(Λίμνη Ιωαννίνων, η πίσω πόρτα)---
Αυτό το καλοκαίρι μ' έπιασε απροσδόκητα η διάθεση να τσαλαβουτήσω ανάμεσα σε βιβλία, κυρίως προϋπάρχοντα. Πριν περάσω σ' αυτά, ε καπλ οφ -νοτ σόου κουικ άφτερ ωλ- νόουτς.
---
Στην «Επαφή» οι εξωγήινοι μάς στέλνουν μήνυμα να έχουμε μια επαφή μαζί τους. Δίνουν αναλυτικές οδηγίες για το πώς να κατασκευάσουμε το διαστημόπλοιο. Το κατασκευάζουμε με απόλυτο σεβασμό στα όσα λένε, αλλά πριν μπει μέσα η Τζόντι Φόστερ για να ταξιδέψει, έχουμε ενσωματώσει ένα κάθισμα για ασφάλεια. Το Τζοντάκι λέει να μην μπει, γιατί οι τύποι ξέρουν τι κάνουν, αλλά οι δικοί μας επιμένουν ότι δεν μπορούν να την αφήσουν απροστάτευτη σε τέτοιες ταχύτητες. Το τι συμβαίνει όταν ξεκινά το ταξίδι μπορείς να το δεις στα πρώτα δυο - τρία λεπτά
αυτού του βίντεο. Ολοένα και περισσότερο λοιπόν, έχω την αίσθηση ότι αυτή η σκηνή έχει αναλογίες με τον τρόπο που δεν πρέπει να επιδράμε στην φυσική κίνηση ενός μικρού παιδιού: το διαστημόπλοιο είναι ο χώρος και το κάθισμα εμείς που το κρατάμε, τραβολογάμε κλπ.
Με άλλα λόγια, αν έχεις παιδάκι, ας το να τρέξει και να πέσει μόνο του.
---
Πολύ λιγότερο απροσδόκητα από τα βιβλία, με κέρδισε και το τελευταίο
Βιβλιοδρόμιο. Τώρα αν πω ότι έχω βγάλει τα πέντε τελευταία χεσίματα με αυτό θα νομίζεις ότι το λέω ειρωνευόμενος κάτι, κι όμως το λέω προς έπαινο. Ξεχωρίζω ανάμεσα σε άλλα το
«ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΥ ΡΟΥΚΟΥΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΟΥ ΑΙΣΘΑΝΕΣΑΙ ΣΑΝ ΝΑ ΑΚΟΥΣ ΚΑΠΟΙΟΝ ΕΥΡΥΜΑΘΗ, ΠΝΕΥΜΑΤΩΔΗ ΚΥΡΙΟ ΝΑ ΣΟΥ ΜΙΛΑΕΙ ΓΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΑ ΚΑΙ ΝΑ ΚΡΕΜΕΣΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΧΕΙΛΗ ΤΟΥ» (και μπορώ να βεβαιώσω ότι όσοι είχαμε την τύχη να τον έχουμε καθηγητή, πράγματι κρεμόμαστε από τα χείλη του), την
διπλή καταδίκη Πλουμπίδη και τον τρόπο που αποδέχτηκε στωϊκά την καταδίκη του από το κόμμα του, που μοιάζει ίσως αρκετά με τον τρόπο που αποδέχτηκε στωϊκά την καταδίκη του από την πόλη του κάποιος άλλος, ο οποίος
δεν μπορεί την τελευταία στιγμή να κακοποιήσει τους νόμους που υπερασπίστηκε μια ολόκληρη ζωή. Κι αφού έχει εξαντλήσει τα επιχειρήματά του, γυρνάει και λέει: «Μα αν φύγω τώρα θα γελοιοποιηθώ». Και συνεχίζει λίγο πιο κάτω ο αρθρογράφος «
Για σκεφθείτε κάποιον σημερινό κατάδικο, ούτε καν κατάδικο, υπόδικο, ο οποίος θα έλεγε ότι προκειμένου να γελοιοποιηθώ καλύτερα να πεθάνω». Εδώ θα μπορούσαμε ίσως να σκεφτούμε τον σημερινό υπόδικο Θοδωρή Ηλιόπουλο, που κάνει απεργία πείνας, ωστόσο δεν έχω πρόθεση να ειρωνευτώ τον αρθρογράφο -ειλικρινά-, αντίθετα, έχω πρόθεση να επιχειρήσω μια άλλη αναλογία, που μπορεί να ακουστεί σόλοικη, ωστόσο δεν νομίζω ότι στερείται εντελώς βάσης: όσο ολότελα διαφορετικοί ανθρωπότυποι κι αν είναι ο Ηλιόπουλος και ο Χριστοφοράκος, κι όσο ολότελα διαφορετικά μέσα κι αν μετέρχονται για να αποκρούσουν τη φυλακή, υπάρχει πάρα ταύτα ένα νήμα που ενώνει την απεργία πείνας του ενός με τα επιχειρήματα του Γερμανού δικηγόρου του άλλου, που λέει πως δεν πρέπει να έρθει στην Αθήνα γιατί έχει καύσωνα και θα κινδυνεύσει η υγεία του. Υπό μια έννοια το αταίριαστο δίδυμο Ηλιόπουλου - Χριστοφοράκου βρίσκεται στην άλλη όχθη του αταίριαστου διδύμου Σωκράτη - Πλουμπίδη. Και κλείνω την βιβλιοδρομική αναφορά μου, με μια κατινιά και μικρότητα: στο διήγημα της Σώτης Τριανταφύλλου ο ήρωας διαβάζει «
βασικά, μόνο «Σπορτάιμ»», γεγονός αξιοπρόσεκτο, μια και η Σπορτάιμ έχει κλείσει χρόνια, σε αντίθεση με τη Σπορντέι, που μάλλον βασικά διαβάζει ο ήρωας και στην οποία μακάρι να διαβάζει και μένα κάθε Κυριακή, στην παραλία ή -γιατί όχι- αφοδεύοντας κι αυτός.
