Live your Pereosi in Greece
ΑΝΑΒΑΛΕ ΓΙΑ ΛΙΓΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΣΟΥ, ΓΙΑ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ. ΙΣΤΟΡΙΕΣ, ΑΜΑΡΤΙΕΣ & ΜΕΓΑΛΑ ΛΑΘΗ («Οι σχολιαστές σημειώνουν σ' αυτό το χωρίο: Η ορθή αντίληψη ενός ζητήματος και η παρανόηση ενός ζητήματος δεν αποκλείονται αμοιβαίως». Φραντς Κάφκα, "Η Δίκη").
Ο Κόλιν Φάρελ είναι ψαράς. Ψαρεύει με τα δίχτυα του μια κοπέλα. Είναι ζωντανή. Μα είχα πεθάνει, πώς το έκανες; Περίεργο. Δεν θέλει να τη δει κανείς άλλος. Επίσης περίεργο. Την πηγαίνει στο ερημικό του σπίτι. Την αφήνει εκεί. Πρέπει να πάει να παραλάβει από την πρώην γυναίκα του την εντεκάχρονη κόρη τους που είναι νεφροπαθής και κάνει αιμοκαθάρσεις. Για να περάσει η ώρα της αιμοκάθαρσης της λέει ιστορίες. Της διηγείται την ιστορία ενός ψαρά που ψάρεψε με τα δίχτυα του μια κοπέλα. Η κόρη αποφασίζει πως η κοπέλα είναι Σέλκι: πλάσμα που στη θάλασσα ήταν φώκια και που όταν βγαίνει στη στεριά βγάζει το δέρμα της και αν βρει ένα στεριανό που θα ερωτευτεί μπορεί να αποφασίσει να ζήσει μαζί του. Η κόρη υποπτεύεται ότι ο πατέρας της κάτι της κρύβει. Πηγαίνει στο σπίτι του με το καροτσάκι της και βλέπει την κοπέλα. Την ιστορία δεν την έβγαλε από το μυαλό του λοιπόν. Είναι αληθινή. Κι αφού είναι αυτό το σκέλος της αληθινό, γιατί να μην είναι και το άλλο; Γιατί να μην είναι στα αλήθεια και Σέλκι; Το σλόγκαν της «Οndine» είναι πως αλήθεια δεν είναι αυτό που ξέρεις, αλλά αυτό που πιστεύεις. Με μια σειρά από πολλά ακόμη περίεργα συμβάντα, ο Νιλ Τζόρνταν θα παίξει με τις προσδοκίες μας, μέχρι να αφήσει την αμφιβολία και να δώσει οριστική λύση υπέρ του μύθου ή υπέρ του ρεαλισμού.
---
Στα τέλη του 2007 η απεργία των σεναριογράφων οδήγησε τον Τζόρνταν να εγκαταλείψει προσωρινά το Χόλιγουντ. Η αλλαγή περιβάλλοντος και η επιστροφή στα πάτρια εδάφη του έκανε καλό. Το σενάριο του, όπως σιγά σιγά ξετυλίγεται, αποκαλύπτει για μια ακόμη φορά τη μαεστρία του. Εμφανίζει τους παίκτες του έναν έναν στη σκηνή, χωρίς καμιά βιασύνη, ακόμα και στο μέσο της ταινίας. Εκτός από τους τρεις βασικούς ήρωες, θα μας γνωρίσει ακόμα την αλκοολική πρώην γυναίκα του Φάρελ, τον Σκωτσέζο σύντροφό της τον οποίο η κόρη νιώθει σαν απειλή, τον ιερέα που εξομολογεί τον Φάρελ και τον μυστηριώδη άντρα (ή ίσως Σέλκι) που ψάχνει την κοπέλα που βγήκε απ' τη θάλασσα. Κάθε πλάνο είναι στη θέση του, κάθε ατάκα στη δική της, η ταινία είναι σκηνοθετικά και σεναριακά κουρδισμένη με ακρίβεια. Τρεις βασικοί ήρωες, τέσσερις συμπληρωματικοί, ένας μύθος μεταποιημένος, υπέροχα φωτογραφημένα κάδρα του παραθαλάσσιου Ιρλανδικού τοπίου και τα σε μη υπάρχουσα γλώσσα τραγούδια των Sigur Ros είναι τα συστατικά που ανακατεύει μαεστρικά ο Τζόρνταν για να χτίσει τη δική του κινηματογραφική ιστορία.
