Τρίτη, Αυγούστου 30, 2011

Την ομορφιά του κόσμου


«Πώς να σωπάσω μέσα μου την ομορφιά του κόσμου;» *

* Ο πρώτος στίχος που μου 'ρχεται στο νου, οι πιο κατάλληλες λέξεις να περιγράψουν τι νιώθω για αυτό που παίζει ακριβώς πάνω τους. Δεν αναφέρομαι στα σπάνια εκείνα πλάσματα που κάνουν κεφάλια να στρίβουν και βλέμματα να σαστίζουν. Αναφέρομαι στα απείρως σπανιότερα εκείνα πλασμάτα που μπορούν μέσα σε ένα σκάρτο τρίλεπτο να πουν ό,τι μπορεί να ειπωθεί για ένα συγκεκριμένο θέμα: εν προκειμένω για την ομορφιά μιας θεσπέσιας νέας γυναίκας που περπατάει κι ο κόσμος τρίζει.

Η ομορφιά που δεν μπορώ να σωπάσω μέσα μου είναι η ομορφιά της συγκλονιστικής αποτύπωσης του τριξίματος, η ομορφιά του κόσμου της μεγάλης τέχνης. Σε αυτήν αναφέρομαι, σε αυτήν υποκλίνομαι, σε αυτήν αποκαλύπτομαι, αυτήν πιστεύω ως άγια, κύρια και ζωοποιό.

Η ιδέα (εδώ το να την ρίχνεις σαν δόλωμα στην πόλη και να κινηματογραφείς μυστικά τους άντρες που την κοιτούν) και κατά την ανάπτυξή της το μοντάζ της κι η μουσική της: αυτή πρέπει να είναι η Αγία Τριάδα κάθε κειμένου, είτε συντίθεται με λέξεις είτε συντίθεται με εικόνες. Μια ιδέα που να σε συνεπαίρνει, μια ιδέα που για να αρθρωθεί όπως της αξίζει, θα πρέπει να μοντάρεις τα υλικά της απροσδόκητα και με μουσικότητα, ώστε το μοντάζ τους να είναι ταυτόχρονα κι η μουσική τους, ώστε το ύφος τους να είναι ο τρόπος που φωτίζεις την ιδέα, ένας τρόπος ολόδικός σου και την ίδια ώρα κτήμα κοινό, κοινό αλλά ως τώρα κρυμμένο, αφού δεν φωτιζόταν σωστά.

Δευτέρα, Αυγούστου 29, 2011

«Σε μία συνάντηση του κ. Βενιζέλου με τραπεζίτες στα μέσα Ιουλίου τους είχε καταστήσει σαφές ότι αν η κυβέρνηση χρειασθεί να διαλέξει ανάμεσα στη διάσωση του κράτους ή των τραπεζών θα διάλεγε το κράτος».

Αφού όμως τόσο καιρό διασώζοντας τις τράπεζες διασώζαμε την πατρίδα, η επιλογή τώρα της διάσωσης του κράτους εις βάρος της διάσωσης των τραπεζών, συνεπάγεται και ότι επιλέγουμε τώρα να διασώσουμε το κράτος εις βάρος της πατρίδας;

Σάββατο, Αυγούστου 27, 2011

Nα εκτιμάς

H φωτογραφία είναι τραβηγμένη σε παιδική χαρά. Ο φίλος που την ανέβασε στο facebook, λέει ότι το διάβημα πρέπει να είναι γραμμένο από πιτσιρίκα, και κατά πάσα πιθανότητα έχει δίκιο. Αλλά το κρίσιμο εν προκειμένω είναι το δίκιο της πιτσιρίκας. Αφού είναι αυτό που την πνίγει, κάνοντάς την να γράφει στον Θάνο (αλλά και σε κάθε δυνητικό περαστικό - αναγνώστη, παρόντα και μέλλοντα, σχετικά με τον Θάνο): που δεν ήξερε / και ούτε θα μάθει ποτέ /να εκτιμά.

Δεν εκτίμησες, Θάνο, πόσο καλή ήταν μαζί σου, πόσο αληθινή, πόσο αφοσιωμένη. Δεν το εκτίμησες, δεν υπολόγισες σωστά την τιμή όλων εκείνων που σου προσέφερε. Είναι θύμα, Θάνο. Την έχεις αδικήσει. Οι αρχές του δικαίου επέτασσαν να την αγαπάς εξίσου. Να ένιωθες ό,τι ακριβώς ένιωθε κι αυτή. Το όφειλες, Θάνο. Μπορεί λοιπόν να την υποβίβασες ερωτικά, αλλά νά που αξιακά στέκεται τώρα τόσο πιο πάνω από σένα. Εσύ μπορεί να έχεις φύγει οριστικά από την επικράτεια του έρωτά σας, εκείνη όμως παραμένει ολοκληρωτικά εντός του. Με άλλο στάτους, με άλλη ιδιότητα. Γιορτάζοντάς τον όχι πια ως αντικείμενο ερωτικής λατρείας, αλλά ως υποκείμενο ερωτικού πόνου. Που τον μεταφράζει σε αδικία. Που του αποδίδει ηθικές διαστάσεις. Και τις διατρανώνει σε έναν τοιχίσκο μιας παιδικής χαράς. Ώστε να ξέρεις, Θάνο, κι εσύ κι όλοι οι άλλοι. Τι κορίτσι κιόλας ξέχασες. Τι κορίτσι άρα πρόδωσες. Τι αισθημάτων και διαγωγής κορίτσι δεν διάβασες σωστά. Κι όλα αυτά γιατί δεν ήξερες / και ούτε θα μάθεις ποτέ / να εκτιμάς.

Τρίτη, Αυγούστου 23, 2011

Σε βλέπω και με βλέπω

(Ιανουάριος του 1996, αμέσως μετά την εκλογή του Κ. Σημίτη από την κοινοβουλευτική ομάδα στη θέση του πρωθυπουργού)

---

Διαβάζω άρθρο του Κώστα Σημίτη για το Νίκο Θέμελη (που απ' ό,τι καταλαβαίνω το διάβασε και ως επικήδειο) και πριν ξεχωρίσω λίγες φράσεις, ξεχωρίζω κατ' εξοχήν το έντονο «παρών» που έδωσε ο πρώην Πρωθυπουργός, σε αντιδιαστολή με το έντονο «απών» που δήλωσε, όταν ήρθαν τα τελευταία χρόνια στο φως τα χειροπιαστά στοιχεία για τον Μαντέλη και τον Τσουκάτο. Ο επικήδειός του έχει σε μεγάλο βαθμό πολιτικό χαρακτήρα, αλλά ακόμη και αν δεν είχε, ακόμη και αν επέλεγε να μιλήσει μόνο για την φιλική διάσταση της σχέσης του με τον μακαρίτη, και πάλι ο συμβολισμός θα αρκούσε: από τα πρώην πολιτικά μου πρωτοπαλίκαρα αυτόν επιλέγω να αναγνωρίσω και μέσα από αυτόν επιλέγω να καθρεφτιστώ.

