Τετάρτη, Φεβρουαρίου 27, 2013

Μάγια, η Σκύλα


Κι όμως δεν αποδίδουν: Στην αρχή του "Zero Dark Thirty" το καταματωμένο πρόσωπο ενός κρατουμένου. Σοκαριστική εικόνα; Ναι, οκ. Αλλά όχι και τόσο, έτσι δεν είναι; Γιατί η πρώτη λέξη που έρχεται στο μυαλό δεν είναι το «σοκαριστική», αλλά το «οικεία». Εξοικείωση: τι να μας πει η απομίμηση του ξυλοδαρμού, πόση αίσθηση να μας προκαλέσει η αναπαράσταση του αίματος; Ελάχιστες βδομάδες πριν, στα σπίτια μας έγινε εισβολή από πραγματικές εικόνες ματωμένων προσώπων κρατουμένων. Εικόνες που προσέφερε απλόχερα η Ελληνική Αστυνομία με την αμέριστη συμπαράσταση των ΜΜΕ σε μεγάλους, αλλά και μικρούς (έχω ας πούμε στο νου μου ένα συγκεκριμένο πεντάχρονο, που πρόλαβε να με ρωτήσει «Τι έπαθε αυτός;» πριν αλλάξω κανάλι, για να ξαναπέσω όμως σε άλλη, αντίστοιχη φωτογραφία). 
Το "Ζero Dark Thirty" είναι μια καταγραφή των μακροχρόνιων προσπαθειών της CIA για την ανεύρεση του Οσάμα Μπιν Λάντεν. Η Κάθριν Μπίγκελοου με τον σεναριογράφο της Μαρκ Μπόουλ, ήταν έτοιμοι να γυρίσουν μια ταινία για τις αποτυχημένες προσπάθειες εύρεσης του Λάντεν, όταν αυτός ξαφνικά τον Μάιο του 2011 βρέθηκε και δολοφονήθηκε στο Πακιστάν, με αποτέλεσμα να την επανασχεδιάσουν με βάση τα νέα δεδομένα. Το πρώτο κομμάτι της ταινίας μάς δείχνει βασανισμούς. «Όλοι στο τέλος λυγίζουν» λέει ο πράκτορας της CIA. Και τελικά δικαιώνεται. O βασανιζόμενος όχι μόνο θα λυγίσει, αλλά η πληροφορία που θα δώσει θα αρχίσει να ξετυλίγει το πολυετές και πολυπλόκαμο κουβάρι για την ανεύρεση του Λάντεν. Το να δείχνεις ότι τα βασανιστήρια αποδίδουν, ακόμη και αλήθεια να είναι, είναι ήδη δρόμος ολισθηρότατος. Ακόμα χειρότερο όμως είναι να λες πως αποδίδουν, ενώ κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά αμφίβολο. Ο πρώην υποψήφιος πρόεδρος Τζον Μακ Κέιν έστειλε μαζί με άλλους δύο γερουσιαστές επιστολή στη Sony που διένειμε την ταινία, κατηγορώντας την πως η ταινία διαιωνίζει τον μύθο ότι τα βασανιστήρια είναι αποτελεσματικά. Σε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο, που αξίζει να το διαβάσει κανείς, η Ναόμι Γουλφ κάνει φύλλο και φτερό την Μπίγκελοου και τον Μπόουλ, ζητώντας εκτός των άλλων να προσκομίσουν την παραμικρή απόδειξη πως τα βασανιστήρια οδήγησαν σε σωτήριες (ή έστω σε κάποιες αξιόπιστες) πληροφορίες.
 Στην βράβευσή της από την ένωση κριτικών της Νέας Υόρκης η Μπίγκελοου υπερασπιζόμενη τον εαυτό της είπε: «Θέλω να εκφράσω τις ευχαριστίες μου που βρίσκομαι σε μια αίθουσα γεμάτη ανθρώπους που κατανοούν ότι η απεικόνιση δεν συνιστά υποστήριξη και ότι αν συνέβαινε κάτι τέτοιο τότε κανένας καλλιτέχνης δεν θα μπορούσε ποτέ να απεικονίσει απάνθρωπες πρακτικές, κανείς συγγραφέας να γράψει για αυτές και κανείς κινηματογραφιστής δεν θα μπορούσε να εξερευνήσει τα περίπλοκα ζητήματα της εποχής του». Χμ. Απροσδόκητος σύμμαχος της ταινίας κι ο Μάικλ Μουρ, θα πει: «Με τους φίλους μου που ενοχλούνται με την ταινία, διαφωνώ επειδή επιτρέπουν να διεξαχθεί η λάθος συζήτηση. Δεν πρέπει ποτέ να μπαίνουμε σε μια συζήτηση οι όροι της οποίας καθορίζονται από την άλλη πλευρά, σε αυτήν την περίπτωση δηλαδή στο εάν οι βασανισμοί αποδίδουν. Πρέπει να αρνούμαστε να συμμετέχουμε, επειδή η αληθινή συζήτηση οφείλει να είναι απλά το «Είναι κακό πράγμα οι βασανισμοί;». Και βλέποντας τη βάναυση συμπεριφορά των πρακτόρων της CIA στα πρώτα 45 λεπτά της ταινίας, δεν μπορώ να πιστέψω πως οποιοσδήποτε έχει συνείδηση θα μπορούσε να το αρνηθεί». 
Ο Μουρ συνήθως βλέπει καθαρά. Να έχει δίκιο και τώρα; Όταν κάποιος απεικονίζεται ως βασανισμένος δεν κερδίζει τη συμπάθειά μας; Όταν κάποιος απεικονίζεται ως βασανιστής δεν είναι ο κακός; Μήπως στην χειρότερη εκδοχή η Μπίγκελοου κρατά μια ουδέτερη στάση και καλεί εμάς να κρίνουμε; Όχι. Όπως της (την) λέει ο Στίβεν Κολμπέρτ σε συνέντευξη που της έκανε, οι Αμερικάνοι για να μάθουν ιστορία πάνε σινεμά. Όταν λοιπόν γυρνάς μια ταινία με θέμα την ανεύρεση του απόλυτου κακού της σύγχρονης αμερικάνικης ιστορίας και οι βασανισμοί αποδεικνύονται απαραίτητο στοιχείο στο να βρεθεί, τότε παίρνεις και παραπαίρνεις θέση. Ο Μάικλ Μουρ δεν έχει δίκιο. Το σε ποιά συζήτηση θα μπούμε αναφορικά με την ταινία, δεν θα το κρίνουμε με βάση το ποιά θεωρούμε εμείς ότι είναι γενικά η σωστή συζήτηση, αλλά με βάση το ποιά συζήτηση γεννά αντικειμενικά η ταινία στον πολύ κόσμο. Γιατί όσο αποτρόπαια κι αν είναι τα βασανιστήρια, το κόντεξτ της ταινίας δεν είναι αυτό. Είναι σαν ένα αστυνομικό έργο όπου προσπαθούμε να βρούμε τον ελεεινότατο δράστη και που τα πρώτα αναγκαία στοιχεία τα βρίσκουμε -ε, τι να κάνουμε;- βασανίζοντας. Και σε άλλο σημείο του έργου ο αξιωματούχος της CIA επισημαίνει στον επιτελή του Ομπάμα πως τώρα που μας έχετε δέσει τα χέρια με τις διαδικασίες «ανάκρισης», τώρα που πάτε και τους δίνετε και δικηγόρους, ζοριζόμαστε να επαληθεύσουμε πληροφορίες. Αν είναι λοιπόν να εξερευνήσεις έτσι, Κάθριν, καλύτερα να μην εξερευνούσες ποτέ. Αν είναι να μην έχεις ως δημιουργός μια ξεκάθαρη ηθική θέση απέναντι στα βασανιστήρια, αλλά να τα παρουσιάζεις ψευδοϊστορικά ως καθοριστικό παράγοντα που συντέλεσε στην ανεύρεση του Λάντεν, τότε αυτό δεν είναι σκάλισμα, αλλά η πιο ύπουλη μορφή διαφήμισής τους. 
Χαρακτήρες και κέλυφη: Αν και για την προηγούμενη ταινία της Μπίγκελοου και του Μπόουλ, το οσκαρικό «Hurt Locker», είχαν ακουστεί ενστάσεις για την θέση που παίρνει απέναντι στον πόλεμο στο Ιράκ, η γνώμη μου τότε ήταν πως στην πραγματικότητα δεν ήταν μια ταινία για τον συγκεκριμένο πόλεμο, αλλά μια ταινία για το ναρκωτικό του κινδύνου και της αχρείαστης διακινδύνευσης. Πως θα μπορούσε να αφορά έναν πυροσβέστη που βουτάει πρώτος στις φλόγες ή έναν διασώστη που ρίχνεται μέσα σε ετοιμόρροπα από σεισμό κτίρια. Πως ήταν μια ταινία που ζωγράφιζε με διαύγεια τον πρωταγωνιστή της, έναν άνθρωπο που έλκεται προς τον κίνδυνο από μια ακαταμάχητη εσωτερική δύναμη, έναν άνθρωπο που ο κίνδυνος είναι το φυσικό του περιβάλλον. Και γενικότερα πάντα απολάμβανα αυτό το πάρτι αδρεναλίνης που ήταν το σήμα κατατεθέν των ταινιών της Μπίγκελοου. Παραδόξως εδώ το σήμα κατατεθέν είναι πιο ασθενές. Πιθανώς -κι εδώ είναι το μόνο ελαφρυντικό που τελικά της βρίσκω- να έβαλε συνειδητά η ασυνείδητα φρένο στο στυλ της, γιατί αν αφηνόταν να την καταβρεί και στα βασανιστήρια, τότε δεν θα μιλούσαμε πια για αμφιλεγόμενη ταινία, αλλά για ένα κινηματογραφικό «24», τη σειρά δηλαδή που πρωτοέκανε φετίχ τον ωφέλιμο για την πατρίδα βασανισμό. Σε πλήρη αντίθεση με τον χαρακτήρα του Τζέρεμι Ρένερ στο «Hurt Locker», εδώ ο χαρακτήρας της Τζέσικα Τσαστέιν είναι μη χαρακτήρας, είναι ένα εντελώς άδειο κέλυφος, είναι μια πράκτορας που έχει ψύχωση με την αναζήτηση κάποιου ταχυδρόμου του Μπιν Λάντεν. Κι όταν στο τέλος ξεσπάει σε κλάμματα, προσπαθείς να μαντέψεις αν κλαίει από λύτρωση ή επειδή δεν ξέρει τι θα απογίνει τώρα χωρίς τον βάρβαρό της ή επειδή σε 2 1/2 ώρες ταινίας δεν μπόρεσε να αποκτήσει ανθρώπινη διάσταση και ήταν από την αρχή ως το τέλος μια παντελώς αδιάφορη κινούμενη μονομανία. 
Ο εικονικός εχθρός: Κατά τη διάρκεια της ταινίας αρχίζεις να αναρωτιέσαι πώς θα δείξει τον Λάντεν. Ως κάποιον που ο μόνος ρόλος του στην ταινία θα είναι να πέσει νεκρός; Αν ήταν έτσι η απεικόνισή του θα ήταν εκ των πραγμάτων εντελώς καρικατουρίστικη, θα θύμιζε τον Χομεϊνί με τον Λέσλι Νίλσεν σε κάποιο "Naked Gun". Η Μπίγκελοου δεν πέφτει στην παγίδα να τον δείξει. Επιλέγει πολύ έξυπνα να μας παρουσιάσει μόνο τμήματα του προσώπου του. Κι η απόφαση της εκτός από αισθητικά σωστή είναι τελικά και σημειολογικά ταιριαστή. Όπως έλεγα την μέρα που έγιναν γνωστά τα γεγονότα: Σε αντίθεση με τους πατροπαράδοτους υλικούς εχθρούς, τους τοπικά εντοπισμένους, ο Μπιν Λάντεν υπήρξε ο κατ' εξοχήν εικονικός εχθρός, κατοικώντας μόνο σε ελάχιστα φευγαλέα βίντεο και στον θρύλο του, μέσα από τα οποία κινητοποιούσε τον επίσης μη τοπικά εντοπισμένο στρατό του. Υπό αυτήν την έννοια, και απόλυτα αληθινός εχθρός να ήταν, και απόλυτα αλήθεια να είναι ότι τον σκότωσαν στο Πακιστάν τον Μάιο του 2011 και τον πέταξαν στη θάλασσα χωρίς να κρατήσουν οπτικοακουστικά τεκμήρια από το νεκρό του σώμα, ο Μπιν Λάντεν έμοιαζε με το παιδί του Τζωρτζ και της Μάρθας στο «Ποιός Φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ»: υλικότης μηδέν, φαντασιακό στο φουλ. Υπό αυτήν επίσης την έννοια, αν υπάρξει συνέχεια σε αυτήν την -τουλάχιστον παράδοξη- μη επίδειξη εικόνων που να πιστοποιούν το θάνατό του, τότε θα τον έχουν όντως σκοτώσει, αφαιρώντας του τη μόνη υπόσταση που είχε ζωντανός, την υπόστασή του ως εικόνα. 
Ξέπλυμα μαύρου αίσχους: Το «Zero Dark Thirty» είναι ένα μεγάλο ηθικό σκουπίδι, είναι μια ταινία σκηνοθετημένη και γραμμένη από ένα δίδυμο που είτε δεν κατάλαβε τι ταινία έφτιαξε, είτε -το πιθανότερο- κατάλαβε πάρα πολύ καλά. Ας το λέμε λοιπόν όσο πιο δυνατά μπορούμε: Δεν υπάρχουν καλά και κακά βασανιστήρια. Ούτε μπορούν ποτέ να θεωρηθούν αναγκαίο κακό. Εκεί που τελειώνει ο πολιτισμός, αρχίζουν τα βασανιστήρια. Τα χρόνια μετά το χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους οι ΗΠΑ κινήθηκαν εκτός κάθε έννοιας διεθνούς νομιμότητας και τα όσα έπραξαν συνιστούν ένα αναμφισβήτητο ιστορικό αίσχος. Αίσχος που δεν θα ξεπλύνουν όλες οι εκούσια, ακούσια ή ημιεκούσια προπαγανδιστικές ταινίες μαζί, είτε τυχαίνει να είναι καλογυρισμένες είτε όχι. 
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 25, 2013

