Κυριακή, Οκτωβρίου 31, 2010


YOU DON'Τ GET TO 110 BILLION EUROS
WITHOUT LOSING A FEW VOTERS
the socialist movement

Παρασκευή, Οκτωβρίου 29, 2010

Kάτι αλήθεια συμβαίνει εδώ

Ούτε έναν ούτε δύο, αλλά εννέα βασικούς ήρωες - μέλη τριών γενιών μιας οικογένειας, προλαβαίνει να χωρέσει μέσα της η «Χώρα Προέλευσης» του Σύλλα Τζουμέρκα. Και όμως: μολονότι καταιγιστική σε ρυθμούς και μολονότι το σενάριο κάνει ασταμάτητα άλματα, όχι μόνο από ήρωα σε ήρωα αλλά και από το παρόν στο παρελθόν, η ταινία παρακολουθείται χωρίς να χάνεται ποτέ ούτε η ίδια ούτε ο θεατής της. Σαν να μην ήταν μάλιστα αρκετό όλο αυτό το υλικό, η «Χώρα Προέλευσης» είναι διάσπαρτη και από πλήθος καταπληκτικές παλιές φωτογραφίες και επίκαιρα: διαδηλώσεις βίαιες, συγκεντρώσεις ειρηνικές, λιτανείες. Δρόμος – δρόμος – δρόμος.

Στο παρόν παρακολουθούμε –σε δεκάδες μικρά κομματάκια- την μέρα των γενεθλίων του Στέργιου και τα γεγονότα που θα την σημαδέψουν. Στο παρελθόν -πριν καμιά εικοσαριά χρόνια- παρακολουθούμε δύο κομβικές μέρες: αφενός την μέρα που ο παππούς του Στέργιου μπαίνει στο νοσοκομείο και αφετέρου μια οικογενειακή συγκέντρωση όταν ο παππούς έχει βγει υγιής. Την μέρα που μπαίνει στο νοσοκομείο υπογράφονται και τα χαρτιά της υιοθεσίας του μικρού αδελφού του Στέργιου, του Θάνου. Ο Θάνος είναι ακόμα βρέφος και υιοθετείται από τον θείο του και τη γυναίκα του, που έχουν ήδη ένα δικό τους παιδί, την Άννα. Τον παίρνουν από την μητέρα του, αφού είναι ελαφρώς διαταραγμένη και δύο παιδιά δεν θα μπορεί να τα κουμαντάρει. Ενδεχομένως να μην μπορεί να κουμαντάρει ούτε και τον Στέργιο. Ως τότε ζούσαν μαζί με τον παππού που είχε την επίβλεψή τους. Είναι τα κίνητρα της υιοθεσίας του Θάνου αμιγώς αγαθά; Είναι ταυτόχρονα και μια άσκηση δύναμης; Ποιος μπορεί να ξέρει; Μάλλον ούτε οι ίδιοι οι εμπλεκόμενοι. Στην οικογενειακή γιορτή για την ανάρρωσή του, ο παππούς παραμένει πεισματικά σιωπηλός, σαν τον Κερκ Ντάγκλας στο «Αrrangement» του Καζάν. Αν είναι πια βάρος για τα παιδιά του, ίσως η οικογένειά του είναι ακόμη μεγαλύτερο βάρος για τον ίδιο.

Σχέσεις οικογενειακές: νευρώσεις, συμπλέγματα, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού είναι στις οικογένειες που ο δρόμος προς την κόλαση ήταν πάντοτε στρωμένος με τις καλύτερες προθέσεις. Να αγαπάς αυτόν που σου είναι αφόρητος και να σου είναι αφόρητος αυτός που αγαπάς: «Γιατί μαζί σου η χαρά δεν μπορεί ποτέ να είναι χαρά;». Να εξαφανίζεσαι στα μάτια του πιο κοντινού σου ανθρώπου, του ανθρώπου που σε έχει διαλέξει για σύντροφο της ζωής του: «Με κάνει να νιώθω σαν να μην υπάρχω». Όσο για τα τρία παιδιά, το παρόν τα βρίσκει σε περίεργη κατάσταση. Οι όροι της βίας αναστρέφονται, όποιος χτυπιόταν μικρός θα αρχίσει να χτυπά μεγάλος, ενώ η αιμομιξία είναι παρούσα, είτε ως πραγματικότητα είτε ως πόθος. Η επιλογή της αιμομιξίας στην «Χώρα Προέλευσης» είναι διπλώς ατυχής: αφενός λόγω της συγκυρίας από πρόσφατες ταινίες γεμάτες αιμομιξία (με τον Χρήστο Πασσαλή να μεταβάλλεται μάλιστα σε σίριαλ αιμομίκτη του ελληνικού κινηματογράφου, έχοντας ως μπόνους και μια ακόμα ντιπ αλλόκοτη σεξουαλικά σχέση στο «Μαύρο Λιβάδι») και αφετέρου αυτοτελώς, αφού τα τι και τα πως της ερωτικής εμπλοκής των παιδιών αφήνονται ανυποστήρικτα σεναριακά (όχι βέβαια από αδυναμία αλλά από επιλογή, μια επιλογή που ωστόσο δεν φαίνεται να δικαιώνεται)

Το παλλόμενο σώμα: Τι είναι λοιπόν τελικά η «Χώρα Προέλευσης»; Υποτίθεται ότι περιγράφοντας την παθογένεια της συγκεκριμένης οικογένειας και των τριβών μεταξύ των τριών γενιών της, ερμηνεύει ταυτόχρονα και αντίστοιχα φαινόμενα της μεταπολίτευσης. Ούτε οι συμβολισμοί της ούτε οι αναγωγές της είναι όμως το δυνατό της σημείο . Το σλόγκαν «Εξαπάτησε – Πρόδωσε – Τρομοκράτησε» που γράφεται στις αφίσες της, μου φαίνεται τελικά παραπειστικό και εν πάση περιπτώσει δε νομίζω πως αρκεί για να εξηγήσει -έστω και μεταφορικά- ευρύτερα κοινωνικά κακώς κείμενα. Είναι αμφίβολο δηλαδή πόσο διαφωτιστική πολιτικά είναι η ταινία, είναι αμφίβολο πόσο καίριο είναι το μήνυμά της (ή λιγότερο βαρύγδουπα και περισσότερο αγγλικά το point της), στο βαθμό που εξαντλεί τις ερμηνείες του στο οικογενειακό επίπεδο. Δεν είναι καθόλου αμφίβολο όμως ότι είναι εντελώς μα εντελώς καίρια η ίδια η ταινία, το σώμα της, η σάρκα της, η κινηματογράφησή της, οι εικόνες της, ο τρόπος που εντάσσονται μέσα της παλιές φωτογραφίες και βίντεο αρχείου. Ο Τζουμέρκας παρουσιάζει στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία ένα σινεμά εκρηκτικό, πολυσύνθετο, πρωτότυπο, τολμηρό, με μια σκηνοθεσία που πάλλεται και πάλλεται και δεν παύει να πάλλεται, που δεν πάλλεται όμως μονοδιάστατα, αλλά και έτσι και αλλιώς και αλλάζοντας διαρκώς στιλ, που την μια στιγμή μπορεί να είναι παρουσίαση αγιογραφιών και πινάκων ζωγραφικής, την άλλη στιγμή ένας γυμνός άνδρας να μπαίνει μέσα στη θάλασσα, την άλλη ένα τζιπ με δυο τελείως μπερδεμένους ανθρώπους πάνω του να παλεύει με στις λάσπες, την άλλη η διδασκαλία του «Ύμνου στην Ελευθερία» σε ένα σχολείο με παράλληλα πλάνα από διαδηλώσεις κι επεισόδια, την άλλη ένα οικογενειακό γλέντι με ρεμπέτικα. Και ρεμπέτικα και όπερα και η μουσική των Drog_A_Tek και η κάθε σκηνή που γυρίζεται να γυρίζεται σαν να είναι η τελευταία σκηνή που θα γυριστεί ποτέ.

Δεκέμβρης: Η ταινία περιέχει μέσα της και πολλά πλάνα από τον Δεκέμβρη του οκτώ. Μολονότι δεν είναι σε καμία περίπτωση παιδί του Δεκέμβρη (αλλά απλώς τον ενέταξε στην ήδη σχηματισμένη γενική της ιδέα) φέρει κάτι από την έντασή του. Ο Δεκέμβρης υπήρξε ένα σημαντικό πολιτικό φαινόμενο όχι για την πρότασή του και το αίτημά του (το οποίο άλλωστε κατ’εξοχήν κατηγορήθηκε πως στερείται), αλλά ως καταγραφή μιας ολικής άρνησης, ως καταγραφή μιας συνολικής κρίσης, ως καταγραφή αδιεξόδου και βρασμού. Αντίστοιχα νομίζω πως η «Χώρα Προέλευσης» κατορθώνει τελικά να κατακτήσει και πολιτική σημασία, όχι τόσο για την ερμηνεία του βρασμού όσο για την καταγραφή του, για την μετουσίωση του έξω βρασμού σε δημιουργικό βρασμό, για την ανασύνθεσή του σε δημιουργία.