---
Ο Φάρελ συνηθίζει να ρωτά την κόρη του αν της συνέβη τίποτα περίεργο ή υπέροχο. Να λοιπόν που του συμβαίνει τώρα εκείνου κάτι οπωσδήποτε περίεργο και εκ πρώτης όψεως υπέροχο. Θα διατηρηθεί υπέροχο ως το τέλος; Όπως λέει στον ιερέα, για εξομολόγηση πηγαίνει επειδή το χωριό του δεν έχει «Ανώνυμους Αλκοολικούς». Τον λένε Σίριακιους, αλλά όλοι τον φωνάζουν Σέρκους. Τσίρκο δηλαδή, γιατί όταν έπινε γινόταν ρεντίκολο. Έχει να πιει 2 1/2 χρόνια. Τα παρατσούκλια έχουν αυτή την ιδιότητα να κολλάνε ακόμα και όταν ο χαρακτήρας σου αλλάζει. Αλλάζει όμως ο χαρακτήρας; Μερικοί άνθρωποι κωλώνουν μπροστά στην ευτυχία και ο ιερέας του επισημαίνει πως είναι ένας από αυτός. «Η δυστυχία είναι εύκολη, η ευτυχία είναι που χρειάζεται δουλειά», θα προσθέσει. Αν ο άνθρωπος ήταν λιγότερο πολύπλοκο ον, τα θέματά του θα τα είχε λυμένα, την δυστυχία θα την επέλεγαν μόνο κλινικές περιπτώσεις και την ευτυχία θα την κυνηγούσαν όλοι, οσοδήποτε δύσκολη και αν ήταν. Ωστόσο όσοι «επιλέγουν» τη δυστυχία, δεν το κάνουν ντε και καλά από μαζοχισμό, αλλά επειδή σε ένα επίπεδο περνάνε πιο άνετα μέσα της. Είτε φόβο το πει κανείς, είτε συναισθηματική τεμπελιά, είτε βόλεμα, το γεγονός είναι πως ό,τι συνηθίζεται αντέχεται: είναι γνωστό έδαφος, είναι κάτι μέσα στο οποίο έχουμε μάθει να λειτουργούμε. Αισθανόμαστε ασφάλεια μέσα σε ό,τι έχουμε συνηθίσει. Το να εγκαταλείπεις την προσπάθεια, το να αφήνεσαι, το να λες «αυτός είμαι: σκάρτος», το να θεωρείς ότι τα κρίσιμα συμβάντα στη ζωή σου συνέβησαν στο παρελθόν και όχι στο μέλλον, όλα αυτά κουβαλούν την απαράμιλλη γοητεία της ευκολίας. Και ποιός είπε ότι τελικά η ευτυχία είναι προτιμότερη από την ευκολία;
---
Ο Τζόρνταν πάντα αρεσκόταν να δείχνει πλάσματα που βρίσκονται στο ανάμεσα: μετά από ποιητικούς λυκάνθρωπους και ποιητικούς βρικόλακες, η ιστορία ενός ίσως θαλάσσιου πλάσματος, μετά από γυναίκες που ανάμεσα στα πόδια τους έκρυβαν μυστικά, μια γυναίκα που ίσως τα πόδια της είναι στα αλήθεια δέρμα ψαριού. Ο μύθος των Σέλκις (μύθος που ευδοκίμησε στη Σκωτία, την Ιρλανδία, την Ισλανδία και τα Νησιά Φαρόε) πρέπει να γεννήθηκε από ανθρώπους με περιορισμένες επιλογές, από άντρες που περιμένουν να βγουν από τη θάλασσα τα μαγικά πλάσματα που λέγονται γυναίκες. Αδιάκοπο κρύο, απομόνωση και θάλασσα είναι κακός συνδυασμός, περιμένεις τη ζεστασιά, περιμένεις να βγει μέσα από το κατεξοχήν σημείο αναφοράς σου, τη θάλασσα, ένα πλάσμα που θα σε ζεστάνει, θα σου δώσει σάρκα, ομορφιά και συντροφιά.
