όσο όμορφα θα θέλαμε να μιλούν. Δεν πρόκειται όμως απλά για μπινελίκια. Πρόκειται για μπινελίκια που σχεδόν ραπάρονται, που επαναλαμβάνονται με μουσικότητα, πρόκειται για την Μεγάλη Συμφωνία των Βωμολοχιών. Κάθε διάλογος αρχίζει και τελειώνει εκεί που πρέπει, διαρκεί όσο πρέπει, οι βρισιές λέγονται με τον τονισμό των συλλαβών που τους πρέπει. Ξεκινώντας από τον ρεαλισμό, ο Οικονομίδης φτάνει σχεδόν στο στυλιζάρισμα των βρισιών, χωρίς όμως να χάνεται ποτέ η αίσθηση της αυθεντικότητας: είναι σαν να έχει χαμηλώσει η ένταση από όλους τους υπόλοιπους ήχους της καθημερινότητας και να έχει αυξηθεί η ένταση του προφορικού λόγου, του λόγου του σπαρμένου με τους «πούτσους», τα «γαμάω και τα «μαλάκα».
Αν είσαι εξοικειωμένος με τη γλώσσα των ταινιών του, οι διάλογοι του «Μαχαιροβγάλτη» ίσως σου ακουστούν λίγο επιτηδευμένοι, λίγο μη φυσικοί, λίγο σαν σχόλιο στις προηγούμενες ταινίες του. Αλλά η μεγάλη διαφορά με τις προηγούμενες ταινίες του είναι άλλη: η αναλογία των μπινελικιών σε σχέση με τον λόγο χωρίς μπινελίκια παραμένει πολύ μεγάλη, ίσως και μεγαλύτερη από ποτέ, ωστόσο η συνολική ποσότητα των λέξεων που ακούγονται έχει ελαττωθεί δραματικά. Και αυτό όπως και να το δει κανείς -είτε του αρέσει περισσότερο η ταινία από τις δύο προηγούμενες είτε λιγότερο- είναι αναμφίβολα ένα γενναίο βήμα, αφού είναι σκηνοθέτης που βασίστηκε κατ΄εξοχήν στο λόγο. Ο Οικονομίδης αφοπλίζει εκούσια το όπλο στο οποίο ειδικευόταν δείχνοντας αφενός ότι μπορεί να τα καταφέρει και αλλιώς (με εξαιρετικά μάλιστα αισθητικά αποτελέσματα) και αφετέρου ότι η ουσία του κόσμου του, της θέσης του, της ματιάς του παραμένει η ίδια και χωρίς αυτό «το μάντρα στυλιζαρισμένης χυδαιολογίας που λειτουργούσε μάλλον σαν ηχητική μπάντα ή ιδιότυπο σάουντρακ».
Και μπορεί το «Σπιρτόκουτο» να διαδραματιζόταν σε ένα διαμέρισμα και ο «Μαχαιροβγάλτης» να είναι γεμάτος εξωτερικά γυρίσματα, και οι δύο ταινίες όμως ορίζονται εξίσου από το χώρο τους, ένα χώρο εξίσου ασφυκτικό. Ανοικτοί χώροι, έρημοι δρόμοι, τα κτίρια, η αρχιτεκτονική τους, επαρχία παντού, ασφυξία παντού.

