Οι τελευταίοι πελάτες στο Παρίσι
ΑΝΑΒΑΛΕ ΓΙΑ ΛΙΓΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΣΟΥ, ΓΙΑ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ. ΙΣΤΟΡΙΕΣ, ΑΜΑΡΤΙΕΣ & ΜΕΓΑΛΑ ΛΑΘΗ («Οι σχολιαστές σημειώνουν σ' αυτό το χωρίο: Η ορθή αντίληψη ενός ζητήματος και η παρανόηση ενός ζητήματος δεν αποκλείονται αμοιβαίως». Φραντς Κάφκα, "Η Δίκη").
Στο ξεκίνημα του «Ανθρώπου που σκότωσε τον Λίμπερτι Βάλανς» ο Τζέιμς Στιούαρτ πηγαίνει από την Ήμερη Ανατολή στην Άγρια Δύση για να ανοίξει εκεί δικηγορικό γραφείο. Η άμαξά του ληστεύεται. Τα υπάρχοντά του σκορπίζονται. Και τα νομικά βιβλία του πυροβολούνται. «Νόμος;», του λένε. «Να τι σημαίνει νόμος εδώ». Στην «Αληθινή Οργή» αντίθετα, ακούμε σε μια σκηνή δικαστηρίου ενστάσεις του αμερικανικού δικονομικού δικαίου που έχουμε μάθει απʼ έξω κι ανακατωτά από ένα καρό ταινίες ή από σίριαλ του μετρ Ντέιβιντ Κέλεϊ. Η δεκατετράχρονη Xέιλι Στάινφελντ επικαλείται σε όλο το έργο το δικηγόρο της. Σε μια κρίσιμη σκήνη προτείνει μάλιστα να υπογράψει ένορκη βεβαίωση που θα ελαφρύνει τη θέση του απαγωγέα της. Αυτό είναι το διαπραγματευτικό της όπλο. Είναι αιχμάλωτη και προσφέρει affidavits. Oι ατάκες της είναι μάλλον οι καλύτερες στιγμές της ταινίας -ιδιαίτερα όταν διαπρέπει σε διαπραγματεύσεις χαρακτηριστικά κοενικές- και η ίδια τις εκφέρει με σοβαρότητα, ρυθμό, μαλλί και ντύσιμο που της έχουν φέρει μια υποψηφιότητα και ένα πιθανό όσκαρ δεύτερου γυναικείου ρόλου. Αυτή είναι και το μεγαλύτερο ατού της ταινίας, αφού από τους σταρ που φιγουράρουν στην αφίσα της, ο Τζος Μπρολίν είναι διακοσμητικός, ο Ματ Ντέιμον αρκετά ενδιαφέρων μεν, ωστόσο όταν μετά από χρόνια μνημονεύουμε την ταινία παίζει και να μην θυμόμαστε ότι έπαιζε, αφού στο μυαλό μας θα έρχεται η Στάινφελντ και ο Τζεφ Μπρίτζες, που καθόλου κακός δεν είναι, αντίθετα είναι μάλλον καλύτερος και από πέρσι που κέρδισε το όσκαρ για το «Crazy Heart», έτσι όπως καβαλάει το άλογό του χυμένος προς τα πίσω και κοιτάει με κακό μάτι όταν πλησιάζει κίνδυνος, αλλά είναι ο ρόλος του που δεν προσφέρει κάτι διαφορετικό, αφού βρίσκεται σε αρμονία με τα στερεότυπα τόσο των γουέστερν όσο και της δικής του γκάμας ρόλων, σε αντίθεση με την Στάινφελντ που είναι κάτι σαν κινούμενος αναχρονισμός. Η δική της δηλαδή παράδοξη παρουσία θα κατακτήσει επάξια μια θέση στο πάνθεον των ρόλων των ταινιών των Κοέν, με τον Μπρίτζες να μην δικαιούται όμως να έχει κανένα παράπονο, αφού θα είναι πάντα ο Dude (ή Ηis Dudeness ή Duder ή Εl Duderino).
Kαι αν η Στάινφελντ μιλά και φέρεται με τρόπο που δεν ανήκει ούτε στην ηλικία της ούτε στην εποχή της, σε άλλες σκηνές οι Κοέν μας δείχνουν με το ίδιο ανατρεπτικό κέφι συμπεριφορές που κάλλιστα θα μπορούσαν να ανήκουν στην εποχή εκείνη, αλλά δεν ανήκουν στη δική μας και το να τις δείχνεις πάντως μη ευθέως καταγγελτικά θα μπορούσε να εκληφθεί από τους πρυτάνεις της πολιτικής ορθότητας ως σοκαριστικός: ο Μπρίτζες κλωτσάει και ρίχνει στο χώμα δυο ινδιανάκια (πριν μπει και αφού βγει από την καλύβα των γονιών τους), η Στάινφελντ λέει σε ένα μερικά χρόνια μικρότερό της μαυράκι πως θα βγάλει το μαύρο της πόνι «Μαυρούλι», ενώ ολόκληρη η σκηνή της κρεμάλας και ιδιαίτερα η κατάληξή της είναι ανθολογίας. Παίζουν λοιπόν διττώς με τις συμβάσεις των εποχών, ενώ η σχέση ανάμεσα στον Ματ Ντέιμον και την Στάινφελντ (που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο να της κλέψει ένα φιλί ή να της τις βρέξει με τη ζώνη του) μπορεί όπως φαίνεται από το τρέιλερ να υπήρχε και στο παλαιότερο «Αληθινό Θράσος», ωστόσο σε αυτά τα θέματα άλλο να ʽμαστε στο 1969 κι άλλο στο 2011.