Κάτι πλούσιο και παράξενο: Ολοένα και περισσότερα δάκτυλα των νέων Ελλήνων κινηματογραφιστών δείχνουν προς την μεριά της οικογένειας, γεγονός που έχει προφανώς την καλλιτεχνική του σημασία, αλλά εκείνο που έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία είναι ότι δείχνουν με έναν τρόπο συναρπαστικό. Κάτι αλήθεια συμβαίνει στο ελληνικό σινεμά, κάτι αλήθεια συμβαίνει εδώ, κάτι πλούσιο και παράξενο σαν τοπίο του βυθού.
(Kείμενο γραμμένο για το ελculture)

Πέμπτη, Οκτωβρίου 28, 2010

Ασφάλιστρα Κινδύνου

Αναρωτιέται κανείς σε τι ύψος θα εκτοξεύθηκαν τα ασφάλιστρα κινδύνου τέτοια μέρα εβδομήντα χρόνια πριν.
Ναι ξέρω, οι εθνικοί μας μύθοι και τα λοιπά και τα λοιπά, αλλά ας έχουμε τουλάχιστον τη στοιχειώδη ειλικρίνεια να παραδεχτούμε αυτό: από καθαρά δημοσιονομική πλευρά το «όχι» ήταν η πιο ολέθρια επιλογή.
Και γενικότερα, ας βγάλουμε για μια στιγμή τις παρωπίδες και ας ρωτήσουμε τον εαυτό μας: πόσο πατριωτική είναι μια στάση που ανατινάζει την οικονομία της χώρας σου υποθηκεύοντας το μέλλον των επόμενων γενιών και θυσιάζοντας την ίδια ώρα την παρούσα;
Αν πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού και πόλεμος η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα, η εμπλοκή σε έναν πόλεμο ανέφικτο να κερδηθεί, τι είδους πολιτική συνιστά άραγε; Βλακώδη; Όχι· κάτι πιο σύνθετο, κάτι τυπικά ελληνικό: πολιτική λαϊκίστικη - συναισθηματικόπληκτη - ανορθολογική - αυτοϊκανοποιητική σε πρώτο χρόνο - απόλυτα καταστροφική σε δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και πέμπτο.
Και πρέπει εδώ να γίνει μια διάκριση ανάμεσα σε θυσίες και θυσίες. Το να καλείς τώρα το λαό να θυσιάσει κάτι από το λίπος του έχει νόημα, επειδή είναι μια θυσία με στόχο τη δημοσιονομική εξυγίανση της χώρας και τις διαρθρωτικές αλλαγές που θα επιτρέψουν αύριο στην οικονομία μας να λειτουργήσει αληθινά ανταγωνιστικά. Το να καλείς τότε το λαό να θυσιάσει κάτι από τη σάρκα του δεν είχε νόημα, επειδή ήταν μια θυσία με εξαρχής λάθος στόχευση, αφού ακόμα και στο απίθανο ενδεχόμενο της απόκρουσης όλων των εχθρών, η οικονομία της χώρας δεν θα είχε μπορέσει στο μεταξύ να αντέξει το βάρος ενός πολέμου.
ΟΧΙ - πόλεμος - κατοχή - εμφύλιος - μετεμφυλιακό κράτος - ήττα στρατιωτική της αριστεράς αλλά ενοχικής προέλευσης ιδεολογική της δυναστεία - χούντα λόγω ακριβώς και της γενικότερης μετεμφυλιακής ανωμαλίας - μεταπολίτευση - κρατισμός λόγω και των μετεμφυλιακών ιδεολογικών καταλοίπων - έλλειμμα - χρέος - χρεοκοπία.
ΝΑΙ - μη πόλεμος - καθ' ημάς πεταινισμός - μη εμφύλιος - μη μετεμφυλιακό κράτος - δεξιά μη διώκτης και αριστερά μη θυματοποιημένη - μη χούντα - μη ανάγκη μεταπολίτευσης - οικονομία σε υγιείς βάσεις δεκαετιών - έλλειμμα κάτω του 3% - δημόσιο χρέος κάτω του 60% - θα συνεισηγούμαστε σήμερα μαζί με Γερμανογάλλους πολιτικές και οικονομικές κυρώσεις κατά των κρατών που μας κρατάνε πίσω.
Αλυσίδα είναι όλα στη ζωή.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 25, 2010

Το τρίτο πιστόλι

Βετεράνος δύο ανενδότων και έχοντας βρεθεί στο μακρινό παρελθόν με πιστόλι στο λαιμό -όπως με συγκίνηση ανακάλεσε στη μνήμη του απόψε (ή όπως εν πάση περιπτώσει τη διασκεύασε δημιουργικά)- δεν ήταν δυνατόν να πτοηθεί από την πολύ πιο πρόσφατη πιστολοεμπειρία του, όταν μερικούς μήνες πριν έβαζε το πιστόλι στο τραπέζι για να τρομάξει τις αγορές και εκείνες το έπαιρναν και το τοποθετούσαν κάπου αλλού (γεγονός που ίσως εξηγεί την εμφατική του διαβεβαίωση πως πρώτος εκείνος πονάει για τα μέτρα που αναγκάστηκε να πάρει, μια διαβεβαίωση πάντως ασορτί με την -όχι ακριβώς δημοκρατικής νοοτροπίας ενδεικτική- κατάχρηση του πρώτου ενικού στην οποία επιδίδεται).
Ο μπλοφαδόρος λοιπόν επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος και ένα ακόμα πιστόλι κάνει την εμφάνισή του πάνω στο τραπέζι. Μόνο που αυτή τη φορά οι πιθανότητες ευόδωσης της μπλόφας του είναι πολύ περισσότερες, αφού ο αντίπαλός του στο πόκερ δεν είναι οι αγορές, αλλά τα υπόλοιπα κόμματα αφενός και ο περιούσιος ελληνικός λαός αφετέρου: το ελληνικό πολιτικό σύστημα δηλαδή.
Μπλοφαδόρος λοιπόν, ναι -και δη του αισχίστου είδους- ανακόλουθος και κωλοτούμπας, ναι -και δη του αισχίστου είδους- αλλά, έλεος, δεν είναι ούτε απειλή ούτε εκβιασμός το ήξεις αφήξεις του για εθνικές εκλογές. Γιατί αν η μπλόφα του αποκαλύπτει την μπλόφα των υπόλοιπων κομμάτων που γουστάρουν να τα χώνουν εκ του ασφαλούς (αλλά ας βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά άλλος), γιατί αν η μπλόφα του αποκαλύπτει την μπλόφα του περήφανου Έλληνα ψηφοφόρου που γουστάρει να ψηφίζει τον Δημαρά και να εξαντλεί την επανάστασή του και την κριτική του εκεί, φοβούμενος ταυτόχρονα μελλοντική πολιτική αστάθεια, τότε δεν είναι παρά μια ακόμη μπλόφα πάνω στην μεγάλη πυραμίδα από μπλόφες που αποκαλούμε ευφημιστικά πολιτική ζωή της χώρας. Και φυσικά στη βάση της πυραμίδας είναι ο ψηφοφόρος: αυτός είναι που κατεξοχήν θέλει να τον κοροϊδεύουν και να κοροϊδεύεται, αυτός είναι που κατεξοχήν κοροϊδεύει τον εαυτό του. Γιατί όσο ελεεινό είναι το ιδεολόγημα του «όλοι μαζί τα φάγαμε», άλλο τόσο αληθινό είναι το γεγονός πως οι εκάστοτε κυβερνώντες δεν ψηφίζονται από μόνοι τους αλλά από τη -σχετική έστω- πλειοψηφία του λαού.
Ιδού λοιπόν η Ρόδος, ιδού και το πήδημα: αν σε χαλάει το μνημόνιο, ο Πρωθυπουργός σε διευκολύνει. Σου λέει, ξέχασε όσα ως τώρα έλεγα περί αυτοδιοικητικών εκλογών και Καλλικράτη, ξέχασε όσα ως τώρα έλεγα περί αδιαφορίας μου για το πολιτικό κόστος και αδήριτης ανάγκης να σώσω τη χώρα. Μαύρισέ με, σου λέει, και εγώ θα το πιάσω το υπονοούμενο. Μαύρισέ με και θα κάνω τη καρδιά μου πέτρα. Αφού δεν θες να σωθείς, μην σώσεις. Φυσικά δεν λέει ακριβώς αυτό, δεν δεσμεύεται πως θα κάνει εκλογές. Και λογικό, αφού δεν το εννοεί κιόλας. Αφού εκείνο που τον νοιάζει είναι να μην συντριβεί στις εκλογές. Να σώσει οτιδήποτε κι αν σώζεται. Κομματικά. Και τελικά προσωπικά. Γιατί καθαρή στάση θα ήταν το «άλλο οι αυτοδιοικητικές εκλογές - άλλο οι εθνικές». Καθαρή στάση θα ήταν επίσης πως «αν δεν πάμε καλά στις αυτοδικοικητικές τότε πάμε και σε εθνικές». Αυτό τώρα είναι μια βρώμικη στάση, μια στάση που λέει αλλά και ταυτόχρονα δεν έχει πει. Που αδιαφορώντας ΠΛΗΡΩΣ για όσα μας πιπίλιζε το μυαλό ένα χρόνο τώρα, που αδιαφορώντας ΠΛΗΡΩΣ για την ως τώρα «αφήγηση» της εν εξελίξει σωτηρίας μιας χώρας από τον ίδιο, αλλάζει και πάλι τροπάρι και μας λέει πως στην δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Ζήσαμε τόσους μήνες υπό την τρομοκρατία των αδιεξόδων και αίφνης η Πυθία βγάζει χρησμό διεξόδου. Μιας διεξόδου βέβαια που αν η μπλόφα δεν είναι μπλόφα αλλά πραγματικό σενάριο, θα συνοδευθεί ξανά από το δίλημμα του αδιεξόδου: ή εμένα ή το αδιέξοδο.
Ωστόσο αυτό αφορά το σκέλος της δικής του μπλόφας. Το σκέλος της μπλόφας του ψηφοφόρου αρχίζει από εδώ και πέρα: αν μισεί μεν τους όρους του μνημονίου, θεωρεί όμως ταυτόχρονα πως η άλλη εναλλακτική είναι το χάος, τότε κακώς το μισεί το μνημόνιο, τότε να μην ψηφίσει Δημαρά, τότε να ψηφίσει ΠΑΣΟΚ και να το βουλώσει για πάντα, όπου και αν οδηγηθούν στη συνέχεια τα πράγματα, οικονομικά, κοινωνικά, εργασιακά.
Αν αντίθετα πιστεύει ότι εκτός από τις δημοκρατίες αδιέξοδα δεν υπάρχουν ούτε στους όρους λειτουργίας της αγοράς ούτε στις δανειακές συμβάσεις και στον τρόπο εξυπηρέτησης των χρεών, αν πιστεύει ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο ελληνικό, αφού η μεταβολή των όρων του παιχνιδιού συντελείται αυτή την ώρα σε όλη την Ευρώπη, τότε μπορεί να σηκώσει και αυτός από το τραπέζι το πιστόλι του Παπανδρέου και να το στρέψει προς το μέρος του, ρίχνοντας στα τάρταρα τα ποσοστά του σοσιαλιστικού κινήματος του μνημονίου.
Τέλος, το να καλησπερίζει και να καληνυχτίζει τους τηλεθεατές ο Γιώργος Πεταλωτής είναι μια εικόνα σουρεαλιστική μόνο στη θεωρία, αφού στην πράξη έχει προ πολλού εντυπωθεί σε κάποια γωνιά του εγκεφάλου μας η πληροφορία ότι τα όρια μεταξύ πολιτικών και τηλεπαρουσιαστών έχουν αμετάκλητα συναιρεθεί, ότι η πολιτική δεν είναι παρά ένα τηλεπαιχνίδι που προσφέρει τρελά κέρδη σε λίγους εκλεκτούς και αποχαύνωση στα μεγάλα πλήθη.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 22, 2010

