Kάτι μπήκε στο μάτι της
Στo υπόγειο του σταθμού φιλιούνται. Ακούν βήματα. Το μεγάλο μάτι της κοινωνίας που όλα τα βλέπει και όλα τα κρίνει δεν κάνει να δει το φιλί τους. Είναι και οι δύο παντρεμένοι με παιδιά. Σταματούν και περπατάνε μαζί. Ο αέρας φυσά μια εφημερίδα. Και δυο σκηνές ενώνονται ανεπαίσθητα σε μία, όταν τους βλέπουμε να συνεχίζουν να περπατάνε στο συζυγικό σαλόνι. Γιατί στο σαλόνι απέναντί της δεν βρίσκεται ο άντρας της, αλλά οι στιγμές στο σταθμό τις οποίες αναπολεί. Δύο χωριστοί κόσμοι στην ίδια εικόνα. Ο κόσμος στον οποίο βρίσκεται το σώμα της και ο κόσμος στον οποίο βρίσκεται το μυαλό της. Ο άντρα της μπαίνει στην εικόνα. Αντιλαμβάνεται ότι εκείνη ονειροπολεί και της το επισημαίνει: «Λώρα, ήσουν μίλια μακριά!». Πόσα μίλια; Ίσως όσα σε πάει ο καλπασμός οκτώ ημερών. Πριν περάσει στα έπη και στις μεγάλες εικόνες των αχανών εκτάσεων ο Ντέιβιντ Λιν αφήνει με τη «Σύντομη Συνάντηση» του 1945 άλλη μια ταινία σταθμό, η οποία διαδραματίζεται σε μεγάλο μέρος της σε ένα σταθμό τρένου. Και μάλλον κανείς άλλος σκηνοθέτης δεν λάτρεψε τόσο τα τρένα και δεν μας χάρισε τόσες αλησμόνητες σκηνές με τρένα: το τρένο στον «Δόκτορα Ζιβάγγο», το τρένο στο «Πέρασμα στην Ινδία», το τρένο στον «Λώρενς της Αραβίας» και φυσικά η αριστουργηματική τελευταία σκηνή με το τρένο πάνω στη «Γέφυρα του Ποταμού Κβάι».
Ο Μίλαν Κούντερα γράφει στις «Προδομένες Διαθήκες» για την «Μαντάμ Μποβαρύ» «Η Έμμα έχει ραντεβού με τον Λεόν στην εκκλησία, αλλά τους φορτώνεται ένας φύλακας και διακόπτει το τετ-α-τετ τους με μιαν ατελείωτη και ανούσια φλυαρία ... δεν πρόκειται για καλλιτεχνικό μανιερισμό· πρόκειται για μια οντολογική, θα λέγαμε, ανακάλυψη: την ανακάλυψη της δομής της παρούσας στιγμής· την ανακάλυψη της διηνεκούς συνύπαρξης του κοινότοπου με το δραματικό, στην οποία θεμελιώνεται η ζωή μας». Ακριβώς έτσι, και η Λώρα έχει ραντεβού με τον Άλεκ στο μαγαζί του σταθμού του τρένου. Κατά πάσα πιθανότητα θα είναι το τελευταίο τους ραντεβού, οι τελευταίες τους στιγμές μαζί. Δεν τους έχει απομείνει τίποτα άλλο παρά αυτές, αυτές που θα συσσωρευτούν με τις υπόλοιπες, τις τόσο λίγες ποσοτικά αναμνήσεις τους. Με αυτές θα πρέπει να βγάλουν μια ζωή. Ελάχιστες φορές βρέθηκαν μαζί. Ελάχιστες Πέμπτες μέσα στις οποίες ερωτεύτηκαν και αποφάσισαν ότι δεν μπορούν να συνεχίσουν να βλέπονται. Ίσως γιατί η εργατική τάξη μπορεί να ενεργεί χυδαία, η ανώτερη τάξη μπορεί να είναι επιπόλαια και ελαφρή, αλλά η μεσαία τάξη είναι -ή τουλάχιστον θεωρεί τον εαυτό της- την ηθική ραχοκοκκαλιά της κοινωνίας. Του το εξηγεί άλλωστε και η ίδια, όταν της λέει πως ο έρωτάς τους είναι το μόνο που έχει σημασία: όχι, έχουν και άλλα πράγματα σημασία, όπως η αξιοπρέπεια και η αυτοεκτίμηση. Ενώ λοιπόν ζουν τις τελευταίες τους στιγμές μαζί, ενώ έχουν αποφασίσει ότι για χάρη του κόσμου πρέπει να μην ξαναβρεθούν, ο κόσμος εισβάλλει με την μορφή μιας γνωστής της Λώρα που «τους φορτώνεται και διακόπτει το τετ-α-τετ τους με μιαν ατελείωτη και ανούσια φλυαρία». Το κοινότοπο συνυπάρχει με το δραματικό με τρόπο σπαρακτικό. Αντί για τα τελευταία κοινά βλέμματα, τα τελευταία λόγια λατρείας, ο πιο άσχετος άνθρωπος του κόσμου να λέει τις πιο άσχετες κουβέντες.Δεν θα αξιωθούν ούτε τον τελευταίο αποχαιρετισμό, ούτε την τελευταία αμφιταλάντευση. Οι τελευταίες τους στιγμές μαζί για πάντα μολυσμένες από το μπανάλ. Η ζωή δεν είναι μυθοπλασία για να εξασφαλίζει πάντα το ιδανικό σκηνικό των σκηνών που θα διαδραματισθούν, η ζωή παρεμβαίνει, η «οντολογική ανακάλυψη» του Φλωμπέρ βρίσκει χώρο και στη «Σύντομη Συνάντηση».
