Ακούς;

ΑΝΑΒΑΛΕ ΓΙΑ ΛΙΓΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΣΟΥ, ΓΙΑ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ. ΙΣΤΟΡΙΕΣ, ΑΜΑΡΤΙΕΣ & ΜΕΓΑΛΑ ΛΑΘΗ («Οι σχολιαστές σημειώνουν σ' αυτό το χωρίο: Η ορθή αντίληψη ενός ζητήματος και η παρανόηση ενός ζητήματος δεν αποκλείονται αμοιβαίως». Φραντς Κάφκα, "Η Δίκη").

Δύο άνθρωποι φιλιούνται σε ένα λεωφορείο. 8 Σεπτεμβρίου στους κινηματογράφους. Σεπτεμβρίου; Ξέμειναν. Κρίση, φίλε μου, κρίση. Δεν θα βρέθηκε κανείς να τους αντικαταστήσει. Έστω. Γιατί τότε δεν βγήκαν; Δημόσιο, φίλε μου, Δημόσιο. Δεν θα βρέθηκε κανείς να τους βγάλει. Έτσι φιλιούνται ακόμα. Bράδυ 26ης Δεκεμβρίου και το φιλί τους δεν λέει να τελειώσει. Κλείνουν τετράμηνο όπου να 'ναι. Όταν επιστρέφουν στο αμαξοστάσιο και δεν τους βλέπει κανένας, σταματάνε άραγε να πάρουν ανάσα; Ή παραμένουν εντός ρόλου;
Σε τουλάχιστον ένα όμως λεωφορείο των Αθηνών, γραμμή 550, Παλαιό Φάληρο - Κηφισιά, δύο άνθρωποι ξέρουν τι να κάνουν τα χέρια τους. Σύμφωνοι, αφήνουν κι αυτοί άγραφα ένα σωρό ποιήματα. Σύμφωνοι, αφήνουν κι αυτοί αχάιδευτα ένα σωρό κορμιά. Αλλά έχουν βρει έναν άνθρωπο που τους καλύπτει, και δεν λένε να ξεκολλήσουν τα χέρια τους απ' το δικό του το κορμί, κοντά τέσσερεις μήνες τώρα, πάνω κάτω την Κηφισίας.
Ο Κέρτις πίνει μπύρες με τον κολλητό του. Εκείνος, με την ειλικρίνεια και τη θέρμη που απελευθερώνει καμιά φορά η μέθη στις αντρικές φιλίες, του λέει: «Τα πας καλά στη ζωή σου, κι αυτό είναι το μεγαλύτερο κοπλιμέντο που μπορεί να κάνει κάποιος για έναν άντρα». "Τα πας καλά" δεν σημαίνει τίποτα γιάπικο, δεν βρισκόμαστε σε περιβάλλον προηγούμενων δεκαετιών, δεν βρισκόμαστε σε περιβάλλον μεγαλούπολης, βρισκόμαστε στην επαρχιακή Αμερική του σήμερα, κάπου στο Οχάιο. Τα πας καλά με τα μέτρα όχι του 1%, αλλά του 99% των Αμερικάνων, στο οποίο και ανήκεις. Δεν πρόκειται να κατακτήσεις ποτέ τον κόσμο, αλλά έχεις μια σταθερή περπατησιά, έχεις μια οικογένεια που σε αγαπάει, έχεις μια σταθερή δουλειά με αξιοπρεπή μισθό, που και την υποθήκη του σπιτιού σου σου επιτρέπει να πληρώνεις, και να βάζεις στην άκρη μαζί με τη γυναίκα σου για διακοπές στη θάλασσα. Είσαι δε ιδιαίτερα τυχερός που ο εργοδότης σου είναι συμβεβλημένος με καλή ασφαλιστική εταιρία, η οποία θα επιτρέψει στην κωφή σου κόρη να βάλει τα εμφυτεύματα που χρειάζεται.
Έτσι, ρε, κλαίει ο λαός τους ηγέτες που αγαπάει. Συντρίβεται, σπαράζει, χάνει τον κόσμο κάτω από τα πόδια του.
Γιατί ο ηγέτης του ήταν ο κόσμος κάτω από τα πόδια του, ο κόσμος πάνω από το κεφάλι του, ο ουρανός του και η γη του, το σημείο αναφοράς του, το σημείο ελπίδας του, το σημείο πίστης του.