Όταν λοιπόν λέει πως «Ο Νίκος ήταν ο εκσυγχρονισμός σε μαχητική έκδοση» ή πως «Τα βιβλία του χαρακτηρίστηκαν δικαιολογημένα ως μανιφέστα εκσυγχρονισμού», το θέμα δεν είναι αν πρόκειται για βάσιμες αποφάνσεις. Το θέμα είναι πως επιλέγοντας να κοιταχτεί μόνο μέσα από την εικόνα του συγκεκριμένου ανθρώπου και βγάζοντας από τον καθρέφτη τους υπόλοιπους, μακιγιάρει το παρελθόν, την πραγματικότητα, την αλήθεια. Η αλήθεια δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει δίπλα στην μαχητική και τις λοιπές εκδόσεις του εκσυγχρονισμού, τις εκδόσεις Μαντέλη, Τσουκάτου και Πανταγιά. Η αλήθεια δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει εκτός από τα λογοτεχνικά βιβλία του Θέμελη και τα διπλά βιβλία του ΠΑΣΟΚ με το μαύρο χρήμα της Ζίμενς. Και αυτά μπορεί πράγματι να μην έχουν καμία θέση σε έναν επικήδειο, αλλά αυτό ακριβώς λέω, ότι όπως εδώ ο Σημίτης εμφανίζεται και αποδίδει τιμές, έτσι θα έπρεπε και στις άλλες περιπτώσεις να εμφανιστεί και να αποδώσει ατιμίες, που ακόμη και εκεί που δεν τον αφορούν προσωπικά, τον αφορούν πολιτικά. Ο αυτοέπαινος που περισσεύει στον επικήδειο, θα κόλλαγε πολύ καλύτερα αν είχε προηγηθεί εξίσου μη φειδωλή αυτοκριτική.

Το πιθανότερο πάντως είναι ότι δεν είναι μόνο οι πολιτικοί που προτιμούν να αναγνωρίζουν τους εαυτούς τους αποκλειστικά στα κομμάτια του παρελθόντος που τους εξυπηρετούν. Όλοι μας λίγο πολύ αυτό κάνουμε, θολώνοντας στα ίδια μας τα μάτια τα είδωλα όλων εκείνων των κομματιών που δεν μας τιμούν. Η αυτοεικόνα μας επιλέγει την κολακευτικότερη για την ίδια βερσιόν, επιμένοντας να υπερτονίζει στα δικά μας παρελθοντικά κάδρα τον κάθε δικό μας Θέμελη και να απωθεί τον κάθε δικό μας Μαντέλη. Όπου Θέμελης και Μαντέλης μπορεί να είναι άνθρωποι, συμπεριφορές, τα πάντα όλα.

Κυριακή, Αυγούστου 21, 2011

Γράμμα στη Βιβή Χολέβα

Αγαπητή Βιβή, αμφιταλαντεύτηκα αν πρέπει να σου γράψω, αφενός επειδή παραμένω αμφίθυμος απέναντί σου (ή για να είμαι πιο ακριβής απέναντι στο μυθιστόρημα μέσα στο οποίο καταδικάστηκες να ζεις) και αφετέρου επειδή ξέρω πως ό,τι και να σου πω και ό,τι και να σου καταλογίσω θα είναι προϊόν βιαστικής ευκολίας: λίγος χρόνος, πρόχειρες λέξεις, ακατέργαστα πρώτα συναισθήματα και σκέψεις. Ό,τι και να σου πω και ό,τι και να σου καταλογίσω θα είναι άρα δυσανάλογο, αφού εσύ προέκυψες και ολοκληρώθηκες μέσα από μεγάλη δυσκολία: άφθονος χρόνος, άρτιες και συχνότατα λαμπρές προτάσεις, επεξεργασμένα τελικά συναισθήματα και σκέψεις.

Ωστόσο πέρασα τέσσερα βράδια μαζί σου και εξακολουθείς να τριγυρνάς στο μυαλό μου λίγες μέρες από τότε που σε τελείωσα, οπότε καταλήγω πως περισσότερο θα σε τιμήσω αν σε κατακρίνω, παρά αν προτιμήσω να σε αφήσω ασχολίαστη, σαν να πέρασες και να μην ακούμπησες. Ακούμπησες. Άρα αφού ακούμπησες, κουβαλάς κι αλήθεια μέσα σου.

Η βασική μου ένσταση αφορά τον τρόπο με τον οποίο κουβαλάς την αλήθεια. Αντιγράφω αυτό το χαρακτηριστικότατο απόσπασμα από το οπισθόφυλλο του βιβλίου: «Τι έχουν μωρέ τα δικά σας σακιά; Μια χρεωκοπία, έναν ξενιτεμένο, κατραπακιές της εφορίας, αποτυχία στον ΑΣΕΠ, μια κακιά πεθερά, έναν νευρασθενικό προϊστάμενο, ένα παιδί που πετάει μολότοφ, ένα τζάκι που ντουμανιάζει το λιβινγκρούμ, οισοφαγική παλινδρόμηση, υψοφοβία, κερατλίκια, ραγάδες στον πισινό. Για περάστε να ρίξετε μια ματιά στο δικό μου, να σας κοπεί ο βήχας». Ωραία, Βιβή, ανεξάρτητα από το ότι είναι λίγο σαν πορνογραφία της δυστυχίας το προσκλητήριό σου, έχεις δίκιο, μας κόβεται ο βήχας. Δεν μας κόβεται όμως διαβάζοντας τι τράβηξες στη ζωή σου, μας κόβεται ψάχνοντας να βρούμε σε 356 πυκνογραμμένες σελίδες, λίγες γραμμές στις οποίες να ήσουν ευτυχισμένη, έστω χαρούμενη, έστω κάτι λιγότερο από μίζερη. Κι εδώ υπάρχει μια βασική διαφορά, Βιβή. Όντως περιγράφεσαι ως ένας άνθρωπος τσακωμένος από παιδί με τη χαρά, όντως περιγράφεσαι σαν Πολιούχος Αγία της Μαυρίλας. Ακόμα κι έτσι όμως. Χρειάζονταν λίγα, ελάχιστα, παράθυρα, από όπου θα περνούσαν χαραμάδες φως, που δεν θα αναιρούσαν την μαύρη αγιοσύνη σου, αλλά θα σε καθιστούσαν κανονικό άνθρωπο, θα σε καθιστούσαν κάτι διαφορετικό από όχημα εκροής κατάθλιψης σε μεγαδόσεις. Είναι συνεπώς αληθινότατο και πειστικότατο το μαύρο που μας πετάς χωρίς οίκτο, χωρίς όριο και χωρίς τέλος στην μάπα, ωστόσο δεν μου μοιάζεις να μπόρεσες να ορθώσεις το ανάστημά σου και να διεκδικήσεις, όσο σχηματιζόσουν και γραφόσουν, κάποια δικά σου αναχώματα, κάποια δικά σου προσωπικά φίλτρα. Καταπλακώθηκες, ρε Βιβή.

Είδα, που λες, συμπτωματικά χθες μια ταινία για το «Ουρλιαχτό» του Γκίνσμπεργκ και κάνει ειδική αναφορά στον στίχο «who let themselves be fucked in the ass by saintly motorcyclists, and screamed with joy». Λογοκρίθηκε, Βιβή, η χαρά που ένιωσες στα δικά σου γαμήσια. Ή έστω η έλλειψή της. Λογοκρίθηκαν, Βιβή, συναισθήματα που ένιωσες όταν ο γιος σου ήταν μωρό, όταν ο γιος σου ήταν μικρός, όταν ο γιος σου μεγάλωνε. Και όχι, μην προσπαθείς να ισχυριστείς ότι ακριβώς θέμα του μυθιστορήματος ήταν όσα δεν είπες και δεν πρόσφερες στο παιδί σου. Για όσα ένιωσες μιλάμε, για όσα ένιωσες ακόμα και αν τα εμπόδιζες. Λογοκρίθηκαν παγωτά που έφαγες, ταινίες που μισοείδες, αστεία με τα οποία χαμογέλασες στην τελευταία μοναχική δεκαετία της ζωής σου. Με κουράδες ετοιμοθάνατων και μη μαγειρεμένο φαγητό την βγάζεις. Μονοκοπανιά και ξεροσφύρι.

