H ντροπή κι η συγγνώμη
Το Δεκέμβριο του 1937, στο πλαίσιο του δεύτερου σινοϊαπωνικού πολέμου, η τότε πρωτεύουσα της Κίνας Ναντζίνγκ έπεσε στα χέρια των Ιαπώνων. Αυτό που επακολούθησε τις επόμενες εβδομάδες ήταν ένα όργιο σφαγών παραδομένων στρατιωτών και αμάχου πληθυσμού. Τα ακριβή νούμερα και οι ακριβείς συνθήκες των όσων έγιναν αμφισβητούνται από τους Ιάπωνες, οι Κινέζοι πάντως μιλάνε για 300.000 νεκρούς, οπότε παίρνει κανείς μια ιδέα για την τάξη μεγέθους. «Η Πόλη της Ζωής και του Θανάτου» ξεκινά με μια σκηνή όπου τα αντίπαλα στρατεύματα βρίσκονται το ένα απέναντι στο άλλο. Δυσκολεύομαι να καταλάβω ποιοι είναι ποιοι: Ιάπωνες και Κινέζοι μού φαίνονται ίδιοι. Και ίσως το ότι είναι εξίσου ξένοι και μακρινοί στα μάτια μας, να εξηγεί και το γιατί ένα γεγονός που λογικά θα έπρεπε να έχει υψηλότατη θέση στη συνείδησή μας στο top των θηριωδιών, δεν είναι (εκτός από θεωρητικά) και αληθινά πασίγνωστο. Ίσως δηλαδή οι λαοί της Άπω Ανατολής να μας είναι τόσο ξένοι και τόσο μακρινοί, ώστε να μην μας αφορούν όσο θα έπρεπε οι «μεταξύ τους» κτηνωδίες.
«Η πόλη της ζωής και του θανάτου» ξαναζωντανεύει λοιπόν μια κτηνωδία. Για τι είδους κτηνωδία πρόκειται όμως; Για την εγγενή κτηνωδία του πολέμου και των εκάστοτε κατακτητών; Για μια κτηνωδία που απορρέει (ή εν πάση περιπτώσει διευκολύνεται) από ένα σύστημα ιδεών; Για συνδυασμό των δύο; Αυτή είναι και η κύρια απορία, αυτή δηλαδή που αφορά το πώς και το γιατί των διαταγών για τη σφαγή. Όχι εκείνη που αφορά το πώς και το γιατί της υπακοής και της εκτέλεσης των διαταγών, αφού, κατά τη γνώμη μου, η υπακοή και η εκτέλεση εξηγούνται πολύ ευκολότερα. Και δεν εννοώ τόσο το ότι δουλειά όλων των στρατιωτών είναι να υπακούν διαταγές, όσο κάτι πολύ γενικότερο: πως στη ζωή κάνουμε ό,τι κάνουν οι άλλοι και πως κάτι που γίνεται από τους πολλούς, αμέσως θεωρείς φυσικό να το κάνεις κι εσύ. Έτσι μια απάντηση στο πως μπόρεσαν οι Γιαπωνέζοι στρατιώτες και έκαναν ό,τι έκαναν, είναι ότι μάλλον και εσύ θα τα έκανες αν βρισκόσουν σε παρόμοια θέση, όπως αντίστροφα και αυτοί που συμμετείχαν στις σφαγές, το πιθανότερο είναι να έμεναν με εξίσου ανοικτό το στόμα αν παρακολουθούσαν στο σινεμά κτηνωδίες άλλων. Δεν ξέρω αν αυτό καλύπτεται πλήρως από τον ορισμό της «κοινοτοπίας του κακού» ή αν πρόκειται για κάτι ευρύτερο, για την πέραν του καλού και του κακού, πέραν του έξυπνου και του χαζού, αγελοποίηση του ανθρώπου: είμαστε φτιαγμένοι για να κάνουμε ό,τι κάνουν και οι άλλοι δίπλα μας.
