Old Boy
ΑΝΑΒΑΛΕ ΓΙΑ ΛΙΓΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΣΟΥ, ΓΙΑ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ. ΙΣΤΟΡΙΕΣ, ΑΜΑΡΤΙΕΣ & ΜΕΓΑΛΑ ΛΑΘΗ («Οι σχολιαστές σημειώνουν σ' αυτό το χωρίο: Η ορθή αντίληψη ενός ζητήματος και η παρανόηση ενός ζητήματος δεν αποκλείονται αμοιβαίως». Φραντς Κάφκα, "Η Δίκη").
Κυριακή, Οκτωβρίου 31, 2010
Παρασκευή, Οκτωβρίου 29, 2010
Kάτι αλήθεια συμβαίνει εδώ
Ούτε έναν ούτε δύο, αλλά εννέα βασικούς ήρωες - μέλη τριών γενιών μιας οικογένειας, προλαβαίνει να χωρέσει μέσα της η «Χώρα Προέλευσης» του Σύλλα Τζουμέρκα. Και όμως: μολονότι καταιγιστική σε ρυθμούς και μολονότι το σενάριο κάνει ασταμάτητα άλματα, όχι μόνο από ήρωα σε ήρωα αλλά και από το παρόν στο παρελθόν, η ταινία παρακολουθείται χωρίς να χάνεται ποτέ ούτε η ίδια ούτε ο θεατής της. Σαν να μην ήταν μάλιστα αρκετό όλο αυτό το υλικό, η «Χώρα Προέλευσης» είναι διάσπαρτη και από πλήθος καταπληκτικές παλιές φωτογραφίες και επίκαιρα: διαδηλώσεις βίαιες, συγκεντρώσεις ειρηνικές, λιτανείες. Δρόμος – δρόμος – δρόμος.
Στο παρόν παρακολουθούμε –σε δεκάδες μικρά κομματάκια- την μέρα των γενεθλίων του Στέργιου και τα γεγονότα που θα την σημαδέψουν. Στο παρελθόν -πριν καμιά εικοσαριά χρόνια- παρακολουθούμε δύο κομβικές μέρες: αφενός την μέρα που ο παππούς του Στέργιου μπαίνει στο νοσοκομείο και αφετέρου μια οικογενειακή συγκέντρωση όταν ο παππούς έχει βγει υγιής. Την μέρα που μπαίνει στο νοσοκομείο υπογράφονται και τα χαρτιά της υιοθεσίας του μικρού αδελφού του Στέργιου, του Θάνου. Ο Θάνος είναι ακόμα βρέφος και υιοθετείται από τον θείο του και τη γυναίκα του, που έχουν ήδη ένα δικό τους παιδί, την Άννα. Τον παίρνουν από την μητέρα του, αφού είναι ελαφρώς διαταραγμένη και δύο παιδιά δεν θα μπορεί να τα κουμαντάρει. Ενδεχομένως να μην μπορεί να κουμαντάρει ούτε και τον Στέργιο. Ως τότε ζούσαν μαζί με τον παππού που είχε την επίβλεψή τους. Είναι τα κίνητρα της υιοθεσίας του Θάνου αμιγώς αγαθά; Είναι ταυτόχρονα και μια άσκηση δύναμης; Ποιος μπορεί να ξέρει; Μάλλον ούτε οι ίδιοι οι εμπλεκόμενοι. Στην οικογενειακή γιορτή για την ανάρρωσή του, ο παππούς παραμένει πεισματικά σιωπηλός, σαν τον Κερκ Ντάγκλας στο «Αrrangement» του Καζάν. Αν είναι πια βάρος για τα παιδιά του, ίσως η οικογένειά του είναι ακόμη μεγαλύτερο βάρος για τον ίδιο.