Οι χαρακτήρες πλην της Στάινφελντ δεν εντυπωσιάζουν. Η πλοκή είναι ευθύγραμμη και μονοδιάστατη. Οι Κοέν έμειναν πιστότεροι στο αυθεντικό μυθιστόρημα από ό,τι η ταινία του 1969. Αυτό μάλλον τους περιορίζει. Το σενάριο σε σχέση με τα από την αρχή δικά τους μοιάζει αισθητά λιγότερο πλούσιο. Δεν ξέρω πόσο τελικά τους πάει να διασκευάζουν υλικό άλλων. Εδώ βέβαια μπορεί να αντικρούσει κανείς ότι την μοναδική άλλη φορά που το έκαναν, στο «Καμιά Πατρίδα για τους Μελλοθάνατους», μια χαρά τους βγήκε και θριάμβευσαν και στα όσκαρ. Ναι, αλλά εκεί ο Μπαρδέμ ήταν ένα σύμβολο, το ίδιο και ο Τόμι Λι Τζόουνς. Η ιστορία μολονότι κι αυτή σχετικά λιτή είχε ένα βάρος. Εδώ το βάρος απουσιάζει. Γιατί με τα περί εκδίκησης μου φαίνεται πως δεν μπήκαν καν στον κόπο να ασχοληθούν, αλλά τα είδαν περισσότερο σαν τον μοχλό που ξεκίνησε την ιστορία, όσο κι αν στην αρχή της ταινίας η βιβλική φράση «Ο αμαρτωλός φεύγει μόνο όταν δεν τον καταδιώκει κανείς» και η εξόχως ειρωνική ατάκα «Για όλα πρέπει να πληρώσεις σε αυτόν τον κόσμο. Γιατί τίποτα δεν είναι δωρεάν εκτός από τη χάρη του Θεού» σε προϊδεάζουν για το αντίθετο. Ταυτόχρονα όμως εκτός από το βάρος απουσιάζει και το ευφρόσυνο άφημα στην ελαφρότητα. Μια αρκούδα που καβαλά ένα άλογο κι ένα μέλος της συμμορίας που πετάγεται από το πουθενά και κάνει σα ζώο θα μπορούσαν να είναι δείγματα του αντιθέτου, ωστόσο κι εκεί διακρίνει κανείς μια αίσθηση βιασύνης που βρίσκεις και σε άλλα σημεία του έργου. Δέκα υποψηφιότητες για όσκαρ, και το μοντάζ απουσιάζει, νομίζω όχι τυχαία. Ούτε το παιχνίδι προχωρά σε επίπεδα ολικής ανατροπής του είδους, ούτε από την άλλη μπορεί να το δει κανείς σαν αυθεντικό γράμμα αγάπης για το γουέστερν (π.χ. μάλλον περισσότερες ανοικτές εκτάσεις βλέπεις στο «Καμιά Πατρίδα» παρά εδώ). Το κύριο πρόβλημα έγκειται στην κλιμάκωση της πλοκής, όπου πιάνεις τον εαυτό σου να παρακολουθεί τα πιστολίδια διεκπεραιωτικά. Η ιστορία είναι αρκετά φτωχή σε συναίσθημα για να σε κάνει συμμέτοχο. Και το επίσης πιστό στο μυθιστόρημα τέλος της δεν έχει κάποια αιχμή και είναι ιδιαίτερα αδύναμο, ειδικά αν το φέρεις σε αντιδιαστολή με τα φινάλε των δύο προηγούμενων ταινιών τους.
Κάνεις λοιπόν απεργία πείνας. Ε, κάνε. Μπορεί και να πεθάνεις. Ε, πέθανε. Δεν είναι ότι θέλω να πεθάνεις. Να μην πεθάνεις. Χίλια χρόνια να ζήσεις. Αλλά μακριά από εμένα. Εμένα δεν θέλω να ενοχλείς. Όπως δεν σε ενοχλώ εγώ. Ήρθα εγώ στην πατρίδα σου να σε ενοχλήσω; Δεν ήρθα. Εσύ όμως ήρθες στη δικιά μου. Και με ενοχλείς. Μην ρωτάς πώς. Με διάφορους τρόπους. Μπορώ να στους εξηγήσω τους τρόπους, αλλά δεν θα απολογηθώ σε σένα. Δεν κατάλαβα. Γιατί πρέπει να σου απολογηθώ; Ποιός είσαι εσύ, στον οποίο θα αποδείξω τι είμαι και ποιός είμαι. Όποιος θέλω είμαι. Και όποιος θες ας είσαι. Στη χώρα σου. Στη δικιά μου κάνε ό,τι σε παίρνει να κάνεις, αλλά μην μου ζητάς και τα ρέστα. Και για να τελειώνουμε. Μακάρι να υπήρχαν λεφτά για όλους. Δεν υπάρχουν πια ούτε για μας. Οπότε τι; Από τα μη υπάρχοντα να μοιραστούμε; Άκου φίλε, μας είπαν πως το πάρτι τελείωσε. Αφήναμε αποφάγια τόσα χρόνια, κάτι τρώγατε κι εσείς. Τώρα ο διαιτητής σφύριξε τη λήξη. Έχουμε την αίσθηση πως μας αδίκησε, αλλά μια ζωή σε αυτή τη χώρα για τη διαιτησία μουρμουράμε. Οπότε βρίσκουν και πατάνε πάνω στις παλιές μας διαμαρτυρίες. Σαν το παραμύθι με το βοσκό και το λύκο. Το έχετε στην πατρίδα σου αυτό το παραμύθι; Γιατί έφυγες από εκεί; Τόσο ζόρι ήταν; Δεν είχατε ωραία παραμύθια; Πίστεψες στο παραμύθι ότι θα βρεις εδώ αυτό που ζητούσες; Πίστεψες στο παραμύθι ότι θα μπορούσες να φύγεις από εδώ και να πας κάπου καλύτερα; Μήπως θες να πάμε μαζί; Σκέφτομαι τελευταία κι εγώ να φύγω, ξέρεις. Να πάω κάπου καλύτερα. Δεν το μπορώ άλλο το μπουρδέλο, φίλε. Με κούρασε. Θέλω να πάω κάπου οργανωμένα. Σε κράτος σωστό. Με νόμους και τάξη. Εδώ παράγινε το χύμα. Τα βλέπεις κι εσύ. Και μην με παρεξηγήσεις σε αυτά που λέω. Δεν εννοώ ότι ίδια περνάμε και ίδια υποφέρουμε. Οκ, ήσουν, είσαι και θα είσαι σε χειρότερη, σε πολύ χειρότερη, φάση από μένα. Αλλά αυτό μας έλειπε, να μην ήσουν. Μήπως να νιώσω άσχημα και για αυτό; Μήπως να νιώσω άσχημα που δεν είμαι στη φάση τη δική σου; Μήπως να γίνω σαν και σένα, μήπως να γίνουμε όλοι σαν και σένα, για να υπάρξει επιτέλους δικαιοσύνη και ισότητα; Λυπάμαι, αλλά δεν θα πάρω. Δεν χρωστάω δυστυχία σε κανένα. Ούτε ενοχή χρωστάω για την κατάστασή σου. Kι όμως, παρά τη θέλησή μου, μου γεννιέται πότε πότε. Σε βλέπω αποστεωμένο να μου χτυπάς στα φανάρια το τζάμι και ο λόγος που σε μισώ είναι γιατί αισθάνομαι άσχημα για αυτό που βλέπω, είναι γιατί δεν θα ΄θελα να υποφέρεις. Έρχεσαι όμως από την άλλη άκρη της γης και υποφέρεις μες τα μούτρα μου. Γι΄αυτό σε απεχθάνομαι, γι΄ αυτό δεν θέλω να ξέρω τι κάνεις, γι΄ αυτό αν θες να πεθάνεις από την απεργία σου πέθανε, μόνο ένα θα σε θερμοπαρακαλέσω: πέθανε σιωπηλά, χωρίς να μας το πούνε στις ειδήσεις, χωρίς να μας πετάξουν το θάνατό σου στα μούτρα μας. Κάνε ό,τι σε φωτίσει ο Θεός σου. Δεν θέλω το κακό σου. Θέλω να μη χρεώνομαι εγώ το δικό σου το κακό στη δική μου τη συνείδηση.
