Τετάρτη, Ιουνίου 30, 2010

Kάτι μπήκε στο μάτι της

Στo υπόγειο του σταθμού φιλιούνται. Ακούν βήματα. Το μεγάλο μάτι της κοινωνίας που όλα τα βλέπει και όλα τα κρίνει δεν κάνει να δει το φιλί τους. Είναι και οι δύο παντρεμένοι με παιδιά. Σταματούν και περπατάνε μαζί. Ο αέρας φυσά μια εφημερίδα. Και δυο σκηνές ενώνονται ανεπαίσθητα σε μία, όταν τους βλέπουμε να συνεχίζουν να περπατάνε στο συζυγικό σαλόνι. Γιατί στο σαλόνι απέναντί της δεν βρίσκεται ο άντρας της, αλλά οι στιγμές στο σταθμό τις οποίες αναπολεί. Δύο χωριστοί κόσμοι στην ίδια εικόνα. Ο κόσμος στον οποίο βρίσκεται το σώμα της και ο κόσμος στον οποίο βρίσκεται το μυαλό της. Ο άντρα της μπαίνει στην εικόνα. Αντιλαμβάνεται ότι εκείνη ονειροπολεί και της το επισημαίνει: «Λώρα, ήσουν μίλια μακριά!». Πόσα μίλια; Ίσως όσα σε πάει ο καλπασμός οκτώ ημερών. Πριν περάσει στα έπη και στις μεγάλες εικόνες των αχανών εκτάσεων ο Ντέιβιντ Λιν αφήνει με τη «Σύντομη Συνάντηση» του 1945 άλλη μια ταινία σταθμό, η οποία διαδραματίζεται σε μεγάλο μέρος της σε ένα σταθμό τρένου. Και μάλλον κανείς άλλος σκηνοθέτης δεν λάτρεψε τόσο τα τρένα και δεν μας χάρισε τόσες αλησμόνητες σκηνές με τρένα: το τρένο στον «Δόκτορα Ζιβάγγο», το τρένο στο «Πέρασμα στην Ινδία», το τρένο στον «Λώρενς της Αραβίας» και φυσικά η αριστουργηματική τελευταία σκηνή με το τρένο πάνω στη «Γέφυρα του Ποταμού Κβάι».

Ο Μίλαν Κούντερα γράφει στις «Προδομένες Διαθήκες» για την «Μαντάμ Μποβαρύ» «Η Έμμα έχει ραντεβού με τον Λεόν στην εκκλησία, αλλά τους φορτώνεται ένας φύλακας και διακόπτει το τετ-α-τετ τους με μιαν ατελείωτη και ανούσια φλυαρία ... δεν πρόκειται για καλλιτεχνικό μανιερισμό· πρόκειται για μια οντολογική, θα λέγαμε, ανακάλυψη: την ανακάλυψη της δομής της παρούσας στιγμής· την ανακάλυψη της διηνεκούς συνύπαρξης του κοινότοπου με το δραματικό, στην οποία θεμελιώνεται η ζωή μας». Ακριβώς έτσι, και η Λώρα έχει ραντεβού με τον Άλεκ στο μαγαζί του σταθμού του τρένου. Κατά πάσα πιθανότητα θα είναι το τελευταίο τους ραντεβού, οι τελευταίες τους στιγμές μαζί. Δεν τους έχει απομείνει τίποτα άλλο παρά αυτές, αυτές που θα συσσωρευτούν με τις υπόλοιπες, τις τόσο λίγες ποσοτικά αναμνήσεις τους. Με αυτές θα πρέπει να βγάλουν μια ζωή. Ελάχιστες φορές βρέθηκαν μαζί. Ελάχιστες Πέμπτες μέσα στις οποίες ερωτεύτηκαν και αποφάσισαν ότι δεν μπορούν να συνεχίσουν να βλέπονται. Ίσως γιατί η εργατική τάξη μπορεί να ενεργεί χυδαία, η ανώτερη τάξη μπορεί να είναι επιπόλαια και ελαφρή, αλλά η μεσαία τάξη είναι -ή τουλάχιστον θεωρεί τον εαυτό της- την ηθική ραχοκοκκαλιά της κοινωνίας. Του το εξηγεί άλλωστε και η ίδια, όταν της λέει πως ο έρωτάς τους είναι το μόνο που έχει σημασία: όχι, έχουν και άλλα πράγματα σημασία, όπως η αξιοπρέπεια και η αυτοεκτίμηση. Ενώ λοιπόν ζουν τις τελευταίες τους στιγμές μαζί, ενώ έχουν αποφασίσει ότι για χάρη του κόσμου πρέπει να μην ξαναβρεθούν, ο κόσμος εισβάλλει με την μορφή μιας γνωστής της Λώρα που «τους φορτώνεται και διακόπτει το τετ-α-τετ τους με μιαν ατελείωτη και ανούσια φλυαρία». Το κοινότοπο συνυπάρχει με το δραματικό με τρόπο σπαρακτικό. Αντί για τα τελευταία κοινά βλέμματα, τα τελευταία λόγια λατρείας, ο πιο άσχετος άνθρωπος του κόσμου να λέει τις πιο άσχετες κουβέντες.Δεν θα αξιωθούν ούτε τον τελευταίο αποχαιρετισμό, ούτε την τελευταία αμφιταλάντευση. Οι τελευταίες τους στιγμές μαζί για πάντα μολυσμένες από το μπανάλ. Η ζωή δεν είναι μυθοπλασία για να εξασφαλίζει πάντα το ιδανικό σκηνικό των σκηνών που θα διαδραματισθούν, η ζωή παρεμβαίνει, η «οντολογική ανακάλυψη» του Φλωμπέρ βρίσκει χώρο και στη «Σύντομη Συνάντηση».

Η «Σύντομη Συνάντηση» διαδραματίζεται σε μια εποχή που δεν υπήρχε τηλεόραση και το βράδυ στο σπίτι ο άντρας επιδιδόταν στο σταυρόλεξο και η γυναίκα στο κέντημα. Που ο άντρας μέσα στο σπίτι κυκλοφορούσε μέχρι να πέσει για ύπνο με γραβάτα και κουστούμι. Σε έναν τέτοιον άντρα η γυναίκα εύχεται να μπορούσε να του διηγηθεί την ιστορία της: είναι ο πρώτος που θα την καταλάβαινε αληθινά, είναι ο τελευταίος που θα μπορούσε ποτέ να του το πει. Αρχίζει λοιπόν να του διηγείται στη φαντασία της πως γνωρίστηκε με τον παράνομο δεσμό της. Περιμένοντας το τρένο κάτι μπήκε στο μάτι της. «Είμαι γιατρός, να σας βοηθήσω;». Την βοηθά. Και της το βγάζει. Ωστόσο σύντομα θα συνειδητοποιήσει ότι έχει μπει κάτι άλλο στο μάτι της. Γιατί και ο έρωτας κάτι που μπαίνει στο μάτι μας είναι· κάτι που μπαίνει στην ματιά μας και την κάνει να ξεχωρίζει από όλα τα πρόσωπα του κόσμου ένα ως τόσο διαφορετικό, ως πηγή τέτοιας λάμψης, τέτοιας ταραχής, τέτοιας ευτυχίας, τέτοιου πόνου. Και όλοι οι υπόλοιποι που δεν έχει μπει τίποτα στο μάτι τους, δεν μπορούν να αντιληφθούν πώς αυτό το αδιάφορο για εκείνους πρόσωπο προξενεί σε εμάς όλα αυτά τα συναισθήματα. Εφόσον λοιπόν δεν είναι η εικόνα του άλλου μόνη της, εφόσον δεν προξενεί το ίδιο σε όλους αλλά μόνο σε εμάς, τότε δεν είναι θέμα πομπού αλλά θέμα δέκτη. Αφού δεν είναι η εικόνα του άλλου, είναι το μάτι που την βλέπει. Ο έρωτας είναι ένα σκουπιδάκι που μπαίνει στο μάτι μας και επηρεάζει τον τρόπο που κοιτάμε. Ένα σκουπιδάκι που συχνά μας κάνει να δακρύζουμε. Ιδιαίτερα όταν προσπαθούμε να το βγάλουμε. Ενώ αυτό μένει και επιμένει. Δεν θέλει να βγει με το ζόρι. Θέλει το χρόνο του ώστε να βγει μόνο του. Φυσικά και χωρίς δάκρυα.

Αλλά όταν έχει πρωτομπεί, τίποτα δεν φαίνεται όπως πριν· ούτε καν ακούγεται όπως πριν. Της λέει τις πιο βαρετές, επιστημονικές και αντιερωτικές λέξεις. Αναπνευστικές ασθένειες των ανθρακωρύχων. Ανθράκωση. Χαλίκωση. Σιλίκωση. Κι όμως. Τον ακούει λες και της απαγγέλλει ποιήματα. Οι λέξεις του είναι εισαγωγή σε έναν μαγικό κόσμο. Στον μαγικό του κόσμο. Είναι εκείνος που θα θεραπεύσει. Εκείνος που θα σώσει τον κόσμο από τον κακό. Είναι εκείνος. Ο τόσο διαφορετικός από τον άντρα μου. Ο τόσο άλλος. Πόσο ευγενικά σκέφτεται, πόσο ευγενικά υπάρχει, τι υπέροχο να είμαι δίπλα του, τι υπέροχο να τον ακούω να μιλάει, πόσο ευτυχισμένη θα ήμουν δίπλα του, πόσο ευτυχισμένη θα ήμουν αν ζούσα μια άλλη ζωή. Ο έρωτας ως φυγή, ως απόδραση από τον εαυτό, ως νοσταλγία ενός εναλλακτικού σεναρίου ζωής, ως λαχτάρα διαφορετικών παραστάσεων. Αν ζούσαν μαζί, αν έμπαιναν στη ρουτίνα, αν περνούσαν τα χρόνια, ίσως ένα βράδυ που θα της ανέλυε αυτήν την απίθανη περίπτωση χαλίκωσης που του είχε τύχει το πρωί, εκείνη θα ονειρευόταν τον γοητευτικό ψηλό άνδρα που της είχε εκμυστηρευτεί αυτοσαρκαστικά το πάθος του για τα σταυρόλεξα.

(Kείμενο γραμμένο για το ελculture)

Δευτέρα, Ιουνίου 28, 2010

Του εφικτού απέναντι, πείτε του πως πεθαίνω.

