Τετάρτη, Δεκεμβρίου 28, 2011

Ακούς;


Το "Τhe Artist" ξεκινά δείχνοντάς μας την επίσημη πρεμιέρα μιας βωβής ταινίας. Βλέπουμε τι διαδραματίζεται στην οθόνη, βλέπουμε τους θεατές στην αίθουσα να το καταευχαριστιούνται, βλέπουμε τους συντελεστές της ταινίας να περιμένουν στα παρασκήνια να τελειώσει η προβολή για να χαιρετήσουν το κοινό. Βλέπουμε επίσης κάτω από την οθόνη την ορχήστρα να παίζει ζωντανά τη μουσική που συνοδεύει την ταινία, η οποία είναι ταυτόχρονα και η μουσική που ακούμε εμείς. Δύσκολο να πάει κανείς στο "Αrtist" ανυποψίαστος. Ακόμα κι αν δεν ξέρει ότι παίζει πολύ δυνατά για να γίνει η έκπληξη της χρονιάς στα βραβεία αλλά και στη συνείδηση του κόσμου, θα ξέρει ότι πρόκειται για μια βωβή ασπρόμαυρη ταινία, φόρο τιμής στον βωβό κινηματογράφο. Και στα πρώτα λεπτά μάλλον τίποτα δεν θα του φαίνεται τόσο περίεργο. Κι ύστερα η ταινία μέσα στην ταινία τελειώνει. Μαζί της κι η μουσική. Και βλέπουμε στα παρασκήνια τους συντελεστές να περιμένουν με προσμονή να ακούσουν το χειροκρότημα. Και δεν ακούγεται τίποτα. Εμείς δεν το ακούμε. Γιατί εκείνοι βέβαια το ακούν. Αμέσως μετά θα δούμε το πλήθος που χειροκροτεί. Άλλο η γνώση, άλλο η συνήθεια. Άλλο τί ξέρουμε πως βλέπουμε και άλλο το πώς έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε μια ταινία. Που στην περίπτωσή μας σημαίνει να την ακούμε. Έχουμε ακόμη τις συνήθειες θεατών ομιλούντα κινηματογράφου.
Ο ήρωας της ταινίας είναι τεράστιο αστέρι του βωβού. Κι όταν ο ομιλών ετοιμάζεται να πάρει τη θέση του βωβού, εκείνος αντιδρά. «Είναι το μέλλον», του λέει ο επικεφαλής του στούντιο. «Αν αυτό είναι το μέλλον, σας το χαρίζω», του απαντά χλευαστικά. Όχι ακριβώς τέρας διορατικότητας. Τα πράγματα αρχίζουν να πηγαίνουν άσχημα. Τον βλέπουμε στο καμαρίνι του, μπροστά στον καθρέφτη. Ακουμπά ένα ποτήρι. Το ποτήρι ακούγεται. Τώρα πια, έχοντας μπει για τα καλά στην ταινία, έχουμε απωλέσει τη συνήθεια θεατή ομιλούσας ταινίας και έχουμε αποκτήσει τη συνήθεια θεατή βωβής. Και με το ποτήρι η έκπληξη είναι αντίστροφη από ό,τι με το χειροκρότημα. Εκεί εκπλαγήκαμε που δεν το ακούσαμε, εδώ εκπλησσόμαστε που το ακούμε. Και το εντυπωσιακό είναι ότι εκπλήσσεται και ο ήρωας. Γιατί όμως; Κανονικά δεν θα έπρεπε. Μετά αρχίζει και ακούει ήχους από όλα τα αντικείμενα. Βρίσκεται σε έναν ηχητικό κόσμο. Καταλαβαίνουμε ότι βλέπει εφιάλτη. Ο κόσμος των ταινιών ήταν ένας ονειρικός κόσμος, πλασμένος για την δική του πρωτοκαθεδρία, και το όνειρο μετατρέπεται σε εφιάλτη με την έλευση του ήχου. Για εκείνον το σοκ του ήχου είναι το σοκ μιας εποχής που απειλεί να τον ξεπεράσει, για εμάς το σοκ του ήχου έχει να κάνει με τη συνθήκη παρακολούθησης της ταινίας.
Θα ήταν βλακωδέστατο να υποστηρίξει κανείς ότι το σινεμά είναι προτιμότερο να επιστρέψει στο βωβό. Φυσικά και δεν είναι. Αν μπορούσαμε ωστόσο να σκεφτούμε ένα σενάριο αντεστραμμένης επιστημονικής φαντασίας, που η τεχνολογία θα γυρνούσε πίσω και θα εξαφανιζόταν η δυνατότητα να έχουν ήχο οι νέες ταινίες, αυτό δεν θα σήμαινε ότι θα μαζί με τον ήχο θα τελείωνε και ο κινηματογράφος. Ο κινηματογραφικός κόσμος θα επαναπροσανατολιζόταν προς τον βωβό κι εμείς πολύ σύντομα θα συνηθίζαμε και θα βλέπαμε τις νέες ταινίες όχι ως κάτι λειψό, αλλά ενδιαφερόμενοι μόνο για αυτό που έχουν να μας δείξουν. Και τελικά η απήχηση του "Αrtist" έγκειται στο ότι από την αρχή ως το τέλος αντιμετωπίζει τον εαυτό του όχι σαν κάτι το αξιοπερίεργο, ούτε σαν άσκηση κινηματογραφοφιλίας, αλλά σαν ταινία που απευθύνεται πρωταρχικά στον θεατή. Ο Μισέλ Χαζαναβίσιους δεν το γύρισε για να μας δείξει τι ταινίες αγαπούσε, αλλά με πρωταρχική επιδίωξη να μας κάνει να αγαπήσουμε την δική του ταινία. Το "Αrtist" δηλαδή είναι δευτερευόντως νοσταλγικό. Δεν γυρίστηκε για να νοσταλγήσει και να νοσταλγήσεις, αλλά για να απολαύσεις αβίαστα κι ολοκληρωτικά αυτά που έχει να σου προσφέρει. Και τα απολαμβάνεις.

(Kείμενο γραμμένο για το ελculture)

Τρίτη, Δεκεμβρίου 27, 2011

Μία ημέρα

Δύο άνθρωποι φιλιούνται σε ένα λεωφορείο. 8 Σεπτεμβρίου στους κινηματογράφους. Σεπτεμβρίου; Ξέμειναν. Κρίση, φίλε μου, κρίση. Δεν θα βρέθηκε κανείς να τους αντικαταστήσει. Έστω. Γιατί τότε δεν βγήκαν; Δημόσιο, φίλε μου, Δημόσιο. Δεν θα βρέθηκε κανείς να τους βγάλει. Έτσι φιλιούνται ακόμα. Bράδυ 26ης Δεκεμβρίου και το φιλί τους δεν λέει να τελειώσει. Κλείνουν τετράμηνο όπου να 'ναι. Όταν επιστρέφουν στο αμαξοστάσιο και δεν τους βλέπει κανένας, σταματάνε άραγε να πάρουν ανάσα; Ή παραμένουν εντός ρόλου;
Χθες πέθανε ένας ακόμη ποιητής που δεν ήξερα. Για την ακρίβεια ένας ακόμη ποιητής που είχα απλά ακουστά. Όλα κι όλα. Στο ακουστά περνάω τη βάση. Στο πέραν του ακουστού τα πράγματα αλλάζουν κάπως. Μπορώ να σου πω όμως τη γνώμη μου για τον Εφραίμ, αν θες. Ή για τον Θάνο Πλεύρη. Πεθαίνουν οι ποιητές στα δελτία ειδήσεων; Αν όχι, αυτά είναι πιο ειλικρινή από μπλογκ σαν το δικό μου. Γιατί όσο ζουν, ζουν εξίσου ξένοι και εκεί και εδώ. Υποκριτικά λοιπόν δίνω το λόγο στον πεθαμένο ποιητή:
Σε τουλάχιστον ένα όμως λεωφορείο των Αθηνών, γραμμή 550, Παλαιό Φάληρο - Κηφισιά, δύο άνθρωποι ξέρουν τι να κάνουν τα χέρια τους. Σύμφωνοι, αφήνουν κι αυτοί άγραφα ένα σωρό ποιήματα. Σύμφωνοι, αφήνουν κι αυτοί αχάιδευτα ένα σωρό κορμιά. Αλλά έχουν βρει έναν άνθρωπο που τους καλύπτει, και δεν λένε να ξεκολλήσουν τα χέρια τους απ' το δικό του το κορμί, κοντά τέσσερεις μήνες τώρα, πάνω κάτω την Κηφισίας.
Μέχρι να μάθουν πως συνιστούν μια ξεχασμένη διαφήμιση, μέχρι να μάθουν πως ο καιρός τους πέρασε και οι αίθουσες πια δεν τους προβάλλουν, μέχρι να μάθουν πως ποτέ δεν αγαπήθηκαν στα αλήθεια και πως όλα ήταν η αναπαράσταση μιας άλλης αναπαράστασης, θα συνεχίσουν να φιλιούνται σαν να πρωταγωνιστούν σε ποίημα.
Μία ημέρα, θα τους ξεκολλήσουν. Το λεωφορείο θα συνεχίσει να ανεβοκατεβαίνει την Κηφισίας γυμνό και γκρίζο ή ντυμένο με μια νέα ψευδαίσθηση. Εκείνοι αργά ή γρήγορα θα αποσυντεθούν. Το φιλί τους όμως δόθηκε, υπήρξε και διήρκεσε. Και η ιδιαιτερότητα των φιλιών είναι πως κατορθώνουν πάντα να υπερβαίνουν το πλαίσιο στο οποίο δίνονται· και αυτονομούμενα να διασώζονται και να διασώζουν.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 23, 2011

La Haine


Συμμέτοχος τηλεπαιχνιδιού, ως διαγωνιζόμενος, χειροκροτητής στο στούντιο ή τηλεθεατής, ο προ της κρίσης νεκροζώντανος αγωνιά τη νεκροζώντανή του αγωνία για την τελική έκβαση της τελευταίας ερώτησης/ μαντεψιάς/ δοκιμασίας των τόσων χιλιάδων ευρώ, όντας εγκατεστημένος τη στιγμή εκείνη στον πυρήνα ενός πολιτισμικού, πνευματικού και ηθικού περιβάλλοντος, που τον ταϊζει με τη πλήρη γκάμα των νεκροζώντανων συγκινήσεων τις οποίες έχει εκπαιδευτεί να χωράει ο ψυχικός του ορίζοντας. Ξαφνικά, απροειδοποίητα, απρόβλεπτα, από το πουθενά, άουτ οφ δε μπλου, το τηλεπαιχνίδι αλλάζει υπόσταση. Η μπάνκα γιγαντώνεται και το διακύβευμα είναι πλέον δισεκατομμύρια ευρώ, μόνο που από τη θέση του κεντρικού παρουσιαστή αποχωρούν εξωκαρδιάδες και παιδιά όλο θετική ενέργεια σαν το Χρήστο Φερεντίνο ή τον Γρηγόρη Αρναούτογλου, για να αντικατασταθούν από το βαθιά σκιαγμένο για τα μελλούμενα βλέμμα της Όλγας Τρέμη και την προτεσταντική παγωμάρα στη χροιά της φωνής της Σίας Κοσιώνη. Το τηλεπαιχνίδι που αντιστοιχεί στον μετά την κρίση νεκροζώντανο, «Η Επόμενη Δόση», δεν έχει σαν πρώτη ύλη την υπόσχεση για ολοένα και περισσότερα κέρδη, αλλά τον τρόμο για ολοένα και μεγαλύτερες απώλειες. Δεν είναι δομημένο σαν κλίμακα που ανεβαίνει προς τα πάνω, αλλά σαν κλίμακα που κατεβαίνει προς τα κάτω. Το κάθε επόμενο επίπεδο εκβιαστικών διλημμάτων βρίσκεται ένα σκαλοπάτι πιο κάτω από το προηγούμενο. Το κάθε τρέχον δίλημμα που ήταν στο αμέσως προηγούμενο σκαλοπάτι της κρίσης αδιανόητο, παρουσιάζεται τώρα ως αυτονόητο.

