Πέμπτη, Φεβρουαρίου 10, 2011

Mπλακ άουτ

Δύο τρία βράδια τη βδομάδα δούλευε σαν ντι τζέι. Και σαν ντι τζέι δηλαδή. Σιγά μη ζούσε από αυτό. Πιο πολύ επειδή γούσταρε το έκανε. Αλλά και για το χαρτζηλίκι. Που πια, παρότι κατά τι μειωμένο, ήταν αναγκαίο. Δεν ήταν και κανένα μπαρ κολοσσός για να παίρνει κάτι παραπάνω από χαρτζηλίκι. Για να βρεις μπαρ κολοσσούς έπρεπε να ταξιδέψεις πολλά χιλιόμετρα μακριά. Η βραδιά δεν ήταν ούτε από τις πολύ καλές ούτε από τις πολύ χάλια. Ενδιάμεσες καταστάσεις. Κάθε άλλο παρά φαν των ενδιάμεσων καταστάσεων ήταν, αλλά δεν είχε ανακαλυφθεί ακόμα ο άνθρωπος που θα μπορούσε να τις αποφεύγει διαρκώς. Ποιος ζει άλλωστε διαρκώς σε ένα άκρο; Ο κανένας. Γιατί κι αν ακόμα υποθέσουμε ότι υπάρχουν κάποιοι που ζουν διαρκώς στα άκρα, τότε πάει να πει ότι για αυτούς τα άκρα είναι η δική τους κανονικότητα. Άρα ξεακραίνουν. Τέλος πάντων· ανόητες σκέψεις που έκανε το μυαλό χαζεύοντας στην ενδιάμεση νύχτα, ανάμεσα στο τραγούδι που είχε μόλις αρχίσει και στο επόμενο. Χάζευε τόσο που πρώτα άκουσε τα «ααα» των θαμώνων και μετά συνειδητοποίησε ότι είχαν σβήσει τα φώτα. Μπλακ άουτ. Γέλια ανάκατα με λόγια δυνατότερα του κανονικού. Όλα έμοιαζαν να έχουν μια ακαθόριστη χροιά ανησυχίας. Το σκοτάδι είναι πάντα σκοτάδι. Σκαμπό και καρέκλες που έτριζαν στο πάτωμα καθώς μετακινούνταν. Αν το ρεύμα δεν επέστρεφε στα αμέσως επόμενα λεπτά το όλο πράγμα θα διαλυόταν ατάκτως. Καλύτερα ίσως. Μια ευκαιρία διαφυγής από την ενδιάμεση νύχτα.
Τότε ένιωσε μια παράδοξη ευθύνη. Ήταν εκεί για να παίζει μουσική. Με το ρεύμα κομμένο, αυτό δεν ήταν πια δυνατόν. Αλλά η φωνή της είχε ακόμα ρεύμα. Άρχισε να τραγουδά. Οι φωνές και τα γέλια σταμάτησαν. Λίγα δευτερόλεπτα αμηχανίας ακόμα και θα κλατάριζε. Ήταν μέχρι να βρεθεί εκείνος που θα τη σιγοντάριζε. Μετά άρχισαν να πέφτουν όλοι σαν κομμάτια του ντόμινο. Οι καρέκλες και τα σκαμπό ξανατραβήχτηκαν στις θέσεις τους. Ένα μπαρ τραγουδούσε στα σκοτεινά. Λίγες δεκάδες άνθρωποι που είχαν βρεθεί σε ένα χώρο σαν καταναλωτές, άρχισαν να τραγουδάνε σαν παρέα. Μαζί τους κι εκείνοι που είχαν το μπαρ, κι εκείνοι που δούλευαν στο μπαρ. Το ένα τραγούδι έφερε το επόμενο και πάει λέγοντας. Το φως δεν γυρνούσε. Αλλά η βραδιά είχε πάψει να είναι ενδιάμεση όχι μόνο για εκείνη, αλλά και για τον καθένα τους. Εκείνη θα ένιωθε πως είχε σκηνοθετήσει