Νομίζω ότι αυτό που κάνουν η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ και με τον τρόπο τον οποίο το κάνουν, είναι τελικά μόνο κατ΄όνομα απεργίες, είναι απεργίες που έχουν πάρει το «σώμα» της έννοιας και το έχουν εκφυλίσει, προσδίδοντας του ένα πνεύμα διαδικαστικό, εθιμοτυπικό, προσχηματικό. Ακόμη και αν γίνονται για την «τιμή των όπλων», καταλήγουν να λειτουργούν αντικειμενικά ως «η διαστρέβλωση των όπλων». Αν λειτουργούν και ως «ο αφοπλισμός των όπλων» δεν το ξέρω και δεν είμαι καθόλου σίγουρος: πιθανόν αν έλειπαν και αυτού του είδους οι απεργίες, τη θέση τους να καταλάμβανε η απόλυτη έλλειψη αντίδρασης. Πιθανόν δηλαδή να μην λειτουργούν εκτός από εκφυλιστικά και εκτονωτικά, αφού δεν υφίσταται συλλογική, συνειδητοποιημένη πολιτικά οργή (δηλαδή οργή για το τι φταίει, με ταυτόχρονη πεποίθηση για το τι πρέπει να γίνει) που το σύστημα θα επιθυμούσε να εκτονωθεί με κάποιο τρόπο. Τη θέση της συλλογικής, συνειδητοποιημένης πολιτικά οργής καταλαμβάνει το άθροισμα των ατομικών (ολότελα μπερδεμένων ως προς τα αίτια και τα αποτελέσματα της κρίσης) οργών, το οποίο οργώνει το χωράφι του αυριανού αυταρχισμού, μπροστά στο οποίο η σημερινή ολοένα και περισσότερο αποδημοκρατικοποιημένη τεχνοκρατική λειτουργία μιας κοινωνίας που χρωστάει, θα φαντάζει σαν ιδανικό συναίνεσης και δημοκρατικής νομιμοποίησης, ένα ιδανικό το οποίο θα αποτελεί τον τότε εφικτό στόχο όλων των μετριοπαθών και νουνεχών πολιτών. Γιατί αν η πολιτική αποτελεί την τέχνη του εφικτού, ο μετριοπαθής και ώριμος πολίτης αποτελεί τον μεγάλο καψούρη του εκάστοτε εφικτού, έναν καψούρη που είναι διατεθειμένος να θυσιάσει πάρα πολλά για τα μάτια του έρωτά του.

Κυριακή, Ιουνίου 27, 2010

Constitution is the new Labour Law

«Κύριε Διευθυντά,
Εμβληματικές φράσεις από τον εμβληματικό Νεόκοπο των εμβληματικών «Νέων». Μετά το εργατικό δίκαιο έρχεται η σειρά του Συντάγματος να θεωρηθεί αν όχι κι αυτό βαρίδι του παρελθόντος, πάντως ανεπίκαιρο, πάντως εκτός θέματος. Ο Νεόκοπος μειδιά με τους δικαστές του Ελεγκτικού Συνεδρίου που αντί να πουν «Στάση πληρωμών - Στάση και Συντάγματος», που αντί να πουν «Χρωστάμε (Χρώ-στά-μέ), ποιά Συντάγματα και μαλακίες μας ζητάτε να ερμηνεύσουμε; Τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια», επέλεξαν τον εύκολο, λαϊκίστικο και ανεύθυνο δρόμο του καμώματος πως δήθεν εξακολουθεί να υφίσταται Σύνταγμα το οποίο δεσμεύει το νομοθέτη περισσότερο από ό,τι τον δεσμεύει ο πιστωτής του. Ακούστε, δικαστάκια, δεν θα μας κάνετε Ρουμανία εσείς. Λαοί που δεν μπορούν να βγουν με τις δικές τους δυνάμεις στις αγορές, δεν μπορούν να έχουν και Σύνταγμα. Τα Συντάγματα είναι πολυτέλεια που μπορούν να αντέξουν όποιοι είναι οικονομικά αυτάρκεις. Ίσως όμως αντί να βλέπουμε τα πράγματα δυσοίωνα, να ήρθε η ώρα να τα δούμε αισιόδοξα: αυτή η κρίση είναι ταυτόχρονα ευκαιρία· ευκαιρία να απαλλαγούμε με εξωτερική πίεση από ταμπού όπως το Σύνταγμα, ταμπού τα οποία δεν θα βρίσκαμε ποτέ το σθένος να θίξουμε μόνοι μας, αφού είχε επικρατήσει στη χώρα ένα θολό ιδεολογικό σύννεφο περί ύπαρξης δήθεν κεκτημένων δικαιωμάτων και δήθεν κεκτημένων ανώτατων νόμων της χώρας· ευκαιρία να σταματήσουμε να κοιτάμε πίσω λοιπόν, ευκαιρία να στρέψουμε το βλέμμα προς τα εμπρός. Το χρωστάμε στις γενιές που έρχονται.
---
Απαραίτητη διευκρίνιση: το ποστ είναι ειρωνικό και ειρωνεύεται την ειρωνεία του Νεόκοπου. Αν και τώρα το λέω μπερδεμένα και όχι αρκετά σαφώς, τάσσομαι υπέρ του Συντάγματος της χώρας. Eπαναλαμβάνω: υπέρ. Το ίδιο και ο Νεόκοπος υποπτεύομαι. Τι τον περάσες; Κάνα Μαϊλη; Αλλά με πορδές δεν βάφονται αυγά και με Συντάγματα δεν πληρώνονται μισθοί και συντάξεις. Με μνημόνια πληρώνονται μισθοί και συντάξεις.Ουπς. Ξαναειρωνεύτηκα. Κλινική περίπτωση είμαι, ο μαλάκας. Οπότε ασ' το. Κατάλαβε ό,τι νομίζεις.

Σάββατο, Ιουνίου 26, 2010

Ξύπνησε στην παραλία του. Ήθελε να σηκωθεί (όπως κάθε νύχτα). Είχε δει ένα ακατανόητο όνειρο: αντί για την παραλία του, είχε ξυπνήσει σε έναν παράξενο χώρο, σε έναν χώρο στενό και περίκλειστο, όπου πάνω του δεν φαινόταν ο ουρανός και εμπρός του δεν απλωνόταν η θάλασσα. Προφανώς κάτι θα συμβόλιζε, αλλά τι; Τότε θυμήθηκε πως ο χώρος είχε και όνομα. Δωμάτιό του το έλεγε. Και σε αυτόν το χώρο, αντί να θέλει, έπρεπε να σηκωθεί (όπως κάθε μέρα). Μέρα; Μα την μέρα είχε φως. Και στο φως τα μάτια τεμπελιάζουν, αφήνοντας εκείνο να δείχνει κι αυτά απλώς να ακολουθούν. Ενώ τη νύχτα τα μάτια είχαν εκπαιδευθεί να βλέπουν μόνα τους. Και βλέποντας, ήταν το φως που ακολουθούσε την ματιά τους. Αυτά ήταν τόσο αυτονόητα, όσο το ότι δεν υπάρχει άλλος τόπος για να κοιμηθεί κανείς, παρά η παραλία του. Τέλος πάντων, τώρα πια είχε ξυπνήσει και τα παιχνιδάκια του μυαλού του μπορούσαν να μείνουν στην άκρη. Βούτηξε. Κολύμπησε. Κοίταξε. Πνίγηκε (κι ήταν δεινός κολυμβητής - θα έφταιγε το όνειρο). Αναστήθηκε τρεις νύχτες μετά. Του πρότειναν θέωση, αλλά αρνήθηκε ευγενικά. Του εξήγησαν ότι δεν είναι ακριβώς στο χέρι του να αρνηθεί. Επαναστάτησε. Τον φυλάκισαν. Λύγισε. Συμμορφώθηκε. Ανέλαβε χρέη Θεού. Τα πλάσματά του ζούσαν ζωές γενικώς ευτυχισμένες, γεγονός που θορύβησε τους συναδέλφους του. Τον ρώτησαν πώς το κάνει; Τους εξήγησε. Η μέθοδός του τους θορύβησε ακόμη περισσότερο. Του συνέστησαν αυτοσυγκράτηση και περιορισμό. Αρνήθηκε. Θύμωσαν. Αλλά ήταν πλέον αργά. Τον είχαν κάνει Θεό και δεν μπορούσαν να τον πειθαρχήσουν. Τότε αποφάσισαν να προσεταιριστούν τα πλάσματά του. Άρχισαν να τους αναλύουν τον ύποπτο ρόλο της ευτυχίας. Εκείνα άρχισαν να εγκαταλείπουν σιγά σιγά τον κόσμο της ευτυχίας και να μπαίνουν στον κόσμο της ενοχής. Άφησαν τις παραλίες και έχτισαν δωμάτια που δεν έβλεπαν ούτε ουρανό ούτε θάλασσα. Άρχισαν και να ξυπνάνε τα πρωινά. Επειδή έπρεπε. Το βλέμμα τους αδράνησε και από δημιουργός έγινε ακόλουθος. Εκείνος πάλι έβλεπε να του παίρνουν τον κόσμο του κάτω από τα χέρια του και δεν αντιδρούσε. Δεν μπορούσε; Δεν ήθελε. Δεν ήθελε να εξουσιάζει κανένα και να λατρεύεται από κανένα. Ήθελε μόνο να μπορούσε να ξαναξυπνά στην παραλία του κάθε νύχτα, επειδή το ήθελε. Οι επιθυμίες του εισακούστηκαν στο μισό. Δεν εξουσίαζε πια κανένα πλάσμα της ημέρας και των δωματίων και κανένα πλάσμα των δωματίων και της ημέρας δεν τον λάτρευε. Αλλά όσο και αν ξάπλωνε στην παραλία του δεν μπορούσε να ξαναξυπνήσει σε αυτήν, επειδή δεν μπορούσε να ξανακοιμηθεί. Η αθανασία που είχε αποκομίσει σαν Θεός ήταν ένα πρόσθετο βάρος. Κάτι έπρεπε να κάνει για να αντιστρέψει την κατάσταση. Ανήμπορος να ξαναβρεί την πρότερή του ευτυχία και έχοντας στη διάθεσή του τόσο πολύ χρόνο που η ίδια η έννοια χρόνος δεν είχε πια νόημα, αποφάσισε να ξεγελάσει την ανία του με μια σειρά από μεταμορφώσεις: έπεσε στη θάλασσα και έγινε θάλασσα και μετά ποταμός και μετά συνειρμός και μετά κισσός και μετά κλάμμα και μετά κώμα και μετά τελεία και μετά τελειότητα και μετά ψεγάδι και μετά ψόγος και μετά συγγνώμη και μετά χαρά και μετά ακόμα μεγαλύτερη χαρά και μετά ευτυχία και εκεί σταμάτησε να μεταμορφώνεται, εκεί έμεινε, εκεί βρίσκεται ακόμη, έχει περάσει χρόνος πολύς, αλλά για αυτόν ο χρόνος δεν υπάρχει, για αυτόν το τέλος δεν υπάρχει, όλα κυλούν αέναα, η ευτυχία του είναι και παρόν και μέλλον και παρελθόν, δεν θυμάται πια τι υπήρχε πριν απ' αυτήν, δεν θυμάται τη χαρά και τον κισσό και το συνειρμό, δεν θυμάται την θέωση, δεν θυμάται την ανάσταση, δεν θυμάται τον πνιγμό, δεν θυμάται τις νύχτες που ήθελε να ξυπνήσει στην παραλία του, τις νύχτες που ήταν ευτυχής.

Παρασκευή, Ιουνίου 25, 2010

Αθήνα, η πόλη των νεκρών.

Eν τω μεταξύ στην Αθήνα οι νεκροί δεν κάνουν πια εντύπωση σε κανένα, έχοντας γίνει πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της λειτουργίας αυτής της πόλης.
Στην ατμόσφαιρα, στο δρόμο, στο δίκτυο, μια γενική εχθρότητα, μια γενική οργή, ένα γενικό μίσος.
Ψάχνεις λίγο φως*. Βλέπεις το παιδί σου. Το βρίσκεις (μαζί του και ανησυχία). Σκέφτεσαι ότι και που το γράφεις αυτό θα προξενήσεις σε πολλούς εχθρότητα, οργή, μίσος. Άλλοι θα την εκδηλώσουν. Άλλοι θα την κρατήσουν μέσα τους.
Το χειρότερο με τους ολοένα και αυξανόμενους πολιτικούς νεκρούς των Αθηνών, εσκεμμένους και παράπλευρους, από την μία ή την άλλη πλευρά, είναι ότι σκοτώνονται για το πολιτικό μηδέν.
Να σκοτώνονταν για κάτι διαφορετικό από το μηδέν θα ήταν διαφορετικό δηλαδή; Και ναι, και όχι. Αλλά με έμφαση προς το ναι.
---
* Όλο το ξεχνάω. Ίσως κάτι σαν φως να κρύβεται και σε κινήσεις σαν αυτή.