«Α Passage to Floisvos»
Στη φώτο: Σπύρος «Πόσο με θέλω» Βούγιας, ένα ηλιόλουστο πρωινό του Οκτώβρη, κάπου στην παραλιακή.
Τagline: To κύμα ήταν πράσινο, η φωνή απαλή, μια γλυκιά ζάλη απλώθηκε στο βαγόνι.
-
«Live your Μyth in Europa League»
Ψήφισε ποιός θεωρείς πως είναι ο καλύτερος βασιλιάς για μια νύχτα που έχει αναδείξει ως τώρα η διοργάνωση και κέρδισε μια γιγαντοαφίσα του Γιάσμινκο Βέλιτς από το γραφικό Ζαπορίζιε:
α) ο Μπλένταρ Κόλα
β) ο Χριστόφορος Κόλα
γ) ο Χριστόφορος Κολόμβος
δ) ο Μάκης o Χάβος

« Bottom Chef»

Μετά το πρόσφατο δημοσίευμα, σύμφωνα με το οποίο το μνημόνιο στέλνει 1 στους 11 στο συσσίτιο, ο φετινός καταιγισμός εκπομπών μαγειρικής επικαιροποιείται, ώστε στο πρόγραμμα της επόμενης σαιζόν οι επίδοξοι σέφοι και σέφες να επιδεικνύουν τις δεξιότητές τους προσαρμοσμένοι στις ιδιαιτερότητες της εποχής. Tα δοκιμαστικά ήδη άρχισαν:

Πέμπτη, Οκτωβρίου 21, 2010

Το συνώνυμο των εκλογών

(Γκρικστατιστικσίτιδα φαίνεται πως προσέβαλε την Eurostat καθώς ο ελληνικός ιός μεταδόθηκε στην ευρωπαϊκή στατιστική υπηρεσία:
Προς τα μέσα Νοεμβρίου, ενδεχομένως μετά την ολοκλήρωση και του δεύτερου γύρου των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών, μετατίθεται η ανακοίνωση των αναθεωρημένων στοιχείων της Eurostat για το έλλειμμα και το χρέος της Ελλάδας, την περίοδο 2006-2009. Τα ελληνικά δημοσιονομικά στοιχεία δεν θα περιλαμβάνονται στα στοιχεία που θα ανακοινώσει η Eurostat στις 22 Οκτωβρίου για τα κράτη μέλη της ΕΕ, τα οποία θα αφορούν την περίοδο 2006-2009 διευκρινίστηκε την Τετάρτη από την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία, η οποία σημείωσε ότι τα ελληνικά στοιχεία θα δημοσιοποιηθούν έως τα μέσα Νοεμβρίου 2010).
Με όλα αυτά τα ωραία διακινείται ευρέως η πληροφορία ότι η κυβέρνηση περιμένει να περάσουν οι εκλογές για να πάρει νέα μέτρα, αφού τα νούμερα δεν βγαίνουν. Η πληροφορία μεταδίδεται δίχως κατακριτικό τόνο, ως ένα δεδομένο σαν όλα τα άλλα, ως κάτι τελικά εύλογο. Και τα κόμματα της αντιπολίτευσης σε παρόμοιο κλίμα κινούνται: ναι μεν προειδοποιούν και καταδικάζουν, αλλά πάντως σε ένα πλαίσιο αποδοχής πως έτσι παίζεται το παιχνίδι.
Ποιό παιχνίδι όμως είναι αυτό; Το δημοκρατικό; Όχι ακριβώς. Είναι το κοινή συναινέσει και κοινή αποδοχή παιχνίδι του έλα να κοροϊδευτούμε μεταξύ μας, του έλα να βάλουμε το κεφάλι μας στην άμμο για να μην δουν τον κώλο μας και την ουρά μας.
Πολλοί δικαιολόγησαν τον Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ για την πιο ριζική αντιδιαστολή προεκλογικής κατεύθυνσης και μετεκλογικής πράξης, όχι χρησιμοποιώντας ιδιαίτερα πειστικές εξηγήσεις, αλλά γιατί τελικά -όσο και αν το αρνούνται- δέχονται στην πράξη ότι η ψήφος μπορεί να λειτουργεί σαν λευκή εντολή και να μην τρέχει συνταγματικό κάστανο.
Φάγαμε όλο το 2010 -το προ και μετά του μνημονίου- με ουρανομήκεις και σπαραξικάρδιες διακηρύξεις του Γιώργου Παπανδρέου ότι τον νοιάζει μόνο η σωτηρία της πατρίδας και ότι δεν υπολογίζει πολιτικό κόστος.
Ιδού λοιπόν πεδίο δόξης λαμπρόν: πριν - πριν - πριν τις εκλογές
ή να ανακοινώσει αναλυτικότατα ποιά είναι τα νέα μέτρα που θα πάρει, τα αναγκαία μέτρα για τη σωτηρία της πατρίδος ενόψει των αριθμών που δεν μας βγαίνουν κλπ κλπ
ή να ανακοινώσει με τον κατηγορηματικότερο δυνατό τρόπο (ορκιζόμενος ας πούμε σε ό,τι έχει ιερό, είτε ο σοσιαλισμός είναι αυτό, είτε ο υγιεινισμός, είτε η πράσινη ανάπτυξη, είτε η fast track ανάπτυξη, είτε το πρώτα ο πολίτης, είτε το πρώτα η εξυπηρέτηση του χρέους) ότι δεν θα πάρει νέα μέτρα, ακόμη και εάν την επομένη των εκλογών μεταβληθεί εντός του ο ρυθμός του κόσμου, ακόμη και εάν την επομένη των εκλογών η Eurostat ανακοινώσει έλλειμμα 25%, ακόμη και αν το κλιμάκιο της τρόικας που θα μας έρθει την επόμενη των εκλογών τον απειλήσει ότι θα πουλήσει τη χώρα στους γύφτους.
Η δημοκρατία δεν είναι συνώνυμο της κοροϊδίας, οι εκλογές δεν είναι συνώνυμο της απάτης.
Όσο και αν αποδεικνύεται πάντοτε το αντίθετο, όσο και αν όλα δείχνουν ότι δεν υπάρχει πάτος στον εξευτελισμό της νοημοσύνης του που είναι διατεθειμένος να αποδεχθεί ο νεοέλληνας, υπάρχει σε όλα τα πράγματα ένα όριο. Σε όλα.
Μετά από αυτό το όριο αρχίζει η έμπρακτη οργή, η οργή που δεν περιορίζεται σε λέξεις.
---
Γελάς; Δίκιο έχεις. Τώρα που διαβάζω τι έγραψα, γελάω κι εγώ.
Δεν έχουμε κανένα όριο, το παιχνίδι μπορεί να συνεχιστεί με την ίδια ορμή, αφού ακόμα και αν δεν είναι σίγουρο πως τα φάγαμε όλοι μαζί, είναι πάντως σίγουρο πως όλοι μαζί κοροϊδευόμαστε. Την επομένη των εκλογών ξανασώσε Γιώργο την πατρίδα - ως τις εκλογές βάλε τα στήθια σου μπροστά για τον πολίτη.