Σχέσεις οικογενειακές: νευρώσεις, συμπλέγματα, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού είναι στις οικογένειες που ο δρόμος προς την κόλαση ήταν πάντοτε στρωμένος με τις καλύτερες προθέσεις. Να αγαπάς αυτόν που σου είναι αφόρητος και να σου είναι αφόρητος αυτός που αγαπάς: «Γιατί μαζί σου η χαρά δεν μπορεί ποτέ να είναι χαρά;». Να εξαφανίζεσαι στα μάτια του πιο κοντινού σου ανθρώπου, του ανθρώπου που σε έχει διαλέξει για σύντροφο της ζωής του: «Με κάνει να νιώθω σαν να μην υπάρχω». Όσο για τα τρία παιδιά, το παρόν τα βρίσκει σε περίεργη κατάσταση. Οι όροι της βίας αναστρέφονται, όποιος χτυπιόταν μικρός θα αρχίσει να χτυπά μεγάλος, ενώ η αιμομιξία είναι παρούσα, είτε ως πραγματικότητα είτε ως πόθος. Η επιλογή της αιμομιξίας στην «Χώρα Προέλευσης» είναι διπλώς ατυχής: αφενός λόγω της συγκυρίας από πρόσφατες ταινίες γεμάτες αιμομιξία (με τον Χρήστο Πασσαλή να μεταβάλλεται μάλιστα σε σίριαλ αιμομίκτη του ελληνικού κινηματογράφου, έχοντας ως μπόνους και μια ακόμα ντιπ αλλόκοτη σεξουαλικά σχέση στο «Μαύρο Λιβάδι») και αφετέρου αυτοτελώς, αφού τα τι και τα πως της ερωτικής εμπλοκής των παιδιών αφήνονται ανυποστήρικτα σεναριακά (όχι βέβαια από αδυναμία αλλά από επιλογή, μια επιλογή που ωστόσο δεν φαίνεται να δικαιώνεται)
Το παλλόμενο σώμα: Τι είναι λοιπόν τελικά η «Χώρα Προέλευσης»; Υποτίθεται ότι περιγράφοντας την παθογένεια της συγκεκριμένης οικογένειας και των τριβών μεταξύ των τριών γενιών της, ερμηνεύει ταυτόχρονα και αντίστοιχα φαινόμενα της μεταπολίτευσης. Ούτε οι συμβολισμοί της ούτε οι αναγωγές της είναι όμως το δυνατό της σημείο . Το σλόγκαν «Εξαπάτησε – Πρόδωσε – Τρομοκράτησε» που γράφεται στις αφίσες της, μου φαίνεται τελικά παραπειστικό και εν πάση περιπτώσει δε νομίζω πως αρκεί για να εξηγήσει -έστω και μεταφορικά- ευρύτερα κοινωνικά κακώς κείμενα. Είναι αμφίβολο δηλαδή πόσο διαφωτιστική πολιτικά είναι η ταινία, είναι αμφίβολο πόσο καίριο είναι το μήνυμά της (ή λιγότερο βαρύγδουπα και περισσότερο αγγλικά το point της), στο βαθμό που εξαντλεί τις ερμηνείες του στο οικογενειακό επίπεδο. Δεν είναι καθόλου αμφίβολο όμως ότι είναι εντελώς μα εντελώς καίρια η ίδια η ταινία, το σώμα της, η σάρκα της, η κινηματογράφησή της, οι εικόνες της, ο τρόπος που εντάσσονται μέσα της παλιές φωτογραφίες και βίντεο αρχείου. Ο Τζουμέρκας παρουσιάζει στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία ένα σινεμά εκρηκτικό, πολυσύνθετο, πρωτότυπο, τολμηρό, με μια σκηνοθεσία που πάλλεται και πάλλεται και δεν παύει να πάλλεται, που δεν πάλλεται όμως μονοδιάστατα, αλλά και έτσι και αλλιώς και αλλάζοντας διαρκώς στιλ, που την μια στιγμή μπορεί να είναι παρουσίαση αγιογραφιών και πινάκων ζωγραφικής, την άλλη στιγμή ένας γυμνός άνδρας να μπαίνει μέσα στη θάλασσα, την άλλη ένα τζιπ με δυο τελείως μπερδεμένους ανθρώπους πάνω του να παλεύει με στις λάσπες, την άλλη η διδασκαλία του «Ύμνου στην Ελευθερία» σε ένα σχολείο με παράλληλα πλάνα από διαδηλώσεις κι επεισόδια, την άλλη ένα οικογενειακό γλέντι με ρεμπέτικα. Και ρεμπέτικα και όπερα και η μουσική των Drog_A_Tek και η κάθε σκηνή που γυρίζεται να γυρίζεται σαν να είναι η τελευταία σκηνή που θα γυριστεί ποτέ.
