Πώς γράφεις τον Αύγουστο; Σαν να μην είναι Αύγουστος ή με τον Αύγουστο να δηλώνει την παρουσία του κάθε δεύτερη πρόταση; Μάλλον δεν έχει σημασία, μάλλον όποιον δρόμο και να ακολουθήσεις οι λέξεις είναι καταδικασμένες να καταπίνονται από την χοάνη της αυγουστιάτικης νέκρας. Λέξεις γραμμένες σε μια οθόνη και προορισμένες για να διαβαστούν σε μια οθόνη οφείλουν να συμβιβαστούν αν όχι με την δική τους ήττα, πάντως με την ήττα της επιφάνειας προβολής τους. Ίσως να είχαμε καλύτερη τύχη αν δοκιμάζαμε να γράψουμε πάνω στον ήλιο. Ίσως υπονομευόταν έτσι η ναρκωτική του επίδραση, ίσως ανακαλυπτόταν έτσι μια νέου τύπου διάδραση ανάμεσα στο καιρικό φαινόμενο -που θα ήταν ταυτόχρονα και λεκτικό- και τον ηλιοχτυπημένο αναγνώστη. Ίσως βέβαια ούτε αυτό λειτουργούσε, ίσως απλώς ο Αύγουστος είναι μια αυτόνομη ζώνη θέρους, εντός της οποίας τίποτα δεν έχει αληθινά σημασία. Ίσως ο ελληνικός Αύγουστος είναι μια πρόβα θανάτου.
Στην είσοδο λοιπόν αυτού του μεταφυσικού μήνα, διαπιστώνει κανείς ότι η αμερικάνικη οικονομία πήρε μια παράταση ζωής υπέρ των μουλτιμπιλιονέαρς (αλλά τι σημασία έχει;), ότι η ευρωζωνική οικονομία βαδίζει δια την κλιμάκωση ιταλοισπανικών σπρεντ ντουγρού για το διάολο (αλλά τι σημασία έχει;), ότι το καλοκαίρι μετά την αραβική άνοιξη είναι γεμάτο νεκρούς (αλλά τι σημασία έχει;), ότι αν ο Λαυρέντης Λαυρεντιάδης ήταν ιδιοκτήτης μισής άδειας ταξί θα μπορούσε να είναι πρώτη είδηση επί ημέρες για το ριζικό κακό που κάνει στη χώρα, ενώ τώρα το θέμα του είναι ήσσονος σημασίας και οπωσδήποτε όχι επειδή είναι ιδιοκτήτης μετοχών ΜΜΕ επί ΜΜΕ (αλλά τι σημασία έχει;), ότι οι τράπεζες είναι αυτές οι ιδιωτικές επιχειρήσεις που το κράτος οφείλει να τους παρέχει διαρκώς χρήμα ακόμη και αν οι ιδιοκτήτες τους το εξαφανίζουν (αλλά τι σημασία έχει;), ότι με κάτι τέτοια βραχυκλώνει κι ο Μπρεχτ, που είχε πει ότι μεγαλύτερο έγκλημα κι από την κλοπή μιας τράπεζας είναι η ίδρυσή της, βραχυκυκλώνει κι αναρωτιέται τι γίνεται όταν συντρέχουν και οι δύο περιπτώσεις μαζί: έχουμε έγκλημα επί εγκλήματος ή αναιρετική του πρώτου εγκλήματος πράξη;
Στην έξοδο του προηγούμενου μήνα, αποφάσισα να κάνω το απονενοημένο διάβημα και να πάω χωρίς εισιτήριο στον Ριχάρδο τον Τρίτο. Στη χώρα της ανομίας ζούμε, σκέφτηκα, νόμος είναι η επιθυμία, σκέφτηκα, με ποιά νομιμοποιητική βάση μπορούν να εμποδίσουν έναν άνθρωπο που θέλει να δει μια παράσταση, σκέφτηκα, δικαιούμαι ρε, σκέφτηκα, αλλά πριν βάλω σε πράξη είτε τεχνάσματα είτε παρακάλια είτε την ωμή βία (μεγάλη αδελφή της ανομίας άλλωστε) βρήκα εισιτήριο από έναν κύριο που το επέστρεφε στο ταμείο. Επειδή ήταν και μερικοί ακόμη σαν κι εμένα, άλλοι που κάθονταν χώρια κι ήθελαν να κάτσουν μαζί κλπ, έγινε πολλαπλή τράμπα, κάτι σαν τις μεταγραφές του ΝΒΑ.