Ο Διαμεσολαβητής: Ο Ουξμπάλ λειτουργεί σε ένα γκρίζο χώρο παραοικονομίας, εκεί που δίπλα στο επίσημο εργατικό δίκαιο θάλλει η ύπαρξη της μαύρης εργασίας, εκεί που δίπλα στο εμπόριο υπάρχει το παραεμπόριο. Δεν έχει θεσμικό ρόλο, δεν είναι ο Συνήγορος του Πολίτη, δεν είναι ο Τραπεζικός Διαμεσολαβητής, είναι ο Διαμεσολαβητής της Πραγματικότητας, ο Συνήγορος της Παράκαμψης των Θεσμών. Ο ρόλος του έρχεται να καλύψει το κενό που υπάρχει ανάμεσα στη θεσμική ρύθμιση της κοινωνίας και την αληθινή της λειτουργία. Μία λύση -κι αυτή που φαίνεται να προωθείται πανευρωπαϊκά- είναι να πούμε πως το εργατικό δίκαιο ήταν ένα βαρίδι, να πούμε πως πολλοί προστατευτικοί των αδυνάτων θεσμοί ήταν βαρίδι και να προσαρμόσουμε το δίκαιο στην πραγματικότητα που ούτως ή άλλως το καταπατά. Μια άλλη λύση θα ήταν να παύαμε να κάνουμε τα στραβά μάτια στην καταπάτηση του δικαίου και να προσπαθούσαμε να προσαρμόσουμε την πραγματικότητα σε αυτό. Ωστόσο ένας κόσμος διαφορετικών ταχυτήτων ως προς το βιοτικό επίπεδο θα συνεχίσει να φέρνει ανθρώπους από όλα τα μέρη της γης στις χώρες του υψηλότερου βιοτικού επιπέδου και κάπου εκεί τα όρια ανάμεσα στη στυγνή εκμετάλλευση και την αμοιβαία ωφέλεια θα συγχέονται, όπως θα συγχέονται και τα όρια ανάμεσα στους καθ’ όλα επαινούμενους ρυθμούς ανάπτυξης και τα συνακόλουθα ολυμπιακά θαύματα, με την εκτεταμένη χρήση τέτοιου είδους εργατικού δυναμικού, που έχει το επιπλέον αβαντάζ να πεθαίνει πολύ σιωπηλότερα και πολύ οικονομικότερα στα εργατικά του ατυχήματα από ό,τι οι ντόπιοι. Σε μια σκηνή της ταινίας το κύμα ξεβράζει μετανάστες. Στο φόντο εντυπωσιακά κτίρια. Ίσως βοήθησαν να χτιστούν κάποιοι σαν αυτούς. Οι συγκεκριμένοι ήταν έτοιμοι να χτίσουν άλλα, γιατί οι εργάτες από τα σωματεία κοστίζουν. Και μέσα στα χαρακτηριστικά κάθε κουλτούρας (το πιο οργανωμένο, παραγωγικό και νοικοκυραίϊκο των Κινέζων που κατασκευάζουν τσάντες σε υπόγεια αποθήκη, το πιο χύμα των Αφρικανών που τις πουλάνε στο δρόμο), οι σιδερένιοι κανόνες της εκμετάλλευσης εντός της κάθε κοινότητας. Ο Κινέζος βγάζει περιουσία από τις απάνθρωπες συνθήκες εργασίας των συμπατριωτών του (που όμως στη χώρα τους θα έβγαζαν πολύ λιγότερα). Ο Κινέζος αυτός μάλλον δεν ήταν αρκετά καρχαρίας για να γίνει μεγαλοπαράγοντας απευθείας στη χώρα του, πιθανότατα μαζεύει τα λεφτά για να πάει να τον κάνει εκεί. Ο Ουξμπάλ όμως δεν θα μπορούσε να γίνει μεγαλοπαράγοντας πουθενά, κι όμως κάνοντας τον ενδιάμεσο, συναλλάσσεται αυτός, ένας απλός καταφερτζής στην πατρίδα του, σαν ίσος προς ίσον με έναν άνθρωπο που κανονικά βρίσκεται πολύ ψηλότερά του στην τροφική αλυσίδα.