Κάτι όμορφο: Ο θείος λέει στη θεία ότι έχει έρθει η ώρα να κάνουν ένα παιδί: «Πάμε να φτιάξουμε κάτι όμορφο». Είναι και το ειρωνικό tagline της ταινίας. Είναι άραγε εξ ορισμού αδύνατο να φτιαχθεί κάτι όμορφο με υλικό τον κόσμο του θείου; Και αν ναι, γιατί; Για λόγους ταξικούς; Για λόγους μορφωτικούς; Για λόγους εθνικούς; Για λόγους πανανθρώπινους; Έτσι είναι οι μικροαστοί; Έτσι είναι οι άνθρωποι χωρίς παιδεία; Έτσι είναι οι Έλληνες; Έτσι είναι οι άνθρωποι; Τίποτα από όλα αυτά, απλά έτσι είναι οι συγκεκριμένοι ήρωες του Οικονομίδη; Ναι, αλλά μόνο έτσι είναι.
Σε μια άλλη σκηνή ένα μεθυσμένο ζευγάρι βγαίνει νύχτα από ένα μπαρ. Ο άντρας τραβάει τη γυναίκα σε μια ερημιά και την χτυπάει. Την αφήνει αιμόφυρτη και ημιαναίσθητη και φεύγει. Ο Νίκος τον βλέπει. «Αγαπάω και γαμάω», του εξηγεί ο άντρας. Ο Οικονομίδης όμως, ακόμη και αν θέλει να καταδείξει την διαστρεβλωμένη σχέση και τους υπόγειους δεσμούς ανάμεσα στα δύο αυτά ρήματα, μας δείχνει μόνο το σκέλος «γαμάω». Αντίστοιχα στη «Ψυχή στο Στόμα» ακούμε την αφήγηση του τεχνίτη που περιγράφει γλαφυρά στους συναδέλφους του πως τσάκισε τη κοπέλα του στο ξύλο. Ακόμα όμως και στο κόσμο των άρρωστων ζευγαριών του Οικονομίδη, η σχέση τους δεν εξαντλείται στο ξύλο. Βλέποντας ή ακούγοντας μόνο για το ξύλο, λογοκρίνονται τρόπον τινά οι υπόλοιπες πτυχές της σχέσης τους. Η λογοκριμένη μεταξύ τους τρυφερότητα σε καμία περίπτωση δεν θα δικαιολογούσε ή μετρίαζε το ξύλο, αντίθετα θα το καθιστούσε μάλλον ακόμη πιο αποτρόπαιο και πάντως θα το εξηγούσε καλύτερα, θα το έβαζε σε ένα πλαίσιο πιο κοντά στην αλήθεια της ζωής.
Ένας κινηματογράφος με ταινίες που ο κανόνας του θα ήταν ο κόσμος του Οικονομίδη θα ήταν αφόρητος. Θα έπεφτες στα ψυχόφαρμακα. Ως εξαίρεση όμως ο κόσμος αυτός έχει και παραέχει νόημα, έχει και παραέχει λόγο ύπαρξης. Έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε ταινίες που παρουσιάζουν τη ζωή καλύτερη απ' ό,τι είναι: παρηγοριόμαστε υποτίθεται έτσι, παραμυθιαζόμαστε, ξεφεύγουμε. Ο Οικονομίδης σου λέει στις ταινίες μου δεν έχεις να ξεφύγεις, δεν έχεις να παραμυθιαστείς, δεν έχεις να παρηγορηθείς. Καταλήγει έτσι, κατά τη γνώμη μου, να δείχνει τον κόσμο χειρότερο από ό,τι είναι. Όχι επειδή δεν είναι υπαρκτή η πλευρά που δείχνει. Απλά είναι σαν να έχει χαμηλώσει η ένταση από όλες τις υπόλοιπες συναισθηματικές συνιστώσες των ανθρώπινων σχέσεων και να έχει αυξηθεί η ένταση σε ό,τι ζοφερό.