Πόλωση και Πόλοκση

Μιλούσα με τον ιστορικό του μέλλοντος και του ζητούσα να μου δώσει καμιά πληροφορία από εκεί που βρίσκεται, να με βοηθήσει κι εμένα λίγο να καταλάβω το παρόν. Εκείνος έλεγε πως είναι αντιδεοντολογικό, πως δεν επιτρέπεται να πει κάτι, πως οι καιροί του είναι μυστήριοι καιροί και πως, αν πιαστεί να αποκαλύπτει στοιχεία, δεν θέλουν και πολύ για να τον απολύσουν και να βάλουν άλλον στη θέση του. Μια λέξη έστω, τον παρακάλεσα. Δώσε μου το κλίμα με μια λέξη. Λύγισε. Πόλωση, φίλε, μου λέει. Πολύ πόλωση. Τον άκουσα ταραγμένο. Προσπάθησα να τον ηρεμήσω. Κοίτα, του είπα, μη νομίζεις πως τα βλέπεις όλα. Βασικά τα δημόσια βλέπεις. Υπάρχουν πάντα και τα ιδιωτικά. «Παράδειγμα;», με ρώτησε. Να, δεν υπάρχει μόνο η πόλωση, υπάρχει και η πόλοκση. «Πόλοκση;».
Να, όταν βλέπεις αυτό
σαν προοικονομία αυτού.
Γέλασε· με συγκατάβαση μεν, αλλά γέλασε.
Πώς να ισορροπήσεις το μπλογκ σου ανάμεσα στην μεγάλη εικόνα και τις εκατομμύρια μικρότερες; Πότε χάθηκε αυτή η ισορροπία; Από την αρχή της κρίσης ή ίσως από ακόμη πιο πριν; Σαν να μην έφταναν όλες οι αυτολογοκρισίες των μικρών εικόνων ήρθε να προστεθεί τα τελευταία χρόνια και η ίσως πιο ύπουλη: αυτή που σου «επιβάλλει» η μεγάλη εικόνα, αυτή που σε κάνει να το σκέφτεσαι δυο φορές πριν ποστάρεις χαζομπαμπάδικα μια ζωγραφιά του παιδιού σου. 

Κυριακή, Φεβρουαρίου 24, 2013

Μind your personal belongings


H φωνή στο Μετρό δεν κουράζεται να προειδοποιεί στον ίδιο παγερό τόνο: «Κατά την επιβίβαση και την αποβίβαση, παρακαλούμε προσέξτε τα προσωπικά σας είδη». Προσπαθώ να χωθώ στα μεγάφωνα και να δω πού ακριβώς κρύβεται αυτή η φωνή, από ποιό λαρύγγι εξακολουθεί να βγαίνει, να της εξηγήσω πως αυτά τα έλεγε σε άλλες εποχές, να τη ρωτήσω μήπως ήρθε η ώρα να βγει και να πει, έστω και μια φορά, έστω και κατ' εξαίρεση: «Κατά την επιβίβαση και την αποβίβαση, παρακαλούμε μοιραστείτε τα προσωπικά σας είδη». Προσπαθώ να φανταστώ τη γυναίκα που την έβαλαν κάποτε να εκφωνήσει αυτές τις οδηγίες. Θα κυκλοφορεί κάπου ανάμεσά μας, θα έχει πιθανότατα δει και τα δικά της πέρσοναλ μπιλόνγκινγκς να μειώνονται δραστικά, θα ακούει ίσως το μήνυμα χαμογελώντας πικρά. Ωστόσο η φωνή δεν είναι στην πραγματικότητα δική της. Είναι η διάμεσος της φωνής ενός ολόκληρου πολιτισμού που έχει χτιστεί πάνω σε ένα οικονομικό σύστημα. Δεν είναι ένα απλό μήνυμα, είναι η κατηγορική προσταγή πάνω στην οποία οργανώσαμε την κοινωνία μας. Ό,τι είναι δικό μου είναι δικό μου και όχι δικό σου. Η προσωπική ιδιοκτησία δεν είναι μια σύμβαση σαν όλες τις άλλες, δεν είναι ένας τρόπος σκέψης που θα μπορούσε να είναι ριζικά διαφορετικός. Όχι, είναι κάτι έμφυτο, κάτι που δεν επιδέχεται αλλαγή. Η ζωή είναι ένα παιχνίδι απόκτησης προσωπικών ειδών, ένα παιχνίδι προσκόλλησης σε προσωπικά είδη. Όποιος συσσωρεύσει τα περισσότερα θριαμβεύει, όποιος έχει τα λιγότερα χάνει, όποιος δεν έχει τίποτα πεθαίνει.

Μετά την αποβίβαση και την επιβίβαση παρακαλούμε αρχίστε να μοιράζεστε τα προσωπικά σας είδη. Όσο κι αν έχετε πληγεί, ακόμα κάτι έχετε, και υπάρχουν ολοένα και περισσότεροι που πια δεν έχουν ούτε αυτό το κάτι. Φτάνουν ακόμα για όλους. Όχι όμως όσο εξακολουθούμε να τα θεωρούμε προσωπικά μας είδη. Όχι όσο προσπαθούμε να πληγούμε όσο το δυνατόν λιγότερο από την κρίση. Όσο αυτή παραμένει η βασική μας στόχευση, η κρίση θα τσακίζει τελειωτικά ολοένα και περισσότερους. Και τότε θα έρθει η στιγμή που θα φοβάσαι να μπεις και να βγεις από το Μετρό, γιατί αυτός που δεν θα του έχει απομείνει προσωπικό είδος θα προσπαθήσει να επιβιώσει με κάθε τρόπο. Και όταν αυτό γενικευθεί και με ένα οποιοδήποτε τσαφ συμβεί κάποια ευρύτερη κοινωνική έκρηξη, τότε και Κατάσταση Πολιορκίας του άρθρου 48 του Συντάγματος να κηρυχθεί ή και επιτέλους ατόφια, στρέιτ, χωρίς φύλλο συνταγματοφανούς συκής δικτατορία να έρθει, και ο στρατός να κάνει τη σκάντζα των ΜΑΤ στη διαφύλαξη του πολιτεύματος, ό,τι ξεκαθαρίσει προσωρινά σε πολιτειακό επίπεδο, δεν θα ξεκαθαρίσει σε οικονομικό. Από τη δημοκρατία μπορείς να ξεμπερδέψεις πολύ ευκολότερα από ό,τι από την οικονομική συντριβή μιας κοινωνίας.