Ανορθογραφίες: Παιδική ζωγραφιά ενός βουνού με τίτλο: «Τα Πυρηναία είναι ώμορφα». Βiutiful. Η οικογενειακή ζωή που δεν μπορεί να είναι oρθογραφημένα όμορφη ούτε καν ανορθόγραφα ώμορφη για τα δυο παιδιά όταν η μητέρα είναι μανιοκαταθλιπτική και αρνείται να αντιμετωπίσει την κατάστασή της ιατρικά προτιμώντας να πίνει. Τι θετικό μπορεί να μείνει στα παιδιά από μια τέτοια οικογένεια; Θραύσματα ευτυχίας. Τα δάχτυλα μέσα σε ένα κύπελλο παγωτού. Η -ακριβής ή υπερβολική, τι σημασία έχει;- διήγηση για το πώς ο μπαμπάς γνώρισε την μαμά. Ο μπαμπάς τους, ο Ουξμπάλ, δε γνώρισε πατέρα. Πέθανε όταν ήταν ακόμη μωρό. Είναι καλύτερο το μόνιμο κενό από τις ταραχές, τις διαψεύσεις, τις εντάσεις, τις σκηνές που σε σημαδεύουν; Μάλλον. Όταν ο Ουξμπάλ θα αγγίξει για πρώτη φορά τον πατέρα του, θα είναι όταν γίνει η εκταφή του για να αποτεφρωθεί. Τον είχαν ταριχεύσει με αποτέλεσμα να διατηρείται σχεδόν όπως ήταν όταν πέθανε. Δηλαδή νέος. Πολύ νεότερος από ό,τι είναι τώρα ο Ουξμπάλ, που βλέπει ένα νεότερό του άνδρα να παριστάνει ανορθόγραφα τον πατέρα του. Από την άλλη, για να κλείσουμε το οικογενειακό σκέλος του έργου, φαίνεται πως, όπως οι αισθηματικές ταινίες σε βάζουν στην ανάλογη διάθεση, κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με άλλα συναισθήματα που πρωταγωνιστούν στην οθόνη: ο Ουξμπάλ τσαντίζεται και βάζει τις φωνές στο γιο του κι αναρωτιέσαι αν το κάνεις κι εσύ, ο Ουξμπάλ αγκαλιάζει το γιο του και σε πιάνει λαχτάρα να πας να αγκαλιάσεις τον δικό σου.
Τα σωθικά: Ένα κοντινό σε μια πεθαμένη κουκουβάγια θυμίζει το κοντινό σε μια την πεθαμένη αλεπού στον «Αντίχριστο» του Φον Τριερ. Μόνο που η αλεπού διαλαλούσε την κυριαρχία του χάους, μόνο που ο Αντίχριστος ήταν μια, σπουδαία μεν, αληθινά ψυχοπλακωτική δε, ταινία χωρίς ίχνος φωτός. Αντίθετα το «Biutiful» μπορεί να είναι μια ταινία βαρυφορτωμένη με διαδοχή εξαιρετικά δυσάρεστων γεγονότων, αυτά όμως κινηματογραφούνται με τρόπο που δεν σε λιγώνει αντίστοιχα, δεν σου προξενεί τη δυσφορία που κανονικά θα περίμενες. Και το τέλος της ταινίας προσφέρει κάτι που μπορεί να εκληφθεί και ως φως. Όπως τελικά και η όλη κινηματογράφηση του Ινιαρίτου μπορεί να εκληφθεί και ως φως, όπως το φως του διευθυντή φωτογραφίας Ροντρίγκο Πριέτο είναι φως, όπως η μουσική του Σαντιάγο Σανταολάλα είναι φως. Ο Γούντι Άλεν με το «Βίκι, Κριστίνα, Μπαρτσελόνα» πήγε στη Βαρκελώνη σαν τουρίστας που μας έδειχνε αξιοθέατα. Ο Ινιαρίτου αποφεύγει επιδεικτικά την αξιοθέατη πλευρά της πόλης, κινηματογραφώντας την ολόκληρη, μα κυρίως τα σωθικά της. Η ταινία είναι ένα θαύμα καλλιτεχνικής διεύθυνσης. Απίστευτες λεπτομέρειες στους τοίχους, μέσα σε ντουλάπια. Η φθορά πανταχού παρούσα. Και όχι μόνο αυτή. Δεν είναι μόνο τα δικά της αποτυπώματα στους τοίχους και τα έπιπλα, αλλά και τα αποτυπώματα της ίδιας της ζωής. Γιατί η ζωή διαδραματίζεται σε χώρους ατελείς, ακατάστατους, φθαρμένους και όχι σε ντεκόρ.
ΜΗΝ ΣΤΑΜΑΤΑΣ, ΜΗΝ ΣΤΑΜΑΤΑΣ ΝΑ ΤΟΥΣ ΓΑΜΑΣ,
ΕΤΣΙ ΓΑΜΑΕΙ Ο ΚΑΡΧΙΜΑΣ.