Σίδερα μέσα σε λουλούδια: Κι έτσι τελικά κάτι το όμορφο παράγεται στον «Μαχαιροβγάλτη» δια της φυσικής επιλογής, δια της επιλογής του νεότερου μοντέλου και της εξουδετέρωσης του ανταγωνισμού, για να καταλήξει στο σιδερένιο πλέγμα του παραθύρου μέσα από τα κιτς λουλούδια των κουρτινών, στην ασφάλεια μέσα από την ασχήμια της τεχνητής ομορφιάς, στο κλειδαμπάρωμα του κιτς, στην ασφυξία του κλειδαμπαρώματος.
(Kείμενο γραμμένο για το ελculture)

Δευτέρα, Νοεμβρίου 08, 2010

Οι γέροι χωριστά, οι νέοι άλλο πράμα

Το δωδεκάωρο της ψηφοφορίας έχω απέναντί μου ένα πόστερ με πίνακα του Μόραλη. Είναι πάνω από τα δύο παραβάν. Στην αρχή σχολιάζω φωναχτά ότι δεν μπορώ να καταλάβω τι ενδιαφέρον έχει και γιατί αυτό θεωρείται καλή ζωγραφική. Ώρα μετά, εκεί που έβλεπα μόνο ακατανόητα σχήματα, ξεχωρίζω μια γυναίκα που έχει πλαγιάσει. Ανακαλώ δημοσίως. Τις επόμενες ώρες το μάτι μου πέφτει και ξαναπέφτει επάνω στον πίνακα. Μεταξύ πίνακα και ματιού μου έχει αναπτυχθεί μια συνομιλία (μην με ρωτάς τι έλεγαν, είναι μυστικό), ίσως γιατί τελικά τέχνη δεν είναι μόνο αυτό που έχει κάτι να σου πει, αλλά και αυτό που αναδέχεται τον κίνδυνο να προσπεράσεις εκείνο που έχει να σου πει επειδή ενδιαφέρεται να στο πει μόνο με τον τρόπο που αυτό θέλει να μιλήσει και όχι με τον τρόπο που εσύ έχεις συνηθίσει να ακούς.
Η αποχή μπορεί να θορυβεί, αλλά τουλάχιστον εκείνους που απέχουν δεν τους βλέπεις μπροστά σου: προστατευμένοι από το σκοτάδι των κινήτρων τους μπορεί και να σε ξεγελάσουν ως έξτρα συνειδητοποιημένοι πολιτικά τύποι, που έχουν πιάσει το νόημα ότι μόνο μέσω της απονομιμοποίησης του παρόντος πολιτικού συστήματος μπορεί να προκύψει κάτι διαφορετικό. Προφανώς υπάρχουν μεταξύ τους και τέτοιοι. Όπως προφανώς υπάρχουν μεταξύ τους και αληθινά απογοητευμένοι άνθρωποι που πίστευαν στο άλφα ή στο βήτα κόμμα μέχρι που τα αποθέματα της πίστης τους στέρεψαν. Στην πλειοψηφία τους όμως εκείνοι που απέχουν δεν απέχουν λόγω βαθιάς πολιτικής σκέψης αλλά λόγω απερίγραπτα ρηχής, δεν απέχουν λόγω προδομένων προσδοκιών αλλά λόγω της έλλειψης οποιασδήποτε προσδοκίας αφορά την κοινωνία. Αλλά είπαμε: η αποχή μπορεί να θορυβεί, τουλάχιστον όμως εκείνους που απέχουν δεν τους βλέπεις μπροστά σου.