Τρίτη, Οκτωβρίου 19, 2010

Απεγκλωβισμοί

Στο «Buried» νέος άντρας, πατέρας μικρού παιδιού, βρίσκεται θαμμένος ζωντανός μέσα σε ένα φέρετρο, στο «Είμαι ο Έρωτας» λιγότερο νέα γυναίκα, μητέρα τριών παιδιών κάπου ανάμεσα στα 20 και στα 25, βρίσκεται θαμμένη ζωντανή μέσα σε ένα γάμο. Ο άντρας είναι θαμμένος στο Ιράκ: δεν είναι στρατιώτης, δεν είναι μισθοφόρος της Βlackwater, είναι ένας απλός οδηγός φορτηγού που τον έθαψαν για να ζητήσουν λύτρα. Η γυναίκα είναι θαμμένη σε έπαυλη εμβληματικής βιομηχανικής οικογένειας της βόρειας Ιταλίας: δεν είναι δυστυχής, δεν υποφέρει, είναι θαμμένη στην μεγαλοπρεπέστατη ανία μιας ζωής όπου όλα είναι έτοιμα και οι μεγάλες συγκινήσεις παρελθόν. Του άντρα το όνομα το ξεχνάς, αφού είναι ένα ακόμα αμερικάνικο όνομα (Πολ) και δεν παίζει και κανένα ρόλο στην υπόθεση. Της γυναίκας όμως το όνομα το θυμάσαι επειδή στα ελληνικά ηχεί σαν Αίμα. Το θυμάσαι κυρίως επειδή δεν ήταν το αληθινό της: της το έδωσε ο άντρας της όταν την έφερε στην Ιταλία από την Ρωσία για να την παντρευτεί. Οικειοθελώς μετανάστες και οι δύο σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής, ο μεν Πωλ για να μαζέψει κάποια χρήματα και γυρίσει στην πατρίδα του, η δε Έμμα από τότε που έφυγε επέλεξε να μην επιστρέψει στη Ρωσία, ούτε για να την ξαναδεί. Άρχισε να κατοικεί σε άλλο τόπο, σε άλλη γλώσσα, σε άλλο όνομα.

Όλο το «Buried» διαδραματίζεται μέσα στο φέρετρο: ένα κινητό, ένας αναπτήρας, ένας φακός, μια λάμπα, σε αντιδιαστολή με τις μιλανέζικες επαύλεις και τους επιβλητικούς καθεδρικούς ναούς, με τους λονδρέζικους ουρανοξύστες και την ιταλική φύση του «Είμαι ο Έρωτας». Ό,τι πιο μινιμαλιστικό οπτικά σε αντιδιαστολή με ό,τι πιο πλούσιο οπτικά. Κοινό γνώρισμα όμως και στις δύο ταινίες είναι η αξιοποίηση του χώρου τους. Ο χώρος ως περιορισμός και ταυτόχρονα ο χώρος ως δυνατότητα. Δεν ορίζει ο χώρος τις δυνατότητές σου, το βλέμμα σου τις ορίζει. Το μόνο που μπορεί να σε περιορίσει είναι να μην ξέρεις να κοιτάς. Και οι δύο σκηνοθέτες δεν έχουν τέτοιου είδους περιορισμούς. Ο Ροντρίγκο Κορτές εξαντλεί την ευρηματικότητά του στο «Buried», αλλά και ο Λούκα Γκουαντανίνο προσφέρει ασυνήθιστες λήψεις, ασυνήθιστα κάδρα από ψηλά ή από απόσταση. Περιορισμένο στον πιο ασφυκτικό χώρο που μπορεί να φανταστεί κανείς, τo «Βuried» αποδεικνύει ότι η πρώτη ύλη του κινηματογράφου είναι η φαντασία και το ταλέντο και ότι το «δεν γίνεται» δεν είναι απαράβατος κανόνας. Θα μπορούσαν αυτές τις μέρες να το επιβεβαιώσουν και εκτός κινηματογράφου οι -όχι πια θαμμένοι- μεταλλωρύχοι της Χιλής.

Από την αρχή της ταινίας ο Πωλ προσπαθεί να σωθεί. Το μοτίβο του «Buried» είναι αυτό και έτσι θα κινηθεί σε όλη της τη διάρκεια. Αντίθετα, το «Είμαι ο Έρωτας» χτίζει υπομονετικά και διακριτικά το δικό του περιβάλλον, χωρίς να βιάζεται καθόλου να μπει στο ερωτικό πεδίο. Γενικότερα το «Είμαι ο Έρωτας» είναι μια ταινία που σε ξεγελά. Νομίζεις πως βλέπεις μια εντελώς κλασική κινηματογραφική αφήγηση, μέχρι να διαπιστώσεις ότι έχει μέσα στην καρδιά της ένα ξεχωριστό προσωπικό στυλ. Όπως π.χ. συμβαίνει με τη σκηνή της ερωτικής καταδίωξης στο Σαν Ρέμο (μια σκηνή με επιρροές από τον «Δεσμώτη του Ιλίγγου» και που περιλαμβάνει άλλωστε ζουμ στο χτένισμα της Τίλντα Σουίντον σαν να ήταν η Κιμ Νόβακ), μια αληθινά ζαλιστική σκηνή, θαμπή σαν τα τζάμια του φορτηγού του για να μην είσαι σίγουρος αν θα βγει κι εκείνη από μέσα ή είναι όλα στη φαντασία της, θαμπωτική σαν την ανάμνηση του πρώτου αιφνίδιου φιλιού. Όπως επίσης συμβαίνει με όλη την τελευταία πράξη της ταινίας, που μολονότι περιέχει μια μελό απιθανότητα αντάξια της πιο κραυγαλέας σαπουνόπερας, κατορθώνει αμέσως μετά να την υπερβεί, με μια τραμπάλα έντονων συναισθημάτων, με μια θαυμαστή ισορροπία ανάμεσα στο βουβό και στο φωναχτό ή ανάμεσα στο σκοτάδι και τα μαργαριτάρια του κολιέ της.

«Το παν είναι να μη χάσουμε το μυαλό μας» θα της πει ο άντρας της. Αλλά η Έμμα είχε χάσει τόσα χρόνια τα ερωτικά της συναισθήματα και τώρα που τα βρήκε είναι μια χαρά διατεθειμένη να χάσει το μυαλό της. Kαι ίσως αυτό ακριβώς το χάσιμο επείγεται να διατηρήσει, ίσως αυτό να είναι το τελικό διακύβευμα και η τελική φούρια της ταινίας και ίσως για αυτό η ταινία εξαφανίζει από το προσκήνιο τον έρωτά της. Αλλά και γενικότερα η ταινία δεν αναλύει αισθήματα, δεν εξετάζει τα κίνητρά της, τα κίνητρά του, τα τι και τα πως, αμφιβολίες και αναστολές. Είναι που είναι ήδη τετριμμένο και χιλιοειπωμένο το θέμα του έρωτα που τάξεις και λοιπά εμπόδια δεν γνωρίζει, που αν το ανέλυε με λέξεις το μελόδραμα θα μετατρεπόταν κανονικά σε σαπουνόπερα. Αντί να μιλήσει για αυτά, η ταινία προτιμά να εικονογραφεί μεγάλα συναισθήματα, ριζικές αποφάσεις, το άνοιγμα της συναισθηματικής αβύσσου, και έτσι το σαπούνι αφαιρείται και μένει η όπερα. Η εμφατική σινεφίλ αναφορά της σκηνής του «Φιλαδέλφεια» φανερώνει την προτίμηση που έχει ο Γκουαντανίνο για τις σκηνές με πατημένο το γκάζι του μελοδράματος. Η Έμμα στο τέλος είναι μια δύναμη της φύσης, η καταπληκτική μουσική του Τζον Άνταμς είναι εσκεμμένα θυελλώδης και η ταινία τελειώνει σαν όπερα.

Και κάπως έτσι υποκλίνεσαι μεν στη σύλληψη και την εκτέλεση του «Buried», ξέρεις όμως πως αν είναι να χάσεις το δικό σου μυαλό για μια ταινία αυτή θα Είναι ο Έρωτας.