Σε μια σκηνή τσακωμού ανάμεσα στο αντρόγυνο, ο Ντιν επαναλαμβάνει κατάπληκτος «I ‘m the bad guy here? I ‘m the bad guy here?» «Εγώ είμαι ο κακός;». Υπάρχουν έργα που εξετάζουν το δίκιο και των δύο πλευρών, που φωτίζουν το δίκιο και των δύο πλευρών, αφήνοντας τον θεατή να επιλέξει εκείνος ποιό δίκιο του πάει περισσότερο. Στο «Βlue Valentine» δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ή, αν συμβαίνει, δεν μπορώ εγώ να το διακρίνω. Γιατί εκείνο που εγώ διακρίνω είναι ότι ο σκηνοθέτης και συν-σεναριογράφος Ντερεκ Σιανφράνς φωτίζει το δίκιο της μιας μόνο πλευράς. Λίγες σκηνές αργότερα, η Σίντι λέει με απόγνωση στο Ντιν ότι δεν αντέχει άλλο αυτήν την κατάσταση. Έχει φτάσει στα όριά της. Ποιά είναι όμως η κατάσταση που η Σίντι δεν αντέχει άλλο; Ότι ο Ντιν πίνει; Αυτό από μόνο του; Της έκανε και άλλα επεισόδια στο παρελθόν εκτός από αυτό που παρακολουθούμε; Αν της έκανε από πού προκύπτει;
Για μια ταινία που ο Σιανφράνς δούλευε στο μυαλό του χρόνια, η σεναριακή προσέγγιση μου μοιάζει ανεπαρκής. Άλλο δηλαδή ελλειπτικό σενάριο, άλλο χασματικό. Δεν υπάρχει αρκετό φως στο τί και στο πώς της Σίντι. Ας μην ήταν αναλυτικό το φως, ας ήταν απλά υπαινικτικό. Δηλαδή η Σίντι μπορεί να έχει τα δίκια της, αλλά τα δίκια της αφήνονται στη δική μας φαντασία, στη δική μας ερμηνεία, την ώρα που τα δίκια του Ντιν είναι πολύ πιο καταγεγραμμένα, πολύ πιο ορατά. Γενικότερα ο χαρακτήρας της μένει πιο ανεξερεύνητος. Ούτε ο τρόπος που φέρεται στον πρώην φίλο της είναι εντελώς ξεκάθαρος: του είχε βάλει όρκο ιερό να προσέχει κατά την συνουσία μη συμβεί κάνα ατύχημα και αυτός δεν μπόρεσε να πειθαρχήσει αρκετά, με αποτέλεσμα να τιμωρήσει την σχέση τους με την ποινή του θανάτου, δίχως το δικαίωμα απολογίας;
Θα μπορούσε βέβαια η ταινία να μην ασχολείται καθόλου με τα δίκια, να ασχολείται με την αντικειμενική παρακμή μιας σχέσης, πέραν του δίκαιου και του άδικου, του καλού και του κακού, πέραν του blame game. Καμία αντίρρηση σε μια τέτοια προσέγγιση. Αν λοιπόν η θέση του σκηνοθέτη είναι ότι μια σχέση μπορεί να παρακμάσει ακόμη και αν ο ένας θέλει να είναι απόλυτα μέσα της, και πάλι θα έπρεπε να είχε εξηγήσει λίγο καλύτερα τι φταίει στον άλλον. Γιατί ο Ντιν είναι απόλυτα μέσα στη σχέση. Εξηγεί στη Σίντι ότι ο λόγος που δεν έχει άλλες φιλοδοξίες, είναι επειδή δεν ζητά κάτι άλλο απ’ τη ζωή. Ζει το όνειρό του: να είναι σύζυγος της Σίντι, να είναι πατέρας της κόρης τους, να έχει μια δουλειά ευτελή που του επιτρέπει να μπορεί να πιει το πρωί. «Έχεις τόσες δυνατότητες, γιατί δεν τις αξιοποιείς;», θα τον ρωτήσει εκείνη. «Τι πάει να πει δυνατότητες; Γιατί θα έπρεπε να βγάζω από τα ταλέντα μου λεφτά; Τι παραπάνω να θέλω;»
«Oι γυναίκες παντρεύονται ελπίζοντας ότι ο άντρας τους θα αλλάξει. Οι άντρες παντρεύονται ελπίζοντας ότι η γυναίκα τους δεν θα αλλάξει. Oπότε και οι δύο αναπόφευκτα απογοητεύονται». Να είναι εκεί το μυστικό της ταινίας; Ότι αυτός παρέμεινε underachiever, ότι δεν άλλαξε μαζί της; Μου μοιάζει πως δεν είναι αυτό το μυστικό της. Μου μοιάζει να τον ρωτάει σαν μια φίλη που θα ήθελε να μη χαραμίζεται ένας φίλος της, παρά σαν μια γυναίκα που φοβάται ότι ο άντρας της έχει πάρει λάθος δρόμο και μαζί με αυτόν και ο γάμος τους. Ίσως δεν τον ερωτεύτηκε ποτέ, ίσως απλώς τον συνάντησε στην πιο περίεργη στιγμή και για αυτό τον παντρεύτηκε, ίσως το μυστικό της δεν είναι ότι εκείνος δεν μεγάλωσε και δεν άλλαξε, αλλά ότι ο έρωτάς του ήταν μονομερής.
Σε βλέπω να ετοιμάζεσαι να με κολλήσεις στον τοίχο, ρωτώντας με τι κάνω τώρα: δεν δίνω τη δική μου ερμηνεία επί του δίκιου της, άρα δεν είναι για αυτό επιτυχημένο το έργο; Όχι, σου επαναλαμβάνω. Άλλο είναι το έργο να έχει καλύψει επαρκώς το δικό του σκέλος παραμένοντας ανοικτό, επιτρέποντάς σου μετά να δώσεις τη δική σου ερμηνεία και άλλο η σκέψη σου να προσπαθεί να καλύψει τρύπες. Με όλες αυτές τις ενστάσεις, η ταινία ασφαλώς και είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Σκηνοθετημένη εκεί που πρέπει με χάρη κι εκεί που πρέπει με ένταση, πατώντας γερά πάνω σε δυο σπουδαίες ερμηνείες και μιλώντας παράλληλα για την αρχή και το τέλος (;) μιας σχέσης, είναι μια ταινία που και αξία έχει και λόγο ύπαρξης.