Πίστη, ρε. Πίστη. Λατρεία. Πώς να τα εμπνεύσουν αυτά οι Παπαδήμοι και οι Μόντιδες; Ποιός θα τους κλάψει αυτούς όταν πεθάνουν; Η Tριμερής και οι μέτοχοι της Γκόλντμαν Σακς; Για κανέναν Παπαδήμο δεν θα γίνει ποτέ αυτός ο χαμός, κανείς Παπαδήμος δεν μπορεί να γεννήσει τέτοιον οδυρμό. Παραδώσατε τις αστικές σας δημοκρατίες στα χέρια τεχνοκρατών, ενώ εμείς, στη μόνη αληθινή σοσιαλιστική δημοκρατία, είχαμε αφεθεί σε χέρια λαοκρατών, σε χέρια λαοφίλητα, σε χέρια πατρικά. Αλλά πού θα παει. Τελειώνετε. Πριονίζετε με την απληστία σας το κλαδί πάνω στο οποίο κάθεστε. Ο λαός ξυπνάει, το μεγάλο ενιαίο μέτωπο της Αριστεράς θα κυριαρχήσει στις επόμενες εκλογές. Εκ του πονηρά στρατηγικού δεν το σχηματίζουμε εκ των προτέρων. Εκ του πονηρά στρατηγικού το παίζουμε διασπασμένοι και εχθροί μεταξύ μας. Για να συλλέξουμε ψήφους από παντού. Όταν λοιπόν τα ποσοστά μάς δικαιώσουν, τότε ναι, μετεκλογικά θα ενωθούμε. ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΟΥΒΕΛΗΣ, ΟΙΚΟΛΟΓΟΙ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΟΛΟΙ - ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ. Και τότε θα επαληθευθεί ο Πάγκαλος. Το ΚΚΕ θα αναστείλει τις εκλογές επ αόριστον. Στο διπλανό κελί θα είναι ο Πάγκαλος με τον Κουβέλη. Ο Βορίδης με τον Ψαριανό. Η Ελλάδα θα επαναφέρει τον αληθινό κομμουνισμό στην Ευρώπη. Σαν ιό θα τον εξαπλώσει. Και το 2035 έτσι θα κλαίμε της Αλέκας τον χαμό. Στους δρόμους και τις πλατείες της χώρας. Στο Σύνταγμα και την Ομόνοια, όπως κι αν έχουν ως τότε μετονομαστεί. Και μετά θα έρθει η Άνοιξη της Πάργας. Ο κρυφός γιος του Βάτσλαβ Χάβελ και της Μιμής Ντενίση θα στήσει το ορμητήριο ιδεών του στην Πάργα και θα αρχίσει να υπονομεύει τον κομμουνισμό ζητώντας περισσότερες ελευθερίες και λιγότερη καταπίεση. Κάποια στιγμή ο κομμουνισμός θα ξαναπέσει, η Ιστορία θα ξανατελειώσει, δεν θα υπάρχει άλλη εναλλακτική, η δημοκρατία θα επανέλθει στην αστική της μορφή, με ριμπούτ πλέον των χρεών και των ελλειμμάτων, γεγονός που θα της δώσει καμιά εικοσοτριακονταετία μέχρι να ξανααναγκαστεί να ξαναϋποχωρήσει μπροστά στην αδήριτη ανάγκη αποπληρωμής των ομολόγων της. Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, δεκαετίες πάρτι του τσαγιού θα αποτελούν παρελθόν. Οι ΗΠΑ θα απελευθερωθούν από τον φονταμενταλισμό τους και ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ -που θα είναι παχύσαρκος και ανύπαντρος- θα κηρύξει την αποχώρηση των αμερικάνικων στρατευμάτων από τη Σαουδική Αραβία. Ο, σε βαθύ τότε γήρας, Βλάσης Τσάκας, θα εμφανίσει πρόταση από την απελευθερωμένη χώρα για τον Παναθηναϊκό. Το παιδί του Σικαμπάλα θα είναι με το στιλό στο χέρι.


Τα επόμενα χρόνια θα φέρουν ή πολλή δημοκρατία ή πολλή βία. Και στην μία και στην άλλη περίπτωση το υπάρχον μεσοβέζικο έκτρωμα δεν έχει πολλά περιθώρια ζωής. Είτε θα γκρεμιστεί όπως γκρέμισε και θα ταπεινωθεί όπως ταπείνωσε, είτε θα πάψει να φοράει προσωπεία και προσχήματα, μετατρεπόμενο σε ολότελα ολοκληρωτικό.