Δεν θυμάμαι ποιος έχει πει ότι αν οι πόλεμοι διεξάγονταν μεταξύ γυναικών δεν θα έμενε ρουθούνι, αλλά στη σφαίρα της πραγματικότητας οι πόλεμοι σχεδόν αποκλειστικά μεταξύ αντρών διεξάγονται, με τις γυναίκες πάρα πολύ συχνά να αποτελούν πεδίο εκτόνωσης της ανδρικής φύσης και το έδαφος του γυναικείου σώματος να αποτελεί μεταφορική και κυριολεκτική προέκταση του κατακτημένου με τη βία εδάφους. Στην Ναντζίνγκ βιάστηκαν 20.000 με 80.000 γυναίκες. Ένα από τα ακόμη και σήμερα ακανθώδη σημεία των σχέσεων μεταξύ Ιαπωνίας και Κίνας είναι ότι η πρώτη δεν ζήτησε ποτέ μια πειστική συγγνώμη. Η πρώτη συγγνώμη που ακούγεται στην ταινία έχει να κάνει με Ιάπωνα που σε συνεύρεση με πόρνη αποδείχθηκε τόσο ατζαμής που δεν πρόλαβε να την ακουμπήσει. Ντρέπεται που φάνηκε λίγος ως άνδρας. Η ντροπή για την μη εκπλήρωση του ανδρικού χρέους κατάκτησης της γυναίκας, σε αντιδιαστολή με την υπερηφάνεια για την εκπλήρωση του ανδρικού χρέους της νίκης στον πόλεμο. Βέβαια ο συγκεκριμένος Ιάπωνας στην πορεία της ταινίας αισθάνεται αφόρητη ντροπή και για όλα όσα γίνονται, στοιχείο που οδήγησε μάλιστα σε έντονες αντιδράσεις κατά του σκηνοθέτη Λου Τσουάν από Κινέζους, που μάλλον θεώρησαν πως είναι αδόκιμο να διαδραματίζει κύριο ρόλο στο έργο ενοχικός Ιάπωνας.
Ένα από τα μεγάλα προσόντα της ταινίας είναι τα μεγάλα πλήθη που χρησιμοποιεί και που προσδίδουν μια εξαιρετική πειστικότητα στις σκηνές. Πρόκειται για μια χρήση του πλήθους που, όπως φάνηκε περίτρανα και από την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών του Πεκίνου, αντανακλά μια γενικότερη διαφορά νοοτροπίας ανάμεσα στον κινέζικο και τον δυτικό πολιτισμό. Από καθαρά κινηματογραφική σκοπιά πάντως η σωρεία κομπάρσων δίνει μια αίσθηση αυθεντικότητας, που στο αμερικάνικο σινεμά ας πούμε τείνει να εκλείψει, με τα εφέ να προσπαθούν να υποκαταστήσουν και σκηνές που το πλήθος ήταν υποτίθεται η ραχοκοκαλιά τους.
Το παράδοξο με τις ταινίες που επιχειρούν να μιλήσουν για τέτοιας σημασίας ιστορικά γεγονότα είναι το εξής: όσο πιο αποτυχημένη είναι η ταινία, τόσο περισσότερο κερδίζει την προσοχή μας, αφού άθελά της μας υπενθυμίζει ότι πρόκειται για κατασκευή. Αντίθετα, όσο πιο πετυχημένη είναι, τόσο περισσότερο παύουμε να εστιάζουμε στις αρετές της και επικεντρωνόμαστε στο γεγονός που επιδιώκει να καθρεφτίσει.Έτσι ενώ «Η Πόλη της Ζωής και του Θανάτου» είναι με κάθε έννοια της λέξης μια μεγάλη ταινία, η αξία της περνά σε δεύτερη μοίρα μπροστά στην ασύλληπτη τραγωδία που οι εικόνες της μας μεταφέρουν. Λέγοντας λοιπόν πως κι αν τυχόν κάποτε ξεθωριάσει από τη μνήμη μου η ταινία, είμαι σίγουρος πως αποκλείεται πια να ξεθωριάσει η εγγραφή του ιστορικού γεγονότος, δεν το λέω προς ψόγο αλλά προς έπαινο. Ο ψόγος όλος ας πάει σε όσα τερατώδη συνέβησαν στην Ναντζίνγκ, τα οποία δεν χωρά ο νους, αλλά χωράνε και παραχωράνε στην ανθρώπινη φύση, που διαχρονικά πείθει πως είναι ικανή για το χειρότερο, αρκεί να το επιτρέψουν οι συνθήκες.
