Πέμπτη, Απριλίου 28, 2011

Όλα θα πάνε καλά

Ο Τζέικ Τζίλενχαλ ξυπνάει σε ένα τρένο. Η Μισέλ Μόναγκαν απέναντί του, του λέει ότι αποφάσισε να ακολουθήσει τη συμβουλή του. Ποιά συμβουλή του όμως; Και γιατί του μιλάει σαν να τον ξέρει; Και γιατί τον φωνάζει Σον, όταν εκείνος λέγεται Κόλτερ Στίβενς και πολεμούσε στο Αφγανιστάν; Πώς βρέθηκε μέσα στο τρένο; Ακόμα χειρότερα, γιατί στον καθρέφτη που κοιτάζεται βλέπει ένα πρόσωπο που δεν είναι το δικό του; Απορίες που μένουν αναπάντητες, καθώς λίγο μετά μια έκρηξη ανατινάζει το τρένο, τον ίδιο, την Μόναγκαν και όλους τους άλλους επιβάτες. Ο Τζίλενχαλ ξυπνάει ξανά. Βρίσκεται μόνος σε ένα θάλαμο. Απέναντι του οθόνες. Nαι, είναι ο Κόλτερ Στίβενς και μέσα απ’ τις οθόνες η αξιωματικός Βέρα Φαρμίγκα και ο επιστήμονας Τζέφρι Ράιτ του εξηγούν την αποστολή του. Μια βόμβα εξερράγη σήμερα το πρωί στο τρένο προς Σικάγο και πρέπει να βρει τον ένοχο, πριν προβεί στο επόμενο μεγαλύτερο χτύπημά του. Πώς θα το κάνει αυτό; Μπαίνοντας στις αναμνήσεις ενός νεκρού επιβάτη ονόματι Σον Φέντερς και ξαναζώντας τα τελευταία οκτώ λεπτά του. Μπορεί να επιστρέψει όσες φορές θέλει, ζώντας μάλιστα τα τελευταία οκτώ λεπτά πριν την έκρηξη όπως εκείνος θέλει. Πώς γίνονται όλα αυτά; «Κβαντομηχανική» είναι η απάντηση του Τζέφρι Ράιτ, σε ένα ακατάληπτο και υποτίθεται επεξηγηματικό του επιστημονικού προγράμματος λογύδριό του. Κβαντo-ο,τινανική.

Προφανώς και οι ταινίες επιστημονικής φαντασίας, όντας εκτός από «επιστημονικής» και «φαντασίας», στηρίζονται σε ανακαλύψεις που δεν έχουν γίνει ακόμη και που μπορούν κάλλιστα να μη γίνουν και ποτέ. Το πρόβλημα λοιπόν δεν έγκειται τόσο στην επιστημονικότητα ή μη των καταστάσεων στις οποίες μια ταινία βασίζεται για να φτιάξει τον κόσμο της. Καμιά φορά μάλιστα, ταινίες άλλων ειδών δεν μπαίνουν καν στον κόπο να εξηγήσουν το «πώς» του κόσμου τους. Στην «Μέρα της Μαρμότας» π.χ. δεν δίνεται εξήγηση πώς ο Μπιλ Μάρεϊ ζει και ξαναζεί την ίδια μέρα. Αλλά δεν αισθάνεσαι ότι έχει υποτιμήσει τη νοημοσύνη σου κανένας. Ούτε ας πούμε ένα μηχάνημα που σε βάζει στο μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς ή ένα άλλο που διαγράφει τις αναμνήσεις σου έχουν βασιστεί σε επιστημονικά δεδομένα. Αλλά ο Τσάρλι Κάουφμαν τα χρησιμοποιεί ως οχήματα για να πει τις δικές του ιστορίες. Στα «Τελευταία Οκτώ Λεπτά» όμως αφενός δεν έχουμε να κάνουμε με όχημα αλλά με την ίδια την καρδιά της ταινίας και αφετέρου υπάρχουν πράγματα που δεν βγάζουν νόημα και μέσα στην πραγματικότητα της ταινίας. Το θέμα δεν είναι αν όσα συμβαίνουν είναι εφικτά σύμφωνα με την δική μας επιστημονική πραγματικότητα, αλλά το πώς μπορούν να στέκουν αυτά τα πράγματα μέσα στον κόσμο της ταινίας. Και λίγο να αρχίσεις να τα σκαλίζεις διαπιστώνεις ότι δεν στέκουν, αλλά αντιθετα χάσκουν προκλητικά.