---
Η «Οndine» δεν φιλοδοξεί να αλλάξει την ιστορία του σινεμά, δεν θα σημαδέψει την κινηματογραφική σαιζόν, μάλλον δεν θα μνημονεύεται καν ανάμεσα στις κορυφαίες ταινίες του Νιλ Τζόρνταν. Ωστόσο είναι μια ταινία που ήξερε τι ήθελε να κάνει και το έκανε, μια ταινία μικρού μεγέθους που καταφέρνει να σου προσφέρει και μια μικρού μεγέθους ευφορία: την ευφορία που νιώθεις όταν παρακολουθείς το αποτέλεσμα της εργασίας ενός μάστορα.
Παραθέτω πρώτα τις σκέψεις δύο ανθρώπων με τους οποίους συνήθως (σε βαθμό που προσεγγίζει το σχεδόν πάντα) συμφωνώ, καθώς τις παίρνω ως αφορμή για να εκφράσω μια διαφορετική θέση:
---
---
Στις περσινές βουλευτικές εκλογές τα δύο κόμματα εξουσίας αναμετρήθηκαν με δυο διαφορετικές υποσχέσεις και βάσει αυτών οι πολίτες νομιμοποίησαν τη μία υπόσχεση εις βάρος της άλλης. Η ΝΔ είπε ότι τα πράγματα είναι σκούρα και πρέπει να περάσουμε δύσκολα, το ΠΑΣΟΚ είπε ότι τα λεφτά υπάρχουν, ότι το χρήμα πρέπει να διοχετευθεί στην οικονομία και την ανάπτυξη. Η ΝΔ πρότεινε σκούρο γκρι, το ΠΑΣΟΚ πρότεινε το λευκό που ξεχωρίζει. Λίγους μήνες μετά το ΠΑΣΟΚ άρχισε να εφαρμόζει πίσσα μαύρο. Χωρίς να μπαίνει κανείς τώρα στην κουβέντα του εάν αναγκάστηκε και του γιατί αναγκάστηκε να εφαρμόζει το πίσσα μαύρο, το γεγονός παραμένει ότι τέτοια ριζική διάσταση προεκλογικής πρότασης με κυβερνητική πράξη είναι αφενός πρωτοφανής (τουλάχιστον μεταπολιτευτικά) και αφετέρου αγγίζει τα όρια και το νόημα της ίδιας της δημοκρατίας. Υπάρχουν βέβαια πολλοί που ισχυρίζονται ότι άπαξ και μια κυβέρνηση εκλεγεί δημοκρατικά, μετά μπορεί να κάνει ό,τι μα ό,τι μα ό,τι θέλει, ακόμη και τα εντελώς μα εντελώς μα εντελώς αντίθετα από εκείνα που πρέσβευε, χωρίς να τίθεται ζήτημα δημοκρατικής της νομιμοποίησης. Προσωπικά δεν τη δέχομαι αυτή την άποψη, που τη θεωρώ και φορμαλιστική και επικίνδυνη.
Ωστόσο, δημοκρατία δεν είναι το πολίτευμα που ο λαός ψηφίζει μια φορά στα τέσσερα χρόνια. Δημοκρατία είναι το πολίτευμα που ο λαός μπορεί ανά πάσα ώρα και άνα πάσα στιγμή να εκφράζει την αντίθεσή του με την πορεία που παίρνει η εκλεγμένη του κυβέρνηση. Οπότε εάν ο λαός θεωρούσε πως αυτή η αντιδιαμετρική αλλαγή στάσης της κυβέρνησης της στερεί πλέον τη νομιμοποίησή της θα έπρεπε να το είχε δείξει λίγο πιο ξεκάθαρα τους τελευταίους μήνες. Εδώ μπορώ να δεχθώ πως έχουν βάση μια σειρά από ενστάσεις: μα η μιντιακή πλύση εγκεφάλου περί μονοδρόμου του μνημονίου, μα η μιντιακή καταδίκη κάθε μορφής απεργίας και διαδήλωσης, μα το κερασάκι της κρατικής καταστολής, μα οι νεκροί της Μαρφίν την κατάλληλη ώρα, την μέρα δηλαδή που πράγματι υπήρξε μια μαζικότατη εκδήλωση λαϊκής αντίδρασης. Ωστόσο, χωρίς κανείς να μπορεί να προβλέψει με απόλυτη σιγουριά πώς θα εξελίσσονταν τα πράγματα, το πιθανότερο είναι πως οι διαδηλώσεις πάλι με το πέρασμα του χρόνου θα εκφυλίζονταν και πως ο κόσμος πάλι θα επέστρεφε σπίτι του. Και επίσης πέραν από τις στο δρόμο διαδηλώσεις, μήπως στο διαδίκτυο παρατηρείται ένα πάνδημο αίτημα να φύγει η κυβέρνηση; Μήπως στις δημοσκοπήσεις -όσο ελεγχόμενες και αμφίβολης εγκυρότητας και αν είναι- καταγράφεται κάτι παρόμοιο; Μπα.
