La Haine
Συμμέτοχος τηλεπαιχνιδιού, ως διαγωνιζόμενος, χειροκροτητής στο στούντιο ή τηλεθεατής, ο προ της κρίσης νεκροζώντανος αγωνιά τη νεκροζώντανή του αγωνία για την τελική έκβαση της τελευταίας ερώτησης/ μαντεψιάς/ δοκιμασίας των τόσων χιλιάδων ευρώ, όντας εγκατεστημένος τη στιγμή εκείνη στον πυρήνα ενός πολιτισμικού, πνευματικού και ηθικού περιβάλλοντος, που τον ταϊζει με τη πλήρη γκάμα των νεκροζώντανων συγκινήσεων τις οποίες έχει εκπαιδευτεί να χωράει ο ψυχικός του ορίζοντας. Ξαφνικά, απροειδοποίητα, απρόβλεπτα, από το πουθενά, άουτ οφ δε μπλου, το τηλεπαιχνίδι αλλάζει υπόσταση. Η μπάνκα γιγαντώνεται και το διακύβευμα είναι πλέον δισεκατομμύρια ευρώ, μόνο που από τη θέση του κεντρικού παρουσιαστή αποχωρούν εξωκαρδιάδες και παιδιά όλο θετική ενέργεια σαν το Χρήστο Φερεντίνο ή τον Γρηγόρη Αρναούτογλου, για να αντικατασταθούν από το βαθιά σκιαγμένο για τα μελλούμενα βλέμμα της Όλγας Τρέμη και την προτεσταντική παγωμάρα στη χροιά της φωνής της Σίας Κοσιώνη. Το τηλεπαιχνίδι που αντιστοιχεί στον μετά την κρίση νεκροζώντανο, «Η Επόμενη Δόση», δεν έχει σαν πρώτη ύλη την υπόσχεση για ολοένα και περισσότερα κέρδη, αλλά τον τρόμο για ολοένα και μεγαλύτερες απώλειες. Δεν είναι δομημένο σαν κλίμακα που ανεβαίνει προς τα πάνω, αλλά σαν κλίμακα που κατεβαίνει προς τα κάτω. Το κάθε επόμενο επίπεδο εκβιαστικών διλημμάτων βρίσκεται ένα σκαλοπάτι πιο κάτω από το προηγούμενο. Το κάθε τρέχον δίλημμα που ήταν στο αμέσως προηγούμενο σκαλοπάτι της κρίσης αδιανόητο, παρουσιάζεται τώρα ως αυτονόητο.
Μαζί με το κόνσεπτ και τους παρουσιαστές, κατ' εξοχήν αλλάζει και ο ρόλος που σου αναλογεί. Χθες σε είχαν πασά, σήμερα τράγο αποδιοπομπαίο. Από τις σειρήνες της διαφήμισης ως τις προεκλογικές υποσχέσεις, εκεί έξω σε περίμενε ένας καλύτερος κόσμος, ένας κόσμος που σου ανήκε, που είχε πέσει στα πόδια σου και σε εκλιπαρούσε: «Έλα, πάρε με, αγόρασέ με, κάνε με δικό σου. Με δικαιούσαι». Ίσως για αυτό ακόμη και τις συναισθηματικές σου ματαιώσεις δεν τις αντιμετώπιζες με συντριβή, αλλά με αυτοδικαίωση: «Πώς μπορεί να μη με θέλει πια εμένα; Για να μη με θέλει σημαίνει ότι αυτή δεν άξιζε τον κόπο, αυτή δεν κατάλαβε πόσο ξεχωριστός είμαι, όλοι με θέλουν εμένα, η διαφήμιση με θέλει εμένα, η τράπεζα με με θέλει εμένα, έχω τρόπο εγώ, έχω αξία εγώ, έχω άκρες εγώ». Και να που τώρα βρίσκεσαι να τρως πόρτα όχι μόνο από έναν άνθρωπο, αλλά από την καινούρια αφήγηση της πραγματικότητας στο σύνολό της. Τώρα σε ματαιώνουν και υλικά και ηθικά. Τώρα φεύγει από πάνω σου όλη η προσοχή και πέφτει πάνω σου όλη η ενοχή. Τώρα φταις εσύ, φταις εσύ που τα έφαγες μαζί τους, φταις εσύ που έπαιρνες τις πιστωτικές κάρτες και τα δάνεια κι όχι η τράπεζα που σε έπαιρνε τηλέφωνο για να σου τα χορηγήσει. Η μετάβαση από το «Σκοπός του κόσμου είναι να τον καταναλώσεις» στο «Πώς κατανάλωνες χωρίς να το δικαιούσαι;» και άρα στο «Τώρα ήρθε η ώρα να πληρώσεις το λογαριασμό της αφροσύνης σου», είναι η μετάβαση από έναν άνθρωπο που δεν ήξερε καλά καλά γιατί ζει, σε έναν άνθρωπο που δεν ξέρει καλά καλά αν θα έχει αύριο να ζήσει.