Πέμπτη, Ιουνίου 24, 2010

Το ρίγος στη χώρα του Τίγρη

Tην ημέρα του αγώνα με την Αργεντινή, από τις 12 καθημερινές αθηναϊκές αθλητικές εφημερίδες, κύριο θέμα τους την Εθνική είχαν οι 2. Ο αγώνας δεν συνέπεσε με την μεταβίβαση της ΠΑΕ Ολυμπιακός ούτε με το ενδεχόμενο μεταβίβασης της ΠΑΕ Παναθηναϊκός. Από τις υπόλοιπες 10, 8 εφημερίδες είχαν κύριο θέμα ειδήσεις ή «ειδήσεις» για μεταγραφές (όπως έχουν ένα μήνα τώρα - όπως θα έχουν κάνα δίμηνο ακόμα), ενώ 2 ασχολήθηκαν με διοικητικά θέματα των ΠΑΕ που χρονίζουν. Η Εθνική προέρχεται από την πρώτη της νίκη σε μουντιάλ, παίζει με την ομάδα του Μέσι και του Μαραντόνα, υπάρχουν μικρές μεν, ρεαλιστικές δε, ελπίδες να προκριθεί στους 16 και παρ΄όλα αυτά ο Πόλγκα, ο Γκούτι, οι δυο Σισέδες, ο Ντιόπ, ο Πατέρας, ο Τζίγγερ, ο Τίγρης, ο Παππάς. Ποιός Μέσι μπροστά στον Τίγρη, ποιά Εθνική μπροστά στον Πόλγκα; Το μεγαλύτερο ποδοσφαιρικό γεγονός, η Εθνική μας συμμετέχει, μπορεί για πρώτη φορά να προκριθεί και δέκα από τις δώδεκα εφημερίδες ασχολούνται με μεταγραφές και παραγοντιλίκια. Και χωρίς να αποτελεί αυτό σε καμία περίπτωση άλλοθι για τους εφημεριδάδες, δεν παύει να ισχύει ότι προφανώς ξέρουν πως έτσι θα πουλήσουν περισσότερα φύλλα. Πως αυτός που θα τις αγοράσει δεν ψάχνει τελικά στο ποδόσφαιρο τις σπάνιες στιγμές μεγαλείου και ανάτασης, στιγμές που θα μπορούσε δυνητικά να προσφέρει το ματς με την Αργεντινή, στιγμές γενικά δυσεύρετες στη ζωή και για αυτό ακριβώς πολύτιμες, αλλά ψάχνει στο ποδόσφαιρο άλλα πράγματα, πράγματα που δεν έχουν σχέση με το ποδόσφαιρο ως άθλημα, ως μάχη και ως συμβολισμό, αλλά έχουν σχέση με το ποδόσφαιρο ως καθημερινή αναπαραγωγή μικρομιζέριας και μικρο-πάρα πολύ μικρών όμως-φαντασιώσεων. Τι κι αν ο πλανήτης αναμετράται ποδοσφαιρικά; Η Αεκάρα, ο Θρύλος, η Πανάθα. Κι η Εθνική;
Στην Εθνική δεν έχεις τον γάβρο και τον βάζελο απέναντί σου για να τους μισήσεις ή να τους κάνεις καζούρα. Η Εθνική πόσο φανατισμό να βγάλει; Αναγκάζεσαι να αντιμετωπίσεις τους εκάστοτε ξένους ως υποκατάστατα γάβρου ή βάζελου, κι ας είναι οι πιο φιλήσυχοι και ήρεμοι τύποι στον κόσμο, αφού «δεν έβαλαν μυαλό - δεν έβαλαν μυαλό, πούτσα στην πρεμιέρα - πούτσα και στον τελικό».
Η Εθνική επίσης διαγωνίζεται δυστυχώς με τους ξένους. Και είναι δύσκολο να τους κερδίσει όλους. Ενώ οι ομάδες μας διαγωνίζονται μεταξύ τους και στο τέλος κάποιος θα είναι σίγουρα ο θριαμβευτής και ταυτόχρονα οι άλλοι σίγουρα οι πιπωμένοι.
Έχοντας αυτά τα βασικά μειονεκτήματα η Εθνική, θέση στην καρδιά μας αληθινή ό,τι και να λέμε είναι δύσκολο να πάρει. Άκουγα χθες τον Μαχαιρίτσα στην τηλεόραση να εκφράζει την απορία, τι κακό έχουν κάνει οι εναπομείναντες ποδοσφαιριστές του 2004 στους αθλητικογράφους και γιατί τόσο μένος με τον Χαριστέα και τον Σεϊταρίδη. Και μπορεί κανείς να πει τα χίλια όσα για τον τρόπο που έπαιζε η Εθνική με τον Ρεχάγκελ, για τα συστήματα ή τα μη συστήματα που έπαιζε, για τις άλλες αντ΄άλλων θέσεις που έπαιζαν ποδοσφαιριστές, για τον ώθηση του κυνισμού του αποτελέσματος στα απόλυτα άκρα, μπορεί να τα πει όλα αυτά και να έχει δίκιο, ωστόσο πιστεύω ακράδαντα ότι ακόμη και στο πιο αποκρουστικό και αλλοπρόσαλλο παιχνίδι της η Εθνική του Ρεχάγκελ (όποιο κι αν ήταν αυτό από τα πολλά αποκρουστικά και αλλοπρόσαλλα παιχνίδια που πράγματι έκανε όλα αυτά τα χρόνια) ήταν πέντε σκαλιά πιο πάνω από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα του ελληνικού Τύπου, των Ελλήνων παραγόντων και των Ελλήνων οπαδών.
Και αν μπορείς να καταλογίσεις στον Ρεχάγκελ πως κολλημένος στο ότι «δεν έχουμε Μέσι και Κακά» πολλές φορές έπαιζε το «βάλε ένα σέντερ μπακ ακόμα - μπορείς», ας αναρωτηθούμε πώς έτυχε και έχουμε έστω αυτόν τον ένα Νίνη και πού θα «ψηνόταν» τώρα αν δεν είχε έρθει στην Ελλάδα ένας προγναθικός Ισπανός. Κι ας αναρωτηθούμε επίσης μήπως υπάρχουν και άλλα παιδιά που ξέρουν μπάλα αλλά δεν θα το μάθουμε ποτέ, γιατί δεν θα τους δοθεί η ευκαιρία ποτέ.
Μην βγάζοντας όμως παίκτες που ξέρουν μπάλα ή μην επιτρέποντας στους παίκτες που ξέρουν μπάλα να το δείξουν, οι επόμενοι προπονητές μπορεί να μην βάζουν δώδεκα αμυντικούς, μπορεί να παίζουν ποδόσφαιρο πιο ορθολογικό, αλλά ποδόσφαιρο που να βγάλει μάτια δεν θα μπορούν να παίξουν.
Συμπερασματικά, το κακό που έκανε ο Ότο Ρεχάγκελ στην αισθητική του ποδοσφαίρου μας είναι μάλλον μικρότερο απ' ό,τι φαίνεται τώρα. Το καλό που έκανε με τις τρεις προκρίσεις στις τέσσερεις διοργανώσεις είναι κι αυτό μικρότερο απ' ό,τι φαίνεται τώρα. Το καλό που έκανε με την άνοδο της χώρας μας στη γενική κατάταξη που της επιτρέπει καλές κληρώσεις και ενδεχόμενες νέες προκρίσεις στο μέλλον είναι ίσως μεγαλύτερο απ' ό,τι φαίνεται τώρα.
Αυτό που έκανε όμως το 2004 είναι πέραν του καλού και του κακού, όπως ήταν πέραν της φαντασίας, όπως ήταν πέραν του ενδεχομένου να συμβεί ποτέ, όπως είναι και πέραν περαιτέρω σχολιασμού. Αυτό που έκανε το 2004 ας το σχολιάσει όποιος θέλει λογικά, ας το εξηγήσει, αναλύσει, μετριάσει, σχετικοποιήσει, ακόμη κι ας το κακολογήσει.
Εγώ δεν θα πάρω. Εγώ θα θυμάμαι και θα συνεχίσω να ριγώ.