Αγαπητή Βιβή, ακόμα και τον Σίσυφο μπόρεσαν να τον φανταστούν κάποιοι ευτυχισμένο. Εσένα μοιάζει δυσκολότερο. Εκπλήρωσες λοιπόν τον σκοπό σου. Εις βάρος της δικής σου αλήθειας.

Σε φιλώ. Φιλώ ιδίως τα κομμάτια σου που δεν μπόρεσαν να έρθουν στο φως, επειδή δεν κατόρθωσαν να επιβληθούν στην ανάγκη να δοθεί μορφή στο πηχτό σκοτάδι.

Παρασκευή, Αυγούστου 19, 2011

Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένα παιδί που φαινόταν μόνο μέσα από φύλλα. Άλλοι το απέδιδαν σε ιδιοτροπία της φύσης, άλλοι σε ιδιοτροπία του ίδιου του παιδιού κι εκείνοι που συνήθως είχαν δίκιο σε ιδιοτροπία του μύθου. Από κάπου άλλωστε έπρεπε να πιαστεί κι αυτός για να ξεκινήσει. Οι γονείς του παιδιού υποψιάζονταν ότι είχε ήδη ξεκινήσει κι ότι εντός του βρίσκονταν, αλλά μην μπορώντας να ρισκάρουν με αυτά τα πράγματα, φρόντιζαν να μην χάσουν στιγμή το βλαστό τους από τα μάτια τους. Κρατούσαν έτσι -είτε εναλλάξ είτε ταυτόχρονα- ένα φύλλο στα χέρια τους και μέσα από την τρύπα που του άνοιγαν είχαν διαρκώς τον έλεγχο της κατάστασης. Τα βράδια κοιτούσαν το παιδί με βάρδιες. Μέχρι που ο πατέρας αποκοιμήθηκε στη δική του. Είδε στον ύπνο του ότι ξύπνησε απότομα. Ότι διαπίστωσε πως το φύλλο του είχε πέσει στο πάτωμα. Ότι κοίταξε στο κρεβάτι του παιδιού και το βρήκε άδειο. Ότι σήκωσε το φύλλο και κοίταξε μέσα του, αλλά το αποτέλεσμα ήταν ίδιο. Ότι άρχισε να γυρνά τα δωμάτια του σπιτιού με το φύλλο σε ρόλο φακού, αλλά το παιδί δεν φαινόταν πουθενά. Ξύπνησε απότομα. Διαπίστωσε πως το φύλλο του είχε πέσει στο πάτωμα. Φοβήθηκε να κοιτάξει στο κρεβάτι. Υποψιαζόταν ότι δεν μπορούσε να ρισκάρει με αυτά τα πράγματα και ότι έπρεπε να επέμβει άμεσα στον μύθο. Επενέβη. Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένα παιδί που φαινόταν μέσα και έξω από φύλλα. Ο μύθος τσίνισε. «Τότε τι το διαφορετικό έχει το παιδί, ώστε να αξίζει να το διηγηθώ;», ρώτησε. «Τίποτα», απάντησε ο πατέρας. «Τίποτα απολύτως. Είναι ένα παιδί σαν όλα τ' άλλα». Ο μύθος μόρφασε δυσαρεστημένα και σηκώθηκε κι έφυγε. Ο πατέρας έμεινε. Και κοιτούσε, μέσα και έξω από φύλλα, το παιδί του που ήταν σαν όλα τ' άλλα, με ένα βλέμμα που δεν έμοιαζε σε τίποτα με όλα τ΄άλλα.

Τετάρτη, Αυγούστου 17, 2011

Ο ετεροθαλής αδελφός

Θα τον κάνουν ταινία. Θα τον κάνουν βιβλία. Θα του κάνουν προτάσεις για γάμο. Θα του γράψουν ερωτικές επιστολές. Άλλες και άλλοι θα τον ερωτευθούν ανεπίδοτα. Κι όλα αυτά χωρίς καν να μπούμε στο ευρύ πεδίο όλων εκείνων που θα τον κάνουν ήρωα· ή στο πολύ ευρύτερο εκείνων που αποστασιοποιούμενοι μεν από τις πράξεις του θα γοητευθούν απ’ τις απόψεις του, οι οποίες δεν ξεφύτρωσαν άλλωστε από τον ουρανό, αλλά από ένα έδαφος όπου καλλιεργείται συστηματικά το μίσος και ο φόβος για εκείνον που δεν μας μοιάζει. Η μεγάλη πλειοψηφία βέβαια θα τον δει σαν τέρας. Αλλά χαλάλι ο τρόπος με τον οποίο σε κοιτάζουν, όταν κατορθώνεις να στρέψεις τα μάτια της υφηλίου επάνω του. Είσαι πια ένας άνθρωπος που ξεχώρισε, ένας άνθρωπος σημαντικός, έστω κι αν η φύση της σημασίας σου είναι τερατώδης.
Επειδή σημαντικός είσαι αν σκοτώσεις 76, όχι αν είσαι ένας από τους 76. Δεν θα γυριστούν 76 διαφορετικές ταινίες. Τι διαφορετικό θα είχαν να δείξουν; Ο θύτης έκανε το διαφορετικό, το ασυνήθιστο, το άξιο λόγου. Οι 76 νεκροί είναι μέρος του δικού του λόγου. Ο λόγος του ανήκει, μαζί με την κεντρική θέση πάνω στη σκηνή. Ο καθένας από τους 76 τι να μας πει απ’ τη ζωή του; Βέβαια, αφού το μεγάλο μακελειό έγινε σε εκδήλωση κομματικής νεολαίας, δεν αποκλείεται κάποιος από απ’ αυτούς να ήταν ο μελλοντικός Πρωθυπουργός της Νορβηγίας. Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Και τη σπουδαιότητά σου στη ζωή πρέπει να την αποκτήσεις εγκαίρως, αφού μετά την απομάκρυνση από το ταμείο ουδεμία σπουδαιότητα σού αναγνωρίζεται από την κοινή γνώμη. Διαφορετικά θα ήταν αν σκοτωνόταν ο νυν Πρωθυπουργός από τη βόμβα ή η πρώην Πρωθυπουργός στο νησί. Την απουσία τους από τις τάξεις των θυμάτων αντισταθμίζει η αλίευση ανάμεσα στους 76 μη σημαντικούς νεκρούς κάποιου από σπόντα σημαντικού, η σημασία του οποίου ως ύπαρξη έγκειται στο ότι ήταν ετεροθαλής αδελφός της πριγκίπισσας Μέτε-Μάριτ. Πριγκίπισσα Μέτε-Μάριτ, ρίξε λίγη από τη λάμψη σου πάνω στη μάζα των νεκρών.
Αρκετά ασχολήθηκα με τα θύματα. Πίσω στον σταρ. Μπορείς να βάλεις μια βόμβα και να σκοτώσεις δεκαπλάσιους. Αλλά είναι κάτι άλλο -κάτι εντελώς άλλο- το να σκοτώνεις εσύ ο ίδιος προσωπικά, έναν έναν, 68 ανθρώπους. Εξήντα οκτώ διαφορετικές πράξεις, εξήντα οκτώ διαφορετικοί φόνοι. Η έκρηξη που σκότωσε τους άλλους οκτώ δεν προξενεί και τόσο εντύπωση ως πράξη. Η Αποκάλυψη στην Ουτόγια είναι άλλης τάξης μέγεθος. Πρέπει να είσαι τρελός για να μπορέσεις να κάνεις κάτι τέτοιο επί τόση ώρα και να μη λυγίζεις; Πιθανότατα. Ο δράστης φέρεται να χαρακτήρισε τις ενέργειές του αποτρόπαιες αλλά ταυτόχρονα απαραίτητες. Πόσο τρελό είναι λοιπόν να σκοτώνεις στο όνομα μιας ιδέας; Τι άλλο συνιστά την καρδιά της ιδεολογίας από την αναγωγή των πάντων σε μια μεγάλη εικόνα, από την ιεράρχηση της μεγάλης ιδέας πάνω από τους συγκεκριμένους ανθρώπους, από την ικανότητα αφαίρεσης; Η αφαίρεση που μπορεί να οδηγεί στην αφαίρεση δικαιωμάτων σε καιρό ειρήνης και στην αφαίρεση ζωών σε καιρό πολέμου. Παρόμοια λόγια με τον φονιά δεν έχουν πει στην ιστορία της ανθρωπότητας τόσοι και τόσοι πολιτικοί, αρχιστράτηγοι, ιδεολόγοι; Επώδυνες αλλά αναγκαίες θυσίες συγκεκριμένων ανθρώπων στην υπηρεσία αφηρημένων ιδεών. Είναι κτήνος ο δράστης; Φυσικά. Αλλά κυρίως επειδή έχουμε συνηθίσει οι σφαγές αμάχων να γίνονται από στρατεύματα και όχι από ιδιώτες.