Αποβιβάζομαι. Βαδίζω προς την έξοδο του μετρό. Βρέχει. Με περιμένουν με τις ομπρέλες τους οι νοτιοασιάτες stalkers της πρώτης αθηναϊκής ψιχάλας. Θα μπορούσα πράγματι να πάρω μία. Αλλά όχι, προτιμώ να βραχώ, προτιμώ να βραχώ την ελληνική βροχή μου από το να με σκεπάσουν οι άνομες ομπρέλες του παραεμπορίου τους. Μπορεί να χάνω τη γη κάτω από τα πόδια μου, ας παραμείνει όμως τουλάχιστον αυτή η γη ελληνική, ας παραμείνω τουλάχιστον πολίτης ενός κράτους και μιας κοινωνίας, τα οποία δεν είναι οργανισμοί ασπόνδυλοι και δημιουργήματα εφήμερα, αλλά παριστούν διαχρονική ενότητα με ορισμένο πολιτιστικό υπόβαθρο,κοινότητα με σχετικώς σταθερά ήθη και έθιμα, κοινή γλώσσα με μακρά παράδοση,στοιχεία τα οποία μεταβιβάζονται από γενεά σε γενεά με τη βοήθεια μικρότερων κοινωνικών μονάδων (οικογένεια) και οργανωμένων κρατικών μονάδων (εκπαίδευση). Κατεξοχήν προσωπικό μου είδος η ελληνικότητά μου. Η φωνή του Συμβουλίου της Επικρατείας μας υπενθυμίζει καθησυχαστικά από τα μεγάφωνα πως θα το προσέξουμε αυτό το είδος, πως δεν θα αφήσουμε να προσδιοριστεί αυθαιρέτως η σύνθεση του λαού με την προσθήκη απροσδιορίστου αριθμού προσώπων ποικίλης προελεύσεως, πως δεν θα αφήσουμε να μας κλέψει την ελληνικότητα το κάθε κωλόπαιδο που έτυχε να μεγαλώσει στην Ελλάδα.

(Κείμενο γραμμένο για την Ελευθεροτυπία)

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 22, 2013

Μαζάουερ της πλάκας & Κέιβ του σωρού


Κεραυνοί κι αστραπόβροντα / «στο λίκνο της δημοκρατίας τα περιστέρια φοράνε αντιασφυξιογόνες μάσκες» / «ο Δίας ρίχνει δακρυγόνα» / «στην Αθήνα όλη η νεολαία κλαίει από τα χημικά» / «οι άνθρωποι με ρωτούν πώς πάμε και τους απαντάω πως βασικά είμαστε χαμένοι»,
λυρισμός της πεντάρας, ο Τάκης Θεοδωρόπουλος ήδη ετοιμάζει σχετική σαρκαστική επιφυλλίδα, γερασμένοι ρόκερ που αντικαθιστούν την έμπνευση του παρελθόντος με λαϊκίστικες ευκολίες βλέποντας μόνο δακρυγόνα κι όχι μολότωφ, ταυτίζοντας τη νεολαία της χώρας με ένα μάτσο κουκουλοφόρους μπαχαλάκηδες παύλα εκκολαπτόμενους τρομοκράτες,
ένα καμένο σινεμά στον δρόμο που οδηγεί στην πλατεία, γιατί δεν τραγουδάς για αυτό, γιατί δεν σου περισσεύει ένας στίχος ή ένα ρεσώ για αυτό, επειδή δεν φαίνεται από την πισίνα του πεντάστερου ξενοδοχείου σου;
γιατί δεν καταλαβαίνεις πως εμείς, εμείς μαλάκα Κέιβ, είμαστε η Ευρώπη, η Δύση, ο κοσμοπολιτισμός, τα ανοικτά πνεύματα, τα ανοικτά σύνορα,
γιατί δεν βλέπεις πως με τα δακρυγόνα προστατεύσαμε το κοινοβούλιο, τη δημοκρατία, το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα,
γιατί μας χαλάτε την μανέστρα, γιατί μας αναγκάζατε να σας χλευάσουμε και να σας αποκηρύξουμε, γιατί μας κάνετε ολοένα και πιο δύσκολο να παραστήσουμε την πλευρά με το σηκωμένο φρύδι, γιατί θα μας αναγκάσετε να επιχειρηματολογούμε σαν τον Παναγιώταρο σε λίγο, θα μας αναγκάσετε να στραφούμε στο κοινό του Θέμου, εμείς για άλλο κοινό κινήσαμε, για αλλού, και σε άλλο κοινό η ζωή μας πάει,
γιατί μας ξεφτιλίζετε τόσο, 
αλλά και τι σας κάνει να πιστεύετε πως έχουμε πλέον τη δυνατότητα να νιώσουμε ξεφτίλες;
Το έχουμε ξεπεράσει αυτό το στάδιο.
Αντ' αυτού θα βγάζουμε εσάς ξεφτίλες,
Μαζάουερ της πλάκας
και Κέιβ του σωρού.

Δεν θα κόψετε την αλυσίδα

Ένας Ισπανός πυροσβέστης στη Λα Κορούνια αποφάσισε να αρνηθεί να εκτελέσει εντολή της δικαστικής επιτροπής και να κόψει την αλυσίδα από την πόρτα της ηλικιωμένης Aurelia King. Η 85χρονη Aurelia ζούσε επί 30 χρόνια σε ένα παλιό και μικρό διαμέρισμα της οδού Padre Feijoo της Λα Κορούνια, ενδεικτικό του διαμερίσματος είναι το ενοίκιο των 126 ευρώ που πλήρωνε. Αρκετά χρήματα αφού παρόλαυτα το μοναδικό εισόδημα της είναι η μηνιαία σύνταξη των 356 ευρώ. Aπό νωρίς έξω από το σπίτι της ηλικιωμένης συγκεντρώθηκαν 200 ακτιβιστές της οργάνωσης ''Άτομα που πάσχουν από υποθήκες'', μέλη του κινήματος ''Σταματήστε Τις Εξώσεις'' αλλά και οι γείτονες τοποθετώντας αλυσίδα ασφαλείας στην πόρτα της προκειμένου να μην μπορέσουν να μπούνε οι δικαστικοί. Όταν οι δικαστικοί έφτασαν στο σπίτι και αντίκρισαν το συγκεντρωμένο κόσμο έφυγαν αναφέροντας ότι η έξωση αναβάλλεται. Μία ώρα μετά η δικαστική επιτροπή επιστρέφει όμως αυτή τη φορά με αστυνομικές δυνάμεις. Στη δεύτερη προσπάθεια τους βρίσκονται αντιμέτωποι με την αλυσίδα ασφαλείας στην πόρτα. Έτσι κάλεσαν την πυροσβεστική να την κόψει με αλυσοπρίονο. Όταν οι πυροσβέστες λοιπόν φτάνουν στο σημείο και ενημερώνονται γιατί ακριβώς πρόκειται ο ένας εξ'αυτών αρνείται και φεύγει. Σε ηχητικό ακούγεται η δικαστική επιτροπή που τον διατάζει να γυρίσει, ενώ ο πυροσβέστης τους αποκρίνεται ''Δεν ασχολούμαι με αυτό, δεν θα κόψετε την αλυσίδα''! Ο κόσμος που ήταν παρών έκπληκτος μόλις αντιλήφθηκε τι είχε συμβεί, άρχισε να ζητωκραυγάζει για τον πυροσβέστη. Ο πυροσβέστης παίρνει στα χέρια του ένα φυλλάδιο των διαδηλωτών και το σηκώνει κουνώντας το, εμψυχώνοντας ακόμη περισσότερο τους διαδηλωτές. 
O πυροσβέστης κινδυνεύει τώρα να απολυθεί και στην Ισπανία μαζεύονται χιλιάδες υπογραφές για να μην υποστεί κυρώσεις τόσο ο ίδιος όσο και ένας συνάδελφός του που αντέδρασε με παρόμοιο τρόπο.
«Δεν ασχολούμαι με αυτό, δεν θα κόψετε την αλυσίδα».
Έτσι αλλάζει ο κόσμος.
Έτσι και μόνο.
Ο κόσμος αλλάζει τη στιγμή που ακούς τ΄αρχίδια σου και μόνο,
κι αν αυτό ακούγεται σεξιστικό,
εννοώ τη στιγμή που ακούς την καρδιά σου και μόνο.
Τη στιγμή που παύεις να σκέφτεσαι συνέπειες και κυρώσεις.
Τη στιγμή που παύεις να σκέφτεσαι τι θα σου συμβεί αύριο.
Τη στιγμή που παύεις να σκέφτεσαι οτιδήποτε άλλο εκτός από το τώρα.
Τη στιγμή που υπάρχει ενώπιον σου μόνο ένα αίσθημα δικαίου,
που αν δεν το υπακούσεις θα νιώσεις ανθρωπάκι.
Τη στιγμή που αψηφάς το νόμο για χάρη της δικαιοσύνης.
Τη στιγμή που δεν γίνεσαι συνεργός τους στην εξαχρείωση.
Τη στιγμή που λες ως εδώ και όχι παραπέρα.
 Τη στιγμή που τους δίνεις να καταλάβουν πως τους έχεις
και δεν σ' έχουν.
Πως δεν μπορούν ποτέ να σ΄ έχουν.
Πως μερικές οριακές φορές
υπάρχει μόνο το σωστό και το λάθος
και καμία διαβάθμιση ανάμεσα.   
Τη στιγμή που τους δείχνεις ότι είσαι άνθρωπος
που σκέφτεται ελεύθερα και όχι φοβισμένα,
που δρα γενναία και όχι υποταγμένα.
Τη στιγμή που υψώνεις την αξιοπρέπειά σου
απέναντι στην αναλγησία τους,
τότε αρχίζει να κερδίζεται κάτι,
που αποκλείεται στο τέλος να νικηθεί.
Δεν κερδίζει η κτηνωδία ιστορικά.
Η ανθρωπότητα μπροστά πήγαινε
και μπροστά θα συνεχίσει να πάει.
 Δεν θα νικήσουν.
   Θα νικήσουμε. 

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 20, 2013

Πέρα από το Ανάχωμα

Συνεχίζοντας την αποχή μου από τον σχολιασμό της πολιτικής επικαιρότητας, σε μια προσπάθεια να σταματήσω να φράζω με τα μηδενιστικά μου σχόλια τις επενδύσεις στη χώρα, στρέφομαι στο σινεμά, παραθέτοντάς σου δυο λινκ απ' το ελculture.
Στο πρώτο μπορείς να απολαύσεις μόνο δικά μου λόγια, σε σχέση με αυτήν την ταινιάρα που λέγεται «Τα Μυθικά Πλάσματα του Νότου».
Στο δεύτερο εκτός από τα δικά μου λόγια και η πρώτη μίνι συνέντευξη που παίρνω ποτέ, όχι μόνον από Αιθίοπα ντοκιμαντερίστα, αλλά και γενικότερα. Ερώτηση για επενδύσεις δεν έκανα, λογικά με το Κατάρ και τη Γαλλία είμαστε παραπάνω από καλυμμένοι. 

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 18, 2013

Oh, to be in uniform!