Τετάρτη, Ιουνίου 23, 2010

To ραντεβού με τον λογιστή

Γάλλος παραγωγός (σουηδικών, κορεάτικων, αρμένικων κλπ) ταινιών, με τις δυο ταινίες του που ταυτόχρονα γυρίζονται τώρα σε διαφορετικά σημεία του ορίζοντα, πλησιάζει αισίως τις πενήντα. Όχι ακριβώς αισίως δηλαδή, αφού οι ταινίες του δεν είναι εμπορικές και τα χρέη της εταιρίας του διογκώνονται διαρκώς. Οδηγεί για να πάει από το Παρίσι στο εξοχικό του να βρει την οικογένειά του, και τα δυο του χέρια και το ένα του στόμα πρέπει να καταφέρουν να ρυθμίσουν ταυτόχρονα οδήγηση, ασταμάτητο κάπνισμα και αδιάκοπες συνομιλίες στα δυο του κινητά. Καπρίτσια σκηνοθετών, καπρίτσια πρωταγωνιστών, προϋπολογισμοί που ξεφεύγουν, ένα σωρό πρακτικά ζητήματα που πρέπει να οργανώσει και επιλύσει. Αναπόφευκτα, ένας άνθρωπος τόσο απορροφημένος με τη δουλειά του και τόσο πολυπράγμων, όσο παρών κι αν προσπαθεί και αν θέλει να είναι με την οικογένεια του, καταλήγει συχνά να είναι οιονεί παρών, να είναι εκεί και να μην είναι. «Πολύ ωραία σκουλαρίκια αυτά που φοράς», θα πει στην μεγάλη του κόρη. «Μα εσύ μου τα είχες πάρει». «Ναι, έχεις δίκιο. Τα φοράς συχνά;». «Συνέχεια». Ακόμα και στις διακοπές θα δούμε την μεσαία του κόρη να κολυμπά στην πηγή ενός ποταμού και όταν η κάμερα φύγει από αυτήν αναζητώντας την υπόλοιπη οικογένεια θα τον εντοπίσει με το μαγιό του πάνω σε ένα βράχο να μιλά στο κινητό.
«O Πατέρας των Παιδιών μου» αποτελεί έναν φόρο τιμής στον παραγωγό Iμπέρ Μπαλσάν. Η ταινία βραβεύτηκε στο περσινό «Ένα κάποιο βλέμμα» του Φεστιβάλ των Καννών, ωστόσο, το βλέμμα το διαφορετικό, το βλέμμα που θα αφήνει στίγμα απουσιάζει, υποψία που πρωτογεννιέται όταν οι τίτλοι της αρχής δείχνουν μερικές «ό,τι να ΄ναι» σκηνές του Παρισιού, για να ολοκληρωθεί με τους τίτλους τέλους και τo «Que sera sera», τραγούδι που για να μπει εν έτει 2009 στο τέλος μιας ταινίας χωρίς παιγνιώδη διάθεση αλλά εντελώς «κυριολεκτικά», σημαίνει ότι κάτι πάει λάθος. Στο ενδιάμεσο η ταινία είχε κοιτάξει τον ήρωά της μόνο επιφανειακά, είχε κοιτάξει μόνο την εξωτερική του εικόνα, μην μπορώντας -ή μην θέλοντας- να διερευνήσει τον ψυχικό του κόσμο και την βαριά κατάθλιψη από την οποία έπασχε, μια κατάθλιψη που δικαιολογεί τις αντιδράσεις του πολύ πιο πειστικά από τα οικονομικά προβλήματα της εταιρίας του, με αποτέλεσμα μέσα στην ταινία οι αντιδράσεις του να φαντάζουν τραβηγμένες και δραματουργικά αστήρικτες.
Αφού ο πρωταγωνιστής της ταινίας είναι ιδιώτης παραγωγός που γυρνά ταινίες που δεν βγάζουν τα λεφτά τους, που δεν την παλεύει, που θα χρεοκοπήσει, το πνεύμα των ημερών μας δεν αντέχει τον πειρασμό και έρχεται να βροντοφωνάξει: Φαντάσου να είσαι Κράτος και να χρηματοδοτείς εις τη νι ταινίες που δεν βγάζουν τα λεφτά τους. Και φαντάσου να χρηματοδοτείς κι ένα σωρό άλλα πράγματα μη ανταποδοτικά από οικονομική σκοπιά. Χρεοκοπείς μετά ή δεν χρεοκοπείς; Σε μια σκηνή η γραμματέας λέει στον παραγωγό: «Να σας θυμίσω ότι το απόγευμα έχετε ραντεβού με τον λογιστή». «Καλά που μου το είπες, γιατί τα ραντεβού με τον λογιστή όλο τα ξεχνάω», της απαντά. Όπως η ελληνική κοινωνία ξεχνούσε συνεχώς το ραντεβού με το λογιστή της και τώρα καλείται να πληρώσει το λογαριασμό, όπως και ένα σωρό άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες. Επειδή όμως συμβαίνει τόσο εκτεταμένα, δεν μπορείς παρά να αναρωτηθείς αν αυτό που τελικά συνέβη είναι μόνον ότι ξεχνούσαμε το ραντεβού με τον λογιστή ή και ότι τώρα ζούμε σε μια περίοδο που έχουμε μεταβάλει το λογιστή σε δικαστή, νομοθέτη, κυβερνήτη, κατηχητή και Μωυσή.
Αν επικρατήσει παντού και πάντα μόνο το στενά οικονομικό κριτήριο, τότε θα κλειστούμε σε έναν φαύλο κύκλο που θα γυρίζεται εκ των προτέρων μόνο αυτό που θα εικάζεται βάσει συνταγών ότι θα αρέσει, οι διαφορετικές προτάσεις ολοένα και θα ελαττώνονται, το ίδιο και οι εκπλήξεις, ο τρόπος σκέψης και η αισθητική θα ομογενοποιούνται χωρίς διέξοδο, όλα θα γίνουν κάτι σαν την ελληνική ιδιωτική τηλεόραση, η οποία είκοσι χρόνια τώρα δεν έπαψε να δίνει στον κόσμο «αυτό που θέλει να δει», έχοντας δημιουργήσει μια μεγάλη αισθητική, πνευματική και πολιτική μαύρη τρύπα. Κι ό,τι ισχύει για το σινεμά, ισχύει για την κοινωνία γενικότερα. Το να ρυθμίζονται όλα με όρους οικονομικής ανταποδοτικότητας οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε καταστάσεις πολύ πιο περίεργες από ό,τι μια χρεοκοπία.
Μολονότι το καλοκαίρι δεν είναι και η καλύτερη κινηματογραφικά εποχή, ξεκινάς να πας σινεμά με όρεξη. Γιατί το θερινό σινεμά μπορεί να έχει ένα σωρό μειονεκτήματα αναφορικά με τις γενικότερες συνθήκες προβολής και θέασης, αλλά δεν παύει να είναι Ιούνιος, και το να πίνεις σε θερινό σινεμά μια μπύρα (στις καραβίσιες βέβαια τιμές των κινηματογραφικών μπαρ) είναι μια αυτοτελώς όμορφη εμπειρία, αυτοτελώς και ανεξάρτητα από το πόσο καλή είναι η ταινία που βλέπεις, πόσο μάλλον στην συγκυρία του φετινού καλοκαιριού, σε μια συγκυρία δηλαδή που δεν γνωρίζεις αν θα μπορείς να επαναλάβεις την εμπειρία και τα επόμενα χρόνια ή αν εν τω μεταξύ θα έχουν χρεοκοπήσει οριστικά η χώρα, οι πολίτες της, οι κινηματογράφοι, οι μπύρες, οι Ιούνηδες.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Δευτέρα, Ιουνίου 21, 2010

Η προεξόφληση της ελπίδας

Υπό μία έννοια, και την οικολογική καταστροφή στον κόλπο του Μεξικού και τους 11 νεκρούς εργαζόμενους στην εξέδρα άντλησης πετρελαίου της ΒP, οι αγορές τους έκριναν. Δεν εννοώ την εκ των υστέρων κρίση, εκείνη δηλαδή που οδηγεί την μετοχή της BP σε διαρκή πτώση, αλλά την εκ των προτέρων κρίση, την κρίση των αγορών ως πρόκληση της καταστροφής και των θανάτων, την προεξόφληση της καταστροφής και των θανάτων, για την ακρίβεια την προεξόφληση του ενδεχομένου έκρηξης, καταστροφής και θανάτων, και για την ακόμη μεγαλύτερη ακρίβεια την προεξόφληση του τζόγου με το ενδεχόμενο έκρηξης, καταστροφής και θανάτων, την προεξόφληση της ελπίδας ότι δεν θα υπάρξει έκρηξη, καταστροφή και θάνατοι. Το πιθανότερο δηλαδή είναι ότι μόνο μια πολύ μικρή μειοψηφία από τα όπου γης εργατικά ατυχήματα δεν θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί ακόμα και αν είχαν ληφθεί όλα τα μέτρα ασφαλείας, ακόμα και αν είχαν γίνει όλοι οι προβλεπόμενοι έλεγχοι και τηρηθεί όλες οι προβλεπόμενες διαδικασίες. Το πιθανότερο είναι ότι ο παράγοντας οικονομικό κόστος παίζει πάντα καθοριστικό ρόλο: πόσο θα μας κοστίσει να κάνουμε αυτό, πόσο θα μας κοστίσει να μάθει η αγορά ότι π.χ. έχει πρόβλημα η εξέδρα μας, τι επίπτωση θα έχει αυτό στην τιμή της μετοχής μας. Προς Θεού, να μη διαρρεύσουν κακές ειδήσεις για την εταιρία μας, να μη μαθευτεί ότι υπάρχει πρόβλημα και πιθανοί κίνδυνοι, να μη θορυβηθούν οι αγορές. Έτσι προεξοφλείται η ελπίδα ότι δεν θα συμβεί κάποιο κακό ή ότι αν συμβεί το κακό θα είναι ελεγχόμενο, κοστίζοντας λιγότερο σε αποζημιώσεις από ό,τι θα κόστιζε σε πιστή εφαρμογή όλων των μέτρων ασφαλείας, κοστίζοντας λιγότερο απ' ό,τι θα κόστιζε σε ανησυχία των αγορών. Καμιά φορά βέβαια κάθεσαι στην κέντα και χύνονται όλα τα βαρέλια πετρελαίου της γης στη θάλασσα και φτάνουν στις ακτές. Και ακόμη χειρότερα όχι στις ακτές όποιας κι όποιας χώρας αλλά στις ακτές των ΗΠΑ. Ωστόσο και η οικολογική καταστροφή και οι θάνατοι αποτιμώνται και αυτοί σε χρήμα, είναι και αυτοί οικονομικά μεγέθη και κρίνονται τελικά και αυτοί από τις αγορές. Δεν υπάρχει καμία «οικολογική καταστροφή» ως αυτοτελής έννοια, υπάρχει ως οικονομική και μόνο έννοια, υπάρχει ως το τελικό κόστος που θα είναι απόρροια των νομικών κυρώσεων, της δημόσιας κατακραυγής και των πολιτικών πιέσεων (άρα άλλο οικονομικό μέγεθος η οικολογική καταστροφή επί προεδρίας Μπους και άλλο επί προεδρίας Ομπάμα). Τέλος πάντων, η ζωή συνεχίζεται, ίσως ψιλοαλλοιωμένη στον Κόλπο του Μεξικού, αλλά τι να κάνουμε, το επιχειρείν έχει τα ρίσκα του και τις παράπλευρες απώλειές του. Κι όπως και να το δει κανείς η ζωή πρέπει να συνεχιστεί και για αυτό ο διευθύνων σύμβουλος της BP θέλει απόλυτα εύλογα τη ζωή του πίσω, τη ζωή του που την θέλει άλλωστε και η συντριπτική πλειοψηφία όλων ημών, τη ζωή του που θεωρητικά δεν αποκλείεται να απολαύσει μια μέρα ο κάθε ένας από εμάς, μια ζωή που μπορεί τελικά να αναλογεί σε απειροελάχιστους από το συνολικό πληθυσμό της γης, αλλά το σύστημα όχι μόνο σε αφήνει να ονειρευτείς ότι μπορεί εσύ να είσαι ένας από αυτούς τους απειροελάχιστους που θα τη ζήσει, μα το κυριότερο δεν σε αποκλείει εκ των προτέρων από τη διεκδίκησή της.