(Καθημερινή, 14.8.11)

Παρασκευή, Αυγούστου 12, 2011

Μεγάλα κουμπιά

Στην παραλία, όπως ήταν το σύνηθες, άλλοι ενοχλούνταν με τις ρακέτες κι άλλοι ενοχλούνταν με όσους ενοχλούνταν με τις ρακέτες. Τότε, όπως δεν ήταν το σύνηθες, εμφανίστηκε ένα νεαρό ζευγάρι που φορούσε μαγιό κι από πάνω πλεκτές χοντρές ζακέτες. Στάθηκαν αντικριστά, στα σύνορα θάλλασας άμμου, κοιτάχτηκαν για μερικά δευτερόλεπτα και μετά έβγαλαν τις ζακέτες τους. Εκείνη φορούσε μια κόκκινη με μεγάλα κουμπιά, εκείνος μια άσπρη με ρόμβους. Άρχισαν να τις πετάνε ο ένας στον άλλο γελώντας. Οι ρακέτες των παρακείμενων παικτών σταμάτησαν. Ρακετοπαίκτες και ακούσιοι ρακετοθεατές κοιτούσαν τους ζακετοπαίκτες απορημένοι εξίσου. Πολύ σύντομα και οι δύο ζακέτες έπεσαν στην άμμο και τη θάλασσα, καθώς παρά τα ηρωικά πλονζόν η βαρύτητα κέρδιζε το παράταιρο ζευγάρι.

Το κέρδιζε όμως μόνο με την κυριολεκτική της έννοια, καθώς ένας από τους στόχους του ζευγαριού -όσο τουλάχιστον μπορεί να υποθέσει κανείς- ήταν να υποστεί πλήγμα η βαρύτητα με την μεταφορική της έννοια. Ήθελαν ίσως έτσι να κάνουν μια σπονδή στην ελαφρότητα. Και στη σάχλα; Ίσως επίσης. Αλλά ποιοί είμαστε εμείς για να το κρίνουμε;

Προς το παρόν αντί να τους κρίνουμε, τους βλέπουμε κουρασμένους από το παιχνίδι να έχουν κάτσει δίπλα δίπλα, στα σύνορα θάλασσας άμμου. Έχουν ξαναφορέσει τις μουσκεμένες και γεμάτες άμμο ζακέτες, μόνο που αυτή τη φορά την κόκκινη με τα μεγάλα κουμπιά την φοράει εκείνος και την άσπρη με τους ρόμβους εκείνη. Το αξιοπερίεργό τους αρχίζει να λαμβάνει τέλος. Οι ρακέτες έχουν ξαναρχίσει, τα βλέμματα των υπολοίπων παύουν να είναι κολλημένα πάνω τους, το σύνηθες ξαναπαίρνει τη θέση που δικαιωματικά του ανήκει.

Εκμεταλλευόμενοι το ξεκόλλημα των βλεμμάτων των άλλων, κολλούν μεταξύ τους τα δικά τους, και πριν καλά καλά το σκεφτούν, αρχίζουν να κυλιούνται στα σύνορα θάλασσας άμμου, σαν τον Μπαρτ Λάνκαστερ και τη Ντέμπορα Κερ, αλλά με ζακέτες. Τα βλέμματα των άλλων ξανακολλούν, οι ρακέτες ξανασταματούν, το σύνηθες, ακόμα δεν επέστρεψε, ξαναφεύγει. Οι διαμαρτυρίες δεν αργούν. Έχουμε και μικρά παιδιά εδώ. Να φύγετε, να πάτε αλλού.

Θα φύγουν λοιπόν, θα πάνε αλλού. Αλλά που αλλού; Δυο δρόμοι ανοίγονται μπροστά τους. Ο της άμμου τους φαίνεται αφόρητα μπανάλ. Ο της θάλασσας προκλητικά φατάλ. Επιχειρούν να περπατήσουν πάνω της σαν μικροί ερωτικοί θεοί. Ο κανονικός θεός δεν τους το επιτρέπει. Περπατάνε μέχρι να φτάσει το νερό στο στόμα τους. Φιλιούνται στα σύνορα θάλασσας χειλιών. Συνεχίζουν να περπατάνε. Βουλιάζουν. Πνίγονται;

Δεν ξέρω, ειλικρινά. Ο κόσμος αρχίζει να ανησυχεί όταν στην άμμο ξεβράζονται δυο άδειες ζακέτες. Η κόκκινη έχει ρόμβους, η λευκή μεγάλα κουμπιά.

Πέμπτη, Αυγούστου 11, 2011

Kατέβασέ τα όλα

Και γιατί να μην τον κατεβάσει δηλαδή τον στρατό στους δρόμους ο Κάμερον; Να τον κατεβάσεις, Ντέιβαρε. Να σπάσει έτσι και το προτελευταίο ταμπού της παγκόσμιας μεταπολίτευσης. Αξιοθαύμαστα άλλωστε έχει αντιδράσει ως τώρα η βρετανική κοινωνία και οι βρετανικοί θεσμοί, αξιοθαύμαστα θα χρησιμοποιηθεί αν είναι κι ο στρατός. Πόσο ντρέπεσαι όταν σκέφτεσαι με τι μπαχαλίστικο τρόπο αντέδρασε η ελληνική κοινωνία και οι ελληνικοί θεσμοί, πόσο ντρέπεσαι που ποτέ δεν θα γίνουμε στ' αλήθεια Δύση, να χαρούμε τέτοια υγεία σε όλο το μήκος και το πλάτος του θεσμικού και κοινωνικού ιστού. Πλην των εγκληματιών βεβαίως, που όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο Ντέιβ «δεν είναι σε καμία περίπτωση εκπρόσωποι της χώρας τους». Εκπρόσωποι της χώρας τους είναι μόνο ο πρίγκιπας Γουίλιαμ και η πριγκίπισσα Κέιτ, κι ο Ντέιβιντ Μπέκαμ με τον Έλτον Τζον καλεσμένοι. Οι υπόλοιποι που σπάνε, κλέβουν, καίνε, ούτε κατάσταση χώρας καθρεφτίζουν, ούτε κατάσταση κοινωνίας, ούτε -εννοείται- κατάσταση οικονομικού συστήματος και πολιτικών επιλογών.