Η Μισέλ Γουίλιαμς βρίσκεται στην πεντάδα των υποψηφίων για τον πρώτο γυναικείο ρόλο. Η σε αντιδιαστολή απουσία του -τουλάχιστον εξίσου- εξαιρετικού Ράιαν Γκόσλινγκ από τον πρώτο ανδρικό μοιάζει χτυπητή, αντικατοπτρίζοντας την πλήρη ανδροκρατία του Χόλιγουντ στον τομέα των πρωταγωνιστικών ρόλων, ανδροκρατία που έχει χίλια καλά για τους άνδρες ηθοποιούς και χίλια κακά για τις γυναίκες, εκτός από κάτι τέτοιες περιπτώσεις, που ελλείψει ρόλων η καλή γυναικεία ερμηνεία θα αναδειχθεί, ενώ στους άντρες ο ανταγωνισμός είναι πέντε φορές μεγαλύτερος. Αλλά ο Ράιαν δεν χαλιέται. Στο μέλλον θα πρωταγωνιστήσει σε τόσες πολλές περισσότερες και καλύτερες ταινίες από την Μισέλ και την κάθε Μισέλ, που σε αντίθεση με τον Ράιαν και τον κάθε Ράιαν έχει να τα βάλει και με το πέρασμα του χρόνου, ενώπιον του οποίου το Χόλιγουντ είναι αμείλικτο.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)
Δυο λεπτά μίσους κάθε βράδυ στις τηλεοράσεις σας. Απόψε μισούμε γιατρούς, χθες φαρμακοποιούς, προχθές εργαζομένους στο μετρό, αντίπροχθες μετανάστες, παραντίπροχθες φορτηγατζήδες, αύριο τους «Δεν πληρώνω», μεθαύριο τους αγρότες, οι αρχές της δημοκρατίας πλήττονται κάθε μέρα κι από άλλη κοινωνική ομάδα, κι όπως η κάθε κοινωνική ομάδα μία - μία αντιδρά μόνο όταν έρχεται η δική της σειρά, έτσι κι εμείς μία - μία θα τις στοχοποιούμε, μία - μία θα τις εκθέτουμε σαν συντεχνίες που αδιαφορούν για το καλό του συνόλου, σαν συντεχνίες που βασανίζουν όλους εμάς τους υπόλοιπους. Δεν μπορεί ο πολίτης της επαρχίας να επωμίζεται το κόστους του εισιτηρίου του μετρό, είναι κοινωνικά άδικο, δεν μπορεί ο συνταξιούχος να γίνεται όμηρος της απεργίας των γιατρών, είναι απάνθρωπο, δεν μπορεί ο εργαζόμενος να μην μπορεί να πάει στη δουλειά του με τη συγκοινωνία, είναι βασανιστικό. Το παρήγορο είναι ότι η σειρά σου στον ρόλο του Γκολντστάιν διαρκεί λίγο. Για λίγο, για όσο διάστημα διαρκεί η δική σου αντίδραση στο κόψιμο των δικών σου σιχαμένων προνομίων, θα είσαι ο μισούμενος της προβολής. Για πολύ, για όσο διάστημα δεν αντιδράς και αντιδρά κάποιος άλλος, ελεύθερα θα μπορείς να μισείς και να μισείς και να μισείς τα σιχαμένα προνόμια των άλλων. Τα μόνα προνόμια που δεν είναι σιχαμένα και αντικοινωνικά είναι ο ανασταλθείς φόρος επί της τηλεοπτικής διαφήμισης και το αγγελιόσημο. Μπήκα ήδη στα μονοπάτια του λαϊκισμού. Ας τα ακολουθήσω ξανά. Πόσα χρήματα δανειζόμαστε με το μνημόνιο; 110 δις ευρώ; Το Σπίγκελ μιλά για καταθέσεις 600 δις Ελλήνων στην Ελβετία. Διαιρούμενα δια 11 εκατομμυρίων Ελλήνων, προκύπτει ότι ο κάθε Έλληνας σύντροφος (αυτός δηλαδή που τα συν-έφαγε με όλους τους άλλους μαζί) κατέθεσε στην Ελβετία 54.545,45 ευρώ. Αλλά κύκλοι του Υπουργείου Οικονομικών σπεύδουν να πουν πως το ποσό είναι μικρότερο. Είναι το ίδιο Υπουργείο Οικονομικών που πρώτα έφερε τροπολογία για διαγραφή χρεών 22 δις προς το Δημόσιο, μετά την κατακραυγή αναγκάστηκε να την πάρει πίσω, δεσμευόμενο όμως ότι θα την ξαναφέρει, αφού πρώτα αναρτήσει την πλήρη λίστα των χρεωστών και των χρεών που θα διαγράφονταν. Την επόμενη ημέρα θα την αναρτούσε τη λίστα για να μην υπάρχουν σκιές, το 'χε πει και στον Πρετεντέρη. Ήταν μέσα Δεκεμβρίου, και κοντεύουμε να φτάσουμε στα μέσα Φεβρουαρίου. Το καλό πράγμα αργεί να γίνει. Ενώ το καλό το μίσος φουντώνει μέσα σε δυο λεπτά, κατά κάθε μεμονωμένης συντεχνίας που ζει εις βάρος του συνόλου, που κρατά όμηρο τον ελληνικό λαό.
Άνοιξη προς καλοκαίρι 1985, τέλος Ά Γυμνασίου, ο Δημήτρης Σαραβάκος έχει μόλις φτάσει ένα βήμα από το να παίξει τελικό Πρωταθλητριών και στον καημό του πάνω γράφει το «Οut in the Fields». Εκείνη την εποχή έχουμε αρχίσει να φτιάχνουμε με ένα φίλο εβδομαδιαίες λίστες με τα ΤΟP 10 των τραγουδιών μας, τις οποίες με ευλάβεια συντάσσουμε και συγκρίνουμε σε αντίστροφη μέτρηση πριν τις μάχες με σουμπούτεο, με τσόχα όχι καρφωμένη, αλλά σε μοκέτα, γεγονός που σε συνδυασμό με το ότι εκείνος σαν γνήσιος γάβρος έπαιζε συρτά, οδηγούσε αφενός σε κακοποίηση του θεάματος και αφετέρου σε τερατογενέσεις, όπου η ομάδα του Παπαγγέλη και του Παπαχρήστου κέρδιζε συστηματικά την ομάδα του Ζάετς και του Ρότσα.
Μπορεί ο Μητσάρας να αδυνατούσε να τους σκίσει σουμπουτεϊκά το τμήμα της ανατομίας τους που όριζε το σύνθημα, αλλά τουλάχιστον τους το έσκιζε τραγουδιστικά αφού το «Οut in the Fields» έμενε στην κορυφή και δεν έλεγε να την εγκαταλείψει. Aργότερα ήρθαν και τα «Εmpty Rooms» και και τα «Οver the Hills and Far Away» και τα «Friday on My Mind» και τα «Still Got the Blues» και ναι, η ηλεκτρική κιθάρα του Γκάρι Μουρ συνέχισε να μου γαμά το είναι (με την καλή έννοια· βλέπεις το ρήμα «γαμώ» χρησιμοποιείται σαν πασπαρτού για αδιερεύνητους ψυχαναλυτικογλωσσολογικούς λόγους), ωστόσο η καρδιά μου ανήκε πάντα εκεί έξω στα λιβάδια, αν και διατηρώ μια ιδιαίτερη ανάμνηση από το «Still Got the Blues»: νύχτα καλοκαιριού, φώτα κλειστά, τρανζιστοράκι ανοικτό, οι καψουριάρικες πενιές του Γκάρι, κι εγώ να μελώνω σκέτα, χωρίς να μελώνω για κάποια συγκεκριμένη· περίεργο ον ο άνθρωπος.