Bρισκόμαστε στην αρχή του "Τhe way we were". Η Στρέιζαντ μπαίνει σε ένα κλαμπ και το βλέμμα της πέφτει στον Ρέντφορντ. Που είναι έτσι.
Άπαξ και πέφτει, δυσκολεύεται να σηκωθεί. Τον κοιτάζει ώρα εκστασιασμένη. Έτσι.
Στο κλαμπ τη συνοδεύει το αφεντικό της, ένας φαλακρός, στραβοχυμένος, μουστακαλής με προκοίλι, φωτογραφία του οποίου απ' την ταινία δεν μπόρεσα να βρω. Πάντως ήταν κάπως έτσι.
"Οh, to be in uniform!" αποφαίνεται, αποδίδοντας το βλέμμα στη στολή, λες κι ο Ρέντφορντ φορά μόνο στολή κι όχι πρόσωπο και ξανθά μαλλιά, λες κι αν φορούσε τη στολή ο ίδιος θα τον κοιτούσε η Στρέιζαντ με αυτόν τον τρόπο, λες κι αν ο Ρέντφορντ φορούσε σκουπιδοσακούλα ή ποδοσφαιρική φανέλα σε δείπνο θα άλλαζε κάτι.
Το αντικειμενικό δεδομένο είναι εν προκειμένω η ομορφιά, ωστόσο η παραβολή της στολής μπορεί κάλλιστα να έχει εφαρμογή κι αλλού: όποιος είναι πιο άξιος από εμάς δεν είναι στα αλήθεια πιο άξιος, απλά τυχαίνει να φοράει στολή.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 16, 2013

Σε μορφή θραυσμάτων

Kαι ξυπνάς μια μέρα και πέφτει στο κεφάλι σου κάτι που το λεν μετέωρο.
Και πας για ύπνο το ίδιο βράδυ και στο πλάι σου περνούν πιο κοντά παρά ποτέ ουράνια σώματα.
Και σκέφτεσαι την πληθώρα των ανθρώπων που πάνε για ύπνο χωρίς να έχουν στο πλάι τους γήινα σώματα.
Και σκέφτεσαι την μειονότητα των ανθρώπων που δεν έχουν πάνω από το κεφάλι τους τίποτα αληθινά μετέωρο, που τα έχουν όλα μέσα στο κεφάλι τους τακτοποιημένα σίγουρα και θετικά.
Και με τα χρόνια καταλήγεις πως ποστάκι είναι αυτό που τρέχει να πιαστεί από την αφορμή της στιγμής, αυτό που στερείται την στοιχειώδη υπομονή της δεύτερης σκέψης, της επεξεργασίας, της ωρίμανσης, αυτό που περισσότερο από το να είναι βαθύ ενδιαφέρεται να είναι άμεσο,
λες και αύριο θα τελείωναν οι λέξεις,
λες και όλα πρέπει να γίνουν τώρα,
ένα τώρα που δεν σταματά να κρατά,
ένα τώρα που διαστέλλει το είναι σου,
μετατρέποντάς σε σε ανταποκριτή 
από το μέτωπο της γλώσσας,
που δεν είναι ένα μέτωπο πολεμικό,
αλλά ούτε κι ένα μέτωπο ειρηνικό,
είναι μια επικράτεια λήθης,
μια επικράτεια έξω από το χώρο και το χρόνο,
μια επικράτεια σημείων, συμβόλων, ήχων
και πάνω απ' όλα παιγνίων.
Μέσα στη γλώσσα παραμένεις πάντα παιδί.
Μέσα στη γλώσσα παραμονεύει παντού η χαρά.
Μέσα στη γλώσσα όλα μπορούν να φωτιστούν λοξά κι ευφρόσυνα.
Τη γλώσσα οι άνθρωποι δεν την έφτιαξαν για να συνεννοηθούν, για να εξουσιάσουν, για να γοητεύσουν, την έφτιαξαν για να μπορούν να κάνουν αστεία και να γελούν με τρόπους λιγότερο κραυγαλέους, την έφτιαξαν για να κραυγάζουν λιγότερο και να γελούν περισσότερο.
Η γλώσσα είναι το διαρκές μετέωρο.
Όταν εκρήγνυται πέφτει πάνω μας
σε μορφή θραυσμάτων.
Τα συναρμολογούμε πρόχειρα
σε ποστάκια με διάρκεια ζωής μια -ηδονική όμως- μέρα.
Τα ονειρευόμαστε ακατάπαυστα
σε τροχιές που περνούν ξυστά από δίπλα μας τη νύχτα.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 14, 2013

Πιστόριους

Ίσως αυτό ακριβώς σημαίνει έρωτας: να παύεις να είσαι ψυχικά αρτιμελής.
Ίσως πάλι τίποτα άλλο δεν δυσφημεί κι απαξιώνει περισσότερο τον έρωτα από ό,τι η ερωτική ζήλεια.
Ίσως το εσωτερικό άκρο του έρωτα δεν καταλήγει ποτέ στο εξωτερικό άκρο του εγκλήματος, αν δεν συντρέχουν καταλυτικά άλλοι ενδογενείς παράγοντες, πολύ λιγότερο τραγουδισμένοι από το πάθος.
Ίσως αυτός ακριβώς είναι ο ρόλος του κάθε πρότυπου: όχι μόνο να ανεβαίνει, αλλά να ανεβαίνει ακριβώς για να κατέβει ώστε να ολοκληρωθεί το ειδωλολατρικό - ειδωλοφαγικό ρόλερ κόστερ και να επανέλθει η κοσμική ισορροπία· όχι μόνο να νικάει τον καρκίνο αλλά μετά να βγαίνουν στη φόρα και οι ντόπες του· όχι μόνο να νικάει την αναπηρία του, αλλά μετά να σκοτώνει· όχι μόνο να γίνεται πόστερ σε παιδικά δωμάτια, αλλά μετά να σε κοιτάζει από τους τοίχους με βλέμμα σχεδόν χαιρέκακο, προσφέροντάς σου μια πρώτη γεύση προδοσίας, μερικά χρόνια πριν αρχίσουν οι ερωτικές.
Ίσως κανείς άνθρωπος δεν είναι στα αλήθεια φτιαγμένος για πρότυπο, ίσως πάλι τα χαρίσματα που μας κάνουν πρότυπο να είναι η άλλη πλευρά των χασμάτων που μας κάνουν αποκρουστικούς.
Ίσως το να γιορτάζεις τον έρωτα σε μια συγκεκριμένη μέρα να σου φαίνεται σαν ένα ακόμη σίγουρα κερδισμένο στοίχημα εμπορευματοποίησης, ξεχνώντας όμως πως μερικοί άνθρωποι παίρνουν τους τύπους στα σοβαρά, ξεχνώντας πως άπαξ και ο τύπος μπει στη ζωή μας αποκτά κι αυτός τη δική του ουσία, ξεχνώντας πως μπορεί ο άνθρωπος να τιθάσευσε τη φωτιά, αυτό όμως δεν αναιρεί πως οι άνθρωποι δεν σταμάτησαν ποτέ να καίγονται.
Το να τρέχεις ενώ δεν έχεις πόδια γίνεται. Το να μην πονάς ενώ έχεις καρδιά όχι.
Ωστόσο ας πάψουμε να αναγορεύουμε τον έρωτα σε αιτία θανάτου. Δεν φτάνεις να σκοτώσεις από έρωτα, δεν φτάνεις να αυτοκτονήσεις από έρωτα.
Ο έρωτας δεν είναι αιτία θανάτου, ο έρωτας είναι αιτία ζωής. 