μια κοινή στιγμή ανθρώπων άγνωστων μεταξύ τους, θα ένιωθε πως από παραγωγός μουσικής προς εμπορία είχε μετατραπεί σε παραγωγός αναμνήσεων, αλλά προτιμούσε εκείνα τα λίγα τραγούδια να μη νιώθει τίποτα άλλο παρά τον κάθε στίχο, την κάθε στιγμή, προσπαθώντας να συντονιστεί με την κάθε φιγούρα που άρχιζε να ξεχωρίζει μέσα στο σκοτάδι, καθώς τα μάτια συνήθιζαν, καθώς οι φωνές έβγαιναν μεν από όλους μαζί, αλλά ταυτόχρονα κι από τον καθένα ξεχωριστά, αφού ακόμα και μέσα στην εμπειρία την κοινή, ο καθένας διαφορετικά την ζει, διαφορετικά την αφομοιώνει, διαφορετικά την τραγουδά.
Εκείνη το αφομοίωσε σα νυχτερινό εκκλησίασμα θεού αγνώστου, πάντως κοινού, γήινου και μεταφυσικού μαζί, αλλά περισσότερο γήινου, κι αναρωτήθηκε έκτοτε πολλές φορές γιατί οι άνθρωποι να πρέπει να συναντιούνται πάντοτε με προκαθορισμένους τρόπους που αποκλείουν εκ προοιμίου την έλευση του απροσδόκητου, γιατί όλα πρέπει να εντάσσονται σε ένα καθεστώς αγοραπωλησίας, που δεν είναι το χειρότερο, το χειρότερο είναι η τυποποίηση που το συνοδεύει, η αποσυναισθηματικοποίηση που το συνοδεύει, η αίσθηση πως το πλαίσιο δεν είναι απλώς πλαίσιο, αλλά η ίδια η ζωή, το κυρίαρχο νόημά της, ο προαιώνιος τρόπος της, ενώ είναι προφανές πως όσο ωραίο πράγμα κι αν είναι τα μπαρ, πάντως δεν υπήρχαν πάντοτε, ενώ σκοτάδι υπήρχε πάντοτε, όπως και άνθρωποι που τραγουδούσαν για να το ξορκίσουν και άνθρωποι που τραγουδούσαν προστατευμένοι στην κρυψώνα του και άνθρωποι που τραγουδούσαν μαζί, αφού εκείνο που τους ένωνε ήταν πως ήταν άνθρωποι ίσοι ενώπιον του σκοταδιού, ενώ το μπαρ έχει την ασφάλεια του ημίφωτος και κανείς πάει εκεί για να καταναλώσει μουσική, ποτό ή ό,τι άλλο ψάχνει, μέσα όμως στο πλαίσιο που η έννοια «μπαρ» ορίζει, μέσα στο πλαίσιο μιας σχέσης κατανάλωσης, που δεν αποκλείει μεν το ενδεχόμενο της βιωματικής σχέσης ενός μέθυσου ή ενός ερωτευμένου, αλλά δεν είναι αυτό και το ζητούμενό της, αφού το ζητούμενό της δεν είναι το μέσα των ανθρώπων, μα η εκμετάλλευση του μέσα τους -με τη μορφή ενός ακόμα ποτού- προς τον σκοπό αύξησης του ΑΕΠ.
Αυτές τις βαθυστόχαστα βλακώδεις σκέψεις να μην έκανε, ενώ άλλαζε τραγούδι, μια ακόμη ενδιάμεση νύχτα, μερικές εβδομάδες μετά. Τις έδιωξε σαν αρρώστια. Δεν ήξερε αν της ανήκαν, δεν τις ήθελε άλλο. Μακριά της. Έκλεισε τα μάτια. Ήταν πάλι σκοτάδι. Τραγουδούσαν όλοι μαζί.