Δεκέμβρης: Η ταινία περιέχει μέσα της και πολλά πλάνα από τον Δεκέμβρη του οκτώ. Μολονότι δεν είναι σε καμία περίπτωση παιδί του Δεκέμβρη (αλλά απλώς τον ενέταξε στην ήδη σχηματισμένη γενική της ιδέα) φέρει κάτι από την έντασή του. Ο Δεκέμβρης υπήρξε ένα σημαντικό πολιτικό φαινόμενο όχι για την πρότασή του και το αίτημά του (το οποίο άλλωστε κατ’εξοχήν κατηγορήθηκε πως στερείται), αλλά ως καταγραφή μιας ολικής άρνησης, ως καταγραφή μιας συνολικής κρίσης, ως καταγραφή αδιεξόδου και βρασμού. Αντίστοιχα νομίζω πως η «Χώρα Προέλευσης» κατορθώνει τελικά να κατακτήσει και πολιτική σημασία, όχι τόσο για την ερμηνεία του βρασμού όσο για την καταγραφή του, για την μετουσίωση του έξω βρασμού σε δημιουργικό βρασμό, για την ανασύνθεσή του σε δημιουργία.
Κάτι πλούσιο και παράξενο: Ολοένα και περισσότερα δάκτυλα των νέων Ελλήνων κινηματογραφιστών δείχνουν προς την μεριά της οικογένειας, γεγονός που έχει προφανώς την καλλιτεχνική του σημασία, αλλά εκείνο που έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία είναι ότι δείχνουν με έναν τρόπο συναρπαστικό. Κάτι αλήθεια συμβαίνει στο ελληνικό σινεμά, κάτι αλήθεια συμβαίνει εδώ, κάτι πλούσιο και παράξενο σαν τοπίο του βυθού.Πέμπτη, Οκτωβρίου 28, 2010
Ασφάλιστρα Κινδύνου
Δευτέρα, Οκτωβρίου 25, 2010
Το τρίτο πιστόλι
Παρασκευή, Οκτωβρίου 22, 2010
δ) ο Μάκης o Χάβος
« Bottom Chef»
Μετά το πρόσφατο δημοσίευμα, σύμφωνα με το οποίο το μνημόνιο στέλνει 1 στους 11 στο συσσίτιο, ο φετινός καταιγισμός εκπομπών μαγειρικής επικαιροποιείται, ώστε στο πρόγραμμα της επόμενης σαιζόν οι επίδοξοι σέφοι και σέφες να επιδεικνύουν τις δεξιότητές τους προσαρμοσμένοι στις ιδιαιτερότητες της εποχής. Tα δοκιμαστικά ήδη άρχισαν:
Πέμπτη, Οκτωβρίου 21, 2010
Το συνώνυμο των εκλογών
Τρίτη, Οκτωβρίου 19, 2010
Απεγκλωβισμοί
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)
Δευτέρα, Οκτωβρίου 18, 2010
Σάββατο, Οκτωβρίου 16, 2010
Τετάρτη, Οκτωβρίου 13, 2010
Οι παραδεισένιες προσδοκίες (και άλλες ιστορίες)
Η σκέψη μου έμεινε στο μυαλό (ιδιαίτερα σε σχέση με το ότι ο τύπος δεν είναι μόνο τύπος, αλλά μερικές φορές στη ζωή ίσως έχει και ουσιαστική σημασία), μέχρι που διάβασα αυτές τις μέρες τα «Οπωροφόρα της Αθήνας» του Σωτήρη Δημητρίου, όπου σε ένα σημείο γραφεί το εξής:
«Δύναται να συμπέσουν η αγάπη και ο πόθος; Η σύγκλιση και η απόκλιση; Ένας απροσδιόριστος συνδυασμός ομοιότητος και ανομοιότητος μπορεί σε ορισμένους τυχερούς ανθρώπους να προσφέρει αυτό το δώρο.
