Έλλην που γαβγίζει δεν δαγκώνει
Το πλουσιότατο μωσαϊκό του Σπαϊκ Λι στο «Κάνε το Σωστό» περιλαμβάνει σε μια άκρη του τρεις μεσήλικους Αφροαμερικάνους, που κάθονται όλη μέρα σε ένα πεζοδρόμιο, πίνουν μπύρες και είτε παραπονιούνται για τον ρατσισμό των λευκών είτε παραπονιούνται για το ότι η ως τότε ολόδική τους νεοϋρκέζικη γειτονιά γεμίζει με κορεάτικα παντοπωλεία. Δυο λευκοί αστυνομικοί κάνουν περιπολία, τους κοιτάζουν και διαβάζουμε τα ρατσιστικά τους χείλια την ώρα που λένε «What a waste!». Τι σπατάλη, τι ξόδεμα ζωής!
Στην «Ακαδημία Πλάτωνος» του Φίλιππου Τσίτου, οι τέσσερεις μεσήλικοι Έλληνες, που κάθονται όλη μέρα στο πεζοδρόμιο και πίνουν φραπέδες και μπύρες βλέποντας την ως τότε ολόδική τους αθηναϊκή γειτονιά να γεμίζει με κινέζικα μαγαζιά, βρίσκονται στο κέντρο της ιστορίας. Δεν έχουν να παραπονεθούν για εις βάρος τους ρατσισμό, στην περίπτωσή τους ο ρατσισμός είναι μονόπλευρος. Και λογικό είναι, αφού εκείνοι δεν είναι Αφροαμερικάνοι αλλά Ελληνοέλληνες εξ αίματος, αφέντες και μαγαζάτορες στον ιστορικό τους τόπο, την Ακαδημία Πλάτωνος. Περνάνε την ώρα τους μετρώντας Κινέζους (κάθε μέρα τους φαίνονται και περισσότεροι) και παρακολουθώντας αν ο σκύλος του ενός (oνόματι Patriot) θα γαβγίσει τους Αλβανούς, όπως είναι εκπαιδευμένος. Ξοδεύουν και σπαταλούν τη δική τους ζωή, με ένα τρόπο όμως που καθόλου δεν τους ενοχλεί, αφού ίσως υπό μια έννοια πραγματοποιούν το ιδανικό του μέσου Έλληνα: δεν κουράζονται, κάθονται, κωλοβαράνε.
Έχεις την αίσθηση ότι οι τέσσερεις φίλοι δεν θα σου πουν αυτό που θα σου πουν οι περισσότεροι, δηλαδή το κλασσικό: «Προς Θεού, μην με παρεξηγήσεις, εγώ δεν είμαι ρατσιστής». Έτσι, αν δεχθούμε ότι αν ακούσεις κάποιον να ξεκινάει με αυτή την φράση, ξέρεις πως αμέσως μετά θα ακολουθήσει σειρά ρατσιστικών σχολίων, οι τέσσερεις φίλοι είναι ένα σκαλί πιο πέρα· και πράγματι είναι, όταν τους βλέπουμε να πειράζουν φραστικά έναν Αλβανό. Λίγες μέρες μετά όμως θα τον φωναξουν να παίξει μπάλα μαζί τους.
Γιατί τελικά οι τέσσερεις φίλοι (αν και με κάποιες διαφοροποιήσεις μεταξύ τους) είναι σαν το συγκεκριμένο σκυλί της ταινίας: άκακοι. Ο ρατσισμός τους περιορίζεται στο γάβγισμα. Δαγκώματα τύπου Χρυσής Αυγής όχι μόνο δεν περιλαμβάνονται στο ρεπερτόριό τους, αλλά φαίνεται και ότι είναι ολότελα έξω από το χαρακτήρα τους. «Δεν θα γίνεις αγριόσκυλο ποτέ, Πάτριότ, Πάτριότ».
Ίσως είναι ένας τρόπος με τον οποίο θέλουμε να βλέπουμε τον εαυτό μας· ότι δηλαδή ακόμη κι αυτός που τον ρατσισμό του δεν θα τον καλύψει, αλλά θα τον φωνάξει ελεύθερα, έχει κατά βάθος χρυσή καρδιά· ότι ο ρατσισμός μας είναι τελικά επιφανειακός, αφού και σπίτι μας θα τον βάλουμε τον Αλβανό και αδελφός μας θα δεχτούμε –έστω με προσωπική συντριβή- ότι είναι, σε αντιδιαστολή, ας πούμε, με το –ρατσιστικό;- στερεότυπο ενός κεντροευρωπαίου ή βορειοευρωπαίου ρατσιστή, που θα είναι πολιτικά ορθός και προσεκτικός στα τυπικά, στην ουσία όμως πάντα θα σε θεωρεί κατώτερό του.