Κάπου πρέπει να οδηγήσει όμως όλο αυτό, κάπως πρέπει να συνδέσω το χθεσινό θάνατο του Γκάρι Μουρ με κάποιο φόβο μου, ώστε να βρεθεί μια στοιχειώδης πρόφαση για το εκτός θέματος ποστ. Ας εξετάσω τις εκδοχές που ξεδιπλώνονται μπροστά μου μαζί σου, αγαπημένε μου αναγνώστη, σύντροφε πιστέ:
- Ο φόβος του θανάτου, του πεπερασμένου, είμαστε δεν είμαστε, τίποτα δεν είμαστε βρε, ζήσε πριν πεθάνεις κλπ κλπ;
- Ο φόβος του χρόνου που τρέχει γρήγορα, χθες ήταν 1985 κι έπαιζα σούμπουτεο, σήμερα -χθες για την ακρίβεια- σου λέει μια θεία πως αυτά είναι τα καλύτερα χρόνια του γιου σου και πως θυμάται από τα δικά της παιδιά ότι φεύγουν χωρίς να το καταλάβεις;
- Ο φόβος που σε καταλαμβάνει ξαναβλέποντας μετά από δεκαετίες το βίντεο κλιπ, πως οκ η μουσική αντέχει και με το παραπάνω, αλλά σου 'ρχεται να ξεκαρδιστείς στα γέλια με την όλη αισθητική της εποχής, ενώ όταν ο Γκάρι στην αρχή του τραγουδιού λέει «Νο colour or religion ever stopped a bullet from a gun» κάνει μούτες βγαλμένες από τις καλύτερες σκηνές παρωδίας έβερ;
- Ο φόβος πως διηγείσαι αναμνήσεις από ροκ τραγούδια και μιλάς για σουμπούτεο; Ο φόβος που σε πιάνει βλέποντας πως το «Still Got the Blues» γράφτηκε το 1990, άρα δεν ήσουν πια παιδί, άρα ποιόν φόβο είχες αγαπήσει πάλι και δεν είχες συνδέσει το τραγούδι με ένα συγκεκριμένο πρόσωπο και πολύ περισσότερο με μια συγκεκριμένη ιστορία μαζί του; Ο φόβος πως άργησες τόσο πολύ να πάρεις μπρος;
- Ο φόβος πως μικρός εσύ δεν έσουρνες τους παίκτες, πως ήσουν τύπος και υπογραμμός, ενώ τώρα έχεις φτάσει στο άλλο άκρο; Ο φόβος πως έχεις όχι απλώς αλλάξει, αλλά αλλοιωθεί;
- Μήπως πάλι ο φόβος πως έχεις εξαρχής μπλέξει το σωστό με το λάθος; Πριν δυο βράδια με έκραζε φίλος (χωρίς εισαγωγικά η λέξη, κι ας τον συναντούσα πρώτη φορά) για κάτι που είχα γράψει προ μηνών και το οποίο στα δικά μου μάτια ήταν κάτι με το οποίο τα έχωνα για κάτι που μου είχαν κάνει, ενώ στα δικά του τα μάτια ήταν απολογητικό και ήταν σαν να ζητούσα συγγνώμη από αυτούς τους οποίους εγώ θεωρούσα πως καυτηρίαζα.
- Ο φόβος πως είμαι τόσο άρρωστα εγωκεντρικός που αδυνατώ να πειθαρχήσω σε ένα απλούστατο πλαίσιο και γράφω πάλι για τον εαυτό μου, ενώ θα έπρεπε να γράφω για τον φόβο τον κοινό; Ο φόβος πως δεν μου πάνε οι συλλογικότητες, πως ο ατομισμός μου είναι την ίδια ώρα η σκλαβιά μου και η ελευθερία μου; Ο φόβος που με έπιασε κάποια στιγμή κατά τις εβδομάδες που οι συμμετέχοντες αντάλλαζαν ενθουσιασμένα ιδέες για το πώς πρέπει να στηθεί τα μπλογκ της ημέρας κατά του φόβου; Ο φόβος πως αυτόν τον ενθουσιασμό, αυτό το πάθος, αυτό το δόσιμο, δεν μπορώ να τα μοιραστώ; Ο φόβος πως δεν θέλω να συζητάω και να ξανασυζητάω για τους στίχους, τη μελωδία, την ενορχήστρωση και την παραγωγή ενός κοινού τραγουδιού, αλλά απλά να κάθομαι στη γωνιά μου και να γράφω τα δικά μου;
Βλέπεις κινηματογράφο για να σου τύχει αυτό το πράγμα. Μια φορά στις τόσες. Στις πολλές, στις πάρα πολλές τόσες. Δηλαδή εντάξει, δεν βλέπεις μόνο για αυτό. Δεν είναι έρημος χώρα το σινεμά για να αναζητείς απεγνωσμένα την όαση. Για όλη τη διαδρομή το βλέπεις, που, δόξα τω Θεώ, έχει να σου προσφέρει πολλά. Όταν όμως σου τυχαίνει κάτι τέτοιο, πρόκειται για εμπειρία άλλης τάξης. Συνειδητοποιείς (την ίδια τη στιγμή που το βλέπεις, τη στιγμή που εξελίσσεται, τη στιγμή που φτάνει στην παροξυσμική τελική του ευθεία) ότι απόψε είναι το βράδυ που βλέπεις για πρώτη φορά τον «Μαύρο Κύκνο», ότι μετά από απόψε θα είναι για πάντα αποθηκευμένη η συγκίνησή του και άμεσα ανακλητή η αίσθησή του. Κάθεσαι στη θέση σου, και πλάνο με το πλάνο της τελικής ευθείας, ξέρεις ότι εδώ ανήκεις, εδώ γουστάρεις να είσαι, εδώ θες να είσαι και πουθενά αλλού. Αυτή είναι η τέχνη που σου ταιριάζει όσο καμιά. Η τέχνη που κλέβει από όλες τις άλλες και τα κάνει όλα δικά της. Θες να τα κάνει χωρίς βάθος; Θες να μην είναι το απόσταγμα της σοφίας; Θες να τη βρίσκει και με τον εντυπωσιασμό; Χαλάλι της. Οι σοφοί με τις βαθιές σοφίες του, οι εστέτ με τις εστέτ απολαύσεις τους και οι σινεφίλ με το σινεμά.