(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Δευτέρα, Οκτωβρίου 18, 2010

Kυψέλη: βρέθηκε βρέφος σε σακούλα σκουπιδιών, στις 21 Νοεμβρίου ιδρύεται το κόμμα της Ντόρας Μπακογιάννη, το μωρό βρέθηκε από διερχόμενο στο πεζοδρόμιο της οδού Λυκαίου, το multi culti πέθανε κι εμείς τα χριστιανικά κόμματα τασσόμαστε υπέρ της γερμανικής κυρίαρχης κουλτούρας (Deutsche Leitkultur) και κατά του πολυπολιτισμικού μοντέλου, το βρέφος είναι καλά στην υγεία του και παραμένει στο νοσοκομείο μέχρι να αποφασίσει για την τύχη του ο αρμόδιος εισαγγελέας, ομάδα αγανακτισμένων πολιτών στην Πλατεία Αττικής επιτέθηκε σε μίνι μάρκετ ιδιοκτησίας μετανάστη από το Μπαγκλαντές τραυματίζοντας τον ιμάμη της περιοχής και έναν ακόμη μετανάστη, εγώ θα πω ένα πράγμα, ο Λεβαδειακός του Κομπότη που «χαιρέτισε» την ίδια χρονιά με τον πρόεδρο των ερυθρόλευκων είναι πταίσμα μπροστά σε αυτό το πράγμα που συμβαίνει εδώ και τόσα χρόνια εκεί στην Θράκη, οι μετανάστες στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν από την οργή των πολιτών βρήκαν καταφύγιο στο παρακείμενο υπόγειο τζαμί που απέχει μόλις 30 μέτρα, έριξα μία ματιά στα παιχνίδια του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού εκτός έδρας με τον Εργοτέλη, ο ΠΑΟ σε έξι ματς έχει πέντε νίκες και μία ήττα, ο Ολυμπιακός σε πέντε παιχνίδια στο Ηράκλειο με τον Εργοτέλη έχει μία νίκη, δύο ισοπαλίες και δύο ήττες - αρνούμαι να κάνω σχόλιο, δεν θεωρεί ότι έχει αποκλειστεί το ενδεχόμενο να την ακολουθήσει στο νέο πολιτικό φορέα και ο Κυριάκος Μητσοτάκης παρ' ότι «έχει άλλη πολιτική διαδρομή», το θάνατο 26 ανθρακωρύχων και τον εγκλωβισμό ακόμη 11 έχει προκαλέσει η διαρροή αερίου σε ανθρακωρυχείο της Κίνας που εξερράγη, στην πρώτη φάση της διασημότητας έγινε αντικείμενο θετικού θαυμασμού γιατί, λέει, ξυλοκοπούσε δημόσια τις γυναίκες που σχετίζονταν ερωτικά μαζί του, ένα είδος βαρύμαγκα και νταβατζή, εν μέσω του «αγώνα» του φωτογραφιζόταν στο ερωτικό του κρεβάτι με τη γιαπωνέζα ερωμένη του γυμνοί, αυτό το φτωχόπαιδο από τις εργατικές και άνεργες τρώγλες του Λίβερπουλ, που αφόδευε σε κοινούς, με συνοίκους, απόπατους έως την εφηβεία του, που ασφαλώς σκουπιζόταν, όπως και οι Ελληνες της επαρχίας την ίδια εποχή με κομμένες στα οχτώ εφημερίδες, ενώ το πράγματι ωραίο τραγούδι που σημάδεψε τις τελευταίες σελίδες του βίου του είναι μια επίκληση σε πόθους και ιδέες, που εκτός από τη ρομαντική τους χροιά, όζουν μιας ινδουιστικής ουτοπίας, απάθειας, ανοχής, νιρβάνας και σωτηριολογικής κηρυγματικής σε κοινότητα Μορμόνων.

Σάββατο, Οκτωβρίου 16, 2010






Τετάρτη, Οκτωβρίου 13, 2010

Οι παραδεισένιες προσδοκίες (και άλλες ιστορίες)

