Γιατί τόσες ταινίες για το μποξ; Κατ’ αρχάς για τεχνικούς λόγους. Επειδή μπορεί να είναι πολύ συναρπαστική κινηματογραφικά η αναπαράστασή του. Συναρπαστική αν και εν μέρει παραπλανητική. Σαν να δείχνεις τις καλύτερες φάσεις και τα γκολ από έναν ποδοσφαιρικό αγώνα. Όποτε έχω προσπαθήσει να δω μποξ στην τηλεόραση απογοητεύομαι γρήγορα, γιατί εκεί που στο σινεμά βλέπεις ένα ρεσιτάλ γροθιών, στους αληθινούς αγώνες βλέπεις σε μεγάλο τμήμα του χρόνου δυο ανθρώπους να πάνε γύρω γύρω και να σκέφτονται πότε θα χτυπήσουν και πώς δεν θα χτυπηθούν. Έτσι νομίζω τουλάχιστον, μπορεί να κάνω λάθος. Έπειτα, επειδή το μποξ μπορεί να χρησιμεύσει για ένα σωρό προφανείς συμβολισμούς. Συμβολισμούς στους οποίους φαίνεται είναι δύσκολο να αντισταθείς, εξ ου και το κλισέ του αουτσάιντερ που χρειάζεται να υπερβεί ένα σωρό δυσκολίες εκτός ρινγκ και να δεχτεί ένα σωρό ξύλο μέσα σ΄αυτό, προτού εντελώς αναπάντεχα θριαμβεύσει.
Το κλισέ είναι και εδώ παρών, αλλά δεν σε ενοχλεί, όχι τόσο επειδή το Fighter είναι βασισμένο σε αληθινά γεγονότα, όσο γιατί το επίκεντρό του δεν είναι το μποξ (ίσως είναι η ταινία που δείχνει το συνολικά λιγότερο μποξ από τις συναφείς ταινίες), αλλά η σχέση ανάμεσα σε δυο ετεροθαλή αδέλφια, η κάθοδος του ενός και η άνοδος του ενός, η ανισοβαρής σχέση τους με την μητέρα τους, η προσήλωση στην οικογένεια ως παράγοντας βαλτώματος. Ωστόσο το ότι δεν ενοχλεί δεν σημαίνει και πως δεν έχει αρνητικές συνέπειες. Από τις ταινίες, στη μνήμη μένουν εικόνες και καταστάσεις που δεν έχουμε ξαναδεί ή εικόνες και καταστάσεις που έχουμε ξαναδεί μεν, δίνονται όμως με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξοβελίζουν όλες τις προηγούμενες. Και αφού στο Fighter δεν συμβαίνει τίποτα από τα δύο, στη μνήμη θα μείνει σίγουρα το γυναικομάνι της οικογένειας της Μελίσα Λίο, καθώς είναι κάτι που δεν φέρνει στο νου κάτι άλλο, ενώ επιπρόσθετα έχει απεικονιστεί απολαυστικά.
Η ταινία μόλις μάζεψε επτά δίκαιες υποψηφιότητες για όσκαρ: ταινία, σκηνοθεσία, σενάριο, μοντάζ και τρεις στους δεύτερους ρόλους, όπου ο Κρίστιαν Μπέιλ και η Μελίσα Λίο είναι φαβορί. H Έιμι Άνταμς μάλλον θα το χάσει, αλλά αν με διαβάζει αυτή τη στιγμή να ξέρει (ή αν το διαβάζει κάποιος γνωστός της ας της το μεταφέρει) πως την πιστεύω, τη στηρίζω και έχω τα θερμότερα συναισθήματα για αυτήν, είτε είναι είτε δεν είναι δικό της το κορμί που αποκαλύπτει σε μια σκηνή της ταινίας, αφού είναι δικό της αυτό το πρόσωπο που σε αναστατώνει, είτε την καλόγρια παίζει (όπως στην προηγούμενη υποψηφιότητά της στο «Doubt»), είτε (όπως εδώ) την μπαργούμαν. Τον Κρίστιαν Μπέιλ πάλι, πάντα τον αντιπαθούσα. Πάντα, από όταν μεγάλωσε δηλαδή, κι αυτός κι εγώ, γιατί όταν μικρός τον πρωτοείδα μικρό στην «Αυτοκρατορία του Ήλιου» (σε σινεμά που έχει κλείσει δεκαετίες τώρα) δεν είχα κάτι εναντίον του. Τώρα όμως πήγα προκατειλημμένος να τον δω, αφού μου φάνηκε πως αυτό «το χάνω άπειρα κιλά και καταντάω σκελετός, όπως έχω ξανακάνει στο Machinist» είναι λίγο πορνογραφικό, είναι λίγο επιδειξιομανές, είναι σαν να αντικαθιστά λίγο την ερμηνεία. Ό,τι και να λέμε όμως η ταινία δικιά του είναι (συγγνώμη Μαρκ Γουόλμπεργκ, αλλά ας μην έχτιζες κορμί, ας έχανες κορμί) και παρ’ όλες τις υπερβολές του, συνολικά η ερμηνεία του γαμεί (βάζω κακιά λέξη για να αυξήσω την αναγνωσιμότητα) ή εν πάση περιπτώσει δημιουργεί μια φιγούρα που κι αυτή θα κολλήσει στο μυαλό.