Και τον στρατό λοιπόν να κατεβάσεις και τα ίντερνετ να κατεβάσεις κι όλα να τα κατεβάσεις Ντέιβιντ, για να αποτρέψεις το κομμάτι εκείνο των πολιτών σου που προτίμησαν να γίνουν εγκληματίες. Ό,τι κι αν κατεβάσεις δημοκρατία θα έχουμε και τη δημοκρατία ακριβώς θα διαφυλάξεις κατεβάζοντάς το. Αυτονόητα πράγματα. Η δημοκρατία δε νοείται να ηττηθεί από το τμήμα εκείνο των πολιτών που επέλεξε να είναι περιθωριοποιημένο οικονομικά ή πολιτιστικά ή φυλετικά. Η δημοκρατία δεν θα ηττηθεί από τα περιθώριά της και τους φτωχούς της. Κι όσο οι τάξεις των φτωχών πυκνώνουν, τόσο θα γίνεται επιτακτικότερη η ανάγκη για νέα οριοθέτηση των κατηγοριών των πολιτών, των δικαιωμάτων τους και των υποχρεώσεών τους.

Όπως τα κράτη που φαλιρίζουν πρέπει να υποστούν περιορισμούς στην κυριαρχία τους, έτσι και οι άνθρωποι που δεν έχουν λεφτά πρέπει να υποστούν περιορισμούς στη δικιά τους.

Τρίτη, Αυγούστου 09, 2011

Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα


Πρόσφατα το είχε πει ο Ομπάμα, προ μηνών οι Πορτογάλοι, σήμερα διάβασα πως το λεν κι οι Ιταλοί: «Δεν είμαστε Ελλάδα». Αν συνεχιστεί έτσι το πράγμα, σε λίγο οι δηλώσεις θα πρέπει να αναπροσαρμοστούν προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση: In this tragic moment, when words seem so inadequate to express the shock people feel, the first thing that comes to mind is this: We are all Greeks.

Εν πάση περιπτώσει, επειδή ως πρωτοπόροι έχουμε αναπτύξει τεχνογνωσία αντιμετώπισης και των δύο σκελών του προβλήματος, στο μεν σκέλος «Η Λόντρα, μάνα, καίγεται» ας στείλουν μια επιτροπή επίλεκτων κομάντος αποτελούμενη από τέσσερα κάππα (Καμίνη για καθαρισμό πρωτευούσης από αποκαϊδια, τσαντίρ μαχαλάδες και λοιπά βλάπτοντα τον τουρισμό στοιχεία, Καψή για καθημερινή διάρρηξη ιματίων από τα μπιμπισιά, Κοκκαλάκη για να εξηγεί πόσο άψογα λειτούργησε η βρετανική αστυνομία, Καλύβα για επιστημονική ανάλυση της κουλτούρας βίας και ανομίας), στο δε σκέλος «παγκόσμια οικονομική κρίση» ας δώσουν μισή ωρίτσα -το πολύ τρία τέταρτα- στο Νότη τον Μηταράκη και τον Χρήστο τον Σταϊκούρα να επικοινωνήσουν στις αγορές τις θέσεις του Αντώνη «Εξήγησέ μου το σαν να 'μαι τετράχρονος» Σαμαρά και ό,τι ως τότε φαινόταν χαώδες και εκτός ελέγχου θα λυθεί για τα επόμενα πενήντα χρόνια (εβδομήντα πέντε αν στην οικονομική πειθώ αυτών των γκουρού προστεθεί και κανένα εκφοβιστικό γρύλλισμα του Μιχελάκη).

Κυριακή, Αυγούστου 07, 2011

Ποστ

Βάλε τις λέξεις* στη μέση της σελίδας
κι αμέσως θα πάρουν θέση ποιήματος.
(*Χαλαρώστε κορίτσια, θα σκίσετε κανένα καλσόν)
---
Βάλε το κεφάλι* μέσα στη θάλασσα
κι αμέσως θα πάρει θέση ευτυχίας.
(*Αν αυτό είναι όλο κι όλο που θες, τι μας γαμάς με τα υπόλοιπα;)
---
Βάλε την πτώση σου δίπλα στην πτώση του άλλου
κι αμέσως θα γεννηθεί μια σύμπτωση.
(Υπάρχει κάτι πιο εντυπωσιακό από τις συμπτώσεις;
Ναι· αυτοί που χωρίς να εντυπωσιάζονται, τις προσπερνούν)
---
Βάλε το κράτα με δίπλα στο σε κρατάω
κι αμέσως ο κόσμος μοιάζει πιο ανθεκτικός.
(Αυτή τουλάχιστον είναι η κρατούσα εκδοχή)
---
Βάλε με το μυαλό σου μια εικόνα,
την πρώτη που σου ήρθε κλείνοντας τα μάτια.
(Ποιά είναι άραγε;)
---
Βάλε στο στόμα σου κάτι δροσερό
και κράτα το εκεί για λίγο.
(Είτε απ' το ψυγείο το πήρες,
είτε από παρακείμενο στόμα)
---
Βάλε τα δυνατά σου να γίνεις αυτός που ονειρεύεσαι.
Δεν θα τα καταφέρεις.
(Όπως και κανείς άλλος πριν από σένα.
Αλλά ποιά η εναλλακτική; Να μην σε ονειρευθείς καν;)
---
Βάλε ερωτηματικό στις σιγουριές σου
και θαυμαστικό στις αντιφάσεις σου.
(Όχι για να τις καλοπιάσεις, αλλά για να μην τις αποσιωπήσεις)
---
Βγάλε από το βάλε την προστακτική του έγκλιση
κι ας το να βάλει υποτακτικά, ρούχα πιο σεμνά.
(Όλοι οι προστάζοντες βασιλείς είναι γυμνοί
κι όλες οι προσταγές αθέλητες ομολογίες γύμνιας*)
---
* Κι οι ηθελημένες ομολογίες γύμνιας;
Αυτές λέγονται ποστ.
Ποστάρω σημαίνει είμαι για ως εδώ.
Kι αυτή εδώ είναι η γύμνια μου.
Λάβετε, φάγετέ την.
Άλλο απ' αυτήν δεν έχω.

Πέμπτη, Αυγούστου 04, 2011

Σαν να μην τέλειωσε ποτέ

Ακολουθούν δυο αθλητικούλια που μου έχουν κάνει εντύπωση τις τελευταίες ημέρες. Μην φύγεις μη αθλητικουλιοφίλ αναγνώστη, αφού σκοπεύω μέσω αυτών να σου καταδείξω κρυμμένες πληγές του κοινωνικού μας σώματος.