Ένα από τα βασικότερα ερωτήματα που προκύπτουν, είναι προς ποιά κατεύθυνση πρέπει να ενεργοποιηθεί κανείς μέσα σε μια μεταβατική εποχή, όπου η ιστορία που του έλεγαν μια ζωή δεν πείθει πια με τίποτα, χωρίς όμως να έχει έρθει ακόμη στη θέση της μια καινούρια πειστική ιστορία. Αν μπορούσαμε να μεταφερθούμε στο μέλλον, όσα συμβαίνουν σήμερα θα έχουν πάρει μια οριστική μορφή, η εικόνα θα είναι σχηματισμένη, όλα θα μοιάζουν ξεκάθαρα. Ζώντας πάνω στην μετάβαση και μην έχοντας αυτήν την πολυτέλεια, το ασφαλέστερο κριτήριο που μας μένει για να αποφασίσουμε, είναι να στραφούμε από την εξωτερική εικόνα μιας κατάστασης που διαρκώς μεταβάλλεται, στο εσωτερικό μας αισθητήριο: κάποιες ελάχιστες αδιαπραγμάτευτες κι αναπαλλοτρίωτες αρχές, πέντε πράγματα που τα νιώθουμε μέσα μας σωστά, δυο τρεις θεμελιώδεις αντιφάσεις στον επίσημο λόγο που δεν χωνεύονται με τίποτα.
Με αυτόν τον τρόπο, και παρά την δεδομένη αβεβαιότητα των ημερών, μια διαύγεια αρχίζει να κάνει δειλά δειλά την εμφάνισή της. Αρχίζεις να κατασταλάζεις. Αρχίζεις να νιώθεις πως ανήκεις κάπου. Και δίπλα στο αίσθημα αυτό έρχεται να κατακαθίσει ένα άλλο, παραδόξως ζωογόνο: η εχθρότητα. Και τώρα, όσο ήττα κι αν το λες σε σχέση με την ιδιοσυγκρασία σου και με τον βαθύτερο εαυτό σου, βλέπεις πόσο ανακουφιστικό είναι να εγκαταλείπεις τον σχετικισμό σου, εγκαταλείποντας ίσως μαζί του και την ουσιαστικότερη κατανόηση της πραγματικότητας, κερδίζοντας όμως σε αντιστάθμισμα μια άγρια χαρά. Τη χαρά του να μισείς. Δεν είμαι ιδεολογικά συγκροτημένος, δεν θα γίνω μάλλον ποτέ, ξέρω όμως πως μισώ το λόγο τους, την ασταμάτητη μετάλλαξή του, την ατελείωτη υποκρισία του, τη βαθιά αναλγησία του, την απέραντη χυδαιότητά του. Ο λόγος τους. Αυτός είναι ο εχθρός μου. Και μισώντας τον νιώθω εκατό τοις εκατό ζωντανός.
(Κείμενο γραμμένο για το μπαχάρ)
9 Comments:
Δυσκολεύομαι πολύ να εγκαταλείψω τον σχετικισμό μου. Η ψυχή το αποζητά και ο νους συνεχώς την μπουρδουκλώνει.
Το κείμενο σου είναι πολύ δυνατό γιατί είσαι έντιμος με τον εαυτό σου.
ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ,εξαιρετικό κείμενο.Και πολύ αληθινό...
Το μίσος είναι πολύ δυνατό κίνητρο, δεν παύει όμως να κατατρώει τις σάρκες μας και να θολώνει τη σκέψη δημιουργώντας λαβύρινθους όπου εύκολα μπορεί κανείς να χαθεί. Tι έλεγε ο Χατόρι Χάντζο στην Κίντο για την εκδίκηση? Κάτι τέτοιο…
Αυτό που ξεχωρίζω στο κείμενό σου δεν είναι τόσο η αλήθεια του, αλήθεια υπάρχει στο μίσος, αλλά η διαύγειά του, -την αναφέρεις άλλωστε-, η γνώση του «αντικείμενου» του μίσους. Μίσος που δεν κινείται χαοτικά αλλά έχει στόχο. Από την άλλη χαίρομαι που δεν είσαι ιδεολογικά συγκροτημένος, αλίμονο σε αυτούς που είναι σίγουροι, απόλυτοι, κάτοχοι της μόνης αλήθειας.
Καλές γιορτές εύχομαι σε σένα και την οικογένειά σου, χωρίς μίσος αυτές. :)
Με επτακόσιες εξήντα λέξεις, όλο το αφήγημα. Αριστοτεχνικά γραμμένο. Συγχαρητήρια.
μπραβο oldboy!
ακριβως ετσι,
τα' σπασες μάστορα!
Kαραγκιοζάκι, αντεύχομαι, έστω και καθυστερημένα.
Υπόλοιποι, ευχαριστώ πολύ :)
http://www.youtube.com/watch?v=t4zYlOU7Fpk&feature=related
http://old-boy.blogspot.com/2011/02/blog-post_08.html
:)
Δημοσίευση σχολίου
<< Home