Μεγάλα κουμπιά
Στην παραλία, όπως ήταν το σύνηθες, άλλοι ενοχλούνταν με τις ρακέτες κι άλλοι ενοχλούνταν με όσους ενοχλούνταν με τις ρακέτες. Τότε, όπως δεν ήταν το σύνηθες, εμφανίστηκε ένα νεαρό ζευγάρι που φορούσε μαγιό κι από πάνω πλεκτές χοντρές ζακέτες. Στάθηκαν αντικριστά, στα σύνορα θάλλασας άμμου, κοιτάχτηκαν για μερικά δευτερόλεπτα και μετά έβγαλαν τις ζακέτες τους. Εκείνη φορούσε μια κόκκινη με μεγάλα κουμπιά, εκείνος μια άσπρη με ρόμβους. Άρχισαν να τις πετάνε ο ένας στον άλλο γελώντας. Οι ρακέτες των παρακείμενων παικτών σταμάτησαν. Ρακετοπαίκτες και ακούσιοι ρακετοθεατές κοιτούσαν τους ζακετοπαίκτες απορημένοι εξίσου. Πολύ σύντομα και οι δύο ζακέτες έπεσαν στην άμμο και τη θάλασσα, καθώς παρά τα ηρωικά πλονζόν η βαρύτητα κέρδιζε το παράταιρο ζευγάρι.
Το κέρδιζε όμως μόνο με την κυριολεκτική της έννοια, καθώς ένας από τους στόχους του ζευγαριού -όσο τουλάχιστον μπορεί να υποθέσει κανείς- ήταν να υποστεί πλήγμα η βαρύτητα με την μεταφορική της έννοια. Ήθελαν ίσως έτσι να κάνουν μια σπονδή στην ελαφρότητα. Και στη σάχλα; Ίσως επίσης. Αλλά ποιοί είμαστε εμείς για να το κρίνουμε;
Προς το παρόν αντί να τους κρίνουμε, τους βλέπουμε κουρασμένους από το παιχνίδι να έχουν κάτσει δίπλα δίπλα, στα σύνορα θάλασσας άμμου. Έχουν ξαναφορέσει τις μουσκεμένες και γεμάτες άμμο ζακέτες, μόνο που αυτή τη φορά την κόκκινη με τα μεγάλα κουμπιά την φοράει εκείνος και την άσπρη με τους ρόμβους εκείνη. Το αξιοπερίεργό τους αρχίζει να λαμβάνει τέλος. Οι ρακέτες έχουν ξαναρχίσει, τα βλέμματα των υπολοίπων παύουν να είναι κολλημένα πάνω τους, το σύνηθες ξαναπαίρνει τη θέση που δικαιωματικά του ανήκει.
Εκμεταλλευόμενοι το ξεκόλλημα των βλεμμάτων των άλλων, κολλούν μεταξύ τους τα δικά τους, και πριν καλά καλά το σκεφτούν, αρχίζουν να κυλιούνται στα σύνορα θάλασσας άμμου, σαν τον Μπαρτ Λάνκαστερ και τη Ντέμπορα Κερ, αλλά με ζακέτες. Τα βλέμματα των άλλων ξανακολλούν, οι ρακέτες ξανασταματούν, το σύνηθες, ακόμα δεν επέστρεψε, ξαναφεύγει. Οι διαμαρτυρίες δεν αργούν. Έχουμε και μικρά παιδιά εδώ. Να φύγετε, να πάτε αλλού.
Θα φύγουν λοιπόν, θα πάνε αλλού. Αλλά που αλλού; Δυο δρόμοι ανοίγονται μπροστά τους. Ο της άμμου τους φαίνεται αφόρητα μπανάλ. Ο της θάλασσας προκλητικά φατάλ. Επιχειρούν να περπατήσουν πάνω της σαν μικροί ερωτικοί θεοί. Ο κανονικός θεός δεν τους το επιτρέπει. Περπατάνε μέχρι να φτάσει το νερό στο στόμα τους. Φιλιούνται στα σύνορα θάλασσας χειλιών. Συνεχίζουν να περπατάνε. Βουλιάζουν. Πνίγονται;
Δεν ξέρω, ειλικρινά. Ο κόσμος αρχίζει να ανησυχεί όταν στην άμμο ξεβράζονται δυο άδειες ζακέτες. Η κόκκινη έχει ρόμβους, η λευκή μεγάλα κουμπιά.
3 Comments:
"τα σύνορα θάλασσας άμμου"
Αν εννοείς τη λάσπη ακριβώς μετά από την ξηρή άμμο, εκεί δηλαδή όπου η θάλασσα καμιά φορά φτάνει αλλά δε μένει, χρειαζόμαστε λέξη! Ούτε εγώ έβρισκα πώς να το πω, αλλά είναι ντροπή να μην έχουμε λέξη για κάτι τόσο κεντρικό στις καλοκαιρινές ιστορίες και σκέψεις.
(υποθέτω βέβαια ότι πραγματικά δεν υπάρχει λέξη. αν υπάρχει και δεν τη γνωρίζω, ενημερώστε!)
Πώς να το πούμε, η αμμόλασπος; Καμιά καλύτερη ιδέα;
Thrass, ας μένει κι ένα κομμάτι του κόσμου εκτός περιγραφής και λεκτικού εγκλεισμού, δεν χάλασε ο κόσμος ;)
Μπαίνω πρώτη φορά στο blog. Αυτό το κείμενο ήταν υπέροχο. Τιποτε άλλο.
Δημοσίευση σχολίου
<< Home