Ωστόσο η ταινία ούτε κατατάσεις ωραιοποιεί ούτε την πραγματικότητα μακιγιάρει. Δεν βλέπει τους ήρωές της εξιδανικευμένα, αλλά με ζεστασιά. Δεν αρνείται τα μειονεκτήματά τους, απλά προτιμά να δει πίσω από αυτά. Αν το βλέμμα στην -περίπου αντίστοιχης κοινωνικής τάξης- πραγματικότητα των ταινιών του Γιάννη Οικονομίδη είναι δυσοίωνο κι εξαιρετικά σκληρό, δίχως χαραμάδες για να πάρεις ανάσα, το βλέμμα στην «Ακαδημία Πλάτωνος» είναι αγαπητικό και ζεστό. Σε αντιστοιχία με τη διαφορά στο βλέμμα και η διαφορά στη γλώσσα: στην «Ακαδημία» τα μπινελίκια είναι ελάχιστα, ωστόσο η γλώσσα ακούγεται εξίσου δουλεμένη, εξίσου αυθεντική, με τους διαλόγους, τις ατάκες, και γενικότερα το σενάριο της ταινίας να αποτελούν τις κύριες αρετές της Η σκηνοθεσία του Φίλιππου Τσίτου δεν προδίδει το -άλλωστε εν μέρει δικό του- σενάριο, κατορθώνοντας να διατηρήσει το σωστό τόνο και να μην ξεφύγει ποτέ ούτε προς την πλευρά της καρικατούρας ούτε προς την πλευρά της σοβαροφάνειας.
Εκτός από το σενάριο, η ταινία δικαιώνεται στο παρόν και πιθανότατα θα αντέξει και στη μνήμη, επειδή ο Αντώνης Καφετζόπουλος προσφέρει μια ερμηνεία γεμάτη ευαισθησία. Οι αποχρώσεις στη φωνή και τη ματιά του, όταν τρώει την μία μετά την άλλη τις ήττες, αξίζουν πολλά. Ο ήρωάς του μπορεί να είναι ο ορισμός του λούζερ, αρνείται ωστόσο να παραιτηθεί. Η μη παραίτησή του δεν έχει τίποτε το επικό. Δηλώνει απλώς ότι είναι εκεί· ίσως επειδή ακόμα και όταν όλος ο κόσμος του συνταράσσεται, ακόμα και όταν η ταυτότητά του παύει να αποτελεί το καταφύγίο των βεβαιοτήτων του, βρίσκει να πατήσει σε ένα στέρεο έδαφος ανθρωπιάς, βρίσκει να κρατηθεί από άλλες βεβαιότητες: από όπου κι αν ήταν η μάνα του, ακόμη κι αν του χάλασε εξ αντικειμένου τον γάμο του, ακόμη κι αν δεν τον άφησε να ωριμάσει ποτέ, τουλάχιστον τον έμαθε να αγαπά. Κι όταν ξέρεις να αγαπάς, ξέρεις και να μην πέφτεις.
Στην «Ακαδημία Πλάτωνος» του Φίλιππου Τσίτου, οι τέσσερεις μεσήλικοι Έλληνες, που κάθονται όλη μέρα στο πεζοδρόμιο και πίνουν φραπέδες και μπύρες βλέποντας την ως τότε ολόδική τους αθηναϊκή γειτονιά να γεμίζει με κινέζικα μαγαζιά, βρίσκονται στο κέντρο της ιστορίας. Δεν έχουν να παραπονεθούν για εις βάρος τους ρατσισμό, στην περίπτωσή τους ο ρατσισμός είναι μονόπλευρος. Και λογικό είναι, αφού εκείνοι δεν είναι Αφροαμερικάνοι αλλά Ελληνοέλληνες εξ αίματος, αφέντες και μαγαζάτορες στον ιστορικό τους τόπο, την Ακαδημία Πλάτωνος. Περνάνε την ώρα τους μετρώντας Κινέζους (κάθε μέρα τους φαίνονται και περισσότεροι) και παρακολουθώντας αν ο σκύλος του ενός (oνόματι Patriot) θα γαβγίσει τους Αλβανούς, όπως είναι εκπαιδευμένος. Ξοδεύουν και σπαταλούν τη δική τους ζωή, με ένα τρόπο όμως που καθόλου δεν τους ενοχλεί, αφού ίσως υπό μια έννοια πραγματοποιούν το ιδανικό του μέσου Έλληνα: δεν κουράζονται, κάθονται, κωλοβαράνε.
Έχεις την αίσθηση ότι οι τέσσερεις φίλοι δεν θα σου πουν αυτό που θα σου πουν οι περισσότεροι, δηλαδή το κλασσικό: «Προς Θεού, μην με παρεξηγήσεις, εγώ δεν είμαι ρατσιστής». Έτσι, αν δεχθούμε ότι αν ακούσεις κάποιον να ξεκινάει με αυτή την φράση, ξέρεις πως αμέσως μετά θα ακολουθήσει σειρά ρατσιστικών σχολίων, οι τέσσερεις φίλοι είναι ένα σκαλί πιο πέρα· και πράγματι είναι, όταν τους βλέπουμε να πειράζουν φραστικά έναν Αλβανό. Λίγες μέρες μετά όμως θα τον φωναξουν να παίξει μπάλα μαζί τους.