Aκολουθεί το Δελτίο Τύπου, που τα λέει με τα δικά του λόγια. Με τα δικά μου έχω απλώς να προσθέσω ότι πρόκειται για ένα έντυπο που όπως είχε λόγο γέννησης, έτσι έχει και λόγο ύπαρξης. Την Τετάρτη λοιπόν στα περίπτερα το τεύχος Δεκεμβρίου. Αυτό είναι και το μόνο σίγουρο. Όλα τα υπόλοιπα θα εξαρτηθούν από το αν ο λόγος ύπαρξης επιβεβαιωθεί και από τους ανθρώπους που θα το αγοράσουν, θα το διαβάσουν και θα θελήσουν έτσι να το ξανααγοράσουν.

Μια ιστορία για ένα παιδί που σε ηλικία 18 μηνών διαγιγνώσκεται με καρκίνο στον εγκέφαλο, αλλιώς γράφει μέσα σου όταν τη βλέπεις ως ένα ακόμα έργο ατόφιας μυθοπλασίας και αλλιώς όταν ξέρεις ότι είναι βασισμένη στην αληθινή ιστορία του άντρα και της γυναίκας που πρωταγωνιστούν. Πράγματι, στο «Πολεμώντας για τη Νίκη» η Βαλερί Ντονζελί και ο Ζερεμί Ελκάιμ όχι μόνο πρωταγωνιστούν, αλλά έχουν γράψει και το σενάριο, ενώ η Ντονζελί είναι και η σκηνοθέτης. Έχοντας αυτή τη πληροφορία, αλλάζει όλη η συνθήκη παρακολούθησης του έργου. Πλέον μια βασικότατη ερώτηση που ίσως έχεις την τάση να κάνεις για κάθε ταινία που παρακολουθείς (πού το πάει, ποιός ο λόγος ύπαρξής της, γυρίστηκε με σκοπό να μας δείξει και να μας πει τι;) έχει εκ των προτέρων απαντηθεί. Ο λόγος που έχει γυριστεί είναι εγκαθιδρυμένος και δικαιωμένος εξαρχής. Ακόμη κι αν το κινηματογραφικό αποτέλεσμα δεν αποδειχθεί αντάξιο μιας τόσο ακραίας ανθρώπινης εμπειρίας, όπως είναι η αντιμετώπιση μιας τόσο άγριας αρρώστιας ενός μικρού παιδιού, υπάρχει τέτοιος σεβασμός και δέος για αυτή καθαυτή την εμπειρία, που ξεκινάς να βλέπεις την ταινία προκατειλημμένος θετικά. Όλα αυτά βέβαια τελούν υπό την αίρεση ότι η προσέγγιση του θέματος δεν θα υπερβεί κάποια όρια (εκβιάζοντας π.χ. τη συγκίνησή μας και προσφέροντάς μας μια πορνογραφία του πόνου), που θα κάνουν το όλο πράγμα να γυρίσει μπούμερανγκ .
Ωστόσο κάθε άλλο παρά τέτοιου είδους περίπτωση συντρέχει εδώ. Αντίθετα η ιδιαιτερότητα της ταινίας έγκειται ακριβώς -δεν ξέρω πώς να το γράψει κανείς αυτό χωρίς να παρεξηγηθεί- στη θετική διάθεση που συνολικά τη διαπνέει. Όχι, δεν έχουμε να κάνουμε με γονείς που την ώρα που σταυρώνονται σφυρίζουν και σιγοτραγουδούν «Always look on the bright side of life». Το μεγάλο επίτευγμα της Ντονζελί όμως είναι ότι πετυχαίνει να σκηνοθετήσει μια τόσο δυσάρεστη ιστορία με τρόπο εντελώς ξένο προς τη μιζέρια. Υπάρχουν και οι σκηνές του έντονου ψυχικού πόνου, όμως και ποσοτικά είναι λίγες και δεν χαρακτηρίζουν την ταινία. Εκ των υστέρων μάλιστα, όσο κι αν εκείνη