Παρασκευή, Ιουνίου 18, 2010

Η μούχλα του εικοστού αιώνα

Σε προσλαμβάνει μια επιχείρηση. Αν αυτό που της προσφέρεις αξίζει περισσότερο από αυτό που της κοστίζεις θα σε κρατήσει, έτσι δεν είναι; Το μόνο που χρειάζεται είναι να είσαι αρκετά καλός στη δουλειά σου. Ας είσαι λοιπόν. Αν είσαι δεν έχεις να φοβάσαι κάτι. Κοιτάζοντας το συμφέρον της η επιχείρηση θα σε θέλει κοντά της. Αν όμως δεν είσαι, με ποιά γαμημένη λογική πρέπει απολύοντάς σε να σε αποζημιώσει; Θα σε επιβραβεύσει κιόλας που δεν ήσουν αρκετά καλός; Δεν σε πλήρωνε τόσο καιρό; Από που κι ως που να σε πληρώσει και τώρα; Πιο λογικό, πολύ πιο λογικό, θα ήταν να συμβαίνει το αντίθετο. Με την κοινοποίηση της απόλυσής σου να υποχρεούσαι εσύ ως εργαζόμενος να αποζημιώσεις τον εργοδότη σου. Να τον αποζημιώσεις γιατί επένδυσε σε σένα, επένδυσε χρήμα και τεχνογνωσία, με την προσδοκία να αποσβέσει την επένδυσή του και να βγάλει κέρδος. Και εσύ απέτυχες. Και η δική σου αποτυχία αφαιρεί πλούτο από την επιχείρηση και συνολικά από την κοινωνία. Γιατί το επίπεδο της κοινωνίας που έχουμε εξαρτάται από το επίπεδο της οικονομίας που έχουμε και το επίπεδο της οικονομίας που έχουμε εξαρτάται από το επίπεδο της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεών της. Κάποια στιγμή λοιπόν πρέπει να φύγουμε από το παραμυθάκι του «φταίμε όλοι» και να δούμε ποιοί είναι αυτοί που φταίνε περισσότερο, ποιοί είναι οι αδύναμοι κρίκοι της παραγωγικής διαδικασίας, της ανάπτυξης, της προκοπής του τόπου. Είναι λοιπόν να τρελλαίνεσαι ή δεν είναι, που επί τόσες πολλές δεκαετίες ζούσαμε σε ένα σύστημα το οποίο, αντί να τιμωρεί, επιβράβευε δια της αποζημίωσης απόλυσης τους πιο αποτυχημένους και τους πιο κοινωνικά επιβλαβείς; Αποζημιώνοντας εκείνον που δεν μπόρεσε να κάνει τoν εργοδότη του να τον κρατήσει, αφενός δεν πριμοδοτούσαμε την αξιοκρατία αλλά την αναξιοκρατία (λέγαμε δηλαδή ότι οι ανάξιοι δεδικαίωνται) και αφετέρου αποζημιώναμε ζημία ατομική, ζημία ενός ατόμου. Αν η αποζημίωση είχε αντίστροφη κατεύθυνση, αφενός το μήνυμα θα ήταν ότι η αξιοκρατία είναι η μόνη λύση και ότι οι αποτυχημένοι πρέπει να πληρώσουν το τίμημα και αφετέρου θα αποζημιωνόταν ζημία συνολική, ζημία όλης της κοινωνίας που την μη επαρκή παραγωγή πλούτου από το ανάξιο μέλος της καλείται να την μετακυλήσει στα υπόλοιπα, αξιότερα μέλη της. Με τρόμο συνειδητοποιεί κανείς πόσο, μα πόσο, μα πόσο, μα πόσο κακό έχει κάνει συνολικά στις κοινωνίες και τον πλούτο που θα μπορούσαν να είχαν δημιουργήσει δεκαετίες επί δεκαετιών, αυτό το ολότελα σάπιο οικοδόμημα του εργατικού δικαίου, ένα οικοδόμημα γεμάτο παραλογισμούς, γεμάτο ρυθμίσεις που αύξαναν το εργατικό κόστος στα ύψη, σε ύψη που τελικά καμιά κοινωνία δεν μπορεί να αντέξει, με τις επιχειρήσεις απόλυτα εύλογα να φεύγουν και να πηγαίνουν σε μέρη με λογικό εργατικό κόστος, να πηγαίνουν στα μέρη εκείνα που αν έχεις να φας είσαι τυχερός. Και έτσι τελικά δεν είναι; Έτσι δεν πρέπει να είναι; Δεν είσαι τυχερός όταν έχεις να φας; Μας είχαν στρέψει από τα ουσιώδη στα επουσιώδη. Το μυαλό μας είχε πετάξει και είχαμε μετατραπεί σε καταναλωτές άχρηστων κατά βάση προϊόντων. Η οριστική ανατίναξη του εργατικού δικαίου θα σημάνει και την οριστική ανατίναξη του καταναλωτισμού. Ο καταναλωτισμός ήταν ευγενική χορηγία του εργατικού δικαίου, αλλά όλα αυτά έχουν ήδη αρχίσει να ανήκουν στο παρελθόν, αφού μυρίζουν τη μούχλα του εικοστού αιώνα.
So the 21st century revolution
will start for the άρτον ημών τον επιούσιον.

Τετάρτη, Ιουνίου 16, 2010

Η παραγωγική ηλικία

Ο Άξελ είναι εικοσάρης, η Βέρα κάπου εκεί γύρω, ο Άξελ είναι Ισπανός, η Βέρα Γαλλίδα, το Λονδίνο των «Ξέστρωτων Κρεβατιών» πολυπολιτισμικό; Όχι ακριβώς, αφού όλοι οι χαρακτήρες της ταινίας είναι λευκοί Ευρωπαίοι κι άρα το πολιτιστικό background τους λίγο πολύ κοινό, ενώ το πολιτιστικό παρόν τους ορίζεται από την ούτως ή άλλως επιβλητική κουλτούρα του τόπου στον οποίο τώρα βρίσκονται, καθώς και την κοινή κουλτούρα της νιότης. Ανατολικό Λονδίνο, μποέμ καταστάσεις, χύμα καταστάσεις, καταστάσεις κοινοβιακές, αλκοόλ άφθονο, σεξουαλική ελευθερία. Όπως λέει και το χαρακτηριστικότερο τραγούδι του σάουντρακ: «Ηοt monkey, hot ass/ Cold beer, no class / Hot monkey, hot ass / No future, no past». Ναρκωτικά και χάπια βέβαια δεν βλέπεις να παίζουν, αυτά σαν τις άλλες φυλές βρίσκονται σε ένα νεανικό Λονδίνο εκτός ταινίας.

Ο Άξελ ξυπνά κάθε πρωί και σε άλλο σπίτι, μην μπορώντας να θυμηθεί πώς βρέθηκε εκεί και τι είχε συμβεί την προηγούμενη. Υποτίθεται από το πολύ ποτό, αλλά στην πραγματικότητα επειδή τα έχει τα θέματά του. Ήρθε στο Λονδίνο για να βρει τον μπαμπά του που εγκατέλειψε πολύ νωρίς την μαμά του και που ο Άξελ δεν θυμάται να γνώρισε ποτέ. Διαπιστώνει πως είναι καθώς πρέπει μεσίτης. Απογοητεύεται. Να ήταν κανένας τελειωμένος να το καταλάβαινε που δεν είχε επιχειρήσει ποτέ να τον δει. Αλλά ο πατέρας του είναι τελειωμένα λειτουργικός, τελειωμένα ενταγμένος στην κοινωνία. Στην ταινία όμως και οι λειτουργικοί λειτουργούν και οι μη λειτουργικοί λειτουργούν. Και οι πλήρως ενταγμένοι μια χαρά ενταγμένοι είναι στον κόσμο τους και οι μη ενταγμένοι μια χαρά ενταγμένοι στον παράλληλο δικό τους. Αντίθετα με άλλες ταινίες για νέους, δεν θα βρεις οργή, αδικία, επανάσταση, έστω και χωρίς αιτία. Μπορεί ακόμα να μην βρεις μια συγκρουσιακή αντίθεση με τις νόρμες των μεγάλων, ωστόσο την βρίσκεις στην πράξη, αφού οι ήρωες της ταινίας ζουν σε ένα περιβάλλον που η ατομική ιδιοκτησία, ο καταναλωτισμός και το χρήμα παύουν να είναι ο κύριος ρυθμιστικός παράγοντας της ανταλλαγής των αγαθών. Όπως ακριβώς σε άλλες ταινίες για νέους, θα βρεις το χιλιοειπωμένο μυητικό ταξίδι προς την ενηλικίωση και την ωρίμαση και μάλιστα με συμβολισμούς κατά βάση απλοϊκούς. Όσο για τις πληγές των ηρώων είναι πιο πολύ για ακκισμό, για να τις χαϊδεύεις, να τους βάλεις τσιρότο και να τρέξεις στα λιβάδια με το κατάλληλο τραγούδι, δάκρυα στα μάτια και το παράταιρο σακάκι σου. Δεν ντύνει δηλαδή η μουσική τον πόνο, αλλά ο πόνος είναι ντεκόρ του σκηνικού. Όπως και αντί να ντύνουν τα κουστούμια τον ήρωα είναι σαν ο ήρωας να ντύνει αυτά. Ο πόνος δεν πονά πραγματικά ή μάλλον πονά σαν μπέρδεμα, σαν το κοσμοϊστορικά μπερδεμένο και αχτένιστο μαλλί του Άξελ, σαν κενό που θες να καλύψεις, σαν πατέρας που δεν γνώρισες και όχι σαν πατέρας που έχασες. Δεν είναι το ίδιο κάτι που ποτέ δεν είχες με κάτι που είχες και έχασες. Στην μία περίπτωση υπάρχει κενό, στην άλλη απώλεια. Στην ταινία υπάρχει βέβαια η ερωτική απώλεια. Αλλά, όπως όλοι ξέρουμε, ο έρωτας που μετρά σε μια ταινία δεν είναι ο πρώην σου, αλλά ο έρωτας που θα εμφανιστεί τη στιγμή που δεν απαντάς στις κλήσεις του πρώην σου. Ο πρώην αφορά τον πριν της ταινίας χρόνο, ενώ τα είκοσι είναι μια πολύ καλή ηλικία ώστε ο ένας έρωτας να αντικαθιστά τον άλλο. Και ο Ρωμαίος πριν γνωρίσει την Ιουλιέττα χτυπημένος από έρωτα για άλλη ήταν άλλωστε.

Ωστόσο είναι μίζερο να επιμένει κανείς στα ψεγάδια της ταινίας. Μπορεί και να επιλέξει να της τα συγχωρήσει και να επιμείνει στις αρετές της, αντιμετωπίζοντάς την ως αυτό που τελικά είναι. Μολονότι δηλαδή η ταινία θέλει να είναι πάρα πολύ μοντέρνα, είναι πάρα πολύ νοσταλγική. Μολονότι μιλά για νέους που ζουν μόνο στο παρόν, είναι κατά βάθος μια ταινία εποχής: ένα νοσταλγικό τραγούδι για την εποχή της νεότητας, για μια νεότητα βιωμένη όχι παραγωγικά με τη στενή έννοια αλλά με την ευρεία, για μια εποχή δηλαδή που αξιοποιείται καλύτερα όταν παράγεις εντός της αναμνήσεις και εμπειρίες, έστω κι αν πολλές από αυτές δεν τις θυμάσαι το άλλο πρωί.

