Όταν πολύ παλιά, από παιδί ακόμη, κατάλαβε πως ο μόνος τρόπος για να λυθεί το μεγαλύτερο απ' όλα τα μυστήρια ήταν να πεθάνει, έπαψε να τον τρομάζει ο θάνατος και δεν είναι υπερβολικό να πούμε ότι αντιμετώπιζε την στιγμή της έλευσής του με ένα βαθμό αδημονίας, σαν αναγνώστης αστυνομικού μυθιστορήματος που ανυπομονεί να φτάσει στην τελευταία λέξη της τελευταίας σελίδας.
Ευτυχώς η αδημονία αυτή δεν ξεπέρασε ποτέ τον βαθμό μετά τον οποίο η περίπτωσή του θα γινόταν κλινική. Έζησε κανονικότατα και χωρίς να κάνει ποτέ τίποτα που θα έθετε σε αχρείαστο κίνδυνο τη ζωή του. Δεν είχε λόγο να βιάζεται. Έλεγε μέσα του ότι ήταν ένας pleasure delayer: το αργόν και χάριν είχε.
Μια ζωή θεωριών αποδείχθηκε ανεπαρκής τις κρίσιμες ώρες που ψυχορραγούσε στο κρεβάτι του, καθώς δεν ήθελε να παραδοθεί με τίποτα, έχοντας καταληφθεί από ένα αναδρομικό πανικό για το θάνατο, που προσπαθούσε να χωρέσει μέσα σε μια μέρα όσα κανονικά έπρεπε να είχαν κατανεμηθεί μέσα σε μια ζωή.
Μην τα πολυλογούμε όμως, πέθανε.
Τη στιγμή που συνειδητοποίησε πως είχε πεθάνει, ένιωσε ντροπή για το δείλιασμα της τελευταίας στιγμής, αλλά ταυτόχρονα και ανακούφιση που μπορούσε ακόμη να νιώσει, που δηλαδή η λύση του μεγαλύτερου μυστηρίου απ΄όλα δεν ήταν η ανυπαρξία και το τίποτα.
Όχι, ακόμη υπήρχε.
Και ήταν πανέτοιμος για την απάντηση.
Άνοιξε τα μάτια του και είδε να εξαφανίζονται από τον οπτικό του ορίζοντα το δωμάτιό του, το σπίτι του, ο κόσμος όλος.
Δεν βρισκόταν πια σε νεκροκρέβατο, δεν βρισκόταν πια πουθενά, γιατί το πουθενά είναι χώρος, μια έννοια δηλαδή που όπως τώρα μπορούσε να αντιληφθεί είχε δημιουργήσει το πνεύμα του, προκειμένου να δομήσει μια ζωή μέσα στην οποία θα βρισκόταν και κάτι άλλο εκτός από το ίδιο. Τα ίδια πάνω κάτω ίσχυαν και για το χρόνο, τα ίδια πάνω κάτω ίσχυαν και για ό,τι άλλο ζώντας είχε πιστέψει πως ζούσε μαζί του.
Το πνεύμα του ήταν λοιπόν πια μόνο του. Μάλλον όχι πια. Πάντοτε. Απλά χρειαζόταν λίγο χρόνο για να πάψει να σκέφτεται όπως όταν ζούσε. Μάλλον όχι χρόνο, αφού είπαμε κι αυτός δικιά του κατασκευή ήταν. Εν πάση περιπτώσει θα συνήθιζε άμεσα, οπότε δεν είχε και μεγάλη σημασία το τι θα χρειαζόταν.
Χρειαζόταν όμως μια άλλη απάντηση: αυτό που τώρα θα επακολουθούσε (δηλαδή το πνεύμα του μόνο του) ήταν άραγε ο παράδεισος ή η κόλαση;
Όπως έμελλε να διαπιστώσει αυτό εξαρτιόταν από τον τρόπο που είχε ζήσει: Αν είχε ζήσει μια ενδιαφέρουσα ζωή το πνεύμα του θα είχε να ασχολείται, θα μπορούσε να αναπαράγει ερεθίσματα, να τα επεξεργάζεται, να βγάζει συμπεράσματα, να κάνει συσχετίσεις που εν ζωή δεν προλάβαινε. Αν είχε ζήσει μια βαρετή και τεμπέλικη ζωή το πνεύμα του θα ήταν αναγκασμένο να αναπαράγει τα ίδια και τα ίδια δίχως διαφυγή, γεγονός που εντός του χρόνου μιας ζωής μπορεί και να αντέχεται, ενδεχομένως και να παρηγορεί, αλλά εκτός του χρόνου που τώρα βρισκόταν θα ήταν αδύνατο να το αντέξει, αφού αν όσο ζεις όλα τα σχετικοποιεί ο θάνατος, όταν πεθαίνεις όλα τα απολυτοποιεί η ζωή
που έζησες,
δηλαδή η ζωή που σκέφτηκες ως αληθινή,
ο χρόνος που φαντάστηκες πως ζεις,
ο χώρος που φαντάστηκες πως ζεις,
ο τρόπος που φαντάστηκες πως ζεις,
οι άλλοι που φαντάστηκες γύρω σου,
τα όμορφα που φαντάστηκες πως έζησες,
τα άσχημα που φαντάστηκες πως έζησες,
καθώς και τα όρια που φαντάστηκες πως έβαλες στη φαντασία σου,
με πρώτο απ' όλα αυτό το περίεργο εφεύρημα περί ύπαρξης εννοιών όπως ζωή και θάνατος.
Τι παραδοξολογία, ε;
Τώρα το βλέπεις καθαρά.
Χρειαζόσουν να υπάρχει αυτό το δίπολο για να έχεις πάντα τη διέξοδο ενός τέλους.
Ζουν και πεθαίνουν οι πτωχοί τη φαντασία.
Οι υπόλοιποι υπάρχουν.
Και φαντάζονται άλλα.