Κίσσας φαιδροί κελαηδισμοί
Μόνο το ένα σκέλος όμως του προβλήματος της ταινίας είναι η εγγενής δυσκολία να γίνει κινηματογράφος η συγκεκριμένη πρώτη ύλη. Το άλλο σκέλος αφορά την ίδια την εκτέλεση. Ο Δημητρίου μιλάει για το πως χτίζεται ένα βιβλίο, αν πρέπει να επιλέξει την μία ή την άλλη συνώνυμη λέξη, μιλά για το αρχιτεκτονικό βάσανο της κάθε πρότασης, όπου η απόστροφος, η αποκοπή φωνήεντος και το σημείο στίξης μπορεί να κάνουν όλη τη διαφορά: «Ιδίως η μετατροπή του «και» σε «κι» μου φαίνεται σαν φαιδρός κελαηδισμός κίσσσας. Χρειάζεται φειδώ», «Τα αριθμητικά, ίσως και οι χρονολογίες, καλό είναι να γράφονται ολογράφως γιατί αλλιώς είναι σαν ενοχλητικά κεριά σε μικρό τραπέζι δείπνου». Σε ένα σημείο αναφέρει πως έψαχνε ένα χρόνο ποιό ρήμα είχε χρησιμοποιήσει η μάνα του για να περιγράψει κάποιον που κοίταξε ένα δέντρο απʼ τον πάτο μέχρι την κορυφή: «Περίκοψε;», «Ψείρισε;». Τελικά ήταν «βοϊδοσκόπησε». Αυτή είναι και η γενικότερη στάση του: «Είδα στο βιβλίο δυο λεξούλες που η μία αλλοιώθηκε και η άλλη άλλαξε, και έχασα την ησυχία μου. Μου φαίνεται όλο το βιβλίο άκυρο. Ο μόνος τρόπος που ξέρω για να απολαύσει το βιβλίο ο αναγνώστης είναι να παιδευτεί ο συγγραφέας».Το δεύτερο σκέλος του προβλήματος λοιπόν έγκειται στο ότι στην ταινία δεν φαίνεται να υπάρχει ανάλογη φροντίδα και ανάλογο παίδεμα. Οι κωμικές σκηνές της είναι απερίγραπτα μη κωμικές, τα πλάνα με τον ήρωα στην Αθήνα συχνά είναι πρόχειρα και τσαπατσούλικα (κάποιες λίγες σκηνές διασώζονται και δείχνουν ότι η ταινία θα μπορούσε ίσως να έχει καλύτερη τύχη, όπως η σκηνή με το φλερτ, η σκηνή με το τραγούδι στο λεωφορείο, η σκηνή με τα μπαλόνια), ενώ τα πλάνα στο γραφείο του συγγραφέα είναι μονότονα και επαναλαμβανόμενα. Τα τελευταία έχουν ωστόσο δύο αξιοσημείωτα προτερήματα: πρώτον το εικαστικά πιο ενδιαφέρον στοιχείο της ταινίας, δηλαδή το γραφείο του συγγραφέα με το τεράστιο τζάμι που μοιάζει και με οθόνη και είναι σαν να βρίσκεται σε υπόγειο γκαράζ βιομηχανικού χώρου, και δεύτερον το εύρημα με την σλάβα υπηρέτρια που δεν μιλάει λέξη ελληνικά και ο συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία να της αναλύσει τις βαθυστόχαστες θεωρίες του περί λογοτεχνίας και συγγραφής. Κι αυτό το εύρημα κουράζεται δια των πολλών επαναλήψεών του, ωστόσο η Αλεξία Καλτσίκη πετυχαίνει να ζωγραφίσει λαμπρά με το πρόσωπό της την ολική απορία ενός ανθρώπου που ακούει μια ξένη γλώσσα και στα αυτιά του φτάνουν μόνο ήχοι και απολύτως κανένα νόημα.
Ο Παναγιωτόπουλος ξεχωρίζει το παράθεμα για την αμβλύνοια και το αφήνει να ακουστεί προς το τέλος: «Η αμβλύνοια όπως το λέει και η λέξη έχει περισσότερο χώρο υποδοχής για το θολό, το άρρητο, το μυστηριακό, το άγνωστο, το σκοτεινό ... Και δεν αντιπαραβάλλω την δροσερή αύρα της αθωότητος και της αφέλειας αλλά τη γλυκιά χαζομάρα, που δεν νομίζει ότι ξέρει όπως το νομίζει η ευφυϊα με το ανασηκωμένο φρύδι ... Ίσως θέλω να πω πως ο συγγραφέας ως καθολικός διάμεσος καλό είναι να μετέχει και στην χαζομάρα και ως δέκτης και ως πομπός». Αλλά ακόμη και αν υποθέσουμε πως στις σκηνές της Αθήνας εσκεμμένα η ταινία είχε ανοίξει χώρο για τη χαζομάρα, η γεύση της χαζομάρας δεν ήταν γλυκιά αλλά μάλλον επιτηδευμένη. Με όλους της όμως τους λάθος -κατά τη γνώμη μου εννοείται- δρόμους, η ταινία δεν παύει να είναι μια αφιέρωση αγάπης και να δείχνει το σωστό δρόμο προς ένα ξεχωριστό βιβλίο, που αξίζει να διαβαστεί.