(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Τρίτη, Ιουνίου 15, 2010

Η μεταπολίτευση τα βάφει



Δευτέρα, Ιουνίου 14, 2010

Στρώματα του εαυτού μας αντιμάχονται άλλα στρώματα του εαυτού μας. Εξουδετερώνουμε πλήρως τις ενοχές μας μόνο και μόνο για να διαπιστώσουμε ότι αυτές πάντα θα βρίσκουν τον τρόπο να μας σαμποτάρουν. Ο κάθε άνθρωπος δεν είναι ούτε το σύνολο αυτών που κάνει ούτε το σύνολο αυτών που σκέφτεται ούτε καν ο συνδυασμός αυτών των δύο συνόλων. Είναι ο συνδυασμός αυτών των δύο συνόλων συν όσα κρύβονται πίσω από τις σκέψεις του συν όσα κρύβονται πίσω από τις πράξεις του. Πώς θα μπορούσαμε τελικά να μάθουμε την Μεγάλη Αλήθεια του κάθε ανθρώπου; Αν τον ξαπλώναμε στο ντιβάνι του ιδανικού του ψυχαναλυτή; Αν αφηγούμαστε την ιστορία του με ένα μυθιστόρημα; Κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε ότι ο κάθε άνθρωπος θα έπρεπε να πέσει στα χέρια όχι μόνο του ιδανικού του ψυχαναλυτή αλλά και του ιδανικού του αναγνώστη. Και ίσως τελικά αν υπάρχει άλλος κόσμος να είναι κάτι σαν αυτό: ένας τόπος κοινής συνάντησης όπου όλοι οι νεκροί -όλοι δηλαδή όσοι προηγουμένως ζήσαμε- να συγκεντρωνόμαστε έτοιμοι να δούμε με κοινό προτζέκτορα την Μεγάλη Αλήθεια του καθενός. Κι όπως θα προβάλλονται οι Τελικές μας Ιστορίες θα διαπιστώνουμε -άλλοτε με έκπληξη, άλλοτε χωρίς- πόσο συμπλέχθηκαν με τις Τελικές Ιστορίες άλλων ανθρώπων, πόσο καθοριστικά ή πόσο ελάχιστα τις επηρέασε αυτή η διασταύρωση. Κι όταν τελειώσει η προβολή και της τελευταίας Τελικής Ιστορίας θα πατηθεί το play και θα αρχίσουν να προβάλλονται όλες μαζί ταυτόχρονα και η ταυτόχρονη αυτή προβολή θα αποτελεί και την Τελική Ιστορία του κόσμου μας, την Μεγάλη Αλήθεια του κόσμου μας, όλα θα έχουν επιτέλους βάση, ερμηνεία, αναγωγή, εξήγηση, τίποτα πια δεν θα είναι κρυμμένο, μυστήριο, διφορούμενο, αμφίβολο, κι αυτό πράγματι θα σημάνει το τέλος του κόσμου, αφού ο κόσμος θα σβήσει τότε από αφόρητη ανία και αφόρητη κατάθλιψη, ανακαλώντας νοσταλγικά στη μνήμη, πριν κι αυτή σβήσει μαζί του, την εποχή των μυστικών, την εποχή που το σκοτάδι δεν είχε ακόμη καταργηθεί από το φως, επιτρέποντας έτσι να αχνοφαίνονται μέσα του πρόσωπα, πρόσωπα που το αναιρούσαν μεν κι αυτά, αλλά μόνο για λίγο, αλλά μόνο για το μικρό κομμάτι χώρου που καταλάμβαναν, για το μικρό εκείνο κομμάτι που έπαιρνε από το σκοτάδι ό,τι δεν του ανήκε, αφήνοντάς του όλα τα άλλα δικά του, αφήνοντάς του πάνω απ΄ όλα το μεγαλύτερο μυστήριο όλων που λέγεται άνθρωπος, το μυστήριο που την ίδια στιγμή που υπόσχεται την ίδια στιγμή απογοητεύει, που την ίδια στιγμή που είναι ελεύθερος είναι και δούλος, που την ίδια στιγμή που λέει αλήθεια λέει και ψέμματα, γιατί όσο πιο απόλυτη είναι η αλήθεια που διακηρύσσεις τόσο πιθανότερο είναι να βρίσκεται κοντά στο ψέμμα, όσο πιο πολύ πιστεύεις τα λόγια που λες τόσο πιθανότερο είναι να τα πιστεύεις ακριβώς επειδή είναι λόγια, να τα πιστεύεις δηλαδή σαν λόγια, σαν έννοιες, σαν ιδέες, σαν κάτι που εσύ σκέφτηκες και είπες, γιατί ο κατεξοχήν προορισμός των λέξεων δεν είναι να μεταφέρουν την αλήθεια, αλλά να προσπαθούν να μεταφέρουν ομορφιά και μυστήριο, άλλοτε δημιουργώντας τα από το μυαλό κι άλλοτε ανασύροντάς τα από το σώμα.

Πέμπτη, Ιουνίου 10, 2010

Ο τεχνοκράτης

Προκειμένου να καταφέρει να αποκόψει όσο περισσότερο γίνεται τον εαυτό του από τον κόσμο,
να καταφέρει δηλαδή να διατηρεί απρόσκοπτη την ροή των σκέψεων και των εσωτερικών διεργασιών του από τα εξωτερικώς συμβαίνοντα,
είχε καταφύγει στην τεχνοκρατική οργάνωση των συναισθημάτων του.
Και πράγματι,
αναδιαρθρώνοντας με μια σειρά θεσμικών τομών το πρότερο συναισθηματικό χυμείο,
είχε πετύχει,
νόμο το νόμο και ερμηνευτική εγκύκλιο την ερμηνευτική εγκύκλιο,
να έχει ανά πάσα στιγμή εύκαιρη την προβλεπόμενη αντίδραση για το εκάστοτε πρόβλημα.
Επειδή τώρα ο άνθρωπος είναι μυστήριο ον,
ον η πλήρης εξορθολογικοποίηση του οποίου συναντά διαρκώς προσκόμματα
λόγω ψυχικών κεκτημένων και άλλων παρόμοιων ιδεοληψιών,
λίγο πολύ απέκρυβε από τον εαυτό του την τεχνοκρατική του διάσταση,
αφού αυτή μόνο έτσι απέδιδε αποτελεσματικά,
παραχωρώντας του συγκριτικό πλεονέκτημα στον συναισθηματικό ανταγωνισμό.
Ωστόσο η εμμονή του στο γράμμα της κάθε διάταξης
και η ολοένα μεγαλύτερη απομάκρυνσή του από το πνεύμα της
είχε αρχίσει να γίνεται πηγή κακοσμίας.
Στην αρχή άρχισαν να τη συλλαμβάνουν οι πιο ευαίσθητες μύτες,
μετά οι περισσότερες, στο τέλος όλες.
Προκλήθηκε λοιπόν αναταραχή που απειλούσε να διαταράξει την απρόσκοπτη ροή των σκέψεων και των εσωτερικών διεργασιών του.
Η κατάσταση έπρεπε είτε να εξορθολογιστεί προς το κυνικότερο
(προς τη συνειδητή δηλαδή τεχνοκρατική λειτουργία των αντιδράσεών του)
είτε να επανασυναισθηματικοποιηθεί προς το αθωότερο.
Μπελάς και η ομολογία κυνισμού,
μπελάς και η εκ νέου παράδοση στη συναισθηματική ζούγκλα.
Μπελάς ο έξω κόσμος γενικά σκέφτηκε,
θα συμφωνούσε μαζί του άλλωστε κι ο Σωκράτης,
αλλά και να συμφωνούσε δεν λέει κάτι από μόνο του,
αφού υπάρχει ποιοτική διαφορά από ροή σκέψεων σε ροή σκέψεων,
ενώ από συναισθηματική αποστασιοποίηση σε συναισθηματική αποστασιοποίηση όχι.

Τρίτη, Ιουνίου 08, 2010

Άκη μην κλαις

Υπάρχει μια ουσιώδης διαφορά ανάμεσα στις τελευταίες διασπαστικές - πισωγυριστικές εξελίξεις στον πολυμετοχικό Παναθηναϊκό και τις τελευταίες διασπαστικές - πισωγυριστικές εξελίξεις στον πολυσυνιστωσικό ΣΥΡΙΖΑ:
στον μεν Παναθηναϊκό συνέβησαν σε περιβάλλον γεμάτο προσδοκίες (παρόλα τα πρακτικά εμπόδια που έβαζε η οικονομική κρίση), με αποτέλεσμα να πάρουν την ελπίδα και να την ρίξουν στα τάρταρα,
στον δε ΣΥΡΙΖΑ συνέβησαν σε περιβάλλον μηδενικών προσδοκιών (παρ' όλες τις πολιτικές προοπτικές που δημιουργούσε η οικονομική κρίση), με αποτέλεσμα ο στερημένος την ελπίδα, την τριχοτόμηση σε κόμμα Τσίπρα, κόμμα Αλαβάνου και κόμμα Κουβέλη να μην την φοβάται.
---
Σε κοινωνίες σαν τη δική μας, που οι θεσμοί άλλοτε δεν θέλουν και άλλοτε δεν μπορούν να αποδώσουν Δικαιοσύνη, το ρόλο της υποκαθιστά η Δημοσιότητα: τα φώτα που χρόνια σε έχριζαν πρωταγωνιστή θα πέσουν χαιρέκακα επάνω σου για να μετατραπείς σε βορά των κανιβαλικών βλεμμάτων ενός προδομένου κοινού που απαιτεί κάθαρση. Ας μην απελπίζεσαι όμως· η τιμωρία σου μπορεί να είναι δυσανάλογα σκληρή, αλλά έχει ένα πάρα πολύ μεγάλο συν: κρατάει λίγο.
Γιατί η Δημοσιότητα, όσο ξαφνικά σε ανακαλεί στη μνήμη της, χρησμοδοτώντας ότι εσύ είσαι το μίασμα εξαιτίας του οποίου έπεσε λοιμός στην πόλη, άλλο τόσο ξαφνικά σε εξαφανίζει εντελώς από το προσκήνιο και σε ξεχνά. Και μαζί της θα σε ξεχάσουν και οι θεσμοί που άρχισαν να σε κυνηγούν όταν έπεσαν πάνω σου τα φώτα. Η φωτοχυσία λειτουργεί ταυτόχρονα και σαν τιμωρός και σαν λωτός. Αν λοιπόν φανείς δυνατός και αντέξεις τον ορυμαγδό, πολύ - πολύ γρήγορα όλα μπορούν να επιστρέψουν στο σημείο που βρίσκονταν πριν. Αν δεν με πιστεύεις ρώτα και τον Θέμο. Γι΄αυτό Άκη (Τόλη κ.ο.κ) μην κλαις, εσένα δεν σε βάζουν στο χέρι.
---
Έχει κανείς την αίσθηση ότι όσα μας έχει προσφέρει ως τώρα το 2010 δεν είναι το σοκ αλλά το προοίμιό του, δεν είναι η ταινία αλλά το τρέιλέρ της. Μην ρωτάς τι είδους ταινία είναι. Είναι σαφές ότι είναι ταινία καταστροφής. Η τελευταία λέξη των ειδικών εφέ έρχεται να πέσει πάνω μας. Φάστεν γιουρ σιτ μπελς μπικοζ δε σιτ γουίλ σουν χιτ δε φαν.
---
Αλλά επειδή μας έφαγε η μουτζούφλα, το μουντιάλ αρχίζει όπου να ΄ναι και τμήμα του παλιού, ανυπέρβλητα ιστορικού και ιστορικά ανυπέρβλητου, Dribble & Drink είναι και πάλι εδώ, έτοιμο για φαγητό, ενδεχομένως ξαναζεσταμένο ενδεχομένως πλούσιο σε θρεπτικές ουσίες, θα δείξει η μουντιαλοψία. Στον έβδομο ουρανό όλοι αδέλφια.

Δευτέρα, Ιουνίου 07, 2010

Οι ζωές των άλλων

Για μια ταινία που ανατέμνει τα νεανικά χρόνια μιας μεγάλης ιέρειας του στυλ (και την μόνη από το χώρο της μόδας που φιγουράρει στη λίστα του Τιme με τους 100 πιο σημαντικούς ανθρώπους του 20ου αιώνα), το «Η Κοκό πριν τη Σανέλ» (γαλλική ταινία που για ανεξήγητους λόγους παίζεται στην Ελλάδα με αγγλικό τίτλο) υποφέρει από μεγάλες ελλείψεις στον τομέα του προσωπικού κινηματογραφικού στυλ. Αντίθετα, η πρώτη ταινία για τη Σανέλ που προβλήθηκε φέτος στους κινηματογράφους (και κυκλοφορεί ήδη σε dvd), το «Κοκό Σανέλ & Ιγκόρ Στραβίνσκι», μπορεί να έχει άλλα μειονεκτήματα, αλλά προσωπικό ύφος έχει και παραέχει, στίγμα δικό της έχει, άρα έχει τελικά και λόγο ύπαρξης, όντας στη σύγκριση των δύο πολύ γοητευτικότερη (όσο ας πούμε γοητευτικότερο και πιο μυστηριακό φορτίο κουβαλά σαν γυναίκα η Άννα Μουγκλαλίς από την Οντρέ «για πάντα Αμελί» Τοτού). «Η Κοκό πριν τη Σανέλ» δεν κατορθώνει σε καμία περίπτωση να γίνει κάτι διαφορετικό από μία ακόμα βιογραφία, βιογραφία μάλιστα μέτρια, ενίοτε βαρετή, χωρίς εξάρσεις, χωρίς μια σκηνή να ξεχωρίζει, όπως η καταπληκτική εναρκτήρια σκηνή του «Κοκό Σανέλ & Ιγκόρ Στραβίνσκι» που ανοίγει πόρτες στους αμύητους και σε κάνει να θες να ψάξεις και να ξανακούσεις την «Ιεροτελεστία της Άνοιξης».