Φοβούμενη τα ακόμη χειρότερα ή εξαντλώντας τις τελευταίες της εφεδρείες η ελληνική κοινωνία φαίνεται να έχει μετατρέψει τη δημοκρατική νομιμοποίηση της σε ένα είδος δημοκρατικής ανοχής: ναι, σε έφερα στην εξουσία, ναι, την υφάρπαξες υποσχόμενος άσπρο, αλλά τώρα ενώπιον του μαύρου δεν επιζητώ να σηκωθείς να φύγεις, γιατί πολύ απλά δεν βλέπω από πουθενά αλλού φως, δεν πιστεύω πια πως οι εκλογές θα μπορούσαν να αλλάξουν τόσα πολλά, αφού το χωνέψαμε πως δεν αποφασίζουν οι κυβερνήσεις αλλά οι αγορές. Οπότε κυβέρνα εσύ, μην με βάζεις τώρα σε άλλες σκοτούρες. Η όποια αντοχή του ΠΑΣΟΚ δεν συνιστά επιδοκιμασία προς το ίδιο, αλλά μάλλον σηματοδοτεί μια βαθιά δημοκρατική απογοήτευση και απαξίωση της ίδιας της δημοκρατικής διαδικασίας.
Μα στις δημοτικές εκλογές δεν έρχεται ο λαός για πρώτη φορά μετά το μνημόνιο στην κάλπη; Μα θεωρητικά αυτή δεν είναι η κορυφαία ευκαιρία για μια ηχηρότατη σφαλιάρα στο ΠΑΣΟΚ που θα σηματοδοτούσε μια στάση, μια αποδοκιμασία, ένα όχι; Μα αν η προπαγάνδα δεν μπορεί να ενοχοποιήσει μετά τις διαδηλώσεις και τις απεργίες και την ίδια την εκλογική απόφαση, το μόνο που της απομένει δεν είναι να την ενοχοποιήσει προτάσσοντας κριτήρια αυτοδιοικητικά, κριτήρια καταλληλότητας προσώπων; Μα τελικά στο τέλος της ημέρας οι χάρτες της ημέρας πάλι πράσινοι δεν θα βαφτούν αν επικρατήσει ο Καμίνης ή ο Μπουτάρης; Μα τελικά αν υπάρξει αλλαγή μετά από 25 χρόνια στην Αθήνα και την Θεσσαλονίκη δεν θα προβληθεί σαν μέγας θρίαμβος και δεν θα ερμηνευθεί κατ΄αποτέλεσμα σαν σφάξε με πασά μου, να αγιάσω κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο; Σύμφωνοι.
Οπότε που διαφωνώ; Στο ότι τελικά σε κάθε Δήμο και σε κάθε Περιφέρεια θα προτιμούσα να ψηφιστεί (αν όχι στον πρώτο, τουλάχιστον στον δεύτερο γύρο) εκείνος που ο καθένας θεωρεί πιο άξιο: όχι επειδή πιστεύω πως η «μεγάλη εικόνα» είναι ήσσονος σημασίας, αλλά επειδή τελικά μου φαίνεται σαν το πιο σωστό, το πιο απασιόδοξα σε σχέση με την περιρρέουσα πολιτική ατμόσφαιρα για την μεγάλη εικόνα σωστό, το πιο απτά σωστό.