---
Τις δε μη βιβλιακές σημειώσεις μου θα τις κλείσω με ένα λινκ
στο τελευταίο ποστ του καλού αυτού ανθρώπου που λέγεται Σραόσας. Δες τι ωραία τα λέει στο τέλος, όταν παραδίνεται στη «συμπόνοια για τους ανθρώπους και στην κόπωση από τους ανθρώπους». Ο Σραόσας είναι μάλαμας (έχω πάει να δω και Μάλαμα μαζί του - είχαμε πάρει και γυναίκες μαζί για ξεκάρφωμα), αλλά σε αντιδιαστολή με την μαλαμοσύνη του μπορώ να πω ότι όσο περνάνε τα χρόνια αντιλαμβάνομαι πως τελικά εγώ είμαι άνθρωπος που κάνει πολύ πιο ευχάριστα συντροφιά με ιδέες παρά με ανθρώπους, που βρίσκει τελικά πιο ενδιαφέρουσες ιδέες παρά ανθρώπους, εξού και το παρόν ποστ μιλάει για ιδέες και βιβλία κι όχι για ανθρώπους.
---
Βιβλία λοιπόν: Το «Σαββατοκύριακο» του Μπέρνχαρντ Σλινκ το βρήκα απογοητευτικό, ξεπέτικο, εύκολο, αλλά μάλλον αυτό είναι ένα από τα κακά του να γίνεσαι πολύ της μόδας και να γράφεις υπό την παραπειστική της πίεση. Το «Περί Τυφλότητος» του Σαραμάγκου ως εκεί (το λίγο πάντως) που έχω φτάσει, είναι εντελώς ίδιο με την ταινία, όσο για το κόλπο με τις πολλές προτάσεις σε μία, ενδιαφέρον το βρίσκω, χωρίς να κόψω όμως και φλέβες, ενώ το ενδεχόμενο να έχω κληρονομήσει στην γάμπα τον πατρικό φλεβίτη παραμένει ανοικτό. Ούτε ο Μπουβάρ ούτε ο Πεκισέ με έχουν συναρπάσει ως τώρα, έχουν αφήσει ωστόσο αρκετές υποσχέσεις συναρπάσματος για τη συνέχεια. Ξαναξεφύλλισα τα άπαντα του Ελύτη και βρήκα αρκετούς στίχους ή αποφάνσεις του να έχουν, πώς να το πω, μια αφέλεια, και όχι με την καλή, την ποιητική έννοια. Ρισπέκτ πάντως, σε κάθε περίπτωση, για να μην παρεξηγιόμαστε.
---
Για τον Ντε Μποτόν και το βιβλίο για τον Προυστ, ήδη έγραψα λίγα ποστ πιο κάτω, μου άρεσε πολύ, να ξέρεις, αν και βρήκα και λίγα σημεία αχρείαστα, συνταγογραφικά κλπ. Να και δυο αποσπάσματα απ΄το βιβλίο, το πρώτο του ίδιου του Προυστ:
«Ο μόνος τρόπος να υπεραμυνθούμε της γλώσσας είναι να της επιτεθούμε, μάλιστα, ακριβώς, κυρία Στρος!». Φακ, γιέα :)
Το δεύτερο αντιδιαστέλλει προφορικό και γραπτό λόγο, γραφή και συζήτηση και λέει για το νου ότι «... πρόκειται για όργανο που λειτουργεί αδιαλείπτως, αλλά κινδυνεύει διαρκώς να χάσει τον ειρμό ή να περισπαστεί και το οποίο γεννά ζωτικές σκέψεις περιστασιακά μόνο, περνώντας μεγάλα διαστήματα σε αδράνεια ή στην ασημαντότητα ... Στο άλλο άκρο η γραφή επιτρέπει να αποστάξουμε τη σποραδικότητα του νου μας ... να συλλέξουμε τις εμπνευσμένες στιγμές ... ανάμεσα στις οποίες, ενδεχομένως, μεσολάβησαν εκτενή διαστήματα βόειας ενατένισης».