Αν στα κομμουνιστικά καθεστώτα οι ζωές των άλλων αποτελούσαν δυνάμει πηγές κινδύνου και αποσταθεροποίησης, αυτό αντίστροφα σήμαινε ότι ήταν και σημαντικές (και άρα η κάθε Στάζι είχε λόγο να διεισδύσει μέσα τους). Σε καθεστώτα σαν το δικό μας, που η συναίνεσή μας τους έχει εκχωρηθεί και η συνείδηση μας τα νομιμοποιεί , η ζωή του καθενός παύει να έχει τόσο ενδιαφέρον. Έτσι το βλέμμα φεύγει από την παρακολούθηση των πολλών και στρέφεται προς την παρακολούθηση των λίγων και ξεχωριστών. Αυτή είναι άλλωστε και η φυσική πορεία του βλέμματος, η πορεία του προς τους φωτεινότερους εξ ημών. Ωστόσο όλο αυτό συχνά καταλήγει σε τρύπα στο νερό, εφόσον δεχθούμε ότι περισσότερο από τις ζωές τους (που μπορεί να μοιάζουν με τις δικές μας) οι ξεχωριστοί άνθρωποι είναι το έργο τους (που δεν μοιάζει με το δικό μας), ένα έργο μάλιστα το οποίο -αν είμαστε εξοικειωμένοι μαζί του- μπορεί τελικά να μας αποκαλύψει πολύ περισσότερα για τον καθένα από ό,τι η εξαντλητικότερη βιογραφία του. Συχνά δε είναι τόσο αφοσιωμένοι στο έργο τους, τόσο πολύ ταυτίζεται η ζωή τους με το έργο τους (με το έργο τους που την απορροφά), ώστε οι βιογραφίες προσπαθούν να βγάλουν από τη μύγα ξύγκι και να δραματοποιήσουν γεγονότα με μικρό ενδιαφέρον ή να τους αποδώσουν διαστάσεις που δεν έχουν.΄Ετσι, μια παγίδα στην οποία πέφτουν οι περισσότερες βιογραφίες, είναι ότι μας δείχνουν ανθρώπους με κάθε άλλο παρά μπανάλ έργο να αναλίσκονται σε μπανάλ εξαρτήσεις από ουσίες ή σε μπανάλ ερωτικές περιπέτειες, λες και αυτοί οι άνθρωποι ερωτεύονται εξ ορισμού διαφορετικά και πιο πλούσια από εμάς. Αντί να εστιάζουν σε αυτό που τους κάνει διαφορετικούς εστιάζουν σε αυτό που μας μοιάζουν.

Η συγκεκριμένη ταινία δεν μας δείχνει την ακμή και τη δόξα, αλλά τι προηγήθηκε της επιτυχίας της Κοκό Σανέλ. Η γοητεία που ασκούν οι άνθρωποι που ξεχώρισαν δημιουργεί ένα κοινό που σπεύδει να δει και να διαβάσει για την «αληθινή» ζωή τους, άλλοτε ηδονοβλεπτικά και σκανδαλοθηρικά κι άλλοτε με δέος και χρησιμοθηρικά, προσπαθώντας δηλαδή να αποκρυπογραφήσει τους κρυμμένους μυστικούς παράγοντες που κάνουν την Κοκό να γίνει Σανέλ. Tι κάνει την Κοκό να γίνει Σανέλ; Τι κάνει το κάθε κοινό όνομα να μετατραπεί σε επώνυμο επώνυμο;

Στο «Πως ο Προυστ μπορεί να αλλάξει τη ζωή σου» ο Αλαίν Ντε Μποττόν γράφει: «Το Κομπραί ίσως να είναι ευχάριστο, αλλά ως τόπος προς επίσκεψη δεν ξεχωρίζει από άλλους παρόμοιους στο μεγάλο υψίπεδο της βόρειας Γαλλίας· η ομορφιά που ανακάλυψε εκεί ο Προυστ είναι εφικτό να βρεθεί, σε λανθάνουσα κατάσταση, σε σχεδόν κάθε κοντινή κωμόπολη, αρκεί να μπει στον κόπο κανείς να την κοιτάξει με το βλέμμα του Προυστ ... Επομένως, ο στόχος μας δεν θα έπρεπε να είναι μια επίσκεψη στο Ιλλιέ Κομπραί: γνήσιος φόρος τιμής στον Προυστ θα ήταν να αντικρίζαμε το δικό μας κόσμο με το βλέμμα του, κι όχι το δικό του κόσμο με το βλέμμα μας».

Αλλά είτε χαρίζεται αυτό το βλέμμα (όντας χάρισμα) είτε κατακτάται, το πιθανότερο είναι πως οι περισσότεροι από εμάς θα παραμείνουμε με το δικό μας μπανάλ βλέμμα και για αυτό θα εξακολουθήσουμε να διαβάζουμε και να βλέπουμε βιογραφίες άλλων ανθρώπων, βιογραφίες που ματαίως θα προσπαθούν να αποδώσουν το μυστήριο της δημιουργίας σε αυτά που εκείνοι έτυχε να δουν, αντί στον τρόπο που εκείνοι τα κοίταξαν.

(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Απ΄τα -σάπια- κόκκαλα βγαλμένη

Η ώρα είναι μία παρά είκοσι και στο ΣΕΦ ακόμη διαβουλεύονται για τον τρόπο που θα αδειάσει το γήπεδο, αν τελικά αδειάσει. Όσο γινόταν παιχνίδι, σε περίοπτη θέση βλέπαμε το πανό «ΔΙΑΜΑΝΤΙΔΗ ΜΠΙΝΕ ΝΑ ΣΑΠΙΣΟΥΝ ΤΑ ΚΟΚΚΑΛΑ ΣΟΥ». Και το θέμα δεν είναι μόνο ότι όσα συμβαίνουν απόψε αποτελούν εθιμικό δίκαιο των πολλών τελευταίων ετών (εθιμικό δίκαιο και των δύο αντιμαχόμενων πλευρών), το θέμα είναι ότι συμβαίνουν και σε έναν τομέα που άνθιζε, σε έναν τομέα που στον διεθνή ανταγωνισμό τα πήγαινε μια χαρά. Αλλά ακόμη και δυο εταιρίες με δυσθεώρητα μπάτζετ δεν θέλησαν ποτέ να απαλλαγούν από όλο αυτό το έμεσμα, με το οποίο μαζί πορεύονταν, λες και το είχαν αληθινά ανάγκη.

Παρακμή παντού, ακόμη και στους τομείς που ακμάζουν,

σαπίλα παντού, ακόμη και στους τομείς που σφύζουν από υγεία.

Χαλασμένα χρόνια, χαλασμένος τρόπος, χαλασμένες νοοτροπίες, μιθριδατισμός, αηδία παντού.

Είναι μία, το παιχνίδι ξανάρχισε, πάμε να τους τελειώσουμε στο μισοεκκενωμένο γήπεδό τους.

Παρασκευή, Ιουνίου 04, 2010

Πάντοτε οπλισμένο

Πέφτει το μάτι μου μέσω buzz σε αυτό. Και σκέφτομαι πόσα πολλά έχω να πω σχετικά με το θέμα, πόσο πολύ μπορεί να τα χώσω. Φτιάχνομαι τόσο, που πάω και παίρνω για πρώτη φορά το Esquire για να διαβάσω τι λέει επί του θέματος ο Κωστόπουλος, γιατί το χώσιμο πρέπει να είναι συνολικό.
Σκέφτομαι όμως ακόμα ότι πριν μερικούς μήνες, μου είπαν ότι υπάρχει ένα ενδιαφέρον από το Status και πήγα και είχα μια συνάντηση με τον διευθυντή του περιοδικού και συντάκτη του επίμαχου άρθρου. Ο άνθρωπος αποδείχτηκε ότι αγνοούσε εντελώς την ύπαρξή μου και ξεμπέρδεψε μαζί μου στο τρίλεπτο. Κάτι προτάσεις που μου ζήτησαν να τους στείλω για το πώς θα μπορούσαμε να συνεργαστούμε δεν απαντήθηκαν ποτέ, έστω και από μια στοιχειώδη ευγένεια, που θα επέτασσε ένα, βρε αδελφέ, ενδιαφερθήκαμε για σένα, αλλά αυτά που μας έστειλες δεν κάνουν.
Αυτή η έλλειψη της στοιχειώδους ευγένειας μου έκανε εντύπωση και λίγους μήνες μετά, όταν σε σάιτ που ασχολείται αποκλειστικά με τον Παναθηναϊκό, με φώναξαν και μου είπαν η συνεργασία μας θα έχει ως εξής, αυτές θα είναι οι δικές μας υποχρεώσεις, αυτές οι δικές σου, ξεκινάμε μαζί σε λίγες εβδομάδες. Όταν οι εβδομάδες πέρασαν και ρώτησα τι γίνεται, μου είπαν ότι όλα είναι εντάξει, θα με ειδοποιήσουν. Δεν με ειδοποίησαν ποτέ, δεν τους περίσσευαν προφανώς λίγες λέξεις σε ένα μέιλ ή λίγα δευτερόλεπτα σε ένα τηλέφωνο για να μου πουν σόρι, αλλάξαμε γνώμη, άκυρη η συμφωνία μας.
Θέλω τελικά να πω, ότι αν η έλλειψη στοιχειώδους ευγένειας είναι ένα ζήτημα, ακόμα πιο σημαντικό ζήτημα είναι η δική μου στάση απέναντι στα πράγματα: τόσο για το Status, όσο και για το παναθηναϊκό σάιτ, είχα μέσα μου αναστολές και κωλύμματα: δεν μου φαινόταν πρέπον να γράφω σε λάιφ στάιλ έντυπο, δεν μου φαινόταν πρέπον να γίνω επαγγελματίας Παναθηναϊκός. Όπως εξακολουθώ και έχω αναστολές και κωλύμματα για μια άλλη δραστηριότητα στην οποία συμμετέχω τον τελευταίο καιρό. Αλλά συμμετέχω επειδή τις αναστολές και τα κωλύμματα τα έχω μόνο και μόνο για να βαυκαλίζομαι μαζί τους.
Το οποίο μας φέρνει στην αρχική συζήτηση. Θα μπορούσα να γράψω πολλά για την όψιμη αποκήρυξη του λάιφ στάιλ, αλλά δεν είναι αυτομάτως κακό να είναι κανείς λάτρης του λάιφ στάιλ, όπως δεν είναι αυτομάτως κακό να είναι κανείς σε οποιοδήποτε νόμιμο επάγγελμα.
Αυτομάτως κακό είναι να κάνεις (ή να δέχεσαι να κάνεις, ανεξάρτητα αν τελικά δεν γίνονται) πράγματα που θεωρείς λάθος να κάνεις, είτε γιατί έχεις ανάγκες είτε γιατί πιστεύεις ότι παρά ταύτα θα κάνεις κάτι διαφορετικό, βρίσκοντας πάντα μα πάντα τον τρόπο να δικαιολογείς στον εαυτό σου όλες τις παροιμιώδεις κωλοτούμπες σου.
Και ενώ κάνεις όλες αυτές τις κωλοτούμπες ντρέπεσαι να βγεις και να πεις δημόσια ότι όταν πρωτοσυνεργάστηκες με τη Lifo ήταν διαφορετικά, ήταν αρχή ακόμη, δεν τρέχει τίποτα που ήταν δωρεάν, αντίθετα, τιμή σου ήταν. Ότι όμως τώρα, όταν σου ζήτησαν να δώσεις ένα κείμενο είπες ευχαρίστως, τιμή μου ξανά, όταν σου ζήτησαν να δώσεις και άλλο είπες οκ, να δώσω ένα ακόμα, αλλά εφεξής δωρεάν δεν γράφω για κανέναν, όσο πολύ κι όσο αληθινά κι αν το γουστάρω, και σου απάντησαν δεν γίνεται,
κι ως εκεί όλα καλά και όλα ωραία,
μέχρι όμως που μετά από αυτή τη συζήτηση βλέπεις να έχουν πάρει ένα ποστ σου και να το έχουν βάλει σε παρόμοια θέση με τα δύο κείμενα που εσύ εκουσίως έδωσες (γιατί ήταν τιμή σου),
και αναρωτιέσαι τι παίζει τελικά με την έλλειψη στοιχειώδους ευγένειας στον ελληνικό Τύπο.
Και τώρα φοβάσαι πως είναι μαλακία ότι αυτό το γράφεις απευθείας δημόσια, έχοντας τύψεις δηλαδή και για αυτό, και τώρα δεν ξέρεις πώς κατέληξες να τα γράφεις όλα αυτά, ενώ το λάιφ στάιλ ήθελες να κράξεις.
Αλλά όταν πήγες να το κράξεις σε έπιασαν τύψεις. Κι έτσι η μια επεξήγηση έφερε την άλλη κι έτσι τελικά, όπως πάντα συμβαίνει με τις τύψεις σου, βαυκαλίστηκες μαζί τους πηγαίνοντας τελικά πέρα στην τιμή και στην πεποίθησή σου.
Για να το γενικεύσουμε λοιπόν, όσο κι αν το λάιφ στάιλ προηγήθηκε ιδεολογικά της χρεοκοπίας, της χρεοκοπίας επίσης προηγήθηκε μια σειρά δήθεν τυπάδων σαν εμένα, γεμάτων τιμή και πεποιθήσεις, γεμάτων κωλύμματα και αναστολές, έχοντας όμως μέσα τους πάντοτε οπλισμένο το μεγάλο Ναι.