Τρίτη, Φεβρουαρίου 12, 2013

Όταν πεθαίνουν οι δεκαεξάχρονοι

Το άρθρο -όπως και το περιστατικό για το οποίο γράφτηκε- δεν είναι φρέσκο, αλλά υπέπεσε στην αντίληψή μου σήμερα. Με δυο κουβέντες: δεκαεξάχρονος ποδοσφαιριστής της ομάδας εφήβων του Άρη πεθαίνει αιφνιδίως σπίτι του από φυσικά αίτια, ο ποδοσφαιρικός κόσμος ευλόγως συγκινείται, λίγες μέρες μετά σε παιχνίδι του Άρη ποδοσφαιριστής σκοράρει, σηκώνει τη φανέλα του για να δείξει το μπλουζάκι που φοράει από μέσα και γράφει «ΑΓΓΕΛΕ ΔΕΝ ΘΑ ΣΕ ΞΕΧΑΣΟΥΜΕ ΠΟΤΕ», ο διαιτητής εφαρμόζει τον κανονισμό που απαγορεύει το να σηκώνεις σε πανηγυρισμό την φανέλα πάνω από τον λαιμό, του δείχνει κίτρινη κάρτα, είναι η δεύτερη, αποβάλλεται, και ξεσπά στη συνέχεια σάλος για την τυπολατρεία του συγκεκριμένου διαιτητή.
Ο σάλος που ξεσπά κάνει τον Ηλία Κανέλλη να γράψει άρθρο με τίτλο «Ο κανόνας του παιχνιδιού», στο οποίο καταλήγει: Αλλά ο διαιτητής είναι εκεί για να τηρεί τους κανόνες - και στις κοινωνίες δικαίου οι κανόνες προέχουν. Η συγκίνηση, η φόρτιση, ο ενθουσιασμός, το μένος, η μέθη - τίποτε δεν είναι πάνω από τους κανόνες. Την οργάνωση των κοινωνιών δεν νοείται να την καθορίζει κανένα συναίσθημα, παρά μόνο η λογική. Το πένθος, η κοινωνική αδικία, η ιδιορρυθμία του Ελληνα, η «βία της εξουσίας», το μεράκι, επέτρεψαν η χώρα να πορεύεται χωρίς στοιχειώδεις κανόνες. Πληρώνουμε και αυτό.
Χωρίς να μπορώ να το αποδείξω βέβαια, έχω την αίσθηση πως οπουδήποτε αλλού κι αν γινόταν αντίστοιχο σκηνικό, οι αντιδράσεις θα ήταν λίγο πολύ παρόμοιες. Πως καμία ελληνική ιδιορρυθμία και ιδιαιτερότητα δεν αναδεικνύει το συγκεκριμένο περιστατικό. Πως όπου υπάρχουν κοινωνίες συγκροτημένες από ανθρώπους που έχουν δυο δράμια μυαλό στο κεφάλι τους, ο σκανδαλισμός από τις παρωπίδες του διαιτητή θα ήταν παρόμοιος.
Ο Κανέλλης καμώνεται πως επιχειρηματολογεί υπέρ της λογικής και εις βάρος του συναισθηματισμού που θολώνει δήθεν την κρίση μας, ενώ στην πραγματικότητα είναι η δική του κρίση θολωμένη, καθώς αφαιρεί δια της φορμαλιστικής του προσέγγισης κάθε ουσία στους κανόνες, θεωρώντας πως οι κανόνες είναι τύπος και μόνο τύπος, πως δεν επιδέχονται ερμηνεία, πως οι κανόνες δεν έχουν τεθεί για να υπηρετούν την κοινωνία, αλλά ώστε η κοινωνία να υπηρετεί τους κανόνες.
«Την οργάνωση των κοινωνιών δεν νοείται να την καθορίζει κανένα συναίσθημα, παρά μόνο η λογική». Αυτή παίζει να είναι και η πιο γελοία φράση που έχω διαβάσει μέσα στο 2013. Βασικό μοτίβο των έργων επιστημονικής φαντασίας είναι τα ρομπότ που προσπαθούν να εξανθρωπιστούν, που προσπαθούν να αποκτήσουν εκτός από τη λογική και κάτι που να μοιάζει με συναίσθημα, αλλά στα έργα καθεστωτικής πραγματικότητας -φαίνεται- το μοτίβο αντιστρέφεται και οι άνθρωποι προσπαθούν να πειστούν πως το ιδανικό είναι να γίνουν ρομπότ, πως η ιδανική δυτική -και μη ιδιοπρόσωπα ελληνική- κοινωνία είναι οργανωμένη σε βάση λογικής και μόνο, με το συναίσθημα να είναι εξορισμένο ως συστατικό πτώσης, έκπτωσης, κατάπτωσης, καταστροφής.
Πέραν όμως από τη σύγχυση για την αληθινή φύση του κάθε κανόνα και την αναγωγή της λογικής σε μοναδικό καθοριστικό παράγοντα κάθε εύρυθμης κοινωνίας, συνιστά αξιοσημείωτα μεγάλο λογικό άλμα η μετάβαση από τον κανονισμό που επιτρέπει στον παίκτη να σηκώνει τη φανέλα μέχρι τον λαιμό (αλλά όχι και πάνω από αυτόν) στους «στοιχειώδεις κανόνες» τους οποίους στερήθηκε η χώρα κατά την πορεία της προς την κρίση. Όπως περίπου το να στερηθεί ο Κανέλλης το δικαίωμά του να μπει από την μπροστινή πόρτα του ΔΟΛ (αντί για μια άλλη παράπλευρη) τον μετέτρεψε σε Ρόζα Παρκς, έτσι κι αν ο διαιτητής άφηνε ατιμώρητο το σήκωμα της φανέλας πάνω από το όριο του πηγουνιού και δεν απέβαλε τον ποδοσφαιριστή που έγραψε ένα μήνυμα για ένα δεκαεξάχρονο παιδί που χάθηκε, θα συνιστούσε ένα ακόμη περιστατικό ανομίας. Ό,τι να ΄ναι.
Κι αν λοιπόν τελικά σημασία έχει μόνο ο κανόνας ως κανόνας, αν όλοι οι κανόνες είναι ισόκυροι, αν οι κανόνες δεν έχουν τεθεί για να επιτρέπουν την ομαλή λειτουργία των κοινωνιών που αποτελούνται από ανθρώπους που έχουν τόσο λογική όσο και συναισθήματα,
τότε το να γράφεις δυο συγκινητικές φράσεις για ένα παιδί που πέθανε δεν μπορεί να αποτρέψει την αποβολή σου από τον αγωνιστικό χώρο,
τότε, επίσης. η εν ψυχρώ δολοφονία ενός άλλου δεκαεξάχρονου παιδιού στο κέντρο της πόλης από όργανο της τάξης δεν έχει καμία άλλη σημασία και συμβολισμό, πέραν αυτής της παραβίασης ενός ποινικού νόμου,
άρα το να ξεσπά μετά το γεγονός της αποβολής σάλος είναι τόσο μα τόσο άκυρο,
άρα το να ξεσπά μετά το γεγονός της δολοφονίας εξέγερση είναι τόσο μα τόσο ανεξήγητο,
άρα σωστά αναρωτιόντουσαν χθες από κοινού στην Ανατροπή ο Πρετεντέρης με τη Διαμαντάκου: «Μα πότε πρόλαβαν αυτά τα παιδιά να θυμώσουν και να μισήσουν τόσο;».
Έπρεπε το ένα τουλάχιστον από αυτά να δώσει τράτο δυο τρεις δολοφονίες κολλητών του μπροστά στα μάτια του ακόμα και μετά θα ήταν ίσως πιο εξηγήσιμη η πορεία που πήρε.
Γιατί αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα: δεν υπάρχει κανένα αυτοτελές αγαθό που να ονομάζεται ζωή ενός δεκαεξάχρονου παιδιού και όποιος πει το αντίθετο είναι ένοχος ανορθολογικού συναισθηματισμού. Υπάρχουν ποινικοί νόμοι που τιμωρούν την ανθρωποκτονία, υπάρχουν κανονισμοί διαιτησίας που θέτουν, για το ως που επιτρέπεται να σηκωθεί η φανέλα, το όριο του πηγουνιού.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 11, 2013

Τα συνεργεία

Στην αρχή ήταν απλά υγρό. Μετά άρχισε να στάζει. Ύστερα οι σταγόνες έγιναν σχεδόν ροή. Τρομαγμένος έβαλε μια πετσέτα. Για το σπίτι βολευόταν κάπως η κατάσταση. Αλλά πώς θα έβγαινε έτσι έξω; Την άλλη μέρα πήγε στον γιατρό. Φαινόταν ότι δεν ήταν πύον, αλλά τι ήταν τότε; Ο γιατρός προβληματίστηκε, του φάνηκε παράξενο, δεν μπορούσε όμως παρά να καταλήξει ότι επρόκειτο για ιδρώτα. Έχετε παρατηρήσει πουθενά αλλού τέτοια δείγματα; Όχι, γιατρέ, μόνο στο αυτί. Του έγραψε κάτι σταγόνες που ανάθεμα κι ο ίδιος αν πίστευε ότι θα έφερναν αποτέλεσμα και του φάσκιωσε το αυτί. Αν σας ρωτήσει κανείς, πείτε ότι σας τσίμπησε σφήκα. Πάρτε μια σταγόνα το πρωί, μια το μεσημέρι και μία το βράδυ, και σε μια βδομάδα ελάτε να μου πείτε πως πάτε.
Οι σταγόνες δεν έφταναν καν στον στόχο τους, καθώς το κύμα του ιδρώτα τις ξέπλενε αμέσως. Εγκατέλειψε την προσπάθεια από την πρώτη μέρα. Εκείνη την περίοδο τα είχε με μια αναισθησιολόγο. Της εξήγησε την κατάστασή του και της ζήτησε να του κάνει μια τοπική αναισθησία. Είναι παράνομο, του απάντησε. Κάν' το για μένα, της είπε. Το έκανε. Όλα πήγαν ανέλπιστα καλά. Τα συμπτώματα σταμάτησαν, ξεφασκιώθηκε, άρχισε να νιώθει γενικότερα ωραία. Τα βρήκε επιτέλους με τον εαυτό του, ήταν το γενικό συμπέρασμα. Έμοιαζε άλλος άνθρωπος. H μόνη παρενέργεια που μπορούσε να αισθανθεί, ήταν πως ό,τι του έλεγαν πλέον από αυτό το αυτί έβγαινε από το άλλο.
Μήνες μετά άκουσε Placebo στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου του κι αμέσως η απαγορευμένη λέξη χτύπησε τη συνείδησή του. Κι αν ήταν όλη αυτή η καλυτέρευση πλασίμπο; Έβαλε το δάχτυλο στο αυτί. Ήταν ακόμα στεγνό. Αλλά δίσταζε να το βγάλει. Συνέχισε να οδηγεί με το ένα χέρι, με αποτέλεσμα λίγο μετά να τρακάρει. Τίποτα πολύ σοβαρό, αλλά ο οδηγός του μπροστινού αυτοκινήτου βγήκε κι άρχισε να τον βρίζει. Για ένα σύντομο διάστημα άλλα λόγια κολυμπούσαν μέσα στον ιδρώτα κι άλλα έβγαιναν ανέπαφα από το άλλο αυτί.
Είχαν σκορπιστεί τυχαία. Ούτε τα ιδρωμένα ούτε τα ανέπαφα μπορούσαν να συγκροτήσουν από μόνα τους ένα νόημα. Μια μικρή βαβέλ σχηματίστηκε στο κεφάλι του. Δεν καταλάβαινε τίποτα. Άρχισε να κρατά και τα δύο του αυτιά, μπας και κατορθώσει να σταματήσει αυτή την κακοφωνία. Ήταν πλέον αργά. Ίδρωνε ολόκληρος ενώ οι εικόνες μπροστά του (ο οδηγός να έχει σταματήσει να τον κατηγορεί και να τον κοιτά σαστισμένος, ένας με μηχανάκι να έχει σταματήσει και να ρωτάει τον οδηγό «Τι έπαθε;», δυο παιδιά λυκείου με σπιθούρια να χασκογελάνε) έμπαιναν από το ένα μάτι και έβγαιναν από το άλλο.
Ύστερα συνήλθε και έκανε τη δήλωση για την ασφάλεια. Ξαναέβαλε μπρος. Η ζημιά με μια πρώτη ματιά δεν ήταν τόσο μεγάλη. Για αυτό, άλλωστε, υπήρχαν και τα συνεργεία. 