Μαζί με το κόνσεπτ και τους παρουσιαστές, κατ' εξοχήν αλλάζει και ο ρόλος που σου αναλογεί. Χθες σε είχαν πασά, σήμερα τράγο αποδιοπομπαίο. Από τις σειρήνες της διαφήμισης ως τις προεκλογικές υποσχέσεις, εκεί έξω σε περίμενε ένας καλύτερος κόσμος, ένας κόσμος που σου ανήκε, που είχε πέσει στα πόδια σου και σε εκλιπαρούσε: «Έλα, πάρε με, αγόρασέ με, κάνε με δικό σου. Με δικαιούσαι». Ίσως για αυτό ακόμη και τις συναισθηματικές σου ματαιώσεις δεν τις αντιμετώπιζες με συντριβή, αλλά με αυτοδικαίωση: «Πώς μπορεί να μη με θέλει πια εμένα; Για να μη με θέλει σημαίνει ότι αυτή δεν άξιζε τον κόπο, αυτή δεν κατάλαβε πόσο ξεχωριστός είμαι, όλοι με θέλουν εμένα, η διαφήμιση με θέλει εμένα, η τράπεζα με με θέλει εμένα, έχω τρόπο εγώ, έχω αξία εγώ, έχω άκρες εγώ». Και να που τώρα βρίσκεσαι να τρως πόρτα όχι μόνο από έναν άνθρωπο, αλλά από την καινούρια αφήγηση της πραγματικότητας στο σύνολό της. Τώρα σε ματαιώνουν και υλικά και ηθικά. Τώρα φεύγει από πάνω σου όλη η προσοχή και πέφτει πάνω σου όλη η ενοχή. Τώρα φταις εσύ, φταις εσύ που τα έφαγες μαζί τους, φταις εσύ που έπαιρνες τις πιστωτικές κάρτες και τα δάνεια κι όχι η τράπεζα που σε έπαιρνε τηλέφωνο για να σου τα χορηγήσει. Η μετάβαση από το «Σκοπός του κόσμου είναι να τον καταναλώσεις» στο «Πώς κατανάλωνες χωρίς να το δικαιούσαι;» και άρα στο «Τώρα ήρθε η ώρα να πληρώσεις το λογαριασμό της αφροσύνης σου», είναι η μετάβαση από έναν άνθρωπο που δεν ήξερε καλά καλά γιατί ζει, σε έναν άνθρωπο που δεν ξέρει καλά καλά αν θα έχει αύριο να ζήσει.

Ένα από τα βασικότερα ερωτήματα που προκύπτουν, είναι προς ποιά κατεύθυνση πρέπει να ενεργοποιηθεί κανείς μέσα σε μια μεταβατική εποχή, όπου η ιστορία που του έλεγαν μια ζωή δεν πείθει πια με τίποτα, χωρίς όμως να έχει έρθει ακόμη στη θέση της μια καινούρια πειστική ιστορία. Αν μπορούσαμε να μεταφερθούμε στο μέλλον, όσα συμβαίνουν σήμερα θα έχουν πάρει μια οριστική μορφή, η εικόνα θα είναι σχηματισμένη, όλα θα μοιάζουν ξεκάθαρα. Ζώντας πάνω στην μετάβαση και μην έχοντας αυτήν την πολυτέλεια, το ασφαλέστερο κριτήριο που μας μένει για να αποφασίσουμε, είναι να στραφούμε από την εξωτερική εικόνα μιας κατάστασης που διαρκώς μεταβάλλεται, στο εσωτερικό μας αισθητήριο: κάποιες ελάχιστες αδιαπραγμάτευτες κι αναπαλλοτρίωτες αρχές, πέντε πράγματα που τα νιώθουμε μέσα μας σωστά, δυο τρεις θεμελιώδεις αντιφάσεις στον επίσημο λόγο που δεν χωνεύονται με τίποτα.

Με αυτόν τον τρόπο, και παρά την δεδομένη αβεβαιότητα των ημερών, μια διαύγεια αρχίζει να κάνει δειλά δειλά την εμφάνισή της. Αρχίζεις να κατασταλάζεις. Αρχίζεις να νιώθεις πως ανήκεις κάπου. Και δίπλα στο αίσθημα αυτό έρχεται να κατακαθίσει ένα άλλο, παραδόξως ζωογόνο: η εχθρότητα. Και τώρα, όσο ήττα κι αν το λες σε σχέση με την ιδιοσυγκρασία σου και με τον βαθύτερο εαυτό σου, βλέπεις πόσο ανακουφιστικό είναι να εγκαταλείπεις τον σχετικισμό σου, εγκαταλείποντας ίσως μαζί του και την ουσιαστικότερη κατανόηση της πραγματικότητας, κερδίζοντας όμως σε αντιστάθμισμα μια άγρια χαρά. Τη χαρά του να μισείς. Δεν είμαι ιδεολογικά συγκροτημένος, δεν θα γίνω μάλλον ποτέ, ξέρω όμως πως μισώ το λόγο τους, την ασταμάτητη μετάλλαξή του, την ατελείωτη υποκρισία του, τη βαθιά αναλγησία του, την απέραντη χυδαιότητά του. Ο λόγος τους. Αυτός είναι ο εχθρός μου. Και μισώντας τον νιώθω εκατό τοις εκατό ζωντανός.

(Κείμενο γραμμένο για το μπαχάρ)

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 22, 2011

Έρχεται βροχή, έρχεται μπόρα

 Ο Κέρτις πίνει μπύρες με τον κολλητό του. Εκείνος, με την ειλικρίνεια και τη θέρμη που απελευθερώνει καμιά φορά η μέθη στις αντρικές φιλίες, του λέει: «Τα πας καλά στη ζωή σου, κι αυτό είναι το μεγαλύτερο κοπλιμέντο που μπορεί να κάνει κάποιος για έναν άντρα». "Τα πας καλά" δεν σημαίνει τίποτα γιάπικο, δεν βρισκόμαστε σε περιβάλλον προηγούμενων δεκαετιών, δεν βρισκόμαστε σε περιβάλλον μεγαλούπολης, βρισκόμαστε στην επαρχιακή Αμερική του σήμερα, κάπου στο Οχάιο. Τα πας καλά με τα μέτρα όχι του 1%, αλλά του 99% των Αμερικάνων, στο οποίο και ανήκεις. Δεν πρόκειται να κατακτήσεις ποτέ τον κόσμο, αλλά έχεις μια σταθερή περπατησιά, έχεις μια οικογένεια που σε αγαπάει, έχεις μια σταθερή δουλειά με αξιοπρεπή μισθό, που και την υποθήκη του σπιτιού σου σου επιτρέπει να πληρώνεις, και να βάζεις στην άκρη μαζί με τη γυναίκα σου για διακοπές στη θάλασσα. Είσαι δε ιδιαίτερα τυχερός που ο εργοδότης σου είναι συμβεβλημένος με καλή ασφαλιστική εταιρία, η οποία θα επιτρέψει στην κωφή σου κόρη να βάλει τα εμφυτεύματα που χρειάζεται.

Το "τα πας καλά" όμως έχει και την αντίστροφη όψη του: ότι βρίσκεσαι πια σε ένα στάδιο της ζωής σου που έχεις και κάτι να χάσεις. Οι περισσότερες ταινίες μιλάνε για προσδοκίες κι όνειρα. Και γενικότερα η Τέχνη καταπιάνεται συνήθως με αυτό που μας λείπει. Εδώ ο Κέρτις βρίσκεται ήδη κάπου και δεν προσδοκά τα περισσότερα, αλλά το θέμα είναι ο φόβος της απώλειας, ο φόβος της καταστροφής όσων έχει. Κι αν στα τυπικά θρίλερ ο εχθρός έρχεται από έξω, εδώ ο φόβος έρχεται ευθέως από μέσα. Ο Κέρτις φοβάται. Αρχίζει κι έχει πολύ ζωντανούς και πολύ επώδυνους εφιάλτες. Ό,τι τον περιτριγυρίζει και το νιώθει οικείο μετατρέπεται σε αυτούς σε πηγή απειλής. Ο σκύλος του, οι φίλοι του, ακόμη κι οι πιο κοντινοί του άνθρωποι. Αλλά όχι μόνο αυτοί. Ο βασικός του εφιάλτης, ο βασικός του φόβος έρχεται από αυτό που είναι έξω από τον ίδιο και πάνω από τον ίδιο, από αυτό που δεν μπορεί να ελέγξει και από το οποίο πρέπει να βρει τρόπο να προφυλαχθεί. Το νιώθει, το προβλέπει, το διαισθάνεται: θα έρθει μια μεγάλη καταιγίδα και θα τα σαρώσει όλα.

Ο Κέρτις έχει οικογενειακό ιστορικό. Η μάνα του διαγνώσθηκε με σχιζοφρένεια στα τριαντακάτι της (όσο είναι δηλαδή κι ο ίδιος τώρα). Όταν ήταν μικρός είχαν πάει στο σούπερ μάρκετ, βγήκε να ψωνίσει, τον άφησε στο πίσω κάθισμα του αυτοκίνητου και δεν γύρισε ποτέ να τον πάρει. Την βρήκαν μετά από μερικές μέρες σε γειτονική πολιτεία να τρώει από τα σκουπίδια. Έκτοτε ζει σε κλινική. Ο Κέρτις πήρε όρκο εκείνος να μην φύγει ποτέ. Να μην φύγει ποτέ από τη δική του οικογένεια. Και τώρα πρέπει να μη φύγει και το μυαλό του. Πρέπει να να μείνει εδώ. Και στην πραγματικότητα και στην οικογένειά του. Αρχίζει έτσι να δρα με τέτοιο τρόπο ώστε να μην ξεφύγει, αρχίζει να διαβάζει βιβλία για τις ψυχικές παθήσεις, αρχίζει να κάνει από μόνος του τεστ για να δει πόσα συμπτώματα έχει, αρχίζει να ρωτά γιατρούς και ψυχολόγους. Ενώ όμως έχει συναίσθηση της κατάστασης, ταυτόχρονα δρα και με τον τρόπο που του λένε οι εφιάλτες του. Αποφασίζει να απομακρύνει τις πηγές κινδύνου που εκείνοι του υπαγορεύουν. Αποφασίζει πάνω απ' όλα να χτίσει καταφύγιο. Και καταφύγιο όχι της πλάκας, όχι ένα υπογειάκι σαν αυτό που ήδη υπάρχει στην αυλή του και που είναι το εύλογο μέτρο προφύλαξης για μια πολιτεία που χτυπιέται ενίοτε από τυφώνες, αλλά φουλ εξοπλισμένο, γεγονός που συνεπάγεται όλων των ειδών τα κόστη, τα οποία δεν μπορεί να αντέξει. Τι θα επικρατήσει από τους δύο αλληλοαντικρουόμενους δρόμους που παίρνει; Από πού δεν πρέπει να φύγει για να προστατεύσει αποτελεσματικά τους δικούς του; Από τη κοινή λογική ή από τα προαισθήματά του;

Τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο "Καταφύγιο"έχει ο Μάικλ Σάνον, που ήταν υποψήφιος πριν τρία χρόνια για όσκαρ β΄ ανδρικού, για ρόλο επίσης οριακά ψυχικά ασθενή, στο -τελικά υποτιμημένο- "Revolutionary Road" ("Δρόμο της Επανάστασης") του Μέντες (αν μπορείς εκτός από την ταινία να διαβάσεις και το ομώνυμο βιβλίο, το συστήνω με τα χίλια). Σε κάθε άλλη περίπτωση θα είχες δίκιο να πεις ότι παραπάει η έλλειψη φαντασίας στο κάστινγκ και η τυποποίηση στο αμερικάνικο σινεμά, αλλά όχι εδώ, αφού ο Σάνον πρωταγωνιστούσε και στην προηγούμενη -και πρώτη- ταινία του -μόλις 32χρονου- σκηνοθέτη - σεναριογράφου Τζεφ Νίκολς, το πάρα πολύ καλό "Shotgun Stories" ("Ιστορίες Πυροβολισμών"), που, αφού πήρα μπρος με τις συστάσεις, στο συνιστώ κι αυτό. Ο Σάνον είναι εξαιρετικός, τόσο όταν παίζει σχεδόν σε όλη τη διάρκειά της ταινίας χαμηλότονα και διακριτικά έναν άνθρωπο που παλεύει με τους εφιάλτες και το άγχος του, όσο και στη σκηνή της έκρηξής του, που είναι καθηλωτική και που είναι στάνταρ η σκηνή που θα προβάλλουν στα όσκαρ αν τυχόν είναι υποψήφιος και φέτος για α΄αντρικό. Και μακάρι να είναι δηλαδή.

Μία είναι η βασική ένσταση που έχω για την ταινία και αφορά το τέλος της. Άλλο πράγμα η αμφισημία κι άλλο να καταλήγεις σχεδόν να αναιρείς ό,τι επί δίωρο έχτιζες. Η τελική σκηνή μπορεί να εντυπώνεται στο μυαλό, μοιάζει όμως εύκολα αβανταδόρικη και τσάμπα προκλητική. Είναι βέβαια ισχυρή η πιθανότητα να την σκέφτομαι στενόμυαλα και να μου διαφεύγει μια πιο ανοικτή ερμηνεία της, αλλά ακόμα κι έτσι δεν μου χαλάει την ταινία, απλά βάζει έναν αστερίσκο που θα προτιμούσα να μην υπάρχει. Γιατί η ταινία αξίζει, όπως και ο Νίκολς, για τον οποίο θα ξανακούσουμε σύντομα στο μέλλον, με την ελπίδα να συνεχίσει να κάνει ταινίες που θα μιλούν για τις ζωές του 99%. Μα τι μας νοιάζει αυτό, θα ρωτήσεις. Το να κάνει καλές ταινίες δεν είναι το κύριο; Σίγουρα. Αλλά και το άλλο δεν είναι και εντελώς δευτερεύον.

(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Τρίτη, Δεκεμβρίου 20, 2011

Κι ύστερα γίναμε ωραία φωτογραφία

#
#
Κι ύστερα γίναμε ωραία φωτογραφία.
#
«Τολμήστε».
#


#
Και κρεμαστήκαμε μεσ' την τραπεζαρία.
#
Μοιάζει σα να φωτογραφήθηκαν σε ασανσέρ. Πόσα άτομα χωράει ο θάλαμος; Πόσους συμβιβασμούς; Μετά από πoιό βάρος συμβιβασμών το σκοινί σπάει κι ο θάλαμος συντρίβεται; Μοιάζει σα να φωτογραφήθηκαν σε ασανσέρ· μόνο που εκείνη μπήκε πηγαίνοντας προς τα κάτω κι εκείνος πηγαίνοντας προς τα πάνω. Κάποιος από τους δύο δεν θα πρόσεξε το βελάκι όταν άνοιγε την πόρτα. Θα αναγκαστεί λοιπόν να συνυπάρξει για λίγο με τον άλλο. Η συνήθης αμηχανία των ασανσέρ. Μονομερής στην περίπτωσή μας· θα αντιμετωπιστεί με αυτήν την μακρινή υποψία παραίτησης στο βλέμμα της, με αυτήν την μακρινή υποψία κατάρρευσης στο χαμόγελό της. Το δικό του πρόσωπο, αντίθετα, μάς θωρεί ανυποψίαστο, πεπεισμένο πως το μέλλον του θα αποτελείται από ένα ατελείωτο σερί θριάμβων. Καταυγασμένο το δικό του πρόσωπο από την καταξίωση της αποδοχής, από την καταξίωση της θεσμικότητας. Χρόνια ατελείωτης τσιρίδας κατέληξαν στην οργασμική κορύφωσή τους: σχεδόν αναπάντεχη εξουσία· τώρα μπορεί για λίγο να ξαποστάσει.
Από τη ραδιοφωνική φωνή της στην τηλεοπτική φωνή του, ένας πλήρης κύκλος κλείνει στην εύγλωττη σιωπή της φωτογραφίας. Όλοι από κάπου ξεκινάνε, όλοι μας από κάπου ξεκινάμε. Φωνάζοντας. Μετά συγκλίνουμε, μετά βρισκόμαστε κοντά ο ένας στον άλλο, αμήχανα ίσως, αλλά τι να κάνουμε, ο συμβιβασμός είναι το οξυγόνο της κοινωνικής συνύπαρξης, ο συμβιβασμός είναι η πρώτη ύλη του δημοκρατικού παιχνιδιού, ο συμβιβασμός μάς τοποθετεί εντός του κάδρου. Η εξουσία σε ακούει μόνο όταν φωνάζεις, η εξουσία σε καλεί με την προϋπόθεση ότι θα την ασκήσεις με τρόπο πολύ έως και ριζικά διαφορετικό από τις φωνές σου. Φωνάζουμε για να μας ακούσουν· κι όταν μας ακούν, έχει ωριμάσει ο καιρός για να σωπάσουμε και να φωτογραφηθούμε. Ανεβαίνοντας ή κατεβαίνοντας.


Δευτέρα, Δεκεμβρίου 19, 2011

Για κανέναν Παπαδήμο

Έτσι, ρε, κλαίει ο λαός τους ηγέτες που αγαπάει. Συντρίβεται, σπαράζει, χάνει τον κόσμο κάτω από τα πόδια του.
Γιατί ο ηγέτης του ήταν ο κόσμος κάτω από τα πόδια του, ο κόσμος πάνω από το κεφάλι του, ο ουρανός του και η γη του, το σημείο αναφοράς του, το σημείο ελπίδας του, το σημείο πίστης του.
Πίστη, ρε. Πίστη. Λατρεία. Πώς να τα εμπνεύσουν αυτά οι Παπαδήμοι και οι Μόντιδες; Ποιός θα τους κλάψει αυτούς όταν πεθάνουν; Η Tριμερής και οι μέτοχοι της Γκόλντμαν Σακς; Για κανέναν Παπαδήμο δεν θα γίνει ποτέ αυτός ο χαμός, κανείς Παπαδήμος δεν μπορεί να γεννήσει τέτοιον οδυρμό. Παραδώσατε τις αστικές σας δημοκρατίες στα χέρια τεχνοκρατών, ενώ εμείς, στη μόνη αληθινή σοσιαλιστική δημοκρατία, είχαμε αφεθεί σε χέρια λαοκρατών, σε χέρια λαοφίλητα, σε χέρια πατρικά. Αλλά πού θα παει. Τελειώνετε. Πριονίζετε με την απληστία σας το κλαδί πάνω στο οποίο κάθεστε. Ο λαός ξυπνάει, το μεγάλο ενιαίο μέτωπο της Αριστεράς θα κυριαρχήσει στις επόμενες εκλογές. Εκ του πονηρά στρατηγικού δεν το σχηματίζουμε εκ των προτέρων. Εκ του πονηρά στρατηγικού το παίζουμε διασπασμένοι και εχθροί μεταξύ μας. Για να συλλέξουμε ψήφους από παντού. Όταν λοιπόν τα ποσοστά μάς δικαιώσουν, τότε ναι, μετεκλογικά θα ενωθούμε. ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΟΥΒΕΛΗΣ, ΟΙΚΟΛΟΓΟΙ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΟΛΟΙ - ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ. Και τότε θα επαληθευθεί ο Πάγκαλος. Το ΚΚΕ θα αναστείλει τις εκλογές επ αόριστον. Στο διπλανό κελί θα είναι ο Πάγκαλος με τον Κουβέλη. Ο Βορίδης με τον Ψαριανό. Η Ελλάδα θα επαναφέρει τον αληθινό κομμουνισμό στην Ευρώπη. Σαν ιό θα τον εξαπλώσει. Και το 2035 έτσι θα κλαίμε της Αλέκας τον χαμό. Στους δρόμους και τις πλατείες της χώρας. Στο Σύνταγμα και την Ομόνοια, όπως κι αν έχουν ως τότε μετονομαστεί. Και μετά θα έρθει η Άνοιξη της Πάργας. Ο κρυφός γιος του Βάτσλαβ Χάβελ και της Μιμής Ντενίση θα στήσει το ορμητήριο ιδεών του στην Πάργα και θα αρχίσει να υπονομεύει τον κομμουνισμό ζητώντας περισσότερες ελευθερίες και λιγότερη καταπίεση. Κάποια στιγμή ο κομμουνισμός θα ξαναπέσει, η Ιστορία θα ξανατελειώσει, δεν θα υπάρχει άλλη εναλλακτική, η δημοκρατία θα επανέλθει στην αστική της μορφή, με ριμπούτ πλέον των χρεών και των ελλειμμάτων, γεγονός που θα της δώσει καμιά εικοσοτριακονταετία μέχρι να ξανααναγκαστεί να ξαναϋποχωρήσει μπροστά στην αδήριτη ανάγκη αποπληρωμής των ομολόγων της. Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, δεκαετίες πάρτι του τσαγιού θα αποτελούν παρελθόν. Οι ΗΠΑ θα απελευθερωθούν από τον φονταμενταλισμό τους και ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ -που θα είναι παχύσαρκος και ανύπαντρος- θα κηρύξει την αποχώρηση των αμερικάνικων στρατευμάτων από τη Σαουδική Αραβία. Ο, σε βαθύ τότε γήρας, Βλάσης Τσάκας, θα εμφανίσει πρόταση από την απελευθερωμένη χώρα για τον Παναθηναϊκό. Το παιδί του Σικαμπάλα θα είναι με το στιλό στο χέρι.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 17, 2011