Το μεγαλύτερο σοκ είναι όσοι βλέπεις μπροστά σου. Όσοι δεν απέχουν. Όσοι προσέρχονται να ψηφίσουν. Που εκπλήσσονται και ξαναεκπλήσσονται και ξαναεκπλήσσονται, όχι για κάποιο διαδικαστικό ζήτημα ή για τον αριθμό των σταυρών, αλλά για το ότι ψηφίζουν για δύο εκλογές και όχι μόνο για μία. Που τρώνε δύο μερόνυχτα στο παραβάν. Που αν μετρήσεις τον μέσο όρο ηλικίας τους είναι πολύ -πολύ όμως- μεγάλος. Κοιτάς τον εκλογικό κατάλογο και λες ότι τουλάχιστον δεν ήρθαν να ψηφίσουν οι γεννημένοι το 1902 και το 1908, γιατί θα ανέβαζαν τον πήχη ακόμη ψηλότερα. Και όχι, αποκλείεται να έχουν πεθάνει, αφού θα τους ήρθε και το χαρτί της περαίωσης αυτές τις μέρες.
Εν πάση περιπτώσει, πέραν από το ηλικιακό, η γενικότερη εικόνα του παρελαύνοντος μπροστά σου εκλογικού σώματος είναι τρομακτικότερη από την πραγματικότητα του απέχοντος μακριά σου εκλογικού σώματος. Είναι μια εικόνα -αργείς μερικές εκλογές, αλλά τα πιάνεις- αποκαλυπτική της ποιότητας του πολιτικού μας συστήματος. Όσα ως τώρα δεν έβγαζαν νόημα, πια βγάζουν.
Μ΄αυτά και μ΄εκείνα η νύχτα των εκλογών πέρασε και η επόμενη ξημέρωσε με μια αυγή που δεν έστειλε τις χρυσές της ακτίνες μόνο στο δημοτικό συμβούλιο της Αθήνας, αλλά και στον δημόσιο πολιτικό λόγο πολλών, απενοχοποιώντας τον και επιτρέποντάς του να μιλήσει πιο ελεύθερα. Πέτα κι εσύ στην άκρη τις παλιές σου αναστολές. Παραδώσου στην απελευθερωτική γοητεία του κτήνους. Και αν αυτή σου πέφτει βαριά, παραδώσου τουλάχιστον σε μερικές από τις βασικές του θέσεις. Οι οποίες εδώ που τα λέμε είναι ούτως ή άλλως και δικές σου, αλλά μέχρι τώρα δεν έκανε να το παραδεχτείς. Ε, τώρα κάνει.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 05, 2010