Η ουσία είναι ότι βρέθηκα στο άνω διάζωμα, γεγονός που με χαροποίησε γιατί ήταν και κατά τι φτηνότερο το εισιτήριο. Με χαροποίησε μέχρι να αρχίσει η παράσταση βέβαια, αλλά περί αυτού σε λίγο. Μέχρι να αρχίσει παρατηρούσα τους γύρω μου. Στη μπροστινή σειρά μια κοπέλα διάβαζε Χρυσηίδα Δημουλίδου, προθερμαινόμενη με τέχνη για την τέχνη που θα επακολουθούσε. Δίπλα μου ένα ζευγάρι μοιραζόταν ένα άλλο ζευγάρι (κυάλια εννοώ, δεν ξέρω τα σεξουαλικά του). Έψαχνε μανιωδώς επισήμους. Η φράση που ξεχώρισε -περισσότερο ίσως κι από τις σαιξπηρικές- ανήκε στη γυναίκα: «Πλάτη έξω η Κατσέλη! Τι γίνεται, ρε παιδιά;». Κι όλα αυτά ενώ ο Αρσένης έχει παχύνει πολύ. Αυτό όχι μόνο το επεσήμαναν οι δίπλα, αλλά το είδα κι εγώ με γυμνό μάτι (ή με γυμνά γυαλιά εν πάση περιπτώσει).
Το πρόβλημα ήταν πως όταν άρχισε η παράσταση διαπίστωσα ότι -σε αντίθεση με τον όγκο του Γεράσιμου- τα πρόσωπα των ηθοποιών δεν έπαιζε να τα διακρίνω καθαρά. Και αν δεν βλέπεις τις εκφράσεις των ηθοποιών, τότε είναι ένα θέμα. Στράφηκα δίπλα μου. Τα κυάλια είχαν εγκαταλειφθεί. Και γιατί άλλωστε να τα χρησιμοποιήσουν; Ό,τι ήταν να δουν, το είχαν δει. Φυσικά δεν τα ζήτησα. Είχα εξαντλήσει τα (ημερήσια, μηνιαία, ενδεχομένως και ετήσια) αποθέματα θάρρους - θράσους μου πηγαίνοντας στην Επίδαυρο χωρίς εισιτήριο.
Το ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν ότι ήδη πριν ξεκινήσει η παράσταση ο κώλος μου είχε πυρακτωθεί από το καυτό μάρμαρο του ιερού θεάτρου. Εκτός από χωρίς κυάλια ήμουν και χωρίς μαξιλαράκι. Υπό αυτές τις συνθήκες η τρίωρη παρακολούθηση έμοιαζε αρκετά με βασανιστήριο, αλλά εκπαιδευμένος από «Το Άλογο του Τορίνο» δυο μήνες πριν, είχα χτίσει αντισώματα. Τουλάχιστον να μπορούσα να σηκωθώ λίγο, να ξεπιαστώ. Η μέση μου. Να ακουμπήσω κάπου την μέση μου. To βασίλειό μου για να ακουμπήσω κάπου την μέση μου. Αλλά γιατί φέτος με ενόχλησε τόσο πολύ; Γιατί περασμένες χρονιές δεν είχα δυσάρεστες αναμνήσεις από τα καθίσματα; Μαμά, γερνάω;
Ο Σαίξπηρ γερνάει; Όπως επισημαίνει και ο Σοφός Σρού στην κάθοδο μετά το τέλος της παράστασης (αν κατάλαβα καλά τι είπε, πάντως και αυτό να μην είπε, το νομίζω ούτως ή άλλως κι από μόνος μου), δραματουργικά δεν έχει να σου πει πια κάτι σήμερα το έργο. Σαν θέατρο τουλάχιστον. Στο σινεμά κάνεις και καμιά
Πατσινιά και είναι αλλιώς. Ωστόσο θέλω να καταθέσω εδώ με πάσα εγκυρότητα πως αυτή η γλώσσα είναι, μαλάκα, ποίημα. Και θα αποτολμήσω να προσθέσω και κάτι τολμηρό: Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, είσαι ποιητής. Respect. Mπράβο, ρε φίλε. Το έχεις. Αντέχεις. Μην μασάς. Πάμε γερά. Δεν ξέρω αν το έγραψες αυγουστιάτικα το έργο σου, αλλά όπως και να ΄ναι εκεί πάνω τα καλοκαίρια σας μικρά κι ατέλειωτοι οι χειμώνες. Now is the winter of our discontent made glorious summer by this son of York. Έγραψες.