Κι εδώ πρέπει να σου εξομολογηθώ ότι τον τελευταίο καιρό, όταν πρέπει να γράψω κάθομαι στο κομπιούτερ και τα διαστήματα της βόειας ενατένισής μου γίνονται συνεχώς και εκτενέστερα. Το ΄χω κάψει. Τουλάχιστον it was better to burn out, than it would be to rust.
---
To «Ξενοδοχείο Lutetia» του Πιερ Ασουλίν -που είναι και κανονικός μπλόγκερ λέει- κοντεύω να το τελειώσω. Στην αρχή το βρήκα σούπερ ατμοσφαιρικό, και είναι σούπερ ατμοσφαιρικό, αλλά όσο προχωρούσε είδα να μην πηγαίνει πουθενά πέραν της ατμόσφαιρας, της λεπτομερειακής καταγραφής αχρείαστων για λογοτεχνία πληροφοριών και να διακατέχεται από ένα ανεπανάληπτο name dropping. Aπογοητευτικό αν και γοητευτικό μαζί, με πλήθος πάντως ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις, από τις οποίες θα ξεχωρίσω εκείνη στην οποία ο ήρωας λέει «να γλιστρήσω από τις παραχωρήσεις στο συμβιβασμό κι από τον συμβιβασμό στη συνενοχή». Μου αρέσει αυτή η διάκριση, η διαφοροποίηση, το σταδιακό των εκπτώσεων, που ποτέ δεν γίνονται μονομιάς, αλλά πάντα λίγες λίγες.
---
Τρέχοντας στην Εθνική, φτάνεις να αντιλαμβάνεσαι ότι από ένα σημείο και ύστερα τρέχεις για να τρέχεις, κι ότι όσο κι αν τρέχεις είναι σαν τρύπα στο νερό, όχι γιατί υπάρχει πάντα το
ασύγκριτα πιο γρήγορο, αλλά γιατί έτσι, γιατί τελικά όλο αυτό δεν οδηγεί πουθενά. Οπότε με έπιασε η διάθεση να ξαναδω λίγο την «Βραδύτητα», ξαναπιάνοντας έτσι τον Κούντερα στο στόμα μου (με τον κίνδυνο να μου κάνει Ασφαλιστικά η Βιβ). Και μόλις αρχίζεις τον Κούντερα θες να τον πας όλο και παρακάτω, όλο και παρακάτω, αλλά ας μείνουμε στο θέμα μας: «Όλα αλλάζουν όταν ο άνθρωπος εκχωρεί την ικανότητά του για ταχύτητα σε μια μηχανή: από εκείνη τη στιγμή το σώμα του βρίσκεται εκτός παιχνιδιού και βρίσκεται σε μια ταχύτητα που είναι ασώματη, άυλη, ταχύτητα αμιγής, ταχύτητα καθαυτήν, ταχύτητα έκσταση». Σώμα εκτός παιχνιδιού και άνθρωπος εκτός χρόνου λέει λίγο παραπάνω. Δεν ξέρω αν συμφωνώ, συμφωνώ πάντως με την αρχική παρατήρηση του βιβλίου, πόσο παράδοξο είναι να φοβόμαστε τη σκιά μας και μόλις πιάνουμε τιμόνι να αγνοούμε τους υπαρκτότατους κινδύνους.
---
Τον «Οδυσσέα» τον έχω χρόνια, φυσικά αδιάβαστο. Προσπάθησα μια - δυο φορές, αλλά τα παράτησα αμέσως. Μέχρι που πριν δυο χρόνια ανακάλυψα το 17ο κεφάλαιο. Μου προξένησε πνευματική απόλαυση για μερικές μέρες και μετά το ξέχασα. Το ξαναθυμήθηκα πρόσφατα. Και είναι ένας συνδυασμός ευφορίας και δέους αυτό που εισπράττω χαζεύοντάς το. Για τους πιο απερίσκεπτους υπάρχει και
στα αγγλικά.