Συνωμοσία Περιφερειαρχών της Φωτιάς

Ενδεχόμενο πρώτο: την Κυριακή το ΠΑΣΟΚ δεν χάνει απλώς, αλλά συντρίβεται, βλέπει ποσοστά αδιανόητα χαμηλά κλπ. Τότε, πράγματι, το να οδηγηθεί η χώρα σε εκλογές, ενόψει και του διλήμματος που έθεσε ο Παπανδρέου, είναι από εύλογο έως ευθέως επιβεβλημένο. Όμως. Όμως. Εάν δεν είχε θέσει αυτό το δίλημμα, δεν θα ήταν εξίσου αυτονόητο. Προφανώς και τέτοια πανωλεθρία θα κλόνιζε τη νομιμοποίηση της κυβέρνησης (ιδιαίτερα επειδή δεν πρόκειται για μια κυβέρνηση που εκλέχθηκε για να εφαρμόσει μνημόνιο), σίγουρα θα της έκανε τη ζωή δύσκολη, αλλά εν πάση περιπτώσει θα ήταν μια ήττα σε αυτοδιοικητικές εκλογές, όπου ο λαός μπορεί να στέλνει μηνύματα αποδοκιμασίας, μπορεί να ζητά ακόμη και αλλαγή γραμμής, αλλά δεν σημαίνει αυτόματα πως επιθυμεί και αλλαγή κυβέρνησης. Και εν πάση περιπτώσει αυτό είναι το θέμα: σε μια μη σχιζοφρενική εκδοχή της πολιτικής αυτά είναι τα επιχειρήματα που θα έπρεπε να επικαλείται την επόμενη μέρα η κυβέρνηση, σε μια μη σχιζοφρενική εκδοχή της πολιτικής θα έπρεπε εμείς να της λέμε την επόμενη μέρα της πανωλεθρίας «φύγε» και εκείνη να απαντά «έχω εκλεγεί, είμαστε στον πιο δύσκολο χρόνο του προγράμματος, είναι απόλυτα φυσιολογικό να στραβώνεις με τις θυσίες που επιβάλλει το μνημόνιο, κάνε υπομονή», σε μια μη σχιζοφρενική εκδοχή της πολιτικής εκείνη θα έπρεπε να μην θέλει καν να ακούει για σύνδεση του αποτελέσματος των δημοτικών με την παραμονή της στην εξουσία. Αντ' αυτού τα συνέδεσε εκείνη με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο. Μόνη της. Εκτός και αν τα περί «τσουνάμι» και περί «τσουρουφλίσματος» του Σαμαρά συνιστούσαν γάντι για πρόωρες. Οπότε το ερώτημα παραμένει: Γιατί να φέρνεις εσύ ο ίδιος τον εαυτό σου στον κίνδυνο μιας θέσης από την οποία δεν θα μπορείς να ξεφύγεις;
Ενδεχόμενο δεύτερο: την Κυριακή το ΠΑΣΟΚ χάνει μεν δυνάμεις, αλλά σε επίπεδα που δεν προξενούν κανένα σοκ. Εάν ο Παπανδρέου πει πως δεν κάνει πρόωρες, τον λες μπλοφαδόρο, τον λες ανακόλουθο με το αφήγημα σωτηρίας της χώρας, τον λες ανυψωτήρα των σπρεντ, πάντως η σχιζοφρένεια κάπου εδώ λήγει, αφήνοντας μια επίγευση ελαφρά τη καρδία κομματικών τακτικισμών. Εάν όμως και σε αυτό το ενδεχόμενο πει πως πάει για πρόωρες, τότε τι αρχίζεις να λες; Τότε θυμάσαι πως τον Σεπτέμβριο του 2009 ο τότε Πρωθυπουργός και αρχηγός της ΝΔ αποφάσισε να αυτοκτονήσει για λόγους τότε ακόμη ανεξήγητους και συνειδητοποιείς πως το Νοέμβριο του 2010 είναι σειρά του νυν Πρωθυπουργού και αρχηγού του ΠΑΣΟΚ να αυτοκτονήσει. Για λόγους εξηγήσιμους ή ανεξήγητους μικρή σημασία έχει. Σημασία ούτως ή άλλως μετά το ευφρόσυνο αυτό προεκλογικό διάλειμμα θα ξαναρχίσει να έχει η υστέρηση των εσόδων, το αναθεωρημένο έλλειμμα και μπλα μπλα μπλα. Και αν το αφήγημα σωτηρίας της χώρας εγκαταλειφθεί από τη μονοκομματική εκδοχή του, αυτό θα σημάνει απλώς την έναρξη ενός καινούριου αφηγήματος, κατά το οποίο απηυδισμένος ο λαός από τις αλλεπάλληλες αυτοκτονίες, απηυδισμένος από την ανεπάρκεια των πολιτικών και της πολιτικής, θα στρέψει εκ των πραγμάτων την απελπισμένη ελπίδα του σε μια κυβέρνηση μετεκλογικής συνεργασίας, σε μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας, η οποία θα ασχοληθεί με την οικονομία και μόνο, όπως της πρέπει και όπως της αρμόζει, χωρίς πια κομματικές έριδες, χωρίς πια τριβές και αντεγκλήσεις, ακόμα πιο μονόδρομα, ακόμα πιο τολμηρά, ακόμα πιο σωτήρια.
Αν δεν σου βγάζει νόημα το ποστ, είναι επειδή ούτε εγώ βγάζω νόημα. Σε πολιτικά σχιζοειδείς καιρούς άλλωστε, ποιός το έχασε το νόημα για να το βρούμε εμείς; Ό,τι γίνει θα γίνει. Κι εμείς θα καμωθούμε για μια ακόμη φορά πως καταλάβαμε τι έγινε και γιατί έγινε.