Η γιορτή


Ήμασταν λέει όλοι μαζί. Γιορτάζαμε. Τι; Ίσως το ότι ήμασταν όλοι μαζί. Πάντως γιορτάζαμε. Πίναμε, τρώγαμε, χορεύαμε, γελούσαμε. Σκιά δεν υπήρχε. Όλα είχαν οριστικά διευθετηθεί. Υπέρ της στιγμής. Κι η στιγμή κρατούσε. Υπήρχε κανείς εκτός της γιορτής; Όχι. Ήμασταν όλοι μαζί. Πάνω σε ένα τραγούδι κάποιος φώναξε. «Να το επαναλάβουμε, ρε παιδιά». Με καλή πρόθεση το είπε. Αλλά δεν του έκοβε πολύ. Αν το επαναλαμβάναμε, θα σήμαινε κι ότι στο μεταξύ το είχαμε διακόψει. Και αν το διακόπταμε, θα επιστρέφαμε άραγε που; Αφού εδώ ήμασταν όλοι μαζί. Και γιορτάζαμε. Και σκιά δεν υπήρχε. Η μουσική δυνάμωσε μπας και πνίξει τη φωνή του. Αλλά πως να μην ακούσεις κάτι που έχει ήδη ακουστεί; Πώς να αναιρέσεις κάτι που έχει ήδη ειπωθεί; Έτσι πέσαμε και τον φάγαμε. Κυριολεκτικά. Δεν υπήρχε άλλη λύση. Αν μη τι άλλο η φωνή του δεν θα ακουγόταν ποτέ ξανά. Θα έμενε βέβαια η ανάμνησή της. Αλλά οι αναμνήσεις κάποτε ξεθωριάζουν. Αν κρατούσαμε αρκετά, αν φαινόμαστε αρκετά γενναίοι, θα αντέχαμε. Και εμείς και η γιορτή. Γιατί άξιζε τον κόπο να συνεχιστεί. Αφού ήμασταν όλοι μαζί. Εκτός -πια- από εκείνον. Συνεχίσαμε να γιορτάζουμε ως κανίβαλοι. Πίναμε, τρώγαμε, χορεύαμε, γελούσαμε. Σκιά δεν υπήρχε. Όλα είχαν οριστικά διευθετηθεί. Υπέρ της στιγμής. Και η στιγμή κρατούσε. Κοιμόμασταν με δόσεις, ξυπνούσαμε με δόσεις, τα χρόνια περνούσαν. Η φωνή του ξεχάστηκε. Μαζί της και η δυνατότητα της διακοπής. Ίσως για αυτό θέριευε και το κέφι. Ήμασταν όλοι πολύ χαρούμενοι. Τη χρειαζόμασταν αυτή τη γιορτή για να ξεφύγουμε για λίγο από τα προβλήματά μας. Βασικά έτσι την είχαμε ξεκινήσει. Αποφασίζοντας πως από τα προβλήματα προτιμότερη η γιορτή. Πως από το να είμαστε χώρια προτιμότερο να ήμασταν όλοι μαζί. Και λέγοντας όλοι, είναι σκόπιμο να πούμε ότι διαρκώς γινόμαστε και περισσότεροι. Γεννοβολούσαμε βλέπεις όλα αυτά τα χρόνια. Η ζωή πάντα συνεχίζεται. Πόσο μάλλον μέσα στη γιορτή. Όσοι πάλι πέθαιναν δεν την εγκατέλειπαν. Γιατί αν δεν έγινα αντιληπτός ήμασταν όλοι μαζί. Ζωντανοί και νεκροί. Ακόμα αγέννητοι, αλλά και άνθρωποι που δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση να γεννηθούν. Και γιορτάζαμε. Στο παρόν, το παρελθόν και το μέλλον. Που ήταν όλα μαζί. Με ένα τρόπο που ίσως δεν έβγαζε πάντα νόημα, αλλά το νόημα το βασικό ήταν η ίδια η γιορτή. Που συνεχιζόταν και συνεχιζόταν και δεν έλεγε να τελειώσει. Γιατί αν έλεγε να τελειώσει θα πέφταμε να τη φάμε. Δεν θα υπήρχε άλλη λύση. Κι έτσι γιορτάζαμε. Κι ήταν όλα όμορφα. Και σκιά δεν υπήρχε. Και καθώς τρώγαμε, πίναμε, χορεύαμε, γελούσαμε και κάναμε έρωτα όλοι μαζί, δεν καταλαβαίναμε τι ήταν αυτό που κάποτε μας χώριζε. Δεν καταλαβαίναμε πώς ήταν δυνατόν να μην ήμασταν πάντοτε έτσι. Απ' την αρχή. Μυστήριο μεγάλο μας φαινόταν. Αλλά και πόσο να μας απασχολήσει; Μη νομίζεις. Φευγαλέα σκέψη κατάπληξης ήταν. Αφού το μυαλό μας ήταν στη γιορτή. Μια γιορτή στην οποία είσαι κι εσύ καλεσμένος. Τι; Θες, δεν θες; Μα δεν γίνεται να μη θες. Γιατί να μη θες; Θα γιορτάζουν όλοι κι εσύ θα είσαι αλλού; Βλακώδες. Έλα. Έλα λοιπόν. Μπες στη γιορτή μας. Έχουμε χώρο. Έχουμε χρόνο. Τα έχουμε ενώσει. Έχουμε ενωθεί. Αρνηθήκαμε τη σκλαβιά του εγώ. Υπάρχουμε μόνο μέσα στην κοινή μας τη γιορτή. Ως τμήματά της ισομερή, ως μέτοχοί της ισοβαρείς. Κι αν θες να ξέρεις, αυτό (το εγώ) ήταν κι η πηγή όλων μας των σκιών. Τότε που τις είχαμε δηλαδή, τότε που δεν γιορτάζαμε. Τότε που επιμέναμε να μην είμαστε όλοι μαζί. Μα πώς μπορούσαμε; Μα τι αυτοκαταστροφή. Μα από τι λούκι είχαμε περάσει ως είδος. Πόσο προτιμότερα είναι τώρα. Τι εμπειρία θεϊκή, ναι θεϊκή, είναι αυτή η γιορτή. Δεν θα τελειώσει ποτέ. Είναι το ποτέ που έχει τελειώσει. Θα δεις. Καλωσόρισες.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 16, 2011

Γίνεται να είσαι ρομαντικός με τη στατιστική;

«Γίνεται να μην είσαι ρομαντικός με το μπέιζμπολ;», θα αναρωτηθεί ο Μπραντ Πιτ, υποδυόμενος -σε μια πολύ μεστή και ώριμη ερμηνεία- τον Μπίλι Μπιν, τον τζένεραλ μάνατζερ της ομάδας μπέιζμπολ του Όκλαντ (το "Μοneyball" είναι βασισμένο στην αληθινή σαιζόν της ομάδας το 2002). Η ερώτηση μπορεί ανετότατα να μεταφερθεί σε κάθε ομαδικό σπορ. Γίνεται να μην είσαι ρομαντικός με το ποδόσφαιρο, το μπάσκετ κ.ο.κ; Ενώ λοιπόν κάθε αθλητική ταινία είναι τίγκα σε αυτού του είδους το ρομαντισμό, το "Moneyball" βρίσκεται στην εντελώς δύσκολη θέση να έχει σαν θέμα της μια τρόπον τινά αντιρομαντική αθλητική επανάσταση. Αν οι φίλαθλοι παρακολουθούν αθλητισμό με την προσδοκία να δουν αθλητικά κατορθώματα και αν οι αθλητικές ταινίες μεγεθύνουν αυτή τη συνθήκη προσφέροντας μας τα εντυπωσιακότερα αληθινά ή φανταστικά κατορθώματα, είναι και επειδή το αθλητικό κατόρθωμα είναι το βασίλειο του μη απτού, του μη ελέγξιμου, του πέραν των μετρήσεων και των προβλέψεων. Το "Μοneyball" έρχεται αντίθετα να μιλήσει για το απτό και το ελέγξιμο, για το μετρήσιμο και το προβλέψιμο, έρχεται να μιλήσει για αριθμούς και στατιστικές που αν διαβαστούν σωστά μπορούν να σε οδηγήσουν στην επιτυχία.

Γίνεται όμως να είσαι ρομαντικός με τη στατιστική; Όχι. Και γίνεται ο σεναριογράφος να μην ψάξει να βρει κάπου αλλού το ρομαντισμό; Επίσης όχι. Έτσι ο ρομαντισμός μετατίθεται στην τόλμη για την υιοθέτηση της καινοτόμου ιδέας, στην τόλμη να σκεφτείς και να δράσεις αντισυμβατικά, στην επιμονή να τη στηρίξεις παρότι αρχικά έχει καταστροφικά αποτελέσματα. Η ομάδα του είχε πολύ φτωχό μπάτζετ, οπότε ο Μπιν αποφασίζει να πετάξει στα σκουπίδια τη «συμβατική σοφία» των σκάουτερ και των κριτηρίων με τα οποία ως τότε όλες οι ομάδες αγόραζαν και να υιοθετήσει ως αποφασιστικό κριτήριο μια νέα μέθοδο στατιστικών μετρήσεων. Έτσι, στην τελικά ρομαντική καρδιά του "Μοneyball" δεν είναι οι στατιστικές, αλλά μια ιδέα, μια ιδέα για μια στηριγμένη σε στατιστικές μέθοδο που αν πετύχει, θα αλλάξει συνολικά τον τρόπο που όλοι ως τότε αντιλαμβάνονταν ότι παιζόταν το μπέιζμπολ.

Η ταινία έχει ένα βασικότατο προτέρημα για μεγάλη χολιγουντιανή παραγωγή και ταινία είδους: δεν σου δίνει την αίσθηση του χιλιοειδωμένου πράγματος. Αν αυτό είναι βασικά σεναριακή αρετή (Στίβεν Ζαϊλιαν το πρώτο χέρι, Άαρον Σόρκιν το τελικό), η στόφα που διατηρεί η ταινία σε όλη της την -εξαιρετικά μονταρισμένη- διάρκεια πρέπει να πιστωθεί στον σκηνοθέτη Μπένετ Μίλερ. Στη θέση του κάποιος πιο ταλαντούχος ή πιο επιδειξιομανής θα έκανε ίσως περισσότερα κόλπα με τα στατιστικά και τις στήλες με τα ποσοστά, αλλά ο Μίλερ παίρνει εξαιρετικό βαθμό στο βασικότερο, στον τρόπο δηλαδή που υπηρετεί την ιστορία του, κινηματογραφώντας το υλικό του διακριτικά, αλλά καίρια και ενίοτε γοητευτικά. Μελανό σημείο που όντως η ταινία θυμίζει συνταγές, είναι οι -ευτυχώς ελάχιστες- οικογενειακές σκηνές του Μπίλι Μπιν με την κόρη του και τη χωρισμένη γυναίκα του. Νά το άγχος για τα τάργκετ γκρουπ, νά το «βάλε οπωσδήποτε και λίγη οικογενειακή ζωή του ήρωα στο μίγμα» κι ας μην έχει καμία σχέση με την υπόλοιπη ιστορία.

Το "Moneyball" κερδίζει πολλούς πόντους και τελικά και τη νίκη, επειδή η κατάληξή του -μπορείς αυτή τη στιγμή να σταματήσεις να διαβάσεις, αφού επίκειται κάτι σαν spoiler- δεν είναι αυτή που όλοι αναμένουν μετά απολύτου βεβαιότητας από μια αθλητική ταινία. Έτσι, δεν αρκείται σε όλο το ταρακούνημα που έκανε στη συνθήκη της αθλητικής ταινίας, αλλά πάει κόντρα και στο καθοριστικότερο συστατικό της συνταγής, την τελική επικράτηση στο γήπεδο. Και ο Σόρκιν επιλέγει για την τελική σκηνή της ταινίας να παρουσιάσει τον Μπίλι Μπιν όπως παρουσίασε στην τελική σκηνή του "Social Network" τον Μαρκ Ζάκερμπεργκ: έναν άνθρωπο που μες στην καρδιά του θριάμβου του φέρεται σαν λούζερ.