την ώρα που τις βλέπεις αμφιβάλλεις για τη σκοπιμότητα ύπαρξής τους, καταλήγεις ότι καλό είναι που υπάρχουν, γιατί θα ήταν ύποπτο να απουσιάζουν εντελώς σε μια ταινία με αυτή τη θεματική. Πώς τα καταφέρνει λοιπόν και σου παρουσιάζει μια τέτοια ιστορία αποφεύγοντας το σκόπελο να σε πάρει από τα μούτρα και να σε ρίξει μιάμιση ώρα στη μαύρη μαυρίλα, προτού σε οδηγήσει στο λυτρωτικό φινάλε; Καθοριστικότατο ρόλο παίζει η επιλογή των τραγουδιών και της μουσικής. Δεν είναι υπερβολή να πεις πως είναι το μουσικό γούστο και ο τρόπος χρήσης των τραγουδιών που ανεβάζει επίπεδο την ταινία. Η αισθητική των τραγουδιών και της μουσικής δίνει τον τόνο στη συνολική αισθητική της ταινίας, που προσδιορίζει με τη σειρά της την ηθική στάση της ταινίας, τη στάση ζωής των βασικών συντελεστών της απέναντι σε αυτό που τους συνέβη. Ένας φίλος έγραψε πρόσφατα: «Θα έπρεπε να είμαστε μόνο ένα τραγούδι. Να μπορούμε να περιγράψουμε τους εαυτούς, σαν μια σειρά από νότες». Η Ντονζελί με τον Ελκάιμ -δύο όμορφοι, αέρινοι και φωτεινοί άνθρωποι- είναι τα τραγούδια με τα οποία ντύνουν την ταινία. Αν θέλει πάντως κανείς να γκρινιάξει και λίγο, υπάρχουν επιμέρους αισθητικές επιλογές που μοιάζουν πολύ λιγότερο εύστοχες (οι περιστασιακοί αφηγητές με φωνή off θα ήταν μάλλον καλό να λείπουν, ενώ ένα γλυκερό αυτοσχέδιο τραγούδι λατρείας που τραγουδούν ο ένας στον άλλο μόλις πληροφορούνται την ασθένεια του γιου τους θα ήταν σίγουρα καλό να λείπει).
«Γιατί συνέβη σε εμάς;», θα ρωτήσει σε μια σκηνή ο πατέρας τη μάνα. «Γιατί εμείς μπορούμε να το αντιμετωπίζουμε», θα του απαντήσει αυτή. Και όχι μόνο να το αντιμετωπίσουν, αλλά μερικά χρόνια μετά να το κάνουν και ταινία. Και μάλιστα αξιοπρόσεκτη. Τόσο αξιοπρόσεκτη που την είδαν 1.000.000 θεατές στη χώρα τους. Τόσο αξιοπρόσεκτη που είναι η προτεινόμενη από τη Γαλλία ταινία για τα φετινά όσκαρ. Το «Πολεμώντας για τη Νίκη» δεν ήρθε με την πρόθεση να αλλάξει την ιστορία του κινηματογράφου, δεν ήρθε με την πρόθεση να μας προσφέρει μεγάλη τέχνη. Είναι όμως μια ταινία γυρισμένη με ιδιαίτερη χάρη και τοποθετημένη με περισσή χάρη απέναντι σε ένα τόσο άχαρο θέμα. Και ακόμα κι αν δεν έχουμε να κάνουμε με μεγάλη τέχνη, έχουμε να κάνουμε με μια χειρονομία μεγάλης κατάφασης στη ζωή, με ένα γενναίο και γενναιόδωρο κοίταγμα της.
«Και αν ξεχνούσαμε τις εκλογές; Μια κυβέρνηση στηριγμένη σε τρία κόμματα δεν είναι κυβέρνηση που έχει μόνο μειονεκτήματα - το αντίθετο. Μπορεί να λάβει γρήγορες αποφάσεις και να επιβάλει την εκτέλεσή τους.