Τρίτη, Νοεμβρίου 02, 2010

Aλλάζοντας τον κόσμο απ' το δωμάτιό σου

Αριθμώντας περίπου 500.000.000 μέλη αυτή τη στιγμή, το Facebook μπορεί να περηφανεύεται ότι ένας στους δέκα τέσσερις ανθρώπους πάνω στη γη είναι μέλος του. Aν ήταν χώρα θα ήταν τρίτη σε πληθυσμό. Κι όμως δεν έχουν περάσει ούτε 7 χρόνια από τότε που ξεκίνησε. Ο Μάρκ Ζάκερμπεργκ που το έφτιαξε σήμερα είναι μόλις 26 χρονών. Το «Social Network» δείχνει πώς τα ξεκίνησε όλα στα 19 του. Ο ίδιος λέει πως κακώς εντοπίζουν το κίνητρο του στην απόρριψη από μια κοπέλα και στον αποκλεισμό από τις ελίτ αδελφότητες του Χάρβαρντ όπου φοιτούσε και πώς το Χόλιγουντ δεν μπορεί να χωνέψει ότι κίνητρο της δημιουργίας μπορεί να είναι απλά και μόνο η δημιουργία. Πράγματι η ταινία μάς παραδίδει μια εικόνα του ελάχιστα κολακευτική. Είτε τον αδικεί όμως είτε όχι, είναι πια αργά. Σε μια χαρακτηριστική ατάκα της ταινίας, λέει κατά συμφοιτητών του που του έχουν κάνει αγωγή ισχυριζόμενοι πως τους έκλεψε την ιδέα: «Αν είχατε εφεύρει το Facebook, τότε θα είχατε εφεύρει το Facebook». Αντίστοιχα λοιπόν θα μπορούσε ίσως να πει κανείς στον αληθινό Ζάκερμπεργκ, πως αν ήταν ο κινηματογραφικός Ζάκερμπεργκ, τότε θα ήταν ο κινηματογραφικός Ζάκερμπεργκ. Αλλά δεν είναι. Αφού λοιπόν ο κινηματογραφικός Ζάκερμπεργκ είναι γέννημα του σεναρίου του Άαρον Σόρκιν, δεν μπορούμε με σιγουριά να γνωρίζουμε πόσο κοντά είναι στον αληθινό, μπορούμε όμως με πολύ μεγαλύτερη ευκολία να εντοπίσουμε πόσο κοντά είναι στον πιο εμβληματικό κινηματογραφικό ήρωα που είχε δημιουργήσει ως τώρα ο Σόρκιν: τον συνταγματάρχη Tζέσεπ που υποδύεται ο Τζακ Νίκολσον στο «Α Few Good Men».
Και οι δύο τους σε ένορκες διαδικασίες απαντούν προκλητικά και ξιπασμένα στις ερωτήσεις των δικηγόρων: «Έχω την πλήρη προσοχή σας;» «Όχι». «Νομίζετε πως την δικαιούμαι;» « Έχετε τμήμα της προσοχής μου, το μικρότερο δυνατό. Η υπόλοιπη είναι στραμμένη στα γραφεία μας στο Facebook όπου εγώ και οι συνεργάτες μου κάνουμε πράγματα που κανείς σε αυτήν την αίθουσα, συμπεριλαμβανομένων ειδικά των πελατών σας δεν έχει την πνευματική ή τη δημιουργική ικανότητα να κάνει. Απάντησα ικανοποιητικά στην συγκαταβατική σας ερώτηση;».
Η αλαζονεία του παλιού κόσμου και η αλαζονεία του νέου. Ο παλιός ο κόσμος, με τους παλιούς του κώδικες, κώδικες συμπεριφοράς, πειθαρχίας, ιεραρχίας και ο καινούριος κόσμος που χτίζεται νυχθημερόν από εφήβους και μετεφήβους που γράφουν κώδικες στους υπολογιστές τους χτίζοντας σάιτ και πλατφόρμες. Κώδικες πεπαλαιωμένοι από την μία πλευρά και κώδικες του σήμερα και του αύριο από την άλλη. Ο ένας αλαζόνας φυλάει τα σύνορα, ο άλλος καταργεί τα σύνορα. «Στη Βοσνία δεν έχουν δρόμους, έχουν Facebook». Η αλαζονεία των δύο πηγάζει από την πεποίθησή τους ότι εκείνοι διαμορφώνουν τον κόσμο των κοινών θνητών.