 (Kείμενο γραμμένο για το ελculture)

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 14, 2011

Τα επόμενα χρόνια θα φέρουν ή πολλή δημοκρατία ή πολλή βία. Και στην μία και στην άλλη περίπτωση το υπάρχον μεσοβέζικο έκτρωμα δεν έχει πολλά περιθώρια ζωής. Είτε θα γκρεμιστεί όπως γκρέμισε και θα ταπεινωθεί όπως ταπείνωσε, είτε θα πάψει να φοράει προσωπεία και προσχήματα, μετατρεπόμενο σε ολότελα ολοκληρωτικό.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 13, 2011

Bρες τρόπους να καθυστερήσουμε τη νύχτα

Το φωτογραφίζω, το ανεβάζω, ετοιμάζομαι να γράψω, αλλά αυτό τo πράγμα στο πρόσωπό του με αποσυντονίζει. Φωτογραφίζω πάντα βιαστικά και σχεδόν ένοχα τους τοίχους, δεν του είχα δώσει βάση λοιπόν, αφού την προσοχή μου την είχε κερδίσει η εντυπωσιακή συνολική εικόνα και κυρίως η φράση. Τι θέλει άραγε να πει ο ποιητής; Παίζει μήπως κάτι με μπλεγμένη σεξουαλικότητα, εξού και το μαστάρι στο στέρνο, εξού και τα γυμνά γεννητικά όργανα; Όσο παραμένω μπερδεμένος, μου έρχεται η φαεινή ιδέα να γκουγκλάρω τις λέξεις. Βρίσκω αυτό. Το μυστήριο λύνεται. Ο ποιητής θέλει να πει ότι ο συγκεκριμένος αποδέκτης του ποιήματος είναι ηλίθιος. Αλλά κι αυτός πόσο πιο έξυπνος είναι που επέλεξε να κάνει street art; Aς πήγαινε να το ανεβάσει σε γκαλερί να μην του το πειράζανε. Δρόμο ήθελε, δρόμο έλαβε. Στάθηκε όμως τυχερός. Γιατί παίρνω τη φωτογραφία από το λινκ και διασώζω την τέχνη του. Τώρα ναι, μπορώ να κάνω διάλογο μαζί της, χωρίς το εμπόδιο της φάτσας μυρμηγκοφάγου απ' το Avatar. Έλα, πάμε να μιλήσουμε για απελπισία, μπέιμπ, όπως σου πρέπει.
Το γκουγκλ όμως έχει πολλά ποδάρια. Πάνω που είμαι επιτέλους έτοιμος, με αποκατεστημένο το αυθεντικό έργο, να μιλήσω για το αυθεντικότερο αίτημα των ημερών, μου αποκαλύπτεται η προέλευση της φράσης, που είναι, λέει, στίχος του Χριστιανόπουλου:
Γαμώτο, για ερωτοκαταστάσεις λέει. Έστω και με τρόπο υπαρξιακό. Η υπερπληροφόρηση βλάπτει εξίσου με την ηλιθιότητα. Την επόμενη φορά που θα με κερδίσει τοίχος, κομμένα τα γκουγκλ, κομμένη κι η αμφιβολία για το τι θέλει να πει ο ποιητής. Ίσως ο μόνος σωστός τρόπος να διαβάζεις τα ποιήματα, είναι λέγοντας όσα εξαρχής θες εσύ να πεις, με βάση όσα εξαρχής σε κάνουν να νιώθεις.
Στράικ θρι. Βρες τρόπους να καθυστερήσουμε τη νύχτα. Τι πιο καίριο; Τι πιο αντιπροσωπευτικό των ημερών, των εβδομάδων, των μηνών; Πώς να μιλήσεις σκέτα αισιόδοξα και να μην ακουστείς παράταιρος; Πώς να μιλήσεις από τη σκοπιά της ατόφιας ελπίδας και να μην προξενήσεις οργή; Πώς να εμπνεύσεις με λόγια γεμάτα προσδοκία; Δεν είναι αυτός ο καιρός τους. Ίσως αργήσει ακόμα, ίσως αντίθετα έρθει πολύ σύντομα, αλλά για να έρθει θα πρέπει μάλλον πρώτα να ακουστεί το βίαιο κρακ, θα πρέπει μάλλον πρώτα να προηγηθεί ο πάταγος της τελικής πρόσκρουσης. Όσο βρισκόμαστε ακόμα στη διαδικασία καθόδου κι όσο τους τελευταίους μήνες πείστηκαν κι όλοι εκείνοι που αμφέβαλλαν πως οδηγούμαστε ολοταχώς προς τα κάτω και πουθενά αλλού, δεν υπάρχει στον ορίζοντα κανένα ξημέρωμα.
Να γιατί αυτές οι έξι λέξεις δεν είναι προτροπή συνθηκολόγησης, αλλά ανασύνταξης. Γιατί όταν η νέα μέρα δεν φαίνεται, εκείνο που σου απομένει είναι ή να κλείσεις τα μάτια και να παραδοθείς ή να βρεις τρόπους για να καθυστερήσεις τη νύχτα. Τώρα, σήμερα, τον Δεκέμβριο του 2011, αν μια φράση πρέπει να καίει το μυαλό μας, αν ένα αίτημα επείγει όσο τίποτε, είναι αυτό, το απεγνωσμένα αμυνόμενο: Βρες τρόπους να καθυστερήσουμε τη νύχτα.
Βοήθησε εκείνους για τους οποίους η νύχτα έχει ήδη έρθει, ξαναδές τις προτεραιότητές σου, ξαναδές τη θέση σου στο κοινωνικό σύνολο, σκέψου, νιώσε, μην κλείνεσαι, ανοίξου, δώσε, μοιράσου, μην τους αφήνεις να κάνουν παιχνίδι πάνω στο ψυχικό σου πτώμα, αντιστάσου, βρες τρόπους να καθυστερήσουμε τη νύχτα.

Κυριακή, Δεκεμβρίου 11, 2011

Unfollow

Aκολουθεί το Δελτίο Τύπου, που τα λέει με τα δικά του λόγια. Με τα δικά μου έχω απλώς να προσθέσω ότι πρόκειται για ένα έντυπο που όπως είχε λόγο γέννησης, έτσι έχει και λόγο ύπαρξης. Την Τετάρτη λοιπόν στα περίπτερα το τεύχος Δεκεμβρίου. Αυτό είναι και το μόνο σίγουρο. Όλα τα υπόλοιπα θα εξαρτηθούν από το αν ο λόγος ύπαρξης επιβεβαιωθεί και από τους ανθρώπους που θα το αγοράσουν, θα το διαβάσουν και θα θελήσουν έτσι να το ξανααγοράσουν.

Ξέρω, δεν ακούγεται πολύ ενθουσιώδης η εισαγωγή μου. Δεν είμαι όμως κι ο πιο ενθουσιώδης τύπος στον κόσμο -όπως μπορούν να σου υπογράψουν όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι που είχαν κάποτε τη χαρά να με γνωρίσουν από κοντά- οπότε μην κάνεις το λάθος να κρίνεις από την εισαγωγή.

Κρίνε από το περιοδικό, και ποιός ξέρει, ίσως ενθουσιαστείς από μόνος σου.


ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
UNFOLLOW
Το τεύχος #1 κυκλοφορεί στις 14 Δεκεμβρίου 2011
Ζητήστε το στα περίπτερα σε όλη την Ελλάδα!

Το UNFOLLOW είναι μηνιαίο, έντυπο, ανεξάρτητο δημοσιογραφικό και πολιτικό περιοδικό. Γεννιέται από το περιβάλλον της κρίσης και προσπαθεί να αντιτάξει στην Κατάσταση Εξαίρεσης, που κυριαρχεί τόσο στην ελληνική όσο και στην ευρωπαϊκή πολιτική, την ανάγκη για παρατήρηση, καταγραφή, ανάλυση και καλύτερη περιγραφή του κοινωνικού πεδίου.
Το UNFOLLOW είναι περιοδικό με πολιτική δημοσιογραφία και ρεπορτάζ, σχολιασμό και ανάλυση, λογοτεχνία και πολιτιστική κριτική. Φτιάχνουμε ένα περιοδικό για αναγνώστες με πολιτική συνείδηση. Και δεν δεχόμαστε αυτό που διατείνονται τα υπάρχοντα ΜΜΕ, ότι «ο κόσμος δεν διαβάζει». Εμείς πιστεύουμε ότι διαβάζει και θα προσπαθήσουμε να προσφέρουμε κάτι που αξίζει να διαβαστεί.
Αποφασίσαμε ότι είναι απαραίτητο να υπάρξει ένα τέτοιο περιοδικό πρωτίστως για πολιτικούς λόγους. Ωστόσο, επιθυμούμε να σταθεί στο «κέντρο» της ενημέρωσης και όχι στο περιθώριο – δεν φτιάχνουμε, δηλαδή, ένα «εναλλακτικό» έντυπο αλλά ένα επαγγελματικό, δημοσιογραφικό περιοδικό, με ευρεία απεύθυνση, ωστόσο με άλλο ήθος και άλλη αντίληψη από τα κυρίαρχα ΜΜΕ. Απεχθανόμαστε την εντυπωσιοθηρία. Δεν δημιουργούμε θέμα εκεί όπου δεν υπάρχει. Πιστεύουμε ότι αρκούν όσα υπάρχουν και δεν αναδεικνύονται επειδή απειλούν. Αν έχουμε μία αρχή, πάνω από όλα, είναι η εξής: καταγράφουμε ό,τι χρειάζεται να καταγραφεί, αποκαλύπτουμε ό,τι χρειάζεται να αποκαλυφθεί, αναλύουμε ό,τι χρειάζεται να αναλυθεί, και δεν ταυτιζόμαστε εκ προοιμίου με καμία παράταξη, καμία οπτική και καμία θέση. Το ότι ασκούμε κριτική σε ένα φαινόμενο ή σε μία κίνηση δεν μας τοποθετεί αυτομάτως στο πλευρό των όποιων αντιπάλων τους. Και μολονότι είμαστε ξεκάθαρα υπέρ της χειραφέτησης όλων, κυρίως μέσω της σκέψης, της γνώσης, της αμφισβήτησης και της πολιτικής συμμετοχής, δεν αποδεχόμαστε ότι έχουμε «φυσικούς» ή αυτονόητους συμμάχους. Σύμμαχός μας είναι η αλήθεια και όποιος συντάσσεται μαζί της.
Το πιο κρίσιμο για την ανεξαρτησία κάθε ΜΜΕ και πολύ περισσότερο ενός περιοδικού σαν το UNFOLLOW, που θέλει να αποφασίζουν γι’ αυτό μόνο οι δημοσιογράφοι, οι συνεργάτες του, και το αναγνωστικό κοινό που το εμπιστεύεται, είναι η χρηματοδότησή του. Ως εκ τούτου, επιλέγουμε να μην έχουμε «εξωτερικό» χρηματοδότη ή επενδυτή – είτε φανερό είτε σκιώδη. Δεν επιθυμούμε και δεν επιδιώκουμε καμία σύνδεση με οποιαδήποτε άλλα συμφέροντα. Κάτι τέτοιο θα διευκόλυνε οπωσδήποτε τη βιωσιμότητα του περιοδικού, στην καλύτερη περίπτωση όμως θα έριχνε σκιές στο κύρος του και στη χειρότερη θα τραυμάτιζε ανεπανόρθωτα την ανεξαρτησία του – όπως συμβαίνει με τα ΜΜΕ που κυριαρχούν στο τοπίο της ενημέρωσης τώρα. Έτσι, αποφασίσαμε το εξής: Εμείς, οι δημοσιογράφοι του UNFOLLOW, θα καταβάλουμε τα έξοδα για την εκτύπωση και τη διανομή και θα βασιστούμε στις πωλήσεις. Αν εσείς, οι αναγνώστες, βρείτε το περιοδικό ενδιαφέρον και το αγοράσετε, τότε θα αμειφθούμε για την εργασία μας. Είναι απολύτως στο δικό σας χέρι να στηρίξετε το UNFOLLOW, αγοράζοντάς το και διαβάζοντάς το κάθε μήνα!
Το UNFOLLOW εκδίδεται και διευθύνεται από τους συντάκτες του.
Συντακτική ομάδα: Ηρακλής Αδύρης, Μαρινίκη Αλεβιζοπούλου, Κώστας Βαξεβάνης, Λεωνίδας Βατικιώτης, Μαρία Βελβιτσάνου, Έφη Γιαννοπούλου, Κώστας Εφήμερος, Αχιλλέας Ζαβαλλής, Αυγουστίνος Ζενάκος, M. Hulot, Κατερίνα Κιτίδη, Πάρης Μήτσου, Στεφανία Μιζάρα, Νικόλας Μπαρδάκης, Old Boy, Πιτσιρίκος, Σπύρος V.J., Θεόφιλος Τραμπούλης, Γιώργος Τσιάρας, Μιλτιάδης Φίνος, Παναγιώτης Φραντζής, Λευτέρης Χαραλαμπόπουλος, Πάνος Χαρίτος, Άρης Χατζηστεφάνου, Νέλλη Ψαρρού
Σχεδιασμός: Χρήστος Λιάλιος
Συντονιστές: Μαρινίκη Αλεβιζοπούλου, Έφη Γιαννοπούλου, Αυγουστίνος Ζενάκος, Πιτσιρίκος, Θεόφιλος Τραμπούλης, Λευτέρης Χαραλαμπόπουλος
Επιμέλεια φωτογραφιών: Αχιλλέας Ζαβαλλής
Ατελιέ: Μαρία Βελβιτσάνου
Διόρθωση: Λιάνα Καρπούζη
Εκτύπωση: Ηλιότυπο Α.Ε.Β.Ε.Ε.
Διανομή: Ευρώπη Α.Ε.
Σχήμα: 14x21εκ. Σελίδες: 128 Τιμή τεύχους: 5 ευρώ

