Όλο νόημα
ΑΝΑΒΑΛΕ ΓΙΑ ΛΙΓΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΣΟΥ, ΓΙΑ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ. ΙΣΤΟΡΙΕΣ, ΑΜΑΡΤΙΕΣ & ΜΕΓΑΛΑ ΛΑΘΗ («Οι σχολιαστές σημειώνουν σ' αυτό το χωρίο: Η ορθή αντίληψη ενός ζητήματος και η παρανόηση ενός ζητήματος δεν αποκλείονται αμοιβαίως». Φραντς Κάφκα, "Η Δίκη").
Mεταναστευτικά.
Αν μπορεί –σε γενικές, εννοείται, γραμμές- να γίνει η εξής διάκριση μεταξύ των μεταναστών, ότι δηλαδή, σε αντίθεση με τους γονείς τους, τα παιδιά που μεγαλώνουν κάποια χρόνια στην Ελλάδα αισθάνονται ήδη, από μόνα τους, «Και» Έλληνες, τότε μπορούμε και να πούμε ότι στους μεν γονείς η νομική πράξη χορήγησης της ιθαγένειας θα αποτελεί γεγονός που θα τους εδραιώνει συνείδηση «Και» Έλληνα (έστω Έλληνα πολίτη), ενώ, αντίθετα, στα παιδιά είναι η παράλειψη της νομικής πράξης χορήγησης – αναγνώρισης της ιθαγένειας, εκείνη η οποία ενδεχομένως θα τους αναιρέσει τη συνείδηση του «Και» Έλληνα.
Συνδικαλιστικά.
Δεν ξέρω πώς τα καταφέρνω και σχεδόν κάθε φορά που συμβαίνει μια απεργία ή ένα κλείσιμο δρόμων ή οποιαδήποτε σχετική μορφή αντίδρασης, αδυνατώ να αφιερώσω λίγο χρόνο για να εξετάσω πόσο δίκαια είναι τα εκάστοτε αιτήματα. Τώρα ας πούμε μου την σπάνε οι αγρότες, μου την σπάει ο τρόπος με τον οποίο διεκδικούν το δίκιο τους, χωρίς όμως να προσπαθώ να καταλάβω αν τουλάχιστον έχουν δίκιο. Δεν ξέρω αν είμαι η εξαίρεση ή ο κανόνας, πάντως έχω την αίσθηση πως μετατρεπόμαστε σε μια κοινωνία που η κάθε κοινωνική ομάδα αδιαφορεί πλήρως για το τι συμβαίνει στις υπόλοιπες, ενδιαφερόμενη μόνο να σταματήσουν να της χαλάνε τη ζαχαρένια (όταν κάποια άλλη απεργεί, διαδηλώνει, κλείνει δρόμους) ή ενδιαφερόμενη μόνο να πετύχει τους δικούς της στόχους (όταν εκείνη απεργεί, διαδηλώνει, κλείνει δρόμους).
Ανθρωπολογικά.
Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: εκείνοι που το μυαλό τους είναι πρώτα στη δουλειά τους, σε αυτό που παράγουν και μέσω αυτού επιθυμούν και να αμειφθούν, και υπάρχουν εκείνοι που το μυαλό τους πηγαίνει πάντα απευθείας στο χρήμα, πηγαίνει απευθείας στο πώς θα βγάλουν λεφτά, εκμεταλλευόμενοι (είτε με την καλή είτε με την λιγότερο καλή έννοια του όρου) τη δουλειά των πρώτων. Ακούγεται σαν συστατικό γνώρισμα του καπιταλισμού, αλλά δεν είναι, είναι αντίθετα ο καπιταλισμός το σύστημα που ταιριάζει σε αυτή την μάλλον εγγενή διαφοροποίησή μας.
Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με την εξουσία: υπάρχουν εκείνοι που το μυαλό τους είναι πρώτα στην παραγωγή έργου και μέσω αυτού δεν θα τους χάλαγε και η ανάδειξη σε θέσεις, και υπάρχουν και εκείνοι που από την αρχή αποφασίζουν ότι τους ταιριάζει η εξουσία και για το σκοπό αυτό θα χρησιμοποιήσουν εκείνους που θα κάνουν τη λάντζα για λογαριασμό τους. Και λέγοντας λάντζα κάλλιστα θα μπορούσαμε να εννοούμε όλη την παραγωγή των ιδεών, τις ειδικές γνώσεις κλπ. Κάποια στιγμή οι δεύτεροι μπορεί και να αναρωτηθούν τι τελικά καλύτερο έχει ο πολιτικός από εκείνους, και φυσικά η απάντηση είναι ότι από την πρώτη στιγμή ο πολιτικός κατέταξε τον εαυτό του στον ρόλο του ιεραρχικά ανώτερου, όπως –λιγότερο ή περισσότερο συνειδητά- εκείνοι κατέταξαν τον εαυτό τους στον ρόλο του ιεραρχικά κατώτερου.
Kαι τρία αθλητικά.
Είναι ανεπανάληπτος τίτλος τιμής για τον Παύλο Πουρουπουπού Παπαδημητρίου το ότι έγινε κοκκαλικότερος του Πέτρου Μίχου, αποστομώνοντάς τον, όταν ο τελευταίος τόλμησε να αρθρώσει λόγο που θα μπορούσε να ερμηνευθεί και ως κριτική κατά της διοίκησης (δεν είναι της παρούσης το ότι προπονητής που απολύεται σε μια σαιζόν από Ρουφ και Ασπρόπυργο μάς διαφωτίζει για τα τεχνικά εγκλήματα ενός κάποιου Ζίκο). Εδώ πρέπει να λυθεί μια παρεξήγηση που θέλει την κρατική τηλεόραση -και ειδικότερα την «Αθλητική Κυριακή»- δεμένη σε άρματα ομάδων. Αυτό ισχύει δευτερευόντως. Το κυρίαρχο δέσιμο είναι με τους επιχειρηματίες που έχουν τις ομάδες. Έτσι πρόπερσι η ίδια «Αθλητική Κυριακή» έβαλε το κεφάλι της στην άμμο και δεν είδε, δεν άκουσε, δεν κάλυψε το συλλαλητήριο που έμελλε να αλλάξει την ιδιοκτησιακή μοίρα του Παναθηναϊκού, γιατί τουλάχιστον, σε αντίθεση με τους χρυσοπληρωμένους με φορολογούμενο χρήμα αυλικούς, οι επιχειρηματίες ξέρουν πότε ήρθε η ώρα να δουν και να ακούσουν.
Όταν μια ομάδα βγάζει υγεία, τότε και το κάθε ένα από τα μέλη της μπορεί να αποδώσει το καλύτερο δυνατό. Όταν όμως μια ομάδα καταρρέει και ένας παίκτης κατορθώνει να δείχνει χαρακτήρα, να σηκώνει κεφάλι και να μη συμπαρασύρεται από αυτό που συμβαίνει στους δίπλα και τους πίσω του, στους πλάι και στους εμπρός του, τότε αυτό σημαίνει ότι είναι φτιαγμένος από σπάνια πάστα, τότε αυτό σημαίνει ότι είναι κάποιος σαν τον Όλοφ Μέλμπεργκ.
Τηρουμένων εννοείται όλων των αναλογιών, η χθεσινή απόκρουση του Τζόρβα είναι αντίστοιχη του κοψίματος του Βράνκοβιτς στο πρώτο ευρωπαϊκό: και στις δυο φάσεις η μπάλα καταλήγει νομοτελειακά στο καλάθι και στα δίχτυα, όταν έρχεται εκτός πλάνου ένα από μηχανής χέρι και εμποδίζει τη μπάλα να μπει στο καλάθι, εμποδίζει τη μπάλα να μπει στα δίχτυα. Έχοντας φουλάρει με αθλητικές παραστάσεις, η μνήμη λειτουργεί ιδιαίτερα επιλεκτικά πια στο τι θα χωρέσει μέσα της. Η τάπα του Βράνκοβιτς έχει αποκτήσει για πάντα μια θέση εκεί και εικάζω ότι η απόκρουση του Τζόρβα δεν θα μείνει πρόσκαιρα μόνο δίπλα της.