Ο Ντάνκαν Τζόουνς έχει ξεκινήσει να αφήνει το στίγμα του στο χώρο της επιστημονικής φαντασίας. H πρώτη του ταινία, το πολύ πιο δικό του «Moon», είναι συγγενής θεματολογικά, αλλά πολύ πιο στιβαρή σεναριακά και με πολύ περισσότερη ουσία. Ο Τζόουνς είναι γιος του Ντέιβιντ Μπάουι. Στην Ελλάδα θα είχε γίνει μάλλον κι αυτός τραγουδιστής. Θα εμφανιζόταν σε νυχτερινά κέντρα και σε τηλεοπτικές εκπομπές μαζί με τον μπαμπά του, όπου θα τραγουδούσαν ντουέτο. Αλλά τα μήλα πέφτουν με μικρότερη συχνότητα κάτω απ’ τις μηλιές του εξωτερικού απ’ ό,τι στις εγχώριες.

Ο Τζίλενχαλ ρωτάει: «Τι θα έκανες αν είχες λιγότερο από ένα λεπτό για να ζήσεις;». Η Μόναγκαν απαντά: «Θα έκανα αυτά τα δευτερόλεπτα να μετρούν». Ελλείψει σεναριακής ανάπτυξης της μεταξύ τους έλξης (σε κάθε του επιστροφή στο τελευταίο οκτάλεπτο, ο Τζίλενχαλ ανακαλύπτει σαν προξενήτρα κι ένα της καλό: «Α, είσαι ευγενική - Α, είσαι και ειλικρινής») η σκηνή κανονικά έπρεπε να μοιάζει περισσότερο με το διαφημιστικό για τους τρεις cool κακομοίρηδες που στήνουν σκηνικό καταστροφής της γης για να μπορέσει ο ένας από αυτούς να κάνει έρωτα σε μια θαμώνα του μπαρ, παρά με την αριστουργηματική σύλληψη του τελευταίου φιλιού στο «Last Night» του Ντον Μακ Κέλαρ. Ωστόσο ο Τζόουνς έχει ταλέντο και προσφέρει την καλύτερη σκηνή της ταινίας, καθώς ο χρόνος του Τζίλενχαλ τελειώνει και ο χρόνος παγώνει. Μαζί με το χρόνο παγώνει κι η εικόνα: εκείνοι φιλιούνται και οι υπόλοιποι επιβάτες του βαγονιού μένουν να γελάνε με έναν κωμικό που δίνει αυτοσχέδια παράσταση στο βαγόνι. Ο χρόνος μιας παράλληλης πραγματικότητας που τελειώνει με ένα φιλί και ανθρώπους που ακούν αστεία, που προσμένουν την κατάληξη του αστείου, με την ευφορία της προσμονής. Πολύ κρίμα που η ταινία δεν τελειώνει εκεί.

«Όλα θα πάνε καλά». Αυτές οι λέξεις που άλλοι από εμάς τις έχουν πολύ εύκολες επαναλαμβάνοντάς τες σαν μάντρα και άλλοι από μας όταν είναι στις μαύρες τους είναι οι τελευταίες που θέλουν να ακούσουν. Αυτές οι λέξεις που φαίνονται να σχολιάζονται με τον τρόπο που τους πρέπει στην ταινία, όταν στο άκουσμά τους το τρένο ανατινάζεται ξανά και ξανά. Αλλά ένα -όχι ανεξαίρετο, αλλά σε γενικές γραμμές ασφαλές- κριτήριο για να κρίνεις το ειδικό βάρος μιας ταινίας, είναι αν στο τέλος πάνε όντως όλα καλά.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

1 Comments:

At 4/28/2011 09:42:00 π.μ., Anonymous Ανώνυμος said...

Φέρει κάτι από την αύρα του 'Ινσέπσιον' μου φαίνεται, αλλά χωρίς τα προσόντα εκείνου; Μάλλον είναι τάση στις αμερικανικές ταινίες να ψάχνουν το χώρο της 'είσόδου' στο χωροχρόνο και στον εγκέφαλο.

Πάντως σωστά τα λες, εδώ ο υιός Μπάοουι θα γινόταν περιπλανόμενο τσίρκο με τον μπαμπά του στα κανάλια, τώρα ως Αγγλοσάξων είναι πιο ανεξάρτητος και δοκιμάζεται αλλού....

 

Δημοσίευση σχολίου

<< Home