Ο Ντέιβιντ Ο. Ράσελ σκηνοθετεί την ταινία σπιντάτα, σε ρυθμούς χαρντ ροκ, όπως είναι και όλα της τα τραγούδια. Είναι ένας σκηνοθέτης ταινιών παρατεταμένης -σαν τετρακοσάρια- ταχύτητας. Όπως συμβαίνει και στις άλλες καλές του ταινίες (το «Τhree Kings» και το «Flirting with Disaster») έτσι και εδώ, καταστάσεις δυσάρεστες ή αμήχανες σκηνοθετούνται με κέφι, μια αντίστιξη ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και γόνιμη. Τους δρόμους του Λόουελ της Μασαχουσέτης τους φιλμάρει συχνά άδειους και δεν φαίνεται να επιδιώκει (και άρα κατ΄αποτέλεσμα να καταφέρνει) να δημιουργήσει την αυθεντικότητα που είχε πετύχει ο Μπεν Άφλεκ στο «Gone Baby Gone». Τις δύο ταινίες πάντως συνδέει ως ηθοποιός ένα αυθεντικό τέκνο της Πολιτείας, που συνελήφθη πρόσφατα επειδή έκλεψε μια τηλεόραση. Τι αποτέλεσμα θα είχαμε άραγε αν σκηνοθετούσε το Fighter (όπως ήταν το αρχικό σχέδιο) o Ντάρεν Αρονόφσκι; Μια ταινία πιο βαριά, πιο εσωτερική, πιο υπαρξιακή ίσως, αλλά όπως και να έχει, ο «Μαύρος Κύκνος» του έρχεται και στους αθηναϊκούς κινηματογράφους και αναμένεται με αγωνία.
Σε μια σκηνή του Fighter η μάνα βρίσκει τον μεγάλο γιο σε ψιλοάθλια κατάσταση. Μπαίνει στο αυτοκίνητό της και κλαίει. Εκείνος έρχεται, κάθεται στη θέση του συνοδηγού, ψελλίζει κάτι σαν δικαιολογία και μετά αρχίζει να τραγουδά ένα τραγούδι, που μάλλον έχουν τραγουδήσει άπειρες φορές μαζί όταν ήταν μικρός. Εκείνη δεν αργεί να μπει στο κλίμα και τον σιγοντάρει. Ακόμη και βουτηγμένος στο κρακ, ο αγαπημένος γιος παραμένει ο αγαπημένος γιος. Γιατί αν το ερωτικό βλέμμα βλέπει διαφορετικά τον άλλο όταν τον ερωτεύεται, το γονεϊκό, και ακόμη ειδικότερα το μητρικό, βλέπει παγίως διαφορετικά τον άλλο όταν τον έχει γεννήσει. Το παιδί παραμένει πάντα παιδί. Βέβαια αυτά διαφέρουν. Και όχι μόνο από μάνα σε μάνα, αλλά καμιά φορά και στην ίδια μάνα ανάμεσα σε παιδί και παιδί. Ο Γουόλμπεργκ και ο Μπέιλ είναι ετεροθαλή αδέλφια και η μάνα τους έχει μάτια μόνο για τον ένα. Ίσως γιατί τον ένα άντρα της τον είχε ερωτευτεί και τον άλλον όχι, ίσως επειδή ο ένας ήταν το πρώτο της αγόρι. Πάντως, αν στις οικογένειες των δύο παιδιών φαίνεται σκανδαλώδες το να προτιμάς το ένα, σε οικογένειες παλαιότερων γενιών με 6 ή 12 παιδιά, οι προτιμήσεις φαντάζουν σχεδόν αναπόφευκτες.