Σταδιακά μετατρέπομαι (και σταδιακά μετατρεπόμαστε;) από άνθρωπος σε κέντρο διαχείρισης πληροφοριών.
Data μας πλημμυρίζουν από παντού, πάσης φύσεως πληροφορίες που αποστολή μας είναι να φιλτράρουμε, επεξεργαζόμαστε, προωθούμε, αποσιωπούμε, σχολιάζουμε, μεγεθύνουμε, αναδεικνύουμε, κρατάμε για ίδιαν χρήση, πληροφορίες επαγγελματικές, κοινωνικές, φιλικές, οικογενειακές.
Η ψηφιοποίησή μας δεν σημαίνει την απομόνωσή μας από τον κόσμο. Αντίθετα, σημαίνει την ολοένα μεγαλύτερη επικοινωνία μας με αυτόν, σημαίνει την συνεχή διεύρυνση του κύκλου των επαφών μας, με την ταυτόχρονη μεταβολή των όρων της επικοινωνίας, καθώς και του τρόπου με τον οποίον προσλαμβάνουμε -συνειδητά ή μη- αυτές τις «επαφές».
Κάπως έτσι αντιλαμβάνεσαι ότι και ο άλλος μετατρέπεται σταδιακά από άνθρωπος σε αποδέκτη πληροφορίας. Για να το πω με το πιο κραυγαλέο παράδειγμα, η πρόσφατη εμπειρική ανακάλυψη πως κρατώντας αγκαλιά τον μικρό σε μια συγκεκριμένη θέση, κουνώντας τον με ένα συγκεκριμένο ρυθμό και ψιθυρίζοντάς του το «Ήταν ένας γάιδαρος με μεγάλα αυτιά» τού επιτρέπει να ξανακοιμηθεί και να παραμείνει στην κούνια του, κατά μία εκδοχή συνιστά νανούρισμα πατέρα προς γιο (κι άρα πολαρόιντ της πιο μύχιας οικειότητας ανθρώπου προς άνθρωπο), κατά μία άλλη όμως, λιγότερο καθησυχαστική, συνιστά κατάλληλη διαχείριση πληροφορίας (αυτή η αγκαλιά, αυτό το κούνημα, αυτή η μελωδία), όχι ουσιωδώς διαφορετική από τον τρόπο που θα επικοινωνήσεις με τον τάδε αποδέκτη μέιλ, όχι ουσιωδώς διαφορετική από τον τρόπο που θα αξιολογήσεις τις πληροφορίες που πρέπει να μεταφερθούν στον δείνα δικαστή, όχι ουσιωδώς διαφορετική από τον τρόπο που πρέπει να συνδυάσεις πενήντα διαφορετικές πληροφορίες για να συνθέσεις ένα κείμενο.
Ο «Σέρλοκ Χολμς» ξεκινά με το γκάζι πατημένο και ήδη από τους τίτλους της αρχής ριχνόμαστε στην καρδιά μιας καταδίωξης που έχει προλάβει να κλιμακωθεί πριν ακόμα η ταινία ξεκινήσει. Είναι ώρα για δράση και ο Γκάι Ρίτσι δεν φαίνεται διατεθειμένος να αφήσει στιγμή αναξιοποίητη. Έχει περάσει σκάρτο ένα λεπτό όταν παρακολουθούμε τον Χολμς πρώτα να σκέφτεται τι χτυπήματα πρέπει να επιφέρει στον αντίπαλό του ώστε να τον αφήσει ξερό και στη συνέχεια να μετουσιώνει τη σκέψη του σε πράξη, με αποτέλεσμα να βλέπουμε το ξύλο τόσο σε αργή κίνηση (όταν το σκέφτεται) όσο και σε γρήγορη (όταν το δίνει). Η σκηνή είναι ηθελημένα ενδεικτική των προθέσεων του σκηνοθέτη και μάλλον αθέλητα ενδεικτική του τελικού αποτελέσματος: ο Ρίτσι θέλει να προτείνει έναν Χολμς που παντρεύει νου και σώμα, που κυριαρχεί όχι μόνο πνευματικά αλλά και σωματικά, και εκείνο που του προκύπτει δεν είναι ένας πιο ολοκληρωμένος Χολμς, αλλά ένας Χολμς που μοιάζει να πήρε μεταγραφή από την ομάδα των ηρώων του πνεύματος (από το «Ηall of Fame» τους για την ακρίβεια) στην ομάδα των action heroes, έστω και για να διαδραματίσει το ρόλο της πλέον σκεπτόμενης εκδοχής τους.