Διάφορα θέματα σου έχω. Καλά να περάσεις.
~~~
Underground
Πρώτη και δεύτερη φορά μέσα σε λίγες μέρες που η Σερβία δίνει την εικόνα μιας καθυστέρησης, μιας διαφοράς φάσης με τους υπόλοιπους, μιας προσκόλλησης, μιας αδυναμίας να παίξει με τους όρους του παγκόσμιου παιχνιδιού, μιας αδυναμίας να κρύψει τα δικά της σκουπίδια κάτω απ' το χαλί. Από την άλλη μπορεί να πει κανείς ότι της τράβηξαν πριν είκοσι χρόνια βίαια το χαλί κάτω από τα πόδια και το ένα έφερε το άλλο, πολιτισμικά, ιδεολογικά, πολιτικά. Ή ίσως η κότα έκανε το αυγό. Δεν ξέρω. Εκείνο που εύχεται πάντως κανείς είναι η Σερβία να έρχεται από το παρελθόν και όχι από το μέλλον μας.
Kράτει
Λύσσαξαν πάλι στα δελτία: και νά παράθυρα επί παραθύρων που ανέκριναν τους εκπροσώπους της εταιρίας για το αν είχαν ληφθεί όλα τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας και νά αναλύσεις επί αναλύσεων για τις συνθήκες του ατυχήματος και νά σε μελανά χρώματα οι στατιστικές των εργατικών ατυχημάτων και νά ερωτήσεις για το πού θα πάει αυτή η ιστορία και νά οι μελούρες για τους εγκαυματίες. Εντάξει, το εμπεδώσαμε, κάντε και λίγο κράτει.
Συγκοινωνούντα μυαλά
Μετά τον έγκριτο Αντώνη Καρακούση και ο έγκριτος Δημήτρης Μητρόπουλος χρησιμοποιεί την μαγευτική λέξη «χάος» για να περιγράψει τι θα σηματοδοτήσει τυχόν εκλογή Δημαρά. Αλλά ας μην σπεύσουμε να θορυβηθούμε. Αν αυτή η γραμμή άμυνας δεν πιάσει, υπάρχει πάντα και η επιλογή της επαναπροσέγγισης του Γιάννη. Ποτέ δεν είναι αργά. Ιδίως αν είναι να χάσεις. Οι δυνάμεις του κοινωνικού ΠΑΣΟΚ (αυτό άλλωστε δεν είναι και το αληθινό ΠΑΣΟΚ;) θα βγουν στο προσκήνιο με μια επίθεση αγάπης, οι δυνάμεις του μνημονιακού ΠΑΣΟΚ (αυτό άλλωστε είναι απλώς το ΠΑΣΟΚ της ανάγκης - της ανάγκης σωτηρίας της πατρίδας) θα κάνουν λίγο πίσω, γιατί αν δεν μας φυλάξει το ΠΑΣΟΚ από το χάος (αφομοιώνοντάς το και υπεξαιρώντας το) ποιός θα μας φυλάξει;
Ο εγωκεντρισμός του ανέργου
Νεόπτωχοι και νεοάνεργοι δεν είστε το κέντρο του κόσμου. Σταματήστε να αντιμετωπίζετε την ανεργία σας σαν κάτι το απόλυτο. Δεν είναι. Η ανεργία δεν είναι παρά ένας ακόμα οικονομικός δείκτης, ένα ακόμα οικονομικό μέγεθος. Και μάλιστα ένα οικονομικό μέγεθος ήσσονος σημασίας ή εν πάση περιπτώσει παρελθούσης μοδός. Χοτ είναι το έλλειμμα. Αυτό ζητούν να μειωθεί για να μας δανείσουν. Δεν ζητούν να μειωθεί η ανεργία. Αυτή ας αυξηθεί. Έχει προβλεφθεί κιόλας η αύξησή της. Οπότε, αν κινηθούμε εντός του πλαισίου της πρόβλεψης, η δική σου ανεργία είναι κάτι εντελώς νορμάλ. Δεν υπάρχει λοιπόν κανένας λόγος να σε ανησυχεί. Θα το έβλεπες και ο ίδιος, αν δεν ήσουν τόσο προσκολλημένος στο τομάρι σου.
Living Las Vegas
Προτού ακουστούν οι ενστάσεις για το Λας Βέγκας του Ελληνικού, παθών μου έκανε την εξής παρατήρηση: «Ζούμε στο βασίλειο της γραφειοκρατίας, για το παραμικρό χρειάζονται ένα σωρό χαρτιά και διαδικασίες και στον πολιτικό γάμο είμαστε Λας Βέγκας. Ψεκάζεις, σκουπίζεις, παντρεύεσαι».
Η σκέψη μου έμεινε στο μυαλό (ιδιαίτερα σε σχέση με το ότι ο τύπος δεν είναι μόνο τύπος, αλλά μερικές φορές στη ζωή ίσως έχει και ουσιαστική σημασία), μέχρι που διάβασα αυτές τις μέρες τα «Οπωροφόρα της Αθήνας» του Σωτήρη Δημητρίου, όπου σε ένα σημείο γραφεί το εξής:
«Δύναται να συμπέσουν η αγάπη και ο πόθος; Η σύγκλιση και η απόκλιση; Ένας απροσδιόριστος συνδυασμός ομοιότητος και ανομοιότητος μπορεί σε ορισμένους τυχερούς ανθρώπους να προσφέρει αυτό το δώρο.
Σε αντιθετικά ζεύγη συνήθως που όμως τα ενώνει κάποια μυστική γέφυρα.
Aυτό συνέβαινε εν εκτάσει χωρίς τις παραπάνω προϋποθέσεις στον χωριανικό τρόπο ζωής που η συνήθης πρακτική ήταν το προξενιό. Βλέπουμε πως η απλή ανεκτικότητα, έστω η συμπάθεια έκαναν θαύματα. Σχεδόν όλα τα ζευγαρώματα ήταν επιτυχημένα γιατί τα δύο μέρη ξεκινούσαν από μηδενική και εδαφιαία αφετηρία χωρίς μεγάλες προσδοκίες και τις αντίστοιχες διαψεύσεις, σαν αυτές που δημιουργούν η αγάπη και ο πόθος.
Ξεκινούσαν απ΄το -επί κοινή ωφελεία- πλάτη με πλάτη και όχι με το μονίμως ανικανοποίητο πρόσωπο με πρόσωπο.
Και αυτή η έλλειψη προσδοκιών, η έλλειψη ντροπής έλυνε τα σώματα και η ερωτική ροή ήταν φυσική και απλή όπως στα ζώα και δεν το λέω με τρόπο υποτιμητικό».
Ναι, το συγκεκριμένο κομμάτι -όπως και γενικότερα το βιβλίο- εξιδανικεύει ως εκεί που δεν παίρνει τον «κοινοτικό» τρόπο ζωής στα χωριά,
και όχι, δεν ενστερνίζομαι την άποψη πως είναι προτιμότερο να ξεκινάς από την μηδενική αφετηρία της έλλειψης προσδοκιών.
Ωστόσο μέσα στην υπερβολή του το κομμάτι μάλλον κατορθώνει να φωτίσει αντιστικτικά πολλά από τα προβλήματα των σύγχρονων σχέσεων, των σύγχρονων ερώτων, να φωτίσει τα προβλήματα του έρωτα στα χρόνια του μη προξενιού· μην σου πω και πολλά από τα προβλήματα της ζωής μας στο σύνολό της, αφού δεν είναι μόνο στις σχέσεις μας που έχουμε τις παραδεισενιότερες προσδοκίες, αλλά και στην καριέρα μας, και γενικότερα σε ό,τι μπορεί να εξυψώσει το άτομό μας σε σφαίρες διαφημιστικής πραγματικότητας.

Κίσσας φαιδροί κελαηδισμοί

Αν έχει διαβάσει κανείς «Τα Οπωροφόρα της Αθήνας» δεν μπορεί παρά να σχηματίσει την πεποίθηση ότι το βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου είναι «αμετάφερτο» και να αναρωτηθεί πώς κατόρθωσε να το μεταφέρει στον κινηματογράφο ο Νίκος Παναγιωτόπουλος. Αν δει στη συνέχεια «Τα Οπωροφόρα της Αθήνας» θα διαπιστώσει ότι κατόρθωσε να το κάνει μένοντας ταυτόχρονα σε μεγάλο βαθμό πιστός στο βιβλίο. Δεν το χρησιμοποίησε σαν πρόσχημα για να κάνει τα δικά του. Αντίθετα, είναι οφθαλμοφανές πως τον επηρέασε τόσο πολύ, που θέλησε να δει τις λέξεις του να απαγγέλλονται στο σινεμά («Μια "φωνή off" δίπλα ή πάνω σε μια εικόνα κινητοποιεί μέσα μου απαράμιλλες συγκινήσεις» θα πει σε πρόσφατη συνέντευξή του). Ωστόσο τα κατορθώματα τελειώνουν κάπου εδώ. Το βιβλίο αντιστάθηκε και δεν φάνταζε χωρίς λόγο αμετάφερτο: το εντελώς εύστοχο αφήγημα του Δημητρίου μετατρέπεται σε μια εντελώς άστοχη ταινία, η απολαυστική ροή μεστών σελίδων μετατρέπεται σε μια μπουκωμένη ροή αδιάφορων εικόνων, όπου ο λόγος προσπαθεί να ανακτήσει την γραπτή του αίγλη. Το βιβλίο είναι σημαντικό όμως ακριβώς γιατί είναι εντελώς βιβλίο, ακριβώς γιατί αυτά που έχει να προσφέρει προσφέρονται μόνο με την μορφή βιβλίου, προκύπτουν από τη διάρθρωσή του και τη φύση του. Δεν το έχει ονομάσει τυχαία «αφήγημα» ο συγγραφέας. Είναι ένα μεικτό είδος όπου η ιστορία ενός παράξενου τύπου που γυρνά τα οπωροφόρα της Αθήνας και μαζεύει τους καρπούς του είναι η αφορμή για να μιλήσει αφενός για τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος γράφει και αφετέρου για να αναπτύξει σκέψεις του για τη λογοτεχνία και τη ζωή (με έμφαση στον κοινοτικό τρόπο ζωής των χωριών, που ο συγγραφέας εξιδανικεύει και θεωρεί ότι χάθηκε στην πόλη, για να δώσει τη θέση του στην «παντοκρατορία του ατομισμού»). Έτσι ακόμα και όταν ο Λευτέρης Βογιατζής επαναλαμβάνει αυτούσια μία από τις πυκνές σκέψεις του βιβλίου, εάν κάτι σου μείνει στο μυαλό θα είναι η γενική ιδέα της, άρα τελικά όχι ακριβώς η ίδια σκέψη. Ενώ στο βιβλίο είναι πάντα εκεί: πλήρως διαμορφωμένη και ανά πάσα στιγμή προσπελάσιμη.