Σάββατο, Φεβρουαρίου 09, 2013

Κι αν πεινάνε


Όπως υπάρχουν στο δρόμο τα βαποράκια κι από πίσω τους οι μεγαλέμποροι ναρκωτικών, έτσι υπάρχουν στα κρατητήρια της Κοζάνης και της ΓΑΔΑ τα βαποράκια των βασανισμών κι από πίσω τους οι μεγαλέμποροι της κρατικής βίας. Και μεγαλέμπορος δεν είναι μόνο ο αρμόδιος υπουργός. Και μεγαλέμπορος δεν είναι μόνο ο πρωθυπουργός του. Κατεξοχήν μεγαλέμπορος της κρατικής βίας αποδεικνύεται ο πρόεδρος της Δημοκρατικής Αριστεράς. Γιατί τα αποτυπώματα στα πρόσωπα των συλληφθέντων δεν είναι μόνο αυτά του Νίκου Δένδια. Είναι τέτοιοι οι πολιτικοί συσχετισμοί, ώστε δεν θα υπήρχε κανείς Δένδιας αν δεν τον στήριζε ο Κουβέλης. Είναι συνεπώς ο Φώτης Κουβέλης εκείνος που χτυπά πολίτες, όπως δεν έχει χτυπήσει κανένας άλλος από το 1974 και εντεύθεν. 
Όλος αυτός ο ιδεολογικός χώρος που ετεροπροσδιορίστηκε σε σχέση με την υπόλοιπη Αριστερά ως η Αριστερά που δεν ανέχεται τη βία σε οποιαδήποτε μορφή της, όλος αυτός ο ιδεολογικός χώρος που αυτοπροσδιορίστηκε ως λάτρης της Ευρώπης, δεν δυσανασχετεί με τη βία στην πιο αυθεντική μορφή της, δεν δυσανασχετεί με τα καταγγελλόμενα από τη Διεθνή Αμνηστία. Υποτίθεται πως μπήκαν στην κυβέρνηση για να αποτρέψουν τα χειρότερα. Άρα αυτά δεν τους φαίνονται χειρότερα. Κι εδώ δεν υπάρχει καμία τρόικα που να λέει θα σας κόψουμε τη δόση αν δεν πρήξετε από το ξύλο τα μάτια κρατουμένων. Ανεξάρτητα μάλιστα από το πού οδηγεί αντικειμενικά η μνημονιακή πολιτική, οι πιέσεις από τον διεθνή Τύπο είναι οι αντίθετες: μας κράζουν άγρια εδώ και καιρό.
Αν τον Δεκέμβρη του 2008 το κύριο επιχείρημα ήταν περί μεμονωμένου περιστατικού, τον Φεβρουάριο του 2013 η λέξη «μεμονωμένο» έχει εγκαταλειφθεί ως αχρείαστη. Τώρα το μήνυμα πρέπει να είναι το αντίθετο: να τη φοβάσαι την αστυνομία, γιατί είναι ικανή για πάρα πολλά. Ό,τι κι αν πει κανείς για τον Δεκέμβρη, κανείς δεν έσπευσε να πάρει τα δίκια του Κορκονέα. Οι προ μηνών καταγγελίες όμως για τους βασανισμούς στη ΓΑΔΑ βρήκαν απέναντί τους έναν Υπουργό που έδωσε σαφέστατα το στίγμα. Το πολιτικό περιβάλλον είχε κατοχυρωθεί με επίσημη σφραγίδα. Και είχε γίνει απόλυτα ανεκτό από την ΔΗΜΑΡ. Και εξελήφθη προφανώς ως κάποιου είδους λευκό χαρτί από σώματα της αστυνομίας: έχουμε κάλυψη, επιτρέπεται, βαράμε πιο άγρια από ποτέ. Κι όσα συμβαίνουν στα κρατητήρια εναντίον εντός ή εκτός εισαγωγικών τρομοκρατών, πόσο ουσιωδώς διαφορετικά είναι από όσα συμβαίνουν στους δρόμους στις κρίσιμες διαδηλώσεις; Το κράτος σε αντιμετωπίζει ως εχθρό του και στην μία και στην άλλη περίπτωση. Τα ατομικά σου δικαιώματα τελούν σε αναστολή, εκείνη την ώρα διεξάγεται κάτι σαν πόλεμος. Κι ακριβώς όπως οι διαδηλώσεις ουσιαστικά απαγορεύτηκαν με τα δακρυγόνα, έτσι πλέον και οι απεργίες ουσιαστικά απαγορεύονται με τις επιτάξεις.
Και είναι δικαίωμα του καθενός να του φαίνονται λαϊκίστικα όλα αυτά, όπως δικαίωμά μου είναι να αμφισβητώ ευθέως πλέον πως είναι είτε καλοπροαίρετος είτε πολιτικά αφελής. Η κατηγορία των ανθρώπων που δεν πιστεύουν με τίποτα οτιδήποτε δεν συνάδει με την εικόνα μιας άψογα δημοκρατικής λειτουργίας της πολιτείας, είναι η ίδια που αν αποδειχθεί κάτι σπεύδει να το δικαιολογήσει. Για αυτήν την κατηγορία ανθρώπων τελικά, ό,τι κάνει η εξουσία είναι καλώς καμωμένο ως αναγκαίο. Η εξουσία μάς καλύπτει με ασφάλεια, η εξουσία έχει πάντα δίκιο.
Όχι λοιπόν, δεν πεινάνε στα αλήθεια όλοι αυτοί που μαζεύτηκαν για να πάρουν πέντε ντομάτες. Προβοκάτσια ήταν. Όχι λοιπόν, δεν βασανίστηκε κανείς στη ΓΑΔΑ προ μηνών. Μας δυσφημούν οι ξένοι. Όχι λοιπόν, δεν γίνεται να παίρνει τηλέφωνο μεγαλοεπιχειρηματίας και να απειλεί επώνυμα τη ζωή συντάκτη περιοδικού λόγω ρεπορτάζ. Αποκλείεται να συνέβη έτσι. Ε, κι αν βασανίστηκαν λίγο, τους αντάρτες παρίσταναν. Ε, κι αν όντως τον απείλησαν, ας μην έμπλεκε με τέτοιο ρεπορτάζ. Ε, κι αν πεινάνε ... 
Το κι αν πεινάνε είναι ομολογουμένως πιο δύσκολο να το διαχειριστείς. Καταλήγεις έτσι πως ναι μεν υπάρχει ένα γενικό κι αφηρημένο πρόβλημα επιβίωσης για ποσοστό συνανθρώπων μας, αλλά δεν πρόκειται πάντως για αυτό που παίρνει σάρκα και οστά μπροστά στα μάτια σου. Το γενικά και το αφηρημένα χωνεύεται, τα απλωμένα χέρια για πέντε ντομάτες όχι.
(Κείμενο γραμμένο για την Ελευθεροτυπία)

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 08, 2013

O Λαγός και η Λεχώνα

Ο λαγός προσέγγισε τη λεχώνα. Ξέρεις, έχουμε πολλά κοινά εμείς οι δύο, της επεσήμανε. Σαν τι, τον ρώτησε. Πρώτα πρώτα αρχίζουμε και οι δύο από λάμδα, της απάντησε. Με ενοχλείς, του εξήγησε. Να φύγω, την ρώτησε. Κάνε ό,τι θες, του άφησε στη διακριτική ευχέρεια. Έμεινε. Σιωπηλός. Η λεχώνα σηκώθηκε από το κρεβάτι. Ο λαγός την ακολούθησε. Η λεχώνα πήγε στο μπάνιο. Ο λαγός δεν την ακολούθησε. Η λεχώνα άρχισε να πλένεται. Ο λαγός αναρωτήθηκε μήπως βρίσκεται σε λάθος μύθο. Καλού κακού μόλις η λεχώνα έβγαινε από το μπάνιο θα της πρότεινε να κάνουν αγώνες. Εκείνη όμως αρνήθηκε και επέστρεψε στο κρεβάτι της. Αλλόφρων ο λαγός άρχισε να τρέχει μόνος του. Έβγαινε πρώτος αλλά η έλλειψη δεύτερου μείωνε τη σημασία του επιτεύγματός του. Η λεχώνα γέλασε. Ο λαγός ντράπηκε. Σταμάτησε αναψοκοκκινισμένος. Εν μέρει από τη ντροπή, εν μέρει από το λαχάνιασμα. Ήταν αποκαμωμένος και δεν θα τον χάλαγε καθόλου να πάρει έναν υπνάκο. Αλλά τον κατέλαβε κάτι σαν μυθικό ντεζαβού, καθώς σκέφτηκε πως αν κοιμηθεί θα βγει πάλι ο μαλάκας του ηθικού διδάγματος. Κι έπειτα το κρεβάτι ήταν κατειλημμένο. Πάρα πολλά άγχη μαζεμένα για το μικρό λαγουδίσιο του κεφάλι. Πώς είχε μπλέξει έτσι; Αυτός δεν ήταν για αυτά. Αυτός ήταν για τα δάση. Να έφευγε λοιπόν από το διαμέρισμα; Ήταν κλειδωμένα. Ζήτησε από τη λεχώνα να ξεκλειδώσει. Εκείνη τον ρώτησε γιατί. Γιατί δεν ανήκω εδώ, της απάντησε. Είναι προφανές πως πρόκειται για λάθος. Κάποιος παράκουσε κάτι, κάποιος παρεξήγησε κάτι. Δεν το βλέπεις κι εσύ; Υπάρχει εμφανής αφηγηματική αμηχανία. Και δεν μπορούμε να την μπαλώνουμε εσαεί. Η λεχώνα του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. Μετά ξεκλείδωσε. Μπορούσε να φύγει. Ο λαγός δεν ήξερε όμως αν ήθελε πλέον. Η λεχώνα θύμωσε με την αναποφασιστικότητά του. Κλείδωσε ξανά και πέταξε το κλειδί στο τζάκι. Ο λαγός όρμησε να το πιάσει, με αποτέλεσμα να υποστεί μικροεγκαύματα. Η λεχώνα αποφάσισε να τον περιθάλψει. Ο λαγός άρχισε να νιώθει σαν στον μύθο του. Ένιωθε τόσο άνετα που ούτε κατάλαβε πως τον πήρε ο ύπνος. Όταν ξύπνησε ήταν σε ένα δέντρο. Μακριά μπροστά του η χελώνα κόντευε να τερματίσει. Έτρεξε πανικόβλητος, αλλά ήταν πλέον αργά. Πέρασε την υπόλοιπη μέρα ως περίγελως. Δεν υπήρξε ζώο που να μην τον χλευάσει. Ώρες μετά, είτε τον ξαναπήρε ο ύπνος είτε ξύπνησε. Δεν ήταν σίγουρος τι από τα δύο. Η λεχώνα πάντως ήταν ξαπλωμένη δίπλα του. 