Μήπως όμως το παρακάνει ο Αρονόφσκι; Αν το παρακάνει, καλά κάνει. Τι νόημα θα είχε να σκηνοθετήσεις μετρημένα και αποστασιοποιημένα μια ταινία που μιλά για την απώλεια του ελέγχου; Όχι. Έτσι πρέπει. Έτσι αξίζει. Χωρίς μέτρο, χωρίς συστολές, χωρίς ανάσα. Παράφορα, οργασμικά, δίχως διακριτικότητα, όλα στην ένταση, και στο στυλιζάρισμα όλα, γιατί όχι δηλαδή, γιατί να μην σπάει τα τύμπανα η μουσική του Κλιντ Μανσελπου πειράζει τη Λίμνη των Κύκνων; Να τα σπάει και τα τύμπανα, κι όλα να σπάσουν, να σπάσουμε κι εμείς μαζί με τη Νίνα, να μαδήσουμε μαζί της, να γεμίσει μαδημένα φτερά -άσπρα, μαύρα, έγχρωμα ό,τι κουβαλά ο καθένας- όχι μόνο η οθόνη, αλλά και η αίθουσα κι όλος ο κόσμος.
Η Νίνα. Η αειπαρθένος που γίνεται πρίμα μπαλαρίνα, ο άμωμος κύκνος που πρέπει να σκοτεινιάσει τόσο, ώστε να ενσαρκώσει επάξια και το μαύρο του είδωλο. Το απαιτεί το έργο. Το απαιτεί η τελειότητα που μια ζωή υπηρετεί. Προκειμένου να είναι τέλεια πρέπει να πάψει να είναι τέλεια. Η τελειότητα, η τέχνη, ο έλεγχος, η ζωή, ο εαυτός που μπαίνει μπροστά στον εαυτό, απαλλάξου από τον εαυτό σου για να βρεις τον εαυτό σου, κάνε πράγματα ανήκουστα ή νόμισε ότι τα κάνεις, δεν ξέρεις τη διαφορά, σε μπερδεύει η διαφορά, αν την ήξερες θα είχες και τον έλεγχο, όμως τον χάνεις, τον χάνεις, μια ζωή ελέγχου δεν αντέχεται πια, η πειθαρχία του κορμιού βρίσκει αντίβαρο στη δραπέτευση του νου, το σώμα ως εργαλείο χορού, η εργαλειακή χρήση του σώματος, το σώμα που την τιμωρεί και το τιμωρεί κι η ίδια ξύνοντάς το, το σώμα που το βλέπει ψυχωτικά να μεταλλάσσεται, κι ύστερα το σώμα ως κρατήρας ηδονής, η Νίνα μόλις αγγίζει τον εαυτό της τινάζεται με μια ένταση και με μια ακρότητα που δεν έχει στο χορό της, αρχίζει να φεύγει υγιώς, αρχίζει να φεύγει ηδονικά, αλλά η μαμά είναι εκεί και την βλέπει, εκεί στην καρέκλα, δεν έχει σημασία αν δεν είναι όντως εκεί, αφού όντως τη βλέπει, αφού η Νίνα είναι όντως υπό επιτήρηση, είναι όντως υπό βλέμμα εξουσιαστικό, ενοχικό, οικογενειακό, και το βλέμμα αυτό τότε μόνο είναι επιτυχημένο και αποτελεσματικό όταν έχει εσωτερικευθεί, αυτό είναι το μυστικό του, αυτή είναι η δύναμή του, αυτή είναι η δύναμη κάθε εξουσίας, η εσωτερίκευση του ελέγχου της, των εντολών της, της κατάκρισής της, της τιμωρίας της είτε ως ποινής είτε ως ενοχής.
Δεν θυμάμαι τόσο την Νίνα να χορεύει, όσο την κάμερα να χορεύει πάνω της. Η ταινία έχει λίγα εξωτερικά πλάνα, αλλά νιώθεις ότι τα έχει για ξεκάρφωμα. Θα μπορούσε να έχει γυριστεί ολόκληρη πάνω στη Νίνα. Ένα σίγουρο για τον εαυτό του, συμπαγές, φωναχτό και βιρτουοζικό αισθητικό σύνολο, συντονισμένο από μια κάμερα που ακολουθεί διαρκώς τη Νίνα, δείχνοντάς μας ό,τι βλέπει. Έχει άραγε η κάμερα τον πλήρη έλεγχο ή χάνεται κι αυτή που και που; Ο Αρονόφσκι δίδασκε και νόμο δεν εκράτει; Χάθηκε ποτέ μαζί με τη Νίνα; Της έβαλε καμιά εκτός προγράμματος παραίσθηση; Πρέπει όντως να χάνεις τον έλεγχο για να πετυχαίνεις την τελειότητα; Και με τι τίμημα; Ποιός εαυτός μας μας κάνει να δημιουργούμε; Ο μπετοναρισμένος ή αυτός που κρύβεται πίσω από το μπετόν; Βασανιζόμαστε όλοι από δύο εαυτούς; Ή μόνο οι καλλιτέχνες; Ή μόνο οι τρελοί; Αναζητούμε όλοι την τελειότητα στη ζωή μας; Ή μόνο οι καλλιτέχνες; Ή μόνο οι τρελοί;