Παρά Λίγο
«Με πήρε ο ύπνος στο τιμόνι και παρά λίγο να καρφωθώ στον μπροστινό. Μαλάκα, από θαύμα σώθηκα». Οδηγούσε κι αυτός τώρα και σκεφτόταν συνέχεια τα παραπάνω λόγια που του είχε πει νωρίτερα το απόγευμα ένας φίλος του.
«Πρόσεχε ρε, ανεβοκατεβαίνεις Αθήνα συχνά, πρόσεχε την κωλοεθνική». Κάτι τέτοιο του είχε απαντήσει. Και τώρα σκεφτόταν ότι ο φίλος του ανεβοκατέβαινοντας συχνά στην Αθήνα, σε βάρβαρες μάλιστα ώρες, διέτρεχε έναν άλφα στατιστικό κίνδυνο. Έφτασε σπίτι, παρκάρισε, αλλά αντί να μπει μέσα προτίμησε να περπατήσει.
Τι θα είχε γίνει αν ο φίλος του είχε καρφωθεί στον μπροστινό; Πώς θα το μάθαινε, ποιός θα τον ειδοποιούσε; Το πιθανότερο θα τον έπαιρνε κλαίγοντας ένας κοινός φίλος και των δύο. Θα σοκαριζόταν, δεν θα μπορούσε να το χωνέψει, θα 'βαζε κι αυτός τα κλάμματα. Την άλλη μέρα στην κηδεία θα ήταν δύσκολα. Θα ήταν δύσκολα αλλά καθαρά και όμορφα. Η τραγωδία του φίλου του -που δεν ήταν άλλωστε και ο καλύτερος του, που η απώλειά του δεν θα ήταν δα και ανυπέρβλητη- θα ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να λυπηθεί τον εαυτό του χωρίς αναστολές, να συμπονέσει τον εαυτό του για ένα αυθεντικό κακό, να αγαπήσει για λίγο αυθεντικά τον εαυτό του. Ο θάνατος του φίλου του θα του προσέφερε ένα προσωρινό συναίσθημα εξαγνισμού και το είχε ανάγκη να νιώσει ξανά αγνός. Ο θάνατος του φίλου του, με την απολυτότητα της αμετάκλητης φύσης του, θα ξεκούραζε και θα παρηγορούσε προσωρινά το μυαλό του από τα πήγαινε - έλα του σχετικισμού.
Με αυτές τις σκέψεις, με τη νοσταλγία ενός πόνου που δεν θα είχε προξενήσει ο ίδιος, με ένα γλυκό χαμόγελο, ξεκλείδωσε και μπήκε σπίτι.
9 Comments:
Old Boy τι να σου πω αγορι μου.
Μου 'χεις κλεψει το ονομα (θα το θελα, αλλα με προλαβες), μου χεις κλεψει τις σκεψεις μου πολλες φορες, σκεψεις παλιες και νεες.
Σκεψεις που δε λενε να βγουν.
Στην αρχη πιστευα οτι ξυπναω και τα γραφω σε κατασταση υπνοβατη και την επομενη δε θυμαμαι τιποτα, αλλα πλεον εχω πειστει.
Χαιρετω
Ελπίζω να μην παρεξηγηθώ, αλλά, ειλικρινώς, το έχω σκεφθεί.
Ο θάνατος του φίλου ή του αγαπημένου έχει μία διαστροφικώς θετική πλευρά. Άλλωστε, είναι και ένα βασικό θέμα στην λογοτεχνία. Εάν μάλιστα είναι πολύ αγαπημένος, ακόμη περισσότερο.
α) Απαθανατίζει, εξιδανικεύει, αποθεώνει το αντικείμενο του πόθου. Τό μεταφέρει στον χώρο της αθανασίας και της αφθαρσίας, πέρα από τον χρόνο.