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 08, 2011

Το σκάνδαλο Γκαμπριέλ Ελκάιμ

Μια ιστορία για ένα παιδί που σε ηλικία 18 μηνών διαγιγνώσκεται με καρκίνο στον εγκέφαλο, αλλιώς γράφει μέσα σου όταν τη βλέπεις ως ένα ακόμα έργο ατόφιας μυθοπλασίας και αλλιώς όταν ξέρεις ότι είναι βασισμένη στην αληθινή ιστορία του άντρα και της γυναίκας που πρωταγωνιστούν. Πράγματι, στο «Πολεμώντας για τη Νίκη» η Βαλερί Ντονζελί και ο Ζερεμί Ελκάιμ όχι μόνο πρωταγωνιστούν, αλλά έχουν γράψει και το σενάριο, ενώ η Ντονζελί είναι και η σκηνοθέτης. Έχοντας αυτή τη πληροφορία, αλλάζει όλη η συνθήκη παρακολούθησης του έργου. Πλέον μια βασικότατη ερώτηση που ίσως έχεις την τάση να κάνεις για κάθε ταινία που παρακολουθείς (πού το πάει, ποιός ο λόγος ύπαρξής της, γυρίστηκε με σκοπό να μας δείξει και να μας πει τι;) έχει εκ των προτέρων απαντηθεί. Ο λόγος που έχει γυριστεί είναι εγκαθιδρυμένος και δικαιωμένος εξαρχής. Ακόμη κι αν το κινηματογραφικό αποτέλεσμα δεν αποδειχθεί αντάξιο μιας τόσο ακραίας ανθρώπινης εμπειρίας, όπως είναι η αντιμετώπιση μιας τόσο άγριας αρρώστιας ενός μικρού παιδιού, υπάρχει τέτοιος σεβασμός και δέος για αυτή καθαυτή την εμπειρία, που ξεκινάς να βλέπεις την ταινία προκατειλημμένος θετικά. Όλα αυτά βέβαια τελούν υπό την αίρεση ότι η προσέγγιση του θέματος δεν θα υπερβεί κάποια όρια (εκβιάζοντας π.χ. τη συγκίνησή μας και προσφέροντάς μας μια πορνογραφία του πόνου), που θα κάνουν το όλο πράγμα να γυρίσει μπούμερανγκ .

Ωστόσο κάθε άλλο παρά τέτοιου είδους περίπτωση συντρέχει εδώ. Αντίθετα η ιδιαιτερότητα της ταινίας έγκειται ακριβώς -δεν ξέρω πώς να το γράψει κανείς αυτό χωρίς να παρεξηγηθεί- στη θετική διάθεση που συνολικά τη διαπνέει. Όχι, δεν έχουμε να κάνουμε με γονείς που την ώρα που σταυρώνονται σφυρίζουν και σιγοτραγουδούν «Always look on the bright side of life». Το μεγάλο επίτευγμα της Ντονζελί όμως είναι ότι πετυχαίνει να σκηνοθετήσει μια τόσο δυσάρεστη ιστορία με τρόπο εντελώς ξένο προς τη μιζέρια. Υπάρχουν και οι σκηνές του έντονου ψυχικού πόνου, όμως και ποσοτικά είναι λίγες και δεν χαρακτηρίζουν την ταινία. Εκ των υστέρων μάλιστα, όσο κι αν εκείνη την ώρα που τις βλέπεις αμφιβάλλεις για τη σκοπιμότητα ύπαρξής τους, καταλήγεις ότι καλό είναι που υπάρχουν, γιατί θα ήταν ύποπτο να απουσιάζουν εντελώς σε μια ταινία με αυτή τη θεματική. Πώς τα καταφέρνει λοιπόν και σου παρουσιάζει μια τέτοια ιστορία αποφεύγοντας το σκόπελο να σε πάρει από τα μούτρα και να σε ρίξει μιάμιση ώρα στη μαύρη μαυρίλα, προτού σε οδηγήσει στο λυτρωτικό φινάλε; Καθοριστικότατο ρόλο παίζει η επιλογή των τραγουδιών και της μουσικής. Δεν είναι υπερβολή να πεις πως είναι το μουσικό γούστο και ο τρόπος χρήσης των τραγουδιών που ανεβάζει επίπεδο την ταινία. Η αισθητική των τραγουδιών και της μουσικής δίνει τον τόνο στη συνολική αισθητική της ταινίας, που προσδιορίζει με τη σειρά της την ηθική στάση της ταινίας, τη στάση ζωής των βασικών συντελεστών της απέναντι σε αυτό που τους συνέβη. Ένας φίλος έγραψε πρόσφατα: «Θα έπρεπε να είμαστε μόνο ένα τραγούδι. Να μπορούμε να περιγράψουμε τους εαυτούς, σαν μια σειρά από νότες». Η Ντονζελί με τον Ελκάιμ -δύο όμορφοι, αέρινοι και φωτεινοί άνθρωποι- είναι τα τραγούδια με τα οποία ντύνουν την ταινία. Αν θέλει πάντως κανείς να γκρινιάξει και λίγο, υπάρχουν επιμέρους αισθητικές επιλογές που μοιάζουν πολύ λιγότερο εύστοχες (οι περιστασιακοί αφηγητές με φωνή off θα ήταν μάλλον καλό να λείπουν, ενώ ένα γλυκερό αυτοσχέδιο τραγούδι λατρείας που τραγουδούν ο ένας στον άλλο μόλις πληροφορούνται την ασθένεια του γιου τους θα ήταν σίγουρα καλό να λείπει).

«Γιατί συνέβη σε εμάς;», θα ρωτήσει σε μια σκηνή ο πατέρας τη μάνα. «Γιατί εμείς μπορούμε να το αντιμετωπίζουμε», θα του απαντήσει αυτή. Και όχι μόνο να το αντιμετωπίσουν, αλλά μερικά χρόνια μετά να το κάνουν και ταινία. Και μάλιστα αξιοπρόσεκτη. Τόσο αξιοπρόσεκτη που την είδαν 1.000.000 θεατές στη χώρα τους. Τόσο αξιοπρόσεκτη που είναι η προτεινόμενη από τη Γαλλία ταινία για τα φετινά όσκαρ. Το «Πολεμώντας για τη Νίκη» δεν ήρθε με την πρόθεση να αλλάξει την ιστορία του κινηματογράφου, δεν ήρθε με την πρόθεση να μας προσφέρει μεγάλη τέχνη. Είναι όμως μια ταινία γυρισμένη με ιδιαίτερη χάρη και τοποθετημένη με περισσή χάρη απέναντι σε ένα τόσο άχαρο θέμα. Και ακόμα κι αν δεν έχουμε να κάνουμε με μεγάλη τέχνη, έχουμε να κάνουμε με μια χειρονομία μεγάλης κατάφασης στη ζωή, με ένα γενναίο και γενναιόδωρο κοίταγμα της.

Με το που πέφτουν οι τίτλοι του τέλους, μολονότι δεν μιλάω γαλλικά, καταλαβαίνω ότι η Ντονζελί ευχαριστεί κάποια δημόσια νοσοκομεία ή το δημόσιο σύστημα υγείας. Και σκέφτομαι ότι αυτή η Ευρώπη που με δημόσια νοσοκομεία κατορθώνει να κατανικά ένα επιθετικό καρκίνο σε παιδί, είναι μια Ευρώπη άξια του ονόματός της. Ότι στην Ευρώπη που έχει ήδη αρχίσει να την αντικαθιστά, τους καρκίνους θα τους κατανικούν μόνο εκείνοι οι λίγοι που θα το αντέχει η τσέπη τους. Ότι η ιστορία του μικρού Γκαμπριέλ Ελκάιμ (του γιου της Ντονζελί και του Ελκάιμ, που παίζει και ο ίδιος ένα μικρό ρόλο στην ταινία, όταν ο γιατρός ανακοινώνει στους γονείς ότι ο οκτάχρονος γιος τους δεν έχει πλέον πρόβλημα), μπορεί να αποτελεί λόγω της μακροχρόνιας επιτυχούς θεραπείας του, μια μικρή δημοσιονομική πληγή για τη γαλλική οικονομία, ένα μικρό δημοσιονομικό σκάνδαλο, που συσσωρευόμενο μαζί με όλα τα άλλα απειλεί το ΑΑΑ της οικονομικής αξιολόγησης της χώρας. Συνταγματοποιώντας τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, συνταγματοποιώντας ως ανώτατη αρχή τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη καταπολέμηση των ελλειμμάτων, οι μελλοντικοί Γκαμπριέλ Ελκάιμ, δύσκολα θα έχουν αντίστοιχη μεταχείριση, αφού οι προτεραιότητες των κρατών πλέον αλλάζουν, οι αρχές των κοινωνιών πλέον αλλάζουν και κανένα μεμονωμένο παιδί δεν μπορεί να βάζει τη δική του υγεία πάνω από τη δημοσιονομική.
(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Τρίτη, Δεκεμβρίου 06, 2011