Τρίτη, Φεβρουαρίου 05, 2013

H Σταδίου ξανά

Σύντομο διάλειμμα για διαφημίσεις. Βλέπεις τις λιγοστές νέες και προσπαθείς να θυμηθείς τον κόσμο τους, τον κόσμο που αγάπησες, τον κόσμο που σου φερόταν σαν να ήσουν ό,τι πιο πολύτιμο. Την υποβάθμιση του στάτους σου ως καταναλωτή ακολούθησε η υποβάθμιση του στάτους σου ως πολίτη. Απεργίες υπήρχαν εκεί που υπήρχαν και διαφημίσεις. Ατομικά, κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα άλφα εθνικής υπήρχαν εκεί που υπήρχε και καταναλωτισμός Alpha Εθνικής Τράπεζας. Για να είμαστε δίκαιοι όμως, αν κοιτάς τη δουλειά σου, δεν διαμαρτύρεσαι, βάλεις το κεφάλι κάτω και αποσυρθείς στα ιδιωτικά σου θέματα, δεν έχεις να φοβάσαι κάτι. Δημοκρατία έχουμε. Ο ποινικός νόμος δεν θα ασχοληθεί μαζί σου. Μπορείς να ασχοληθείς -ιδιωτικά, βέβαια- με τους υπόλοιπους νόμους (εργασιακούς, ασφαλιστικούς, φορολογικούς κ.λπ.). Μπορείς να αφοσιωθείς στους φόβους και τα άγχη που αυτοί σου προκαλούν.
Παρά ταύτα, δεν μπορεί κανείς να ζει με φόβο και άγχη μόνο. Κάπου πρέπει να το εκτονώνει όλο αυτό. Πού να στραφεί; Μετανάστες δεν μπορούμε να παίζουμε συνέχεια. ΟΚ, τους μισήσαμε, τους σιχαθήκαμε, το εμπεδώσαμε. Χρειάζεται κάτι ευρύτερο. Το εμφυλιοπολεμικό κλίμα; Ναι, ΟΚ, τσιμπάς για λίγο, αλλά μετά μιλάει ο Τσίπρας στη Στάη και σχεδόν βαριέσαι να τον παρακολουθήσεις. Ο Εμφύλιος, άρα, μάλλον δεν είναι προ των πυλών. Λίγη ακόμη μεταστροφή να κάνει, άλλωστε, και στον Εμφύλιο θα συμμαχήσει με την πλευρά της Τάξης για να κερδίσει την καρδιά λίγων ακόμη νοικοκυραίων και ηλικιωμένων.
Οπότε τι; Οπότε η επιστράτευση των εργαζομένων στο Μετρό, αντί να γίνει η σπίθα που προέβλεψαν οι Στρατούληδες, έγινε πάγος. Το γεγονός πως η απεργία τους σε διέλυε καθημερινά είναι απλά ένα εσωτερικό άλλοθι, είναι το κερασάκι και μόνο στην τούρτα. Η τούρτα είναι ότι θες πια να πιαστείτε όλοι χέρι χέρι. Πόσες άλλες χαρές σου έχουν απομείνει; Τι άλλο να προσδοκάς; Εσύ, δηλαδή, γιατί ναι κι αυτοί όχι;
Να πέσουν όσο πιο κάτω γίνεται. Όλοι όμως. Μαζί σου. Εσύ έπεσες, άλλωστε, πιο πολύ. Εσύ έπεσες, άλλωστε, πρώτος. Προκειμένου να κρατήσουν αυτούς όρθιους. Όχι πια. Επιτέλους ισότητα. Και κάπως έτσι, το Μνημόνιο, μετά την οριακή εκλογική του νίκη, περνάει πλέον και στη φάση της εσωτερίκευσης. Το μνημονιακό αφήγημα αρχίζει να θριαμβεύει: ναι, η κοινωνία μας έπρεπε να μεταρρυθμιστεί, ναι, θέλουμε επιστροφή στην ηρεμία και την ομαλότητα. Αλλάζουμε προς το ορθολογικότερον. Ενα μισθολόγιο για όλους, ένα Ταμείο για όλους, μια δυστυχία για όλους. Το Μνημόνιο είναι ευλογία. Συντεχνίες, άντε γεια.
Στη μεταπολίτευση ο λαός δεν ξεχνούσε τι σημαίνει Δεξιά, κι από την πολλή θύμηση το παράκανε, επικράτησε η ανομία, λερώθηκαν με γκράφιτι οι τοίχοι της πόλης, απεργίες παρέλυαν συνεχώς τη ζωή της, καταλήψεις σε βίλες, αλλά πάνε αυτά, ο Νίκος Δένδιας λούζεται με ένα γλυκό φως την ώρα που ανακοινώνει πως όλα τα δεινά από το 1974 και εντεύθεν τελειώνουν, στη φιλόξενη αγκαλιά του νόμου όλοι χωράνε, ιδίως συνδικαλιστές που πάνε να κάνουν παράσταση διαμαρτυρίας, ο συνδικαλιστής είναι κακιά λέξη, κανέναν δεν σιχαίνεται περισσότερο ο εργαζόμενος από τους συνδικαλιστές, είναι, λοιπόν, μια θαυμάσια ευκαιρία, τώρα που οι συλλογικές διαπραγματεύσεις πετάχτηκαν στο καλάθι των αχρήστων, ο κάθε εργαζόμενος να έρχεται σε συμφωνία μόνος του με τον εργοδότη του και να αμείβεται με όσα πρέπει και αξίζει.
Ο λαός πλέον δεν ξεχνά τι σημαίνει Αριστερά. Με αυτό το σύνθημα απαντάμε στο ερώτημα εκπομπής της ΝΕΤ «Είναι καταστολή αν η αστυνομία δεν αφήσει τους αγρότες να κλείσουν τους δρόμους;» Όχι. Με κεφαλαία. Κι όχι άλλες απεργίες. «Απαιτούμε την απόλυτη φτωχοποίηση όλων»: αυτό το αίτημα κοινωνικής δικαιοσύνης θα μπορούσε να φέρει στο δρόμο εκατομμύρια ανθρώπους. Λαός και ΜΑΤ αγκαλιά, να πλημμυρίσουμε τη Σταδίου. Οχι πια τη Σταδίου της Μαρφίν και του Αττικόν, αλλά τη Σταδίου του Δεκεμβρίου του 1960, την ολοφώτεινη γιορτινή Σταδίου εκείνης της παλιάς φωτογραφίας που έκανε νοσταλγική θραύση στο Διαδίκτυο. Η πατρίς καθαρίζει. Και θα συνεχίσει να καθαρίζει από όλη αυτή τη βρομερή αριστερίλα. Αφού δεν έχουμε πια διαφημίσεις, ας χαθούμε σε μια καρτ ποστάλ.
(Kείμενο γραμμένο για την Ελευθεροτυπία)

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 04, 2013

Τα Λάφυρα

Σε αυτήν την εξαιρετικά δυσοίωνη πορεία των τελευταίων ετών, η χθεσινή βραδιά καταγράφεται μέσα μου ως εντελώς σημαδιακή, ως ένα ακόμη κατάμαυρο ορόσημο, ως μια ακόμη αλλαγή πίστας. Το σοκ ήταν διπλό: αφενός οι απειλές («θα βάλω να σε τινάξουν στον αέρα» κλπ) κατά του Λευτέρη Χαραλαμπόπουλου από άντρα που πήρε τηλέφωνο στα γραφεία του Unfollow από αριθμό που είναι καταχωρημένος στην Aegean, συστήθηκε ως Δημήτρης Μελισσανίδης και πριν περάσει στις απειλές ζήτησε εξηγήσεις για το ρεπορτάζ του περιοδικού με θέμα το λαθρεμπόριο πετρελαίου και αφετέρου η δημοσιοποίηση των φωτογραφιών των τεσσάρων νεαρών συλληφθέντων.
Αναφορικά με τη δημοσιοποίηση, δεν ξέρω αν, όπως γράφτηκε, πρόκειται για ατζαμοσύνη στο φωτοσόπ ή για επικοινωνιακό αυτογκόλ. Μάλλον πρόκειται για επικοινωνιακό γκολ. Αυτογκόλ θα ήταν αν το παιχνίδι εξακολουθούσε να λέγεται μεταπολιτευτική δημοκρατία. Τώρα το παιχνίδι λέγεται «τσακίζω τους εχθρούς μου». Νομίζω λοιπόν ότι κανένα απολύτως λάθος δεν έκανε η αστυνομία, νομίζω πως πρόκειται για εντελώς συνειδητή ενέργεια. Είναι η διατράνωση ενός μηνύματος. Δεν χρειάζεται να κάνουμε πλέον κάτι στα κρυφά. Δεν χρειάζεται να απολογούμαστε. Είμαστε περήφανοι. Eπειγόμαστε να σας τους δείξουμε. Επειγόμαστε να δείξουμε πως τους γαμήσαμε στο ξύλο.
Κάνουμε λοιπόν ένα φωτοσόπ έτσι ώστε οι συλληφθέντες να μη κερδίσουν ψήγματα συμπάθειας στις μεγαλύτερες και τους μεγαλυτέρους (που είναι και το προνομιακό κοινό μας και θα ταραχθούν όσο να 'ναι βλέποντας εικοσάχρονα τσακισμένα στο ξύλο), αλλά ταυτόχρονα το κάνουμε μπακαλίστικα για να καταστεί σαφές στους μικρότερους τι τους περιμένει. Όχι μόνο αν ληστέψουν τράπεζες με καλάσνικοφ, αλλά αν ανήκουν στον λάθος χώρο και βρεθούν στον λάθος τόπο και χρόνο.
Η αγριότητα των παιδιών αυτών είναι ένα θέμα· ευκολότερα ή δυσκολότερα εξηγήσιμη, αυτοτελώς σοκαριστική, ξεβολευτική για τις βεβαιότητές σου, ξεβολευτική ακόμα και για τις αμφιβολίες σου στο πού βρισκόμαστε, ποιοί είμαστε και τι κάνουμε. Αλλά το βασικό θέμα είναι η αγριότητα του κράτους απέναντί τους. Κι αν δεν το καταλαβαίνει κανείς αυτό, δεν είναι επειδή τον μπέρδεψαν τα μίντια κι η προπαγάνδα· είναι πολύ απλά επειδή στη λίστα των αξιών του η δημοκρατία καταλαμβάνει όχι ιδιαίτερα υψηλή θέση, ή εν πάση περιπτώσει επειδή η δημοκρατία είναι κατ' αυτόν ένα πολίτευμα που αρμόζει σε πιο ήρεμους καιρούς.
Στο ξεκίνημα του 2013, η Ελληνική Πολιτεία, η Ελληνική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ - Δημοκρατικής Αριστεράς, ο Αντώνης Σαμαράς, ο Βαγγέλης Βενιζέλος και ο Φώτης Κουβέλης από κοινού (γιατί τα άλλοθι και τα κρυφτούλια μάς τελείωσαν πλέον οριστικά), έχουν χτίσει ένα αστυνομικό κράτος που αντιμετωπίζει αυτούς που συλλαμβάνει και που έχουν ένα συγκεκριμένο ιδεολογικό προφίλ, όχι ως υπόπτους διάπραξης βαρύτατων ποινικών αδικημάτων, όχι ως πολίτες που βαρύνονται με την υποψία διάπραξης κακουργημάτων, αλλά ως εχθρούς, περιφέροντας τις αποδείξεις της λυσσαλέας βίας επάνω στα πρόσωπά τους ως λάφυρα.  
Όπως λέει η μητέρα ενός από τους συλληφθέντες εδώ (από το 10:35 και μετά): «Ό,τι ισχύει για τον γιο μου κατά ομολογία του γιου μου ισχύει και για τους άλλους τρεις. Δεν χτυπηθήκανε στη συμπλοκή, χτυπηθήκανε στα κελιά τους μέσα χωρίς κανένα λόγο. Ο γιος μου τέσσερεις συνεχόμενες ώρες τον χτυπούσανε στο κεφάλι αφού πρώτα του είχανε βάλει κουκούλα, με τις χειροπέδες δεμένες πισθάγκωνα και ριγμένο στο έδαφος στα γόνατα»
Εν τω μεταξύ κατατέθηκαν μηνύσεις για τα προηγούμενα βασανιστήρια, εκείνα για τα οποία ο Δένδιας φοβέριζε τη Guardian. Εκείνοι που τα υπέστησαν δεν ήταν ληστές, εκείνοι που τα υπέστησαν δεν ήταν τρομοκράτες. Ίσως για αυτό σε όλη τη διάρκεια της επιχείρησης, η μόνη έγνοια των αστυνομικών ήταν να τσακίσουν τους διαδηλωτές "χωρίς να αφήσουν σημάδια...". Αυτά τον Σεπτέμβριο. Αλλά είναι πια Φεβρουάριος κι ο χρόνος κυλά γρήγορα. Η έγνοια να μην αφήσεις σημάδια είναι πια παρελθόν. Στη φάση που είμαστε τώρα τα πράγματα αρχίζουν να γίνονται στα φανερά, στα φωναχτά, στα ανερυθρίαστα.
Τρομοκρατηθείτε, είναι το μήνυμα, ειδάλλως έρχονται και τα χειρότερα.
Τρομοκρατηθείτε, γιατί θα το πάμε όσο πιο πέρα γίνεται.
Τρομοκρατηθείτε, γιατί τώρα που ξεκινήσαμε, αρχίζουμε να μεθάμε από την τόση δύναμη και την τόση ασυδοσία.
Μετά το μεθύσι όμως ακολουθεί το χανγκόβερ.