«Η πόλη της ζωής και του θανάτου» ξαναζωντανεύει λοιπόν μια κτηνωδία. Για τι είδους κτηνωδία πρόκειται όμως; Για την εγγενή κτηνωδία του πολέμου και των εκάστοτε κατακτητών; Για μια κτηνωδία που απορρέει (ή εν πάση περιπτώσει διευκολύνεται) από ένα σύστημα ιδεών; Για συνδυασμό των δύο; Αυτή είναι και η κύρια απορία, αυτή δηλαδή που αφορά το πώς και το γιατί των διαταγών για τη σφαγή. Όχι εκείνη που αφορά το πώς και το γιατί της υπακοής και της εκτέλεσης των διαταγών, αφού, κατά τη γνώμη μου, η υπακοή και η εκτέλεση εξηγούνται πολύ ευκολότερα. Και δεν εννοώ τόσο το ότι δουλειά όλων των στρατιωτών είναι να υπακούν διαταγές, όσο κάτι πολύ γενικότερο: πως στη ζωή κάνουμε ό,τι κάνουν οι άλλοι και πως κάτι που γίνεται από τους πολλούς, αμέσως θεωρείς φυσικό να το κάνεις κι εσύ. Έτσι μια απάντηση στο πως μπόρεσαν οι Γιαπωνέζοι στρατιώτες και έκαναν ό,τι έκαναν, είναι ότι μάλλον και εσύ θα τα έκανες αν βρισκόσουν σε παρόμοια θέση, όπως αντίστροφα και αυτοί που συμμετείχαν στις σφαγές, το πιθανότερο είναι να έμεναν με εξίσου ανοικτό το στόμα αν παρακολουθούσαν στο σινεμά κτηνωδίες άλλων. Δεν ξέρω αν αυτό καλύπτεται πλήρως από τον ορισμό της «κοινοτοπίας του κακού» ή αν πρόκειται για κάτι ευρύτερο, για την πέραν του καλού και του κακού, πέραν του έξυπνου και του χαζού, αγελοποίηση του ανθρώπου: είμαστε φτιαγμένοι για να κάνουμε ό,τι κάνουν και οι άλλοι δίπλα μας.
Δεν θυμάμαι ποιος έχει πει ότι αν οι πόλεμοι διεξάγονταν μεταξύ γυναικών δεν θα έμενε ρουθούνι, αλλά στη σφαίρα της πραγματικότητας οι πόλεμοι σχεδόν αποκλειστικά μεταξύ αντρών διεξάγονται, με τις γυναίκες πάρα πολύ συχνά να αποτελούν πεδίο εκτόνωσης της ανδρικής φύσης και το έδαφος του γυναικείου σώματος να αποτελεί μεταφορική και κυριολεκτική προέκταση του κατακτημένου με τη βία εδάφους. Στην Ναντζίνγκ βιάστηκαν 20.000 με 80.000 γυναίκες. Ένα από τα ακόμη και σήμερα ακανθώδη σημεία των σχέσεων μεταξύ Ιαπωνίας και Κίνας είναι ότι η πρώτη δεν ζήτησε ποτέ μια πειστική συγγνώμη. Η πρώτη συγγνώμη που ακούγεται στην ταινία έχει να κάνει με Ιάπωνα που σε συνεύρεση με πόρνη αποδείχθηκε τόσο ατζαμής που δεν πρόλαβε να την ακουμπήσει. Ντρέπεται που φάνηκε λίγος ως άνδρας. Η ντροπή για την μη εκπλήρωση του ανδρικού χρέους κατάκτησης της γυναίκας, σε αντιδιαστολή με την υπερηφάνεια για την εκπλήρωση του ανδρικού χρέους της νίκης στον πόλεμο. Βέβαια ο συγκεκριμένος Ιάπωνας στην πορεία της ταινίας αισθάνεται αφόρητη ντροπή και για όλα όσα γίνονται, στοιχείο που οδήγησε μάλιστα σε έντονες αντιδράσεις κατά του σκηνοθέτη Λου Τσουάν από Κινέζους, που μάλλον θεώρησαν πως είναι αδόκιμο να διαδραματίζει κύριο ρόλο στο έργο ενοχικός Ιάπωνας.