Το «Social Network» ξεκινά με μια σκηνή διαλόγου σε μπαρ. Οι λέξεις πέφτουν σαν ριπές πολυβόλου, με το ρυθμό δηλαδή που έπεφταν για χρόνια στις διαβουλεύσεις των αξιωματούχων του Λευκού Οίκου στο τηλεοπτικό «West Wing» του Σόρκιν . Όλα αυτά σημαίνουν ότι η ταινία είναι περισσότερο του Σόρκιν και λιγότερο του Φίντσερ; Και ναι και όχι. Το σίγουρο είναι πως πρόκειται για έναν ευτυχή γάμο, αφού ο τελειομανής Φίντσερ αναδεικνύει το σενάριο περισσότερο από ό,τι οποιοσδήποτε άλλος σκηνοθέτης έρχεται στο νου. Θα παραδώσει ένα καθηλωτικό δίωρο πολύ κοντά στο πνεύμα και τον τρόπο του «Zodiac». Λες και έχει ένα εσωτερικό ρολόι που του ορίζει με ακρίβεια χιλιοστού του δευτερολέπτου πόσο πρέπει να κρατάει το κάθε πλάνο, επιτρέποντάς του να βρίσκει ένα τρόπο να σε παρασύρει εντελώς μέσα στον ρυθμό των ταινιών του. Ο αρχικός διάλογος τελειώνει, η κοπέλα του τον έχει φτύσει και ο Ζάκερμπεργκ αρχίζει να τρέχει μαζί με τους τίτλους της αρχής από το μπαρ προς το κοιτώνα του.
Πληγωμένος και μεθυσμένος δημιουργεί εν ριπή οφθαλμού το Facemash. Μέσα σε δύο ώρες δέχεται 22.000 χτυπήματα και κρασάρει το σύστημα του Χάρβαρντ. Ο Φίντσερ σκηνοθετεί την παραζάλη αυτή υποδειγματικά. Το Facemash θα οδηγήσει τον Ζάκερμπεργκ τις επόμενες εβδομάδες στην ιδέα και τη δημιουργία του Facebook. «Iʼ m gonna start a revolution from my bed» που θα έλεγαν και οι Oasis. Eπαναστάσεις από τον κοιτώνα, το ίντερνετ ως το τελευταίο παρθένο έδαφος και είναι καθοριστικής σημασίας ποιός θα βάλει πρώτος τη σημαία του, ποιός θα κατοχυρώσει πρώτος το χώρο του, όπως ακριβώς σην άγρια δύση. Μόνο που εδώ το αρχικό έδαφος μπορεί να πολλαπλασιάζεται και να επεκτείνεται με φρενήρεις ρυθμούς. Αρκεί βέβαια και να ξέρεις πώς θα το αξιοποιήσεις. Και οι σκαπανείς αυτού του εδάφους πιτσιρικάδες που έχουν τη γνώση και το όραμα. Και αν με το Napster έχασαν κερδίζοντας, με το Facebook ήρθε η ώρα μόνο να κερδίσουν.