Τετάρτη, Ιουνίου 02, 2010

Το ανώτατο στάδιο του φεμινισμού

Οι κότες και το αυγό: μην αφήνεις να σε ξεγελάσει η χλιδάτη πρόσοψη του «Sex and the City 2». Μαζί με το φαν η ταινία έχει έρθει για να θίξει θέματα, έχει έρθει για να κάνει μια ακόμη φεμινιστική δήλωση. Επιφοίτηση πρώτη, καθώς τα κορίτσια πίνουν τα κοκτέιλ τους στο Άμπου Ντάμπι: οι άντρες φοράνε στις ντόπιες μπούρκα γιατί θέλουν να τους κλείσουν το στόμα. Και πώς αντιμετωπίζει η κριτική του «New Yorker» το τελευταίο βιβλίο της Κάρι; Με ένα κείμενο που της λέει να μη μιλάει αν δεν έχει κάτι να πει και ένα συνοδευτικό σκίτσο που της βάζει τσιρότο στο στόμα. Άκουσον - άκουσον τα σεξιστικά γουρούνια. Και γιατί τελικά ο αρχιδικηγόρος στη δικηγορική εταιρία της Μιράντα της κάνει συνέχεια με το χέρι να σωπάσει κάθε που εκείνη ανοίγει το στόμα της; Κι άλλη επιφοίτηση καθ΄οδόν: δεν τον ενοχλούσαν αυτά που έλεγε, αλλά το γεγονός ότι μιλούσε. Και να που αραβικός κόσμος και νεοϋρκέζικος κόσμος συναντιούνται: ακόμα και στην πατρίδα της ελευθερίας, πολλοί άντρες, όσο απελευθερωμένοι και αν το παίζουν, εξακολουθούν να κομπλάρουν μπροστά στις δυναμικές και ανεξάρτητες γυναίκες. Κάτω οι μπούρκες, κάτω τα τσιρότα. Δώστε στις γυναίκες πίσω τη φωνή τους. Ώστε να φωνάξουν: Παπούτσια. Φορέματα. Γιατί κατά την σεξεντεδεσιτική αντίληψη του κόσμου το ανώτατο στάδιο του φεμινισμού είναι ο υλισμός. Καταναλώστε. Αγοράστε. Μπορεί άραγε να βρει κανείς στη γύρα πιο μειωτικά πρότυπα γυναικών, πιο ξεφτιλισμένους ανθρωπολογικούς τύπους, μπορεί να βρει κανείς στη γύρα πιο κλαυσιγελική υστερία καταναλωτισμού; Όχι, δεν μπορεί. Και να που καμιά φορά από τα απελευθερωμένα στόματα δεν ακούγονται καν αρθρωμένες λέξεις αλλά αλαλαγμοί: ένα μακρόσυρτο γουάου ακούγεται στο σινεμά, καθώς η κάμερα δείχνει τις γόβες της Κάρι. Λες και είμαστε σε συναυλία και βγήκε ο ποπ σταρ στη σκηνή Υπήρχε από πριν αυτό το κοινό που ουρλιάζει για γοβάκια ή το έφτιαξε το Sex and the City; Οι κότες έκαναν το αυγό ή το αυγό τις κότες;

Καναπές and the City: Ο πρώην γκόμενος θα πει σε μια στιγμή στην Κάρι: «Είσαι ο πιο αντισυμβατικός άνθρωπος που ξέρω». Της το λέει σοβαρά, δεν ειρωνεύεται. Και πράγματι. Εκεί που τελειώνει η συμβατικότητα ξεκινά η Κάρι. Θες παραδείγματα; Παντρεμένη γυναίκα και δεν φοράει μονόπετρο. Λίγο το έχεις αυτό; Απ' το αμονόπετρο δάκτυλό της εκβάλλουν καταρράκτες σημειολογικής ανεξαρτησίας. Επίσης εκείνη δεν μαγειρεύει. Ποτέ όμως. Ο Μπιγκ σε επετείους και εθνικές εορτές. Και το πιο αντισυμβατικό όλων, δεν νιώθει υποχρεωμένη να κάνει παιδιά. Την περιγελά την κοινωνία και τις νόρμες της, φίλε. Τώρα αν μέσα στην τόση αντισυμβατικότητα έχει και μερικά κολλήματα, άνθρωπος είναι κι αυτή. Τι θες, να ζήσει στο βουνό; Γιατί δεν είναι μόνο η μόδα. Εξομολογείται στην πωλήτρια ότι κάνει απιστίες στη μόδα, αγοράζοντας έπιπλα. Από σύμβολο του λάθος δρόμου ο καναπές του «Αmerican Beauty» μετατρέπεται στο «Sex and the City 2» σε απαραίτητο αξεσουάρ του σωστού δρόμου. Και η Κάρι μπορεί να γεμίζει το σπίτι της με όλα εκείνα τα έπιπλα που ονειρεύτηκε, αλλά δεν αντέχει να κάθεται μέσα σε αυτό. Κι ας έχει τον Μπιγκ μαζί της. Θέλει να βγαίνουν να ξαλεγράρουν. Να γυρίσουν την πόλη. Είναι γυναίκα του γλεντιού και δεν υπολογίζει.

Από έξω παράδοση από μέσα επανάσταση: «Τhis bullshit economy» θα αναφωνήσει η Σαμάνθα. Τα οικονομικά προβλήματα της τελευταίας διετίας (τα οικονομικά προβλήματα των άλλων) ξενερώνουν τα κορίτσια. Και πάνε να δραπετεύσουν για λίγο από όλα αυτά και να βρουν στο Άμπου Ντάμπι τα μεγαλεία, τα παλάτια, τα λεφτά. Τι κρίμα που αυτός ο υλιστικός παράδεισος καταπιέζει τις γυναίκες. Μα, κοίτα, ναι, κάτω από το τσαντόρ οι αμπουνταμπίτισσες καροσαμάνθες φοράνε την τελευταία κολεξιόν. Παράδοση και προσωπική πρόταση παντρεύονται σικάτα και επαναστατικά. Τα ρούχα κάτω από τα τσαντόρ, τα ρούχα μέσα στο σπίτι. Γιατί, κοίτα, η Κάρι ωριμάζει και θα αρχίσει να μένει και αυτή τα βράδια σπίτι. Με τουαλέτες όμως. Σαν να βγαίνει έξω. Γιατί η Κάρι είναι η πιο αντισυμβατική.

Marital Sex and the City: Στην πρώτη ταινία τα κερατάκια της Μιράντας, στο δεύτερη ένα φιλί, στο Sex and the City 3 το μεγάλο ενοχικό ζήτημα θα είναι μια φευγαλέα σκέψη απ' το μυαλό. «Καλέ μου δεν αντέχω τις τύψεις, δεν μπορώ να ζω μες το ψέμμα. Σκέφτηκα το απόγευμα ότι ο τάδε είναι ωραίος γκόμενος». Γιατί απαξ και μπει το στεφάνι, το sex στο city είναι αυστηρά και αδιαπραγμάτευτα συζυγικό. Μένει η Σαμάνθα να κρατάει τα μπόσικα, με τις στεφανάτες φίλες μας να είναι τύπες και υπογραμμές. Η άβγαλτη παιδούλα Κάρι θα πει στον άντρα της ζωής την την αμαρτία της. Βουτηγμένη στην ενοχή και ταγμένη στην απόλυτη μεταξύ τους αλήθεια ομολογεί: ναι, τον εφίλησα, σε πρόδωσα Μπιγκ, τα χείλη μου δεν είναι πια παρθένα. Κόκκιν΄αχεί - κοκκιν' αχείλι εφίλησα και έβαψε το δικό μου με ντροπή. Και η ντροπή έβαψε τα νερά του ποταμού, την άκρη του γιαλού, την μέση του πελάγου τον ήλιο το μισό και το φεγγάρι ακέριο. Σε αντιδιαστολή με τις ετεροφυλοφιλικές συζυγικές ενοχές, στο γάμο του γκέι ζεύγους ο μελλόνυμφος λέει στους καλεσμένους πως θα συνεχίσει να απατά τον σε λίγο σύζυγό του. Εκείνος το ξεπερνάει με ένα ευφυολόγημα («θα του το επιτρέψω μόνο στις 45 πολιτείες που δεν αναγνωρίζουν το γάμο μας).

Say hello to my little friend: Όσο διαρκεί η ταινία σκέφτεσαι πόσο απολαυστικό θα ήταν να έμπαινε στην οθόνη ένας τύπος με αυτόματο και να τις καθάριζε και τις τέσσερεις. Μία - μία και σε σλόου μόσιον. Οι κόκκινες κηλίδες να πιτσιλούσαν τα φορέματα και τα παπούτσια και τους καναπέδες τους. Splatter and the City.

(Kείμενο γραμμένο για το ελculture)