Τον Σπέισι τον πρωτοείδα στην τηλεόραση, στο τόσο αγαπημένο «
Wiseguy». Τον ένιωθα έτσι σαν δικό μου άνθρωπο, όταν παρίστανε τον Μικρό Ριχάρδο τον Γ' στους «Συνήθεις Υπόπτους» και όταν έκανε την ματωμένη είσοδό του στο αστυνομικό τμήμα του «Seven» φωνάζοντας "Detective" και παγώνοντας το αίμα. Και τον Μέντες τον νιώθω ψιλοδικό μου, αφού είχα π.χ. επιχειρήσει στην τελευταία ταινία του
να ψυχαναλύσω τη σχέση του με την Κέιτ Γουίνσλετ. Και νά που διαβάζω στο φρι πρες του φεστιβάλ ότι χώρισαν με την Γουίνσλετ εδώ και 1 1/2 χρόνο. Φακ, μαν. Κρίμα. Τουλάχιστον πρόλαβες και το έκανες ταινίες. Θέλω με όλα αυτά να πω πως κάθε παράσταση και κάθε ταινία δεν λειτουργεί μόνο αυτόνομα, αλλά και σε σχέση με ό,τι άλλο έχουμε δει. Λειτουργεί επίσης και ως σκυταλοδρομία για ό,τι δεν έχουμε δει. Τον Ριχάρδο - Μακ Κέλεν ήδη τον πήρα να τον δω και μετά θα ψάξω και τον Ριχάρδο - Ολιβιέ. Τον Ριχάρδο Σωμερίτη θα τον ξαναπιάσω από εκεί που τον είχα αφήσει.
Θέλω επίσης να πω, πως όταν στο τέλος χειροκροτάω μαζί με όλο το θέατρο τον Σπέισι, είναι συγκίνηση αυτή που νιώθω αυθεντική, και πως αξίζουν και τον κόπο και το ρίσκο οι αυθεντικές συγκινήσεις. Ούτως ή άλλως συγκινημένος θα τον χειροκροτούσα με βάση το σώμα που έβλεπα στη σκηνή να μάχεται και τη φωνή που άκουγα να χρωματίζεται με αυτό τον τρόπο, αλλά αρκούσαν τα λίγα λεπτά που ο Μέντες έκανε το κολπάκι να μας τον δείξει σε μεγάλη οθόνη (στην έξοχη σκηνή που τον εκλιπαρούν να αναλάβει τα ηνία της χώρας και να σώσει την πατρίδα, αλλά αυτός αρνείται, δεν θέλει, καθόλου δεν θέλει να αναλάβει αυτό το βάρος), για να απολαύσω και την έκφραση του προσώπου του, για να δω ταυτόχρονα τι έχανα σε όλο το υπόλοιπο έργο, αλλά και να ικανοποιηθώ από αυτό το λίγο που ήταν αρκετό.
Θέλω τέλος να πω, ότι στον δρόμο προς την Επίδαυρο συνειδητοποιείς πόσο πολύ συμβολικό ον είναι ο άνθρωπος, πόσο πολύ ψοφάει για τους συμβολισμούς, πόσο πολύ γουστάρει να επενδύει συναίσθημα και να βρίσκει νόημα στη σχέση του με το παρελθόν. Γιατί να γίνονται επί τόσα χρόνια τόσα χιλιόμετρα από τόσους ανθρώπους για να δουν τόσες παραστάσεις σε ένα αρχαίο θέατρο; Επειδή έχει ως χώρος και την δική του ιδιαίτερη ακουστική πχ αξία; Ναι, αλλά κυρίως επειδή όλοι μας είμαστε suckers για τα σύμβολα. Κι έτσι, όταν το θέατρο είναι γεμάτο και τα φώτα σβήνουν και τα άστρα από πάνω λάμπουν και πίσω παντού έχει σκοτάδι και βουνά, σκέφτεσαι πόσες και πόσες ιστορίες δεν έχουν ειπωθεί σε αυτόν εδώ τον μυστικιστικά απομονωμένο χώρο. Και ξαναμανά γουστάρεις που ο άνθρωπος είναι τόσο παιδί.
Και σαν υστερόγραφο να πω, ότι το δικό μου το παιδί, που φεύγει σε λίγες ώρες να πάει με τους παππούδες του στο χωριό, διηγούνταν ότι θα πέσει να κοιμηθεί, θα ταξιδέψει νύχτα και όταν θα ξυπνήσει στο χωριό, τότε δεν θα είναι πια νύχτα αλλά μια ο λό κλη ρη μέρα.
Ακούς Αύγουστε; Νά τι δεν υπάγεται στην αυτόνομη ζώνη σου: ο τρόπος μέτρησης του χρόνου από ένα τριαμισάχρονο παιδί. Δεν ξέρει τι πας να πεις. Ξέρει όμως τι πάει να πει μια ολόκληρη μέρα.