1) Οι ψαράδες.
Ξεκινάω με τον αποκλεισμό της Πανάθας. Είναι ξεφτίλα να τρως τέσσερα εδώ μέσα από την Οντένσε; Αν δεν το πάμε σε -θεμιτές πάντως- θεωρίες ότι μέσα στην μπάλα είναι κι αυτά, μέσα στην μπάλα είναι και η παρακμή μιας ομάδας, μέσα στην μπάλα είναι και το εκκωφαντικά κακό αποτέλεσμα, ναι, φυσικά και είναι ξεφτίλα. Υπάρχει όμως μια διάκριση. Μπορείς, χωρίς να παραγνωρίζεις ότι είναι ξεφτίλα, να αποδίδεις και τα εύσημα στον αντίπαλο για αυτό που πέτυχε. Όχι όμως. Ο Τύπος αποφάνθηκε ότι τα τέσσερα -εκ των οποίων τα δύο και γκολάρες- τα έβαλαν κάτι «ψαράδες». Όταν οι ελληνικές ομάδες αντιμετωπίζουν ομάδες θεωρητικά κατώτερες, τότε βάσει του Τύπου ποτέ μα ποτέ δεν αποκλείονται επειδή αυτές αποδεικνύονται στην πράξη καλύτερες από τις δικές μας. Υπάρχει μια πλήρης απαξίωση του αντιπάλου που είναι φτωχότερος και έχει μικρότερο όνομα από το δικό μας. Απαξίωση που ακόμα και αν θα μπορούσε να γίνει κατανοητή πριν τα παιχνίδια, καταντά γελοία όταν αυτά έχουν τελειώσει και ο απαξιωμένος σε έχει αποκλείσει. Δεν διέλυσε η Οντένσε τον Παναθηναϊκό. Δεν υπάρχει καμία Οντένσε. Όπως δεν υπήρχε πέρσι καμία Κοπενχάγη και πρόπερσι καμία Σταντάρ. Δεν χάνει ο Παναθηναϊκός από αυτές τις ομάδες. Δεν μπορεί να χάσει από τους άγραφους, τους ξυλοκόπους, τους αλιείς. Απλά αυτοκτονεί. Μόνος του. Και αντίστροφα ποτέ δεν αυτοκτονεί η Ρόμα ή η Ίντερ.
Αυτό το κόμπλεξ ανωτερότητας, αυτός ο μανταμσουσουδισμός, αυτή η άρνηση να αναγνωρίσουμε αξία στον άλλο δίπλα στο διαστρεβλωμένο είδωλο του συλλογικού μας εαυτού, αυτή η -μονόπαντα μάλιστα- ιεραρχική αντίληψη του αθλητισμού που συνιστά την αναίρεση της ίδιας του της ουσίας, δεν έχει να κάνει μόνο με τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε εμάς στο διεθνές αθλητικό στερέωμα, αλλά προφανώς και με τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε εμάς στο διεθνές οικονομικό και πολιτικό στερέωμα. Αν είχε προηγηθεί μια άλλη χώρα στην κατάρρευση της Ευρωζώνης, θα είχαμε προλάβει να την στολίσουμε με τρόπο που θα έκανε την Μπιλντ να κοκκινίζει.

2) Οι λιποτάκτες φεύγουνε, μα η αγαπούλα μένει.
Στην Εθνική μπάσκετ έχει πέσει περονόσπορος και ο ένας μετά τον άλλο οι μπασκετμπολίστες την κάνουν, είτε για υπαρκτούς λόγους, είτε εφευρίσκοντας δικαιολογίες, είτε μην κάνοντας καν τον κόπο να τις εφεύρουν. Μου αρέσει; Όχι, καθόλου. Πολύ περισσότερο που γίνεται και με αυτόν τον τρόπο που δείχνει εικόνα αποσύνθεσης. Από την άλλη δεν πρόκειται για κάποια δική μας ιδιαιτερότητα, αντίθετα σε όλες σχεδόν τις υπόλοιπες Εθνικές οι εκούσιες κοπάνες είναι πάγιο φαινόμενο και σχεδόν μόνο η δική μας έπαιζε πάντοτε κομπλέ. Όπως επίσης κάνει μεγάλο κακό το πανηλίθια ηλίθιο σύστημα της FIBA που δεν αφήνει καμία μα καμία χρονιά ελεύθερη, να γεμίσουν λίγο και οι μπαταρίες και να μην υπάρχει κι αυτή η αίσθηση του μπουχτίσματος. Γιατί όμως φέτος φεύγουν τόσοι δικοί μας; Στο μυαλό μου έρχονται οι κοπέλες του πόλο που εκτός των άλλων επαινέθηκαν για το ότι συμμετέχουν κανονικά στην Εθνική ενώ οι μισές είναι απλήρωτες από τις ομάδες τους, έχουν οικονομικά προβλήματα κλπ. Πολύ σωστά επαινέθηκαν βέβαια, έχω όμως την υποψία ότι ακριβώς επειδή και πριν την κρίση δεν έβγαζαν και τίποτα περιουσίες, η συνέχιση της συμμετοχής στην Εθνική έμοιαζε περισσότερο αυτονόητη. Ήδη δηλαδή και πριν την κρίση η συμμετοχή στην Εθνική δεν έμοιαζε με χάρη ή με επιπρόσθετη μεγάλη καταπόνηση χωρίς τα αντίστοιχα ανταλλάγματα. Η βασική τερματοφύλακας αντίθετα, που σε κάποιο τηλεπαιχνίδι από αυτά που τραγουδάνε και χορεύουνε συμμετείχε ως διάσημη, προτίμησε να μην κουραστεί αυτό το καλοκαίρι. Ίσως δηλαδή, αντίστοιχα με τους μπασκετμπολίστες, τής μπήκε κι εκείνης στο μυαλό η σκέψη «Και τι περισσότερο έχω να κερδίσω, αν μου βγει η Παναγία και φέτος με την Εθνική;».
Πιθανότατα να αδικώ και εκείνη και τους μπασκετμπολίστες δικάζοντας τις προθέσεις τους, ενώ ο στόχος μου είναι βασικά ο αντίθετος: να πω πως ακόμη και αν όντως αυτές είναι οι προθέσεις τους, οι δικές τους προθέσεις είναι ήσσονος σημασίας συγκριτικά με τις προθέσεις των ιθυνόντων της Εθνικής μπάσκετ. Υπάρχει το νομικό σκέλος της υπόθεσης Μπουρούση. Πιθανώς με βάση τους υπάρχοντες κανονισμούς περί ντόπινγκ να μην αρκούν τα στοιχεία για να του επιβληθεί η οποιαδήποτε τιμωρία. Δεν είναι όμως αυτό το θέμα. Το θέμα είναι ότι ο Γιώργος Βασιλακόπουλος έσπευσε από την πρώτη στιγμή να διαβεβαιώσει πως αν δεν αποδειχτεί κάτι, ο Μπουρούσης θα κληθεί στην Εθνική. Το ηθικό θέμα πήγε περίπατο και το «ντοπέ είναι όποιος πιάνεται ντοπέ» του Τζέκου επανήλθε θριαμβευτικά. Γιατί στην Εθνική που αρέσκεται να χάνει επίτηδες σε κάθε διοργάνωση για να διασταυρώσει καλύτερα στα χιαστί, έχουμε μάθει καλά πως ο σκοπός τα αγιάζει διαρκώς τα μέσα. Υπό αυτήν την έννοια είναι και λίγο Θεία Δίκη πως μην αντέχοντας να στερηθεί ένα πεντάρι του ο Γιώργος Βασιλακόπουλος στερείται τώρα και πεντάρια και τεσσάρια κι όλα τα νούμερα της ρουλέτας.
Αλλά αντιστρέφοντας λίγο τις τόσο του συρμού αντιλαϊκίστικες θεωρίες περί συλλογικής ευθύνης, αν γινόταν ένα γκάλοπ για το αν πρέπει να κληθεί φέτος ο Μπουρούσης στην Εθνική, ο κόσμος θα έλεγε άραγε πως πρέπει; Νομίζω πως όχι. Βλέποντας τον όμως να καλείται σαν να μην τέλειωσε ποτέ το φάρμακό του και διαβάζοντας στη συνέχεια από τους παρατρεχάμενους μπασκετοσυντάκτες να επαινείται σαν παράδειγμα προς μίμηση σε αντιδιαστολή με τα κωλόπαιδα που λιποτακτούν, μεγάλο ποσοστό από εκείνους που θα ψήφιζαν όχι, δεν θα ψήφιζε πια ναι; Από κάτι τέτοια δεν διαπαιδαγωγείται διαρκώς ο κόσμος; Κάτι τέτοια δεν δίνουν διαρκώς τον τόνο, τον κανόνα, το υπόδειγμα;