Κυριακή, Οκτωβρίου 10, 2010
Οι αστροναύτες κι οι νεκροί
Τότε περίπου πρωτοκυκλοφόρησε και η φήμη ότι η ανθρώπινη αλληλεγγύη δεν μπορεί να εφαρμοστεί επί των ευρισκομένων στην επιφάνεια της γης: ίσως επειδή όλοι όσοι ζουν σε αυτήν την έχουν δει -συνειδητά ή ασυνείδητα- ανταγωνιστές στο ριάλιτι της επιβίωσης και της επικράτησης. Επαρκούν οι φυσικοί πόροι και ο πλούτος του πεπερασμένου κοινού οικοπέδου για όλους; Και πώς θα κατανεμηθεί; Μόλις όμως κάποιος πάψει να ζει πάνω της, το στάτους του μεταβάλλεται μεμιάς. Σαν να παύουμε να τον αντιμετωπίζουμε ως ανταγωνιστή, σαν να αναγνωρίζουμε πως τώρα πια που δεν βλέπει ήλιο η μοίρα του έχει αλλάξει: δες τι συμβαίνει με τους νεκρούς, δες τι συμβαίνει με τους αστροναύτες, δες τι συμβαίνει με τους τριάντα τρεις μεταλλωρύχους της Χιλής. Σύγκρινε το στάτους των νεκρών πριν και μετά τον θάνατό τους, το στάτους των αστροναυτών πριν και μετά την εκτόξευσή τους, το στάτους των τριάντα τριών πριν και μετά τον εγκλωβισμό τους. Πριν τον εγκλωβισμό δεν ήταν παρά εργάτες, πριν τον εγκλωβισμό τα αιτήματά τους για αρτιότερες συνθήκες ασφαλείας ή για υψηλότερους μισθούς θα αντιμετωπίζονταν στο πλαίσιο του γενικότερου πανανθρώπινου ανταγωνισμού που έχει την ευφημιστική ονομασία πολιτική. Μετά τον εγκλωβισμό οι ως χθες ίσως και ταξικά απόβλητες ζωές τους μετατράπηκαν στο πολυτιμότερο αγαθό: μέχρι φυσικά να ανασυρθούν στην επιφάνεια της γης, μέχρι να επιστρέψουν στον κοινό ανταγωνισμό. Για ένα διάστημα θα απολαμβάνουν τα οφέλη του στάτους του σε ένα παρατεταμένο φρικ σόου, σαν τον νεκρό που ανασταίνεται, σαν τον αστροναύτη που προσγειώνεται, χωρίς κανείς από τους τρεις τους να ανήκει πια πραγματικά εδώ: άπαξ και εγκαταλείψεις την επικράτεια του ήλιου μην περιμένεις να σε ξαναθεωρήσουμε πραγματικά δικό μας. Εδώ, στην επικράτεια του ήλιου, εδώ, στην επιφάνεια της γης, αδυνατούμε όσο θυμόμαστε συλλογικά τον εαυτό μας να μοιράσουμε ειρηνικά και δίκαια τα αγαθά, αδυνατούμε να βρούμε έναν τρόπο συγκατοίκησης στον οποίο το εντελώς αληθινό και εντελώς ανθρώπινο ένστικτο της αλληλεγγύης για το συνάνθρωπο (όπως αυτό για τους τριάντα τρεις της Χιλής) να μετατραπεί σε οικουμενική πολιτική αρχή, να μετουσιωθεί σε εφαρμόσιμο πολιτικό πρόγραμμα.
Παρασκευή, Οκτωβρίου 08, 2010
Πέμπτη, Οκτωβρίου 07, 2010
Θινκ γκλόμπαλι, ακτ τρόμπαλι.