10 Comments:

At 2/10/2011 08:00:00 π.μ., Blogger DaisyCrazy said...

αυτό το διαφορετικό είναι που μας σημαδεύει, που το θυμόμαστε για χρόνια μετά.
έτσι κι εκείνη θα θυμάται και θα νοσταλγεί τη νύχτα χωρίς φώτα που τα τραγούδια έβγαιναν απ'την καρδιά κι όχι απ'τα μεγάφωνα..
φοβερή ιστορία!

 
At 2/10/2011 10:52:00 π.μ., Blogger vague said...

Η επικράτηση των υποκατάστατων έναντι των πραγματικά φυσικών, είναι κάτι που δε χωνεύεται. Καλά έκανε κι έδιωξε τις σκέψεις μακριά της. Η πίκρα που αφήνει στον καθένα η αμφιβολία για το αν είναι φυσιολογικό να νιώθει ότι είναι πάντα "άλλες" οι αληθινές του ανάγκες, δεν παλεύεται.

 
At 2/10/2011 12:31:00 μ.μ., Anonymous lefteris sfak said...

Πολύ ωραίο κείμενο!

 
At 2/10/2011 02:17:00 μ.μ., Blogger Auslaender said...

Μόνο που άνθρωποι που τραγουδούσαν δεν υπήρχαν πάντοτε και δεν υπήρχαν καν πάντοτε άνθρωποι και πάντοτε τραγούδια οπότε δεν τους ένωνε τίποτα και ο προαιώνιος τρόπος βρίσκεται που; Στη μη ύπαρξη; Στο κενό; Σε μια άπειρη πυκνότητα και θερμοκρασία εν αναμονή έκρηξης;
Αυτα σκεφτόταν καθώς προσπαθούσε να αποφύγει το ουσιαστικό θέμα – τα ποτά στα ελληνικά μπαρ είναι πανάκριβα και χρειάζεται άμεσα ένας αποπληθωρισμός των αμοιβών των dj-μερικής-απασχόλησης-με-κόλλημα-στους-Cure για να μπορέσει ο φορολογούμενος μισθωτός του ιδιωτικού τομέα να μπορέσει να μεθύσει τη γκόμενα απέναντι επαρκώς ώστε να προχωρήσουν σε εγκεφαλικές καταστάσεις

 
At 2/10/2011 10:29:00 μ.μ., Blogger Rodia said...

Respect._

 
At 2/11/2011 01:21:00 π.μ., Anonymous Maia said...

omorfi simptosi, simera apofasisa na min doulepso. Piga mia volta stin poli kai kateliksa na synodeyo enan algerino violisti pou tragoudouse sto bar pou eixa paei.
S ena kafeneio pou pigame na tragoudisei argotera, ton perimena s ena trapezi k skeftomoun pos mporei n min tragoudao mazi tou fonaxta alla zo tin mousiki tou. Tin xtizo mesa mou, tin ennoo. Ki ego k sxedon oloi ekei, mporei n min tragoudousame fonaxta omos mas edese sfixta k mas singinise o Tayeb me tin foni kai to violi tou.
Glykitato vrady.

 
At 2/11/2011 07:13:00 π.μ., Blogger 2000man said...

Wellcome back old-boy! Καιρό είχε να μ' αρέσει τόσο πολύ άρθρο σου!
Μου θυμίζει παρόμοια φάση το 2003 στην Ρώμη. Ήταν η πρώτη Notte Bianca, καταστήματα, εστιατόρια, μπαρ, μουσεία, ανοιχτά όλη την νύχτα. Όλη η πόλη κάτω, έβρεχε κιόλας, και στις 3:30 το βράδυ... μπλάκουτ για 8+ ώρες. Το υπέρτατο χάος! Ήμουν κάτω και ένιωθα την δυναμική της στιγμής αλλά δεν μπόρεσα να αφεθώ να με παρασύρει.
Έφτασα σπίτι τα ξημερώματα βρεγμένος και ταλαιπωρημένος και την άλλη μέρα έπεσε στα χέρια μου αυτό το κείμενο.
http://rapidshare.com/files/447308610/White-out.doc
Διάβασε το, αξίζει τον κόπο. Ξέρεις Ιταλικά, έτσι δεν είναι; Αλλιώς δεν μπορεί να ανατριχιάζεις με το "I giardini di marzo"!

υ.γ.1 Σε άλλη Notte Bianca δεν πήγα. Τις φανταζόμουν πολύ κοινότυπες χωρίς μπλάουτ.
υ.γ.2 Μήπως ήσουν κι εσύ εκεί; :-)

 
At 2/12/2011 01:49:00 π.μ., Blogger Παύλος Σ. said...

Μου έρχεται να κλάψω

 
At 2/12/2011 03:16:00 μ.μ., Anonymous Σωτήρης said...

“Wellcome back old-boy!”
Τυπώθηκε και μπαίνει υποψήφιο για τα τρία καλύτερα του έντεκα.

 
At 2/14/2011 11:25:00 μ.μ., Blogger ΧΑΡΤΙΝΟ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΑΚΙ said...

Πολυ ωραίο !!!!Μια μοναδική στιγμή ....μένει στην αιωνιότητα !

 

Δημοσίευση σχολίου

<< Home