Αγαπητέ Στάθη,
γράφεις σήμερα για έναν λογοτέχνη που απέκρυπτε πάνω από εξήντα χρόνια τα νεανικά του κρίματα:
«πετάω τα βιβλία του απ' τη βιβλιοθήκη μου».
Αγαπητέ Στάθη,
ασφυκτιώ από το σημερινό σου άρθρο, δεν μπορώ να αναπνεύσω μέσα σε τόση ηθικολογία· για μένα περιβάλλον χωρίς αμφιβολίες, κατανόηση, συγχώρεση, λάθη, είναι περιβάλλον χωρίς οξυγόνο.
Αγαπητέ Στάθη,
σήμερα αφόρισες σαν παπάς και καταδίκασες σαν δικαστής· με διαδικασίες, μάλιστα, συνοπτικές, με φανατισμό, μάλιστα, αφιονισμένου.
Αγαπητέ Στάθη,
όσο γλυκανάλατο κι αν ακούγεται, η στήλη σου και η εν γένει παρουσία σου είναι φάρος και καταφύγιο, όσο γλυκανάλατο κι αν ακούγεται, ο κόσμος (μου) είναι καλύτερος με σένα τμήμα του.
Αγαπητέ Στάθη,
γι' αυτό δεν θα πετάξω τη στήλη σου απ' την καρδιά μου, θα πετάξω όμως το σημερινό σου κείμενο, θα το πετάξω όπως πετάνε και συγχωρούν -ή έστω προσπαθούν να κατανοήσουν- τα λάθη, και στη θέση του θα βάλω ένα κείμενο που έγραψες πριν λίγα χρόνια, θα το βάλω για να τιμήσει και να ομορφήνει το μπλογκ μου.
Αγαπητέ Στάθη,
για μένα σήμερα δεν πέταξες κανένα βιβλίο, για μένα σήμερα έγραψες:
Μια φορά κι έναν καιρό στο Μοναστηράκι πλανόδιος κάποιος, πουλούσε ανάμεσα σ' άλλα μικροπράγματα δυο-τρεις αρμαθιές κλειδιά. Μυστήριον! Τι να κάνει κανείς ένα κλειδί που δεν θυμάται σε ποιο σπίτι ανήκε, από ποια πόρτα χάθηκε! Παρά ταύτα, αγόρασα ένα. Από τότε άλλαξα φορεσιές, χρόνια, παντελόνια, τσέπες. Σέρνω το ορφανό κλειδί κοντά μου - ποτέ δεν ξέρεις...
Χρόνια τώρα μέτοικος στις μεγάλες πόλεις, κάτω απ' το βενζόλιο και το διοξείδιο, ίσως απέκτησα δεξιότητες πολλές
κυρίως επιβίωσης στα χαρακώματα των συνοικιών και τα περάσματα απ' τη μια στην άλλη, αλλά ομοίως νομίζω κράτησα κι αδεξιότητες μερικές απ' τα φοιτητικά μου χρόνια κι αμηχανίες
όπως αυτές που προσπαθούν επιμελώς να κρύψουν οι έφηβοι, νεοσύλλεκτοι στο τσιγάρο, τα φουαγιέ των σινεμά, το αγκαζέ και το μπιλιάρδο - ώσπου
με τον καιρό να συνηθίσει κανείς τα πρωτοβρόχια και να 'ναι οι βροχές του χειμώνα ένα φαινόμενο φυσικό από νερό κι όχι ένα θαύμα ανεξήγητο από δάκρυ.
Μάλιστα αμβλύνει το πέρασμα του καιρού τόσον πολύ τη φώτιση, που, ώριμος πολίτης πια, στην ακμή σου, πτυχιούχος σχέσεων (αλλά ανύποπτος ότι προσορμίζεσαι ήδη στα στερνά των ερώτων σου) αναζητάς σε τυχαίαν τινά εκδρομή με τη θεά σου τσίγκο· να στάξει πάνω του η βροχή και να τη νοιώσεις απ' τον ήχο
να νοιώσεις τον έρωτα απ' τον ήχο της βροχής πάνω στον τσίγκο!
Κλισέ του κερατά! Προς το οποίον, βους, επί χρόνια εβάδισες
Από 'κείνην την εποχή πάντα δίσταζα μπροστά στις πόρτες που πρόθυμα γράφουν πάνω τους «έλξατε», «ωθήσατε»!
Πάντα ή συχνά λάθευα σπρώχνοντας αντί να έλκω και τανάπαλιν· πάντα ή συχνά εμφανιζόταν κάποιας μορφής δυσλειτουργία στις πόρτες ή στο μυαλό μου.
Ακόμα πιο αμήχανος στέκω μπρος στις πόρτες που μόλις σε αντιλαμβάνονται ανοίγουν από μόνες τους. Πόρτες τραπεζών, μεγάλων ξενοδοχείων και -υποθέτω- του Παραδείσου.
Μου λείπει η προσπάθεια για το άνοιγμα των θυρών. Κάποια μικρή πολιορκία, πόρτες καστρόπορτες, κερκόπορτες, παραμυθένια πορτόνια για τους κήπους με τα άρρητα· εσώθυρες αγέρωχες γυναικών που στις κρεββατοκάμαρές τους μοσχοβολάει το άβατον για τους χυδαίους.
Αντιθέτως.
Οι εύκολες είσοδοι. Και οι εύκολες έξοδοι
Ωσπου ηδύ πάλι το Φθινόπωρο. Ηδύτατος και ο Σεπτέμβριος, ο μήνας μου. Φέτος ήρθε με το σκάκι που παίζαμε παιδιά υπό μάλης. Καθήσαμε· το ανοίξαμε -στο μεταξύ τα πιόνια μεγάλωσαν, ελειάνθησαν ετών και ετών· φέγγει τώρα το ελεφαντόδοντό τους, ώριμα ένα-ένα και ωχρά, ωσάν βυζαντινοί κάτοχοι της σοφίας του κόσμου- παίξαμε...