Η γάτα του Σρέντιγκερ βρίσκεται μέσα σε ένα κουτί. Στο κουτί είναι εγκατεστημένος ένας μηχανισμός που της δίνει 50% πιθανότητες να είναι ζωντανή και 50 % νεκρή. Μόνο αν ανοίξουμε το κουτί θα μάθουμε τι της συνέβη. Βάσει της κβαντομηχανικής, μέχρι να ανοίξουμε το κουτί και να την παρατηρήσουμε, η γάτα είναι ταυτόχρονα νεκρή και ζωντανή και μόνο όταν την παρατηρήσουμε θα οριστικοποιηθεί η κατάστασή της σε ζωντανή ή νεκρή. Μα γίνεται αυτό; Ο Σρέντιγκερ λέει πως δεν γίνεται, πως η γάτα είτε ζει είτε έχει πεθάνει, ανεξαρτήτως της παρατηρήσεώς μας. Άλλοι διαφωνούν, πάντως δεν έχουμε καταφέρει ακόμα να βρούμε ενιαίους φυσικούς νόμους που να εξηγούν ικανοποιητικά τέτοια παράδοξα που υπάρχουν ανάμεσα σε όσα ξέρουμε για τον μικρόκοσμο και τον μακρόκοσμο.
H Δημοκρατία μπορεί να μην τρομοκρατείται, σίγουρα όμως υπάρχουν στιγμές που δείχνει να χάνει τελείως την αίσθηση του μέτρου, εκτός βέβαια και αν όντως συνιστά «χτύπημα στην καρδιά της» μια έκρηξη σε κάδο απορριμμάτων (κι ούτε καν ανακύκλωσης για το σημειολογικά ελπιδοφόρο γαμώτο).
Η συμπλήρωση δυο δεκαετιών ιδιωτικής τηλεόρασης βρήκε στο προσκήνιο της συζήτησης τη δημόσια τηλεόραση, καθώς δημοσιοποιήθηκαν οι υπέρογκες αμοιβές μερικών εκλεκτών παρουσιαστών και συμβούλων της. Πράγματι, όταν βλέπεις τον λογαριασμό της ΔΕΗ και μετά μαθαίνεις τα λεφτά που παίρνουν άνθρωποι που με δυσκολία θα τους γνώριζε ο θυρωρός του Κατσιφάρα (όχι αν δεν ήταν, αλλά ακόμα και τώρα που είναι στην ΕΡΤ), δεν μπορείς παρά να μείνεις εκστασιασμένος. Και νά που σε σχέση με αυτό το αντιπρότυπο κρατικής νοσηρότητας η ιδιωτική τηλεόραση προβάλλει ως πρότυπο υγείας: ποτέ δεν θα ξόδευε τόσα λεφτά. Και πολύ καλά θα έκανε γιατί θα τα λυπόταν, αλλά δίπλα σε αυτό το καλό της (να λυπάται τα λεφτά των μετόχων της και να μην είναι παράλογα σπάταλη), πόσα άλλα καλά μπορούμε να της αναγνωρίσουμε;
Ακολουθεί κείμενο της Λένας Κιτσοπούλου, με τίτλο «Σε πρώτο πληθυντικό».