Μόνο το ένα σκέλος όμως του προβλήματος της ταινίας είναι η εγγενής δυσκολία να γίνει κινηματογράφος η συγκεκριμένη πρώτη ύλη. Το άλλο σκέλος αφορά την ίδια την εκτέλεση. Ο Δημητρίου μιλάει για το πως χτίζεται ένα βιβλίο, αν πρέπει να επιλέξει την μία ή την άλλη συνώνυμη λέξη, μιλά για το αρχιτεκτονικό βάσανο της κάθε πρότασης, όπου η απόστροφος, η αποκοπή φωνήεντος και το σημείο στίξης μπορεί να κάνουν όλη τη διαφορά: «Ιδίως η μετατροπή του «και» σε «κι» μου φαίνεται σαν φαιδρός κελαηδισμός κίσσσας. Χρειάζεται φειδώ», «Τα αριθμητικά, ίσως και οι χρονολογίες, καλό είναι να γράφονται ολογράφως γιατί αλλιώς είναι σαν ενοχλητικά κεριά σε μικρό τραπέζι δείπνου». Σε ένα σημείο αναφέρει πως έψαχνε ένα χρόνο ποιό ρήμα είχε χρησιμοποιήσει η μάνα του για να περιγράψει κάποιον που κοίταξε ένα δέντρο απʼ τον πάτο μέχρι την κορυφή: «Περίκοψε;», «Ψείρισε;». Τελικά ήταν «βοϊδοσκόπησε». Αυτή είναι και η γενικότερη στάση του: «Είδα στο βιβλίο δυο λεξούλες που η μία αλλοιώθηκε και η άλλη άλλαξε, και έχασα την ησυχία μου. Μου φαίνεται όλο το βιβλίο άκυρο. Ο μόνος τρόπος που ξέρω για να απολαύσει το βιβλίο ο αναγνώστης είναι να παιδευτεί ο συγγραφέας».Το δεύτερο σκέλος του προβλήματος λοιπόν έγκειται στο ότι στην ταινία δεν φαίνεται να υπάρχει ανάλογη φροντίδα και ανάλογο παίδεμα. Οι κωμικές σκηνές της είναι απερίγραπτα μη κωμικές, τα πλάνα με τον ήρωα στην Αθήνα συχνά είναι πρόχειρα και τσαπατσούλικα (κάποιες λίγες σκηνές διασώζονται και δείχνουν ότι η ταινία θα μπορούσε ίσως να έχει καλύτερη τύχη, όπως η σκηνή με το φλερτ, η σκηνή με το τραγούδι στο λεωφορείο, η σκηνή με τα μπαλόνια), ενώ τα πλάνα στο γραφείο του συγγραφέα είναι μονότονα και επαναλαμβανόμενα. Τα τελευταία έχουν ωστόσο δύο αξιοσημείωτα προτερήματα: πρώτον το εικαστικά πιο ενδιαφέρον στοιχείο της ταινίας, δηλαδή το γραφείο του συγγραφέα με το τεράστιο τζάμι που μοιάζει και με οθόνη και είναι σαν να βρίσκεται σε υπόγειο γκαράζ βιομηχανικού χώρου, και δεύτερον το εύρημα με την σλάβα υπηρέτρια που δεν μιλάει λέξη ελληνικά και ο συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία να της αναλύσει τις βαθυστόχαστες θεωρίες του περί λογοτεχνίας και συγγραφής. Κι αυτό το εύρημα κουράζεται δια των πολλών επαναλήψεών του, ωστόσο η Αλεξία Καλτσίκη πετυχαίνει να ζωγραφίσει λαμπρά με το πρόσωπό της την ολική απορία ενός ανθρώπου που ακούει μια ξένη γλώσσα και στα αυτιά του φτάνουν μόνο ήχοι και απολύτως κανένα νόημα.

Ο Παναγιωτόπουλος ξεχωρίζει το παράθεμα για την αμβλύνοια και το αφήνει να ακουστεί προς το τέλος: «Η αμβλύνοια όπως το λέει και η λέξη έχει περισσότερο χώρο υποδοχής για το θολό, το άρρητο, το μυστηριακό, το άγνωστο, το σκοτεινό ... Και δεν αντιπαραβάλλω την δροσερή αύρα της αθωότητος και της αφέλειας αλλά τη γλυκιά χαζομάρα, που δεν νομίζει ότι ξέρει όπως το νομίζει η ευφυϊα με το ανασηκωμένο φρύδι ... Ίσως θέλω να πω πως ο συγγραφέας ως καθολικός διάμεσος καλό είναι να μετέχει και στην χαζομάρα και ως δέκτης και ως πομπός». Αλλά ακόμη και αν υποθέσουμε πως στις σκηνές της Αθήνας εσκεμμένα η ταινία είχε ανοίξει χώρο για τη χαζομάρα, η γεύση της χαζομάρας δεν ήταν γλυκιά αλλά μάλλον επιτηδευμένη. Με όλους της όμως τους λάθος -κατά τη γνώμη μου εννοείται- δρόμους, η ταινία δεν παύει να είναι μια αφιέρωση αγάπης και να δείχνει το σωστό δρόμο προς ένα ξεχωριστό βιβλίο, που αξίζει να διαβαστεί.
(Kείμενο γραμμένο για το ελculture)

Κυριακή, Οκτωβρίου 10, 2010

Οι αστροναύτες κι οι νεκροί

Τότε περίπου πρωτοκυκλοφόρησε και η φήμη ότι η ανθρώπινη αλληλεγγύη δεν μπορεί να εφαρμοστεί επί των ευρισκομένων στην επιφάνεια της γης: ίσως επειδή όλοι όσοι ζουν σε αυτήν την έχουν δει -συνειδητά ή ασυνείδητα- ανταγωνιστές στο ριάλιτι της επιβίωσης και της επικράτησης. Επαρκούν οι φυσικοί πόροι και ο πλούτος του πεπερασμένου κοινού οικοπέδου για όλους; Και πώς θα κατανεμηθεί; Μόλις όμως κάποιος πάψει να ζει πάνω της, το στάτους του μεταβάλλεται μεμιάς. Σαν να παύουμε να τον αντιμετωπίζουμε ως ανταγωνιστή, σαν να αναγνωρίζουμε πως τώρα πια που δεν βλέπει ήλιο η μοίρα του έχει αλλάξει: δες τι συμβαίνει με τους νεκρούς, δες τι συμβαίνει με τους αστροναύτες, δες τι συμβαίνει με τους τριάντα τρεις μεταλλωρύχους της Χιλής. Σύγκρινε το στάτους των νεκρών πριν και μετά τον θάνατό τους, το στάτους των αστροναυτών πριν και μετά την εκτόξευσή τους, το στάτους των τριάντα τριών πριν και μετά τον εγκλωβισμό τους. Πριν τον εγκλωβισμό δεν ήταν παρά εργάτες, πριν τον εγκλωβισμό τα αιτήματά τους για αρτιότερες συνθήκες ασφαλείας ή για υψηλότερους μισθούς θα αντιμετωπίζονταν στο πλαίσιο του γενικότερου πανανθρώπινου ανταγωνισμού που έχει την ευφημιστική ονομασία πολιτική. Μετά τον εγκλωβισμό οι ως χθες ίσως και ταξικά απόβλητες ζωές τους μετατράπηκαν στο πολυτιμότερο αγαθό: μέχρι φυσικά να ανασυρθούν στην επιφάνεια της γης, μέχρι να επιστρέψουν στον κοινό ανταγωνισμό. Για ένα διάστημα θα απολαμβάνουν τα οφέλη του στάτους του σε ένα παρατεταμένο φρικ σόου, σαν τον νεκρό που ανασταίνεται, σαν τον αστροναύτη που προσγειώνεται, χωρίς κανείς από τους τρεις τους να ανήκει πια πραγματικά εδώ: άπαξ και εγκαταλείψεις την επικράτεια του ήλιου μην περιμένεις να σε ξαναθεωρήσουμε πραγματικά δικό μας. Εδώ, στην επικράτεια του ήλιου, εδώ, στην επιφάνεια της γης, αδυνατούμε όσο θυμόμαστε συλλογικά τον εαυτό μας να μοιράσουμε ειρηνικά και δίκαια τα αγαθά, αδυνατούμε να βρούμε έναν τρόπο συγκατοίκησης στον οποίο το εντελώς αληθινό και εντελώς ανθρώπινο ένστικτο της αλληλεγγύης για το συνάνθρωπο (όπως αυτό για τους τριάντα τρεις της Χιλής) να μετατραπεί σε οικουμενική πολιτική αρχή, να μετουσιωθεί σε εφαρμόσιμο πολιτικό πρόγραμμα.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 08, 2010

Ο Λένορμαν

Στην καινούρια του εκπομπή παριστάνει κάτι ανάμεσα σε Λένο και Λέτερμαν. Πετυχαίνει διάνα γιατί το αποτέλεσμα είναι Λένορμαν.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 07, 2010

Θινκ γκλόμπαλι, ακτ τρόμπαλι.

αναρωτήθηκε ο Σωτηρουργός της Ελλάδας.
«Πώς μπορώ να σώσω το σπίτι μου, αν κάτσω στη χώρα μου;»,
αναρωτιέται ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό Ελλήνων.
συνέχισε ο Πρόεδρος της Μεσσιανικής Διεθνούς.
«Μαλάκα, αυτός αν αναλάμβανε ποτέ τις τύχες ενός κράτους, θα τις γαμούσε τις αγορές. Τουλάχιστον στο πεδίο που του αναλογούσε δεν θα τους περνούσε τίποτα»,
σκέφτηκε με τρόμο ο μέσος παγκόσμιος εξουσιαστής
(ανακουφισμένος όμως που τέτοιου είδους ονειροπόλοι μένουν πάντα εκτός συστήματος και άρα εκτός δυνατότητας θεσμικών αντιστάσεων και αλλαγών, περιοριζόμενοι στον ρομαντισμό του δονκιχωτικού τους αγώνα).

Τετάρτη, Οκτωβρίου 06, 2010

Οι Στρατεύσεις και το «Ντάλας»

Στo «Great Directors» (τίτλος που παρέμεινε αμετάφραστος μάλλον αδόκιμα ακόμα και για τα σημερινά κινηματογραφικά γλωσσικά ήθη, την ώρα που το «Μεγάλοι Σκηνοθέτες» θα ακουγόταν πολύ πιο φυσικά), η Άντζελα Ισμαήλου (Ελληνίδα που ζει στην Αμερική) συναντά και συζητά (με γυρίσματα που απλώθηκαν σε μια περίοδο τεσσάρων ετών) με δέκα αγαπημένους της σκηνοθέτες. Την δεκάδα της αποτελούν οι Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, Κατρίν Μπρεϊγιά, Λιλιάνα Καβάνι, Στίβεν Φρίαρς, Toντ Χέινς, Ρίτσαρντ Λικνκλέιτερ, Κεν Λόουτς, Ντέιβιντ Λιντς, Τζον Σέιλς και Aνιές Βαρντά.

Βασικό προσόν του ντοκιμαντέρ τα πολλά ένθετα πλάνα από ταινίες, όχι μόνο των δέκα αυτών σκηνοθετών, αλλά και σκηνοθετών που εκείνοι αναφέρουν ως επιρροές τους (από τον Κιούμπρικ και τον Παζολίνι, ως τον Γκοντάρ και τον Χάουαρντ Χοκς). Και αποτελεί προσόν επειδή το αισθητήριο της Ισμαήλου φαίνεται ιδιαίτερα ακονισμένο όταν καλείται να επιλέξει χαρακτηριστικά πλάνα από τις ταινίες τους. Ενώ όμως αποδεικνύει πως ξέρει να βλέπει ως θεατής, δεν επιδεικνύει ανάλογα αποτελεσματικό αισθητήριο στην κινηματογράφηση των συνεντεύξεων (ούτε κάποιο κοινό αισθητικό περιβάλλον τις διακρίνει, ούτε μπορείς να πεις πως είναι κινηματογραφημένες σε ιδιαίτερους χώρους, με την εξαίρεση της αυλής της Ανιές Βαρντά και του τρυφερού κοιτάγματος της φθοράς των τοίχων του παλιού της σπιτιού). Το πρόβλημα της έλλειψης κοινής αισθητικής επιτείνει η έλλειψη κάποιων συνεκτικών δεσμών στην αφήγηση. Έχεις δηλαδή την αίσθηση ότι εξ αρχής όλο το σχέδιο εξαντλούνταν στο να συνομιλήσει με τους αγαπημένους της σκηνοθέτες και να συρράψει αυτές τις συνομιλίες, χωρίς κάποιο ενιαίο αφηγηματικό άξονα. Ωστόσο το ντοκιμαντέρ δύσκολα θα απογοητεύσει τον θεατή που θα επιλέξει να το δει, όχι μόνο επειδή τα ελαττώματά του δεν είναι ισχυρότερα από τις αρετές του, αλλά και με την έννοια ότι ο θεατής που θα επιλέξει να το δει θα το κάνει επειδή θα έχει το μικρόβιο της σινεφιλίας. Και αυτός που έχει το μικρόβιο είναι κάποιος που ούτως ή άλλως ενδιαφέρεται για το θέμα του ντοκιμαντέρ, είναι κάποιος που το ενδιαφέρον του έχει εκ προοιμίου κατακτηθεί.