β) Απολυτοποιεί την λατρεία του εραστού. Ο οποίος μάλιστα, διά του πόνου και της απώλειας, βιώνει ακόμη εντονότερα τον έρωτα προς το αντικείμενον του πόθου. (Επίσης, από την μία έχουμε την κάθαρση: πονώ ανιδιοτελώς, χωρίς να υπάρχει καν δυνατότητα να κερδίσω από τον έρωτά μου (είναι ο πλέον ανιδιοτελής έρως, αφού το αντικείμενό του είναι το πλέον απόν)· από την άλλη, στην διαστροφή του πράγματος, κερδίζει ο θρηνών από εγωιστικής ακριβώς πλευράς: κοιτάξτε, εγώ πονώ. Ανιδιοτέλεια ή εγωισμός; )
Επί παραδείγματι, υπάρχει γυναίκα αγαπημένη σε διήγημα του Πόε ή νέος ωραίος στον Καβάφη που να μην πεθαίνει;
Tραγικέ Πινέζαρε, πού ξέρεις, μπορεί να είμαι εσύ σε κατάσταση υπνοβασίας και εσύ να είσαι εγώ σε κατάσταση εγρήγορσης. Xαιρετώ κι εγώ.
Καλλίμαχε, πολύ ενδιαφέρον σχόλιο.
Αλλες αναφορες στη λογοτεχνια εκτος απο Ποε και Καβαφη;
δεν ξέρω... αυτός δεν είναι ο ορισμός του εγωϊσμού?... ο χαμός ενός φίλου δεν συνεπάγεται ένα αξεπέραστο κενό?... τι είναι "φίλος"?
Άλλες αναφορές τι, ...νεκροφιλίας; Έχω πρόχειρο ένα καλό ποίημα του Αχιλλέως Παράσχου (αν και μάλλον ξεφύγαμε από την αρχική σκέψη). Πώς σάς φαίνεται;
ΕΡΩΣ
Δεν θέλω κάλλος αύθαδες παρθένου αλαζόνος,
θρασείας εκ της καλλονής, ψυχράς εκ θωπευμάτων.
Βλέμμα δεν έρριψα ποτέ εις πτέρυγας ταώνος
ουδ' εις φιάλην στίλβουσαν, πλην στείραν αρωμάτων.
Την θέλω ασθενή εγώ την φίλην μου ταχείαν,
ωχράν την θέλω και λευκήν ως νεκρικήν σινδόνην,
με είκοσι φθινόπωρα, με άνοιξιν καμίαν,
μ΄ολίγο σώμα - άνεμον σχεδόν - ολίγην κόνιν.
Την θέλω επιθανάτιον μ' αθανασίας μύρον,
κόρην και φάσμα, σάβανον αντί εσθήτος σύρον...
Θέλω την φίλην μου ωδήν εκλείπουσαν ηρέμα,
αθανασίας βλέπουσαν οδόν εις τάφου στόμα·
καλήν και μελαγχολικήν, με ήρεμον το βλέμμα,
με φυομένην πτέρυγα εις καταρρέον σώμα.
Την θέλω κόρην, αδελφήν και φίλην μου αγίαν,
αλλ' όχι και νυμφίαν μου, αλλά ποτέ νυμφίαν.
Ω, πώς θα ενοσήλευον την κόρην τελευτώσαν!
με ποίαν, ποίαν άφωνον στοργήν θα την προσείχα·
θα είχε προσκεφάλαιον καρδίαν αγαπώσαν
και μόνον μου αντίζηλον τον θάνατο θα είχα.
Ω, πώς θα ενοσήλευον την ασθενή παρθένον,
ωχρός, συνέχων την πνοήν και άγρυπνος προσμένων...
Ω, πόσας δεν ητένισα νεάνιδας δακρύων,
διότι ήσαν κάτωχροι κι είχον μορφήν νοσούσαν.
Ω, πόσας εσυνόδευσα νεκράς εις το μνημείον,
νομίζων πως ακολουθώ την φίλην μου θανούσαν.
Ποσάκις είδον ν' ανοιχθεί νεκράς αγνώστου στόμα
και μ' είπεν: "ακολούθει με! εγώ είμαι το πτώμα!"
Γαϊδάρα, ναι, μπορεί και να 'ναι ο ορισμός του εγωισμού.
Καλλίμαχε, προχωρημένος ο Αχιλλεύς.
Τραγικέ Πινέζαρε, τι αναφορές εννοείς;
Σε ποιους και σε ποια εργα βρισκεται ως βασικο θεμα στη λογοτεχνια εννοουσα;
Δεν ξέρω.
Δημοσίευση σχολίου
<< Home