Όχι, αγάπη μου


Αν έχει αξία αυτό το βίντεο (που το αλίευσα από τη Jacquou Utopie), αυτή δε συνίσταται τόσο στο προβοκάρισμα που επιχειρεί ο καλεσμένος, όσο στον τρόπο αντίδρασης στο προβοκάρισμά του: η ολοκληρωτική αμηχανία, το πλήρες ξεκούρδισμα, το στιγμιαίο σπάσιμο του μάτριξ. Ο λάιφ στάιλ κόσμος μπορεί να υφίσταται μόνο εφόσον είναι ενεργοποιημένος στο φουλ ο μηχανισμός της απώθησης. Δεν υπάρχει κόσμος και πραγματικότητα έξω από τη δική του. Αν τυχόν υπάρξει, θα υπάρξει μόνο με τους όρους του, με τους όρους που θα δείξουν φιλανθρωπικά γκαλά γεμάτα σελέμπριτις. Έτσι, τη στιγμή που με την αναφορά μιας απεργίας ο ιός του έξω κόσμου εισβάλλει απροσδόκητα στην ατμόσφαιρα, λιώνουν βίαια τα συστατικά που τη συγκροτούσαν. Το ειρωνικό στην όλη υπόθεση είναι πως αυτού του είδους οι τηλεορασάνθρωποι ένα χάρισμα υποτίθεται πως έχουν, ότι είναι διαρκώς ετοιμόλογοι και ικανοί να γεμίσουν κάθε δευτερόλεπτο τηλεοπτικού αέρα με την προσωπικότητά τους. Αρκεί να λένε μπούρδες, αρκεί να πρόκειται για θέματα που άπτονται της καλής χαράς. Η παγωμάρα που προκύπτει στο στούντιο είναι βαθιά πολιτική, γιατί πρόκειται για έναν κόσμο που δεν θέλει να ακούει και δεν θέλει να ξέρει για δυσάρεστα πράγματα (εκτός και πάλι αν τα προσεγγίζει με τους δικούς του όρους, με τους μελό όρους της Βίκυς Χατζηβασιλείου που αποτελεί την αντίστροφη όψη του ίδιου νομίσματος). Πρόκειται για έναν κόσμο τόσο εντελώς απολιτίκ, που θα μπορούσε να συνεχίσει να λειτουργεί χωρίς την παραμικρή ρωγμή, ακόμη και αν στην πόλη έπεφτε λιμός, ακόμη και αν δίπλα στο στούντιο είχε εγκατασταθεί στρατόπεδο συγκέντρωσης με θαλάμους αερίων. Απώθηση. «Όχι, αγάπη μου. Έλα δω, έλα δω, έλα δω. Άκουσε με. Από τους τηλεοπτικούς ρόλους που έχεις ερμηνεύσει στην καριέρα σου ποιόν αγαπάς περισσότερο;». Εδώ έλα. Κι αν δεν έρχεσαι εσύ, θα έρθει η ψυχολόγος. «Μετά την απιστία, τι;».
---
Και καλά η Ναταλία. Μπας κι έχω αναφερθεί εγώ τόσες μέρες στο θέμα της απεργίας της Χαλυβουργικής που λέγεται Χαλυβουργία; Πόσο διαφορετικός είναι ο δικός μου ο κόσμος, πώς λειτουργούν οι δικοί μου μηχανισμοί άμυνας, τι εγώ απωθώ; Μήπως τελικά ο κόσμος μου είναι μόνο αισθητικά και όχι πολιτικά διαφορετικός από αυτόν της Ναταλίας; Μήπως ξερνάω μεν πάγια με τον κόσμο της, αλλά συνολικά και από πλευράς αντικειμενικών συνθηκών βρίσκομαι πιο κοντά σε αυτόν, από ό,τι σε έναν κόσμο όπου στη μηχανή χύτευσης η θερμοκρασία περιβάλλοντος ξεπερνά τους 110 βαθμούς Κελσίου το καλοκαίρι και 30-40 το χειμώνα; Μήπως δυο τρεις γενιές ανθρώπων που αντί για εργοστάσια και χωράφια δούλευαν σε υπηρεσίες και γραφεία έχτισαν το δικό τους μάτριξ, απωθώντας την ύπαρξη ενός κόσμου ταξικών διαφορών;
---
Επιστρέφοντας σε ένα κόσμο στον οποίο βολεύομαι καλύτερα και δεν μου προξενεί αμηχανία, ας κλείσω με ένα βίντεο που επίσης εισάγει απότομα τον πραγματικό κόσμο μέσα στον μη πραγματικό. Ξέρεις ότι η εποχή είναι περίεργη και πως το σύστημα το έχει εντελώς μα εντελώς παρακάνει στο θέμα του τρόπου κατανομής του πλούτου και γενικότερα των κανόνων του καπιταλιστικού παιχνιδιού, όταν στο τέλος μιας εντελώς μα εντελώς μέινστριμ χολιγουντιανής κωμωδίας οι τίτλοι προσφέρουν αυτά τα εξόχως αποκαλυπτικά γραφήματα.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 05, 2011

Και αν τις ξεχνούσαμε;

«Και αν ξεχνούσαμε τις εκλογές; Μια κυβέρνηση στηριγμένη σε τρία κόμματα δεν είναι κυβέρνηση που έχει μόνο μειονεκτήματα - το αντίθετο. Μπορεί να λάβει γρήγορες αποφάσεις και να επιβάλει την εκτέλεσή τους.
Και η λαϊκή έκφραση; Την πάτησε το τρένο; Κατ' αρχήν, τη λαϊκή έκφραση την πάτησε το Μνημόνιο. Και αν η κυβέρνηση Παπαδήμου μπορέσει να ανοίξει κάποιες δουλειές, όλοι θα τις κυνηγήσουμε ανέκφραστοι».


Υπάρχουν δύο επιλογές. Ή προτιμάς να αγνοήσεις εντελώς τέτοιου είδους άρθρα, θεωρώντας τα πλέον αναμενόμενα, ή αντίθετα προτιμάς να τα αναδείξεις, θεωρώντας τα ενδεικτικά της συνολικής μετατόπισης του επίσημου λόγου. Θα άξιζε ίσως να γίνει μια μελέτη, με καταγραφή άρθρων σαν αυτό, που να δείχνει πώς μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια ο επίσημος λόγος μετατοπίστηκε σταδιακά, από την αμφισβήτηση πτυχών της δημοκρατίας στην αμφισβήτηση της δημοκρατίας στο σύνολό της. Λέξεις σαν αυτές του άρθρου θα μπορούσα να είχα γράψει εγώ πέρσι με περιεχόμενο ειρωνικό. Και πράγματι τις έγραψα, και τώρα που το σκέφτομαι ήταν ακόμη ηπιότερες. Γράφοντάς τες πέρσι, δημιουργήθηκε σύγχυση αν ειρωνευόμουν ή κυριολεκτούσα. Αν όμως τις είχα γράψει πρόπερσι, η σύγχυση θα ήταν μικρότερη, ενδεχομένως και μηδενική. Και νά που φέτος αυτά γράφονται από άλλους στα εντελώς σοβαρά. Και δεν γράφονται σε περιθωριακά σάιτ ή έντυπα, αλλά στην τελευταία σελίδα των «Νέων».

Αναρωτιέμαι λοιπόν ποιός είναι ο δέων τρόπος απάντησης σε επιχειρηματολογίες αυτού του στυλ. Πώς γίνεται να απαντήσεις χωρίς να το ρίξεις στα μπινελίκια, πώς γίνεται να απαντήσεις χωρίς να μπεις στη σφαίρα του ποινικά κολάσιμου; Από την άλλη, όταν φτάνει ο επίσημος λόγος σε τέτοια άκρα, τι επιλογές σου μένουν; Να κάτσεις να απαντήσεις με το "σεις" και με το "σας", πως, αγαπητέ κύριε Τζανάκη, ξέρετε, αν όπως λέτε η δημοκρατία έχει καταργηθεί στην πράξη, τότε η μόνη επιλογή που υπάρχει δεν είναι το «άνοιγμα μερικών δουλειών», αλλά η με κάθε μέσο και κάθε τρόπο αποκατάστασή της;