Κυριακή, Φεβρουαρίου 03, 2013

Η παραμόρφωση είναι όλη δική μας

Δημοσιεύω μέιλ που έλαβα.
«Λέγομαι Χρήστος Ιωαννίδης. Είμαι καθηγητής στη μέση εκπαίδευση εδώ και 23 χρόνια και υπεύθυνος του περιοδικού "Schooligans" και του μαθητικού φεστιβάλ "Schoolwave". Γνώρισα τον Αντρέα-Δημήτρη Μπουρζούκο για τρία χρόνια (2005-2008). Ήταν μαθητής μου στο Μουσικό Λύκειο Παλλήνης.
Είμαι σοκαρισμένος από την είδηση της εμπλοκής του σε ένοπλη ληστεία. Δεν ξέρω τι τον οδήγησε ως εκεί. Θέλω όμως να μιλήσω για τα τρία χρόνια που τον γνώρισα ως μαθητή αλλά και ως εθελοντή στο περιοδικό.
Ήταν χαρά μου να έχω μέσα στην τάξη παιδιά σαν τον Αντρέα-Δημήτρη. Ήταν ευαίσθητος, ήταν έξυπνος, ήταν ανήσυχος. Όχι, δεν άκουγε heavy metal. Άκουγε ροκ, άκουγε Χατζιδάκι, άκουγε Μότσαρτ. Όχι, δεν ήταν αντικοινωνικός. Ίσα-ίσα ήταν πολύ αγαπητός στους συμμαθητές του. Και φυσικά είχε και αυτός θυμό μέσα του, όπως όλα τα αληθινά παιδιά που ανακαλύπτουν στην εφηβεία τους την απάνθρωπη και υποκριτική κοινωνία στην οποία ζούμε. Όχι, δεν ήταν κακός μαθητής, ήταν πολύ καλός. Μπήκε και αυτός στο πανεπιστήμιο, γράφοντας μία από τις εκθέσεις-κονσέρβες που του ζητάει το σύστημα. Οι γονείς του ήταν δύο αξιοπρεπέστατοι άνθρωποι. Ερχόντουσαν τακτικά στο σχολείο να μάθουν για το παιδί τους. Κάποια στιγμή έμαθα από τον Αντρέα-Δημήτρη ότι ο πατέρας του έμεινε άνεργος. Μου το είπε πικραμένος και θυμωμένος.
Δεν ξέρω πόσες αιτίες θυμού προστέθηκαν από τότε. Μπορώ ίσως να φανταστώ αρκετές απ' αυτές, καθώς ζω κι εγώ μέσα σ' αυτήν την Ελλάδα. Απο κει και πέρα, λυπάμαι και ντρέπομαι. Λυπάμαι για τον Αντρέα-Δημήτρη που πίστεψε, καθώς φαίνεται, στη βία σαν απάντηση στη βία του συστήματος. Ντρέπομαι όμως και για την Ελλάδα που οδηγεί παιδιά σαν τον Αντρέα-Δημήτρη σ' αυτό το σημείο. Ντρέπομαι για τους αστυνομικούς που τον βασάνισαν. Ντρέπομαι για τους δημοσιογράφους που ήδη τον καταδίκασαν. Και ντρέπομαι για όλους τους ανυποψίαστους πολίτες που θα τον τσουβαλιάσουν μέσα στο κεφάλι τους σαν έναν "τρομοκράτη" και θα προσπεράσουν το παραμορφωμένο από τα χτυπήματα πρόσωπό του για να πάνε στην επόμενη είδηση. Η παραμόρφωση είναι όλη δική μας».

Aλλά είμαι άντρας

Σάββατο, Φεβρουαρίου 02, 2013

Δυο κωδικοί

Ένα κλειδί· αυτό ήταν το σύνθημα του Τζέιμς Σπέιντερ στο «Σεξ, Ψέμματα και Βιντεοκασέτες». Είχε στην κατοχή του μόνο ένα κλειδί, αυτό του αυτοκινήτου του. Εκεί μέσα είχε κι όλα τα υπάρχοντά του. Και μετακινούνταν· πότε εδώ, πότε εκεί: «Αν βρω διαμέρισμα τότε θα έχω δύο κλειδιά. Αν πιάσω δουλειά μπορεί και να χρειάζεται να ανοίγω και να κλείνω. Άρα κι άλλα κλειδιά. Μου αρέσει να έχω μόνο ένα κλειδί. Είναι πιο καθαρό έτσι».
Μετά από εντεκάμιση χρόνια φεύγω από το γραφείο μου. Ήταν εντελώς μικρό. Όταν το νοίκιασα το έκανα σκεπτόμενος ακριβώς πως τα έξοδα είναι πολύ λίγα. Αλλά έρχεται η εποχή που και τα πολύ λίγα είναι πάρα πολλά. Στο γραφείο αυτό γεννήθηκε ο Οld Boy. Ένα απόγευμα Μαρτίου στο μακρινό 2005. Πόσο ελάχιστη ώρα σπαταλάς για να σκεφτείς ένα ψευδώνυμο το οποίο στη συνέχεια σου κολλάει, ένα ψευδώνυμο με το οποίο τελικά σε ξέρουν πολλοί περισσότεροι από ό,τι με το όνομά σου.
Το όνομά σου· ξεκολλάς την ταμπέλα από την είσοδο, ξεκολλάς την ταμπέλα από την πόρτα. Το όνομά σου ένα σχεδόν ξένο όνομα, το όνομά σου το όνομα ενός σχεδόν ξένου. Κι από κάτω η ιδιότητα. Αυτή κι αν σου μοιάζει ξένη. Εντάξει, λέει ψέμματα, πόσο πιο σαφές να σου γίνει πια; 
Δεύτερη επιλογή είχα βάλει Θεολογία. Τρίτη Ποιμαντική. Λόλαρε, Λόλα, Λόλαρε. Ήταν έτσι το σύστημα τότε, δεν είχες μεγάλη ποικιλία επιλογών. Το μόνο που ήξερα για μένα ήταν πως ήμουν τριτοδεσμίτης. Θεωρητικός. Όχι πρακτικός. Ποτέ δεν υπήρξα πρακτικός άνθρωπος. Πιθανότερος λόγος για την πρώτη επιλογή μου ήταν μάλλον αυτό που έβλεπα κάθε Παρασκευή.

Ξαναείδα πρόσφατα τον πρώτο κύκλο. Άκου την μουσική. Οργασμικής αισιοδοξίας, ξέφρενης ζωντάνιας. Ο καπιταλισμός θάλλει - ριγκανόμικς - ο ουρανός είναι το όριο. Μουσική Μάικ Ποστ. Τα ποστ δεν είχαν ακόμη εφευρεθεί, δεν ήξερες πως μια μέρα τα ποστ θα σε καθόριζαν.
Πετάς σαβούρα, αδειάζεις συρτάρια, μαζεύεις χαρτιά. Αποτυπώματα του χρόνου.
Ξέρω πως με λες κακομοίρη, ξέρω πως αυτό σου δίνει την εντύπωση ενός ακόμη ποστ αυτολύπησης. Αλλά αυτήν την φορά κάνεις λάθος. Ναι, είναι αντικειμενικά ήττα να μην μπορείς να συντηρήσεις κάτι τόσο μικρό. Αλλά είναι ήττα σε ένα πεδίο στο οποίο δεν ήμουν φτιαγμένος για να πολεμήσω. Και δεν ξέρω τι σημαίνει φτιαγμένος. Ίσως πολλοί δεν είναι φτιαγμένοι αλλά πολεμούν, μάλλον όλα είναι ένα κράμα επιλογών και συγκυριών. 
Ένα κλειδί. Σαν να λέμε δυο πάσγουορντ στο ίντερνετ. Είναι πιο καθαρό έτσι. Είμαι ένας εικονικός άνθρωπος. Μην σου ακούγεται αξιολύπητο. Η ύλη είναι χάσιμο χρόνου, η ύλη είναι μανούρα. Ξέρεις πόσα χαρτιά πέταξα σήμερα; Γραφειοκρατία δεν είναι μόνο η γραφειοκρατία. Γραφειοκρατία είναι ό,τι σε αποσπά από το πνεύμα. Γραφειοκρατία είναι ό,τι χρειάζεται περισσότερη μανούρα από δυο κωδικούς στο ίντερνετ.
Με λυπάσαι; Με ζηλεύεις; Άλλη σκασίλα από το να ασχοληθείς μαζί μου δεν είχες; Δεν τα γράφω για να με λυπηθείς, δεν τα γράφω για να με ζηλέψεις, δεν τα γράφω για να ασχοληθείς μαζί μου. 
Τα γράφω γιατί επέλεξα να μην αντισταθώ στην ανάγκη μου να γράφω, τα γράφω εδώ γιατί έτυχε να ζω στην εποχή που γεννήθηκαν τα μπλογκ. Κι αν έχουν πεθάνει τα μπλογκ, εγώ εξακολουθώ να γράφω. Κι εξακολουθώ να χρησιμοποιώ αυτό το δηλωτικό οίησης (μα ακόμη περισσότερο βαυκαλισμού) ρήμα.
Αλλά δεν με νοιάζει. Έχω συμφιλιωθεί με τον εαυτό μου, έχω συμφιλιωθεί με τον εαυτό που μετακομίζει, έχω συμφιλιωθεί με το χρονικό μιας προσυντελεσθείσας μετακόμισης.