Όχι πια τέρατα: Τι συμβαίνει όταν ξαναβλέπεις μια ταινία, που όταν την πρωτοείδες όχι μόνο την αγάπησες, αλλά την χρησιμοποίησες και σαν ένα κομμάτι του παζλ του αυτοπροσδιορισμού σου (τη χρησιμοποίησες δηλαδή για να συγκροτήσει ένα κομμάτι του αισθητικού σου περιβάλλοντος, ένα κομμάτι των αναφορών σου για το τι σε εκφράζει αληθινά και κατʼ επέκταση για το ποιός αληθινά είσαι) και τώρα διαπιστώνεις μέσα της στιγμές φλύαρες, στιγμές που το ενδιαφέρον σου ατονεί; Μένεις με την αμφιβολία αν είναι ο χρόνος που της προξένησε φθορές ή το ξανακοίταγμά σου. Πρόκειται όμως για μια αμφιβολία που την επόμενη μέρα είναι πια εκτός θέματος, αφού συνειδητοποιείς ότι το βασικό προσόν των «Φτερών του Έρωτα» έχει παραμείνει ανέπαφο: η συνολική αίσθηση που σου αφήνουν. Έτσι, μικρή τελικά σημασία έχει αν η ταινία θα ήταν καλύτερο να διαρκεί 15 λεπτά λιγότερο, αφού μεγάλη σημασία έχει η ατμόσφαιρά της, ο κόσμος της, το ήθος της, το χάδι της που διαρκούν πολύ, σε χτυπητή αντίθεση με ένα σωρό έργα που μπορούν να σε κρατάνε καθηλωμένο όσο διαρκούν και στη συνέχεια να μην σου αφήνουν τίποτα. Όπως ο γέρος ποιητής στην ταινία αναρωτιέται γιατί δεν γράφονται έπη για την ειρήνη, έτσι και ο Βιμ Βέντερς φαίνεται να αναρωτιέται γιατί δεν γυρίζονται ταινίες για την ομορφιά της ζωής. Και να απαντά εμπράκτως γυρνώντας ένα φιλμ για την ομορφιά της ζωής μέσα από τα μάτια ενός αγγέλου που αποφασίζει να γίνει θνητός για να τη ζήσει. Αν θυμάμαι καλά, ο Βέντερς είχε πει ότι η ιδέα για ένα έργο με αγγέλους του ήρθε όταν συνειδητοποίησε ότι στον κινηματογράφο όλα τα πλάσματα της φαντασίας είναι είτε τέρατα είτε ήρωες που μάχονται με τέρατα. Αν η κινηματογραφική φαντασία λοιπόν συνήθως ενεργοποιείται για να φτιάξει πλάσματα που μας τρομάζουν ή που εκπροσωπούν το κακό, εκείνος αποφάσισε να την ενεργοποιήσει για να παρουσιάσει πλάσματα που εκπροσωπούν το ατόφιο καλό, την ατόφια τρυφερότητα.
Τείχη: Οι άγγελοι του περιπλανώνται στο Βερολίνο του 1986 ακούγοντας τις σκέψεις των ανθρώπων. Έρχονται από πολύ παλιά, έρχονται από μια εποχή που δεν είχε χτιστεί ακόμη το Τείχος, που δεν είχε χτιστεί ακόμη το Βερολίνο, που δεν είχε υπάρξει ακόμη ο άνθρωπος, που δεν είχε υπάρξει ακόμη ζωή στη γη. Σε κάποιους από αυτούς δεν αρκεί πια να είναι πνεύματα. Θα επιθυμούσαν να είναι άνθρωποι. Να μπορούν να δουν το χρώμα των χρωμάτων. Να νιώσουν το κρύο στα κόκαλά τους. Να τρίβουν τα χέρια τους όταν κάνει κρύο. Να καπνίσουν ένα τσιγάρο και να πιουν ένα καφέ. Κατά προτίμηση και τα δύο μαζί. Αν το Τείχος στην ταινία μοιάζει σήμερα να έρχεται από έναν μακρινό κόσμο, αυτός ο ύμνος στο τσιγάρο, σε μια εποχή που κοντεύει να στηθεί Τείχος για να απομονώσει τους καπνιστές, μοιάζει να έρχεται από έναν κόσμο ακόμη μακρινότερο. Να συγκαταλέγεται το κάπνισμα στον ύμνο των χαρών της ζωής; Να παρουσιάζεται σαν ένα από τα παραδείγματα για τα οποία θα άξιζε να αφήσεις το αγγελιλίκι; Ξέραμε πως το τσιγάρο βλάπτει σοβαρά την υγεία των θνητών, βλέπουμε πως βλάπτει σοβαρά και την υγεία των αθανάτων, κολάζοντάς τους να γίνουν θνητοί για να το απολαύσουν.