Τρίτη, Αυγούστου 02, 2011

Στη discontent, στην παλιά discontent.


Πώς γράφεις τον Αύγουστο; Σαν να μην είναι Αύγουστος ή με τον Αύγουστο να δηλώνει την παρουσία του κάθε δεύτερη πρόταση; Μάλλον δεν έχει σημασία, μάλλον όποιον δρόμο και να ακολουθήσεις οι λέξεις είναι καταδικασμένες να καταπίνονται από την χοάνη της αυγουστιάτικης νέκρας. Λέξεις γραμμένες σε μια οθόνη και προορισμένες για να διαβαστούν σε μια οθόνη οφείλουν να συμβιβαστούν αν όχι με την δική τους ήττα, πάντως με την ήττα της επιφάνειας προβολής τους. Ίσως να είχαμε καλύτερη τύχη αν δοκιμάζαμε να γράψουμε πάνω στον ήλιο. Ίσως υπονομευόταν έτσι η ναρκωτική του επίδραση, ίσως ανακαλυπτόταν έτσι μια νέου τύπου διάδραση ανάμεσα στο καιρικό φαινόμενο -που θα ήταν ταυτόχρονα και λεκτικό- και τον ηλιοχτυπημένο αναγνώστη. Ίσως βέβαια ούτε αυτό λειτουργούσε, ίσως απλώς ο Αύγουστος είναι μια αυτόνομη ζώνη θέρους, εντός της οποίας τίποτα δεν έχει αληθινά σημασία. Ίσως ο ελληνικός Αύγουστος είναι μια πρόβα θανάτου.

Στην είσοδο λοιπόν αυτού του μεταφυσικού μήνα, διαπιστώνει κανείς ότι η αμερικάνικη οικονομία πήρε μια παράταση ζωής υπέρ των μουλτιμπιλιονέαρς (αλλά τι σημασία έχει;), ότι η ευρωζωνική οικονομία βαδίζει δια την κλιμάκωση ιταλοισπανικών σπρεντ ντουγρού για το διάολο (αλλά τι σημασία έχει;), ότι το καλοκαίρι μετά την αραβική άνοιξη είναι γεμάτο νεκρούς (αλλά τι σημασία έχει;), ότι αν ο Λαυρέντης Λαυρεντιάδης ήταν ιδιοκτήτης μισής άδειας ταξί θα μπορούσε να είναι πρώτη είδηση επί ημέρες για το ριζικό κακό που κάνει στη χώρα, ενώ τώρα το θέμα του είναι ήσσονος σημασίας και οπωσδήποτε όχι επειδή είναι ιδιοκτήτης μετοχών ΜΜΕ επί ΜΜΕ (αλλά τι σημασία έχει;), ότι οι τράπεζες είναι αυτές οι ιδιωτικές επιχειρήσεις που το κράτος οφείλει να τους παρέχει διαρκώς χρήμα ακόμη και αν οι ιδιοκτήτες τους το εξαφανίζουν (αλλά τι σημασία έχει;), ότι με κάτι τέτοια βραχυκλώνει κι ο Μπρεχτ, που είχε πει ότι μεγαλύτερο έγκλημα κι από την κλοπή μιας τράπεζας είναι η ίδρυσή της, βραχυκυκλώνει κι αναρωτιέται τι γίνεται όταν συντρέχουν και οι δύο περιπτώσεις μαζί: έχουμε έγκλημα επί εγκλήματος ή αναιρετική του πρώτου εγκλήματος πράξη;

Στην έξοδο του προηγούμενου μήνα, αποφάσισα να κάνω το απονενοημένο διάβημα και να πάω χωρίς εισιτήριο στον Ριχάρδο τον Τρίτο. Στη χώρα της ανομίας ζούμε, σκέφτηκα, νόμος είναι η επιθυμία, σκέφτηκα, με ποιά νομιμοποιητική βάση μπορούν να εμποδίσουν έναν άνθρωπο που θέλει να δει μια παράσταση, σκέφτηκα, δικαιούμαι ρε, σκέφτηκα, αλλά πριν βάλω σε πράξη είτε τεχνάσματα είτε παρακάλια είτε την ωμή βία (μεγάλη αδελφή της ανομίας άλλωστε) βρήκα εισιτήριο από έναν κύριο που το επέστρεφε στο ταμείο. Επειδή ήταν και μερικοί ακόμη σαν κι εμένα, άλλοι που κάθονταν χώρια κι ήθελαν να κάτσουν μαζί κλπ, έγινε πολλαπλή τράμπα, κάτι σαν τις μεταγραφές του ΝΒΑ.

Η ουσία είναι ότι βρέθηκα στο άνω διάζωμα, γεγονός που με χαροποίησε γιατί ήταν και κατά τι φτηνότερο το εισιτήριο. Με χαροποίησε μέχρι να αρχίσει η παράσταση βέβαια, αλλά περί αυτού σε λίγο. Μέχρι να αρχίσει παρατηρούσα τους γύρω μου. Στη μπροστινή σειρά μια κοπέλα διάβαζε Χρυσηίδα Δημουλίδου, προθερμαινόμενη με τέχνη για την τέχνη που θα επακολουθούσε. Δίπλα μου ένα ζευγάρι μοιραζόταν ένα άλλο ζευγάρι (κυάλια εννοώ, δεν ξέρω τα σεξουαλικά του). Έψαχνε μανιωδώς επισήμους. Η φράση που ξεχώρισε -περισσότερο ίσως κι από τις σαιξπηρικές- ανήκε στη γυναίκα: «Πλάτη έξω η Κατσέλη! Τι γίνεται, ρε παιδιά;». Κι όλα αυτά ενώ ο Αρσένης έχει παχύνει πολύ. Αυτό όχι μόνο το επεσήμαναν οι δίπλα, αλλά το είδα κι εγώ με γυμνό μάτι (ή με γυμνά γυαλιά εν πάση περιπτώσει).

Το πρόβλημα ήταν πως όταν άρχισε η παράσταση διαπίστωσα ότι -σε αντίθεση με τον όγκο του Γεράσιμου- τα πρόσωπα των ηθοποιών δεν έπαιζε να τα διακρίνω καθαρά. Και αν δεν βλέπεις τις εκφράσεις των ηθοποιών, τότε είναι ένα θέμα. Στράφηκα δίπλα μου. Τα κυάλια είχαν εγκαταλειφθεί. Και γιατί άλλωστε να τα χρησιμοποιήσουν; Ό,τι ήταν να δουν, το είχαν δει. Φυσικά δεν τα ζήτησα. Είχα εξαντλήσει τα (ημερήσια, μηνιαία, ενδεχομένως και ετήσια) αποθέματα θάρρους - θράσους μου πηγαίνοντας στην Επίδαυρο χωρίς εισιτήριο.