Βιολί έπαιζε συνήθως στην είσοδο του μετρό, αμέσως μετά τις κυλιόμενες. Και καθαρότερο ήταν το περιβάλλον εκεί και η μουσική του δεν ήταν εκτεθειμένη στους θορύβους του δρόμου. Καθώς καθόταν κι έπαιζε, η θήκη του βιολιού έχασκε μπροστά του ανοικτή. Μέσα της σκορπισμένα κέρματα. Άλλοτε περισσότερα, άλλοτε λιγότερα. Ήταν μονίμως αφηρημένος και δεν τσέκαρε τις τσέπες του να δει πόσα είχε όταν ξεκινούσε από το σπίτι. Ξεκινούσε με σκοπό να προσφέρει. Δεν είχε σημασία η ποιότητα της μουσικής ή η ποσότητα των χρημάτων. Η χειρονομία είχε σημασία. Για αυτό όταν έπιανε τη θέση του και έβγαζε το βιολί από τη θήκη, άδειαζε τις τσέπες του από ό,τι κέρμα είχε και το άπλωνε μέσα της. Κι όμως οι άνθρωποι περνούσαν και δεν καταδέχονταν να πάρουν κανένα. Αναρωτήθηκε μήπως όπως αρνούνταν την μια προσφορά του, αρνούνταν και τη δεύτερη. Αναρωτήθηκε δηλαδή μήπως εκτός από τα λεφτά που δεν έπαιρναν από τη θήκη, έτσι δεν άκουγαν και τη μουσική που τους έπαιζε με το βιολί. Ταράχτηκε και αποφάσισε να προσφέρει περισσότερα. Έριξε στη θήκη ένα εικοσάευρω κι ένα πενηντάευρω. Αλλά οι περαστικοί δεν κατέβαζαν το βλέμμα προς τη θήκη, δεν έβλεπαν τι είχε μέσα και συνέχιζαν να τον προσπερνούν. Ταράχτηκε κι αποφάσισε να προσφέρει και μουσικά περισσότερα. Σηκώθηκε όρθιος και το γύρισε σε πιο γρήγορους ρυθμούς. Μετά άρχισε να περιφέρεται ανάμεσά τους και να παίζει σχεδόν στα μούτρα τους, με διαρκώς αυξανόμενη ένταση. Κάποιοι τρομαγμένοι έκλειναν τα αυτιά τους, άλλοι απλώς επιτάχυναν τον βηματισμό τους. «Σε κλέβουν άνθρωπε μου, γιατί απομακρύνθηκες τόσο;», άκουσε τότε μια φωνή, κι είδε στο βάθος έναν νεαρό να βουτάει τα χαρτονομίσματα και να φεύγει τρέχοντας προς τις σκάλες. Άρχισε να χαμηλώνει τους ρυθμούς της μουσικής του. Γυρνώντας στη θέση του ολοκλήρωσε την μελωδία σχεδόν σιωπηλά. Ξανακάθισε. Επιτέλους είχε σουξέ.




Ωραίο πράγμα οι εμμονές, αλλά κακό πράγμα να επαναλαμβάνεσαι συνέχεια. Οπότε δεν έχω σκοπό να ξαναγράψω με παραλλαγμένες λέξεις ένα ακόμα ύμνο για αυτό το ανεπανάληπτο φευγιό που συνιστούν για τον οπαδό εκείνα τα λίγα, ξεχωριστά, μεγάλα γκολ της ομάδας του. Όπως δεν έχω σκοπό να πείσω κανέναν να νιώσει θετικές δονήσεις στο θέαμα αυτών των εικόνων. Κάποιοι μπορεί να νιώθουν και αποστροφή. Kαι δικαίωμά τους στην τελική. Σκοπό δεν έχω ακόμα να εξιδανικεύσω κανέναν. Δεν το ξέρω το παλικάρι, μπορεί κάλλιστα να είναι το αρχέτυπο του ανθρώπου που υπό Κ.Σ. αντιπαθώ όσο τίποτα στη ζωή μου. Ωστόσο δεν με ενδιαφέρουν εδώ οι κανονικές συνθήκες, αλλά οι έκτακτες. Δεν με ενδιαφέρει π.χ. αν κράτησε ή δεν κράτησε το λεπτό σιγής για τον Γκάρι Σπιντ. Με ενδιαφέρει η σπίντα που έπαθε στα δευτερόλεπτα φυγής του γκολ. Και σκοπός μου είναι να πω πως όπως προ κρίσης θεωρούσα ότι αυτή η έκσταση που κάποιες ελάχιστες φορές μπορεί να σου προσφέρει το ποδόσφαιρο είναι μια από τις πιο ζωογόνες εμπειρίες που έχει να παράσχει ο ανθρώπινος πολιτισμός, έτσι και μετά κρίσης εξακολουθώ να θεωρώ ότι το ποδόσφαιρο δεν είναι αποβλάκωση, το ποδόσφαιρο «δεν σου αποσπά την προσοχή από τα αληθινά σου προβλήματα», το ποδόσφαιρο δεν σε εμποδίζει να συμμετέχεις ενεργά στη θεωρία ή στην πράξη των κοινωνικών αγώνων. Δεν είναι πολυτέλεια το ποδόσφαιρο. Πολυτέλεια και σπατάλη και αποβλάκωση και αηδία είναι η μεγάλη πλειοψηφία εκείνων που παρασιτούν -νομίμως ή παρανόμως- από το ποδόσφαιρο.