Τετάρτη, Οκτωβρίου 06, 2010
Οι Στρατεύσεις και το «Ντάλας»
Βασικό προσόν του ντοκιμαντέρ τα πολλά ένθετα πλάνα από ταινίες, όχι μόνο των δέκα αυτών σκηνοθετών, αλλά και σκηνοθετών που εκείνοι αναφέρουν ως επιρροές τους (από τον Κιούμπρικ και τον Παζολίνι, ως τον Γκοντάρ και τον Χάουαρντ Χοκς). Και αποτελεί προσόν επειδή το αισθητήριο της Ισμαήλου φαίνεται ιδιαίτερα ακονισμένο όταν καλείται να επιλέξει χαρακτηριστικά πλάνα από τις ταινίες τους. Ενώ όμως αποδεικνύει πως ξέρει να βλέπει ως θεατής, δεν επιδεικνύει ανάλογα αποτελεσματικό αισθητήριο στην κινηματογράφηση των συνεντεύξεων (ούτε κάποιο κοινό αισθητικό περιβάλλον τις διακρίνει, ούτε μπορείς να πεις πως είναι κινηματογραφημένες σε ιδιαίτερους χώρους, με την εξαίρεση της αυλής της Ανιές Βαρντά και του τρυφερού κοιτάγματος της φθοράς των τοίχων του παλιού της σπιτιού). Το πρόβλημα της έλλειψης κοινής αισθητικής επιτείνει η έλλειψη κάποιων συνεκτικών δεσμών στην αφήγηση. Έχεις δηλαδή την αίσθηση ότι εξ αρχής όλο το σχέδιο εξαντλούνταν στο να συνομιλήσει με τους αγαπημένους της σκηνοθέτες και να συρράψει αυτές τις συνομιλίες, χωρίς κάποιο ενιαίο αφηγηματικό άξονα. Ωστόσο το ντοκιμαντέρ δύσκολα θα απογοητεύσει τον θεατή που θα επιλέξει να το δει, όχι μόνο επειδή τα ελαττώματά του δεν είναι ισχυρότερα από τις αρετές του, αλλά και με την έννοια ότι ο θεατής που θα επιλέξει να το δει θα το κάνει επειδή θα έχει το μικρόβιο της σινεφιλίας. Και αυτός που έχει το μικρόβιο είναι κάποιος που ούτως ή άλλως ενδιαφέρεται για το θέμα του ντοκιμαντέρ, είναι κάποιος που το ενδιαφέρον του έχει εκ προοιμίου κατακτηθεί.
Το σινεμά στο οποίο επικεντρώνεται το «Great Directors» είναι ένα σινεμά με πολιτικό πρόσημο. Όχι μόνο με την στενή έννοια (οι ταινίες του Κεν Λόουτς), αλλά και με την ευρύτερη (το «σεξουαλικά πολιτικό» σινεμά του Τοντ Χέινς ή της Μπρεϊγιά). Ακόμη και στον Φρίαρς και στον Λινκλέιτερ το ντοκιμαντέρ θα επιμείνει στην πολιτική πτυχή των ταινιών τους. Ο Τζον Σέιλς λέει ότι στην Αμερική θέλουν να προσποιούνται πως δεν υπάρχουν τάξεις. Προς τιμήν της η Ισμαήλου επιμένει στο θέμα το ταξικό, μολονότι η ίδια μάλλον ανήκει στην πιο εύπορη τάξη. Αργά ή γρήγορα σου μπαίνει η υποψία ότι επιμένει πάρα πολύ στην πολιτική διάσταση του κινηματογράφου, ότι την σαγηνεύει η -με την ευρύτατη έννοια του όρου- στράτευση. Ωστόσο, όταν πάλι ο Τζον Σέιλς αναφέρει ότι πάρα πολύ συχνά στα χολιγουντιανά σενάρια ζητούν από τους σεναριογράφους να παρακάμπτουν την πραγματικότητα και να μην την αφήνουν να μπαίνει στην μέση (μνημονεύει ως παράδειγμα τον «Πατριώτη» και μιλά για παραχάραξη της αμερικάνικης Ιστορίας), δεν μπορείς παρά να ομολογήσεις και στον εαυτό σου ότι η στράτευση δεν είναι απαραίτητα μονομερής, ότι υπάρχει και ένα άλλου είδους άρρητης και κατεστημένης στράτευσης, στράτευσης προς ένα σινεμά της φυγής από την πραγματικότητα, με ταινίες όπου η πραγματικότητα δεν είναι ποτέ αληθινά πραγματική, όπου τα προβλήματα δεν είναι ποτέ μα ποτέ πολιτικά.