Το σινεμά στο οποίο επικεντρώνεται το «Great Directors» είναι ένα σινεμά με πολιτικό πρόσημο. Όχι μόνο με την στενή έννοια (οι ταινίες του Κεν Λόουτς), αλλά και με την ευρύτερη (το «σεξουαλικά πολιτικό» σινεμά του Τοντ Χέινς ή της Μπρεϊγιά). Ακόμη και στον Φρίαρς και στον Λινκλέιτερ το ντοκιμαντέρ θα επιμείνει στην πολιτική πτυχή των ταινιών τους. Ο Τζον Σέιλς λέει ότι στην Αμερική θέλουν να προσποιούνται πως δεν υπάρχουν τάξεις. Προς τιμήν της η Ισμαήλου επιμένει στο θέμα το ταξικό, μολονότι η ίδια μάλλον ανήκει στην πιο εύπορη τάξη. Αργά ή γρήγορα σου μπαίνει η υποψία ότι επιμένει πάρα πολύ στην πολιτική διάσταση του κινηματογράφου, ότι την σαγηνεύει η -με την ευρύτατη έννοια του όρου- στράτευση. Ωστόσο, όταν πάλι ο Τζον Σέιλς αναφέρει ότι πάρα πολύ συχνά στα χολιγουντιανά σενάρια ζητούν από τους σεναριογράφους να παρακάμπτουν την πραγματικότητα και να μην την αφήνουν να μπαίνει στην μέση (μνημονεύει ως παράδειγμα τον «Πατριώτη» και μιλά για παραχάραξη της αμερικάνικης Ιστορίας), δεν μπορείς παρά να ομολογήσεις και στον εαυτό σου ότι η στράτευση δεν είναι απαραίτητα μονομερής, ότι υπάρχει και ένα άλλου είδους άρρητης και κατεστημένης στράτευσης, στράτευσης προς ένα σινεμά της φυγής από την πραγματικότητα, με ταινίες όπου η πραγματικότητα δεν είναι ποτέ αληθινά πραγματική, όπου τα προβλήματα δεν είναι ποτέ μα ποτέ πολιτικά.

Ο Ντέιβιντ Λιντς πάλι -αέναα στρατευμένος στο δικό του σύμπαν- λέει ότι υπάρχουν δυο κατηγορίες θεατών: εκείνοι που θέλουν πάντα να είναι απόλυτα σίγουροι για το τι παρακολουθούν και εκείνοι που προτιμούν να ζουν την εμπειρία ταινιών που τους παρέχουν λιγότερες βεβαιότητες. Κάτι αντίστοιχο έλεγε ο Ζαν Λικ Γκοντάρ στο συγγενές θεματολογικά ντοκιμαντέρ του Βιμ Βέντερς «Δωμάτιο 666» (το γύρισε στο φεστιβάλ των Καννών το 1982 ρωτώντας σκηνοθέτες για το μέλλον του σινεμά και το μνημονεύει στο «Great Directors» ο Τοντ Χέινς αναφέροντας τον Φασμπίντερ που λίγο μετά την εμφάνισή του σε αυτό πέθανε).
Λέει λοιπόν ο Γκοντάρ πως αποζητούμε μια ιστορία που να ξέρουμε εκ των προτέρων. Δεν μας καθησυχάζει ότι είναι μια ιστορία με τον Αλέν Ντελόν ή τον Τσαρλς Μπρόνσον με περίστροφα στο χέρι, αλλά το ότι ξέρουμε το τέλος της. Ξέροντας το τέλος καθησυχάζουμε για τη δική μας προσωπική ιστορία. Οι ταινίες είναι ακτινογραφίες: βλέπουμε μέσα σε αυτές κάτι από μας. Αντίθετα στην τηλεόραση δεν θέλουν να πουν ιστορίες, στο «Ντάλας» δεν υπάρχει ιστορία. Και καμιά φορά -συνεχίζει- αυτό είναι που μου αρέσει στο «Ντάλας» :-)
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Τρίτη, Οκτωβρίου 05, 2010

ΑΜΒΕR Alert

ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ - ΜISSING
MΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΒΟΗΘΗΣΕΤΕ;
Εξαφανίστηκε την 1η Οκτωβρίου 2010 μνημονιακός φόρος 20% επί των τηλεοπτικών διαφημίσεων, η παρουσία του oποίου είχε ξεσηκώσει θύελλα διαμαρτυριών από τα λαϊκά στρώματα. Τελευταία φορά που εθεάθη, ο μικρός φορούλης φορούσε πράσινο μακό και άσπρο παντελόνι και συνομιλούσε όλο νόημα με γνωστό Κερκυραίο ποιητή. Όποιος γνωρίζει τι μπορεί να έχει απογίνει προτιμότερο είναι να σωπάσει.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 04, 2010

The Power of Veracity

«Γενικώς καταγράφεται διάθεση κατάθεσης ψήφου διαμαρτυρίας και τιμωρίας. Αρκετοί πολίτες εμφανίζονται διατεθειμένοι να προσπεράσουν τις θεωρούμενες κομματικές επιλογές, δείχνουν πρόθυμοι να επιλέξουν μοναχικές υποψηφιότητες και δεν είναι απίθανο να δώσουν αποτέλεσμα άκρως προβληματικό, ιδιαιτέρως για την κυβέρνηση. Τυχόν επικράτηση τέτοιων τάσεων θα ενισχύσει την εκδοχή του χάους. Ενα δυσμενές για την κυβέρνηση αποτέλεσμα θα θεωρηθεί ότι συνιστά ευθέως αμφισβήτηση του μνημονίου αλλά και των προσπαθειών σταθεροποίησης.
Ετσι πιθανώς να ερμηνευθεί και από τις αγορές, οι οποίες διψούν για κακά νέα από την Ελλάδα και είναι έτοιμες να αποδεχθούν το χειρότερο σενάριο. Στην περίπτωση αυτή η προσέγγιση των διεθνών αγορών θα δυσκολέψει, η εφαρμογή του μνημονίου θα αντιμετωπίσει πολύ περισσότερες αντιδράσεις και σταδιακά όσο θα εντείνεται η καχυποψία για την ελληνική υπόθεση τόσο θα τείνει να επικρατήσει η εκτίμηση μιας τρελής πορείας προς τον γκρεμό και την επιδιωκόμενη από πολλούς αναδιάρθρωση του χρέους.
Με άλλα λόγια, τυχόν επικράτηση ρεύματος αμφισβήτησης στις περιφερειακές εκλογές θα διαμορφώσει περιβάλλον μεγάλης αναταραχής και τυφλών συγκρούσεων, οι οποίες συντηρούμενες στον χρόνο θα επιφέρουν πολιτικό και κοινωνικό χάος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για ολόκληρη την προσπάθεια διάσωσης της ελληνικής οικονομίας».
Ήταν απόσπασμα άρθρου με τίτλο «Από το μίσος στο χάος» και υπέρτιτλο «Φθινοπωρινά σενάρια πολιτικής και κοινωνικής αποσταθεροποίησης», το οποίο κοσμεί την τρίτη σελίδα του κυριακάτικου «Βήματος», την μέρα που το ΠΑΣΟΚ συμπλήρωνε ένα χρόνο εξουσίας και ο Γιώργος Παπανδρέου βραβευόταν στη Γερμανία με το βραβείο «Δύναμη και Ειλικρίνεια» από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της Ντόιτσε Μπανκ (για λογαριασμό της δύναμης) και τον Τζωρτζ Όργουελ (για λογαριασμό της ειλικρίνειας).
Ας καταλάβουμε λοιπόν όλοι, πριν να είναι πολύ αργά, ότι τέτοιες ώρες το να ψηφίζεις αυτό που θέλεις είναι πολυτέλεια, ότι τέτοιες ώρες έχουμε να επιλέξουμε ανάμεσα στο χάος από την μία και την τάξη από την άλλη, τις τυφλές συγκρούσεις από την μία και την κοινωνική ειρήνη από την άλλη, την τρελή πορεία προς το γκρεμό από την μία και τη σωτηρία της πατρίδος από την άλλη. Ας βάλουμε λίγο στο γύψο την αληθινή μας βούληση, ας αξιοποιήσουμε το δημοκρατικό δώρο όχι ψηφίζοντας εκείνο που θέλουμε, αλλά εκείνο που πρέπει πάση θυσία να αποφύγουμε: το χάος.
Δεν είναι καιρός αυτός για δημοκρατικές αφέλειες, δεν είναι καιρός αυτός για την ίδια την αφέλεια της δημοκρατίας. Συμμορφώσου εκούσια, φέρσου σαν να μην έχεις άλλη επιλογή. Γιατί δεν έχεις άλλη επιλογή, ανθρωπάκο. Το κλισέ ότι στην δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα δεν παίζει πια. Στη δημοκρατία στα χρόνια των σπρεντ, στη δημοκρατία στο περιβάλλον της ελεύθερης αγοράς, δεν υπάρχουν διέξοδοι. Γιατί τα κράτη χρωστάνε. Υπάρχει ένας μονόδρομος που διαρκώς και στενεύει και χωράει ολοένα και λιγότερα από τα ως χθες σου αυτονόητα. Τώρα στένεψε τόσο που δεν χωράει τη δυνατότητά σου να ψηφίσεις αυτό που θες. Συμμορφώσου εκούσια. Όπως έχεις μάθει τόσο καλά να κάνεις. Συμμορφώσου σαν να το θες. Μα το θες άλλωστε. Δεν θες την τρελή πορεία προς τον γκρεμό. Η Ελλάδα που βούλιαζε αλλάζει. Και βραβεύεται.

Κυριακή, Οκτωβρίου 03, 2010

Rest in Pictures

Διαβάζω με έκπληξη πως πέθανε ο Γιώργος Τζιώτζιος. Από την άλλη όμως -και συγγνώμη για τον κοινότατο τόπο- οι αληθινά επιδραστικοί άνθρωποι έχουν προλάβει να ζήσουν με τέτοιο τρόπο, ώστε ένα κομμάτι του εαυτού τους να έρθει σε επαφή με πλήθος άλλων εαυτών, εμπλουτίζοντας τους, ενίοτε καθορίζοντάς τους, και πάντως εξακολουθώντας να ζει μέσα από αυτούς. Μακριά από τον εξόφθαλμα παρακμιακό τηλεοπτικό πολιτισμό της τελευταίας εικοσαετίας, ο Γιώργος Τζιώτζιος υπήρξε ένας διακριτικά ακμαίος παραγωγός κινηματογραφικού πολιτισμού.