Καλά και τα υπόλοιπα στοιχεία της ταινίας, καλές και οι προδομένες φιλίες, καλή κι η τελική σκηνή (που είτε συμφωνεί είτε διαφωνεί κανείς με το συμβολισμό της για τη γενικότερη λειτουργία των εργαλείων κοινωνικής δικτύωσης, είναι πάντως μια σκηνή που κλείνει εξαιρετικά τη κινηματογραφική ιστορία που αφηγούνταν), αλλά το «Social Network» είναι πρώτα απʼ όλα μια ταινία που αποτυπώνει τον πυρετό της εποχής, μιας εποχής που θα την κοιτάζουν από το μέλλον και θα σκέφτονται ότι στο ξεκίνημα του 21ου αιώνα τα διαδικτυακά εδάφη ήταν ακόμη παρθένα, ο ορίζοντας αχανής, τα σύνορα εκτός τοπίου και κάποιοι τινέιτζερς τα εξερευνούσαν και τα κατακτούσαν.
(Kείμενο γραμμένο για το ελculture)

Δευτέρα, Νοεμβρίου 01, 2010

Εξίσου με τον Θεοφάνους

Πήρα κόκκινα γυαλιά
κι όλα γύρω σινεμά τα βλέπω.
Τι ΗURT LOCKER, τι ΕRΤ LOCKER,
τι Βαγδάτη, τι Παγκράτι.
---
Και τώρα αν με ρωτάς πώς μεταφράζεται το πνεύμα των καιρών,
σε θεωρία και σε πράξη,
δεν θα μπορούσα να βρω αντιπροσωπευτικότερη δήλωση από αυτήν:
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΚΑΓΚΑΚΗ: Η υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων του ΑΝΤ1 λέει για τις περικοπές που έγιναν στους μισθούς των εργαζομένων του ΑΝΤ1: «(...) Είναι προς τιμήν τους που τα παιδιά αυτά αγαπούν τόσο πολύ ένα πρότζεκτ και δέχονται να δουλέψουν με λιγότερα χρήματα και να φέρουν ένα καλύτερο αποτέλεσμα. Και εννοώ τους πάντες από όλους όσοι πληρώνονται: τεχνικοί, μουσικοί, τα άλλα δύο μέλη της επιτροπής, γιατί ο Λεβέντης κι εγώ δεν πληρωνόμαστε έξτρα γι' αυτό».
Μια δήλωση - μια εποχή.
Αγάπησε κι εσύ το πρότζεκτ σωτηρίας της πατρίδας
και δέξου να δουλέψεις με λιγότερα χρήματα
για να φέρεις ένα καλύτερο αποτέλεσμα.
Δεν είσαι ο μόνος που θυσιάζεται
(πληρώνοντας δεκαετίες ασωτείας και μιας ζωής πάνω απ' τις δυνάμεις σου).
Θυσιάζονται εξίσου (φταίνε δεν φταίνε) και οι κριτές του σόου.
Οι κριτές σου.
Που το Χ FACTOR που εναγωνίως σε σένα αναζητούν
είναι η ικανότητά σου να παραμείνεις
εκτός κεντρικής σκηνής,
χωρίς λάμψη αυτογνωσίας,
χωρίς λάμψη πολιτικής συνείδησης,
πεπεισμένος πως το παιχνίδι έτσι μόνο παίζεται
και όχι αλλιώς.
Αλλά εκείνο που περισσότερο σοκάρει
στη δήλωση του Κατερινιού
δεν είναι η κυνικότητά της, αλλά η χαζοχαρά της,
δεν είναι η δολιότητά της, αλλά η άγνοια κινδύνου της.
Υπό μια έννοια η δήλωσή της είναι η άλλη όψη του νομίσματος
των τύπων που θέλουν να ανατινάξουν τον Σαρκοζί απ' το Παγκράτι.
Πολτός.
Είμαστε μια κοινωνία πολτού,
με τον ΓΑΠ και τον Σάκη
στον ρόλο των γεμάτων ασταμάτητη ενέργεια
κεντρικών περφόρμερ των σόου μας,
που συνεχίζονται με θυσίες,
για όσο ακόμη θα συνεχίζονται,
βρίσκοντας αν μη τι άλλο πολιτιστική ανάταση
σε πρότζεκτ που have come here to play Jesus
to the lepers in our tv head.