Ο Ντέιβιντ Λιντς πάλι -αέναα στρατευμένος στο δικό του σύμπαν- λέει ότι υπάρχουν δυο κατηγορίες θεατών: εκείνοι που θέλουν πάντα να είναι απόλυτα σίγουροι για το τι παρακολουθούν και εκείνοι που προτιμούν να ζουν την εμπειρία ταινιών που τους παρέχουν λιγότερες βεβαιότητες. Κάτι αντίστοιχο έλεγε ο Ζαν Λικ Γκοντάρ στο συγγενές θεματολογικά ντοκιμαντέρ του Βιμ Βέντερς «Δωμάτιο 666» (το γύρισε στο φεστιβάλ των Καννών το 1982 ρωτώντας σκηνοθέτες για το μέλλον του σινεμά και το μνημονεύει στο «Great Directors» ο Τοντ Χέινς αναφέροντας τον Φασμπίντερ που λίγο μετά την εμφάνισή του σε αυτό πέθανε).
Λέει λοιπόν ο Γκοντάρ πως αποζητούμε μια ιστορία που να ξέρουμε εκ των προτέρων. Δεν μας καθησυχάζει ότι είναι μια ιστορία με τον Αλέν Ντελόν ή τον Τσαρλς Μπρόνσον με περίστροφα στο χέρι, αλλά το ότι ξέρουμε το τέλος της. Ξέροντας το τέλος καθησυχάζουμε για τη δική μας προσωπική ιστορία. Οι ταινίες είναι ακτινογραφίες: βλέπουμε μέσα σε αυτές κάτι από μας. Αντίθετα στην τηλεόραση δεν θέλουν να πουν ιστορίες, στο «Ντάλας» δεν υπάρχει ιστορία. Και καμιά φορά -συνεχίζει- αυτό είναι που μου αρέσει στο «Ντάλας» :-)
Τρίτη, Οκτωβρίου 05, 2010
ΑΜΒΕR Alert
Δευτέρα, Οκτωβρίου 04, 2010
The Power of Veracity
Ετσι πιθανώς να ερμηνευθεί και από τις αγορές, οι οποίες διψούν για κακά νέα από την Ελλάδα και είναι έτοιμες να αποδεχθούν το χειρότερο σενάριο. Στην περίπτωση αυτή η προσέγγιση των διεθνών αγορών θα δυσκολέψει, η εφαρμογή του μνημονίου θα αντιμετωπίσει πολύ περισσότερες αντιδράσεις και σταδιακά όσο θα εντείνεται η καχυποψία για την ελληνική υπόθεση τόσο θα τείνει να επικρατήσει η εκτίμηση μιας τρελής πορείας προς τον γκρεμό και την επιδιωκόμενη από πολλούς αναδιάρθρωση του χρέους.
Με άλλα λόγια, τυχόν επικράτηση ρεύματος αμφισβήτησης στις περιφερειακές εκλογές θα διαμορφώσει περιβάλλον μεγάλης αναταραχής και τυφλών συγκρούσεων, οι οποίες συντηρούμενες στον χρόνο θα επιφέρουν πολιτικό και κοινωνικό χάος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για ολόκληρη την προσπάθεια διάσωσης της ελληνικής οικονομίας».
Ήταν απόσπασμα άρθρου με τίτλο «Από το μίσος στο χάος» και υπέρτιτλο «Φθινοπωρινά σενάρια πολιτικής και κοινωνικής αποσταθεροποίησης», το οποίο κοσμεί την τρίτη σελίδα του κυριακάτικου «Βήματος», την μέρα που το ΠΑΣΟΚ συμπλήρωνε ένα χρόνο εξουσίας και ο Γιώργος Παπανδρέου βραβευόταν στη Γερμανία με το βραβείο «Δύναμη και Ειλικρίνεια» από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της Ντόιτσε Μπανκ (για λογαριασμό της δύναμης) και τον Τζωρτζ Όργουελ (για λογαριασμό της ειλικρίνειας).
Κυριακή, Οκτωβρίου 03, 2010
Rest in Pictures