Λίγα ελληνικά ακολουθούν και προς το παρόν με αυτά σε αποχαιρετώ (κι όχι, οι αμέσως επόμενες δεν είναι λογοτεχνικά άχρηστες χρηστικές πληροφορίες, αλλά το διονυσιακό όργιο της γλώσσας και του πνεύματος, μεταφρασμένο υπέροχα απ' τον Σωκράτη Καψάσκη):
«Τι είδε ο Μπλουμ πάνω στη φουφού;
Στο δεξί (μικρότερο) μάτι μια μπλε εμαγιέ κατσαρόλα, στο αριστερό (μεγαλύτερο) μάτι έναν μαύρο σιδερένιο βραστήρα.
Τι έκανε ο Μπλουμ στη φουφού;
Μετέθεσε την κατσαρόλα στο αριστερό μάτι, σήκωσε και μετέφερε τον σιδερένιο βραστήρα στο νεροχύτη, με σκοπό να ελευθερώσει τη ροή, στρέφοντας τη βρύση για ν' αφήσει το νερό να τρέξει.
Έτρεξε;
Ναι. Από το υδραγωγείο Ράουντγουντ στην επαρχία Ουίκλοου, χωρητικότητας 2.400 εκατομμυρίων γαλονιών, διανεμόμενο μέσα από ένα υπόγειο παροχετευτικό σύστημα φιλτραρισμένων διόδων μονής και διπλής σωληνώσεως, κατασκευασμένο μ΄ένα αρχικό κόστος εγκαταστάσεως 5 λιρών ανά τρέχουσα γιάρδα, ενδιαμέσως από το Νταργκλ του Ράθνταουν, στο Γλεν οφ δη Ντάουνς, στο Γκάλογουιλ, μέχρι το υδραγωγείο των 104 στρεμμάτων στο Στίλοργκαν, μια απόσταση 22 στατικών μιλίων, κι από κει, μέσα από ένα σύστημα βοηθητικών δεξαμενών με κλίση 250 ποδιών, ως τα σύνορα της πόλεως, στη γέφυρα Γιούστεϊς, στην οδό Άνω Λήζον, πάρ΄όλο που λόγω παρατεταμένης καλοκαιρινής ξηρασίας και καθημερινής καταναλώσεως δωδεκάμισι εκατομμυρίων γαλονιών, το νερό είχε κατέβει κάτω από την στάθμη του υδατοφράκτου υπερχειλίσεως και για τον λόγο αυτό ο τοπικός επιθεωρητής και μηχανικός υδραυλικών έργων κ. Σπένσερ Χάρτυ, αρχιμηχανικός, κατ' εντολήν της επιτροπής υδραυλικών εργασιών, είχε απαγορεύσει τη χρήση δημοτικού νερού για σκοπούς άλλους απ΄αυτούς των οικιακών αναγκών (αντιμετωπίζοντας το ενδεχόμενο προσφυγής στο μη πόσιμο νερό των καναλιών Γκραντ και Ρόγιαλ, όπως και το 1893), ιδιαιτέρως εις τους Σάουθ Ντάμπλιν Γκάρντιανς, οι οποίοι μη αρκούμενοι εις την ημερήσια μερίδα τους των 15 γαλονιών ανά τρόφιμο, την παρεχομένη μέσω ενός μετρητού 6 ιντσών, είχαν καταδικασθεί για σπατάλη 20.000 γαλονιών ανά νύκτα, συμφώνως προς την ανάγνωση του μετρητή τους, βεβαιωμένη από το νομικό αντιπρόσωπο της εταιρίας δικηγόρο κ. Ιγνάτιο Ράις, και ως εκ τούτου ενεργούντες προς ζημίαν ενός άλλου τμήματος δημοτών, αυτεξουσίων φορολογουμένων, αξιοχρέων και υγιών,
Τι θαύμαζε στο νερό ο Μπλουμ, νερολάτρης, νεροβγάλτης, νεροκουβαλητής, ξαναγυρίζοντας στη φουφού;»
(Παραλείπω την ακόμη πιο τεράστια από την αμέσως προηγούμενη, αν και φυσικά αποτελούμενη από μία και μόνο πρόταση, απάντηση)
«Όταν τοποθέτησε στ' αναμμένα τώρα κάρβουνα τον μισόγεμο βραστήρα, γιατί ξαναγύρισε στη βρύση που ακόμα έτρεχε;
Για να πλύνει τα λερωμένα χέρια του με μια μισοφαγωμένη πλάκα σαπουνιού με μυρωδιά λεμονιού, μάρκας Μπάρινγκτον, που είχε ακόμα κολλημένο πάνω της το χαρτί (αγορασμένη πριν από δεκατρείς ώρες για τέσσερις πέννες και ακόμη απλήρωτη) με φρέσκο, κρύο, που ποτέ δεν αλλάζει, που πάντα αλλάζει, νερό, για να σκουπίσει, πρόσωπο και χέρια, με μια μακριά μπαμπακερή πετσέτα με κόκκινη μπορντούρα, περασμένη γύρω από έναν ξύλινο περιστρεφόμενο κύλινδρο».