Το ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν ότι ήδη πριν ξεκινήσει η παράσταση ο κώλος μου είχε πυρακτωθεί από το καυτό μάρμαρο του ιερού θεάτρου. Εκτός από χωρίς κυάλια ήμουν και χωρίς μαξιλαράκι. Υπό αυτές τις συνθήκες η τρίωρη παρακολούθηση έμοιαζε αρκετά με βασανιστήριο, αλλά εκπαιδευμένος από «Το Άλογο του Τορίνο» δυο μήνες πριν, είχα χτίσει αντισώματα. Τουλάχιστον να μπορούσα να σηκωθώ λίγο, να ξεπιαστώ. Η μέση μου. Να ακουμπήσω κάπου την μέση μου. To βασίλειό μου για να ακουμπήσω κάπου την μέση μου. Αλλά γιατί φέτος με ενόχλησε τόσο πολύ; Γιατί περασμένες χρονιές δεν είχα δυσάρεστες αναμνήσεις από τα καθίσματα; Μαμά, γερνάω;

Ο Σαίξπηρ γερνάει; Όπως επισημαίνει και ο Σοφός Σρού στην κάθοδο μετά το τέλος της παράστασης (αν κατάλαβα καλά τι είπε, πάντως και αυτό να μην είπε, το νομίζω ούτως ή άλλως κι από μόνος μου), δραματουργικά δεν έχει να σου πει πια κάτι σήμερα το έργο. Σαν θέατρο τουλάχιστον. Στο σινεμά κάνεις και καμιά Πατσινιά και είναι αλλιώς. Ωστόσο θέλω να καταθέσω εδώ με πάσα εγκυρότητα πως αυτή η γλώσσα είναι, μαλάκα, ποίημα. Και θα αποτολμήσω να προσθέσω και κάτι τολμηρό: Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, είσαι ποιητής. Respect. Mπράβο, ρε φίλε. Το έχεις. Αντέχεις. Μην μασάς. Πάμε γερά. Δεν ξέρω αν το έγραψες αυγουστιάτικα το έργο σου, αλλά όπως και να ΄ναι εκεί πάνω τα καλοκαίρια σας μικρά κι ατέλειωτοι οι χειμώνες. Now is the winter of our discontent made glorious summer by this son of York. Έγραψες.

Τον Σπέισι τον πρωτοείδα στην τηλεόραση, στο τόσο αγαπημένο «Wiseguy». Τον ένιωθα έτσι σαν δικό μου άνθρωπο, όταν παρίστανε τον Μικρό Ριχάρδο τον Γ' στους «Συνήθεις Υπόπτους» και όταν έκανε την ματωμένη είσοδό του στο αστυνομικό τμήμα του «Seven» φωνάζοντας "Detective" και παγώνοντας το αίμα. Και τον Μέντες τον νιώθω ψιλοδικό μου, αφού είχα π.χ. επιχειρήσει στην τελευταία ταινία του να ψυχαναλύσω τη σχέση του με την Κέιτ Γουίνσλετ. Και νά που διαβάζω στο φρι πρες του φεστιβάλ ότι χώρισαν με την Γουίνσλετ εδώ και 1 1/2 χρόνο. Φακ, μαν. Κρίμα. Τουλάχιστον πρόλαβες και το έκανες ταινίες. Θέλω με όλα αυτά να πω πως κάθε παράσταση και κάθε ταινία δεν λειτουργεί μόνο αυτόνομα, αλλά και σε σχέση με ό,τι άλλο έχουμε δει. Λειτουργεί επίσης και ως σκυταλοδρομία για ό,τι δεν έχουμε δει. Τον Ριχάρδο - Μακ Κέλεν ήδη τον πήρα να τον δω και μετά θα ψάξω και τον Ριχάρδο - Ολιβιέ. Τον Ριχάρδο Σωμερίτη θα τον ξαναπιάσω από εκεί που τον είχα αφήσει.

Θέλω επίσης να πω, πως όταν στο τέλος χειροκροτάω μαζί με όλο το θέατρο τον Σπέισι, είναι συγκίνηση αυτή που νιώθω αυθεντική, και πως αξίζουν και τον κόπο και το ρίσκο οι αυθεντικές συγκινήσεις. Ούτως ή άλλως συγκινημένος θα τον χειροκροτούσα με βάση το σώμα που έβλεπα στη σκηνή να μάχεται και τη φωνή που άκουγα να χρωματίζεται με αυτό τον τρόπο, αλλά αρκούσαν τα λίγα λεπτά που ο Μέντες έκανε το κολπάκι να μας τον δείξει σε μεγάλη οθόνη (στην έξοχη σκηνή που τον εκλιπαρούν να αναλάβει τα ηνία της χώρας και να σώσει την πατρίδα, αλλά αυτός αρνείται, δεν θέλει, καθόλου δεν θέλει να αναλάβει αυτό το βάρος), για να απολαύσω και την έκφραση του προσώπου του, για να δω ταυτόχρονα τι έχανα σε όλο το υπόλοιπο έργο, αλλά και να ικανοποιηθώ από αυτό το λίγο που ήταν αρκετό.

Θέλω τέλος να πω, ότι στον δρόμο προς την Επίδαυρο συνειδητοποιείς πόσο πολύ συμβολικό ον είναι ο άνθρωπος, πόσο πολύ ψοφάει για τους συμβολισμούς, πόσο πολύ γουστάρει να επενδύει συναίσθημα και να βρίσκει νόημα στη σχέση του με το παρελθόν. Γιατί να γίνονται επί τόσα χρόνια τόσα χιλιόμετρα από τόσους ανθρώπους για να δουν τόσες παραστάσεις σε ένα αρχαίο θέατρο; Επειδή έχει ως χώρος και την δική του ιδιαίτερη ακουστική πχ αξία; Ναι, αλλά κυρίως επειδή όλοι μας είμαστε suckers για τα σύμβολα. Κι έτσι, όταν το θέατρο είναι γεμάτο και τα φώτα σβήνουν και τα άστρα από πάνω λάμπουν και πίσω παντού έχει σκοτάδι και βουνά, σκέφτεσαι πόσες και πόσες ιστορίες δεν έχουν ειπωθεί σε αυτόν εδώ τον μυστικιστικά απομονωμένο χώρο. Και ξαναμανά γουστάρεις που ο άνθρωπος είναι τόσο παιδί.

Και σαν υστερόγραφο να πω, ότι το δικό μου το παιδί, που φεύγει σε λίγες ώρες να πάει με τους παππούδες του στο χωριό, διηγούνταν ότι θα πέσει να κοιμηθεί, θα ταξιδέψει νύχτα και όταν θα ξυπνήσει στο χωριό, τότε δεν θα είναι πια νύχτα αλλά μια ο λό κλη ρη μέρα.

Ακούς Αύγουστε; Νά τι δεν υπάγεται στην αυτόνομη ζώνη σου: ο τρόπος μέτρησης του χρόνου από ένα τριαμισάχρονο παιδί. Δεν ξέρει τι πας να πεις. Ξέρει όμως τι πάει να πει μια ολόκληρη μέρα.