Το ανταλλακτήριο της έμπνευσης: Περισσότερο από όλες τις εμπειρίες της ζωής ο άγγελός μας θέλει να γίνει θνητός γιατί ερωτεύεται μια ακροβάτη του τσίρκου. Η Σολβέιγ Ντομαρτέν (πέθανε σε ηλικία μόλις 46 ετών το 2007) ήταν την εποχή της ταινίας ο μεγάλος έρωτας και η σύντροφος του Βιμ Βέντερς. Ο Βέντερς δεν χορταίνει να τη σκηνοθετεί: τη γυμνή της πλάτη, τα πόδια της, τα ακροβατικά της, ένα πολύ κοντινό πλάνο στο πρόσωπό της καθώς κοιτά το φακό. O καλλιτέχνης λέει κοιτάξτε την, κοιτάξτε πώς την βλέπω, και η μούσα τον αφήνει να την κοιτάξει, να την φωτίσει, να την απαθανατίσει. Ο άγγελος απαρνείται την αθανασία του για να ζήσει και να την αγαπήσει και εκείνη την ίδια στιγμή απαθανατίζεται μέσα από τον έρωτα του σκηνοθέτη της. Στο προαιώνιο ανταλλακτήριο της δημιουργίας η μούσα προσφέρει στον καλλιτέχνη έμπνευση, εισπράττοντας εξιδανίκευση, αποτύπωση της σε έργο τέχνης, αθανασία.
Ιστορία νέων προγόνων: Η σκηνή που ο άγγελος έχοντας γίνει πια άνθρωπος βρίσκει τη γυναίκα που έψαχνε φαίνεται βαρυφορτωμένη με νοήματα, αν όχι και επιτηδευμένη. Όχι μόνο σε αυτή τη σκηνή, αλλά γενικότερα στην ταινία και ακόμη πιο γενικότερα στο σινεμά, ο συνδυασμός πυκνού λογοτεχνικού λόγου και εικόνας δεν είναι και το ευκολότερο στοίχημα στον κόσμο. Συχνά ο λόγος δεν λειτουργεί, δεν μπορεί να απορροφηθεί στους χρόνους και τις εικονογραφικές περισπάσεις ενός φιλμ. Και καθόλου τυχαίο δεν είναι ότι μια από τις ομορφότερες σκηνές των «Φτερών του Έρωτα» είναι η σκηνή στη βιβλιοθήκη, όταν οι σκέψεις που διαβάζουν οι άγγελοι γίνονται ψίθυροι και οι ψίθυροι μουσική: το πνεύμα των βιβλίων, το πνεύμα των αναγνωστών, η μελωδία του πνεύματος. Μα πώς μπορεί κανείς να αρνηθεί τόση ομορφιά; Μπορεί, γιατί ο άγγελός μας θέλει να ζήσει την πιο σπουδαία ιστορία από όλες. Την ιστορία ενός άντρα και μιας γυναίκα. Την ιστορία νέων προγόνων.
Ένας άντρας κοιτά μια γυναίκα. Μια ιστορία είναι καθ΄ οδόν. Θα είναι μόνο η δική τους ή θα γεννήσει μια νέα ζωή, μια νέα ιστορία από την αρχή της; Πρωτοσυλλαμβανόμαστε σε ένα κοίταγμα, προερχόμαστε από μια αμοιβαία έλξη. Της ενώσεων δυο σωμάτων προηγείται η ένωση δύο βλεμμάτων. Ένας άντρας και μια γυναίκα κοιτάζονται. Θα είναι η ιστορία τους η ιστορία δύο νέων προγόνων;
(Kείμενο γραμμένο για το ελculture)