Ξεκινώ το κείμενο με ευχή για τη νέα χρόνια και με ευχή για τη νέα χρονιά θα το τελειώσω. Αν είσαι freak των ευχών μπορείς να κερδίσεις κρίσιμο χρόνο πηδώντας όλο το ενδιάμεσο. Λοιπόν, σου εύχομαι να ξεκινήσεις το 2010 αμφισβητώντας το αναμφισβήτητο γεγονός της εισόδου του. Όχι από παραξενιά, αλλά ακριβώς επειδή δεν έχουμε μπει σε κάποιο «αληθινό» 2010. Έχουμε απλώς αποφασίσει να μετράμε και να ονοματίζουμε το χρόνο με ένα τρόπο και έχοντας ως αφετηρία ένα χρονικό σημείο (και μάλιστα όχι όλοι οι λαοί της γης το ίδιο). Με άλλα λόγια, ενώ το 2010 έχει την απαίτηση να το θεωρήσουμε πραγματικότητα –και μάλιστα την πιο αδυσώπητη πραγματικότητα, αυτή του χρόνου που θέλουμε δεν θέλουμε κυλά-, δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια σύμβαση.
Εδώ και μήνες, κάθε που πλησίαζε Πακιστανός το παρμπρίζ της, είχε πάντα την ίδια εικόνα: εκείνη να του έλεγε ως συνήθως όχι, ο Πακιστανός ως συνήθως να επέμενε, εκείνη να επέμενε περισσότερο και τότε ο Πακιστανός να άρχιζε να της χτυπά το παρμπρίζ με το κοντάρι της βούρτσας, επαναληπτικά και με μανία, μέχρι που το παρμπρίζ να θρυμματιζόταν και μετά να μην υπήρχε τίποτα ανάμεσα στο κοντάρι και στο κρανίο της, το οποίο θα άρχιζε να χτυπιέται με ακόμη μεγαλύτερη μανία, ίσως ως βίαιη υπενθύμιση ότι τα πράγματα είναι λάθος που είναι έτσι και ότι μπορούν ανά πάσα στιγμή να πάψουν να είναι έτσι, μια υπενθύμιση που θα έμελλε να μην ξαναξεχάσει, ακριβώς επειδή θα της καρφωνόταν άπαξ δια παντός στο μυαλό.
«Αλλά πιο σκληρά ακόμα προσπάθησα ν΄αποκτήσω την ελευθερία της συναίνεσης, την πιο δύσκολη απ' όλες. Ήθελα να θέλω την κατάσταση στην οποία βρισκόμουν. Η υποταγή μου έχανε ό,τι πικρό, ακόμη κι ό,τι αναξιοπρεπές είχε, αν συμφωνούσα να τη δω σα μιαν ωφέλιμη άσκηση. Διάλεγα εκείνο που είχα, υποχρεώνοντας τον εαυτό μου να το έχει απόλυτα και να το γεύεται όσο το δυνατόν περισσότερο. Αν το έβαζα στο μυαλό μου να με θέλξουνε, εκτελούσα άκοπα τις πιο άχαρες εργασίες. Μόλις με απωθούσε κάτι, το έκανα αμέσως αντικείμενο έρευνας, προσπαθούσα να του αποσπάσω με τέχνη κάποιο στοιχείο χαράς. Αντιμέτωπος με μια απρόβλεπτη, ή απελπιστική σχεδόν κατάσταση, αντιμέτωπος με μια ενέδρα ή με μια φορτούνα στη θάλασσα, μόλις έπαιρνα όλα τα δυνατά μέτρα για να εξασφαλίσω τους άλλους, αποφάσιζα να χαρώ ό,τι αναπάντεχο μου έφερνε, και η ενέδρα, η τρικυμία, γινότανε άνετα μέρος των σχεδίων μου, ή των ονείρων μου. Ακόμα και στην καρδιά της χειρότερης μου καταστροφής, είδα τη στιγμή που η εξάντληση τη γύμνωσε από ένα μέρος της φρίκης της και την κατάκτησα, συμφώνησα να την αποδεχτώ. Αν ποτέ χρειαστεί να υπομείνω βασανιστήρια, δεν ξέρω αν θα μπορέσει να με προμηθέψει για πολύν καιρό ο εαυτός μου με την υπομονή του Θρασέα, θα έχω όμως τουλάχιστον τη δυνατότητα να συμφιλιωθώ με την κραυγή μου».