Η «Σύντομη Συνάντηση» διαδραματίζεται σε μια εποχή που δεν υπήρχε τηλεόραση και το βράδυ στο σπίτι ο άντρας επιδιδόταν στο σταυρόλεξο και η γυναίκα στο κέντημα. Που ο άντρας μέσα στο σπίτι κυκλοφορούσε μέχρι να πέσει για ύπνο με γραβάτα και κουστούμι. Σε έναν τέτοιον άντρα η γυναίκα εύχεται να μπορούσε να του διηγηθεί την ιστορία της: είναι ο πρώτος που θα την καταλάβαινε αληθινά, είναι ο τελευταίος που θα μπορούσε ποτέ να του το πει. Αρχίζει λοιπόν να του διηγείται στη φαντασία της πως γνωρίστηκε με τον παράνομο δεσμό της. Περιμένοντας το τρένο κάτι μπήκε στο μάτι της. «Είμαι γιατρός, να σας βοηθήσω;». Την βοηθά. Και της το βγάζει. Ωστόσο σύντομα θα συνειδητοποιήσει ότι έχει μπει κάτι άλλο στο μάτι της. Γιατί και ο έρωτας κάτι που μπαίνει στο μάτι μας είναι· κάτι που μπαίνει στην ματιά μας και την κάνει να ξεχωρίζει από όλα τα πρόσωπα του κόσμου ένα ως τόσο διαφορετικό, ως πηγή τέτοιας λάμψης, τέτοιας ταραχής, τέτοιας ευτυχίας, τέτοιου πόνου. Και όλοι οι υπόλοιποι που δεν έχει μπει τίποτα στο μάτι τους, δεν μπορούν να αντιληφθούν πώς αυτό το αδιάφορο για εκείνους πρόσωπο προξενεί σε εμάς όλα αυτά τα συναισθήματα. Εφόσον λοιπόν δεν είναι η εικόνα του άλλου μόνη της, εφόσον δεν προξενεί το ίδιο σε όλους αλλά μόνο σε εμάς, τότε δεν είναι θέμα πομπού αλλά θέμα δέκτη. Αφού δεν είναι η εικόνα του άλλου, είναι το μάτι που την βλέπει. Ο έρωτας είναι ένα σκουπιδάκι που μπαίνει στο μάτι μας και επηρεάζει τον τρόπο που κοιτάμε. Ένα σκουπιδάκι που συχνά μας κάνει να δακρύζουμε. Ιδιαίτερα όταν προσπαθούμε να το βγάλουμε. Ενώ αυτό μένει και επιμένει. Δεν θέλει να βγει με το ζόρι. Θέλει το χρόνο του ώστε να βγει μόνο του. Φυσικά και χωρίς δάκρυα.
Αλλά όταν έχει πρωτομπεί, τίποτα δεν φαίνεται όπως πριν· ούτε καν ακούγεται όπως πριν. Της λέει τις πιο βαρετές, επιστημονικές και αντιερωτικές λέξεις. Αναπνευστικές ασθένειες των ανθρακωρύχων. Ανθράκωση. Χαλίκωση. Σιλίκωση. Κι όμως. Τον ακούει λες και της απαγγέλλει ποιήματα. Οι λέξεις του είναι εισαγωγή σε έναν μαγικό κόσμο. Στον μαγικό του κόσμο. Είναι εκείνος που θα θεραπεύσει. Εκείνος που θα σώσει τον κόσμο από τον κακό. Είναι εκείνος. Ο τόσο διαφορετικός από τον άντρα μου. Ο τόσο άλλος. Πόσο ευγενικά σκέφτεται, πόσο ευγενικά υπάρχει, τι υπέροχο να είμαι δίπλα του, τι υπέροχο να τον ακούω να μιλάει, πόσο ευτυχισμένη θα ήμουν δίπλα του, πόσο ευτυχισμένη θα ήμουν αν ζούσα μια άλλη ζωή. Ο έρωτας ως φυγή, ως απόδραση από τον εαυτό, ως νοσταλγία ενός εναλλακτικού σεναρίου ζωής, ως λαχτάρα διαφορετικών παραστάσεων. Αν ζούσαν μαζί, αν έμπαιναν στη ρουτίνα, αν περνούσαν τα χρόνια, ίσως ένα βράδυ που θα της ανέλυε αυτήν την απίθανη περίπτωση χαλίκωσης που του είχε τύχει το πρωί, εκείνη θα ονειρευόταν τον γοητευτικό ψηλό άνδρα που της είχε εκμυστηρευτεί αυτοσαρκαστικά το πάθος του για τα σταυρόλεξα.
(Kείμενο γραμμένο για το ελculture)