Γιατί τελικά οι τέσσερεις φίλοι (αν και με κάποιες διαφοροποιήσεις μεταξύ τους) είναι σαν το συγκεκριμένο σκυλί της ταινίας: άκακοι. Ο ρατσισμός τους περιορίζεται στο γάβγισμα. Δαγκώματα τύπου Χρυσής Αυγής όχι μόνο δεν περιλαμβάνονται στο ρεπερτόριό τους, αλλά φαίνεται και ότι είναι ολότελα έξω από το χαρακτήρα τους. «Δεν θα γίνεις αγριόσκυλο ποτέ, Πάτριότ, Πάτριότ».
Ίσως είναι ένας τρόπος με τον οποίο θέλουμε να βλέπουμε τον εαυτό μας· ότι δηλαδή ακόμη κι αυτός που τον ρατσισμό του δεν θα τον καλύψει, αλλά θα τον φωνάξει ελεύθερα, έχει κατά βάθος χρυσή καρδιά· ότι ο ρατσισμός μας είναι τελικά επιφανειακός, αφού και σπίτι μας θα τον βάλουμε τον Αλβανό και αδελφός μας θα δεχτούμε –έστω με προσωπική συντριβή- ότι είναι, σε αντιδιαστολή, ας πούμε, με το –ρατσιστικό;- στερεότυπο ενός κεντροευρωπαίου ή βορειοευρωπαίου ρατσιστή, που θα είναι πολιτικά ορθός και προσεκτικός στα τυπικά, στην ουσία όμως πάντα θα σε θεωρεί κατώτερό του.
Ωστόσο η ταινία ούτε κατατάσεις ωραιοποιεί ούτε την πραγματικότητα μακιγιάρει. Δεν βλέπει τους ήρωές της εξιδανικευμένα, αλλά με ζεστασιά. Δεν αρνείται τα μειονεκτήματά τους, απλά προτιμά να δει πίσω από αυτά. Αν το βλέμμα στην -περίπου αντίστοιχης κοινωνικής τάξης- πραγματικότητα των ταινιών του Γιάννη Οικονομίδη είναι δυσοίωνο κι εξαιρετικά σκληρό, δίχως χαραμάδες για να πάρεις ανάσα, το βλέμμα στην «Ακαδημία Πλάτωνος» είναι αγαπητικό και ζεστό. Σε αντιστοιχία με τη διαφορά στο βλέμμα και η διαφορά στη γλώσσα: στην «Ακαδημία» τα μπινελίκια είναι ελάχιστα, ωστόσο η γλώσσα ακούγεται εξίσου δουλεμένη, εξίσου αυθεντική, με τους διαλόγους, τις ατάκες, και γενικότερα το σενάριο της ταινίας να αποτελούν τις κύριες αρετές της Η σκηνοθεσία του Φίλιππου Τσίτου δεν προδίδει το -άλλωστε εν μέρει δικό του- σενάριο, κατορθώνοντας να διατηρήσει το σωστό τόνο και να μην ξεφύγει ποτέ ούτε προς την πλευρά της καρικατούρας ούτε προς την πλευρά της σοβαροφάνειας.
Εκτός από το σενάριο, η ταινία δικαιώνεται στο παρόν και πιθανότατα θα αντέξει και στη μνήμη, επειδή ο Αντώνης Καφετζόπουλος προσφέρει μια ερμηνεία γεμάτη ευαισθησία. Οι αποχρώσεις στη φωνή και τη ματιά του, όταν τρώει την μία μετά την άλλη τις ήττες, αξίζουν πολλά. Ο ήρωάς του μπορεί να είναι ο ορισμός του λούζερ, αρνείται ωστόσο να παραιτηθεί. Η μη παραίτησή του δεν έχει τίποτε το επικό. Δηλώνει απλώς ότι είναι εκεί· ίσως επειδή ακόμα και όταν όλος ο κόσμος του συνταράσσεται, ακόμα και όταν η ταυτότητά του παύει να αποτελεί το καταφύγίο των βεβαιοτήτων του, βρίσκει να πατήσει σε ένα στέρεο έδαφος ανθρωπιάς, βρίσκει να κρατηθεί από άλλες βεβαιότητες: από όπου κι αν ήταν η μάνα του, ακόμη κι αν του χάλασε εξ αντικειμένου τον γάμο του, ακόμη κι αν δεν τον άφησε να ωριμάσει ποτέ, τουλάχιστον τον έμαθε να αγαπά. Κι όταν ξέρεις να αγαπάς, ξέρεις και να μην πέφτεις.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)
1 Comments:
Γενικά έχω βαρεθεί όλο αυτό το φιλολογικό ξερατιό περί αιματολογικής συνέχειας από τους αρχαίους Έλληνες, whatever.
Χαίρω πολύ, επίσης!
Δημοσίευση σχολίου
<< Home