Σάββατο, Δεκεμβρίου 03, 2011

Άτιτλο

Θέλησε να κρύψει το κεφάλι του στη γη, όντας όμως στο σπίτι αναγκάστηκε να το κρύψει στο πάτωμα. Είμαι μια αστική στρουθοκάμηλος, σκέφτηκε, την ώρα που το κεφάλι του ξεπρόβαλε στο ταβάνι των από κάτω, για καλή του τύχη δίπλα και όχι επάνω στο φωτιστικό, ειδάλλως θα κινδύνευε και το μάτι του να βγάλει και το φωτιστικό να διαλύσει, προξενώντας πάταγο και μεγάλη ζημιά στους ανθρώπους, που όπως είναι αυτονόητο δεν έφταιγαν σε τίποτα. Ήταν σκοτεινά. Μάλλον έλειπαν. Θα τους περίμενε. Γιατί όχι; Στο μεταξύ βάλθηκε να κοιτάζει το σαλόνι τους. Φωτογραφίες δικές τους, πίνακες κάποιων άλλων, ένα ακουμπισμένο παλτό, ένα μισογεμάτο ποτήρι νερό, τίποτα το απροσδόκητο· αν και το γεγονός πως είδε το ποτήρι μισογεμάτο και όχι μισοάδειο, ήταν απροσδόκητη ένδειξη πως ήδη αισθανόταν καλύτερα. Εφεξής θα στρουθοκαμήλιζε συχνότερα. Μισή ώρα μετά είχε ήδη αρχίσει να βαριέται, ωστόσο σε σύγκριση με το κοίταγμα των τοίχων του δικού του διαμερίσματος, τα πατώματα του ξένου είχαν τουλάχιστον υπέρ τους το πλεονέκτημα που έχει η σουρεαλιστική κατάθλιψη έναντι της συνήθους. Επέμεινε λοιπόν. Και η επιμονή του σαράντα τρία λεπτά αργότερα -τόσα πάνω κάτω τα υπολόγιζε, αφού δεν μπορούσε να δει το ρολόι του, που βρισκόταν στο χέρι του, ήτοι στο πάτωμα του σπιτιού του- ανταμείφθηκε. Οι από κάτω μπήκαν. Τα πρώτα δύο λεπτά δεν αντάλλαξαν λέξη. Άναβαν φώτα, έπλεναν χέρια, γδύνονταν. Μετά βρέθηκαν μάλλον απρογραμμάτιστα δίπλα ο ένας στον άλλο, τα σώματά τους ακουμπήθηκαν και έπιασαν να κάνουν έρωτα πέφτοντας μαλακά στον καναπέ. Αισθάνθηκε αμήχανα. Δεν είχε βρεθεί εκεί με σκοπό την ηδονοβλεψία. Το κεφάλι του είχε γίνει κατακόκκινο, αλλά κι ο ίδιος δεν ήξερε αν αυτό ήταν δείγμα συστολής ή του είχε ανέβει το αίμα στο κεφάλι λόγω της στάσης του σώματός του εδώ και τόση ώρα. Η καρδιά του χτυπούσε πάντως με ένταση καθώς τους κοιτούσε. Πορνογραφικό υλικό δεν το έλεγες, αφού αφενός η γωνία λήψης του παραήταν ψηλά και αφετέρου ούτε οι πρωταγωνιστές έκαναν όσα κάνουν συνήθως στα πορνό. Από την άλλη οι αναστεναγμοί και τα βογγητά τους έμοιαζαν αληθινά. Κι η αλήθεια είναι καλό πράγμα. Εκτός από όλες εκείνες τις φορές που δεν είναι. Τελείωσαν γρήγορα. Λίγο μετά το έριξαν στην κουβέντα. Δεν τους άκουγε καλά, για κάποιο λόγο σχεδόν ψιθύριζαν. Τότε άκουσε κλειδί στην πόρτα. Τη δική του ή τη δική τους; Αν ήταν η δική του, όποιος έμπαινε θα έβλεπε ένα τουρλωμένο κώλο και δυο χέρια να στηρίζονται στο πάτωμα. Αν ήταν η δική τους, όποιος έμπαινε υπήρχε σοβαρή πιθανότητα να δει το κεφάλι του να κρέμεται δίπλα στο φωτιστικό. Είχε ήδη φανεί τυχερός που δεν τον είχαν δει εκείνοι, θα ήταν τραβηγμένο να επαναληφθεί η τύχη του. Άρα, όπου κι αν είχε μπει το κλειδί, ήταν εκτεθειμένος. Έπρεπε να πάψει να στρουθοκαμηλίζει. Έβγαλε το κεφάλι του από το πάτωμα. Κοίταξε με αγωνία προς την πόρτα του. Κάποιος έμπαινε. Δεν τον ήξερε. Περίεργο. Φορούσε κουστούμι και γραβάτα, έμοιαζε αξιοπρεπής. Δεν θα έπρεπε να τον φοβάται. Παρέμενε όμως άγνωστος. Και ήταν αργά. Και είχε κλειδιά. «Ποιος είστε;», ρώτησε. «Ο από πάνω. Σας παρακολουθώ αρκετό καιρό. Θα το είχατε αντιληφθεί, αν αντί να κοιτάτε μόνο το κενό, στρέφατε καμιά φορά το βλέμμα σας ψηλά. Δεν ξέρετε πόσο τυχερός είστε. Το θέαμα που μου προσφέρετε είναι λίαν επιεικώς θλιβερό, ενώ εσείς μέσα σε σκάρτο μισό βράδυ είδατε πράγματα και θάματα». «Υπερβάλλετε. Πιστέψτε με, δεν ήταν τόσο φαντασμαγορικό». «Αν είναι έτσι, δεν έχετε να χάσετε τίποτα αν αλλάξουμε για λίγο ρόλους και διαμερίσματα». «Αποκλείεται. Κι άλλωστε πού βρήκατε τα κλειδιά μου;». «Αυτό είναι πράγματι και σε μένα ανεξήγητο. Θέλω να πω, με τα δικά μου κλειδιά μπήκα. Κι όμως η πόρτα σας άνοιξε». «Λέτε ψέμματα. Είναι σαφές. Εκτός όλων των άλλων είστε και ψεύτης». «Είστε αγενέστατος, αλλά δεδομένων των συνθηκών θα το παραβλέψω. Όπως και να 'χει, αν δεν αποδεχτείτε την προσφορά μου, υπάρχουν δύο εκδοχές. Ή καθόμαστε στον καναπέ σας και κοιτάζουμε μαζί τον τοίχο σας ή στρουθοκαμηλίζουμε παρέα». Προτίμησαν το δεύτερο. Δεξιά από το φωτιστικό ο ένας, αριστερά ο άλλος. Οι από κάτω είχαν αποκοιμηθεί. Αγκαλιά στον καναπέ. Στο ταβάνι των αγκαλιασμένων παραλίγο να δημιουργηθεί μια ιδιαίτερα περίεργη σκηνή -που άγνωστο πού θα κατέληγε, τίποτα όμως δεν μπορεί να αποκλειστεί- καθώς τα δύο κεφάλια έστρεψαν ενστικτωδώς το ένα προς το άλλο. Το ένστικτό τους το μπλόκαρε το μεσολαβούν φωτιστικό. Το οποίο την ώρα εκείνη άναψε μάλιστα ξανά. Το παιδί των από κάτω επέστρεφε και έβλεπε σοκαρισμένο τα μεσήλικα προς γερασμένα σώματα των γονιών του εκτεθειμένα στη γύμνια τους. Εκείνοι πετάχτηκαν πάνω τρομαγμένοι κι έτρεξαν προς το δωμάτιό τους, με τσιρίδες και χάχανα, ημιπανικόβλητοι - ημιευτυχείς. Μερικά χρόνια αργότερα, ο ένας τους ορκιζόταν ότι εκείνο το βράδυ, όταν πετάγονταν απ' τον ύπνο, είχε δει δύο κεφάλια να κρέμονται στο ταβάνι. Το ορκιζόταν στον τάφο της συντρόφου του, σε τόνο απολογητικό. «Δεν ξέρω γιατί δεν στο είπα τότε, δεν ξέρω γιατί δεν στο είπα ποτέ μετά. Ή μάλλον ξέρω. Φοβήθηκα ότι δεν θα με πιστέψεις. Και πώς να με πίστευες; Θα νόμιζες ότι σου λέω παραμύθια. Και τα παραμύθια είναι κακό πράγμα. Εκτός από όλες εκείνες τις φορές που δεν είναι».

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 02, 2011

Το σουξέ

Βιολί έπαιζε συνήθως στην είσοδο του μετρό, αμέσως μετά τις κυλιόμενες. Και καθαρότερο ήταν το περιβάλλον εκεί και η μουσική του δεν ήταν εκτεθειμένη στους θορύβους του δρόμου. Καθώς καθόταν κι έπαιζε, η θήκη του βιολιού έχασκε μπροστά του ανοικτή. Μέσα της σκορπισμένα κέρματα. Άλλοτε περισσότερα, άλλοτε λιγότερα. Ήταν μονίμως αφηρημένος και δεν τσέκαρε τις τσέπες του να δει πόσα είχε όταν ξεκινούσε από το σπίτι. Ξεκινούσε με σκοπό να προσφέρει. Δεν είχε σημασία η ποιότητα της μουσικής ή η ποσότητα των χρημάτων. Η χειρονομία είχε σημασία. Για αυτό όταν έπιανε τη θέση του και έβγαζε το βιολί από τη θήκη, άδειαζε τις τσέπες του από ό,τι κέρμα είχε και το άπλωνε μέσα της. Κι όμως οι άνθρωποι περνούσαν και δεν καταδέχονταν να πάρουν κανένα. Αναρωτήθηκε μήπως όπως αρνούνταν την μια προσφορά του, αρνούνταν και τη δεύτερη. Αναρωτήθηκε δηλαδή μήπως εκτός από τα λεφτά που δεν έπαιρναν από τη θήκη, έτσι δεν άκουγαν και τη μουσική που τους έπαιζε με το βιολί. Ταράχτηκε και αποφάσισε να προσφέρει περισσότερα. Έριξε στη θήκη ένα εικοσάευρω κι ένα πενηντάευρω. Αλλά οι περαστικοί δεν κατέβαζαν το βλέμμα προς τη θήκη, δεν έβλεπαν τι είχε μέσα και συνέχιζαν να τον προσπερνούν. Ταράχτηκε κι αποφάσισε να προσφέρει και μουσικά περισσότερα. Σηκώθηκε όρθιος και το γύρισε σε πιο γρήγορους ρυθμούς. Μετά άρχισε να περιφέρεται ανάμεσά τους και να παίζει σχεδόν στα μούτρα τους, με διαρκώς αυξανόμενη ένταση. Κάποιοι τρομαγμένοι έκλειναν τα αυτιά τους, άλλοι απλώς επιτάχυναν τον βηματισμό τους. «Σε κλέβουν άνθρωπε μου, γιατί απομακρύνθηκες τόσο;», άκουσε τότε μια φωνή, κι είδε στο βάθος έναν νεαρό να βουτάει τα χαρτονομίσματα και να φεύγει τρέχοντας προς τις σκάλες. Άρχισε να χαμηλώνει τους ρυθμούς της μουσικής του. Γυρνώντας στη θέση του ολοκλήρωσε την μελωδία σχεδόν σιωπηλά. Ξανακάθισε. Επιτέλους είχε σουξέ.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 01, 2011

Άναρθροι





Ωραίο πράγμα οι εμμονές, αλλά κακό πράγμα να επαναλαμβάνεσαι συνέχεια. Οπότε δεν έχω σκοπό να ξαναγράψω με παραλλαγμένες λέξεις ένα ακόμα ύμνο για αυτό το ανεπανάληπτο φευγιό που συνιστούν για τον οπαδό εκείνα τα λίγα, ξεχωριστά, μεγάλα γκολ της ομάδας του. Όπως δεν έχω σκοπό να πείσω κανέναν να νιώσει θετικές δονήσεις στο θέαμα αυτών των εικόνων. Κάποιοι μπορεί να νιώθουν και αποστροφή. Kαι δικαίωμά τους στην τελική. Σκοπό δεν έχω ακόμα να εξιδανικεύσω κανέναν. Δεν το ξέρω το παλικάρι, μπορεί κάλλιστα να είναι το αρχέτυπο του ανθρώπου που υπό Κ.Σ. αντιπαθώ όσο τίποτα στη ζωή μου. Ωστόσο δεν με ενδιαφέρουν εδώ οι κανονικές συνθήκες, αλλά οι έκτακτες. Δεν με ενδιαφέρει π.χ. αν κράτησε ή δεν κράτησε το λεπτό σιγής για τον Γκάρι Σπιντ. Με ενδιαφέρει η σπίντα που έπαθε στα δευτερόλεπτα φυγής του γκολ. Και σκοπός μου είναι να πω πως όπως προ κρίσης θεωρούσα ότι αυτή η έκσταση που κάποιες ελάχιστες φορές μπορεί να σου προσφέρει το ποδόσφαιρο είναι μια από τις πιο ζωογόνες εμπειρίες που έχει να παράσχει ο ανθρώπινος πολιτισμός, έτσι και μετά κρίσης εξακολουθώ να θεωρώ ότι το ποδόσφαιρο δεν είναι αποβλάκωση, το ποδόσφαιρο «δεν σου αποσπά την προσοχή από τα αληθινά σου προβλήματα», το ποδόσφαιρο δεν σε εμποδίζει να συμμετέχεις ενεργά στη θεωρία ή στην πράξη των κοινωνικών αγώνων. Δεν είναι πολυτέλεια το ποδόσφαιρο. Πολυτέλεια και σπατάλη και αποβλάκωση και αηδία είναι η μεγάλη πλειοψηφία εκείνων που παρασιτούν -νομίμως ή παρανόμως- από το ποδόσφαιρο.
Κακό πράγμα να επαναλαμβάνεσαι συνέχεια, κι όμως επαναλαμβάνομαι. Ξαναβλέπω τις φώτο και θλίβομαι. Αυτές οι ακραίες στιγμές δεν μπορούν να γίνουν λέξεις. Οι λέξεις ανήκουν στο σύστημα της γλώσσας, η κάθε λέξη πριν σχηματισθεί έχει αποκρυσταλλώσει μέσα της τόση πειθαρχία και τέτοιο κανόνα, που είναι εξ ορισμού μισή σκλάβα. Αν ήταν αλλιώς, τότε όταν έμπαιναν μεγάλα γκολ θα μας έπιανε λογοδιάρροια. Δεν μιλάμε όμως τότε. Ουρλιάζουμε. Είμαστε άναρθροι. Είμαστε ελεύθεροι από τα δεσμά της γλώσσας. Άρα τι νόημα έχει η προσπάθεια να επαναμαντρώσεις εκείνο που κατόρθωσε να ξεφύγει; Τι νόημα έχει να προσπαθείς να επέμβεις έτσι πάνω στο άρρητο; Ακόμη και πάνω στο σεξ μπορείς να μιλάς. Πάνω στο γκολ ποτέ.