Ένα από τα μεγάλα προσόντα της ταινίας είναι τα μεγάλα πλήθη που χρησιμοποιεί και που προσδίδουν μια εξαιρετική πειστικότητα στις σκηνές. Πρόκειται για μια χρήση του πλήθους που, όπως φάνηκε περίτρανα και από την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών του Πεκίνου, αντανακλά μια γενικότερη διαφορά νοοτροπίας ανάμεσα στον κινέζικο και τον δυτικό πολιτισμό. Από καθαρά κινηματογραφική σκοπιά πάντως η σωρεία κομπάρσων δίνει μια αίσθηση αυθεντικότητας, που στο αμερικάνικο σινεμά ας πούμε τείνει να εκλείψει, με τα εφέ να προσπαθούν να υποκαταστήσουν και σκηνές που το πλήθος ήταν υποτίθεται η ραχοκοκαλιά τους.
Το παράδοξο με τις ταινίες που επιχειρούν να μιλήσουν για τέτοιας σημασίας ιστορικά γεγονότα είναι το εξής: όσο πιο αποτυχημένη είναι η ταινία, τόσο περισσότερο κερδίζει την προσοχή μας, αφού άθελά της μας υπενθυμίζει ότι πρόκειται για κατασκευή. Αντίθετα, όσο πιο πετυχημένη είναι, τόσο περισσότερο παύουμε να εστιάζουμε στις αρετές της και επικεντρωνόμαστε στο γεγονός που επιδιώκει να καθρεφτίσει.Έτσι ενώ «Η Πόλη της Ζωής και του Θανάτου» είναι με κάθε έννοια της λέξης μια μεγάλη ταινία, η αξία της περνά σε δεύτερη μοίρα μπροστά στην ασύλληπτη τραγωδία που οι εικόνες της μας μεταφέρουν. Λέγοντας λοιπόν πως κι αν τυχόν κάποτε ξεθωριάσει από τη μνήμη μου η ταινία, είμαι σίγουρος πως αποκλείεται πια να ξεθωριάσει η εγγραφή του ιστορικού γεγονότος, δεν το λέω προς ψόγο αλλά προς έπαινο. Ο ψόγος όλος ας πάει σε όσα τερατώδη συνέβησαν στην Ναντζίνγκ, τα οποία δεν χωρά ο νους, αλλά χωράνε και παραχωράνε στην ανθρώπινη φύση, που διαχρονικά πείθει πως είναι ικανή για το χειρότερο, αρκεί να το επιτρέψουν οι συνθήκες.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)
2 Comments:
Ακολούθησα νομίζω τον ίδιο δρόμο όπως και συ προς τη γνώση αυτής της τραγωδίας: Διάβασα στο Αθηνόραμα για την ταινία, μου κέντρισε την περιέργεια το γεγονός (για το οποίο δεν ήξερα απολύτως τίποτα), μπήκα στη Wikipedia για πληροφορίες και... έφριξα! Μπροστά σ' αυτά που διάβασα τα εγκλήματα των ναζί μοιάζουν πλημμελήματα. Είδα την ταινία θέλοντας να οπτικοποιήσω αυτή τη φρίκη και ομολογώ πως απογοητεύτηκα. Ο λόγος είναι πως δεν αποτυπώθηκε η παράνοια και ο σαδισμός που κατάλαβα πως είχε διαποτίσει τους ιάπωνες αξιωματικούς και στρατιώτες. Από τις αναφορές στην Wikipedia συμπέρανα πως οι ιάπωνες πρέπει να μισούσαν θανάσιμα τους κινέζους σαν λαό και βρήκαν την ευκαιρία να ξεσπάσουν αυτό τους το μίσος μέσα στον πόλεμο όπου «όλα επιτρέπονται». Από την ταινία όμως έβγαινε πως τους αντιμετώπιζαν μάλλον φιλικά.
Ύστερα είδα πως και τα γεγονότα της ταινίας βασίζονται σε μαρτυρίες, αλλά αφορούν σχεδόν αποκλειστικά συμβάντα μέσα στην Ουδέτερη Ζώνη, σε ένα μέρος δηλαδή όπου απ’ ότι διάβασα οι ιάπωνες κατάφεραν να συμπεριφερθούν με λιγότερη κτηνωδία. Οπότε έτσι μπορεί να εξηγηθεί αυτή η διαφορά στην απόδοση των γεγονότων.
Καταλαβαίνω τι λες, νομίζω όμως ότι προτίμησε να δείξει τη ψυχρή φρίκη των πράξεων από το να εστιάσει στον σαδισμο των κινήτρων. Εγώ βρίσκω την ταινία εντυπωσιακή.
Δημοσίευση σχολίου
<< Home